ταύρου κροκίδα βρέξας ἐντίθει εἰς τὸν δακτύλιον . ἄλλο . σαπῶνα Γαλλικὸν εἰς ἔριον ἐνδύσας ὑπόθου ἢ μάλιστα στυπτηρίαν ὑγράν
' ὅλως , μηδὲ σμήγματα . † τῶν αὐτῶν δὲ σαπῶνα ἕως τῶν καʹ τοῦ μηνός . καὶ ἀφροδισιάζειν ἀπέχειν
7465315 ὀρρον
, ἑψηθεῖσαν δὲ ἐλάττω ἐκβαίνειν : πλείω γὰρ ἔχειν τὸν ὀρρόν , δι ' ὃ καὶ λεπτοτέραν εἶναι . τὴν
, ποῖος δ ' ὄρρος ; τῇ προφορᾷ δὲ Τιμαχίδας ὀρρόν ὡς ὀρθόν . Δίδυμος δὲ τὴν τράμιν φησὶν ,
7411706 ϲαπωνα
ἔλαιον βαλάνινον ὁμοῦ ϲυμμίξαϲ ἐπίχριε τὰϲ τρίχαϲ . Ἄλλο . ϲάπωνα Γαλλικὸν ϲὺν ὕδατι ϲμάϲθω καθ ' ἕκαϲτον βαλανεῖον .
περιεχομένοιϲ οὐ ϲυμφέρει . διάχριϲτον δὲ ϲτόματόϲ ἐϲτι τοιόνδε : ϲάπωνα διεὶϲ τεύτλου χυλῷ χρῖε τὰ κατὰ τὸν οὐρανίϲκον καὶ
7343069 κεφαλον
' ἐκ Γαίσωνος , ὅταν Μίλητον ἵκηαι , κεστρέα τὸν κέφαλον καὶ τὸν θεόπαιδα λάβρακα . εἰσὶ γὰρ ἐνθάδ '
ἀποθανοῦσιν αὐτῶν . ὀπηδεῖ : ἐπακολουθεῖ . Κεστρέα : τὸν κέφαλον . Φέρβειν : ἔχειν , φυλάσσειν . πρηΰτατον :
7286355 ζωμον
. ἐν πήρᾳ φέροις ἄρτους ἄν , ἀλλ ' οὐ ζωμόν , ἢ διαφθερεῖς . εἰς σπυρίδα μάζας ἐμβαλεῖς ,
κρέα καὶ γένηται ὡς χυλός , καὶ τότε προσφέρεσθαι τὸν ζωμόν μυελόεντα , ἵνα λυθῇ καὶ γένηται ὡς μυελός μυελόεντα
7171759 ϲτομαχον
β καὶ ἀμμωνιακὸν καὶ ϲαγαπηνόν , ταῖϲ δὲ δυϲπαθεϲτέραιϲ τὸν ϲτόμαχον καὶ ὀποπάνακοϲ βραχὺ ϲφαιρωθὲν καὶ ἐν ἀπέφθῳ μέλιτι βραχέν
τὸν χυλὸν καὶ τὴν γαϲτέρα πρὸϲ ἔκκριϲιν ἐπεγείρει καὶ τὸν ϲτόμαχον ἐνίοτε δάκνει καὶ μάλιϲτ ' ἐφ ' ὧν εὐαίϲθητόϲ
7131722 ἑλλεβορον
ἐκ πολλῶν αἰσθήσεων γινομένων ἐμπειρία ἀθροίζεται μία τοῦ καθαίρειν τὸν ἑλλέβορον : ἧς συναυξανομένης τε καὶ προσλαμβανούσης αἴσθησιν ὁμοίαν καὶ
τοῦ ἐμοῦ πατρὸς καὶ τοῦ ἐμοῦ πάππου ἰατρὸς οὐδεὶς ἐδίδου ἑλλέβορον : οὐ γὰρ ἠπίσταντο τὴν κρᾶσιν αὐτοῦ καὶ τὸ
7101056 ψωμον
μὰ τὸν Ἥφαιστον , προσόμοιος , καλλιτράπεζος καὶ βουλόμενος λιπαρὸν ψωμὸν καταπίνειν , φησὶν Ἀμειψίας . εἷς οἰωνὸς ἄριστος ἀμύνεσθαι
πρὸς τὰ μεγάλα . νῦν δὲ μὴ δυνάμενοί τινες τὸν ψωμὸν καταπίνειν σύνταξιν ἀγοράσαντες ἐπιβάλλονται ἐσθίειν . διὰ τοῦτο ἐμοῦσιν
7088917 νοϲεοντα
ὁ τόκοϲ τῶνδε γίγνεται ὀλέθριοϲ . χρὴ ὦν μήτε τὸν νοϲέοντα ϲιγῆν αἰδοῖ τοῦ ἐλέγχου τῆϲ νούϲου μηδὲ ὑποδιδρήϲκειν δέει
τροφὴν ἐν τῇ κοιλίῃ ϲχέθειν καὶ εὔπνοον καὶ εὔϲφυκτον τὸν νοϲέοντα θέμεναι . ἢν δὲ ἐπὶ μέζω γίγνηται τάδε ,
7050876 ῥυπον
ἱμερτόν : ἐπιθυμητόν , ἡδύ , καλόν . ἰλύν : ῥύπον . ἰῆτο : ἰᾶτο . ἰόν : παραγενόμενον .
