Μουσῶν τε καὶ Ἀπόλλωνος λειμῶνες βρύουσιν : ἀφ ' ὧν δρεψάμενος ἁπάσης παιδείας λωτόν , οἷόν τινα στέφανον ἠρινὸν τὴν
τὸν πόλον ἀποστέλλειν ἐκεῖνον , πεισθεὶς διεδέξατο . Ἄτλας δὲ δρεψάμενος παρ ' Ἑσπερίδων τρία μῆλα ἧκε πρὸς Ἡρακλέα .
5910062 χρυσεων
Ὀλύμπου . Πᾶνα τὸν νυμφαγέταν Ναΐδων μέλημ ' ἀείδω , χρυσέων χορῶν ἄγαλμα , κωτίλας ἄνακτα [ μοίσας ] εὐθρόου
ἀνθ ' ὅπλου , καὶ φωνοῦντα διὰ τῶν ἐν αὐτῷ χρυσέων γραμμάτων , πρήσω τὴν πόλιν . Ἄλλως . ὁ
5852096 ἐτρεφεν
ἐκτελεσθῇ . στῖφος : σύστημα , πλῆθος . τοῦτο δὲ ἔτρεφεν ὁ Κλέων , ἵνα ἔχῃ , φησί , συνερχόμενον
τόθι σάρκα περὶ σκύλος αὖον ὀπάζει δυσλεπέος καρύοιο τὸ Καστανὶς ἔτρεφεν αἶα . ῥεῖα δὲ νάρθηκος νεάτην ἐξαίνυσο νηδύν ὅς
5785620 χρυσεα
τῆς χρυσέας φόρμιγγος τῆς ὑποσχεθείσης . οὐχ ἁπλῶς δὲ εἶπε χρυσέα φόρμιγξ , ἀλλ ' αἰνιγματωδῶς παραδηλοῖ αὐτῷ τοῦ τὴν
λοιπόν . ἑτέρωθι δὲ ἔτι λαμπρότερον Πρὸς Ὀλυμπίου Διός σε χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ λίσσομαι Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Ἀφροδίτᾳ ἐν
5779338 γανος
ἐπιβαίνει , ἐμβάλλει , ἐπιφέρει . γλυκερόν : εὐφρόσυνον . γάνος : βέλος , γλυκεῖαν ἡδονὴν , χαρὰν , ἡδονὴν
πονηρὰς εἰσάγων : γυναιξὶ γὰρ ὅπου βότρυος ἐν δαιτὶ γίγνεται γάνος , οὐχ ὑγιὲς οὐδὲν ἔτι λέγω τῶν ὀργίων .
5770069 ὑφασματων
ἔσφιγγεν , ἐπὶ τὸ νῶτον φέρουσα τὰ τελευταῖα καταβλήματα τῶν ὑφασμάτων . Γινομένων δὲ τῶν Δημητρίων Ἀθήνησιν , ἐγράφετο ἐπὶ
τεχνιτῶν , ἔν τε ζωγραφήμασι , καὶ ἀνδριάσι , καὶ ὑφασμάτων ποικιλίαις , ἐν Ἑλλάδι καὶ βαρβάρῳ κατὰ πόλιν ἑκάστην
5748015 βρυοντα
δ ' Αἴγισθος : ἐκ δὲ τοῦδ ' ἄνω βλαστεῖν βρύοντα θαλλὸν ᾧ κατάσκιον πᾶσαν γενέσθαι τὴν Μυκηναίων χθόνα .
* * * * τὸν Ἔρωτα γὰρ τὸν ἁβρόν μέλομαι βρύοντα μίτραις πολυανθέμοις ἀείδειν . ὅδε καὶ θεῶν δυνάστης ,
5742468 δαφνας
, ὦ Λατοῦς παῖ . ἀλλ ' ἐκπαύσω γὰρ μόχθους δάφνας ὁλκοῖς , χρυσέων δ ' ἐκ τευχέων ῥίψω γαίας
, καὶ καθευδήσας ὁ Ἡσίοδος ὄναρ εἶδεν , ἐννέα γυναῖκας δάφνας αὐτὸν ψωμιζούσας : ἐδήλου δὲ τὸ ὄναρ πάντως ὡς
5742202 ἐρνος
ἐν θήρεσσιν ἐπ ' ἀγλαΐῃ κομόωσιν ἄρσενες εὐκέραοι , πολυδαίδαλον ἔρνος ἔχοντες : ἦ γὰρ ἐϋσχιδέων κεράων ὥρησι πεσόντων ,
, ἀπὸ τοῦ παρακολουθοῦντος : οἷον τῶν στεφάνων κατασχεῖν . ἔρνος δὲ Ἀλφειοῦ τὴν ἐλαίαν λέγει , ἀφ ' ἧς
5728000 προπινε
? κρ [ ! ! ! ! ! ! ! πρόπινε ] ? ? [ ] | [ λόγον ]
καλεῖται . τοιούτων φωνῶν ἐγὼ διψῶ , τοιαύτην μοι φιλοτησίαν πρόπινε . θύη τινὰ πέττειν , ἵνα σπλάγχνοισι συγγενώμεθα φησιν
5724906 θυμβρης
δὲ ἄλλων ὀρίγανον προσαγορεύεται : : καὶ τὰ στρόμβια τῆς θύμβρης κάλλιστον εἰδέναι , καὶ οὐκ ἂν μή ποτε ὑγιὴς
, νῆριν , πηγάνιόν τε περιβρυές , ἐν δέ τε θύμβρης δρεψάμενος βλαστὸν χαμαιευνάδος ἥ τε καθ ' ὕλην οἵας
5717744 ὠδινος
τι περὶ τοῦ σοῦ κυήματος ἄφροντις γενόμενος καὶ τῆς ἐμῆς ὠδῖνος συμφροντίσαις . Ὡς οὖν ἐδόκει αὐτῷ , καθίσαντες ἐπὶ
, ὑπονοεῖσθαι μόνον δίδωσιν ἑαυτό , καὶ τοῦτο μέχρι μόνης ὠδῖνος , καὶ ὅσα περὶ τούτου προείρηται , ἐπεὶ οὐδὲ
5716852 ἐκπωματων
δὲ χρυσορόφων οἰκιῶν οὐδέν τι μᾶλλον σκεπουσῶν , τῶν δὲ ἐκπωμάτων τῶν ἀργυρῶν οὐκ ὠφελούντων τὸν πότον οὐδὲ τῶν χρυσῶν
ἐν ἀργυρῶν ἐκπωμάτων κατασκευῇ πολυτελὴς ἔδοξε γενέσθαι , δέκα λίτρας ἐκπωμάτων κτησάμενος : αὗται δ ' εἰσὶν ὀλίγῳ πλείους ὀκτὼ
5707897 ἠειδεν
ἀνδρείαν κινῆσαι τοὺς ἀκούοντας . καὶ Καλλίμαχος νόμον δ ' ἤειδεν Ἄρηος . στρόμβῳ δὲ τῷ κόχλῳ : πρὸ τοῦ
τῶι πρώτωι τῶν Ἀργοναυτικῶν εἰσάγει τὸν Ὀρφέα ταῦτα λέγοντα : ἤειδεν δ ' , ὡς γαῖα καὶ οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθε
5691276 χερνιβας
ταύρῳ ἤτοι ταυρομόρφῳ Διονύσῳ κατάρξεται καὶ θύσει κρυφαίας καὶ μυστικὰς χερνίβας ἐν μυχοῖς τοῦ Δελφινίου τόπου ἤτοι τῆς Φωκίδος περὶ
στιχουργήμασι ; ὁ Πύρρος τῆς μητρὸς αὐτοῦ Ἰφιγενείας μιμούμενος τὰς χερνίβας . λέγει δὲ τὴν ἐν Ταύροις αὐτῆς ξενοκτονίαν .
