ἁπλῶς τὸ τῷ μαθηματικῷ ὡς φυσικόν , ὥσπερ ἐκεῖ τὸ δίοσμον . ἔτι εἰ , διότι τὸ γευστικὸν καὶ ἅπτεται
τούτοις , ἀνώνυμον μὲν τοῖς παλαιοτέροις , ἀτμὸς δὲ καὶ δίοσμον τοῖς μεταγενεστέροις ὠνόμασται . φαίνεται γὰρ καὶ τὰ ἔνυδρα
5525815 πεπυρακτωμενος
, παρὰ τὸ μὴ καὶ τὸ ὕδωρ : ὁ γὰρ πεπυρακτωμένος σίδηρος οὐδόλως ὑγρότητος μετέχει , ἀλλὰ μόνης ξηρότητος .
διὰ τὸ ἄμετρον τῆς πυρώσεως : μύδρος γάρ ἐστιν ὁ πεπυρακτωμένος σίδηρος . διὸ καὶ ὁ Ἀναξαγόρας ἐξωστρακίσθη ἐκ τῶν
5523884 πεπηγος
Ἥρων ἐν μηχανικοῖς καὶ καταπαλτικοῖς . ] Ἔστω οὖν πλινθίον πεπηγὸς τὸ ΑΒΓΔ , καὶ ἐν αὐτῷ τρίγωνα ὀρθογώνια ἴσα
, ἄρκτον ἐγκυμονοῦσαν ζωγραφοῦσιν : αὕτη γὰρ αἷμα συνεστραμμένον καὶ πεπηγὸς τίκτει , ὕστερον δὲ τοῦτο θαλπόμενον ἐν τοῖς ἰδίοις
5450142 ἑψομενων
τροφὰς ἐμποιεῖ ὑγράς . καὶ ὑπάγει κοιλίαν μάλιστα πάντων τῶν ἑψομένων ἰχθύων . τὰ δὲ ὀπτώμενα χείρονα . μαλάκεια δὲ
καίεται . διὰ τὴν αὐτὴν δ ' αἰτίαν καὶ τῶν ἑψομένων τὰ παχύτερα θερμότερα καθάπερ τὸ γάλα καὶ ὅλως τὰ
5448516 πελεκινος
πελεκᾶντι : Μήποτε πελέκας προενεκτέον ὡς ἀλίβας . ὁ δὲ πελεκῖνος τῷ πελεκᾶντι προσέρριπται . πελεκὰν μέντοι πελεκάνος κοινῶς ,
τὸ τραχὺ καὶ σκληρόν , ἐν δὲ ταῖς ἀφάκαις ὁ πελεκῖνος ὅμοιον τῇ ὄψει τῷ πελέκει : σχεδὸν δὲ καθ
5432470 αἰσθητηριον
τῶν αἰσθητῶν τὴν αἴσθησιν διατίθεσθαι ἄλλως δὲ ὡς σῶμα τὸ αἰσθητήριον : ἄλλο γὰρ τὸ χρώμασιν ἢ θερμοῖς ἢ χυμοῖς
, ὄσφρησις καὶ αἱ λοιπαὶ αἰσθήσεις ἀκοὴ καὶ ἁφή . αἰσθητήριον ἤτοι ὀφθαλμὸς ἢ ῥὶς ἢ γλῶττα , ἃ καὶ
5383816 κολλωδες
τοῦτο μὲν ἐκ τῶν ἄρθρων κἀκ τῆς ὀσφύος καὶ ἰσχίου κολλῶδες ὁμοῦ τῷ αἵματι : κεῖνο δὲ ἀπὸ ὑστερέων καὶ
τῶν ὀστέων καὶ τῶν ἄρθρων αἰεὶ τὸ ὑγρότατον αὐτέου ἀπιὸν κολλῶδες γίνεται , ἀπὸ τοῦ θερμοῦ ξηραινόμενον καὶ ἐξαυαινόμενον ,
5330040 καταφυτος
μὲν περικείμενον ἔχων σιδηροῦν περίφραγμα , ἐντὸς δ ' αἰγείροις κατάφυτος . πάλιν δ ' εἴ τις εἰς τὴν ἀγορὰν
ἔχον τῆς Ἴσιδος , Σεσώστριος ἀφίδρυμα : εἶτα νῆσος ἐλαίᾳ κατάφυτος ἐπικλυζομένη , μεθ ' ἣν ἡ Πτολεμαῒς πρὸς τῇ
5316121 στιλβον
ἔχων , κροτάφους δασεῖς , ὄμμα λι - παρὸν καὶ στίλβον καὶ ἀμαρύσσον . ὁ τοιοῦτος φιλόκυβος , φιλορχηστής ,
ὑγρὸν τὸ πρῶτόν ἐστι τῆς ὄψεως ὄργανον , λευκὸν καὶ στίλβον καὶ λαμπρὸν καὶ καθαρὸν γενόμενον : μόνως γὰρ οὕτως
5315415 ποταμιον
⋖ α ὁμοίωϲ πινομένη . φαϲὶν δέ τινεϲ καὶ καρκίνον ποτάμιον χυλιϲθέντα μετὰ γάλακτοϲ , καὶ προϲλαβόντα ϲελίνου ϲπέρμα ,
ἐν τοῖς σκήπτροις ἀνωτέρῳ μὲν πελαργὸν τυποῦσι , κατωτέρω δὲ ποτάμιον ἵππον , δηλοῦντες ὡς ὑποτέτακται ἡ βία τῇ δικαιοπραγίᾳ
5274102 ἀνακλασις
ἡμετέρας ὄψεως καὶ ἐπὶ τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων . ἐὰν δὲ ἀνάκλασις ἀπ ' ἀργυρῶν τινων γίνηται τῶν ἐνόπτρων ἢ ἀπὸ
ἀνακλᾶσθαι δοκεῖ : ἐκ γὰρ τῶν λείων καὶ στιλπνῶν ἡ ἀνάκλασις ἐκδηλοτέρα διὰ τὸ καὶ σκιὰν δύνασθαι ποιεῖν τὸ ἀποπαλλόμενον
