δὲ γίνεσθαι ἀεὶ ἐπὶ τῶν λοιπῶν τῶν εἰρημένων διὰ τὸ διακόπτεσθαι μὲν διαδέχεσθαι δ ' ἄλληλα . ἐπεὶ τοιγαροῦν τὸ
ἃ διὰ τὸ μὴ ἀεὶ γίνεσθαι οὕτω ἀλλὰ διαλείπειν καὶ διακόπτεσθαι τὸ ἀεὶ καὶ τὸ ἐξ ἀνάγκης , διὰ τοῦτο
5062650 ἀποδιωκειν
πρόμαχον δῆλον . Ξ ἀπείργειν ] κωλύειν . ἀπείργειν ] ἀποδιώκειν . Ξ τῆσδε ] τῆς ἡμετέρας . δούλειον ]
εἴργειν ] κωλύειν . εἴργειν ] ἀποσοβεῖν . εἴργειν ] ἀποδιώκειν . Ξ τεκούσῃ μητρὶ ] ἀντίπτωσις . μὴ εἴπῃς
4660748 ἀσκιτην
ὅτε τελείως μεταβληθῇ εἰς πῦον . οὕτω δὴ μόνον τὸν ἀσκίτην χειρουργοῦμεν , καὶ τότε παραφυλάττομεν μήτε τοῦ ἤτρου ,
. μὴ οὖν τῆς εὐτελείας τῶν εἰδῶν καταφρονήσῃς εἰς τὸν ἀσκίτην καὶ ἐφ ' ὧν μή ἐστι πολλὴ σκληρία περὶ
4616273 κερατοειδη
σφοδρότερον τῆς στύψεως ἀντιλαμβάνονται ; διότι μεμυκότα τὰ βλέφαρα τὸν κερατοειδῆ ὑμένα ἠρεμεῖν ποιοῦσιν : ἐπηρεμοῦντος οὖν τοῦ βολβοῦ ,
εὑρεῖν εὐθύγραμμον γωνίαν ὀρθὴν καὶ τρίχα τεμεῖν ἀδυνατήσει ἄν τις κερατοειδῆ γωνίαν τεμεῖν . τὸ δὲ νῦν πρόβλημά ἐστι τὴν
4615016 ϲκληρον
παραϲκευάζει γὰρ ἀταλαίπωρον τὴν ἔκφυϲιν τῶν ὀδόντων . μηδὲν δὲ ϲκληρὸν αὐτοῖϲ διδόναι διαμαϲᾶϲθαι , ἵνα μὴ τυλωδέϲτερα τὰ οὖλα
καὶ ὅϲα δυϲκραϲίαν ἐργάζεται . τινὲϲ δὲ τῶν ἀγυμνάϲτων τὸν ϲκληρὸν ϲφυγμὸν ὠήθηϲαν εἶναι ϲφοδρόν , ἀλλὰ τὸν γεγυμναϲμένον τόν
4609898 δονακος
ὅπως πνοά : ἀθορύβως φώνει μοι , ὡς πνοὴ συρίγξεως δόνακος . οὐ γάρ φησι σύριγγος τοῦ αὐλοῦ : οὗτος
, ὅτε δὲ κόρος γένηται ταύτῃ , αὐλοῦ ἐρᾷ καὶ δόνακος ἀκροᾶται ἡδέως ; καίτοι ποία κοινωνία αὐλῷ καὶ χορδαῖς
4587259 λεκιθῳ
ἀγαθὸν τοῦτο ἐπίπλασμά ἐστι καὶ ὀδυνωμένῳ ποδαλγῷ . συλλειοῦται καὶ λεκίθῳ ὠῶν ἑφθῶν , καὶ γίνεται εἰς τὰ αὐτὰ ἐπίπλασμα
ὀσπρίου , ὃ καλεῖται πίσος διὰ τὸ ἐοικέναι τὴν χροιὰν λεκίθῳ ᾠοῦ . ἀπὸ μέρους οὖν τὴν ὀσπριόπωλιν δηλοῖ .
4585878 ἐλεφαντα
βλάπτουσι καὶ ἐξαπατῶσι . καὶ ἐλεφηράμενος ἀντὶ τοῦ βλάψας . ἐλέφαντα τὸ ἐλεφάντινον . ἔλεψεν ἐλέπισεν , περιεῖλεν . ἐλιάσθη
ὧν ἐπειράθην ἔτι νέοϲ ὤν . ἄνθρωποϲ νοϲῶν τὸν καλούμενον ἐλέφαντα εἰδεχθὴϲ ἦν καὶ δυϲώδηϲ : καλύβην οὖν αὑτῷ πήξαϲ
4573719 σιδηρον
τῶν ἁμαρτανόντων κολαστήρια , ὡς στρατηγοῖς καὶ ἡγεμόσι ὕστριχας ἢ σίδηρον : οὗ χάριν , ἠρεμοῦντα τὸν ἄλλον χρόνον ἀνερεθίζεσθαι
Μαγνῆτίς ἐστιν , ἀγνοῶ : εἰ δὲ ἴδω ταύτην ἕλκουσαν σίδηρον , εὐθὺς γινώσκω ἀπὸ τοῦ καθόλου ταύτην εἶναι Μαγνῆτιν
4516374 ἀναλαμβανομενον
αὐτῆς ὁ ἄνθρωπος , καὶ εἶδεν Ἀσενὲθ ὡς ἅρμα πυρὸς ἀναλαμβανόμενον εἰς τὸν οὐρανὸν κατὰ ἀνατολάς . Καὶ εἶπεν Ἀσενέθ
ὀχετοῦ , δεχομένης αὐτοῦ τὴν ἐκροὴν λεκάνης κενῆς , ὥστε ἀναλαμβανόμενον αὖθις τὸν ἀθροιζόμενον οἶνον ἐν αὐτῇ καταντλεῖσθαι δεύτερον .