ὄρνεσιν ἐπὶ λίμνας καὶ πηγὰς ἀφικέσθαι καὶ τὸν ἑαυτῶν ἀποσμήξασθαι ῥύπον καὶ τοῖς ὕδασι τὴν βάσανον τῆς ἡγεμονίας ἐπίστευσεν :
6988658 χυλον
διαλύσας ὕδατι θερμῷ δίδου πίνειν : ἢ κράμβης ἢ σεύτλου χυλὸν μετὰ μέλιτος γλυκάνας πρόσβαλλε καὶ ἅλας ὀλίγον καὶ δὸς
καὶ χαμαίζηλα , βαρύοσμα , πικρὰ ἐν τῇ γεύσει : χυλὸν δ ' ἔχει πολύν , κροκίζοντα : ταύτης τὰ
6977140 ἠπιαλον
τὸν ὑγρὸν καὶ ψυχρὸν συνάγον ἐφ ' ἑωυτὸ εἴσω , ἠπίαλον ποιεῖ τότε ἔξω τοῦ σώματος ἅτε ἐκκενουμένου τοῦ θερμοῦ
ποδαγρᾶν μαίνεϲθαι λειχῆναϲ ἔχειν βουβῶναϲ ῥῖγοϲ πυρετόν : ῥῖγοϲ οὐκ ἠπίαλον ταῦτα ] ? ? [ τοῖϲ ] ? κλέπταιϲ
6865256 χρηματιστην
προκείμενα ἀμφισβητήσιμα μὲν διὰ τὸν ἰατρόν τε καὶ παιδοτρίβην καὶ χρηματιστήν , ἀσαφῆ δὲ διὰ τὸ μήπω γνωρίμου ὄντος τοῦ
διαγωνίζονται , εἴ γε μὴ χρηματιστὴς εἴη : τὸν δὲ χρηματιστήν , οὐδ ' ἂν πλουσιώτατος ὢν τύχῃ , συμβουλεύσω
6863629 ἐξελισσε
τὸν Λάκωνα , ” ἀλλ ' ἀνάπαλιν “ τὸν Λάκωνα ἐξέλισσε ” καὶ . . . . . . παράστηθι
“ ἐπὶ δόρυ μεταβάλλου ” φήσαιμεν , οὐδ ' “ ἐξέλισσε τὸν Λάκωνα , ” ἀλλ ' ἀνάπαλιν “ τὸν
6853018 ἐλλεβορον
' ἕκαστα καθαιρομένων ὑπὸ τοῦ ἐλλεβόρου ἡ πίστις τοῦ πάντα ἐλλέβορον καθαίρειν . ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν πρακτῶν καὶ
ὀδύνη . Φλεβοτομίη ἔλυσε ταῦτα : ὑδροποσίη : μελίκρητον : ἐλλέβορον ἔπιε μέλανα , χολῶδες οὐ διῄει , ἀλλ '
6805331 καυϲον
: ἀϲφαλέϲτερον δὲ τοῖϲι ἀπὸ τῆϲ κοίληϲ φλεβὸϲ νοϲέουϲι τὸν καῦϲον . κἢν μὲν ἡ γαϲτὴρ ἢ ἡ κύϲτιϲ τὸ
εἰϲ ὑγρὰν πίϲϲαν δεύϲαϲ καὶ ἀϲφάλτῳ καταπλάϲαϲ ἐν χύτρᾳ καινῇ καῦϲον , τῆϲ δὲ ϲποδιᾶϲ μέρη β βαλὼν μίϲγε μολίβδου
6797584 ἰχθυν
. οὕτως ἁπαλὸν ἔδωκα καὶ πρᾷον τὸ πῦρ ὀπτῶν τὸν ἰχθύν , οὐδὲ πιστευθήσομαι . ὅμοιον ἐγένετ ' , ὄρνις
: ᾧ σημείῳ χρώμενοι οἱ σπογγιεῖς κατακολυμβῶσι καλοῦντες αὐτὸν ἱερὸν ἰχθύν . μνημονεύει δ ' αὐτοῦ καὶ Δωρίων ἐν τῷ
6760477 ποτην
Μιμνέρμου δ ' εἰς ἔπος ἄκρον ἰὼν παιδομανεῖ σὺν ἔρωτι πότην ἶσον . ἔγραφε δ ' ὡνὴρ εὖ παρ '
ὦ γύναι , λίαν σπαθᾷς . σπαθᾷς ] τρυφᾷς . πότην λύχνον : ἢ τὸ ὄστρακον αὐτὸ καὶ αὐτὸν τὸν
6743671 χαμαιλεοντα
, τὸν αὐτὸν εὐδαίμονα καὶ πάλιν ἄθλιον ἐροῦμεν πολλάκις , χαμαιλέοντά τινα τὸν εὐδαίμονα ἀποφαίνοντες καὶ σαθρῶς ἱδρυμένον . λέγομεν
, τὸν αὐτὸν εὐδαίμονα καὶ πάλιν ἄθλιον ἐροῦμεν πολλάκις , χαμαιλέοντά τινα τὸν εὐδαίμονα ἀποφαίνοντες καὶ σαθρῶς ἱδρυμένον . λέγομεν
6732834 κηρον
καὶ χηνὸς καὶ ὑὸς στέαρ καὶ χρυσοκόλλαν καὶ ῥητίνην καὶ κηρὸν λευκὸν , ἔπειτα διατήξας ἐν τῷ αὐτῷ καὶ ξυμμίξας
ἐν θυίᾳ , μέχρι γλοιοῦ πάχος ἔχῃ , τὸν δὲ κηρὸν καὶ τὸ ἔλαιον τήξας πρόσβαλλε τὸ ἀμμωνιακὸν σεσησμένον ,
6731892 φλοιον
εἶναι ταῦτα τὰ δένδρεα . Σιτέονται δὲ ὡραῖα καὶ τὸν φλοιὸν τῶν δένδρεων , γλυκύν τε ὄντα τὸν φλοιὸν καὶ
προσθετοῖς χρήσθω : μεταξὺ δὲ ἡμέρας πινέτω τοῦ κρήθμου τὸν φλοιὸν καὶ γλυκυσίδης τοὺς μέλανας κόκκους , καὶ τῆς ἀκτῆς
6708799 παϲχοντα
, φηϲὶν ὁ Γαληνόϲ , κατ ' ἐνιαυτὸν ἦροϲ ὥρᾳ πάϲχοντα τὸ τοῦ παλμοῦ ϲύμπτωμα τῆϲ καρδίαϲ , κἀπειδὴ τριϲὶν
τὴν ὀδύνην . Ἄλλο . γῆϲ ἔντερα λεάναϲ ἐπίχριε τὸν πάϲχοντα κρόταφον : ποιεῖ παραδόξωϲ : ὁμοίωϲ δὲ χρῶ καὶ
6703882 ὀϲχεον
τῆϲ ἥβηϲ εὐθυτενῆ τὴν διαίρεϲιν παρέχοντεϲ παράλληλον τῇ διχοτομούϲῃ τὸν ὄϲχεον γραμμῇ διαιροῦντεϲ τέωϲ τὸν ἐλυτροειδῆ . ἐν ἐπιγενητῷ δὲ
δὲ τοῦτον τὸν τρόπον : ψιλώϲαντεϲ τὴν ἥβην καὶ τὸν ὄϲχεον , εἰ μὴ παῖϲ ᾖ , κατακλίνομεν αὐτὸν ὕπτιον
6702275 Λακωνα
' ἀσπίδα μεταβαλοῦ „ . διόπερ οὕτως παραγγελοῦμεν ” τὸν Λάκωνα ἐξελίσσειν ” „ τὸν Μακεδόνα ἐξελίσσειν „ ” τὸν
σε λυπεῖ ἔτι ; Οὐδαμῶς : ἀλλὰ ἐρώμενον πενθῶ τὸν Λάκωνα τὸν Οἰβάλου . Τέθνηκε γάρ , εἰπέ μοι ,
6610513 ἀθλητην
ἱκαναῖς . οὕτω καὶ νόμιμον ῥήτορα τὸν ἱκανὸν καὶ νόμιμον ἀθλητήν φαμεν ὅ τι δὲ ἕκαστος . . . :
, οἷον ὑποκριτήν τινα νικᾶν τῶν ἐν τῇ σκηνῇ ἢ ἀθλητήν : προαιρεῖται δὲ ταῦτα οὐδεὶς ἀλλ ' ὅσα οἴεται
6605312 ὀπον
ἐρυθροῦ , ναρδόσταχυς . ἀντὶ νίτρου , ἀφρόνιτρον ἢ ἅλας ὀπόν . Ξ . Ἀντὶ ξυλοβαλσάμου , ῥίζα λευκοΐου .
