ζώνη τόν τε Πρόκυνα καὶ τὸν Κύνα , τὸν μὲν Πρόκυνα χωρίζουσα πρὸς ἀνατολὰς ὅλον οὐκ ὀλίγῳ ἐκτὸς τοῦ γάλακτος
τῷ Τοξότῃ φασὶν ἀντικαταδύνειν τήν τε Ἀργὼ ὅλην καὶ τὸν Πρόκυνα , συνανατέλλειν δὲ τόν τε Ὄρνιθα , καὶ τὸν
8516350 ὀρχιν
ἐξ ὧν αἱ προέσεις γίνονται . * πηρῖνα : τὸν ὄρχιν θοραίην δὲ σπερμαίνουσαν . θορὸς γὰρ τὸ σπέρμα ,
δὲ καὶ μετὰ χρόνον , φλεγμοναὶ μετ ' ὀδύνης ἐς ὄρχιν ἑτερόῤῥοπαι , τοῖσι δὲ ἐς ἀμφοτέρους : πυρε -
8353498 μυριωπον
† ἄλευ ' , ἆ δᾶ : φοβοῦμαι , τὸν μυριωπὸν εἰσορῶσα βούταν . ὁ δὲ πορεύεται δόλιον ὄμμ '
αὐτῆς τῆς Ἰοῦς ἐπιστατεῖν μεταμειφθείσης εἰς βοῦν . . τὸν μυριωπὸν ] τὸν διὰ παντὸς τοῦ σώματος ὀφθαλμοὺς ἔχοντα .
8283554 ἐλυτροειδη
πλέον αὐτοῦ ἐν ἀγγείῳ τινὶ ἐκκρίναντεϲ ἀνατείναντέϲ τε ἀγκίϲτροιϲ τὸν ἐλυτροειδῆ περιέλωμεν ὅλον , μάλιϲτα τὸ λεπτότατον αὐτοῦ μέροϲ .
ἕτερον ἢ χυμοί τινες γλίσχροι τε καὶ παχεῖς ἐπὶ τὸν ἐλυτροειδῆ χιτῶνα κατασκήψαντες , ἢ καὶ αὐτὸ τὸ ὄσχεον ,
8255563 ἐλλειποντ
Καδμείων πόλει . ὑμᾶς δὲ χρὴ νῦν , καὶ τὸν ἐλλείποντ ' ἔτι ἥβης ἀκμαίας καὶ τὸν ἔξηβον χρόνῳ ,
. Ξ χρὴ ] πρέπει . μερισμός . Ξ τὸν ἐλλείποντ ' ] καὶ τὸν νέον καὶ τὸν αὔξοντα τὴν
8250348 τιτθον
τὴν πολιάν , ὀλοφυρομένης δὲ τῆς μητρὸς καὶ προϊσχομένης τὸν τιτθόν , ὅν , ἡνίκα παιδίον ἦν Ἕκτωρ , ἔφη
τεκμηράμενος ὅσον τὸν μαζὸν ἐκχωρήσει , καὶ οὕτως ἐντιθέναι τὸν τιτθόν : ἢν δὲ διαπύῃ , ἄμεινον τάμνειν , καὶ
8151908 Ὀρνιθα
Ἀργὼ ὅλην καὶ τὸν Προκύνα , συνανατέλλειν δὲ τόν τε Ὄρνιθα , καὶ τὸν Ἀετόν , καὶ τὸν Ὀϊστόν ,
Ἀργὼ ὅλην καὶ τὸν Πρόκυνα , συνανατέλλειν δὲ τόν τε Ὄρνιθα , καὶ τὸν Ἀετόν , καὶ τὸν Ὀϊστόν ,
8095646 νεφρον
ὑπὸ τὸν μαζὸν καὶ ἐς τὸν σπλῆνα καὶ ἐς τὸν νεφρὸν , ἡ δὲ ἀπὸ τῶν ἀριστερῶν ἐς τὰ δεξιὰ
ἧπαρ : καὶ διακραίην ἐκφύσασα ἔναιμον , κατέχει ἐς τὸν νεφρὸν [ καὶ ] τὸν δεξιὸν λοβὸν τὸν ἡπατιαῖον .