4486097 σαπωνα
ταύρου κροκίδα βρέξας ἐντίθει εἰς τὸν δακτύλιον . ἄλλο . σαπῶνα Γαλλικὸν εἰς ἔριον ἐνδύσας ὑπόθου ἢ μάλιστα στυπτηρίαν ὑγράν
' ὅλως , μηδὲ σμήγματα . † τῶν αὐτῶν δὲ σαπῶνα ἕως τῶν καʹ τοῦ μηνός . καὶ ἀφροδισιάζειν ἀπέχειν
4483154 πηλον
, τὴν τρίχα . τὸ κο μικρόν . Κάπηλος : πηλὸν τὸν οἶνον λέγουσιν Ἴωνες τὸν πάλλοντα καὶ βλάπτοντα τὰς
. Καὶ τοῦτο αὖ πάλιν Αἴσωπος λέγει : τὸν γὰρ πηλὸν αὐτῷ ὁ Προμηθεύς , ἀφ ' οὗ τὸν ἄνθρωπον
4426092 κρυμον
. Ἢν δὲ εἰλέηται , τρόπῳ τοιῷδε γίνεται μετὰ τὸν κρυμὸν τὸ πῦρ : εἰλέεται μάλιστα πονεόμενον περὶ τὴν κοιλίην
, ὅρος τῶν δυεῖν ἠπείρων , ἀνατέλλων ἐκ τῆς διὰ κρυμὸν ἀοικήτου : στεναὶ δ ' ἐκβολαὶ κατὰ τὸν καλούμενον
4422700 ἐργατικον
ὀπὸς τὸ κεχυμένον γάλα συστρέφει κατὰ τὸ ποιητικόν τε καὶ ἐργατικὸν ἰδίωμα , οὕτως ἡ ἑνωτικὴ δύναμις τῆς μονάδος προσελθοῦσα
τὰ παρ ' ἑκάστοις ἐξέπεμπε τουτονὶ τὸν οἰκέτην αὑτοῦ , ἐργατικὸν ἄνθρωπον καὶ πρόθυμον εἰς τοὺς πόνους , ὦ Ζεῦ
4422038 κηπαιου
, σικύου πέπονος τὸ περικείμενον τῇ σαρκὶ δέρμα ἢ στρύχνου κηπαίου τὸν χυλὸν μετὰ ῥοδίνου . Ῥευματιζομένου δὲ τοῦ βρέφους
, ϲικύου πέπονοϲ τὸ περικείμενον τῇ ϲαρκὶ δέρμα ἢ ϲτρύχνου κηπαίου τὸν χυλὸν μετὰ ῥοδίνου . Τοὺϲ νηπίουϲ καὶ ἀπὸ
4350570 Ἀδαμαντιου
# βʹ ⋖ βʹ . Ὁ δὲ Ὀρειβάϲιόϲ φηϲι κατὰ Ἀδαμαντίου τὸν ξέϲτην τὸν Ἰταλικὸν τοῦ οἴνου μέτρῳ μὲν ἔχειν
περισφίγξεως περιτάσεις χρίειν , κηρωτῇ Σικυωνίᾳ μαστίχην Χίαν ἐπίπασσε . Ἀδαμαντίου βρογχοκηλικόν . Κηκίδων # α , λίθου πυρίτου ⋖
4321663 ἐπαφῃ
ἧς μεμνημένος εἴδωλα αὐτῆς τοὺς νόμους ἐτίθει τῇ τοῦ θείου ἐπαφῇ εἰς νόμων πληρούμενος θέσιν . Ἢ καὶ τὰ πολιτικὰ
ἐνέργεια δὲ καὶ γεννᾷ θεοὺς ἐν ἡσύχῳ τῇ πρὸς ἐκεῖνο ἐπαφῇ , γεννᾷ δὲ κάλλος , γεννᾷ δικαιοσύνην , ἀρετὴν
4295824 ἐλεησαντων
τάφῳ : εἶτα τῶν θεῶν , φασί , τὸ πάθος ἐλεησάντων , ἀνῆκεν ἐκ τοῦ αἵματος τῆς ῥοιᾶς τὸ δένδρον
χλαίνης ἐρύων , ἄλλον δὲ χιτῶνος : τῶν δ ' ἐλεησάντων κοτύλην τις τυτθὸν ἔπεσχεν , χείλεα μέν τ '
4292114 χιτωνα
μέσον οὔτασε δουρὶ ἥρως Ἰδομενεύς , ῥῆξεν δέ οἱ ἀμφὶ χιτῶνα χάλκεον , ὅς οἱ πρόσθεν ἀπὸ χροὸς ἤρκει ὄλεθρον
τῷ ποδήρει , ἀλλὰ τὸν τῆς δόξης καὶ φαντασίας ψυχῆς χιτῶνα ἀποδυσάμενος καὶ καταλιπὼν τοῖς τὰ ἐκτὸς ἀγαπῶσι καὶ δόξαν
4289466 ἠχον
ἀψύχοις δόξαις , λέγω δὲ „ βατράχοις „ , πιεσθεὶς ἦχον καὶ ψόφον ἔρημον καὶ κενὸν πραγμάτων ἀποτελούσαις , εἰπόντος
χρυσοῖ γὰρ κώδωνες περὶ τὸν ποδήρη εἰσὶν αὐτοῦ , μέλους ἦχον ἀνιέντες ἰδιάζοντα : παρ ' ἑκάτερον δὲ τούτων ἄνθεσι
4279885 μολυβδον
ἂν παρεῖναι τὸν καιρὸν γνοίη τῆς θήρας , τὸν περιφερῆ μόλυβδον ἐκεῖνον ἐμβάλλει τῷ κύρτῳ ῥύμῃ πολλῇ : καὶ ὁ
πολλῶν κάλους ποιησάμενος καὶ συνάψας ἀλλήλοις , ἀπαρτήσας δὲ καὶ μόλυβδον ἀπ ' αὐτῶν καὶ εἰ δή τι χρήσιμον ἄλλο
4279283 πρισματιου
εἰσιν κορυφαί , ὧν βάσεις αἰεὶ τὸ αὐτὸ πλάτος τοῦ πρισματίου , ἀλλὰ καὶ παραλλήλων τριγώνων τῷ ΑΒ ἐπιπέδῳ καὶ
καὶ μέρος τοῦ σώματος αὐτοῦ φαίνηται ὑπὲρ τὸ πλάτος τοῦ πρισματίου , δεήσει πάλιν τὸ πρισμάτιον ἐγγυτέρω τῆς ὄψεως κινοῦντα
4277165 πολυχρονιοτητα
ἀληθινῆς περὶ φωνὴν ἀσκήσεως τρόπος εἰς σώματος βεβαίαν ὑγείαν καὶ πολυχρονιότητα , ῥητέον ἤδη . ὑπὸ πνεύματος γίνεται πᾶσα φωνὴ
πῶς δ ' εἰς γῆρας : Ἀντὶ τοῦ πῶς εἰς πολυχρονιότητα προκόψουσιν . οὐκ οἶσθ ' ὅτι πέντε γενεὰς :
4274150 ἐξεχουσα
χερρόνησος γεγένηται καὶ ἰσθμόν τινα ἔσχεν : πᾶσα γὰρ γῆ ἐξέχουσα εἰς θάλασσαν ἰσθμὸς καλεῖται . ταύτῃ οὖν τῇ χερρονήσῳ
φαίνεται γὰρ ἐν τοῖσι τοιουτέοισι παντάπασιν ἡ κεφαλὴ τοῦ βραχίονος ἐξέχουσα ἐς τοὔμπροσθεν . Καὶ ἔγωγέ ποτε τὸ τοιοῦτον οὐ