5665706 σταζεις
: ὦ Ἔρως , ὅστις διὰ τῶν ὀμμάτων τῶν ἀνθρώπων στάζεις τὸν πόθον , διὰ τούτου εἰσάγων ταῖς ψυχαῖς τὴν
ὑπὲρ ἄκρων βακχεῖον Διονύσου , οἴνα θ ' ἃ καθαμέριον στάζεις , τὸν πολύκαρπον οἰνάνθας ἱεῖσα βότρυν , ζάθεά τ
5658373 δρεψασθαι
ἐκ τῆς κοίτης αὐτῆς ἡδεῖαν βοτάνην ἀποκεῖραι , ἀντὶ τοῦ δρέψασθαι τὴν παρθενίαν αὐτῆς . ὁ δὲ λόγος ἐρωτηματικός ἐστι
βουλόμενον ἀδυνατεῖν , ὑποφεύγοντος ὕδατος , εἰ δὲ καρπὸν ἐθελήσειε δρέψασθαι , πάντας ἀφανίζεσθαι , στειρουμένης τῆς περὶ τὰ δένδρα
5636982 δημιουργει
ἐστιν ἐν τελείῳ καὶ ἀπὸ τελείου τέλεια ἀγαθὰ ἐργάζεται καὶ δημιουργεῖ καὶ ζωοποιεῖ . ἐπειδὴ οὖν τοιαύτης ἔχεται φύσεως ,
, ὅτι καθ ' αὑτὸ ἕκαστον ἄλλῳ δὲ οὐκ ἐπιμειγνύμενον δημιουργεῖ , τό τε τῶν νομέων καὶ τὸ τῶν θηρευτῶν
5613674 ἀταις
τῆς ἀβουλίας . . ΑΤΑΣΘΑΛΑ . Τὰ θάλλοντα ἐν ταῖς ἄταις , ἤγουν βλάβης ἀνάμεστα . . ΤΟΙΣΙΝ Δ '
ὀλεθρίαις * ἀλεξητήριον : ἀποτρόπαιον βοήθημα ἴαμα θεραπείαν βοήθειαν * ἄταις : βλάβαις * ἐν : ἐν τούτοις σὺν τούτοις
5602931 Ποσειδανος
μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον βάλλετο κˈρηπῖδα σοφῶν ἐπέων : Παῖ Ποσειδᾶνος Πετραίου , ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι
? [ Τῷδ ' ἐν ἄματι τερπνῷ ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ ' Αἰακ [ , Νηρεὺς δ ' ὁ
5576353 Δηοι
οὗτος ὁ καὶ περισσός . τὸ δὲ ἑξῆς : τῇ Δηοῖ γὰρ ἔτευξε θαλύσια ὁ Φρασίδαμος καὶ ὁ Ἀντιγένης .
Δηοῖ καὶ Κόρῃ , ὅτι ταύτην μὲν Πλούτων ἁρπάξειεν , Δηοῖ δὲ μιγείη Ζεύς : ἐν οἷς πολλὰ μὲν ἐπράττετο
5560028 δροσῳ
ἤτοι κοσμηθεῖσα ἐν δρόσῳ μαλθακῇ ἤτοι ἐν ὁμαλῷ ἐπαίνῳ : δρόσῳ δὲ εἶπε καὶ ῥαπθεῖσα , ἐπεὶ οἱ ἐν ἄθλοις
Σθένειαν ἱκέτιδες γουνούμεναι . θεᾶς δ ' ὀφελτρεύσουσι κοσμοῦσαι πέδον δρόσῳ τε φοιβάσουσιν , ἀστεργῆ χόλον ἀστῶν φυγοῦσαι . πᾶς
5556074 χορευει
. Λύκος χανών : καὶ , ἡ λύκος περὶ φρέαρ χορεύει : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων . Λύκου πτερὸν ζητεῖς
παροφθεὶς , ἀλλ ' ἐπὶ ταῖς ὄχθαις ἔξω τῶν ποταμῶν χορεύει τὴν ἄπαυστον χορείαν , αἵματος καθαρὰ σώζων τὰ ὅπλα
5542223 πολυτελη
καὶ βασιλεῖς βάρβαροι φιλοτίμως πέμπουσι τῷ θεῷ ἑκάστου τοῦ ἔτους πολυτελῆ ἀναθήματα . ἄγαλμα μὲν οὖν , ὥσπερ παρ '
ἄνευ Μάνους οὐ δυνήσεται θαρρεῖν . ὅταν δὲ ποιήσας ἀλαζόνα πολυτελῆ δεισιδαίμονα δο - ξοκόπον ἄπληστον χρήματα πολλὰ διδῷς ,
5538856 χρυσεας
τοῦ λόγου πλῆρες : πληρωθείη δ ' ἂν οὕτως : χρυσέας ἐλαίας κόσμον σε δεξάμενον κελαδήσω τοὺς Ἐπιζεφυρίους Λοκροὺς φροντίδος
εἰνακισχίλιοι ἐντὸς τούτων ἐόντες ἀργυρέας ῥοιὰς εἶχον : εἶχον δὲ χρυσέας ῥοιὰς καὶ οἱ ἐς τὴν γῆν τρέποντες τὰς λόγχας
5537859 κλωνα
εἰδέναι ; πόθεν , εἰ μή ποτε παρὰ τῶν Μουσῶν κλῶνα δάφνης καθάπερ ὁ ποιμὴν ἐκεῖνος λαβών ; Ἑλικῶνα μὲν
τε γὰρ ᾄδοντες ἐν τοῖς συμποσίοις ἐκ παλαιᾶς τινος παραδόσεως κλῶνα δάφνης ἢ μυρρίνης λαβόντες ᾄδουσιν “ . σκώπτει καὶ
5531143 πανδημοις
ἂν τὸν νοῦν προσέ - χειν . Ἐν δὲ ταῖς πανδήμοις ἑορταῖς χρὴ τῶν κατὰ πόλιν φυλάκων ὅσοι ἐν σώμασι
