ἄμεινον : παροιμία . νόμος γὰρ Ἀθήνησιν ἐν τοῖς γάμοις ἀμφιθαλῆ παῖδα ἐστεμμένον ἀκάνθαις μετὰ δρυΐνων καρπῶν , λίκνον βαστάζοντα
ἐμβαλὼν γραμμάτια ἔχοντα τῶν φιλοσόφων ἑκάστου τοὔνομα κέλευε παῖδατῶν ἀνήβων ἀμφιθαλῆ τιναπροσελθόντα πρὸς τὴν κάλπιν ἀνελέσθαι ὅ τι ἂν πρῶτον
6487173 ἱμερταν
καὶ οἱ Ἀμαθούσιοι : καὶ Ἀλκμὰν δέ : ‚ Κύπρον ἱμερτὰν λιποῖσα καὶ Πάφον περιρρύταν . ‚ καὶ Αἰσχύλος :
κυάνεος θάλαμος , ἇς καὶ ἀποφθιμένας πᾶσαι νεοθᾶγι σιδάρῳ ἅλικες ἱμερτὰν κρατὸς ἔθεντο κόμαν . Τῷ γριπεῖ Πελάγωνι πατὴρ ἐπέθηκε
6258632 πολυποικιλον
ἔρωτι κατατετηκώς . Αἰγίδιον , σὺ δὲ τόνδε φορήσεις στέφανον πολυποίκιλον ἀνθέων , γρυπότατον , χαριέστατον , ὦ Ζεῦ .
ἀιδία , πολύσεμνε , μόνη χαίρουσα δικαίοις , ἀλλάσσουσα λόγον πολυποίκιλον , ἄστατον αἰεί , ἣν πάντες δεδίασι βροτοὶ ζυγὸν
6236556 ἁβρον
λοιπὰ οὐκ ἐδόκουν ἀλγεινὰ καὶ ἐπίπονα : ἐπεὶ δὲ τὸ ἁβρὸν εὑρέθη ταῖς τέχναις , καὶ στρωμναὶ μαλακαὶ καὶ χλαῖναι
: ἀπὸ τοῦ προσώπου ἄλλως τε καὶ τὸ τῆς διαίτης ἁβρὸν οὐ σώφρονά σοι μηνύει τὸν λογισμόν : ἀπὸ τοῦ
6175489 ἐκομισσε
χαμαὶ πέσε , καί τις Ἀχαιῶν μαρναμένων μετὰ ποσσὶ κυλινδομένην ἐκόμισσε : τὸν δὲ κατ ' ὀφθαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψεν
! ν ? πολυήρατον εἶδος ἔχουσαν [ . [ ] ἐκόμισσε ? ? ? ? πατήρ , ὀΐων τε καὶ
6131350 προπινε
? κρ [ ! ! ! ! ! ! ! πρόπινε ] ? ? [ ] | [ λόγον ]
καλεῖται . τοιούτων φωνῶν ἐγὼ διψῶ , τοιαύτην μοι φιλοτησίαν πρόπινε . θύη τινὰ πέττειν , ἵνα σπλάγχνοισι συγγενώμεθα φησιν
6098699 γανος
ἐπιβαίνει , ἐμβάλλει , ἐπιφέρει . γλυκερόν : εὐφρόσυνον . γάνος : βέλος , γλυκεῖαν ἡδονὴν , χαρὰν , ἡδονὴν
πονηρὰς εἰσάγων : γυναιξὶ γὰρ ὅπου βότρυος ἐν δαιτὶ γίγνεται γάνος , οὐχ ὑγιὲς οὐδὲν ἔτι λέγω τῶν ὀργίων .
6095005 ἰηιε
χρυσεοκίθαριν ἀέξων μοῦσαν νεοτευχῆ , ἐμοῖς ἔλθ ' ἐπίκουρος ὕμνοις ἰήιε Παιάν : ὁ γάρ μ ' εὐγενέτας μακραίων Σπάρτας
τᾶς Σπάρτας κατὰ πάντα μόλοις μετὰ νίκας : ἰὲ Παιὰν ἰήιε Παιάν ἥλιος Ἀπόλλων , ὁ δέ γ ' Ἀπόλλων
6063214 Ἀσκλαπιον
λευκοῖσι δάφνας στεφάνοις ποτ ' Ἀπόλλω , ποὶ δ ' Ἀσκλαπιὸν ἔρνεσι ἐλαίας ἡμεροφύλλου ἁγνῶς πομπεύειν , καὶ ἐπεύχεσθαι πολιάταις
Βρόμιόν τε χορευτάν [ ] εύιον ? ? ἠδ ' Ἀσκλαπιὸν ὑψιτέχναν δισσούς ] τε καλεῖτε Διοσκούρους σεμνάς τε [
6003504 ἀμων
ἀποπρίω : ἀγοράσας ἀποκατάστησον διακναίσῃ : διαφθείρῃ συχνοί : πολλοί ἀμῶν : θερίζων ὑφείλετο : ἔκλεψεν ἱμονιοστρόφου : σχοινιοπλόκου ἢ
μὴ ἀποκάμνοντα . ὀψαμᾶτα : νωθρέ , ὀψὲ καὶ βραδέως ἀμῶν : ἢ ὄψιμε καὶ γηραιέ . ἀτεράμνου : λιθίνης
6001889 γεραον
εἶθ ' ὁπόταν πλήρωμα Διὸς Σωτῆρος ἕλησθε , ἤδη χρὴ γεραόν , πολιὸν σφόδρα κρᾶτα φοροῦντα οἶνον , ὑγρὴν χαίτην
εἶθ ' ὁπόταν πλήρωμα Διὸς σωτῆρος ἕλησθε , ἤδη χρὴ γεραόν , πολιὸν σφόδρα κρᾶτα φοροῦντα οἶνον , ὑγρὰν χαίταν
5984327 Βακχου
ἡδεῖ . ἰδίως δὲ τέταχεν . ἢ ἀντὶ τοῦ ἡδέως Βάκχου ] τοῦ οἴνου σιλφιόεσσαν δὲ λίτρην , ἀντὶ τοῦ