5256246 πνευματωδες
μεταβάλλον ἐξαμελούμενον εἰς τὸν ἕρπυλλον . ἔστι δὲ πολύχυτον , πνευματῶδες , τῷ δὲ πνεῖν τρέπει τὰ θηρία . ἢ
καὶ σπέρμα δυνάμει . Ἐπειδὴ τοίνυν θερμὸν καὶ ὑγρὸν καὶ πνευματῶδες ὂν τὸ σπέρμα ταχέως ἀπόλλυσι τὴν δύναμιν , ὅταν
5205657 χροας
τῶν ἀστέρων καὶ τοῦ οὐρανοῦ ἐκτυπῶν κατὰ τὴν ἰδέαν τῆς χρόας οὐσίαν . ὁ μὲν γὰρ οὐρανὸς ἀργύρῳ προσέοικεν ,
τὴν ὄψιν αὐτὴν οἱ πολλοὶ πυρός , ὡς τούτου τὰς χρόας μετεχούσας μᾶλλον . Ἀναξαγόρας μὲν οὖν , ὥσπερ ἐλέχθη
5201794 δροσους
φρονήσει , ἐν αἰσθήσει ἄβυσσοι ἐρράγησαν , νέφη δὲ ἐρρύησαν δρόσους . Εἰ ταῦτα νοεῖς , ἄνθρωπε , ἁγνῶς καὶ
ἀέρος εὐκρασίας , τὰς τιθηνοὺς τῶν φυομένων συνεχεῖς καὶ μαλακὰς δρόσους , ζωτικωτάτας αὔρας , ὡρῶν τῶν ἐτησίων ἀζημίους γενέσεις
5201343 διηχες
καὶ τεινόμεναι ἀπὸ τῶν περάτων ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ ὀξύτατα τὸ διηχὲς τοῦ ἀέρος κινοῦσι , πρὸς δὲ καὶ τὴν αἴσθησιν
ὁ ἀὴρ ὑπὸ τοῦ ἀέρος , ἀλλ ' ὡς δυνάμει διηχὲς ὑπὸ τοῦ ἐνεργείᾳ διηχητικοῦ . Διὰ τί οὖν ὑγρὸν
5194371 ἀναπνοας
: δελφῖνος . Ἅλματα : πηδήματα . ἄσθματα : καὶ ἀναπνοάς . φυσιόωντα : μεγάλα , πνευστιῶντα . φυσιόωντος :
καὶ καρπῶν καὶ ἀνθέων ὀσμαῖς , ἀντὶ τῶν στομάτων ἔχοντας ἀναπνοάς , χαλεπαίνειν δὲ τοῖς δυσώδεσι , καὶ διὰ τοῦτο
5181385 φολιδας
: τὸ ἐπάνω τῆς οὐρᾶς μέρος πολλὰς καὶ λαμπρὰς ἔχει φολίδας : τὸ δὲ ὑποκάτω τῆς οὐρᾶς οὐχ οὕτως ἔχει
τὸ σχῆμα κατὰ τὴν βούγλωττον , ὥς φασι . καὶ φολίδας μὲν οὐ σφόδρα τραχύς ἐστι προσαψαμένῳ , τὴν χρόαν
5173132 ἁλμυρον
σαρκῶδες : οὐρέεται δὲ τὸ γλυκύ : διαχωρέεται δὲ τὸ ἁλμυρόν . Κέγχρων χόνδροι καὶ κυρήβια , ξηρὸν καὶ στάσιμον
τὸ μὲν γλυκύ , τὸ δὲ πικρόν , τὸ δὲ ἁλμυρόν , τὸ δὲ δριμύ , τὸ δὲ αὐστηρόν ,
5161328 διαφανες
ἀστέρων καὶ τὸ πῦρ . ὁρατὸν δὲ καὶ τὸ ἐνεργείᾳ διαφανὲς ὁ πεφωτισμένος δηλαδὴ ἀήρ . ἔτι δὲ καὶ τὸ
ὅταν ἦθος ἁγνὸν καὶ κόσμιον ἐν ὥρᾳ καὶ χάριτι μορφῆς διαφανὲς γένηται , καθάπερ ὄρθιον ὑπόδημα δείκνυσι ποδὸς εὐφυίαν ,
5150506 γευστον
ἡδύ , ὃ πρὸς ἑαυτὸ ἕλκει , καὶ γεῦσιν τὸ γευστόν : ὥστε συμβαίνει τὴν ἀκρασίαν ὑπὸ λόγου γίνεσθαι ,
ἧς εἰπὼν οὐ σιωπήσομαι . Σκευάζεται δὲ ἐκ τούτου καὶ γευστόν , μεγάλην ἐνέργειαν ἐμποιοῦν τῷ γευομένῳ . ἐὰν γάρ
5135239 σπανιων
καὶ τὸν Ἄμασιν τοῦτο ἔλεγον . ἄλλοι δὲ ἐπὶ τῶν σπανίων . Γαλῆ Ταρτησία : ὡς μεγάλων ἐκεῖ γινομένων .
Γ δρᾶν . Γ ὀρνίθων γάλα ] οὕτως ἐπὶ τῶν σπανίων ἔλεγον . Γ ὀρνίθων γάλα : παροιμία ⌈ ἐστὶ
5124193 μανον
κριτικώτατον δὲ ἡδονῆς τὴν γλῶτταν : ἁπαλώτατον γὰρ εἶναι καὶ μανὸν καὶ τὰς φλέβας ἁπάσας ἀνήκειν εἰς αὐτήν : διὸ
εἶναι ὅτι ἔστι κενόν . εἰ μὲν γὰρ μὴ ἔστι μανὸν καὶ πυκνόν , οὐδὲ συνιέναι καὶ πιλεῖσθαι οἷόν τε
5119615 πεφυκυιας
κέκληκεν ὁ ῥήτωρ τὰς κύκλωι περὶ τὸ χωρίον ἐν στοίχωι πεφυκυίας . . . . πομπείας καὶ πομπεύειν : .