ς ' ἀλληλοφάγον θήσει τάχα καὶ τεκνοδαίτην , εἰ μὴ πανδήμοις λοιβαῖς χόλον ἱλάσσεσθε σήραγγός τε μυχὸν θείαις κοσμήσετε τιμαῖς
5516934 κειμηλια
τύχης , δηλοῖ συζευχθήσεσθαι τοῦτον γυναικὶ σώφρονι καὶ πλουσίᾳ , κειμήλια ἐχούσῃ διάφορα : καὶ μύροις ἀλειφθήσεται εὐωδέσι καὶ ἀνδράσι
, Ὅταν καλῇ καιρός σε τἀληθῆ λέγειν . Καὶ τὰ κειμήλια εἰς πρόβατον . Ἑρμηνεία . Δάκνει πάντως τοῦ σοφοῦ
5514906 ἐλαιας
, καὶ μᾶλλον ἑφθὸν ἐν ὕδατι , κάρδαμον , δάκρυον ἐλαίας Αἰθιοπικῆς , χρυσοκόλλα , λευκὸς ἐλλέβορος , μέλας ,
αἰὲν ἐν φύλλοισι ] ἤτοι ἀεὶ θαλλούσης . . ξανθῆς ἐλαίας καρπὸς εὐώδης πάρα ] πάρεστι γοῦν ταῖς ἐμαῖς χερσὶ
5512675 ἐφυλαξα
ποῦ δ ' ἂν ἔθηκα ; πῶς δ ' ἂν ἐφύλαξα ; χρώμενος δ ' ἂν φανερὸς ἐγενόμην , μὴ
τῶν ὀρνέων . καὶ τούτῳ τῷ τρόπῳ ἀβλαβεῖς τὰς περιστερὰς ἐφύλαξα . οὔτε γὰρ ἑρπετὰ ἀνελθεῖν οἷόν τέ ἐστι διὰ
5486790 θρεψειε
γε τοῖς ἄνω μικρὸν τούτων διηγεῖται περὶ τοῦ Ἐρεχθέως ὡς θρέψειε μὲν αὐτὸν ἡ θεὸς , τέκοι δ ' ἡ
ἔσεσθαι , ἥτις τῶν πόλεων βοῦν ἡγεμόνα κάλλιστον τῷ θεῷ θρέψειε . παρήγγειλε δὲ καὶ ὡς στρατευσομένοις εἰς τὸν περὶ
5484401 πεπαμενον
οὐκ ἔτευξεν ἐν μάχῃ , μίαν πρὸς Ἅιδην καὶ φθιτοὺς πεπαμένον κέλευθον , ἣν γωρυτὸς ἔκρυψε Σκύθης , ἦμος καταίθων
ὁρῶν ὁ Μυσὸς ἐκπεπληγμένους αὐτούς , πείσας τῶν Ἀρκάδων τινὰ πεπαμένον ὀρχηστρίδα εἰσάγει σκευάσας ὡς ἐδύνατο κάλλιστα καὶ ἀσπίδα δοὺς
5471496 ἀκτεας
. τίνες γὰρ οἵδε βάκτρα νωμῶντες χεροῖν , κάρηνα φύλλοις ἀκτέας καταστεφεῖς ; τίνα δαιμόνων ἄγουσι κωμαστὴν χορόν ; μῶν
ἡ ῥίζα . ἀντὶ ἀκόρου , ἀσάρου ῥίζα . ἀντὶ ἀκτέας , γλαύκιον ἢ κόπρος ὄϊος . ἀντὶ ἀκτῆς βοτάνης
5471136 ἁγιαις
οὗ σέβας ἀρρήτων ἱερῶν , ἵνα μυστοδόκος δόμος ἐν τελεταῖς ἁγίαις ἀναδείκνυται : οὐρανίοις τε θεοῖς δωρήματα , ναοί θ
ὡς μουσικὸν μέλος ἐν στόματι πάντων : καὶ ἐν βίβλοις ἁγίαις ἔσται ἀναγραφόμενος , καὶ τὸ ἔργον καὶ ὁ λόγος
5461795 οἰων
: πίνουσι γὰρ αὐτό , ὥσπερ οὖν ἡμεῖς τὸ τῶν οἰῶν τε καὶ τῶν αἰγῶν . , : οἱ δὲ
οἱ ἐκ τῶν δένδρων τῶν ἄλλων . Τῶν δ ' οἰῶν δύο γένη ποιοῦσι , τὸ μὲν δὴ καρποφόρον θῆλυ
5456675 προδομον
ζήλου τοῦ βασιλικοῦ καὶ ἄρχοντας καὶ ἰδιώτην , ὃς μὲν πρόδομον ἐγείρει , ὃς δὲ θάλαμον , ὃς δὲ ἀνδρῶνα
ἀκρήδεμνος ἐοῦσα στρωφᾶται πάντῃ κατὰ δώματα καὶ μογέουσα ἄλλοτε μὲν πρόδομον μετανίσσεται , ἄλλοτε δ ' αὖτε ἐς λέχος ἰθύει
5451952 νηματα
ζῳδίων φύσεις ὁρᾶν οὕτως . Σελήνης ἐν Κριῷ ἱμάτια , νήματα , ἔρια , τάπητας , κεφαλοδέσμια λέγε τὰ ἀπολωλότα
, ἀπόχρη γε μὴν ἀλλήλας περιλιχμήσασθαι . ἄγρα δὲ αὐτῶν νήματα ἄγαν λεπτὰ καὶ ἐρραφέντα τούτοις ἀραιῶν στημονίων τὰ ἱμάτια
5445829 βαθυσκιον
μαλακῶ χόρτοιο καλὰν κώμυθα δίδωμι , ἄλλοκα δὲ σκαίρει τὸ βαθύσκιον ἀμφὶ Λάτυμνον . λεπτὸς μὰν χὠ ταῦρος ὁ πυρρίχος
ἐς ἐμὴν ὕβριν ἐκαρποφόρουν . ἄλσος δ ' ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιον , ηὕρομεν ἔνδον πορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρης .
5434893 χρωσθεις
ἀπὸ τῶν ἐπιδημίων μαθεῖν . ἐνταῦθα μὲν γὰρ ἀὴρ λυπεῖ χρωσθεὶς μιαροῖς μιάσμασιν εἴτ ' ἀπορροίας ἄστρων εἴτ ' ἐξ
τῷ ποταμῷ , καὶ ὁ Περσῶν Τίγρης τῷ Περσῶν αἵματι χρωσθεὶς ἔρρει . Λογιζέσθω δή τις τὰς ἐκείνων εἰς τὴν
5431297 Πετραιου
ἀπὸ τοῦ τόπου Πετραῖον καλεῖσθαι . Πίνδαρος : παῖ Ποσειδῶνος Πετραίου . Γεραιστόν : ἀκρωτήριον Εὐβοίας . ἀαγές : ἀκαμπές
φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον βάλλετο κˈρηπῖδα σοφῶν ἐπέων : Παῖ Ποσειδᾶνος Πετραίου , ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι πρὸ
5428274 ἑδρανον
παντολέτειρα , αὐξιθαλής , φερέκαρπε , καλαῖς ὥραισι βρύουσα , ἕδρανον ἀθανάτου κόσμου , πολυποίκιλε κούρη , ἣ λοχίαις ὠδῖσι
ὁ δ ' Ἡσίοδος ” Δωδώνην φηγόν τε , Πελασγῶν ἕδρανον „ ᾖεν . „ περὶ μὲν οὖν τῶν Πελασγῶν
5426672 νηριν
* ἄγνου : βοτάνης * νῆριν : εἶδος βοτάνης * νῆριν πηγάνιόν τε : καὶ ταῦτα γένη βοτανῶν περιβρυές :
θάψου σμώξας , ἐν δὲ σπέρμα χυτὸν λευκανθέος ἄγνου , νῆριν , πηγάνιόν τε περιβρυές , ἐν δέ τε θύμβρης
5412955 κυμβαλα
τοῦ μ . . . . . . κύμβαλα : κύμβαλα : παρὰ τὸ κυφόν , κύφαλά τινα ὄντα .
κακὴ τύχη λάβοι χαριτογλωσσεῖν ἡμᾶς θέμις - μέλη πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα πᾶσιν δὲ θνητοῖς βούλομαι παραινέσαι τοὐφήμερον ζῆν ἡδέως :
5407219 μυσταις
παρ ' ἐμοῦ . ἱεροῖσι ] ὕμνοις . , τοῖς μύσταις , τοῖς ἀφιερωμένοις ἀνδράσιν ἡμῖν . . ἡ τοῦ
' ἐπίφαυσκον θνητοῖς ἀνθρώποισιν ἄκη : μετὰ δ ' ὅρκια μύσταις : ἀρχαίου μὲν πρῶτα χάους ἀμέγαρτον ἀνάγκην καὶ Κρόνον
5403926 πλεκταις
φησιν Ἡρωδιανός , παρατιθέμενος τὰ Σοφοκλέους ἐκ Ποιμένων “ κημοῖσι πλεκταῖς πορφύρας φέρει γένος . ” καὶ Αἰσχύλος ἐν Λυκούργῳ
κυανέαις δίναις τραφείς φλεβὸς τροπωτήρ , πουλύπους , ἁλοὺς βρόχων πλεκταῖς ἀνάγκαις , τῆς τροχηλάτου κόρης πίμπλησι λοπάδος στερροσώματον κύτος
5386885 χρυσου
. μετεκομίσθη δὲ αὐτόσε καὶ ἐκ τοῦ καλουμένου Φιλιππείου , χρυσοῦ καὶ ταῦτα καὶ ἐλέφαντος , Εὐρυδίκη τε ἡ Ἀριδαίου
, οἷον Ἑρμέας Ἑρμέου Ἑρμῆς Ἑρμοῦ , χρύσεος χρυσέου χρυσοῦς χρυσοῦ , τιμήεις τιμήεντος τιμῆς τιμῆντος , Σ χρυσὸν τιμῆντα
5380101 θρονα
περὶ ἰάμνων θρόνα δὲ τὰς ἀντιπαθεῖς βοτάνας λέγει . * θρόνα : φάρμακα * ἀλθεστήρια : ἰατήρια ἰατρείας * ῥιζοτόμον
τοι : τοῦτό σοι * κρήγυον : ὠφέλιμον ἦμος ὅτε θρόνα : ἡνίκα τὰ πολλὰ θρόνα , τουτέστι φάρμακα ,
5374755 προφαταν
φωναὶ γενέσθωσαν καὶ ὕμνοι . ἐγκιρνάτω τίς μιν γλυκὺν κώμου προφάταν : τοίνυν τὸν κρατῆρα τὸν ἱστάμενον ἐπὶ τῇ νίκῃ
κˈρατῆρα φωνὰ γίνεται . ἐγκιρνάτω τίς νιν , γλυκὺν κώμου προφάταν , ἀργυρέαισι δὲ νωμάτω φιάλαισι βιατάν ἀμπέλου παῖδ '
5373044 ἐνδεδυκος
ἑξήκοντα , ἐφ ' ἧς ἄγαλμα Νύσης ὀκτάπηχυ καθήμενον , ἐνδεδυκὸς μὲν θάψινον χιτῶνα χρυσοποίκιλον , ἱμάτιον δὲ ἠμφίεστο Λακωνικόν
ἑξήκοντα , ἐφ ' ἧς ἄγαλμα Νύσης ὀκτάπηχυ καθήμενον , ἐνδεδυκὸς μὲν θάψινον χιτῶνα χρυσοποίκιλον , ἱμάτιον δὲ ἠμφίεστο Λακωνικόν
5371038 αἰθωνος
παῦσεν ] χόλον ἀγροτέρα Λατοῦς θυγάτηρ : περὶ δ ' αἴθωνος δορᾶς μαρνάμεθ ' ἐνδυκέως Κουρῆσι μενεπτολέμοις : ἔνθ '
κώθων κώθωνος , Τύχων Τύχωνος : οὕτως οὖν καὶ αἴθων αἴθωνος διὰ τοῦ ω . Πρόσκειται δισύλλαβα διὰ τὸ Φαέθων
5370926 αὐτοφυη
τῶν πρὸς διατροφὴν χρησίμων : καὶ τούτων τὰ πολλὰ ὑπάρχει αὐτοφυῆ . οὐκ ὀλίγους δὲ καὶ ἄλλους ἐδωδίμους καρποὺς φέρει