τάχιστα λέγων εὖ , οἵπερ καὶ ῥήιστης εἰσὶ διδασκαλίης . Βάκχου μέτρον ἄριστον ὃ μὴ πολὺ μηδ ' ἐλάχιστον :
5974986 ἁμεραις
ἰὼ τέκνον , χρόνωι σὸν ὄμμα μυρίαις τ ' ἐν ἁμέραις προσεῖδον : ἀμφίβαλλε μαστὸν ὠλέναισι ματέρος , παρηίδων τ
ἀνάγκᾳ : ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί , ἴσαις δ ' ἁμέραις ἅλιον ἔχοντες , ἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον , οὐ
5942514 ξουθα
ἀναφαίνω . ξουθῆς δὲ εἶπε παρόσον τὰ πλεῖστα τῶν ὀρνέων ξουθὰ φαίνεται . Πανὶ νόμους : Ἐπεὶ νόμιος ὁ θεὸς
ἀμφὶ δ ' αὑτᾶς θροεῖς νόμον ἄνομον , οἷά τις ξουθὰ ἀκόρετος βοᾶς , φεῦ , φιλοίκτοις φρεσὶν Ἴτυν Ἴτυν
5894550 πεπαμενον
οὐκ ἔτευξεν ἐν μάχῃ , μίαν πρὸς Ἅιδην καὶ φθιτοὺς πεπαμένον κέλευθον , ἣν γωρυτὸς ἔκρυψε Σκύθης , ἦμος καταίθων
ὁρῶν ὁ Μυσὸς ἐκπεπληγμένους αὐτούς , πείσας τῶν Ἀρκάδων τινὰ πεπαμένον ὀρχηστρίδα εἰσάγει σκευάσας ὡς ἐδύνατο κάλλιστα καὶ ἀσπίδα δοὺς
5861229 θεριζει
κηπευμάτων ἀρδευτὰ δαψιλεῖ πότῳ , τὸν ἀνδρομήκη πυρὸν ἠκονημένῃ ἅρπῃ θερίζει : τὸν ξένον δὲ δράγματι αὐτῷ κυλίσας κρατὸς ὀρφανὸν
τῶν θεῶν . * βλάβης . ἤγουν μεστὸν θρήνων . θερίζει . τῶν πημάτων . * καὶ ἀντέκτισιν καὶ τιμωρίας
5852910 Ποσειδανος
μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον βάλλετο κˈρηπῖδα σοφῶν ἐπέων : Παῖ Ποσειδᾶνος Πετραίου , ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι
? [ Τῷδ ' ἐν ἄματι τερπνῷ ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ ' Αἰακ [ , Νηρεὺς δ ' ὁ
5852409 μουσαν
συνεόρταζον ἄνθρωποι ταῖς οὐρανίαις δυνάμεσιν . εἰ γάρ τις τὴν μοῦσαν ἐκείνην , τὴν ἐκ παντὸς στόματος ὑφ ' ἓν
? [ δ ' ὀμφὴν ὁ ] λύρᾳ συνετὴν [ μοῦσαν ] ἀείσας ? ? ? θεσμῴδησεν ? [ ]
5822555 εὐανθεα
ἀκτῖνι βαρὺν κατεναίρεται ἄνδρα . ἀλλὰ σὺ πολλάκι μὲν σταδίην εὐανθέα νάρδου ῥιζίδα θυλακόεσσαν ὀπάζεο τήν τε Κίλισσαι πρηόνες ἀλδαίνουσι
περθέσθ ' ἐραταῖς φόβαισιν ὅρπακας ἀνήτοιο συνερραις ἁπαλαῖσι χερσίν . εὐανθέα γὰρ πέλεται καὶ Χάριτες μάκαιρα μᾶλλον προσόρην , ἀστεφανώτοισι
5813758 ὡριον
σοὶ καὶ πρὸ ὥρας αὐτῆς τὰ λήια καὶ δείκνυσι στάχυν ὥριον , ὅτε καὶ ἄνθος ἠρινὸν θαῦμα τοῖς ἰδοῦσιν ἐφαίνετο
συμφορούμενος τροφάς παρέχει τροφαῖσι ταῖσιν ἠριθμημέναις . Ὅταν δὲ Πλειὰς ὥριον τεύχηι σπόρον ὃς ἐκκομίζει σπέρμα γῆς ἐν ἀγκάλαις μόχθων
5800330 ἑλικοβλεφαρου
ἐβόησε Μαίης παῖδα κυκλήσιον βασιλέα πάλμυν καὶ Σιμωνίδης Μαιάδος ὀρείης ἑλικοβλεφάρου κατάλογον : αὕτη γὰρ Κυλλήνης ἐν ὄρεσι θεῶν κήρυκα
, Ἑρμῆ , βακχεχόροιο Διωνύσοιο γένεθλον καὶ Παφίης κούρης , ἑλικοβλεφάρου Ἀφροδίτης , ὃς παρὰ Περσεφόνης ἱερὸν δόμον ἀμφιπολεύεις ,
5799791 εὐθυνε
νεμεσήσῃς , ὦ Ζεῦ . Ξενοφῶντος εὔθυνε : τοῦ Ξενοφῶντος εὔθυνε τὴν εὐτυχίαν , οὔριον καὶ εὐδιεινὸν διδοὺς αὐτῷ τὸ
ὃ μὴ πρότερον εὕρητο , τοῦτο ἐπινοηθὲν αὖθις ὡς φαῦλον εὔθυνε , μηδ ' ὅτι τῶν παιδικῶν ἐρώτων αἱ γυναικεῖαι
5790623 μελιηδεα
? [ ] ? ? ? ? [ ] νεαρῶν μελιηδέα ? βότρυν ἀείρεις : ἐκ ? σέθεν ? ?