4270100 ἐγκεφαλον
μένον καὶ καταψυχόμενον , δίδωσι τὴν ψύξιν εἰς καρδίαν καὶ ἐγκέφαλον . καταψυχόμενα δὲ τὰ κύρια μόρια , τὰ προρρηθέντα
τέκνον : δεῖ μὲν καὶ φιλοσοφεῖν , δεῖ δὲ καὶ ἐγκέφαλον ἔχειν : ταῦτα μωρά ἐστιν . σὺ παρὰ τῶν
4257945 ὀξυκεφαλον
ὅτι ἡ θήλεια πλατὺ ἔχει τὸ βρέγμα , τὸν ἄρσενα ὀξυκέφαλον εἶπεν : ἐν τούτῳ δὲ τὸν αὐτὸν ἄρρενα καὶ
, Ταῦρον δὲ καλοῦσιν αὐτὸ , διότι ταυροφανές ἐστι καὶ ὀξυκέφαλον , ὥστε λοφοῦσθαι εἰς ὕψος πολυσχιδὲς , ὃ ἔστι
4250527 κτενα
ὠμούς . Εἰσιδέειν : ἰδεῖν . Σπαθίην : στενήν . κτένα : μέλη . Πάσσονες : μείζονες . Ἐρωήν :
τοῦ βάρεος ἐπελαφρίσαι καὶ τὰ περὶ τὸ ἦτρον καὶ τὸν κτένα ἐπικεχαλασμένα ἢ ἐξῳδηκότα ἰήσαιτο . τὰς δ ' ἀκροχορδόνας
4250075 ἀναστελλει
ὁρμῇ ἀκατασχέτῳ φερόμενον οὐχ ὁ βουκόλος ἐπέχει , οὐ φόβος ἀναστέλλει , οὐκ ἄλλο τοιοῦτον , ἄνθρωπος δὲ ἵστησιν αὐτὸν
ἀγανακτῶν δὲ πρὸς τοῦτον τὸν λόγον ὡς προσκρούοντα τοῖς θεοῖς ἀναστέλλει ἑαυτὸν μὴ λέγειν τοιαῦτα καί φησιν : ἀπόῤῥιψον ,
4212088 χρωτα
ἐν τοῖς βαλανείοις οὐ τίθεται λουτήρια . ξανθοῖς τε μύροις χρῶτα λιπαίνων , χλανίδας θ ' ἕλκων , βλαύτας σύρων
ὀσμὴν τῶν δὲ διαπασμάτων εἰς τὴν στρωμνὴν ὅπως πρὸς τὸν χρῶτα προσπίπτῃ : καὶ γὰρ ἅπτεται μᾶλλον καὶ ἐμμονώτερον τοῦτο
4211387 ἐξωστρακισθαι
εἴποις ἂν φεύγειν , οὐ μὴν δὲ καὶ τὸν φεύγοντα ἐξωστρακίσθαι . ἐν Ἱππεῦσι δὲ ὁ τρόπος εἴρηται τοῦ ὀστρακισμοῦ
Γ . Γ οὐ ξενιστέον δέ , ὅτι ἑτέρωθι μὲν ἐξωστρακίσθαι φησὶν αὐτόν , νῦν δὲ φεύγειν . Γ εἶδος
4164761 πυθμενα
καρχήσια καὶ τὰ τούτοις ὅμοια : ἕνα μὲν γὰρ εἶναι πυθμένα τὸν κατὰ τὸ κύτος συγκεχαλκευμένον ὅλῳ τῷ ἀγγείῳ ,
, ὀχῆεϲ τῆϲ ὑϲτέρηϲ ἐόντεϲ νευρώδεεϲ : οἱ μὲν κατὰ πυθμένα πρὸϲ τὴν ὀϲφὺν λεπτοί , οἱ δὲ κατὰ αὐχένα
4131829 πηλινος
. Πέτρα : διὰ τὸ παίειν τρανῶς . Πλίνθος : πήλινος θέσις : πηλὸς δὲ διὰ τὸ πάνυ λεαίνεσθαι ,
] τὸν πίνοντα τὸ ἔλαιον , τὸν λίαν πίνοντα , πήλινος γὰρ ἦν ὁ λύχνος , τὸν μέγαν ἢ τὸν
4128925 ὀδοντα
φοβούντων αὐτὴν ἀνεῖται [ φροντίδων ] . Λύκου δ ' ὀδόντα τις ἐξαψάμενος τοῦ αὐχένος , ἀδεῶς ἂν τοῖς ὁμοφύλοις
: μαρτυρεῖ δὲ ἄρα καὶ Ὅμηρος τοῦτο λέγων θήξας λευκὸν ὀδόντα μετὰ γναμπτῇσι γένυσσιν . παχύνεσθαι δὲ τὸν σῦν ἀκούω
4107943 θρεψοντα
οὐ τὰ γηροβοσκήσοντα τὸ σῶμα , τὰ δὲ τὴν ψυχὴν θρέψοντα τῇ ἀϊδίῳ τροφῇ . τὸ ἄρχειν ἑαυτοῦ κάλλιστον ἐφόδιον
κρίνειν προσήκει . πένητι μὲν ἀγαθόν : ἕξει γὰρ τὸν θρέψοντα αὐτὸν καὶ ἐπιμελησόμενον αὐτοῦ ὥσπερ καὶ τὰ βρέφη ,
4104668 αὐλον
δὲ οὕτως , εἰ ἤδη που ἐθεάσω ἄθροισμα ὀργάνων , αὐλὸν ἠχοῦντα , καὶ λύραν ψαλλομένην , καὶ ᾠδὴν χοροῦ
ἀνέθηκε τῷ Ἀπόλλωνι : ὁ δὲ διατρήσας αὐτὴν ὅλην ὥσπερ αὐλὸν χρυσῆν ῥάβδον ἐνέθηκεν οὐδενὸς ἐπισταμένου : μετὰ τοῦτ '
4095678 ψοφον
οὐδὲν ἀριστήσετε , ὡς ἐγὼ πολλῶν ἀκούσας οἶδα θρίων τὸν ψόφον . εἰ δὲ μὴ τοῦτον μεθήσεις , ἔν τί
παρὰ τὸ μᾶλλον , καὶ διὰ τοῦτο χαλκός τε ξύλου ψόφον ὀξύτερον ποιεῖ καὶ χορδὴ λίνου , πυκνότερα γάρ ,
4079282 ὁρμιᾳ
τοῦ βούπαιδος καὶ βουσύκου . βοὸς κέρας ἤτοι περικείμενον τῇ ὁρμιᾷ κέρας ὑπὲρ τὸ ἄγκιστρον , ἵνα μὴ ἀποτρώγῃ ὁ
τὸ χαλῶ , ἄλλοι δὲ καθέτην καλοῦσι τὴν ἐν τῇ ὁρμιᾷ μό - λυβδον . καθέτης ἀπὸ τοῦ καθιέναι εἰς
4065079 ἰον
τὸν καινὸν καὶ μήπω βεβλημένον ἀλλὰ νεοπαγῆ καὶ ἀκέραιον τὸν ἰὸν ἐν αὑτῷ ἔχοντα . κλίνεται δὲ διὰ τοῦ τος
: ὁρμῶν . Ἰοτόκοισι : ἰοβόλοις , τοῖς τίκτουσι τὸν ἰὸν , τοῖς γεννῶσι τὸν ἰὸν , πεφαρμακωμένοις . περισπέρχει
4064774 ὑδερον
ἕξει ἑλκώσεις ἢ σηπεδόνας ἢ ῥευματισμοὺς καὶ σύριγγας ἢ καὶ ὕδερον καὶ φακώσεις καὶ βρογχοκήλας καὶ σκίρους ἢ κιρσούς .