ἅπαξ : τοσαύτην δ ' ὀπώραν ἐκδίδωσιν ἡ παρόρειος τὴν αὐτοφυῆ καὶ ἀγρίαν σταφυλῆς τε καὶ ὄχνης καὶ μήλου καὶ
5363994 ἀμφιθαλη
ἄμεινον : παροιμία . νόμος γὰρ Ἀθήνησιν ἐν τοῖς γάμοις ἀμφιθαλῆ παῖδα ἐστεμμένον ἀκάνθαις μετὰ δρυΐνων καρπῶν , λίκνον βαστάζοντα
ἐμβαλὼν γραμμάτια ἔχοντα τῶν φιλοσόφων ἑκάστου τοὔνομα κέλευε παῖδατῶν ἀνήβων ἀμφιθαλῆ τιναπροσελθόντα πρὸς τὴν κάλπιν ἀνελέσθαι ὅ τι ἂν πρῶτον
5361543 ἁλουργις
τυραννίδος ἐρᾷ . καὶ οὐκ ἔμελλε καί , ἦν γὰρ ἁλουργὶς ἀγάλματι περικειμένη , ταύτην ἐνδὺς ἔργου εἴχετο . προσπεσόντες
δικάζει μήτε θύει , ἀλλὰ πομπεύει μόνον . ἔστι δὲ ἁλουργὶς χρυσῆ : ἐξ ἴσου γὰρ ὁ χρυσὸς ὕφανται τῇ
5360979 ἀγελαρχην
ἡνιοχῶμεν ὁρμὰς μὴ ἐπιτρέποντες αὐταῖς ἀφηνιάζειν καὶ ἀνασκιρτᾶν τρόπον θρεμμάτων ἀγελάρχην οὐκ ἐχόντων . ἃς δὲ παρέχεται τοῖς ἐπὶ γῆς
ἀγέλην εἶναι , παρόσον ἀποτέτμηται ψυχῆς τὸ ἄλογον στῖφος , ἀγελάρχην δὲ τὸν ἡγεμόνα νοῦν ; ἀλλ ' ἕως μὲν
5359066 μηρια
οὐχ ἑτέρας μᾶλλον φλογὸς ἔλπομ ' ἔγωγε ἀθανάτοις οὕτω κεχαρισμένα μηρία καίειν . Πρὸς δ ' ἔτι τοι καὶ τοῦτο
, οἳ δὲ λέβητι χρυσείῳ φορέοισιν ὕδωρ , ὃ δὲ μηρία λούει , ὃς δ ' ὄπιθεν πτερύγεσσιν ἀναψύχει τὸν
5353233 ἡγητηρα
ἡμῖν τε κτήνη ὑπέταξεν πάντα βροτοῖσιν , πάντων δ ' ἡγητῆρα κατέστησεν θεότευκτον , ἀνδρὶ δ ' ὑπαίταξεν παμποίκιλα κοὐ
ἀπὸ κοινοῦ . εἰναλίων : θαλασσίων , ἀπὸ ζώων . ἡγητῆρα : ἀρχηγὸν , τὸν ἄρχοντα τῶν ἰχθύων , ἡγεμόνα
5353077 εὐθηνουν
χλωραὶ [ καὶ ] ἱλαραί , καὶ ὅλον τὸ ὄρος εὐθηνοῦν , καὶ πᾶν γένος κτηνῶν καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ
τρόπον τε ποίμνη ἐπιγονὴν μὴ ἔχουσα οὐ καλὴ οὐδὲ βουκόλιον εὐθηνοῦν , πολὺ μᾶλλον οὐδὲ πόλις οὐδ ' οἰκία :
5348720 λιθοκολλητους
εἶχεν ἐξηρτημένον κώδωνα χρυσοῦν , περὶ δὲ τοὺς τραχήλους χλιδῶνας λιθοκολλήτους . ἡ μὲν οὖν ἁρμάμαξα , τοιαύτην ἔχουσα τὴν
Σεμέλης θάλαμος , ἐν ᾧ ἔχουσαι χιτῶνας τινὲς διαχρύσους καὶ λιθοκολλήτους τῶν πολυτιμήτων . οὐκ ἄξιον δ ' ἦν παραλιπεῖν
5346846 ταπητας
. Σελήνης ἐν Κριῷ ἱμάτια , νήματα , ἔρια , τάπητας , κεφαλοδέσμια λέγε τὰ ἀπολωλότα , Σελήνης ἐν Ταύρῳ
κορήσατε ποιπνύσασαι ῥάσσατέ τ ' ἔν τε θρόνοις ' εὐποιήτοισι τάπητας βάλλετε πορφυρέους : αἱ δὲ σπόγγοισι τραπέζας πάσας ἀμφιμάσασθε
5343431 Δικης
ἄλλας πύλας Ἀληθείας , καὶ πλησίον τούτων εἴδωλον ἀκέφαλον ἑστάναι Δίκης . πολλὰ δὲ καὶ τῶν ἄλλων τῶν μεμυθοποιημένων διαμένειν
, θηλυκόν , πτερωτόν , ἀνθρωποειδές , τρυφῆρες : σχήματι Δίκης ἑστώς , δίσωμον , στειρῶδες , δουλελεύθερον , ἄγονον
5343206 Πιεριδων
' ὑπέροπˈλον ἥβαν δρέπων , σοφίαν δ ' ἐν μυχοῖσι Πιερίδων : τίν τ ' , Ἐλέλιχθον , ἄρχεις ὃς
αἰὲν ἐπιχθονίοισιν ἀοιδοὶ καὶ μένος ἀείσουσιν ἐμῇ ἰότητι καὶ ἄλλων Πιερίδων . Σὺ δὲ μή τι κελαινῷ πένθεϊ θυμὸν δάμνασο
5339656 Φερει
, καὶ ἀναβάτας ἐπὶ τῶν ἐν ταῖς ἀγέλαις ὀχείων . Φέρει , φέρεται , φορεῖον , φορεῖς , φοράδην ,
, ὥσπερ ἀπὸ τῶν ἵππων καὶ ὄνων ἡ ἡμίονος . Φέρει δὲ γνωρίσματα πολλὰ τοῦ πατρὸς ἡ τικτομένη κάμηλος ,
5337747 Λατοϊδα
, ἅς ποθ ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν θεμιπˈλέκτοις ἁμᾶ Λατοΐδα στεφάνοις ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος . Ζεῦ πάτερ ,
υἱὸν τάδε Μώσαι κροκόπεπλοι ἦρα τὸν Φοῖβον ὄνειρον εἶδον ἐμὲ Λατοΐδα τέο † δ ' αχοσχορον † πρόσθ ' Ἀπόλλωνος
5334214 μολπη
ὕμνον ἔλεγον . χλιδῶσα : τρυφῶσα . ἐναβρυνομένη . ἡ μολπὴ ἡ τῶν μελῶν ἁβρῶς καὶ ἡδέως ἐντρυφῶσα τῇ ἡδονῇ