ἄρα πᾶσιν ἐπισταδόν : οἱ δὲ θεοῖσι λείψαντες μακάρεσσι πίον μελιηδέα οἶνον . αὐτὰρ ἐπεὶ σπεῖσάν τε πίον θ '
5758796 ὀλβιαν
μονογέρων μοχλίον Μύλλος ναιδαμῶς νεοπεινής νηπτικωτάτην νοσακερόν νωδογέρων ξυλοκύμβη ἐς ὀλβίαν ὀλεκρανίζειν ὀλισβοκόλλιξ ὀρθοπυγιᾶν ὀρθοσταδόν παιδότριψ παλίγγλωττον παλίμπηγα παππάζοιεν παραγεγηρακώς
τὸν Τέλλον , ὥστε καὶ παῖδας ἐκγόνων ἐκτήσατο . Ἐκείνην ὀλβίαν προσεῖπεν ἂν εἰκότως ἡ τραγῳδία , ἥπερ εὐτυχῶς τὴν
5735757 μυσταις
παρ ' ἐμοῦ . ἱεροῖσι ] ὕμνοις . , τοῖς μύσταις , τοῖς ἀφιερωμένοις ἀνδράσιν ἡμῖν . . ἡ τοῦ
' ἐπίφαυσκον θνητοῖς ἀνθρώποισιν ἄκη : μετὰ δ ' ὅρκια μύσταις : ἀρχαίου μὲν πρῶτα χάους ἀμέγαρτον ἀνάγκην καὶ Κρόνον
5732124 ἀμπρευσουσι
, τοὺς βόας . ὁ δὲ Λυκόφρων οἷον : ἄχλαινον ἀμπρεύσουσι νήλιποι βίον . . . . ἄμπυξ : τὸ
. . ἄνευ τριχῶν . . ἄχλαινον . . . ἀμπρεύσουσι κακοπαθήσουσιν . ὁ μὲν Καλλίμαχος κυρίως ἐπὶ τοῦ ἕλκειν
5720833 γεραιρων
φωνήν . γενάρχην : τὸν τοῦ γένους ἀρχηγὸν Ἀδάμ . γεραίρων : δοξάζων . διαρτίας : διαπλάσεως . δορύκλυτον :
, μελισσορύτων ἀπὸ νασμῶν λοιβαῖς συμπροχέων , καὶ ἐμοῖς ὕμνοισι γεραίρων . Αὐτὸς δ ' Αἰσονίδης προυθήκατο πᾶσιν ἄεθλον ,
5718650 πολυηρατον
ὃς πολλῶν ἐρατὴν ὤλεσεν ἡλικίην : ἐκ γὰρ δυσμενέων ταχέως πολυήρατον ἄστυ τρύχεται ἐν συνόδοις τοῖς ἀδικέουσι φίλους . ταῦτα
ὄμμα γυναικὸς φρασσάμενοι πρῶτον μὲν ἀποσταδὸν αὐγάζονται , εἶδος ἀγαιόμενοι πολυήρατον , ἄγχι δ ' ἔπειτα ἤλυθον , ἐκ δ
5701606 ὀφˈρα
φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος , ὄφˈρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ
τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἀρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων , ὄφˈρα θαλασσίαις ἀνέμων ῥιπαῖσι πεμφθείς ὑπὸ Τροΐαν δορίκτυπον ἀλαλὰν Λυκίων
5700017 πεταλων
τετρωμένον , βεβλημένον . Λήγει : ῥέει , παύει . πετάλων : φύλλων . λήγει μὲν πετάλων : τουτέστι φυλλοῤῥοεῖ
ἐλαίας γράφεσθαι τὸν δυνατώτατον τῶν πολιτῶν , διαριθμηθέντων δὲ τῶν πετάλων τὸν πλεῖστα πέταλα λαβόντα φεύγειν πενταετῆ χρόνον . τούτῳ
5699875 χρυσεα
τῆς χρυσέας φόρμιγγος τῆς ὑποσχεθείσης . οὐχ ἁπλῶς δὲ εἶπε χρυσέα φόρμιγξ , ἀλλ ' αἰνιγματωδῶς παραδηλοῖ αὐτῷ τοῦ τὴν
λοιπόν . ἑτέρωθι δὲ ἔτι λαμπρότερον Πρὸς Ὀλυμπίου Διός σε χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ λίσσομαι Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Ἀφροδίτᾳ ἐν
5693920 τανυπτερος
ἔχουσαι τὴν φωνήν . ὁ δὲ Ἡλιόδωρος τὸ πρότερον . τανύπτερος τεταμένα πτερὰ ἔχων . τανυσσάμενος ἐκταθείς . δηλοῖ δὲ
καὶ ἀλκυόνες τανυσίπτεροι . αἰεί μ ' ὦ φίλε θυμὲ τανύπτερος ὡς ὅκα πορφυρίς οὔτι κατὰ σφετερὰν ἐελδώ ἐσθλὸν †
5687328 ἐρνος
ἐν θήρεσσιν ἐπ ' ἀγλαΐῃ κομόωσιν ἄρσενες εὐκέραοι , πολυδαίδαλον ἔρνος ἔχοντες : ἦ γὰρ ἐϋσχιδέων κεράων ὥρησι πεσόντων ,
, ἀπὸ τοῦ παρακολουθοῦντος : οἷον τῶν στεφάνων κατασχεῖν . ἔρνος δὲ Ἀλφειοῦ τὴν ἐλαίαν λέγει , ἀφ ' ἧς
5686336 Οὐρανιαν
. Ἁ Κύπρις οὐ πάνδαμος : ἱλάσκεο τὰν θεὸν εἰπὼν Οὐρανίαν , ἁγνᾶς ἄνθεμα Χρυσογόνας οἴκῳ ἐν Ἀμφικλέους , ᾧ
πρώτην μὲν Καλλιόπην , εἶτα Κλειὼ Μελπομένην Εὐτέρπην Ἐρατὼ Τερψιχόρην Οὐρανίαν Θάλειαν Πολυμνίαν . Καλλιόπης μὲν οὖν καὶ Οἰάγρου ,
5684759 ἀνεισα
ἄραξε καὶ οὐκ ἐφράσσατο πέτρην : ἤθελεν ὀρφναίων γυάλων κληῖδας ἀνεῖσα , ἐκ χθονίων Τιτῆνας ἀναστήσασα βερέθρων οὐρανὸν ὑψιμέδοντος ἀιστῶσαι
ἱππήλατον ἔργον Ἀθήνης , αὐτίκα μοι σπεύδοντι πολὺν διὰ μῦθον ἀνεῖσα ἔννεπε , Καλλιόπεια , καὶ ἀρχαίην ἔριν ἀνδρῶν κεκριμένου
5684656 Βακχε
ὅσον ζυγόν . Τευθράντιον δὲ σχῆμα Μυσίας χθονός δέσποτα φιλόδαφνε Βάκχε , παιὰν Ἄπολλον εὔλυρε θριάζειν Ζεὺς ὅστις ὁ Ζεύς
δράκων ἢ πυριφλέγων ὁρᾶσθαι λέων . ἴθ ' , ὦ Βάκχε , θὴρ ἀγρευτᾶι βακχᾶν προσώπωι γελῶντι περίβαλε βρόχον θανάσιμον
5674064 ἐραταν
μεταχρόνιαι ! [ [ ! ! ] νοντι ! γᾶν ἐρατὰν [ [ ἰεπαίαν ] δ ' ἄρα νύκτα κ
ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ : καί σφιν ἐπὶ γˈλυκεραῖς εὐναῖς ἐρατὰν βάλεν αἰδῶ , ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα
5664530 χρυσεᾳ
γῆς , ἣν ἐκ τεθρίππων ἁρμάτων πρώτην χθόνα Ἥλιος ἀνίσχων χρυσέᾳ βάλλει φλογί . καλοῦσι δ ' αὐτὴν γείτονες μελάμβροτοι
ἦ γὰρ σοφὸς [ ] ἢ Χαρίτων τιμὰν λελογχὼς ἐλπίδι χρυσέᾳ τέθαλεν ἤ τινα θευπροπίαν ἰδώς : ἕτερος δ '
5660046 Ἀρκεσιλα
οὗτος γὰρ εἷς ἦν τῶν ἐκ τῆς Κυρήνης ὑπ ' Ἀρκεσίλα φυγαδευθέντων , διότι στάσιν ἐποίησαν βουλόμενοι τῆς ἀρχῆς αὐτὸν
μὲν Σκοπαδῶν , μεγαλοφροσύνην δὲ Κίμωνος , νίκας δ ' Ἀρκεσίλα τοῦ Λακεδαιμονίου . . , Κριτίου : ἐκ μελέτης
5659497 ὠγυγιος
. ἔστι δὲ ὁ μῦθος παρὰ Σοφοκλεῖ ἐν Κωφοῖς . ὠγύγιος δὲ ἀπὸ ὠγύγου , τουτέστιν ἀρχαῖος καὶ παλαιός .