τέφρα ϲὺν οἰνομέλιτι λιθιῶνταϲ νεφροὺϲ ἰᾶται καὶ τὸν ἀνὰ ϲάρκα ὕδερον . πίνεται δὲ ὅϲον κοχλιαρίου τὸ ἥμιϲυ τῆϲ τέφραϲ
4063051 στομαχον
δὲ τὸ φλέγμα μάλιστα συνάγεται περὶ τὴν γαστέρα καὶ τὸν στόμαχον , ἔνθα καὶ ἡ πρώτη πέψις ἐστί . τὸ
: προπυριάσθωσαν δὲ οἱ τοιοῦτοι τόν τε νῶτον καὶ τὸν στόμαχον καὶ καταπασσέσθωσαν νίτρῳ ὠπτημένῳ καὶ ταῖς ἐμβάσεσι θερμοτέραις χρήσθωσαν
4059788 χνουν
ἄλλα μέρη τοῦ σώματος οὕτω λεῖα ὥστε μηδὲ τὸν ἐλάχιστον χνοῦν ἐν τῷ σώματι φαίνεσθαι . εἶναι δὲ καὶ τῷ
: ὃς δὴ γήραϊ κυφὸς ἔην . ἐπιχνοάουσαι : ὡς χνοῦν ἀναφυούσας ἔχουσαι τὰς τρίχας . μόλις : κακῶς διὰ
4041116 προορωντα
ἡ πόλις . ὀρθῶς δ ' ἔχει τὰς τειχοποιίας ποιεῖσθαι προορῶντα τοὺς τόπους : ἄλλη γὰρ ἄλλῃ ἁρμόττει , οἷον
αἰσθήσομαι : πολλὰ γάρ φασι καὶ ἵππον ἀνθρώπῳ τοῖς ὀφθαλμοῖς προορῶντα δηλοῦν , πολλὰ δὲ τοῖς ὠσὶν προακούοντα σημαίνειν .
4022611 οὐρανισκον
τῶν οὕτως διακειμένων προσοίσομεν : μετὰ δὲ ταῦτα καὶ τὸν οὐρανίσκον ἰσχυροῖς καὶ δριμέσι φαρμάκοις χρίσομεν : ἑξῆς δὲ καὶ
τοῦ χείλους τρίχωμα , ἢ τὴν ὑπερῴαν , ἤτοι τὸν οὐρανίσκον καταχρηστικῶς οὖλά θ ' ] καὶ τὰ οὖλα χολόεν
4013509 ἰχθυν
. οὕτως ἁπαλὸν ἔδωκα καὶ πρᾷον τὸ πῦρ ὀπτῶν τὸν ἰχθύν , οὐδὲ πιστευθήσομαι . ὅμοιον ἐγένετ ' , ὄρνις
: ᾧ σημείῳ χρώμενοι οἱ σπογγιεῖς κατακολυμβῶσι καλοῦντες αὐτὸν ἱερὸν ἰχθύν . μνημονεύει δ ' αὐτοῦ καὶ Δωρίων ἐν τῷ
4005554 κνησμον
αἴσθησις δι ' ἁλμυρὸν γινομένη φλέγμα , δάκνουσά τε καὶ κνησμὸν ἐρεθίζουσα . ἡ δὲ ξηροφθαλμία δυσκινησία τῶν ὀφθαλμῶν μετὰ
ὁ καυλὸς καὶ τὰ φύλλα χνοῦν ὑπότραχυν κατὰ τὴν ἁφὴν κνησμὸν ἐμποιοῦντα : ῥίζαι δ ' ὕπεισι τῇ μὲν ἐπιφανείᾳ
4000059 αὐχενα
Ἄρκτου , καὶ τοῦ Καρκίνου τὸ μέσον , καὶ τὸν αὐχένα τοῦ Ὕδρου , καὶ τῆς Ἀργοῦς τὸ μεταξὺ τῆς
Χρομίον τε . ὡς δὲ λέων ἐν βουσὶ θορὼν ἐξ αὐχένα ἄξῃ πόρτιος ἠὲ βοὸς ξύλοχον κάτα βοσκομενάων , ὣς
3989455 ἐρεθισαι
ἔστ ' ἄπιστον ἡ γυναικεία φύσις . πολὺ χεῖρόν ἐστιν ἐρεθίσαι γραῦν ἢ κύνα . φύσει γυνὴ δυσάνιόν ἐστι καὶ
καὶ οὐ δέομαι . εἰ μή τι καιρός ἐστιν ἐπίτηδες ἐρεθίσαι τοὺς δικαστὰς ὡς Σωκράτει . καὶ σὺ εἰ τοιοῦτον
3974510 πριονα
πρίονος , καὶ ἐς τὸ παχύτατον ἀεὶ τοῦ ὀστέου τὸν πρίονα ἐνστηρίζειν , καὶ ἀνακινέων βούλεσθαι ἀφελέειν τὸ ὀστέον .