τὴν βοήθειαν τῆς ῥᾳδίως πρὸς τὴν ὑγεῖαν [ νάρδους ] πεφυκυίας κελεύειν νάρδου τοῖς ῥιζίοις σταθμῷ , φέρει δὲ ταῦτα
5116040 εἰσπνεομενος
καὶ ἐν συμμετρίᾳ ἄγει , καὶ οὐκέτι πληκτικὸς εὑρίσκεται ὁ εἰσπνεόμενος ἀὴρ τῆς τραχείας ἀρτηρίας καὶ τοῦ πνεύμονος καὶ τῆς
συμμεμυκότων καὶ πεφραγμένων τῇ τῶν ὑγρῶν ἐπιρρεύσει διανοίγει ὁ ἀὴρ εἰσπνεόμενος καὶ διίστησιν . ὅθεν τὰ ἀναπνεόντα ἐν τῷ ὑγρῷ
5110689 ἰρις
τὰς νόσους οὐδὲν μέγα οὕτω καθαίρειν . ἡ δ ' ἶρις ἄγει μὲν φλεγματώδη καὶ ὑπόμυξα καὶ χολώδη : εἰ
ταύρου κεφαλὴν ἔχουσαν ἀναρροφεῖν τοὺς ποταμούς . Πῶς οὖν γίνεται ἶρις ; ὁρῶμεν δὴ κατὰ γραμμὰς ἢ κατ ' εὐθείας
5100197 πυκνον
μαντικήν : ἐμφαίνεσθαι γὰρ ἐν αὐτῷ διὰ τὸ λεῖον καὶ πυκνὸν καὶ λαμπρὸν τὴν ἐκ τοῦ νοῦ φερομένην δύναμιν :
, ἤγουν δυσπετέως φέρειν τὴν νοῦσον , πνεῦμα μέγα καὶ πυκνὸν εἶναι , τὴν ὀδύνην μὴ παύεσθαι , τὸ πτύελον
5094898 χιονος
ἵππων καὶ τῶν ὑποζυγίων σακία περιειλεῖν , ὅταν διὰ τῆς χιόνος ἄγωσιν : ἄνευ γὰρ τῶν σακίων κατεδύοντο μέχρι τῆς
ῥοαὶ , ὃς ἀντὶ δίας ψακάδος Αἰγύπτου πέδον λευκῆς τακείσης χιόνος ἀρδεύει γύας . πῶς οὖν , ὦ σοφώτατε Εὐριπίδη
5081249 ψυχρας
μίξειε δ ' ἄν τις τοῖς στύφουσι καὶ τῶν θερμαινόντων ψυχρᾶς διαθέσεως αἰσθανόμενος : ἱκανὸν δὲ γνώρισμα τοῦ ψυχροτέραν τὴν
' ἐδώδιμος ἀποβραχεὶς ἀδηκτότατος καὶ ἐμπλαστικώτατος γίνεται καὶ θερμῆς καὶ ψυχρᾶς ποιότητος ἐν τῷ μέσῳ καθέστηκεν , ἐξ ὑδατώδους καὶ
5068772 πληρουσθαι
καὶ ὠμὰ κενωθὲν τὸ σῶμα : τῷ γὰρ κενῷ ἑτοιμότατον πληροῦσθαι . διὰ ταῦτα ἐπὶ ταῖς κενώσεσι μετριάζειν συμφέρει ,
τῆς κατὰ γῆν ἀπαναλώσεως γινομένης ἐν τοῖς κατὰ βάθος τόποις πληροῦσθαι τὴν κατὰ φύσιν αὐτοῦ ῥύσιν ἀνεμποδίστως . . .
5059759 ἐπιφυσεις
περισκάψαι καὶ γυρῶσαι φυτὸν ἢ βαθῦναι τάφρον ἢ τὰς περιττὰς ἐπιφύσεις ἀποτεμεῖν ἤ τι τῶν ὁμοιοτρόπων ἐργάσασθαι , τὰ δ
εἶναι . ἔνιοι δ ' ἐπιμυλίδας φασὶν εἶναι τὰς πλατείας ἐπιφύσεις . ἐπιγουνὶς δὲ τὸ ἀνώτερον μέρος τοῦ γόνατος ,
5059060 ῥεον
, παρὰ τὸ ἄνω ὁρᾶσθαι : ὑπέρροον δὲ τὸ ἄνωθεν ῥέον ὕδωρ . ὕπαρ ὀνείρατος διαφέρει . ὕπαρ μέν ἐστιν
. λαμπρῶν : † ἐσθλῶν . δένδρων . τὸ ἐκεῖ ῥέον . ῥόδα , κρίνα , ἴα . τρέφει .
5040646 παλιρροιας
διῳκοδόμηται δ ' εἰς αὐτοὺς σῦριγξ . περὶ δὲ τῆς παλιρροίας τοῦ Εὐρίπου τοσοῦτον μόνον εἰπεῖν ἱκανόν , ὅτι ἑπτάκις
χειμῶνας καὶ πλοίων ναυάγια , ἰδίως δὲ θαλάσσης ἀμπώτεις καὶ παλιρροίας καὶ ποταμῶν ὑπερμετρίαν καὶ κάκωσιν , περὶ δὲ τοὺς
5040201 κορυμβος
ὀξὺ λῆγον . ἐκαλεῖτο δὲ τοῦτο ἐπ ' ἀνδρῶν , κόρυμβος δὲ ἐπὶ γυναικῶν , σκορπίος δὲ ἐπὶ παίδων .
' αὐχένι σάρκες : σφαιρωτὸς δ ' ἐφύπερθε μετήορος ὕψι κόρυμβος . ξείνη δ ' ἐν κεράεσσι φύσις κείνοισι τέτυκται
5018816 ἐπιπολαιους
ἢ καὶ σεμνὰς συμφορήσας λέξεις εἶτ ' ἐξαγγέλλῃ ταύταις ἐννοίας ἐπιπολαίους καὶ κοινάς , καὶ μάλιστα εἰ καὶ σχήμασι χρῷτο
τῇ λεπτόγεῳ οὔσας : εὐθέως γὰρ ξηραίνονται , τὰς ῥίζας ἐπιπολαίους ἔχουσαι διὰ τὴν λεπτότητα . Τῷ αὐτῷ μηνὶ τὰ
4996152 δυσωδες
λευκὰ οἷον πιλίσκους , τὸ δ ' ἐν αὐτοῖς ἐρυθρὸν δυσῶδες . ἡ δὲ μακρὰ φύλλα ἔχει ἐπιμηκέστερα τῆς στρογγύλης
ποιῆσαι . κβʹ . ἔλαιον ταγγὸν θεραπεῦσαι . κγʹ . δυσῶδες ἔλαιον θεραπεῦσαι . κδʹ . ἔλαιον θολερὸν καταστῆσαι .
4992607 γευσεως
ἀπὸ τῶν λεπτῶν καὶ τῶν κούφων ἀπορρεῖν . περὶ δὲ γεύσεως καὶ ἁφῆς οὐ διορίζεται καθ ' ἑκατέραν οὔτε πῶς
δοκεῖ περὶ τῶν ἀκολάστων λέγεσθαι : ἔστι μὲν γὰρ τῆς γεύσεως ἡ κρίσις : ἤδη δὲ ἕξιν τινὲς τοιαύτην πεποίηνται
4990789 ψυχομενον
τῷ ψύχει μᾶλλον πήσσεσθαι , ὅπερ καὶ περὶ πᾶν αἷμα ψυχόμενον συμβαίνει . μήποτε οὖν , φησίν , ἐξ ὕδατος
, καὶ ἐξέρχεται ἐπὶ τὴν γῆν καὶ νέμεται καὶ εὐθέως ψυχόμενον θνήσκει . τὸ δὲ ἑξῆς * οὕτως * :
4984149 βαθυτατη
ὑπάρχουσα , οὐ μὴν μέχρι γε παντός : καὶ γὰρ βαθυτάτη ἐστὶ πάνυ μεγάλην ἔχουσα τὴν διάμετρον , καὶ ὁ
ἡ μέθοδός ἐστι τῶν τοιούτων λόγων . μεγίστη δὲ καὶ βαθυτάτη ἐν τούτοις τοῖς λόγοις μέθοδος , τὸ ἑτέρας αἰτίας
4964891 παχυνεσθαι
δὲ παχὺν πόδα χειρὶ πιέζοις : τῶν λιμωττόντων τοὺς πόδας παχύνεσθαί φησι , τὸ δ ' ἄλλο σῶμα λεπτύνεσθαι .