αὐλοὶ ὁμῶς σύριγξι μέγ ' ἤπυον : ἀμφὶ δὲ πάντῃ μολπὴ ἐπ ' ὀρχηθμοῖσι καὶ ἄκριτος ἔσκεν ἀυτὴ δαινυμένων ,
5319804 θαλλοντα
τοῖς αὐτοῖς δένδρα τε ἀναδραμόντα καὶ ὑπὸ τοῖς δένδρεσι λήια θάλλοντα , μᾶλλον δὲ καὶ μεμερισμένως ταῦτα δείκνυσι καὶ κατὰ
πεφύκει , κυάνεόν τε χελιδόνιον χλωρόν τ ' ἀδίαντον καὶ θάλλοντα σέλινα καὶ εἰλιτενὴς ἄγρωστις . ὕδατι δ ' ἐν
5317459 ἀγγεων
καὶ Ἡμέραις περὶ τῆς ἐργασίας προτρέπων : ἐκ δ ' ἀγγέων ἐλάσειας ἀράχνια καί σε ἔολπα γηθήσειν βιότου αἰρεύμενον ἔνδον
τέλος αὐτὸς ὄπισθεν Ὀλύμπιος ἐσθλὸν ὀπάζοι , ἐκ δ ' ἀγγέων ἐλάσειας ἀράχνια , καί σε ἔολπα γηθήσειν βιότου αἰρεύμενον
5315993 ποιμνας
' αὐτοῖς μεγέθει μέγιστοι , ὧν οἳ μὲν ἁρπάζουσι τὰς ποίμνας καὶ σιτοῦνται , οἳ δὲ ἐκθηλάζουσι τὸ αἷμα ,
ἡλίου δυσμάς : εἶτα ἑαυτοὺς οἱ δράκοντες ἀποκρύψαντες ἐλλοχῶσι τὰς ποίμνας καὶ ἐκ τῆς νομῆς ἐπὶ τὰ αὔλια ἰούσας αἱροῦσι
5314497 Βακχον
ἐβώστρεεν : ἐκέλευεν . Ἐλάεσκε : ἔκβαλεν . Βρόμιον : Βάκχον . Πενθηϊάδες : τοῦ Πενθῆος . Θιασώτισι : χορευτοῖς
θεὸν κροτοῦντες ἐπιληνίοισιν ὕμνοις , ἐρατὸν πίθοις ὁρῶντες νέον ἐσζέοντα Βάκχον . ὃν ὅταν πίνηι γεραιός , τρομεροῖς ποσὶν χορεύει
5310976 θαλος
ὃν ἔλιπον ἐπιμαστίδιον ἔτι βρέφος , ἔτι νέον , ἔτι θάλος ἐν χερσὶν ματρὸς πρὸς στέρνοις τ ' Ἄργει σκηπτοῦχον
, τινὰ δὲ τῶν ἀντιγράφων „ Ἀγκλείδη , ξείνων ἱερὸν θάλος , εἰ δ ' ἄγε σύν μοι / οὐρανίην
5310589 κτιλα
, ἀκρότομα τραχέα ἢ ὑψηλά * ἰσχανόων : ἐπιθυμῶν ἐπὶ κτίλα δὲ μῆλα τὰ ἥμερα καὶ τὰ ἑπόμενα τῷ κτίλῳ
εἴκοσιν αἰώνεσσιν . . . . . , ἦσαν δὲ κτίλα πάντα καὶ ἀνθρώποισι προσηνῆ , θῆρές τ ' οἰωνοί
5310581 Δηους
νήησαν , ἀπειρεσίην χύσιν ἄγρης . οἷον δ ' ἐργατίναι Δηοῦς πόνον ἐκτελέσαντες , πνοιῇς χερσαίοις τε διακρίναντες ἐρετμοῖς καρπόν
Ἀχελωίῳ εὐνηθεῖσα γείνατο Τερψιχόρη , Μουσέων μία , καί ποτε Δηοῦς θυγατέρ ' ἰφθίμην , ἀδμῆτ ' ἔτι , πορσαίνεσκον
5308873 θυματων
Εὐθὺς δὲ δείσας ἐμπύρων ἐγευόμην βωμοῖσι παμφλέκτοισιν : ἐκ δὲ θυμάτων Ἥφαιστος οὐκ ἔλαμπεν , ἀλλ ' ἐπὶ σποδῷ μυδῶσα
δειμαίνων θεᾶς , λευστῆρα πρῶτον οὕνεκεν ῥίψας πέτρον Ἅιδῃ κελαινῶν θυμάτων ἀπάρξεται . Σὺ δ ' , ὦ ξύναιμε ,
5303213 φυτευων
ἐσχημάτισεν . εἰπὼν γὰρ ὁ πατὴρ δὲ ἤγουν ὁ ἀνταῖος φυτεύων καὶ κατασκευάζων τῇ θυγατρὶ τὸν γάμον κλεινότερον καὶ ἐνδοξότερον
ἕκαστος ἔχει τέχνης , τῶν δὲ γεωργῶν ὁ κάλλιστα μὲν φυτεύων μάλιστ ' ἂν ἥδοιτο , εἴ τις αὐτὸν θεῷτο
5300701 ἐπισπεισαι
. ἔστι δ ' ἀπὸ οἴνου σπονδή , σπεῖσαι ἀποσπεῖσαι ἐπισπεῖσαι , ἀπόσπονδος ἄσπονδος ἔνσπονδος ὁμόσπονδος ἡμίσπονδος ἐνσπονδότατος ἀσπονδότατος ,
' ἡσυχίας : ἐπὰν δὲ παύσωνται δειπνοῦντες , αἰτήσαντα φιάλην ἐπισπεῖσαι κατὰ τῆς τραπέζης καὶ μνηστεύεσθαι τὴν παῖδα πολλὰ ἐπαινοῦντα
5292511 λωτον
, καὶ βραδυνόντων ἐπὶ ξένης . ἔστι δὲ πόα τὸ λωτὸν , λήθην ἐμποιοῦν τῷ φαγόντι . Μᾶλλον ὁ Φρύξ
Βέρροιαν γὰρ ἰδὼν ἐπελάθετο τῆς μείζονος . καὶ εἰ μὲν λωτὸν ἔφυσεν ἡ γῆ , συγγνώμη : εἰ δὲ καινὸν
5288342 διπλοα
ἄγρην πόρεν : ἐκ δέ νυ πάντων εὐαγέως ἱερῷ ἀνὰ διπλόα μηρία βωμῷ καῖον , ἐπικλείοντες Ἑώιον Ἀπόλλωνα . ἀμφὶ
ἑῇ φέρε χειρὶ μεμαρπώς Εὔφημος : γαίης δ ' ἀπὸ διπλόα πείσματ ' ἔλυσαν . οὐδ ' ἄρ ' Ἀθηναίην
5283072 ἐροεντα
οὐ Κύπρις ἰαίνεται . ἢν δ ' ἐθελήσῃς θεσμὰ θεῆς ἐρόεντα καὶ ὄργια κεδνὰ δαῆναι , ἔστι γάμος καὶ λέκτρα