ζώιων οἴακα κρατύνει γνώμαις ὀρθοτάταισι συνών , ἀδιάστροφος αἰεί , ὠγύγιος , πολύπειρος , ἀβλάπτως πᾶσι συνοικῶν τοῖς νομίμοις ,
5655364 φοις
. τοῖς δὲ χρησιμωτέροις . . . . . . φοις . Στησίχορον μέντοι ἱστορεῖν ὅτι τεθνήκοι , καὶ τὸν
[ [ ] όνοσκ´ρῆ ! ! ? [ [ ] φοις [ ἡμεῖς δὲ Πολύβου παῖδ ' ἐρείσαντες πέδωι ἐξομματοῦμεν
5650962 ἱει
σὴν κάτω διήσει . . . . . . . ἵει δ ' ἐφ ' ἑπτὰ πλειάδων ἔχων δρόμον .
. . . . . . . . . . ἵει δ ' ἐφ ' ἑπτὰ Πλειάδων ἔχων δρόμον .
5650458 πολυμνηστον
δὲ σποδὸς προπέμπει πίονας πλούτου πνοάς . τούτων θεοῖσι χρὴ πολύμνηστον χάριν τίνειν , ἐπείπερ χἀρπαγὰς ὑπερκόπους ἐπραξάμεσθα καὶ γυναικὸς
ταυροβόαν , γένεσιν μακάρων θνητῶν τ ' ἀνθρώπων , σπέρμα πολύμνηστον , πολυόργιον , Ἠρικεπαῖον , ἄρρητον , κρύφιον ῥοιζήτορα
5645955 ˘˘˘˘˘˘
! ! ! ! ς ? ἀμίαντος ? ? [ ˘˘˘˘˘˘ – – – ] ! οσισου ? , καρπὸν
ἀρετῆς πελάσαι τέρμασιν ἢ θανάτου . – ˘˘ ἥρω̆ες – ˘˘˘˘˘˘ ⋮ – – – – [ αγαλλομένη ] ?
5642729 Αἰτνας
Σᾶμος Πόδαργος Λάμπος Ἄλκιμος Θόας . Θύρσις ὅδ ' ὡξ Αἴτνας : ὡς Σικελιώτου αὐτοῦ ὄντος καὶ κατὰ τὴν Αἴτνην
θαυμάσιον προσιδέσθαι , θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι , οἷον Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις δέδεται κορυφαῖς καὶ πέδῳ , στρωμνὰ δὲ
5640831 ἡσυχον
θερμότητι καὶ τῆς πιμελῆς συντηξάσης . Ἐπί γε μὴν τῶν ἥσυχον καὶ ἀγύμναστον μετιόντων βίον τά τε οὖρα τοῦ συμμέτρου
παρασκευήν . οἱ μὲν γὰρ δὴ διαφερόντως ὄντες κόσμιοι τὸν ἥσυχον ἀεὶ βίον ἕτοιμοι ζῆν , αὐτοὶ καθ ' αὑτοὺς
5639668 Ἀφροδιταν
οὐρανίαν ἀείδομεν , τὰν ἐρώτων πότνιαν , τὰν παρθένοις γαμήλιον Ἀφροδίταν . πότνια , σοὶ τάδ ' ἐγὼ νυμφεῖ '
κοινὰν τεκέων τύχαν οἴκοισι φυτεύσας δεσποίναι : πρὸς δ ' Ἀφροδίταν ἄλλαν θέμενος χάριν νόθου παιδὸς ἔκυρσεν . κλεινήν ,
5639415 σεμναν
ὄρεσι δρυογόνοισιν κόραν ἀείσατ ' Ἄρτεμιν ἀγροτέραν . Ἕπομαι κλῄζουσα σεμνὰν γόνον ὀλβίζουσα Λατοῦς , Ἄρτεμιν ἀπειρολεχῆ . Λατώ τε
, ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν ἐναργέα , καὶ σεμνὰν θυσίαν θέμενοι πατˈρί τε θυμὸν ἰάναιεν κόρᾳ τ '
5632270 ἡβην
τῆς ἥβης ἢ τὸν ἤδη ἡβάσκοντα ἢ καὶ μετὰ τὴν ἥβην μικρόν . Τοῦτο πρὸς τὰ ἀνωτέρω ἐστίν , ὅτι
τὰ προειρημένα . Τοῖσι δὲ ἔτι πρεσβυτέροισι καὶ πρὸς τὴν ἥβην προσάγουσι , τουτέων τε τὰ πολλὰ , καὶ πυρετοὶ
5609689 γαμηλιον
: ἴσασι γὰρ Ἔρωτες καὶ ὑπὲρ πελάγη τοξεύοντες πῦρ ἐγεῖραι γαμήλιον . Δηιάνειραν μὲν δὴ τὴν Οἰνέως Ἡρακλεῖ συνάπτων ὁ
οὐδένα ἀνθρώπων ἢ θεῶν , οὔτε Δία γενέθλιον οὔτε Ἥραν γαμήλιον οὔτε Μοίρας τελεσφόρους ἢ λοχίαν Ἄρτεμιν ἢ μητέρα Ῥέαν
5603326 Πανι
αὐτὴν ὁμοίῳ διαδόχῳ . Ὁ δὲ τὴν ἰδίαν ἀναθεὶς τῷ Πανὶ τὴν σμικρὰν καὶ φιλήσας ὡς ἐκ φυγῆς ἀληθινῆς εὑρεθεῖσαν
, τὰ ὑπὸ κεράτων δεδεμένα τοὺς αἰφνιδίους φόβους ἀνῆψαν τῷ Πανὶ σφοδροὺς ὄντας καὶ ἐκπληκτικούς . γίνονται δὲ ἐν τοῖς
5601676 θεσπιν
ὑμνεῦσαι ἀπιστοσύναν . οὐ γὰρ ἐν ἁμετέραι γνώμαι λύρας ὤπασε θέσπιν ἀοιδὰν Φοῖβος ἁγήτωρ μελέων : ἐπεὶ ἀντάχης ' ἂν
πᾶσιν μυθήσομαι ἀνθρώποισιν , ὡς ἄρα τοι πρόφρων θεὸς ὤπασε θέσπιν ἀοιδήν . ” ὣς φάθ ' , ὁ δ
5595876 καρυξ