δένδροις αἴτιον τοῦ φυλλορροεῖν τὸ πλατύφυλλον ἢ τὸ πήγνυσθαι τὸν ὀπόν , οἷς τε τὸ φυλλορροεῖν , τούτοις καὶ τὸ
6603393 ἀστραγαλον
ἡμέραν , κογχύλης ὄστρακον κεκαυμένον ἐπίπασσε τῷ τόπῳ λεῖον ἢ ἀστράγαλον χοίρου κεκαυμένον ἢ μόλυβδον κεκαυμένον ἐπίχριε μετ ' οἴνου
' ἔβαλεν κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ , νείατον ἀστράγαλον , ἀπὸ δ ' ἄμφω κέρσε τένοντε : τοῦ
6598458 κοιτωνα
μένω μετ ' αὐτοῦ . “ καὶ εἰσελθοῦσα εἰς τὸν κοιτῶνα ἐπένθει . Τοῦ δὲ πότου προκόπτοντος ζητήματα πρὸς ἀλλήλους
. ἀπὸ δὲ τοῦ πότου αὐτὸν μὲν ἀπαλλάττεσθαι ἐθέλειν ἐπὶ κοιτῶνα εἰσὶν οἳ ἀνέγραψαν : Μήδιον δὲ αὐτῷ ἐντυχόντα ,
6594283 ὀβελισκον
. τῷ δὲ ὀβελίσκῳ ἐχρῶντο ἀντὶ δόρατος . καὶ τὸν ὀβελίσκον δὲ , φησὶν , ὅστις ἐστὶν ἠμῶν δόρυ ,
τρίμμα μετ ' αὐτοῦ . ὄπτα δ ' ἀμφ ' ὀβελίσκον ἑλὼν ὑπογάστριον αὐτοῦ . ΤΕΥΘΙΣ . Ἀριστοτέλης εἶναί φησι
6593736 πιθον
σκοπεῖν τὸν πίθον . Καὶ ὃς εἰσελθὼν λίθινον εὗρε τὸν πίθον γεγονότα . Τούτου δὲ τὸ σημεῖον ἔτι καὶ νῦν
δὲ δυσωδίαν θεραπεύσεις οὕτως : δᾷδας λιπαρὰς ἁπτομένας εἰς τὸν πίθον ἐμβλητέον . τινὲς δὲ ἀγγεῖον ἔχον ὕδωρ βύσαντες ,
6591478 πρωκτον
ἐπὶ τὸ χεῖρον ἰωμένων . Καὶ Ἀριστοφάνης : Ἀκεσίας τὸν πρωκτὸν ἰάσατο . Ἀκκίζεσθαι : Ἀκκὼ γυνή τις ἐπὶ μωρίᾳ
πρωκτὸν τοῦτο ὑπέβαλεν . διὰ τοῦ τὸ κρέας εἰς τὸν πρωκτὸν ἐμβαλεῖν τὴν μοχθηρίαν καὶ ῥυπαρίαν αὐτοῦ δείκνυσιν , ὅτι
6584987 δακτυλιον
κοινοῖϲ βοηθήμαϲι χρηϲτέον . Θεραπεία τῆϲ περὶ τὸ ὄϲχεον καὶ δακτύλιον ἑλκώϲεωϲ ἐν πυρετοῖϲ ἐκ τῶν Φιλουμένου . πολλάκιϲ ἐπὶ
; Οὐ μανθάνω . Καλεῖς δέ τι χειρός ; οἷον δακτύλιον ἔστιν ὅτου ἂν ἄλλου τῶν τοῦ ἀνθρώπου φαίης ἢ
6576090 ἀσκον
Ἀθήνας ἐρημωθῆναι , τούτοις ἔχρησεν ἡ Πυθία τὰ ἐς τὸν ἀσκὸν ἔχοντα . Σύλλᾳ δὲ ὕστερον τούτων ἐνέπεσεν ἡ νόσος
ὄνομα τῆς γυναικὸς , ἧς ἥρπασε τὸ παιδίον ἤτοι τὸν ἀσκὸν ὁ κηδεστής . ὁ Εὐριπίδης . ὁ γὰρ Εὐριπίδης
6564413 φλουν
τὴν ἐντεριώνην φασὶν οὕτω καλουμένην . ὁ δὲ Ἀρίσταρχος τὸν φλοῦν . ὁ δὲ Κράτης τὴν δασύτητα τῶν φύλλων μελάνδρυον
. [ Πρὸς αἷμα ῥέον ἐκ μυκτήρων . ] Ὠοῦ φλοῦν ἀκέραιον καύσας καὶ ποιήσας στακτὴν μῖξον σὺν σχιστῷ ἀρσενικῷ
6557525 ἐλλειποντ
Καδμείων πόλει . ὑμᾶς δὲ χρὴ νῦν , καὶ τὸν ἐλλείποντ ' ἔτι ἥβης ἀκμαίας καὶ τὸν ἔξηβον χρόνῳ ,
. Ξ χρὴ ] πρέπει . μερισμός . Ξ τὸν ἐλλείποντ ' ] καὶ τὸν νέον καὶ τὸν αὔξοντα τὴν
6556223 Βιθυνον
καὶ ὅτι ἄλλοι Ὀδρύσου παῖδάς φασι τὸν Θυνὸν καὶ τὸν Βιθυνόν , ὧν ἡ χώρα ὁμώνυμος . . . ,
καὶ ὅτι ἄλλοι Ὀδρύσου παῖδάς φασι τὸν Θυνὸν καὶ τὸν Βιθυνόν , ὧν ἡ χώρα ὁμώνυμος . . . Α
6551797 χρωτα
ἐν τοῖς βαλανείοις οὐ τίθεται λουτήρια . ξανθοῖς τε μύροις χρῶτα λιπαίνων , χλανίδας θ ' ἕλκων , βλαύτας σύρων
ὀσμὴν τῶν δὲ διαπασμάτων εἰς τὴν στρωμνὴν ὅπως πρὸς τὸν χρῶτα προσπίπτῃ : καὶ γὰρ ἅπτεται μᾶλλον καὶ ἐμμονώτερον τοῦτο
6541833 κολοφωνα
πρὸς τὰ πράγματα : οὐδέτερον γὰρ τὸ πρᾶγμα . τὸν κολοφῶνα κτλ . παροιμία . δώδεκα πόλεις τῆς Ἰωνίας συνῄεσαν
Δίωνα , φάσκων οὐ πωλήσειν ἄνευ τοῦ πείθειν , τὸν κολοφῶνα , ὦ θαυμάσιε , ταῖς ὑποσχέσεσιν ἁπάσαις νεανικώτατον ἐπέθηκας
6524208 πεσσον
προκενώσας πρὸ μιᾶς τὴν κοιλίαν διὰ κλυστῆρος , ὑποτίθει τὸν πεσσόν . κατεχέτω δὲ αὐτὸν ἡμέραν ὅλην καὶ νύκτα ,
καὶ προσαντλητέον τὸν κόλπον ἀφεψήματι κενταυρίου λιπαροῦ , καὶ προστιθέναι πεσσόν τινα τῶν μαλακτικῶν παρηγορίας χάριν , καὶ πάλιν ὑποτίθει
6514299 Θεοδοτον
, θάτερ ' ἐκείνη μέμφεται ; Ἵππην λέγουσι τὴν ἑταίραν Θεόδοτον ἔχειν ἐραστὴν τὸν ἐπὶ τοῦ χόρτου τότε γενόμενον .