παχύτατον εἶναι τὸ ὀστέον , ἐς τοῦτο αἰεὶ ἐνστηρίζειν τὸν πρίονα , θαμινὰ σκοπούμενος , καὶ πειρᾶσθαι ἀνακινέων τὸ ὀστέον
3969348 ἐποπα
τρεῖς ὁ Ζεὺς εἰς ὄρνεις μεταβάλλει , τὸν μὲν εἰς ἔποπα , ὃς λέγει ποῦ , τὴν δὲ Φιλομήλην εἰς
δὲ μήτηρ τῆς Ἀηδόνος εἰς ἀλκυόνα , ἀδελφὸς Ἀηδόνος εἰς ἔποπα , Πολύτεχνος ὁ ἀνὴρ αὐτῆς εἰς πελεκάνα . Κύκνος
3968353 ἐμπλησειεν
τῆμος ἐνιβληθέντα κατ ' αὐλακόεσσαν ἄρουραν ὄμπνια Δηοῦς δῶρα καὶ ἐμπλήσειεν ἀλωήν . καὶ δέ κ ' ἀεργηλὴν γαῖαν τῆμόσδε
, τῶν τε δὴ ἄλλων τοὺς μὲν καταφρονήσεως οὐκ ὀρθῆς ἐμπλήσειεν ἂν οὐδαμῇ ἐμμελῶς , τοὺς δὲ ὑψηλῆς καὶ χαύνης
3961162 πολλαπλασιασθεισα
νεʹ . ἔτι δὲ ἡ γονιμωτάτη ἑξὰς ἐφ ' ἑαυτὴν πολλαπλασιασθεῖσα δυνάμει ἐπιγεννᾷ τὸν λϚʹ : ἔστι δὲ ἑπτὰ τούτου
πρὸς σῶμα οὐδένα λόγον ἔχει : μυριάκις γὰρ ἡ γραμμὴ πολλαπλασιασθεῖσα γραμμὴ πάλιν μένει καὶ οὐδέποτε ποιήσει ἐπιφάνειαν . πολλῷ
3952103 κυκλισκον
ποιῶν κυκλίσκια ἀπόθου καὶ χρῶ , ἀνιὼν ὄξει , ἕνα κυκλίσκον δίδου διακλύζεσθαι , παύει παραχρῆμα τοὺς πόνους καὶ ἵστησιν
καὶ διὰ ἱμάντος ἑκατέρωθεν ἀνάψασαι τοῦτο , περιστρέφουσαι ῥομβοῦσι τὸν κυκλίσκον ὑπὲρ πυρᾶς ἐπᾴδουσαι ὃ βούλονται : ὁ δὲ ἀναδινούμενος
3921815 ἐρυων
ἐσσυμένως ἥρπαξαν , ὁ δ ' ἔσπασε χειρὶ παχείῃ αὖ ἐρύων : εἰ γάρ τις ὀΐσεται ἔργα δόλοιο , οὐκ
ἣν θνητῶν φύσις εὗρε θεῶν ὑποθημοσύνῃσι . Τοὺς μὲν ἀπορρήτοις ἐρύων ἴυγξιν ἀπ ' αἴθρης ῥηϊδίως ἀέκοντας ἐπὶ χθόνα τήνδε
3913740 ἐπιτερπες
καὶ ἐξάγων τὸ φῶς τὸ γλυκὺ καὶ τὸ ποθεινὸν καὶ ἐπιτερπὲς ἐκ θησαυρῶν αὐτοῦ , ἀνάγων νεφέλας ἐξ ἐσχάτου τῆς
καθαρὸν αἱ ἄμπελοι παριστᾶσι , μάλιστα δὲ τὸ ποικίλον καὶ ἐπιτερπὲς καὶ ῥαδίαν τὴν γένεσιν ποιούμενον οἱ κῆποι , τοιαύτην
3911700 καλιᾳ
ᾖ τροφῆς ἀπτῆσιν ἔτι καὶ ἁπαλοῖς τοῖς νεοττοῖς ἐν τῇ καλιᾷ παραθεῖναι , γενομένης αὐτῷ κατὰ τύχην ἀπορίας , ὃ
δὲ τοσοῦτον κατασπᾷ τῆς τροφῆς , ὅσον ἂν ἐν τῇ καλιᾷ κερδῆναι δυνηθῇ παραρρεῦσαν αὐτῇ . βραδέως δὲ ἐκβλέπει τὰ
3889745 ἱμαντα
οὐκ εἴρηκά σοι πρὸς τὴν θύραν μὴ προσιέναι ; τὸν ἱμάντα δός , γραῦ . μηδαμῶς , ἀλλ ' ἄφες
“ μία δὲ κληῒς ἐπαρήρει ” καὶ “ παρὰ κληῖδος ἱμάντα . ” καὶ κληῖδες αἱ θύραι , παρὰ τὸ
3888976 Κνιδιον
, ὡς μόγις ἀνασχεῖν ἐκεῖθεν . καὶ μὴν καὶ τὸν Κνίδιόν φασιν Εὔδοξον , ἐς Αἴγυπτόν ποτε ἀφικόμενον ὑπὲρ χρημάτων
ἑτοίμως , ὑπακούων δὲ οὐδὲ μόλις . Τὸν οἶνον τὸν Κνίδιόν φασιν οὕτω πολὺν ἔχειν ὑμᾶς , ὥστε καὶ ἐπ
3886196 συναισθησει
ὑποχόνδρια τείνονται , καὶ τῇ τάσει κινδυνεύοντα διαρραγῆναι τῇ ὀδυνηρᾷ συναισθήσει ὀδυνῶνται . “ Οὔτε τοῦ πυρὸς ἀπαλλάττουσιν . ”
πλήρης : ἑξῆς δὲ πάντα ἐγένετο καὶ ἔγνω τοῦτο ἐν συναισθήσει αὐτοῦ καὶ νοῦς ἤδη ἦν , πληρωθεὶς μέν ,
3864556 τραχυν
τὰ μὲν ἄλλα τὸν Φθιώτην ἀποδεχομένου , δύσκολον δὲ καὶ τραχὺν ὀνομάζοντος τεκμηρίῳ χρωμένου τῇ κατὰ τῶν Ἑλλήνων ὑπὲρ τῆς
καὶ τῷ γεγωνιωμένα τυγχάνειν , γνωϲτέον μὲν αὐτὰ τῷ τε τραχὺν καὶ ἀνώμαλον ὑποπίπτειν τὸν ὄγκον καὶ τῷ μὴ πάντωϲ
3863457 ἑλικι
τε νάπαι βρέμονται : κύκλῳ δὲ περί σε κισσὸς εὐπέταλος ἕλικι θάλλει . Ἐνταῦτα νῦν οἰμῶξι πρὸς τὴν αἰτρίαν .
καὶ ὡς ἡ τοῦ ἡμισφαιρίου ἐπιφάνεια πρὸς τοὺς ἐγγραφομένους τῇ ἕλικι τομέας , οὕτως ὁ ΑΖΓ τομεὺς πρὸς τοὺς ἐγγραφομένους
3854665 σταχυν
καὶ τῆς εὐωχίας σχήσει εἰς τὸ μὴ πρόρριζον ἀιστῶσαι τὸν στάχυν κείροντα ἐν ὀδόντι καὶ λαφυστίαις καὶ τρωκτικαῖς σιαγόσι .
ἐν τῷ καλάμῳ τροφὴν αὐτὸς ἢ ὥστε ὅλον ἐξαπολλύναι τὸν στάχυν ἢ κατὰ θάτερον μέρος . Ταῦτα μὲν οὖν καὶ
3845222 ἐθυνεον
εἰσὶ γενέθλης . τοὺς πάντας ] πέρι κύκλωι ? ? ἐθύνεον ἀΐσσοντες ! ! ! ! ! ! ! ἔθνεα
τοὶ δ ' αὖ προπάροιθε πόληος νῶθ ' ἵππων ἐπιβάντες ἐθύνεον . οἱ δ ' ἀροτῆρες ἤρεικον χθόνα δῖαν ,
3845175 ἀτμον
, ἔνθα ῥῆγμά ἐστι γῆς ἀναπνέον , ὥς φασιν , ἀτμὸν ἔνθεον , αὐτόθεν ἐγκύμονα τῆς δαιμονίου καθισταμένην δυνάμεως παραυτίκα
τὸ δὲ λαμπάδιον ἐν ἀριστερᾷ , ἵν ' ἐκκλίνοι τὸν ἀτμὸν τοῦ πυρὸς ἐκκειμένῳ τῷ γόνατι ἀφιστὰς τὴν χεῖρα .