δὲ παχὺν πόδα χειρὶ πιέζοις : τῶν λιμωττόντων τοὺς πόδας παχύνεσθαί φησι , τὸ δ ' ἄλλο σῶμα λεπτύνεσθαι .
4963035 βοστρυχους
] βάψειν τῷ αἵματι . . μνημεῖα ] περόνας ἢ βοστρύχους ἢ τρίχας ἤ τι τοιοῦτον . ἔθος γὰρ ἦν
, εἰ πλήττοιεν . τῶν δὲ τὰ πτερὰ καὶ τοὺς βοστρύχους χρυσῷ κοσμήσασα πρὸ τοῦ δίφρου σπεύδει πομπεύοντας καὶ δᾷδα
4955977 ὁμαλοτητι
εὐχερεστέρους ἀνέπεισε τερατεύεσθαι : καὶ γὰρ τὸ Χαλδαίων ὄνομα μεταληφθὲν ὁμαλότητι παρω - νυμεῖ , τὸ δὲ νέον ἀγαθὸν κληρονομῆσαι
γὰρ τοῦ ποσοῦ , ὡς ἂν τῇ τοσῇδε τῶν πληττομένων ὁμαλότητι καὶ στερεότητι ἀθροῦν τὸν ἀέρα ἀφάλλεσθαι καὶ σείεσθαι ,
4953661 ἀνωδυνος
μεταξὺ γενομένων ἡμερῶν , εἶτα διαιρεθεὶς ἐκ τῆς ἀριστερᾶς χειρὸς ἀνώδυνος ὁμοίως ἐγένετο , θεραπευθείς τε τῷ διὰ κρόκου φαρμάκῳ
ἑσπέρην σεύτλου : καὶ τὴν νύκτα ὕπνος : καὶ σφόδρα ἀνώδυνος : καὶ τὴν ἐνάτην ᾔσθετο πρὸς ἡλίου δυσμάς :
4944855 διαυγες
τὸ κυάνεον καὶ βαρύ , πυκνόν τε καὶ καθαρὸν καὶ διαυγές , οἷόν ἐστι τὸ στακτόν , ὑπ ' ἄλλων
ἀργυρόπεζα Θέτις , θυγάτηρ „ . τὸ δὲ καθαρὸν καὶ διαυγές : ” ποταμὸς ἀργυροδίνης ” . ἀρετή βʹ :
4934181 ἐνιαχου
αἰγίλωψ ἀνάπαλιν : ἐν γὰρ τῇ γεωργουμένῃ κάλλιον : καὶ ἐνιαχοῦ δὲ πρότερον ἀβλαστὴς ὢν ἐὰν γεωργηθῇ βλαστάνει καὶ γίνεται
θερμόν . ἐκ ταύτης δὲ τῆς αἰτίας καὶ τὸ ψυχρὸν ἐνιαχοῦ δοκεῖ τὸ αὐτὸ ποιεῖν τῷ θερμῷ , καὶ ἁπλῶς
4924893 πυρωδεις
ὀσμῆς προσβάλλειν : τοὺς δὲ ὀφθαλμοὺς ὑφαίμους αὐτῷ γίνεσθαι καὶ πυρώδεις , τὰ βλέφαρα δὲ διογκοῦσθαι . ἐμέτων δὲ ἐπιθυμίαι
εἰσὶν αἱ ξηραὶ καὶ λευκαί , τεταναὶ καὶ ἄβρωτοι , πυρώδεις ἐν τῇ γεύσει καὶ ἀρωματίζουσαι . τοῦ δ '
4915604 ψηφιδας
' ὑμῖν ὥστε μηδὲ ἀριθμῆσαι σαφῶς καθάπερ οὐδὲ τὰς παραθαλασσίους ψηφῖδας . θαλασσίων . πολιῶν . ἕπεται δ ' ἐν
ὡς οὐκ ἄν τις οὐδὲ πρὸς τὰς ἐν τοῖς αἰγιαλοῖς ψηφῖδας ἀμελῶς ἔχοι , καὶ οὐδὲν αὐτῷ δοκεῖ διαφέρειν τὸ
4907960 ζωογονιας
τιτρώσκει ὁ ποιητής , ὅτι τοῖς θεοῖς δίδοται αἴτιον ὂν ζωογονίας καὶ σπερμάτων . . . . . ἑανός :
. κωδίαν δ ' ἀνατιθέασιν αὐτῇ παριστάντες ὅτι αἰτία τῆς ζωογονίας αὕτη ἐγένετο . κατὰ τοῦτο δὲ καὶ ἄλλους τινὰς
4897275 νεφει
ἡλίου φωτίζεσθαι . , . : Στράτων ἄστρου φῶς περιληφθὲν νέφει πυκνῷ , καθάπερ ἐπὶ τῶν λαμπτήρων γίνεται . ,
νέφει , ἡ ἀπόσβεσις πυρὸς ἐν νέφει ψόφος ἐστὶν ἐν νέφει , βροντὴ ἄρα ἐστὶ ψόφος ἐν νέφει ἢ συνείροντες
4891904 ἰριδος
τὰς αὐγὰς πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀνακλῶντος , ὅπερ κἀπὶ τῆς ἴριδος ἐπὶ τῶν νεφῶν συμβαίνει . Μητρόδωρος διὰ τὴν πάροδον
τὰ πολλά , καίτοι ψυχρότητι ὑπερβάλλουσα : μηδὲ ὑπὲρ τῆς ἴριδος ἡμᾶς διδάσκειν πότερον ἴνδαλμά ἐστι καὶ δόκησις τῶν ὀμμάτων
4881858 Λυγκησταις
μεσονύκτου γίνεσθαι θερμὸν , ὂν φύσει ψυχρότατον . Θεόπομπος ἐν Λυγκησταῖς φησι πηγὴν εἶναι τῇ μὲν γεύσει ὀξίζουσαν , τοὺς
ὑπὸ πλειόνων μαρτυρεῖται . . . . : Θεόπομπος ἐν Λυγκησταῖς φησὶν εἶναι ὕδωρ ὀξύ , ὃ τοὺς πίνοντας μεθύσκει
4874681 πυριον
μόνον ᾖ σῶμα , ἀλλὰ καὶ τοιόνδε σῶμα , οἷον πύριον ἢ γήϊνον καὶ ὅλως εἰπεῖν κεκοσμημένον τε καὶ πεποιωμένον
καὶ ἔτι οὐράνιον ἢ χερσαῖον ἢ θαλάττιον ἢ ἀέριον ἢ πύριον ἢ μετέωρον καὶ τὰ λοιπὰ ὡσαύτως δι ' ἄλλου
4872115 πλεγμα
σώφρων . Φριμάξασθαι . φρυάξασθαι , φυσῆσαι . Φορμός . πλέγμα , ὁ κόφινος . Φυλάξαντες . ἐπιτηρήσαντες . Φερέγγυος