ὧδ ' ἐμμελέως πόδεσσιν ὠρχεῦντ ' ἀπαλοῖς ' ἀμφ ' ἐρόεντα βωμόν : ἔνια δὲ ἐκ μιᾶς ἰωνικῆς καὶ δύο
5281438 εὐχετο
Ἀχαιῶν νεῖμαν ἀρίστοις . τοῖσιν δ ' Ἀτρεΐδης μεγάλ ' εὔχετο χεῖρας ἀνασχών : Ζεῦ πάτερ Ἴδηθεν μεδέων κύδιστε μέγιστε
Τῷ δ ' ἄρ ' ἐπ ' Εὐρύπυλος μεγάλ ' εὔχετο δῃωθέντι : Κεῖσό νυν ἐν κονίῃσιν , ἐπεί νύ
5280825 δεδημιουργημενα
ἱερῶν καὶ θυσιῶν τῶν ἐν αὐτῆι ταῖς καλλίσταις γραφαῖς φιλοτέχνως δεδημιουργημένα . καθόλου δὲ τοιαύτην τῆι πολυτελείαι καὶ τηλικαύτην τῶι
οὖν παρεληλυθότα τῶν εἰρημένων πλὴν βραχέων ἐπιδέδεικται τὰ διὰ νοῦ δεδημιουργημένα : δεῖ δὲ καὶ τὰ δι ' ἀνάγκης γιγνόμενα
5275543 μηλοτροφου
' ⌊ εὐώδεα ⌋ Θεσσαλίας ⌊ [ ] ⌋ ⌊ μηλοτρόφου ⌋ ἐν γυάλοις : ⌊ κεῖθεν καὶ Ἀριστοτέλης ⌋
Ἀρχίλοχος [ . ] ὁ δ ' Ἀσίης τε καρτερὸς μηλοτρόφου . φησὶν οὖν ὅτι τῷ λόγῳ μὲν προσποιεῖται ,
5274302 πλουσιαις
τὰ νήματα τοῦ λίνου ἄστυδε θαμίζεις Ὠσχοφόρια καὶ Λήναια ταῖς πλουσίαις Ἀθηναίων συνεορτάζουσα ; οὐκ ἔστι τοῦτο σωφρονεῖν οὐδ '
, ἀποβαλόντας θαυμαστὰ καὶ ἀμφιλαφῆ κτήματα , ἔν τε προσόδοις πλουσίαις καὶ ἐν ποικίλῃ πολυτελείᾳ τίμια . πλῆθός τε ἀνθρώπων
5273658 ἐρδων
, ἣν ὁ Πίνδαρος αἰτεῖται παρὰ τοῦ Διός : τί ἔρδων φίλος σοί τε , καρτερόβροντα Κρονίδα , φίλος δὲ
Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει . εἰ δ ' ἐὼν καλὸς ἔρδων τ ' ἐοικότα μορφᾷ ἀνορέαις ὑπερτάταις ἐπέβα παῖς Ἀριστοφάνεος
5271217 ἑορτα
τῶν Πυθίων ἑορτῇ ἐγεννήθη , ὡς αὐτός φησι : Πενταετηρὶς ἑορτὰ βουπομπὸς , ἐν ᾇ πρῶτον εὐνάσθην ἀγαπατὸς ὑπὸ σπαργάνοις
τῶν Πυθίων ἑορτῇ ἐγεννήθη , ὡς αὐτός φησι : Πενταετηρὶς ἑορτὰ βουπομπὸς , ἐν ᾇ πρῶτον εὐνάσθην ἀγαπατὸς ὑπὸ σπαργάνοις
5270961 αἰπολιον
ἐφαψάμενον ἀμφοτέρων ἑνὶ βέλει κελεῦσαι λοιπὸν ποιμαίνειν τὸν μὲν τὸ αἰπόλιον , τὴν δὲ τὸ ποίμνιον . Τοῦτο τὸ ὄναρ
ἄρυσαι πόμα καὶ παρὰ νύμφαις ὑδριάσι στῆσον πᾶν τὸ σὸν αἰπόλιον : ἀλλὰ σὺ μήτ ' ἐπὶ λουτρὰ βαλῇς χροΐ
5267399 φαρεϊ
] Κρητικὸν τάμνε πέλαγος : τηλαυγέϊ γὰρ [ ἐν ] φάρεϊ βορήϊαι πίτνον [ ] αὖραι κλυτᾶς ἕκατι πελεμαίγιδος [
φαεσφόρος ὑψόθι πύργου , λεπταλέαις αὔρῃσιν ὅθεν πνεύσειεν ἀήτης , φάρεϊ πολλάκι λύχνον ἐπέσκεπεν , εἰσόκε Σηστοῦ πολλὰ καμὼν Λείανδρος
5267069 φυτευει
πάν . θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς καὶ χάριν ἀοιδᾷ φυτεύει κεῖνοι γάρ τ ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι πόνων τ
τῷ μύθῳ τοῦτο τὸ ῥόπαλον . . . Αὐτός τε φυτεύει τῷ φυτῷ τούτῳ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν , Ἀττικὰ ἐπάρδων
5261149 τιοτιοτιοτιγξ
Φρύνιχος ἀμβροσίων μελέων ἀπεβόσκετο καρπὸν ἀεὶ φέρων γλυκεῖαν ᾠδάν , τιοτιοτιοτιγξ . Εἰ μετ ' ὀρνίθων τις ὑμῶν , ὦ
' ἧς ἐγὼ νάπαισί τε καὶ κορυφαῖς ἐν ὀρείαις , τιοτιοτιοτιγξ , ἑζόμενος μελίας ἔπι φυλλοκόμου , τιοτιοτιοτιγξ , δι
5258563 ἀγελης
κατὰ χωρίου , εἴτε κατὰ φοσσάτου ἐχθρῶν , εἴτε κατὰ ἀγέλης , εἴτε κατὰ τούλδου ἢ ἑτέρου τινὸς ἡ ἐπέλευσις
πάγῃ : ὃ δὲ τῶν ἀγρίων κορυφαῖος ἀντᾴσας πρὸ τῆς ἀγέλης μαχούμενος ἔρχεται . ὁ τοίνυν τιθασὸς ἐπὶ πόδα ἀναχωρεῖ
5256945 θαλλον
ἐκπεπότασαι ; αἴ κ ' ἐνθὼν ταλάρως τε πλέκοις καὶ θαλλὸν ἀμάσας ταῖς ἄρνεσσι φέροις , τάχα κα πολὺ μᾶλλον
ἐπὶ τῇ τελευτῇ Ἀμαρυλλίδος . θαλλόν : πᾶν τὸ τεθηλὸς θαλλὸν ἔλεγον οἱ ἀρχαῖοι . Ἀρχίλοχος : ἔχουσα θαλλὸν μυρρίνης
5252857 Ἰσιδι
τε Κρόνιος ἄμητος . Ἄστεα διφρηλάτᾳ πάντα δι ' ἀνακτόρων Ἴσιδι χορεύεται . . . . . . . .