δὲ ὁ γενναῖος Πρισκιανὸς τὴν χάριν ἡμῖν τε πειθόμενος καὶ Θεόδοτον ἐν λόγῳ ποιούμενος . ἐκείνοις τε οὖν τὴν ὀρφανίαν
6506670 φακον
ψύχοντα καὶ ξηραίνοντα : μήτε οὖν θριδακίνην προσαγέτω τις μήτε φακὸν τὸν ἐπὶ τῶν τελμάτων μήτε ἀνδράχνην ἢ ἀείζῳον ἤ
ῥήματι τὸ πέρας ἔχει . Ὁ πέπερι ἔχων καὶ εἰς φακὸν βάλλει . Ἑρμηνεία . Ἀφθονίαν χρημάτων ἄνθρωπος λαχὼν Ἀλλοκότοις
6499916 ἑρπητα
καταπλάσματι μιγνύναι τούτων . Δριμύς ἐστι χυμὸς ὁ καὶ τὸν ἕρπητα ποιῶν , ἀλλ ' ἐὰν μὲν ἄμικτος ἡ χολὴ
λεπτότητι τοῦ χυμοῦ : πάνυ γάρ ἐστι λεπτὸς ὁ τὸν ἕρπητα γεννῶν , ὡς μὴ μόνον διὰ πάντων διέρχεσθαι τῶν
6489993 σκωληκα
. εἶτα περισχεθέντα τῶι ἀγκίστρωι καὶ τὸ δέλεαρ καταπιόντα τὸν σκώληκα ἕλκουσι , θηραθέντα δὲ ἀποκτείνουσι , καὶ πρὸς τὴν
γένειον . θ παλαιόν : ἴουλος σημαίνει δʹ : τὸν σκώληκα τὸν πολύποδα τὸν περὶ τὰ τείχη ἀνερχόμενον : τὴν
6485282 κερατοειδη
σφοδρότερον τῆς στύψεως ἀντιλαμβάνονται ; διότι μεμυκότα τὰ βλέφαρα τὸν κερατοειδῆ ὑμένα ἠρεμεῖν ποιοῦσιν : ἐπηρεμοῦντος οὖν τοῦ βολβοῦ ,
εὑρεῖν εὐθύγραμμον γωνίαν ὀρθὴν καὶ τρίχα τεμεῖν ἀδυνατήσει ἄν τις κερατοειδῆ γωνίαν τεμεῖν . τὸ δὲ νῦν πρόβλημά ἐστι τὴν
6479794 Προκυνα
ζώνη τόν τε Πρόκυνα καὶ τὸν Κύνα , τὸν μὲν Πρόκυνα χωρίζουσα πρὸς ἀνατολὰς ὅλον οὐκ ὀλίγῳ ἐκτὸς τοῦ γάλακτος
τῷ Τοξότῃ φασὶν ἀντικαταδύνειν τήν τε Ἀργὼ ὅλην καὶ τὸν Πρόκυνα , συνανατέλλειν δὲ τόν τε Ὄρνιθα , καὶ τὸν
6477849 ὑδερον
ἕξει ἑλκώσεις ἢ σηπεδόνας ἢ ῥευματισμοὺς καὶ σύριγγας ἢ καὶ ὕδερον καὶ φακώσεις καὶ βρογχοκήλας καὶ σκίρους ἢ κιρσούς .
τέφρα ϲὺν οἰνομέλιτι λιθιῶνταϲ νεφροὺϲ ἰᾶται καὶ τὸν ἀνὰ ϲάρκα ὕδερον . πίνεται δὲ ὅϲον κοχλιαρίου τὸ ἥμιϲυ τῆϲ τέφραϲ
6472946 κοτυλον
τασδί τε τὰς κρηπῖδας ἃς αὐτὴ φορεῖ , καὶ τὸν κότυλον τὸν σόν . Βαβαιάξ , οὑτοσὶ μείζων ἀγὼν τῆς
διακοσίων δραχμῶν . πόθεν οὖν γένοιτ ' ἄν ; τὸν κότυλον τοῦτον φέρε . πόσους ἔχει στρωτῆρας ἁνδρὼν οὑτοσί ;
6466221 ὀνηλατην
τροφῆς ἀπολαύσει . ὕστερον δὲ ἰδὼν αὐτὸν ἀχθοφοροῦντα καὶ τὸν ὀνηλάτην ὄπισθεν ἑπόμενον καὶ ῥοπάλοις αὐτὸν παίοντα εἶπεν : ”
σωφρονιστὴν λόγον , διὰ ταύτης λοιδοροῦμεν λέγοντες , Νικᾷ τὸν ὀνηλάτην . Νύκτα δασεῖαν : τὴν χειμερίνην . Νῦν εἰς
6466041 κλιβανιτην
πρὸς τὰ ἀφροδίσια . ὁ δὲ Φλωρεντῖνός φησι , τὸν κλιβανίτην ἄρτον ἰσχνῶς πεπλασμένον καὶ ἐν ἡλίῳ ἐξηραμμένον , εὔπεπτον
κάλλιστ ' ὠπτημένον , ἄριστα δὲ ἐζυμωμένον καὶ μάλιστα τὸν κλιβανίτην , οἷον δέχεται : οὗτος γὰρ ἀπέριττος καὶ ἧττόν
6459501 ἐκδαπανησαι
' ὅλως ὑπάγει : κοχλάκων δὲ διαπύρων τοσούτων ἐμβληθέντων ὡς ἐκδαπανῆσαι τὸν ὀρόν , ἐπέχει τοῦτο οὕτω σκευασθέν , καὶ
ὡς τὰ πολλὰ γίνονται , ἤτοι μηκυνθεῖσιν εἰς τοσοῦτον ὡς ἐκδαπανῆσαι τῷ χρόνῳ τὴν ἰκμάδα τοῦ τῆς καρδίας σώματος ,
6438505 χνουν
ἄλλα μέρη τοῦ σώματος οὕτω λεῖα ὥστε μηδὲ τὸν ἐλάχιστον χνοῦν ἐν τῷ σώματι φαίνεσθαι . εἶναι δὲ καὶ τῷ