ἄργυρον αἰνεῖς : μακάριος ἦσθα , Τιμόθε ' , ὅτε κᾶρυξ εἶπε : νικᾶι Τιμόθεος Μιλήσιος τὸν Κάμωνος τὸν ἰωνοκάμπταν
ὦ Πανδίονος υἱὲ καὶ Κρεούσας . Νέον ἦλθεν δολιχὰν ἀμείψας κᾶρυξ ποσὶν Ἰσθμίαν κέλευθον : ἄφατα δ ' ἔργα λέγει
5586125 Ποσειδαν
γάρ νιν εἰς τόδ ' εἷσας αὔχημ ' , ἄναξ Ποσειδάν , ἵπποισιν τὸν ἀκεστῆρα χαλινὸν πρώταισι ταῖσδε κτίσας ἀγυιαῖς
, ἄρχεις ὃς ἱππιᾶν ἐσόδων , μάλα ἁδόντι νόῳ , Ποσειδάν , προσέχεται . γλυκεῖα δὲ φˈρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν
5583427 κατακομος
ἐξ Αἰθιοπίας λέων ἰδεῖν θαυμαστὸς , μέλας τὴν χρόα , κατάκομος , εὐρυκάρηνος , διάπυρος τὰ ὄμματα , τὰ περὶ
τ ' ἐκείνης καὶ ὄγκον οὐκ ἔχει . ἡ δὲ κατάκομος ὠχρὰ μέλαινα τὴν κόμην , βλέμμα λυπηρόν , τὸ
5565902 ὁρκωμοτησαι
συμπεφυρμένων στρατῷ στεργοξυνεύνων οὕνεκεν νυμφευμάτων Ἀλοῖτιν ἔτλη τὴν Κυδωνίαν Θρασὼ ὁρκωμοτῆσαι τόν τε Κρηστώνης θεὸν Κανδάον ' ἢ Μάμερτον ὁπλίτην
δὲ εἶναι ἡ Κρήστων παρ ' Ἡροδότωι . Λυκόφρων : ὁρκωμοτῆσαι τόν τε Κρηστώνης θεόν . ὁ πολίτης Κρηστωναῖος παρὰ
5563795 νηλιποι
ἀμφικλύστους χοιράδας Γυμνησίας / σισυρνοδῦται καρκίνοι πεπλωκότες / ἄχλαινον ἀμπρεύσουσι νήλιποι βίον , / τριπλαῖς δικώλοις σφενδόναις ὡπλισμένοι . /
δ ' ἀμφικλύστους χοιράδας Γυμνησίας σισυρνοδῦται καρκίνοι πεπλωκότες ἄχλαινον ἀμπρεύσουσι νήλιποι βίον . καὶ ἀρσενικῶς καὶ θηλυκῶς ἐθνικὸν Γυμνήσιος καὶ
5556480 πορτιν
βούτας ἐλίγαινε καὶ ἀείδων ἐνόμευε καὶ σύριγγας ἔτευχε καὶ ἁδέα πόρτιν ἄμελγε καὶ παίδων ἐδίδασκε φιλήματα καὶ τὸν Ἔρωτα ἔτρεφεν
αἰθέρα μακρὰ βοῶσα : ἠύτε βοῦς ἐν ὄρεσσιν ἀπειρέσιον μεμακυῖα πόρτιν ἑὴν δίζηται ἐν ἄγκεσιν , ἀμφὶ δὲ μακρὰ οὔρεος
5555994 ἰε
Ἐρεχθῆος πυκινὸν δόμον . αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς Ἀλκινόου πρὸς δώματ ' ἴε κλυτά : πολλὰ δέ οἱ κῆρ ὥρμαιν ' ἱσταμένῳ
εὐώδεϊ κηώεντι . αὐτὴ δ ' αὖ Ἑλένην καλέους ' ἴε : τὴν δὲ κίχανε πύργῳ ἐφ ' ὑψηλῷ ,
5552217 ἀχλαινον
δ ' ἀμφικλύστους χοιράδας Γυμνησίας / σισυρνοδῦται καρκίνοι πεπλωκότες / ἄχλαινον ἀμπρεύσουσι νήλιποι βίον , / τριπλαῖς δικώλοις σφενδόναις ὡπλισμένοι
. Οἱ δ ' ἀμφικλύστους χοιράδας Γυμνησίας σισυρνοδῦται καρκίνοι πεπλωκότες ἄχλαινον ἀμπρεύσουσι νήλιποι βίον , τριπλαῖς δικώλοις σφενδόναις ὡπλισμένοι .
5550094 τεθριππων
. Μοῖσα , καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι ποινὰν τεθρίππων : χάρμα δ ' οὐκ ἀλλότˈριον νικαφορία πατέρος .
, ὁ βακχειόμαντις δέσποινα νύμφη , δυσχίμων ὀρῶν ἄναξ ζεῦγος τεθρίππων ναρᾶς τε Δίρκης ἄτεγκτος – × – παρηγορήμασιν μὴ
5547621 ἐθηκε
ἀρίζηλον θῆκεν θεὸς ὅς περ ἔφηνε : λᾶαν γάρ μιν ἔθηκε Κρόνου πάϊς ἀγκυλομήτεω : ἡμεῖς δ ' ἑσταότες θαυμάζομεν
ξίφος , ἀετὸς καταπτὰς ἥρπασε , καὶ ἐπὶ τῶν ἐμπύρων ἔθηκε ῥάβδον μικρὰν ἔχουσαν σφύραν , τὸ δὲ ξίφος ἐπέβαλε
5543643 ἀνεδησε
˘˘˘˘˘˘ – – – ] δε θεοῦ πρώτη πλοκάμους ? ἀνέδησε ? [ ˘˘˘˘˘˘ – – ] ων ? λήθη
ἀγωνίζονται , καὶ Θουκυδίδης πέμπτῃ : προελθὼν ἐς τὸν ἀγῶνα ἀνέδησε τὸν ἡνίοχον . ἀδαῖον : τὸ εἰς κόρον ἄγον
5540523 ἁγνας
ἀρετήν . τῶν δὲ τυχὼν Ἑρμῆν καὶ Μούσας ἱλάσομ ' ἁγνάς οὐ δαπάναις τρυφεραῖς , ἀλλ ' ἀρεταῖς ὁσίαις .