3836193 ποταμιον
⋖ α ὁμοίωϲ πινομένη . φαϲὶν δέ τινεϲ καὶ καρκίνον ποτάμιον χυλιϲθέντα μετὰ γάλακτοϲ , καὶ προϲλαβόντα ϲελίνου ϲπέρμα ,
ἐν τοῖς σκήπτροις ἀνωτέρῳ μὲν πελαργὸν τυποῦσι , κατωτέρω δὲ ποτάμιον ἵππον , δηλοῦντες ὡς ὑποτέτακται ἡ βία τῇ δικαιοπραγίᾳ
3834843 τελεσθησομενον
λέγονται δὲ ὀγδοήκοντα εἶναι κολάσεις ἃς κατὰ βαθμὸν δεῖ τὸν τελεσθησόμενον παρελθεῖν , οἷον , πρῶτον διανήξασθαι ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας
ὄψιμον ὀψιτέλεστον ὀψὲ ἀρξάμενον τελειοῦσθαι καὶ [ ὀψιτέλεστον ] ὀψὲ τελεσθησόμενον . ὀψείοντες ὀπτικῶς ἔχοντες . ὁ δὲ τύπος τῆς
3831340 ϲαπωνα
ἔλαιον βαλάνινον ὁμοῦ ϲυμμίξαϲ ἐπίχριε τὰϲ τρίχαϲ . Ἄλλο . ϲάπωνα Γαλλικὸν ϲὺν ὕδατι ϲμάϲθω καθ ' ἕκαϲτον βαλανεῖον .
περιεχομένοιϲ οὐ ϲυμφέρει . διάχριϲτον δὲ ϲτόματόϲ ἐϲτι τοιόνδε : ϲάπωνα διεὶϲ τεύτλου χυλῷ χρῖε τὰ κατὰ τὸν οὐρανίϲκον καὶ
3828776 ὑμενα
ἡ φλυκτὶϲ εἴτε διαβρωθείη ὑπὸ δριμύτητοϲ , ὡϲ ἑλκωθῆναι τὸν ὑμένα , ῥᾴϲτη μὲν ἡ ἐπιπολῆϲ ἕλκωϲιϲ ἰαθῆναι , χαλεπὴ
ἧπαρ ἤρτηται : τὸ δὲ διάφραγμα τὸν ὑπὸ τῇϲι πλευρῇϲι ὑμένα βρίθει : ξυνῆπται γὰρ αὐτέῳ : ὁ δὲ ἐπὶ
3826558 Δανουβιον
Διμήνσιοι καὶ Πιαρήνσιοι . Πόλεις δὲ εἰσὶ παρὰ μὲν τὸν Δανούβιον ποταμὸν αἵδε : Ῥηγιανόν νʹ μγʹ γοʹʹ Οἶσκος Τριβαλλῶν
Οὐέννοντες . Πόλεις δὲ εἰσὶν αὐτῶν ὑπὸ μὲν αὐτὸν τὸν Δανούβιον Βραγόδουρον λʹ μϚʹ γοʹʹ Δρακούινα λʹ γʹʹ μϚʹ γοʹʹ
3826246 κυκλον
δοθεὶς κύκλος ὁ ΑΒΓΔ : δεῖ δὴ εἰς τὸν ΑΒΓΔ κύκλον πεντεκαιδεκάγωνον ἰσόπλευρόν τε καὶ ἰσογώνιον ἐγγράψαι . Ἐγγεγράφθω εἰς
τὴν σελήνην ἑξακοσιάκις μὲν καὶ πεντηκοντάκις ἔγγιστα καταμετρεῖν τὸν ἴδιον κύκλον , δὶς δὲ καὶ ἡμισάκις τὸν τῆς σκιᾶς καταμετρεῖν
3818987 φλοιον
εἶναι ταῦτα τὰ δένδρεα . Σιτέονται δὲ ὡραῖα καὶ τὸν φλοιὸν τῶν δένδρεων , γλυκύν τε ὄντα τὸν φλοιὸν καὶ
προσθετοῖς χρήσθω : μεταξὺ δὲ ἡμέρας πινέτω τοῦ κρήθμου τὸν φλοιὸν καὶ γλυκυσίδης τοὺς μέλανας κόκκους , καὶ τῆς ἀκτῆς
3813476 θωρακα
ἀβαθὴς διαβάλλεται . ἰστέον οὖν ὅτι ἡ φύσις ἤθελε τὸν θώρακα οἰκητήριον ὡς καρδίαν καὶ πνεύμονα . ἔδει οὖν αὐτὸν
μὲν κυρίως λέγεται ἡ ἐν πνεύμονι , ἢ εἰς τὸν θώρακα ἐπὶ τῶν ἐμπυημάτων σύντηξις τοῦ σώματος . δυσίατον δὲ
3805638 ῥουν
τρίτωι τῶν Τρωικῶν : πλῆθος δὴ νεκρῶν ἐσωρεύθη κατὰ τὸν ῥοῦν : εἶτα ἀνακοπτομένου τοῦ ῥεύματος διὰ τὸ ἀποπεφράχθαι τὸν
λευκὴν ἔχουϲα ῥίζαν νυμφαία ϲφοδροτέραϲ ἐϲτὶ δυνάμεωϲ , ὥϲτε καὶ ῥοῦν γυναικεῖον ἰᾶϲθαι . πίνεται δὲ καὶ αὕτη καὶ ἡ
3805502 ὀξωδες
πυρετός : τὸ μὲν γάρ ἐστιν ἁλμυρὸν , τὸ δὲ ὀξῶδες , τὸ δὲ ὑελῶδες , ἑκάτερον δὲ ψυχρὸν καὶ
δὲ λύει : ἐμοῦσι γὰρ ὡς ἐπίπαν οἱ τοιοῦτοι φλέγμα ὀξῶδες , ἀθροιζόμενον ἐν τῇ κοιλίᾳ ἐκ τῶν συνεχῶν ἀπεψιῶν
3805249 κεκλιμενον
παραφόρους , καθ ' ἥβην μικρὰ ὀδυνώδεας , ὄμμα θρασὺ κεκλιμένον ἔχοντας , ἐποιδοῦντας , σκοτώδεας , ἀχρόους , μηδὲ
Αὐτὰρ ὃ διογενὴς δόρυ μὲν λίπεν αὐτοῦ ἐπ ' ὄχθῃ κεκλιμένον μυρίκῃσιν , ὃ δ ' ἔσθορε δαίμονι ἶσος φάσγανον
3801853 κλωμενων
Εὐφράτου νήσοις δένδρα φύεσθαι λιβάνου πνέοντα , ὧν τὰς ῥίζας κλωμένων ὀπὸν ῥεῖν : παγούρων δὲ καὶ ἐχίνων μεγέθη ,
. ῥάθαγός ἐστιν ὁ κτύπος ὁ γινόμενος ὑπὸ τῶν κυμάτων κλωμένων ἐπ ' ἑαυτῶν καὶ προσρηγνυμένων ἐν ταῖς πέτραις .