: ὃς δὴ γήραϊ κυφὸς ἔην . ἐπιχνοάουσαι : ὡς χνοῦν ἀναφυούσας ἔχουσαι τὰς τρίχας . μόλις : κακῶς διὰ
6428912 κυαμον
δέ : ἐπεὶ οἱ μάντεις εἰώθασι τιθέναι τὸν ἅλα καὶ κύαμον πρὸ τῶν μαντευομένων : ὅθεν καὶ τοῖς τῶν ἀποῤῥήτων
τὰ φασκώλια : εἶπες δ ' ἂν ἰδὼν τὴν χολὴν κύαμον ὑγρὸν εἶναι . ἐξαιρεθέντα οὖν ἄμφω , καὶ ἡ
6411731 κανθον
τῆς ῥινὸς συνιστάμενον . ῥήγνυται δὲ πολλάκις εἰς τὸν μέγαν κανθόν : ἔστι δὲ ὅτε καὶ λυμαίνουσι καὶ τερηδωνίζουσι τὰ
κανθὸν μέροϲ τοῦ πτερυγίου , φυλαϲϲόμενοι τὰ βλέφαρα καὶ τὸν κανθόν . τοῖϲ μὲν γὰρ τὰ βλέφαρα ϲυνδιακοπεῖϲι πρόϲφυϲιϲ γίγνεται
6406691 Κνιδιον
, ὡς μόγις ἀνασχεῖν ἐκεῖθεν . καὶ μὴν καὶ τὸν Κνίδιόν φασιν Εὔδοξον , ἐς Αἴγυπτόν ποτε ἀφικόμενον ὑπὲρ χρημάτων
ἑτοίμως , ὑπακούων δὲ οὐδὲ μόλις . Τὸν οἶνον τὸν Κνίδιόν φασιν οὕτω πολὺν ἔχειν ὑμᾶς , ὥστε καὶ ἐπ
6393412 γεωργον
' ἀνὴρ καὶ φιλοθρέμμων τοῦ ζῴου τούτου , οὐ κατὰ γεωργὸν Αἰγύπτιον , οὐδὲ κατὰ ἱππικὸν Θετταλόν , οὐδὲ κατὰ
ἐλέγχονται . σφῆκές ποτε καὶ πέρδικες δίψει συνεχόμεναι ἧκον πρὸς γεωργὸν καὶ παρὰ τούτου ποτὸν ᾔτουν , ἐπαγγελλόμεναι ἀντὶ τοῦ
6389257 πολυποδα
ἐξέρπει ὥσπερ τὰ φαλάγγια πολλά . Θεόφραστος δέ φησι τὸν πολύποδα τοῖς πετρωδέσι μάλιστα μόνοις συνεξομοιοῦσθαι , τοῦτο ποιοῦντα φόβῳ
ταριχευομένη . Ὄνοι οἱ ὑπὸ τὰς ὑδρίας συναγόμενοι ζωΰφιά εἰσι πολύποδα διαφορητικῆς καὶ ξηραντικῆς ὄντα δυνάμεως . ταῦτα λειούμενα καὶ
6384134 ἰχωρα
συναγωγῆς , καὶ χρεία ξηραίνοντος φαρμάκου τόν τε ἠθροισμένον ἐκδαπανῶντος ἰχῶρα καὶ κωλύοντος ἐπιρρεῖν ἕτερον . ὑγρῶν μὲν οὖν κάλλιστόν
συναγωγῆς , καὶ χρεία ξηραίνοντος φαρμάκου τόν τε ἠθροισμένον ἐκδαπανῶντος ἰχῶρα καὶ κωλύοντος ἐπιρρεῖν ἕτερον . ὑγρῶν μὲν οὖν κάλλιστόν
6380373 Παρες
ὁ διδάσκαλος . Ἅμα δ ' ἠπίαλος πυρετοῦ πρόδρομος . Πάρες , ὤ , κατέτριβεν ἱμάτια κἄπειτά πως Φῷδας τοσαύτας
κεῖσθαι . τοσούτῳ κρείττων ἦν τεθνεὼς Περικλῆς ἐκείνου ζῶντος . Πάρες οὖν τοῖς συκοφάνταις ταῦτα , αὐτὸς δὲ πάλιν σαυτοῦ
6378938 διεφθον
ἀντὶ ἁλῶν ἐμβαλών , ὅϲον ἐπιδέχεται καὶ πράϲον δὲ κεφαλωτὸν δίεφθον διδόϲθω καὶ χόνδροϲ κάτεφθοϲ ϲὺν μελικράτῳ : πάντα δὲ
αὖχος ἀλεστά : τὸν δὲ φασίουλον τοῖς εὐρώστοις λαμβάνειν ἐκζεστὸν δίεφθον ἐν ὀξυμέλιτι . ἐκ δὲ τῶν λαχάνων σεῦτλον καὶ
6366705 ϲφυγμον
ἀναφέρουϲι δηλωτικὸν τοῦ τὴν νόϲον ἐργαζομένου χυμοῦ , καὶ τὸν ϲφυγμὸν ϲκληρόν τε καὶ ἐμπρίοντα ἴϲχουϲι : τοῖϲ δὲ τὸ
τοὺϲ τόπουϲ : καὶ οὕτωϲ ἀκριβῶϲ ϲημειωτέον τῇ ἁφῇ τὸν ϲφυγμὸν καὶ μετρεῖν ἀπὸ τῶν ὤτων ὡϲ τρεῖϲ δακτύλουϲ τὸ
6355462 κοφινον
τὸν κόφινον , καὶ ἐκοιμήθην . Καὶ ἐξυπνισθεὶς ἀπεκάλυψα τὸν κόφινον τῶν σύκων , νομίζων ὅτι ἐβράδυνα , καὶ εὗρον
σου πίστει καὶ πίστευσον ὅτι ζήσεις . Ἐπίβλεψον ἐπὶ τὸν κόφινον τοῦτον τῶν σύκων : ἰδοὺ γὰρ ἑξηκονταὲξ ἔτη ἐποίησαν
6349668 Ὑπεριδην
ἡμῖν πλουτιεῖ . καὶ ἀλλαχοῦ : τόν τε ἰχθυόρρουν ποταμὸν Ὑπερίδην περάσον , ὃς μισθωτὸς ἄρδει πεδία τοῦ δεδωκότος .