δὲ αἰθέρος ἀντὶ τοῦ ἀέρος ἐκδεξώμεθα : ἔνθα ποθ ' ἁγνάς : ὅπου λέγεται ὑπὸ τῶν Μουσῶν τὴν ἐν μουσικῇ
5538984 κλεονται
τ ' ἀκτὰν Κόρας , ἔνθ ' Ἑλλάνων ἀγοραὶ Πυλάτιδες κλέονται , ὁ καλλιβόας τάχ ' ὑμῖν αὐλὸς οὐκ ἀναρσίαν
περικίοσιν ἀγκρεμάσας θαλάμοις δέλτων τ ' ἀναπτύσσοιμι γᾶρυν ἇι σοφοὶ κλέονται . ἀνέγγυοι γάμοι ἀνέξοδον Ἐλευσίνιοι μετ ' Εὐμόλπου :
5533548 καταδειξαντος
καὶ τὸν Μνεῦιν , τιμᾶσθαι παραπλησίως τοῖς θεοῖς , Ὀσίριδος καταδείξαντος , ἅμα μὲν διὰ τὴν τῆς γεωργίας χρείαν ,
καὶ ὁπλομαχίας μαθήσεις ἐν Μαντινείαι πρῶτον εὑρέθησαν Δημέου τὸ τέχνημα καταδείξαντος . . . . Φορίεια : κώμη Ἀρκαδίας .
5533236 ἡδυν
ἀεὶ ὕπνου , ἡττώμενος δὲ ἐδωδῆς , ἐπαινῶν δὲ τὸν ἡδὺν βίον , πράττων δὲ οὐδὲν οὐδέποτε ἄνευ θεοῦ καὶ
δὲ ὁ Ἀκαδημαικὸς παρῄνει τοῖς ἐπὶ δεῖπνον πορευομένοις φροντίζειν ὅπως ἡδὺν πότον ποιῶνται μὴ μόνον εἰς τὸ παρόν , ἀλλὰ
5533120 Ἑκατην
καὶ κατετίλησεν αὐτῆς . ἢ ἐπειδὴ ἠρυθρίασε ποίημα γράψας εἰς Ἑκάτην . . Θ . . 〚 ἢ κατατιλᾷ :
ποταμοῖο : τῇ γάρ σφ ' ἐξαποβάντας ἀρέσσασθαι θυέεσσιν ἠνώγει Ἑκάτην , καὶ δὴ τὰ μὲν ὅσσα θυηλήν κούρη πορσανέουσα
5529918 βρυοντα
δ ' Αἴγισθος : ἐκ δὲ τοῦδ ' ἄνω βλαστεῖν βρύοντα θαλλὸν ᾧ κατάσκιον πᾶσαν γενέσθαι τὴν Μυκηναίων χθόνα .
* * * * τὸν Ἔρωτα γὰρ τὸν ἁβρόν μέλομαι βρύοντα μίτραις πολυανθέμοις ἀείδειν . ὅδε καὶ θεῶν δυνάστης ,
5525842 καλεω
ἀτρεκέως Φαέθοντος ἐράσσατο , τίκτε σε μήτηρ . τούνομά σευ καλέω παναοίδιμον Ἀφρογενείην : ῥηιδίως Παφίης πολυήρατος [ ] ἔπλεο
, ἐλθεῖν εὐάντητον ἐπ ' εὐιέρωι σέο μύστηι . Θεσμοφόρον καλέω ναρθηκοφόρον Διόνυσον , σπέρμα πολύμνηστον , πολυώνυμον Εὐβουλῆα ,
5515949 γεραιρεν
, φησί , παρὰ τὰ ἄλλα διενήνοχεν . ᾧ τυ γεραίρεν : ᾧτινί σε τιμήσω : ἢ δι ' οὗ
οὗ , ἵν ' ᾖ γενική . ὦ τύ [ γεραίρεν ] : ἀντὶ τοῦ ὦ φίλε σύ . ἐπέπταρον
5514737 ἐπιειμενον
. Καὶ πολυειδέα πῖνε μετ ' ἀκρήτου Βρομίοιο μορφὴν παντοίην ἐπιειμένον ἐσθλὸν ἀχάτην . Πολλὰ μὲν οὖν ῥέα γ '
. Καὶ πολυειδέα πῖνε μετ ' ἀκρήτου Βρομίοιο μορφὴν παντοίην ἐπιειμένον ἐσθλὸν ἀχάτην . πολλὰ μὲν οὖν ῥέα γ '
5509202 ἀοιδαις
λήγετε Μοῖσαι , ἀθανάτων τὸν ἄριστον , ἐπὴν † ἀείδωμεν ἀοιδαῖς : ἀνδρῶν δ ' αὖ Πτολεμαῖος ἐνὶ πρώτοισι λεγέσθω
σοφοί ἅρμοσαν , γινώσκομεν : ἁ δ ' ἀρετὰ κλειναῖς ἀοιδαῖς χρονία τελέθει : παύροις δὲ πράξασθ ' εὐμαρές .
5508305 ἀροτρα
, μή σε , τὸν Εὐρώπης βοῦν , ὑπ ' ἄροτρα βάλω . ” Αἰάζω τὸν Ἄδωνιν , ἀπώλετο καλὸς
μὴ ὡς οἵ γε νεώτεροι θυμοειδεῖς ὄντες καὶ ζυγομαχοῦντες τὰ ἄροτρα κατακλῶσιν καὶ τὸ ἔργον μάταιον καὶ ἄπρακτον ποιῶσιν .
5504056 πατˈρι
ἐπ ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν τοῦτον κατέφανε λόγον : πατˈρὶ δ ' Ἀδˈράστοιο Λυγκεῖ τε φˈρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν
γυίοις νόστον ἔχθιστον καὶ ἀτιμοτέραν γλῶσσαν καὶ ἐπίκˈρυφον οἶμον , πατˈρὶ δὲ πατˈρὸς ἐνέπˈνευσεν μένος γήραος ἀντίπαλον : Ἀΐδα τοι
5501740 στεφανωσας
συνέβαλε καὶ ἐνίκησεν : ὁ δὲ πατὴρ βαρέως ἐνέγκας , στεφανώσας ἐτραχηλοκόπησεν , ὡς Κτησιφῶν ἱστορεῖ ἐν τρίτῳ Βοιωτιακῶν .