μικρὸν ἡ πυτίνη . . ὄρνεον μικρόν . πυτίνη δὲ πλέγμα ἐστίν . . εἶτ ' ἐξ οὐδενὸς μεγάλα πράττει
4864617 ἐνοχλουν
ζῷον φθείρεσθαι , καὶ μάλιστα ἢν δυσκρασία ᾖ ψιλὴ τὸ ἐνοχλοῦν . Καὶ δὴ τοῦ φανταστικοῦ πάθος , τὸ μὲν
τῷ φαρμάκῳ διάχριε τοὺϲ μυκτῆραϲ ϲυνεχῶϲ καὶ ἀπορρυήϲεται πᾶν τὸ ἐνοχλοῦν τῇ κεφαλῇ . ἐχέτω δὲ τὸ φάρμακον ϲύϲταϲιν ὑγρᾶϲ
4863936 χαλαζης
οὐρανόν , καὶ εἰσῆλθον μέχρις ἤγγισα τείχους οἰκοδομῆς ἐν λίθοις χαλάζης καὶ γλώσσης πυρὸς κύκλῳ αὐτῶν : καὶ ἤρξαντο ἐκφοβεῖν
ἤτοι ὑπὸ κάμπης ἢ ἀκρίδος ἢ μυῶν ἢ κατακλυσμῶν ἢ χαλάζης καὶ τῶν τοιούτων . Ὁ δὲ τοῦ Διὸς ὁμοίως
4863736 ὑφασμα
τῇ κεφαλῇ : ταινία δὲ , στενόν τι καὶ ἐπίμηκες ὕφασμα , κοινότερον δὲ εἰπεῖν , φασκία . 〛 κοτίνῳ
ὁ εὐδιάχυτος , καὶ ἐπιβόλαιον λιτόν , ποτὲ δὲ λεπτὸν ὕφασμα . ἐγγαστρίμυθος ὁ ἐν γαστρὶ μαντευόμενος : τοῦτον καὶ
4855981 Ζῳον
τῆς προγνώσεως καὶ τῶν ἐν αὐτῇ λοιπῶν οὕτως ζῴων . Ζῷόν ἐστιν ἐν ἀέρι πετόμενον ὃ καλεῖται ἔποψ , ἑπτάχρωμον
λεόντων ἴδια καὶ ἀνωτέρω καὶ νῦν δὲ ἀποχρώντως εἴρηται . Ζῷόν ἐστιν ὁ πυραύστης , ὅπερ οὖν χαίρει μὲν τῇ
4855759 ὑδατωδες
ἔκλυτα καὶ ὑδατώδη . καὶ δὴ καὶ κρατεῖ τὸ μὲν ὑδατῶδες ἐν τούτοις , ὡς εἶναι τὴν κρᾶσιν αὐτῶν ὑγροτέραν
αὐτὰ ψυχρὰ καὶ ὑγρὰ τὴν κρᾶσιν τυγχάνοντα , λεπτὸν καὶ ὑδατῶδες αἷμα ἀπογεννῶσι καλῶς πεφθέντα . πεφύκασι δὲ καὶ ταῦτα
4853330 ὀσφρησεως
δὲ ἐπὶ τῶν ἄλλων αἰσθήσεων , οὕτω καὶ ἐπ ' ὀσφρήσεως : ἡ γὰρ αὐτὴ καὶ ὀσφραντοῦ καὶ ἀνοσφράντου κριτική
γίνεσθαι αἴσθησιν ἁψαμένου τοῦ αἰσθητοῦ ; ἐπεὶ καὶ ἐπὶ τῆς ὀσφρήσεως τῇ ἀναπνοῇ τὴν ὀσμὴν ἕλκομεν ἕως ἂν προσπέσῃ δηλονότι
4847052 ὀστρεοις
, Λιβυκοὺς κόλπους . πελωρίδες ἢ μελαινίδες κάλλισται αἱ ἐμφερεῖς ὀστρέοις ἐν τέλμασιν ἰλύϊ τε βορβορώδει , ὅπου μίγνυται ὕδωρ
καὶ ἁλιέων ὁ φίλος καὶ ὁ ἠγαπημένος τοῖς κρηθμοῖσι καὶ ὀστρέοις τοῖς ῥαιβοῖς καὶ λοξοῖς νειρίταις καὶ κοχλιδίοις ἐν χηλῷ
4843892 ζωυφιον
. Ψύλλιός ἐστι βοτάνη πᾶσι γνωστή . Ψύλλος θαλάσσιος μικρὸν ζωύφιον ὃ χρῶνται οἱ ἁλιεῖς παρὰ τοὺς αἰγιαλούς : Ψάρος
ἡ παρ ' ἡμῖν λεγομένη ψυχή . ἔστι δὲ αὕτη ζωύφιον ᾗ φασιν ἐμφερῆ τὸν κρανοκολάπτην . Σώστρατος δέ φησι
4834134 εὐωδες
γλυκύ , τὸ ξανθόν , καὶ ἐν τῷ μήλῳ τὸ εὐῶδες , τὸ ἐρυθρόν , τὸ μαλακόν . καὶ ᾗ
τῷ προειρημένῳ δυνάμεως : οὐ μὴν γλυκὺ γευομένοις οὐδ ' εὐῶδες : καθ ' ὅσον δὲ γλίσχρον τι καὶ κνησμῶδες
4833352 δενδρων
τοῦ πλησίον τοῦ Κρονίου λόφου κειμένου . * † τῶν δένδρων . . Ἀπορήσειεν ἄν τις ἐνταῦθα , πῶς τὸ
καὶ τοῖς ἀγρίοις εἶναι κοινὰς καὶ κατὰ τὴν ὅλην τῶν δένδρων φθορὰν καὶ ἔτι μᾶλλον κατὰ τὴν τῶν καρπῶν :
4831576 ἀποσβεσις
πρόεισιν ὁ λόγος : ὁριζόμενοι δὲ λέγομεν βροντή ἐστι πυρὸς ἀπόσβεσις ἐν τῷ νέφει . τρίτος δέ ἐστιν ὅρος ,
, ἤγουν τοῦ ψόφου καὶ τῆς βροντῆς ἡ τοῦ πυρὸς ἀπόσβεσις : οὕτω γὰρ ἀποδέδοται , ὅτε ἐλέγομεν τί ἐστι
4828600 πυκνῳ
μία ἡ ἐπὶ τὸ δίτονον : οὔτε γὰρ πυκνὸν πρὸς πυκνῷ τίθεται οὔτε τόνος ἐπὶ τὸ ὀξὺ πυκνοῦ , ὥστε
τὴν ὄψιν τεταμένην ὡς ἐπὶ τὸν χαλκόν , ἐντυχοῦσαν δὲ πυκνῷ καὶ λείῳ πληχθεῖσαν ὑποστρέφειν αὐτὴν ἐφ ' ἑαυτὴν ὅμοιόν
4826837 ἀπορρεον
' ἀπορροίας αἰσθανόμεθα , οὔτε ἔτι μᾶλλον τῶν χρωμάτων τι ἀπορρέον ποιεῖ τὴν ὅρασιν , ἀλλὰ τῷ ἐνεργεῖν ὁρᾶται .