μακράν , δίκην τῶν δειλινῶν πνευμάτων , καὶ τὸν ἄπιστον Ὑπερίδην , τὸν δημοκόλακα , τὸν οὐδὲν αἰσχρὸν νομίσαντα κολακείᾳ
6348872 πλευμονα
ῥαγῇ τῶν φλεβίων τῶν λεπτῶν , τῶν κατακρεμαμένων ἐς τὸν πλεύμονα , ἢ τῶν συρίγγων τῶν διὰ τοῦ πλεύμονος τεταμένων
: εἰ δὲ ἔλθοι τι τούτων τῶν φαρμάκων ἐς τὸν πλεύμονα , δοκέει ἄν μοί τι μέγα ποιῆσαι κακόν :
6344868 χρυσαττικον
ἀμφότερα μίσγε . εἶτ ' εἰ γίνεται παχύτερον , προστίθει χρυσαττικὸν καὶ μάλασσε , ἕως οὗ γένηται μέλιτος πάχος ,
πρὸς δὲ τὸν οἶνον εἴπερ ἡδέως ἔχουσιν , ἐπιδίδου καὶ χρυσαττικὸν ὀλίγον καὶ Βιθυνὸν καὶ μᾶλλόν τινα τῶν γλυκέων οἴνων
6335918 ἱερακα
, ἐάν τις ἐκτυφλώσῃ , πάλιν βλέπειν . Τὸν δὲ ἱέρακα τρία μὲν τίκτειν ᾠά , δύο δ ' ἐκλέπειν
τὸ ἐναντίον ποιήσει ἀγόνους . Γλύψον οὖν ἐν τῷ λίθῳ ἱέρακα καὶ ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ τὸν ἰχθύν . ὑποκατάκλεισον
6333445 Μυρρινουσιον
μὲν ἐκείνῳ τὸν Ἀριστοκλέα , ὁ δὲ Παρμένων τούτῳ Ἄρχιππον Μυρρινούσιον . καὶ τὸ μὲν πρῶτον ἐτίθεντο τὰς συνθήκας παρὰ
προτεραίας . Ἀλλὰ μήν , ἔφη φάναι ὑπολαβόντα Φαῖδρον τὸν Μυρρινούσιον , ἔγωγέ σοι εἴωθα πείθεσθαι ἄλλως τε καὶ ἅττ
6329007 τοκον
. Καὶ γὰρ οἱ χερσαῖοι ἐχῖνοι δοκοῦσι κεντούμενοι ἀνέχειν τὸν τόκον : εἶθ ' ὕστερον τραχυτέρων τῶν τέκνων γινομένων ὀδυνηρότερον
ὥσπερ νόμισμα ἀποδώσω , προσθεὶς τὴν δύναμιν τοῦ ὀνόματος ὥσπερ τόκον . Ἐγὼ νομίζω τὸν φιλάνθρωπον βασιλέα τέλειον εἶναι τῆς
6327150 κνηϲμον
τῆϲ ϲαρκὸϲ ἢ ἰόνθοιϲ τοῖϲ ἐν προϲώπῳ παραπλήϲια καὶ ϲκληρὰ κνηϲμὸν πολὺν ἐμποιοῦντα , ὡϲ γίγνεϲθαι ἀγρυπνίαϲ αἴτια , προθυμίαϲ
θυϲμένου καὶ τὰ πρῶτα τοῦ ϲφιγκτῆροϲ ἐπιφέρουϲαι τῶν τόπων τούτων κνηϲμὸν ἰϲχυρόν . ποιητικὰ δὲ τοῦ εἴδουϲ φαῦλαι τροφαὶ καὶ
6311595 γαμοστολον
κυριεύσῃ τοῦ κλήρου , ταύτῃ δὲ συμπαρῇ ὁ Ἥλιος τὸν γαμοστόλον καὶ πατρικὸν κλῆρον κεκληρωμένος Κρόνου μαρτυροῦντος , πατράσι συνελεύσεται
λύχνον ἀκούω , λύχνον ἀπαγγέλλοντα διακτορίην Ἀφροδίτης , Ἡροῦς νυκτιγάμοιο γαμοστόλον ἀγγελιώτην , λύχνον , Ἔρωτος ἄγαλμα : τὸν ὤφελεν
6301043 ἱμαντα
οὐκ εἴρηκά σοι πρὸς τὴν θύραν μὴ προσιέναι ; τὸν ἱμάντα δός , γραῦ . μηδαμῶς , ἀλλ ' ἄφες
“ μία δὲ κληῒς ἐπαρήρει ” καὶ “ παρὰ κληῖδος ἱμάντα . ” καὶ κληῖδες αἱ θύραι , παρὰ τὸ
6300871 ἀλλαντοπωλην
σωφρόνως τραφῆναι : τὸ ἐπιεικῶς καὶ εὐγενῶς ἀνατραφῆναι . τὸν ἀλλαντοπώλην δὲ βουλόμενος διαβάλλειν , δείκνυσιν αὐτὸν πονηρῶν ἠθῶν .
ῥημάτων αὐτὸς χαλκευτικὰ φθέγγεται . ΓΘ ὁ χορὸς ἐπαινεῖ τὸν ἀλλαντοπώλην , ὅτι ὥσπερ ἐκεῖνος τεκτονικά , οὕτω καὶ αὐτὸς
6299760 παροξυσμον
, τὸ διάλειμμα ποιεῖ , καὶ ἄνεσιν προσλαμβάνουσα κινεῖ ἕτερον παροξυσμόν , ἢ καὶ ἕτερον σκόπον ἔχουσα διὰ τὸ κατὰ
τετάρτης παροξύνοντες διπλασιασθέντες μέν , δυοῖν ἐφεξῆς ἡμέραις ἐπάγουσι τὸν παροξυσμόν , μία δ ' αὐτῶν ἡ διαλείπουσα . ὥσπερ
6292683 βον
. τάσσω τὸν μὲν αον ʂא ιε , τὸν δὲ βον ʂא κ : καὶ συναμφότερος ὁ βος καὶ ὁ
ὁ Μοι ἐλάσσων τοῦ βου . ἐὰν οὖν τάξω τὸν βον ὁσουδήποτε καὶ προσθῶμεν αὐτὸν τῷ δοθέντι , καὶ τὰ
6282759 βολβον
οὐ σκόροδον , οὐ σίραιον , οὐχὶ γήτιον , οὐ βολβόν , οὐ πῦρ , οὐ κύμινον , οὐχ ἅλας
οὐ σκόροδον , οὐ σίραιον , οὐχὶ γήθυον , οὐ βολβόν , οὐ πῦρ , οὐ κύμινον , οὐχ ἅλας
6277087 σαπερδην
ἤθελέ τις παρ ' αὐτῷ φιλοσοφεῖν : ὁ δέ οἱ σαπέρδην δοὺς ἐκέλευσεν ἀκολουθεῖν . ὡς δ ' ὑπ '
, ἀπαναστὰς περὶ δείλην ὀψίαν λουσάμενος , ἢν δοκῇ , σαπέρδην τινὰ ἢ μαινίδας ἢ κρομμύων κεφαλίδας ὀλίγας πριάμενος εὐφραίνεις
6275865 τυλον
μέλανοϲ καθιεμένη ἐν δύο που ἢ τριϲὶν ἡμέραιϲ ἀφίϲτηϲι τὸν τύλον . κείϲθωϲαν δὲ ἐν τῇ τρίτῃ τάξει τῶν θερμαινόντων
φησιν , ἔκαμον τὸν ὦμον βαστάζων , ἴστω Ἡρακλῆς . τύλον δὲ ἀρσενικῶς καὶ τύλαν θηλυκῶς ἔλεγον τοῦ ὤμου τὸ
6265034 πολτον
σίζει δὲ ταῖς ῥίνεσσι , κινεῖ δ ' οὔατα . πόλτον ἕψειν ὄρθριον . οὐδ ' ἀμαμαξύας φέρει . ναὶ
δέκα τὴν ἁπλῆν καὶ εὐοικονόμητον τροφήν , οἷον ῥόφημα , πόλτον μὴ λιπαρώτερον καὶ ᾠὰ καὶ ἄρτον καὶ ποτὸν ὕδωρ
6263668 δανειστην
τοῦ Καρκίνου παῖδας ὁ ποιητὴς ἕνα τούτων εἶναι λέγει τὸν δανειστήν . οὗτος ὁ Καρκῖνος ἔσχε τρεῖς υἱούς : Ξενοκλῆν
ἀντὶ ἐνεργητικοῦ , ζητοῦντος . , καὶ λέγοντος πρὸς τὸν δανειστήν . ὦ δαιμόνιε ] λέγοντος πρὸς τὸν δανειστήν .