ἐπιβαλοῦσα τοὔγκυκλον ᾤχου καταλιποῦς ' ὡσπερεὶ προκείμενον , μόνον οὐ στεφανώσας ' οὐδ ' ἐπιθεῖσα λήκυθον . ψῦχος γὰρ ἦν
5498552 ὁσιαις
ἀντίπαλον ] ἐναντίον , ἐχθρόν ἐλιννύσαιμι ] βραδύναιμι καὶ ἀμελήσαιμι ὁσίαις ] ἐντίμοις , ἁγίαις θοίναις ] εὐωχίαις , θυσίαις
ἔχουσαι ἄντρωι ἐν ἠερόεντι παρὰ Στυγὸς ἱερὸν ὕδωρ , οὐχ ὁσίαις βουλαῖσι βροτῶν κεκοτημέναι αἰεί , λυσσήρεις , ἀγέρωχοι ,
5493260 ἐπορεν
: τῷ μὲν Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδˈρομίας . ἀπὸ δ ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω
Ἱέρωνι φιλοξείνῳ τιτύσκων . Ὄλβιος ᾧτινι θεὸς μοῖράν τε καλῶν ἔπορεν σύν τ ' ἐπιζήλῳ τύχᾳ ἀφνεὸν βιοτὰν διάγειν :
5491689 ἐθηκατο
ἀνδράσιν ὁ δαίμων οὐ τὴν ἴσην δύναμιν ἐπὶ τῷ ὄλβῳ ἐθήκατο , τουτέστιν οὐκ ἐπὶ πᾶσιν ἀνθρώποις ὁ θεὸς τὴν
τόν οἱ χωσαμένη γυίοις ἐπιήραρε Δηώ , μαρτυρίην ὅτι μοῦνος ἐθήκατο Φερσεφονείῃ . Δαῖμον , ὃς Ἀμφιλύσοιο ῥόον . .
5489713 μελαθροις
θανεῖν αὐτὴν χρεών . ἆ ἆ : τί σὺ πρὸς μελάθροις ; τί σὺ τῆιδε πολεῖς , Φοῖβ ' ;
θεὼ τῆσδέ τ ' ἀδελφὼ τῆς καπφθιμένης οὐκ ἠρκέσατον Κῆρας μελάθροις ; μοῖρά τ ' ἀνάγκη τ ' ἦγ '
5485520 φορμιγγα
' αὖ Φοίβου κιθάρην μετὰ χερσὶν ἀράσσων , ἢ λιγυρὴν φόρμιγγα χελυκλόνον Ἑρμάωνος , πᾶσι περικτιόνεσσι δικασπολίας ἀναφαίνει . Τόφρα
ἅμ ' ἕποντο . κὰδ δ ' ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα λίγειαν , Δημοδόκου δ ' ἕλε χεῖρα καὶ ἔξαγεν
5482877 Λυγκει
δρυὸς καθήμενον βαλὼν διαφθερεῖ . λέοντα ταύρῳ : ταύρῳ τῷ Λυγκεῖ διὰ τὸ ὀξυδερκές . σιγύμνῳ : τοῦ Λυγκέως ὁ
οὐ πόρρω τρόπαιον ἕστηκε , Πολυδεύκην δὲ ἀναστῆσαί φασιν ἐπὶ Λυγκεῖ : καί μοι [ κἀμοὶ ] καὶ τοῦτο ἀποφαίνει
5481750 γλυκερον
μεστὸς δ ' ἀνεκείμην . ὡς δὲ ἴδον ξανθόν , γλυκερόν , μέγαν ἔγκυκλον , ἄνδρες , Δήμητρος παῖδ '
μεστὸς δ ' ἀνεκείμην . ὡς δὲ ἴδον ξανθόν , γλυκερόν , μέγαν , εὔκυκλον , ἁβρὸν Δήμητρος παῖδ '
5475400 χθονιαν
κυκλώπων ἕδος τραπεζίτην Πάριν φοινικελίκτην καὶ λόγων ἀλαζόνα χαλκόδοντας στόλους χθονίαν λώβαν χθονίους Ἰναχίδας . . χρωματισθεὶς εὐθὺς ἐξ εὐνῆς
ὕμνον προσυμνήσω , ὦ Σελήνη , καὶ τῇ Ἑκάτῃ . χθονίαν δὲ τὴν Ἑκάτην φησί , παρόσον Περσεφόνης τροφός ,
5472803 Μουσαν
καὶ καρτερίᾳ περιεγένετο . καὶ ἐν ἑκατέρῳ τῶν προοιμίων τὴν Μοῦσαν παρακαλεῖ , ἵνα θειοτέραν καὶ μείζονα τὴν δόξαν τῶν
γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας : ὁ λόγος ἐρωτηματικὸς πρὸς τὴν Μοῦσαν : τίς γὰρ ἀρχὴ τοῦ πλοῦ ; ποῖος δὲ
5469788 κουραις
: στυγέω μάχας παροίνους . πολυκώμους κατὰ δαῖτας νεοθηλέσιν ἅμα κούραις ὑπὸ βαρβίτωι χορεύων βίον ἥσυχον φεροίμην . Στεφάνους μὲν
περ ἀρήτειρα καθάρματα μύστις ἔκευθε , δεινολεχὴς Μήδεια Κυτηιάσιν μίγα κούραις . Οὐδέ τις ἐνδοτέρω κείνην ὁδὸν εἰσεπέρησεν ἐνδάπιος ,
5469174 ὑπερθυμον
βῆ δὲ μετ ' ἄλλους . εὗρε δὲ Τυδέος υἱὸν ὑπέρθυμον Διομήδεα ἑσταότ ' ἔν θ ' ἵπποισι καὶ ἅρμασι
[ μεγαθύμου Δηϊονῆος : ἣ ? τέκετο Κρῖσον [ καὶ ὑπέρθυμον Πανοπῆα νυκτὶ μιῆι [ ] [ ] ! [
5468729 Κρονιδα
εἱμαρμένης καὶ προορισθείσης τῆς ἀποικίας . Νείλοιο πρὸς πῖον τέμενος Κρονίδα ] * Τὴν Λιβύην ἀπὸ τῆς Αἰγύπτου νοητέον :
] ακουσο [ [ ] [ ] δικοισιν ? [ Κρονίδα ] ? ? βασιλ ? [ . . .