τὰ κατὰ τὴν Αἴγυπτον καταστήσαντα καὶ τὴν τῶν ὅλων ἡγεμονίαν Ἴσιδι τῇ γυναικὶ παραδόντα , ταύτῃ μὲν παρακαταστῆσαι σύμβουλον τὸν
5250844 φεριστον
ἄλλος ἐπ ' ἄλλα : πέλει δ ' ἄρα κεῖνο φέριστον ἔργον , ὅ τι φρεσὶν ᾗσιν ἐπιστάμενος πονέηται .
' ἀπεμυθεόμην : σὺ δὲ σῷ μεγαλήτορι θυμῷ εἴξας ἄνδρα φέριστον , ὃν ἀθάνατοί περ ἔτισαν , ἠτίμησας : ἑλὼν
5250603 Ὀλυμπωι
, ἀεροειδεῖς , οἵτε καὶ οὐράνιοι δίδυμοι κλήιζεσθ ' ἐν Ὀλύμπωι , εὔπνοοι , εὔδιοι , σωτήριοι ἠδὲ προσηνεῖς ,
ἔρχεο , Κυπρογενὲς θεῖον γένος , εἴτ ' ἐν ' Ὀλύμπωι ἐσσί , θεὰ βασίλεια , καλῶι γήθουσα προσώπωι ,
5249815 ἐτρεφε
ἕκαστος „ σχέτλιε Πηλέος υἱέ , χόλῳ ἄρα ς ' ἔτρεφε μήτηρ . ” μ ' ᾐτιάασθε : ἡ διπλῆ
ὅπλων πολλῶν καὶ καλῶν καὶ οἰκήτορας εἶχεν ἀρίστους καὶ νεότητα ἔτρεφε πολλήν τε καὶ εὐανδροῦσαν καὶ ζηλωτὸς ἦν ἐν πᾶσι
5245717 ἀειθαλη
τὸν ἡμερώτατον , πᾶν δὲ φυτόν : καὶ γὰρ τὰ ἀειθαλῆ φέρει : τυγχάνει δ ' ἐπιμελείας οὐδὲ μικρᾶς „
οἷον συκή , καρύα , ῥοιὰ καὶ τὰ ὅμοια , ἀειθαλῆ δέ , οἷον μυρσίνη , δάφνη καὶ τὰ τοιαῦτα
5241948 χρυσαις
τὸν ἐν Δελφοῖς Ἀπόλλω προκρίνει , κἄπειτα κρατῆρσι καὶ πλίνθοις χρυσαῖς ἀναθημάτων τε μυρίων πλήθει κοσμήσας τὸ ἱερὸν τῶν πανταχοῦ
πάντες οἱ ἀρχαῖοι βασιλεῖς ἐπιτελοῦντες ἑορτὴν πάνδημον , ἐν φιάλαις χρυσαῖς ἢ ἀργυραῖς κιρνωμέναις ἐδέχοντο μὲν παρὰ τοῦ οἰνοχόου †
5237420 πορφυρεοις
Ἄδωνις : ὤλετο καλὸς Ἄδωνις , ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες . μηκέτι πορφυρέοις ἐνὶ φάρεσι Κύπρι κάθευδε : ἔγρεο , δειλαία ,
. Ἄλσος δ ' ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιον , εὕρομεν ἔνδον πορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρης . οὐ δ ' ἔχεν
5236313 κατειργαζετο
κάπρους καὶ ἄλλα θηρία στέλλων . Ἅπαντα δὲ Γύγης ῥώμῃ κατειργάζετο : κἄπειτα ὑπ ' αὐτῶν τούτων μεταβαλὼν ὁ Σαδυάττης
τοῦ Δάφνιδος αὐτοῦ μένουσα περιήλαυνε τὰς βοῦς καὶ τοῖς τριβόλοις κατειργάζετο τὸν στάχυν : ὁ δὲ Δρύας θησαυρίσας τὸ βαλάντιον
5236241 τρωκτα
ῥίζης γίνεται , κηρίῳ σφηκῶν ἰδέην ὁμοιότατον : ἐν τούτῳ τρωκτὰ ὅσον τε πυρὴν ἐλαίης ἐγγίνεται συχνά , τρώγεται δὲ
βίον καὶ γάλα καὶ φοίνικας αὐτῷ καὶ τυρὸν προσφέρουσι καὶ τρωκτὰ ὡραῖα καὶ τὰς ἄλλας ἀπαρχὰς τῶν ἐπιχωρίων . Λόγος
5232357 πολυμνηστον
δὲ σποδὸς προπέμπει πίονας πλούτου πνοάς . τούτων θεοῖσι χρὴ πολύμνηστον χάριν τίνειν , ἐπείπερ χἀρπαγὰς ὑπερκόπους ἐπραξάμεσθα καὶ γυναικὸς
ταυροβόαν , γένεσιν μακάρων θνητῶν τ ' ἀνθρώπων , σπέρμα πολύμνηστον , πολυόργιον , Ἠρικεπαῖον , ἄρρητον , κρύφιον ῥοιζήτορα
5229821 ἐστεφανωμενος
τὸν ὦμον ἰδεῖν ἠδύνατο . Δρομεὺς ἐν Ὀλυμπίᾳ παίδων στάδιον ἐστεφανωμένος μέλλων ἕτερον ἀγῶνα ἀγωνίζεσθαι ἔδοξεν ἐν τῷ Ὀλυμπικῷ στεφάνῳ
ὑστεραίᾳ τὰ μὲν ἱερεῖα εἱστήκει παρὰ τὸν βωμὸν καὶ Κοιρατάδας ἐστεφανωμένος ὡς θύσων : προσελθὼν δὲ Τιμασίων ὁ Δαρδανεὺς καὶ
5228549 ἐπευχεσθαι
αὐτῇ κλῶνας ἐξ ἀμφοῖν χεροῖν τιθεὶς ἐλαίας , τάσδ ' ἐπεύχεσθαι λιτάς Τούτων ἀκοῦσαι βούλομαι : μέγιστα γάρ . Ὥς
; οὔ : ἀλλ ' εὖ ποιεῖν , συνεργεῖν , ἐπεύχεσθαι . τότ ' οὖν κακῶς πράσσει , ἄν τε

Back