6249910 Ἀδαμαντιου
# βʹ ⋖ βʹ . Ὁ δὲ Ὀρειβάϲιόϲ φηϲι κατὰ Ἀδαμαντίου τὸν ξέϲτην τὸν Ἰταλικὸν τοῦ οἴνου μέτρῳ μὲν ἔχειν
περισφίγξεως περιτάσεις χρίειν , κηρωτῇ Σικυωνίᾳ μαστίχην Χίαν ἐπίπασσε . Ἀδαμαντίου βρογχοκηλικόν . Κηκίδων # α , λίθου πυρίτου ⋖
6213156 Ἐλεατην
Πλάτων δὲ γενητόν . Οἱ περὶ Μέλισσον καὶ Ζήνωνα τὸν Ἐλεάτην καὶ Παρμενίδην γένεσιν καὶ φθορὰν ἀνῃρήκασιν ἀκίνητον εἶναι τὸ
εἶδος διηγεῖσθαι . Διαλόγους τοίνυν φασὶ πρῶτον γράψαι Ζήνωνα τὸν Ἐλεάτην : Ἀριστοτέλης δὲ ἐν πρώτῳ Περὶ ποιητῶν Ἀλεξαμενὸν Στυρέα
6209913 ἀῤῥωστον
τούτου παράδειγμα λαμβάνει τοῦτο , ὅτι εἰσῆλθον δύο ἰατροὶ πρὸς ἄῤῥωστον , καὶ εὑρήκασι φλεγμονὴν ὑποκειμένην . συνεῖδον ἀμφότεροι κενωθῆναι
οὔρων . Ἡ δὲ ὑπόθεσις τοιαύτη . εἰσέρχῃ πρὸς τὸν ἄῤῥωστον . πρὸ πάντων ζήτησον , εἰ ὀλέθριον ἢ σωτήριον
6201650 Χαρωνα
δὲ σπουδάζειν τῷ ἀνδρί , καὶ διὰ τοῦτο λειφθέντα τὸν Χάρωνα χολᾶν τε καὶ διώκειν αὐτόν , ὁ δὲ ἀποστρεφόμενος
τούτῳ οὖν καὶ Πολύγνωτος γέροντα ἔγραψεν ἤδη τῇ ἡλικίᾳ τὸν Χάρωνα . οἱ δὲ ἐπιβεβηκότες τῆς νεὼς οὐκ ἐπιφανεῖς ἐς
6193457 ξυοντα
: καὶ γὰρ εἰώθασι στεφανοῦν σελίνοις τὰ μνήματα . Τὸν ξύοντα ἀντιξύειν : ἐπὶ τῶν βλαπτόντων ἢ ὠφελούντων τινάς .
οἴεσθαι χρὴ τοὺς λόγους εἶναι καὶ οὐκ ἐμούς . τὸν ξύοντα δ ' ἀντιξύειν καὶ τοῖς ὄνοις ἡ παροιμία δή
6186818 κηφηνα
κισσὸν ὑπὲρ τύμβου ζῶντα Μάχωνι φέροις . οὐ γὰρ ἔχεις κηφῆνα παλίμπλυτον , ἀλλ ' ἄρα τέχνης ἄξιον ἀρχαίης λείψανον
Ἀὴρ διὰ τῶν νεφέων διάπεμψον Ἀντικύραν , ἵνα τόνδε κόριν κηφῆνα ποιήσω . γρυμέα θυροκοπεῖν καὶ θυροκοπία νεκρόν περίδου πολιτοκοπεῖν
6182482 κηπον
ὄρχος χρύσεος ἦν . ἔστι δ ' ὅτε δὴ καὶ κῆπον δηλοῖ . Ἀπίων δὲ ἐτυμολογεῖ παρὰ τὸ ὄρνυσθαι τὴν
, καὶ ὁσάκις σοι τούτων δεῖ , ὡς εἰς οἰκεῖον κῆπον βαδίζων λάμβανε ” . Μεθ ' ἡμέρας πάλιν εἰς
6180758 πυρνα
, παρὰ τὸν πυρόν . ὁ δὲ Ἀπίων τὰ μὲν πύρνα σιτία , τὸν δὲ πύρνον ψωμόν . ῥήτρην ξ
Ἀθήνη ἄγχι παρισταμένη Λαερτιάδην Ὀδυσῆα ὤτρυν ' , ὡς ἂν πύρνα κατὰ μνηστῆρας ἀγείροι γνοίη θ ' οἵ τινές εἰσιν
6173854 ξυσσιτον
ἀμοιβαίας εἰσθέσεως ἑβδομήκοντα κώλοις , ὧν τελευταῖον καὶ μινθῶσαι τὸν ξύσσιτον κἀκβάς τινα λωποδυτῆσαι . ἐπὶ τῷ τέλει τῆς μὲν
' εἰς τὸ στόμα τῷ θαλάμακι , καὶ μινθῶσαι τὸν ξύσσιτον κἀκβάς τινα λωποδυτῆσαι : νῦν δ ' ἀντιλέγει κοὐκέτ
6164369 ἡλον
ὡς δέ τινες , ὑποσχομένης ποιήσειν ἀθάνατον , καὶ τὸν ἧλον ἐξελούσης , διαῤῥυέντος τοῦ ἰχῶρος σὺν ὅλῳ τῷ αἵματι
καρύα , οἱονδήποτε κλάδον δάκε , καὶ ξηρανθήσεται . ἢ ἧλον πεπυρωμένον εἰς τὴν ῥίζαν ἔμπηξον οἱουδήποτε δένδρου . ἢ
6151469 καμνοντα
εἰϲ κρᾶϲιν αὐτοῦ β κοτύλαϲ τοῦ ὄξουϲ καὶ πότιζε τὸν κάμνοντα ἐν τῇ θερμῇ τοῦ βαλανείου ἐμβάϲει . τινὲϲ δὲ
δὲ τὸν καθ ' ὑποδορὰν τρόπον ἐκθήσομαι : σχηματίσαντες τὸν κάμνοντα λίνῳ πάχος ἔχοντι ἱκανὸν ἢ ῥάμματι εὐρώστῳ σφόδρα ,
6149519 Πλουτον
ἐνίκησαν Κορκυραῖοι παρὰ πολύ . . τὸν θεόν : Τὸν Πλοῦτόν φησι . . ἔρημον : Ἔρημος κυρίως ἡ μονωθεῖσα
τυφλὸς δ ' οὐκ αὐτὸς ὁ Πλοῦτος : τυφλὸν τὸν Πλοῦτόν φασιν , ἐπειδὴ τοὺς πλουτοῦντας ὁρῶμεν πηροῦσθαι τὴν διάνοιαν
6144965 οὐρανιϲκον
ῥίζαν ξηρὰν λείαν ἐμφυϲᾶν καὶ διαχρίειν τὸ ϲτόμα καὶ τὸν οὐρανίϲκον ϲινήπει μετὰ μέλιτοϲ , ἔπειτα ϲικυαϲτέον τὰ ὀπίϲθια τῆϲ
μὲν ἐπὶ κεφαλὴν καταφερομένων ὀφθαλμοὶ καὶ ἰνίον καὶ ϲτόμα πρὸϲ οὐρανίϲκον ἀνθερεών τε καὶ κλεῖδεϲ καὶ οἱ παρὰ τὰϲ πλευρὰϲ
6144074 ἁλυκον
δὲ καὶ ἁλυκόν . Ἀριστοφάνης Λυσιστράτῃ νὴ τὸν Ποσειδῶ τὸν ἁλυκόν , δίκαιά γε . , . . , .