8069906 κανθον
τῆς ῥινὸς συνιστάμενον . ῥήγνυται δὲ πολλάκις εἰς τὸν μέγαν κανθόν : ἔστι δὲ ὅτε καὶ λυμαίνουσι καὶ τερηδωνίζουσι τὰ
κανθὸν μέροϲ τοῦ πτερυγίου , φυλαϲϲόμενοι τὰ βλέφαρα καὶ τὸν κανθόν . τοῖϲ μὲν γὰρ τὰ βλέφαρα ϲυνδιακοπεῖϲι πρόϲφυϲιϲ γίγνεται
8060239 Ὀφιουχον
συνανατέλλειν . ὁ δὲ Ἄρατος ἀγνοεῖ ἐν τοῖς περὶ τὸν Ὀφιοῦχον : ἡ γὰρ ἀριστερὰ χεὶρ αὐτοῦ μόνον ταῖς Χηλαῖς
, δʹ ιγ , εʹ Ϛ . Οἱ περὶ τὸν Ὀφιοῦχον ἀμόρφωτοι . τῶν ἀπ ' ἀνατολῆς τοῦ δεξιοῦ ὤμου
8015712 Σαλμωνεα
τοὺς θεοὺς πάντας ἀπέρριψεν ἀπὸ τοῦ θεσπεσίου βηλοῦ καὶ τὸν Σαλμωνέα ἀντιβροντῶντα πρῴην κατεκεραύνωσε καὶ τοὺς ἀσελγεστάτους ἔτι καὶ νῦν
πη ἔχει ; ἢ οὐχ ὁρᾷς , ὡς οὐδὲ τὸν Σαλμωνέα εἴκασαν οἱ ποιηταὶ αὐτῷ , καίτοι κερανοὺς ἀφιέντα ,
8008231 ὀϲχεον
τῆϲ ἥβηϲ εὐθυτενῆ τὴν διαίρεϲιν παρέχοντεϲ παράλληλον τῇ διχοτομούϲῃ τὸν ὄϲχεον γραμμῇ διαιροῦντεϲ τέωϲ τὸν ἐλυτροειδῆ . ἐν ἐπιγενητῷ δὲ
δὲ τοῦτον τὸν τρόπον : ψιλώϲαντεϲ τὴν ἥβην καὶ τὸν ὄϲχεον , εἰ μὴ παῖϲ ᾖ , κατακλίνομεν αὐτὸν ὕπτιον
8004246 κοχλιαν
ταῖς ἀφύαις συναλίσκεται : εἴη δ ' ἂν κατὰ τὸν κοχλίαν τὸν γυμνὸν τὸ εἶδος . Γὺψ νεκρῷ πολέμιος .
ἥλους καὶ λαβὼν τοσούτους μύρμηκας δῆσον ἐν λίνῳ πανίῳ καὶ κοχλίαν ἕνα μετ ' αὐτῶν καὶ καύσας αὐτοὺς λείωσον σὺν
7922854 Μνευιν
, τὸ ἱερὸν ἔχουσα τοῦ Ἡλίου καὶ τὸν βοῦν τὸν Μνεῦιν ἐν σηκῷ τινι τρεφόμενον , ὃς παρ ' αὐτοῖς
τὸν Ἆπιν τὸν ἐν Μέμφει [ ποικίλον ] καὶ τὸν Μνεῦιν τὸν ἐν Ἡλιουπόλει καὶ τὰ περὶ τὸν τράγον τὸν
7921494 κυλλαστιν
. μὴ τἄρ ' εἶναί μ ' ἐγκριδοπώλην καὶ τὸν κυλλάστιν φθέγγου καὶ τὸν Πετόσιριν . τῶν χοίρων μνοῦς ἔρι
τῶν ἀνέμων . . , : Αἰγύπτιοι τὸν ὑποξίζοντα ἄρτον κυλλάστιν καλοῦσι . Μνημονεύει δ ' αὐτοῦ Ἀριστοφάνης ἐν Δαναΐσι
7873166 ἀκαταβλητον
⌈ μοι [ μου ] καὶ τὰ ἑξῆς . τὸν ἀκατάβλητον ] τὸν ἄδικον . διανοεῖ ] διανοῇ . τί
: ταῦτα λέγει ὡς συκοφαντούμενος ὑπ ' αὐτοῦ . τὸν ἀκατάβλητον ] τὸν ἀήττητον , τὸν μηδενὶ καταβαλλόμενον : ἤγουν
7869697 ριϚʹ
στίχοι εἰσὶν ἰαμβικοὶ τρίμετροι ἀκατάληκτοι ρλγʹ . μετὰ δὲ τὸν ριϚʹ , τὸν ριηʹ , τὸν ρκʹ , τὸν ρκβʹ
τελευταῖος : ἕπου μάραινε δευτέροις διώγμασι . μετὰ δὲ τὸν ριϚʹ , τὸν ριηʹ , τὸν ρκʹ , τὸν ρκβʹ
7860262 ὑπεζωκοτα