λαμβάνων ἐπί τινος ἄκμονος ἐπιτίθει τοὺς πυρούς , καὶ τὸ ἀπορρέον ἐξ αὐτῶν ὑγρὸν ἔτι θερμὸν λαμβάνων ἐπίχριε τοὺς λειχῆνας
4822022 ἀναδιδοται
ἄλλων , καὶ μάλα εἰκότως : ἃ γὰρ πρῶτα γῆς ἀναδίδοται , μετὰ τοῦ τῆς φύσεως προέρχεται κάλλους : πολλαὶ
εὑρόντα τὴν κοιλίαν ἐπέχει μᾶλλον αὐτήν : τὰ δὲ γλυκέα ἀναδίδοται μᾶλλον . τὰ δ ' ἄποια , μήτε ἡδέα
4820133 περιττωμα
γὰρ οἱ πρῶτοι τοῦτο φήσαντες : καί ἐστι τὸ ὠχρὸν περίττωμα τοῦ σπέρματος . ὅτι δὲ τὸ ὠχρὸν νεοττὸν ἔλεγον
πιτυρῖται ὑπάγουσι διά τε τὸ ἐν τῇ γαστρὶ πολὺ ποιεῖν περίττωμα καὶ διὰ τὸ ῥυπτικῆς δυνάμεως μετέχειν τὸ πίτυρον .
4815804 ἀκριδων
ἐὰν βροντήσῃ , φθορὰν σίτου καὶ κριθῆς σημαίνει , καὶ ἀκρίδων ἔφοδον . ἐν δὲ βασιλικῇ αὐλῇ χαράν : τοῖς
διαβρέξαι τὸ στόμα προσεφέρετο . Σιωπηλὸς ἦν ὁ πρότερον τῶν ἀκρίδων λαλίστερος , ἀργὸς ὁ περιττότερα τῶν αἰγῶν κινούμενος .
4806611 τηκομενη
, ποιεῖ καὶ πρὸς σκληρίαν διαχέουσα καὶ πρὸς χοιράδας : τηκομένη δὲ σὺν ῥοδίνῳ πλείστῳ , ἀναπληροῖ τὰ κοῖλα τῶν
τὰς τῶν μαστῶν σκληρίας , ἔστι δὲ καὶ ἑδρικὴ ἀγαθὴ τηκομένη ἐλαίῳ μυρσινίνῳ ἢ ῥοδίνῳ , ἧς ἡ σκευασία αὕτη
4805194 γευσαμενῳ
, ὑπόκιρρον ἐν τῷ μέλανι , τὸ ἔνδον λευκόν , γευσαμένῳ δριμύν . Σταφυλῖνος ἄγριος φύλλον μὲν ἔχει ὅμοιον γιγγιδίῳ
μέρους : ῥίζα παχεῖα καὶ μαλακή , ὀποῦ μεστή , γευσαμένῳ πικρά , ὀπιζομένη ὥσπερ ἡ θαψία . ἀποτίθεται δὲ
4801172 ἀπηχησις
καὶ ἔλεγον ἴσως ὅτι παραπλησία τῷ μυκήματι τῶν ταύρων ἡ ἀπήχησις τοῦ ὕδατος ἐν τοῖς σφοδρῶς ῥέουσι ποταμοῖς . ἢ
εἰδοποιούμενον διὰ γλώττης καὶ ἐπιγλωττίδος . ἄλλως . φωνή ἐστιν ἀπήχησις πνεύματος κατὰ προαίρεσιν ἡμῶν γινομένη συστελλομένων τῶν μεσοπλευρίων μυῶν
4800319 ἀψασθαι
Καλλιρρόην αὐτὴν ὠνομᾶσθαι : λέγει δὲ ἐνταῦθα Ἄτοσσα καλλιρρόου πηγῆς ἄψασθαι , ἢ ὅτι ἐν τῇ Περσίδι ἦν αὕτη ἡ
ἐπιτιμήσεως τοῦ λόγου ἀλογῆσαι γένηται , καὶ τῆς περὶ οὔρων ἄψασθαι καλλίστης πραγματείας , τῶν ἀλογωτάτων ἂν δόξειεν , οὕτω
4787022 ἀτμιδας
ἐρίοις κακῶς ἐξαμμένοις : ἔτι δ ' οὐ δύνασθαι τὰς ἀτμίδας ἕλκειν οὐδὲ διαπέμπειν ἅτε θερμὸν οὐκ ἔχουσαν ἱκανὸν καὶ
τεθεῖσα ἐπάνω τινὸς ὄξους , καὶ προσδεχόμενος τὰς δριμείας αὐτοῦ ἀτμίδας , παραλειοῦται , δηλαδὴ λευκὸν γίνεται δίκην ψιμυθίου τὸ
4786520 σηπομενων
: ὀδμῇ : διὸ καὶ τρίγλην θηρεύουσιν ἁλιεῖς δελεάμασι κρεάτων σηπομένων ζώων , καὶ μάλιστα τῶν δυσώδη πνοὴν ἐχόντων καὶ
μηδὲ τελειουργεῖν τοὺς ἐρινεούς : ὥσπερ γὰρ καὶ τῶν ἄλλων σηπομένων καὶ ἐν τούτοις ζωοποιὸς ἡ φύσις : οὐκ ἔχοντες
4785783 κυφι
. καʹ . Οἰνανθαρίων ϲκευαί . κβʹ . Θυμιάματα καὶ κῦφι . κγʹ . Ϲκευὴ μαϲουχᾶ , ὅ τινεϲ μαϲουάφιον
ποιεῖ καὶ τὸ ἡδύοϲμον καὶ τὸ ἡδύχροον ὀϲφραινόμενον καὶ τὸ κῦφι καὶ ὕδωρ δὲ χλιαρὸν προϲαντλώμενον τῷ προϲώπῳ παύει πταρμούϲ
4784951 λιμναζουσι
πνευμάτων : πάλιν τε ποταμοὺς πλημμυροῦσι καὶ μειοῦσι καὶ πεδία λιμνάζουσι καὶ τοὐναντίον ἀφαυαίνουσι : καὶ πελαγῶν ἐργάζονται τροπὰς ἐξαναχωρούντων
ὑμέσι λεπτοῖς περιεχομένας : ὅπερ ἐν τοῖς ἕλεσι καὶ τοῖς λιμνάζουσι τῶν τόπων ἔτι καὶ νῦν ὁρᾶσθαι γινόμενον , ἐπειδὰν
4780849 τραχειας
ἔτι τὸ καταλειφθὲν εὑρήσει ζητῶν . οὔσης γὰρ ποικίλης καὶ τραχείας τῆς ἐπὶ τὴν ἀρετὴν ἀγούσης ὁδοῦ βραχύ τις ἀποστὰς
ἡ θάλασσα * ἀπὸ τοῦ ἐνοικοῦντος δαίμονος ῥαχίας δὲ τὰς τραχείας πέτρας ἀπὸ τῆς ῥάχεως ἡ μεταφορά , ἀνεκβάτου δὲ