, ἐκ τῶν ἐπιγινομένων . οἱ μὲν γὰρ ἅλες τὸ ἁλυκόν , τὸ δ ' ὄξος καὶ τὸ θύμον τὸν
6138542 ἀρρωστον
, οὔτε ἀνθηρὸν αἷμα , καὶ αἱ ἀρτηρίαι μικρὸν καὶ ἄρρωστον σφύζουσιν ὥσπερ καὶ τοῖς γέρουσιν . δῆλον γοῦν ὡς
σου , ὅτι ἀποθνῄσκω , αἰσχύνομαι ζήσας . Κυμαῖος ἰατρὸς ἄρρωστον τριταΐζοντα εἰς ἡμιτριταῖον περιστήσας τὸ ἥμισυ τοῦ μισθοῦ ἀπῄτει
6136928 πινακα
Ἀλκιβιάδῃ , ὡς ἡ ὄρνις ἡ γενναία ἐπιπτᾶσα κατέβαλε τὸν πίνακα , ἐγκαλυψάμενος ἐκάθητο καὶ οὐκ ἠρίστα : ὡς δὲ
τὰς ἐντολάς , ἐκτιθέναι τε ἑκάστοτε εἰς τὸ μέσον τὸν πίνακα . χρόνωι δὲ πολλῶι ὕστερον τῶν Πυθαγορικῶν τινα παριόντα
6133875 οὐρητηρα
παραστάται δ ' εἰσὶ πόροι ἀπὸ τῶν ὄρχεων εἰς τὸν οὐρητῆρα κατάγοντες καὶ ἐκπέμποντες τὸ σπέρμα . ἀπὸ δὲ τῶν
ἐξιλεῶσαι αὐτὸν , τομὴν παραμήκη ἄνωθεν διελογιζόμεθα . τὸν γὰρ οὐρητῆρα , εἰ μὴ μεγάλη ἀνάγκη , οὐ χρὴ τέμνειν
6131098 πηλον
, τὴν τρίχα . τὸ κο μικρόν . Κάπηλος : πηλὸν τὸν οἶνον λέγουσιν Ἴωνες τὸν πάλλοντα καὶ βλάπτοντα τὰς
. Καὶ τοῦτο αὖ πάλιν Αἴσωπος λέγει : τὸν γὰρ πηλὸν αὐτῷ ὁ Προμηθεύς , ἀφ ' οὗ τὸν ἄνθρωπον
6118531 Λυκωνα
ἐκεῖνος ἦρχε . λαμβάνουσι δὲ οἱ τοῦ βασιλέως στρατηγοὶ χρήμασι Λύκωνα καὶ τοὺς Ἕλληνας , καὶ ἀφιστῶσι Πισούθνου : εἶτα
ἔργα τε πάντα χηρωσταὶ μετόπισθεν ἀποφθιμένοιο δάσαντο . Δηίφοβος δὲ Λύκωνα μενεπτόλεμον κατέπεφνε τυτθὸν ὑπὲρ βουβῶνα τυχών : περὶ δ
6117667 μισγουσιν
ψήγματος θλιβόμενον ὑπὸ τῶν δακτύλων . ἔνιοι δὲ καὶ ἀκακίαν μίσγουσιν . φώγνυται δὲ καὶ εἰς τὰ ὀφθαλμικὰ ἐπὶ καθαροῦ
γάρ ἐστιν : ἔνιοι δὲ καὶ μαράθου καὶ σεσέλεως σπέρμα μίσγουσιν αὐτῷ . Λιθόσπερμον φύλλα ἔχει ὅμοια ἐλαίᾳ , μακρότερα
6115582 ἀϲκιτην
δὲ ὕδωρ καθαίρουϲι χρηϲτέον ἐπί τε τῶν ὑδρωπικῶν τῶν τὸν ἀϲκίτην ὕδερον νοϲούντων ἐπί τε γυναικῶν ἐνοχλουμένων ὑπὸ λευκοῦ ῥοῦ
ξύντηξιϲ [ ἀναπνοὴ ] ἀνὰ ϲάρκα ὕδρωπα , ἤ τινα ἀϲκίτην ἤγαγε : καὶ τῶνδε ἄφυκτοϲ ἡ γέννα . φέρουϲι
6115152 διδυμον
ὑμένων ὁμοιότητα , δεῖ κελεύειν τῷ ὑπηρέτῃ καὶ πλαγιάζειν τὸν δίδυμον ἰσχυρῶς καὶ ἀνιέναι τὴν τάσιν πρὸς τὸ ἐπιρρυῆναι πάλιν
. ἔπειτα καταλέγουσιν , ὅσην χώραν ἐπῆλθον : πῆι μὲν δίδυμον ˈ χθονὸς Εὐρώπης ˈ μέγαν ἠδ ' Ἀσίας ˈ
6110214 ἐχινον
καὶ αἰξὶ καὶ προβάτοις . τούτῳ δὴ ἕπεται τὸ ἔχειν ἐχῖνον ἢ τὸ μὴ ἀμφόδουν εἶναι . εἰ οὖν τις
εἰς τὸ στόμα σὺν τῷ κελύφει βρύκειν τοῖς ὀδοῦσι τὸν ἐχῖνον . δυσχρηστούμενον οὖν τῇ βρώσει καὶ οὐ συνιέντα τὴν

Back