3800967 τοιχον
παντὸς μέσον διὰ τῆς μολιβδίδος τὸ ἔργον εὐθύνοντι καὶ τὸν τοῖχον ἀνιστῶντι ὀρθόν τε καὶ ἀπαρέγκλιτον . καὶ τούτοις μὲν
τὴν κουφότητα ἄνω καὶ ἔτι τῶν ξύλων , οὕτω τὸν τοῖχον συνεστηκέναι : ἐμβροντήτου γὰρ τοῦτό γε καὶ οὐδέποτε οἰκοδομουμένην
3787034 ῥιπιζων
οὖν αὐτοὺς ἐν τῷ παραχρῆμα ψυχρὸν ὕδωρ ἐπιδιδοὺς πιεῖν καὶ ῥιπίζων καὶ καταπνεῖσθαι ποιῶν καὶ ἀνατρίβων τὸν στόμαχον , μετὰ
ἔλθ ' ἀπὸ Θράικης λῦέ τε παννέφελον στάσιν ἠέρος ὑγροκελεύθου ῥιπίζων ἰκμάσιν νοτεραῖς ὀμβρηγενὲς ὕδωρ , αἴθρια πάντα τιθείς ,
3783613 πολυγωνιον
εὐμεγέθη ποιεῖ . στρυφνὸν δὲ τὸν μεγαλόσχημον τραχύν τε καὶ πολυγώνιον καὶ ἀπεριφερῆ . ὀξὺν δὲ κατὰ τοὔνομα τὸν ὀξὺν
, σκαληνὸν δὲ οὐκ ἔχειν . τὸν μὲν γὰρ δριμὺν πολυγώνιον ποιεῖν τῇ τραχύτητι θερμαίνειν καὶ διαχεῖν . [ διὰ
3783333 δριμυτητι
γὰρ ταῦτα ἄζωα καὶ ὅσα δὴ τῇ ξηρότητι ἢ τῇ δριμύτητι . Συμβαίνειν γὰρ ὥσπερ ἀνάμιξίν τινα γίνεσθαι τοῦ ἔξωθεν
καὶ λεπτομερέϲτερον : ἔχει δέ τινα ϲτύψιν βραχεῖαν ϲὺν τῇ δριμύτητι καὶ πικρότητι , ὅθεν δραϲτήριον γίγνεται τὸ φάρμακον ἐν
3772987 ἀλκαια
, ἡμικύκλια . κήτεος ἀλκαίη : ἡ οὐρά . κυρίως ἀλκαία λέγεται ἡ τοῦ λέοντος οὐρά , ἀπὸ τοῦ δι
, χερόνησός ἐστιν ὑπὸ τοῦ Εὐξείνου τῆς Προποντίδος διεζωσμένη . ἀλκαία ἡ οὐρὰ τοῦ λέοντος : διὰ τὸ ἐς ἀλκὴν
3771859 ἐπικαλυμμα
ὄμμα τοῖς σκληροφθάλμοις , τοῖς δὲ τὸν ἀέρα δεχομένοις ἔχειν ἐπικάλυμμα , ὃ ἀναπνεόντων ἀνακαλύπτεται , διευρυνομένων τῶν νεύρων καὶ
λεπυρήν : λεπυρὸν λέγεται τὸ τοῦ ὠοῦ καὶ τῆς ῥοιᾶς ἐπικάλυμμα * θάλπουσι : θερμαίνουσι μηδ ' ὅτε : ἀπὸ
3761191 ὀροφον
, ὡς ἑτέρων ἂν τοιούτων ἐπιτεθέντων εἰς αὐτὸν ἀναβαίνειν τὸν ὄροφον . οἰηθείη μὲν ἄν τις οὐκ εἶναι τούτων ὑπερβολήν
ὁδοῦ ναός ἐστιν Ἥρας οὐκ ἔχων ἔτι οὔτε ἄγαλμα οὔτε ὄροφον : τὸν δὲ ἀναθέντα Προῖτον εἶναι τὸν Ἄβαντός φασι
3753678 φελλον
τοσαύτην βίαν ὥστε νεκρὸν ἢ ξύλον ἢ τὸ κουφότατον , φελλόν , ὑπὸ τοῦ κύματος εἰς γῆν ἀναβληθῆναι , οὕτω
τοῦ ὕδατος καὶ τοῦ βυθοῦ εἶναι τὸν μόλιβδον καὶ τὸν φελλόν . τεσσάρων οὖν ὄντων τῶν στοιχείων συμβέβηκε τὸ πῦρ
3731253 θαλαττιᾳ
μὲν εἶδος τοῖς χερσαίοις ἀετοῖς ἐοικότες , βορᾷ δὲ χρώμενοι θαλαττίᾳ , καὶ τοὺς ἰχθῦς μάλιστα θηρῶντες ἐκείνους , οἳ
ὁ πικρίας ἰοῦ μεστὸς ἐπὶ τὸν αἰγιαλὸν ἀπαντᾷ τηνικάδε τῇ θαλαττίᾳ μυραίνῃ συμπλακησόμενος , καὶ οὐδὲν ὅτι μὴ γένος ἐνάλιον
3716224 ἀποτεμοντα
εἶτα τὰς σκίλλας περιλεπίσαντα καὶ τὰς ῥίζας καὶ τὰ πέταλα ἀποτεμόντα καὶ διελόντα μικρὰ εἰς θυίαν ἐμβαλόντα τρῖψαι ὡς λειότατα
τὸν ἔμβολον ᾧ κατείχετο ὁ ῥυμὸς , ἢ τῷ ἐγχειριδίῳ ἀποτεμόντα , μετὰ τὴν ἐπὶ Γρανίκῳ μάχην . [ γέγονε
3707297 ὀμφαλον
συμπάθεια γένηται καὶ διαγανάκτησις , ἄμεινον ἀδεισιδαιμονέστερον σμιλίῳ μᾶλλον τὸν ὀμφαλὸν κόπτειν . εἶτα τὸ ἐν αὐτῷ περιεχόμενον ἐκθλίβειν ,
, ἔπειτα κομιϲάμενοι τὸ ἐγκείμενον ἔξωθεν τοῦ περιτοναίου κατὰ τὸν ὀμφαλὸν κατὰ ϲυϲϲάρκωϲιν τὴν θεραπείαν ποιηϲόμεθα . τοὺϲ δὲ κατὰ
3690891 ἀφρον
τὴν πόλιν οὐ δύναται ἐπανακάμψαι εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν . ἄφρον καὶ δίψυχε καὶ ταλαίπωρε ἄνθρωπε , οὐ νοεῖς ,
φασὶ γὰρ τὸν κέπφον εὐτελέστατον καὶ λάλον : ὄρνεον γὰρ ἄφρον , ὅπερ φιλεῖ ἀφρὸν θαλάττιον ἐσθίειν : τοῦτο βουλόμενοι
3683668 πτερωμα
ὑπ ' αὐτοῦ ἡ φυσικὴ ἔννοια καὶ ἐπιστήμη ἁπλῆ καὶ πτέρωμα ψυχῆς , ἐσθ ' ὅτε δὲ καὶ μνήμη .