5460250 ἀμπαυμα
] παρῃώρητο [ ] [ ] πιτοιο ? ? πόνων ἄμπαυμα ? ? [ ] [ ἀλυσκάζων ] φλογερῆς δασπλητ
τοίην συνθείην καλλίσφυρος ἔννεπε νύμφη . νὺξ δέ , πόνων ἄμπαυμα μετ ' ἠελίοιο κελεύθους , ὕπνον ἐλαφρίζουσα , παρήορον
5454681 θοιναν
αδυιδη κάρυ ' , ἄλλα θ ' ὅσσα πρέπει παρὰ θοίναν ὀλβιόπλουτον ἔμεν : πόσις δ ' ἐπεραίνετο κότταβοί τε
ὀσμῇ ἐντυχοῦσα , καὶ ὑπὸ τῆς ἄγαν ὁρμῆς ἐς τὴν θοίναν τὴν φίλην ᾄττει φερομένη : ἕλκεται δὲ ὑπ '
5454627 Μοισαν
ὅστις ἐρευνῇ ἶσον ὄρευς κορυφᾷ τελέσαι δόμον Ὠρομέδοντος , καὶ Μοισᾶν ὄρνιχες ὅσοι ποτὶ Χῖον ἀοιδόν ἀντία κοκκύζοντες ἐτώσια μοχθίζοντι
. πάντα τοι , ὦ βούτα , συγκάτθανε δῶρα τὰ Μοισᾶν , παρθενικᾶν ἐρόεντα φιλήματα , χείλεα παίδων , καὶ
5453467 βριαρον
ἐοικότες ἀμπνείεσκον . Ἀμφὶ δὲ θώρηκος γύαλον παρεκέκλιτο πολλὸν ἄρρηκτον βριαρόν τε , τὸ χάνδανε Πηλείωνα . Κνημῖδες δ '
πειθώ τινα καρτερόθρουν ] ? ? [ ] ? ? βριαρόν ? [ τε ] φῶτ ' ἀποτρεψομένην ] ?
5449177 δακρυοεντα
οὐ φιλέω ὃς κρητῆρι παρὰ πλέῳ οἰνοποτάζων νείκεα καὶ πόλεμον δακρυόεντα λέγῃ , ἀλλ ' ὅστις Μουσέων τε καὶ ἀγλαὰ
: δοῖεν δὲ καὶ ἄλλοις Ἀργείοισιν ὑσμίνας ὀλοὰς καὶ πένθεα δακρυόεντα αὐτῷ τ ' Ἀτρείδῃ Ἀγαμέμνονι : μηδ ' ὅ
5445958 οὐρανιαν
τῷ ὕψει . Κίων δ ' οὐρανία ] * Κίονα οὐρανίαν τὴν Αἴτνην καλεῖ διὰ τὸ μέχρις οὐρανοῦ τῷ ὕψει
ἑδράνων ὅπου μακραίωνι στηρίζῃ ποτὲ τᾷδ ' ἀγωνίῳ σχολᾷ ἄταν οὐρανίαν φλέγων . Ἐχθρῶν δ ' ὕβρις ὧδ ' ἀταρβήτως
5441124 ἐπιεικελον
Ἀντηνορίδας Πόλυβον καὶ Ἀγήνορα δῖον ἠΐθεόν τ ' Ἀκάμαντ ' ἐπιείκελον ἀθανάτοισιν . Ἕκτωρ δ ' ἐν πρώτοισι φέρ '
Ἐξάδιόν τε καὶ ἀντίθεον Πολύφημον , Θησέα τ ' Αἰγείδην ἐπιείκελον ἀθανάτοισι . κάρτιστοι δὴ κεῖνοι ἐπιχθονίων τράφεν ἀνδρῶν :
5437720 κουραν
θεὰ σατίνας τὰν ἁρπασθεῖσαν κυκλίων χορῶν ἔξω παρθενίων † μετὰ κουρᾶν δ ' † ˘˘˘ – ἀελλόποδες , ἁ μὲν
Πανδώρας Πύρρα . Πύρρας δὲ καὶ Δευκαλίωνος Πρωτογένεια . κοῦροι κουρᾶν : πληθυντικῶς εἶπεν : ἐχρῆν γὰρ ἑνικῶς εἰπεῖν :
5437189 τιμασαις
ἢ τοῦ νεὼ καταγώγιον ἐποίησε καὶ δειπνητήριον τῶν ξένων . τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ : πρώτῳ τῷ Ἀλφειῷ ἔθυσεν ὡς ἐγχωρίῳ
διέκˈρινε , τὸ δὲ κύκˈλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν , τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ μετὰ δώδεκ ' ἀνάκτων θεῶν : καὶ
5434120 θαητον
ἐμάν τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις , νέαισίν τε
ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψειεν μεγάλας δρυός , αἰσχύνοι δέ οἱ θαητὸν εἶδος , καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον περ '
5433891 Παιαν
σεμνὸν ἄγαλμα καὶ Ζηνὸς ὑψίστου μακάρων βουλαῖς , ὢ ἰὲ Παιάν . Ἔνθ ' ἀπὸ τριπόδων θεοκτήτων , χλωρότομον [
ἐοαγεῖ Ὑγιείαι ἰὴ Παιάν , Ἀσκληπιὸν δαίμονα κλεινότατον , ἰὲ Παιάν . Παιᾶνα κλυτόμητιν ἀείσατε κοῦροι [ Λητοΐδην Ἕκατον ,
5427251 Αἰγινας
πάρος : ἐς γὰρ ὀλβίαν ξείνοισί με πότνια Νίκα νᾶσον Αἰγίνας ἀπάρχει ἐλθόντα κοσμῆσαι θεόδματον πόλιν τάν τ ' ἐν
ξένοι συνοικήσοντες αὐτῷ . ἐποίκων : πάντων τῶν προειρημένων . Αἰγίνας τε Μενοίτιον : Αἴγινα μετὰ τὸ τεκεῖν τὸν Αἰακὸν
5426399 ἀστεϊ
καὶ ἀνήγαγε μάργον ἄκοιτιν , οἷ αὐτῷ καὶ Τρωσὶ καὶ ἄστεϊ λοίγιον ἄλγος , νήπιος : οὐδ ' ἀλόχοιο περίφρονος
μέλλοι ποιήσειν , μηχανᾶται τοιάδε : ὅσος ἦν ἐν τῷ ἄστεϊ σῖτος καὶ ἑωυτοῦ καὶ ἰδιωτικός , τοῦτον πάντα συγκομίσας

Back