4775007 διψας
ἐγγίνεται ὡς πίνοντι διαρρήγνυσθαι , ὅθεν ὁ ὄφις οὗτος ἐκλήθη διψάς . ἀστέμβακτα πολυστένακτα , μεμπτά × ἔνιοι δὲ ἀλάλητα
ἤτοι θήλεια : περὶ τῆς ἀσπίδος λέγει , ἥ ἐστι διψάς . τῆς γὰρ θηλείας τὸ στόμα μεῖζον καὶ πλατυτέρα
4770643 ἀεριζουσας
ἐν τῇ Ἰνδικῇ γίνεται λευκὰς ζώνας πλείστας ἔχων ἐν ἑαυτῷ ἀεριζούσας . ἐπιχάρασσε δὲ ἐπ ' αὐτῷ σπείραμα ὄφεως ἔχον
κρατοῦσαν . οὗτος ἔχει ζώνας ποικίλους πολλάς , τὰς μὲν ἀεριζούσας , τὰς δὲ χρῶμα ἐχούσας μέλιτος , ἀλλὰ καὶ
4762811 κισσηρει
τὸ μὲν ἐν τοῖς κατὰ παράθεσιν μορίοις θεωρούμενον , ὡς κισσήρει καὶ σπόγγῳ , ὅτε καὶ ὑπὸ τὰ πρός τι
βάλλει τε καὶ οὐ βάλλει . ταῦτα εἴρηται ἐπὶ εὐνούχου κισσήρει βεβληκότος νυκτερίδα καὶ διὰ τὸ μὴ ἀκριβῶς ἰδεῖν ἐφημαρτηκότος
4757104 πηγνυμενον
τῆς ἰκμάδος συρρεῖ εἰς τὰς ἁρμογὰς τῶν λίθων , καὶ πηγνύμενον συμφυεῖς ἀπεργάζεται τοίχους . μεταλλεύεται δὲ κατὰ τὴν Ἀραβίαν
ὕδωρ ἐμβάλλουϲι πυέλοιϲ τετραγώνοιϲ ἐκ κεραμίδων γεγονυίαιϲ καὶ ἐν ταύταιϲ πηγνύμενον ἡμέραιϲ πλείϲταιϲ γίγνεται χάλκανθοϲ . τῷ δὲ χρόνῳ καὶ
4744841 εὐκρασιας
καὶ ποταμῶν αὐθιγενῶν καὶ χειμάρρων φορὰς καὶ πελαγῶν ἀναχύσεις καὶ εὐκρασίας ἀέρος καὶ τῶν ἐτησίων ὡρῶν τροπάς , εἶτα ἥλιον
καρποφορίαν καὶ εὐγονίαν ἡ φύσις , καιρίους ὑετούς , ἀέρος εὐκρασίας , τὰς τιθηνοὺς τῶν φυομένων συνεχεῖς καὶ μαλακὰς δρόσους
4742218 δηκτικον
. ἢν γὰρ καί τι δάκῃς : ἐὰν γὰρ καὶ δηκτικόν τι καὶ λυπηρὸν δράσῃς , ὡς καὶ ὁ λόγος
μέγα καὶ λεῖον , οὐ δηκτικόν , τὸ δὲ μελανίζον δηκτικόν , ἀχρεῖον : φέρει δὲ τὸ τοιοῦτον ἡ παρ
4740034 πλημμυρας
τε τοῦ Ὠκεανοῦ κατά τε ἀνατολὰς καὶ δύσεις ὑποχωρήσεις , πλημμύρας τε καὶ ἀμπώτεις τοῦ τε Ἀτλαντικοῦ πελάγους καὶ τῆς
εὐετηρίας ἀφορίαν καὶ ἔμπαλιν ἐκ λιμοῦ φοράν , ἐνίοις δὲ πλημμύρας ποταμῶν καὶ κενώσεις καὶ θεραπείας λοιμικῶν νοσημάτων καὶ ἄλλων
4735978 πομπιλον
ἰχθύος φερόμενος εἴρηκε ἱερὸν ἰχθύν , καθάπερ τινὲς ἀποδεδώκασι τὸν πομπίλον , οἱ δὲ τὸν κάλλιχθυν : ἀλλὰ κοινότερον τὸν
πελάγους προπέμπειν τὰς ναῦς ἕως εἰς λιμένα : διὸ καὶ πομπίλον καλεῖσθαι , χρύσοφρυν ὄντα . καὶ Ἐρατοσθένης δ '
4733466 δυσπεπτον
. ἀλλοιοῦται δ ' οὐ λίαν , οὐ διὰ τὸ δύσπεπτον αὐτῶν , ἀλλ ' ὅτι καταπίνομεν τε ταχέως οὐ
ἡ κοιλία γίνεται : τροφήν τε δίδωσιν ὕγραν τε καὶ δύσπεπτον ἅπαν ὄστρεον καὶ πρὸς τὰς οὐρήσεις ἐστὶν οὐκ εὔοδα
4733326 ὀῤῥωδες
ὑπὸ τῆς φύσεως ἀνθ ' ἑνός ; ἐπειδὴ ὑπεραίρει τὸ ὀῤῥῶδες περίττωμα τῶν ἄλλων περιττωμάτων , χρεία δ ' αὐτοῖς
φέρονται δὲ καὶ ἀπὸ τῆς καρδίας ἀρτηρίαι ἐμβάλλουσαι καὶ αὗται ὀῤῥῶδες περίττωμα καὶ θερμότητα , ἵνα θερμαίνονται ὑπ ' αὐτῶν
4721322 ῥυσεις
μεσημβρίαν . ἀκολούθως δὲ τούτοις τοῖς κλίμασι τῶν ποταμῶν τὰς ῥύσεις ἐχόντων ἀντιπροσώπους οἱ μὲν εἰς τὴν Κασπίαν θάλατταν ,
Λιβύην ὁμοίως μὲν κείμενοι τοῖς στόμασι , παραπλησίους δὲ τὰς ῥύσεις ποιούμενοι , τὴν ἀνάβασιν οὐκ ἔχουσιν ἀνάλογον τῷ Νείλῳ
4718869 ἐπινει
παιδιᾶς τῆς ἐν λεκάνῃ . αὕτη δ ' ὕδατος πληροῦται ἐπινεῖ τε ἐπ ' αὐτῆς ὀξύβαφα κενά , ἐφ '
παιδιᾶς τῆς ἐν λεκάνῃ . αὕτη δι ' ὕδατος πληροῦται ἐπινεῖ τε ἐπ ' αὐτῆς ὀξύβαφα κενά , ἐφ '
4713379 ἀνιμασθαι
. Ἡρόδοτος εʹ : σφάξας ἀπέδειρε πᾶσαν τὴν ἀνθρωπέην . ἀνιμᾶσθαι : ἀρύεσθαι . ἀνοητίαν : τὴν ἄνοιαν Ἀριστοφάνης .