: διὸ ἐκεῖνος μὲν τρέφει καὶ ἀνάγει τὸ τῆς ψυχῆς πτέρωμα , ὡς ἐν τῇ παλινῳδίᾳ φησὶν , οὗτος δὲ
3681249 ἀγνον
δευρυμμεκρητασπ † ? ? ? ! [ ] ! ναῦον ἄγνον ὄππαι [ ] χάριεν μὲν ἄλσος μαλίαν [ ]
καὶ λύγον καλοῦσιν . ἔστι δὲ καὶ εἶδος ὀρνέου . ἄγνον , οὐχὶ λύγον καλοῦσιν . καὶ ἀρσενικῶς . Πλάτων
3675022 ἐχινον
καὶ αἰξὶ καὶ προβάτοις . τούτῳ δὴ ἕπεται τὸ ἔχειν ἐχῖνον ἢ τὸ μὴ ἀμφόδουν εἶναι . εἰ οὖν τις
εἰς τὸ στόμα σὺν τῷ κελύφει βρύκειν τοῖς ὀδοῦσι τὸν ἐχῖνον . δυσχρηστούμενον οὖν τῇ βρώσει καὶ οὐ συνιέντα τὴν
3674835 ληθαργικουϲ
: τοῦτο ῥοδίνῳ πλείονι λυθὲν ἐπιβροχὴ τῆϲ κεφαλῆϲ γίγνεται τοὺϲ ληθαργικοὺϲ ὠφελοῦϲα , ἐπὶ δὲ τῶν κεφαλαλγικῶν μετ ' ὄξουϲ
οἱ ὀφθαλμοί . διαφέρει δὲ κάροϲ ληθάργου τῷ τοὺϲ μὲν ληθαργικοὺϲ ἐρωτωμένουϲ ἀποκρίνεϲθαι καὶ μὴ παντελῶϲ ἀφώνουϲ κατακεῖϲθαι , τοὺϲ
3673413 μενοντα
πρόβατον τῷ χορηγῷ σῴζεται . Σὲ δὴ θύρασιν ἐνθαδὶ χρὴ μένοντα τοίνυν σχίζας δευρὶ τιθέναι ταχέως τά τε πρόσφορα πάντ
κινούμενα , καὶ τῶν κινουμένων τίνα ἐν τῷ αὐτῷ τόπῳ μένοντα κινεῖται , καὶ τίνα ἀμείβοντα ἐνεργεῖ , πάλιν τε
3666408 ὀρχηστην
τὸν Κρῆτα Μηριόνην : Μηριόνη , τάχα κέν σε καὶ ὀρχηστήν περ ἐόντα ἔγχος ἐμὸν κατέπαυσε διαμπερές , εἴ ς
τὸ εἰρημένον τῷ ποιητῇ Μηριόνη , τάχα κέν σε καὶ ὀρχηστήν περ ἐόντα . τὴν δὲ γεωμετρίαν οἱ Αἰγύπτιοι εὗρον
3665984 ποδηρη
κἄπειτα τὰς ἱερὰς ἀναδίδωσιν ἐσθῆτας , τῷ μὲν ἀδελφῷ τὸν ποδήρη καὶ τὴν ἐπωμίδα οἱονεὶ θώρακα , τὸ παμποίκιλον ὕφασμα
φιλοσόφους Ὠκύποδάς τε ἱστοροῦντας ἵππων μᾶλλον ἀπιόντας : Ἐνωτοκοίτας δὲ ποδήρη τὰ ὦτα ἔχοντας , ὡς ἐγκαθεύδειν , ἰσχυροὺς δ
3665886 κενταυροις
⌈ κενταύροις δέ φησιν , [ φησὶ δέ , ὅτι κενταύροις εἴκασαν αὑτάς , ] ὅτι καὶ οἱ κένταυροι τοιοῦτοι
δέ τινες ἄγαν ἐπτοημένοι πρὸς αὐτὸν αἰσχρῷ ἔρωτι . ⌈ κενταύροις δέ φησιν , [ φησὶ δέ , ὅτι κενταύροις
3661730 ἐξαλος
κοῦρός τε κόρη τε θάμνος τ ' οἰωνός τε καὶ ἔξαλος ἔμπυρος ἰχθύς . Τὰ μὲν οὖν Περὶ φύσεως αὐτῷ
δὲ λαμπρόν , καὶ ἡ αὐτὴ κώπη ἔναλος μὲν κεκλασμένη ἔξαλος δὲ εὐθεῖα , καὶ τὸ ᾠὸν ἐν μὲν τῇ
3659433 ὀγκον
εἶναι . Πρῶτον μὲν οὖν οὐκ ἀνάγκη τὸ ὑποδεχόμενον ὁτιοῦν ὄγκον εἶναι , ἐὰν μὴ μέγεθος ἤδη αὐτῷ παρῇ :
Εἴτε πνευματικὴν διάθεσιν εἴτε ἐμφύσημα καλεῖν τις ἐθέλει τὸν γινόμενον ὄγκον ἔν τισι μορίοις παρὰ φύσιν , ἀντίτυπον μέν ,
3656583 γευσει
γαλεὸς ὁ ἀστερίας κρείττων . ὁ ἀλωπεκίας ὅμοιός ἐστι τῇ γεύσει τῷ χερσαίῳ ζῴῳ , διὸ καὶ τοῦ ὀνόματος ἔτυχε
ψυχρότατον . Θεόπομπος ἐν Λυγκήσταις φησὶ πηγὴν εἶναι τῇ μὲν γεύσει ὀξίζουσαν , τοὺς δὲ πίνοντας μεθύσκεσθαι ὡς ἀπὸ οἴνου
3649527 ὀφθαλμον
τὸ μέγεθος , τὸ πρόσωπον ὡραῖον καὶ τὸν λαιὸν τὸν ὀφθαλμὸν ὡς ὑποκεχυμένον , τὸ στῆθος μὲν εὐρύτερον , ἀλλὰ
ἕκαστα τῶν πραττομένων σκοπῶν ἀγγελῶ σοι . καλεῖ δὲ τὸν ὀφθαλμὸν ἡμεροσκόπον , ἐπειδὴ ὥσπερ τοὺς κατασκόπους ἔχομεν , οὕτω
3649451 ὀνυχα
: οἱονεὶ ξαίνει τὴν ἑαυτῆς παρειὰν τιθεμένη ἐν τοῖς σπαραγμοῖς ὄνυχα δίαιμον : πᾶς γὰρ ὁ τὴν παρειὰν ξαίνων ἀνάγκῃ
καί μοι τόδε ἀπόκριναι : ὁ Φειδίας ἄν ποτε ἰδὼν ὄνυχα λέοντος ἔγνω ἂν ὅτι λέοντός ἐστιν , εἰ μὴ
3641138 ἀσκον
Ἀθήνας ἐρημωθῆναι , τούτοις ἔχρησεν ἡ Πυθία τὰ ἐς τὸν ἀσκὸν ἔχοντα . Σύλλᾳ δὲ ὕστερον τούτων ἐνέπεσεν ἡ νόσος
ὄνομα τῆς γυναικὸς , ἧς ἥρπασε τὸ παιδίον ἤτοι τὸν ἀσκὸν ὁ κηδεστής . ὁ Εὐριπίδης . ὁ γὰρ Εὐριπίδης

Back