καὶ οὗτος συμφορώτατός ἐστι , καὶ τὸν Ἥλιον διὰ τὸ ἀνιμᾶσθαι αὐτὸν τὴν ὑγρότητα . τύραννον ] βασιλέα , ἀρχηγόν
4712120 λιμναιον
, ἠὲ σίδας Ψαμαθηίδας , ἅς τε Τράφεια Κῶπαί τε λιμναῖον ὑπεθρέψαντο παρ ' ὕδωρ , ᾗπερ Σχοινῆός τε ῥόος
ἰκτερικοὺς βοηθεῖ , καὶ φιλίαν περιποιεῖ . Νῆσσα ποτάμιον καὶ λιμναῖον καὶ χερσαῖον ζῷόν ἐστι πᾶσι γνωστόν . ταύτης τὸ
4711351 πνιγος
ἡ πρώτη τε τὴν κλῆσιν γένους , μακρὸν δὲ δὴ πνῖγός τε τὸ τρίτον πάλιν , τέταρτον ” ᾠδή “
ἡ πρώτη τε τὴν κλῆσιν γένους , μακρὸν δὲ δὴ πνῖγός τε τὸ τρίτον πάλιν , τέταρτον ” ᾠδή “
4709290 ἰλυς
εὐρέα Αἴγυπτος , ἐοῦσα πᾶσα ὑπτίη τε καὶ ἔνυδρος καὶ ἰλύς . Ἔστι δὲ ὁδὸς ἐς Ἡλίου πόλιν ἀπὸ θαλάσσης
' ἐγχέλυές τε καὶ ἰχθύες φησὶν διὰ τοῦ ἐκ τοῦ ἰλύς ἰλύος . Ἑφθὸν λέγεται τὸ δι ' ὑγροῦ ἑψόμενον
4702950 σταθερας
καὶ μεταβλητόν , ἀλλ ' οὐκ ἐκ τῆς ἀκινήτου καὶ σταθερᾶς τῶν εἰδῶν ἐλλάμψεως ὑποδέχεται . ἀλλ ' οὐδὲ τῶν
καὶ τέρας τι ἐξαίσιον . ὁ γὰρ ἥλιος μεσημβρίας οὔσης σταθερᾶς λάμπων τε καθαρὸς καὶ νέφους ἐκτὸς αἴφνης μεταβαλὼν ἐσκοτίσθη
4702200 εὐρεις
σκληρά , κοιλία πλατεῖα κοίλη , ὦμοι καρτεροί , ὠμοπλάται εὐρεῖς διεστηκότες , στέρνα ῥωμαλέα καὶ μετάφρενα , ἰσχία σκληρά
γλυκὺ ἐκ τῆς γῆς ἀναρρήγνυται : εἰ δ ' αὖ εὐρεῖς , ἁλμυρὸν , πλὴν ὅσον οὐχ οἷον ἦν ἐξ
4701584 βλαστανον
ἄλλως τε καὶ καρπὸν ἔχον καὶ σπέρμα καὶ ἀπὸ τούτου βλαστάνον . Εἰ γὰρ ἦν ἐκ διαφθορᾶς τινος τῶν ἐν
, διὸ καὶ πολύχρηστος ὑπάρχει . Πεπέρεως τὸ μὲν ἄρτι βλαστάνον τὸ μακρόν ἐστι , τὸ δ ' οἷον ὀμφαξόκαρπον
4697215 ψαμμος
ἐπέχουσι τοῦ πρόσω τὸ ὕδωρ . ὁπότε οὖν ἀμφοτέρωθεν ἡ ψάμμος ὑπό τε τῆς θαλάσσης καὶ τὰ ἐντὸς ὑπὸ τοῦ
καλοῖς . καὶ ἡ ἀντίστροφος δὲ οὕτως ἀπαιτεῖ . ἐπεὶ ψάμμος : ἐπεὶ δὲ μετρεῖν ψάμμον ἀδύνατον , καὶ τὰς
4696530 σπινθηρας
φασὶν ἀναφαινόμενον αὐτὸν ὁρᾶσθαι μὲν ἄνθρακι παραπλήσιον τῷ πυρωδεστάτῳ , σπινθῆρας δ ' ἀφ ' ἑαυτοῦ μεγάλους ἀπορρίπτειν , καὶ
χαλκοῖς τισιν ὀργάνοις κατεσκευασμένοις ἐφειλκύσαντο τοὺς ἀπὸ τῶν μετεώρων φερομένους σπινθῆρας , κατὰ τὰς μεσημβρίας ἐναντία τῷ ἡλίῳ τὰ ὄργανα
4690278 πλεκτανων
ἐσθίει , καὶ ὥσπερ οὖν οἱ πολύποδες ἐν ἀθηρίᾳ τῶν πλεκτανῶν τῶν ἰδίων παρατραγόντες ἑαυτοὺς καὶ ἐκεῖνοι βόσκουσι . χειμῶνος
ὥσπερ ἱστίῳ χρῆσθαι , ἀντὶ πηδαλίων δὲ δύο παρακαθιέναι τῶν πλεκτανῶν . Τὰς δὲ μελίττας θυμιωμένας ὑπὸ τοῦ καπνοῦ καὶ
4688371 ἀριθμητικας
, ὧν καὶ τὰς ἀρχὰς τάς τε γεωμετρικὰς καὶ τὰς ἀριθμητικὰς καὶ τὰς ἁρμονικὰς ὁ δημιουργικὸς νοῦς ἐντιθεὶς αὐτῇ κατὰ
τις περὶ τὰς γεωμετρικὰς ἀρχάς , ὁμοίως δὲ καὶ τὰς ἀριθμητικὰς καὶ τῶν ἄλλων ἕκαστα , πότερον μία τις περὶ
4687946 ὀσφρησις
, φωνὰς δὲ ἀκοή , χυλοὺς δὲ γεῦσις , καὶ ὄσφρησις ἀτμούς , μαλακότητας δὲ καὶ σκληρότητας καὶ ὅσα θερμὰ
ἄλλων αἰσθήσεων : ἅμα γὰρ τῇ γεύσει ὁ χυμὸς καὶ ὄσφρησις τῷ ὀσφραντῷ καὶ οὐδὲν μεταξύ . ὁμοίως δὲ οὐδὲ

Back