Ἐλάττω τούτων δὲ ὅσα δρᾷ τε τὸν ἐγκέφαλον καὶ τὸν ὑπεζωκότα ὑμένα καὶ τὴν κοιλίαν , τοὺς τοιαῦτα πάσχοντας ἀλλοιοῦται
καὶ τὰ ὑπὸ τὸν θώρακα σπλάγχνα . ὅν τινα καὶ ὑπεζωκότα καλοῦμεν . ναʹ . Ἧπάρ ἐστιν οὐσίᾳ φλεβῶδες καὶ
7840103 ριηʹ
τρίμετροι ἀκατάληκτοι ρλγʹ . μετὰ δὲ τὸν ριϚʹ , τὸν ριηʹ , τὸν ρκʹ , τὸν ρκβʹ κώλου τμήματα δʹ
δύναμις οὐσίας ἀερώδους φανώδης , ὅρασις δ ' ἐνεργητική . ριηʹ . Ἀκοή ἐστιν ἡ γινομένη διὰ τοῦ ἐγκεκραμένου τοῖς
7818389 νοϲεοντα
ὁ τόκοϲ τῶνδε γίγνεται ὀλέθριοϲ . χρὴ ὦν μήτε τὸν νοϲέοντα ϲιγῆν αἰδοῖ τοῦ ἐλέγχου τῆϲ νούϲου μηδὲ ὑποδιδρήϲκειν δέει
τροφὴν ἐν τῇ κοιλίῃ ϲχέθειν καὶ εὔπνοον καὶ εὔϲφυκτον τὸν νοϲέοντα θέμεναι . ἢν δὲ ἐπὶ μέζω γίγνηται τάδε ,
7815789 δωριον
εἶναι . ὁ δὲ ὡς τόπος φωνῆς , ὅταν λέγωμεν δώριον ἢ φρύγιον ἢ λύδιον ἢ τῶν ἄλλων τινά .
. ἁπλῶς γὰρ τοὺς τρεῖς τοὺς ἀρχαιοτάτους , καλουμένους δὲ δώριον καὶ φρύγιον καὶ λύδιον παρὰ τὰς ἀφ ' ὧν
7786319 οὐρητηρα
παραστάται δ ' εἰσὶ πόροι ἀπὸ τῶν ὄρχεων εἰς τὸν οὐρητῆρα κατάγοντες καὶ ἐκπέμποντες τὸ σπέρμα . ἀπὸ δὲ τῶν
ἐξιλεῶσαι αὐτὸν , τομὴν παραμήκη ἄνωθεν διελογιζόμεθα . τὸν γὰρ οὐρητῆρα , εἰ μὴ μεγάλη ἀνάγκη , οὐ χρὴ τέμνειν
7770607 βρογχον
μορίων ἡ κατάπαρϲιϲ γένηται , οἷον ἐγκέφαλον ἢ καρδίαν ἢ βρόγχον ἢ πνεύμονα ἢ ἧπαρ ἢ κοιλίαν ἢ ἔντερα ἢ
λευκότριχας , αὐχένα καὶ τράχηλον βραχὺν καὶ παχὺν ἔχοντας , βρόγχον δὲ μακρότερον . ἀρίστη δὲ ὥρα πρὸς τὴν τούτων
7757169 Ἀργεστην
μάρτυρας Θρασυάλκην τε καὶ τὸν ποιητὴν αὐτὸν τῶι τὸν μὲν Ἀργεστὴν τῶι Νότωι προσνέμειν ἀργεστᾶο Νότοιο , τὸν δὲ Ζέφυρον
μάρτυρας Θρασυάλκην τε καὶ τὸν ποιητὴν αὐτὸν τῶι τὸν μὲν Ἀργεστὴν τῶι Νότωι προσνέμειν ἀργεστᾶο Νότοιο , τὸν δὲ Ζέφυρον
7752145 κενεωνα
Περὶ δὲ τὰς πεντεκαίδεκα , ἀλγήματα γαστρὸς κατὰ σπλῆνα καὶ κενεῶνα ἀριστερόν : θερμῶν προσθέσιες ἧσσον ἢ ψυχρῶν ξυνέφερον :
Περὶ δὲ τὰς πεντεκαίδεκα γαστρὸς ἄλγημα κατὰ σπλῆνα καὶ κατὰ κενεῶνα ἀριστερόν : θερμῶν προσθέσιες ἧσσον ἢ ψυχρῶν προσωφέλεον :
7742832 σφονδυλον
ἠλακάτην καὶ τὸ ἄγκιστρον εἶναι ἐξ ἀδάμαντος , τὸν δὲ σφόνδυλον μικτὸν ἐκ τούτου καὶ ἄλλων . τὴν δὲ τοῦ
, ὅτε πρὸς τοῖς ὕδασι λούονται . ὅτι ὁ λύκος σφόνδυλον οὐκ ἔχει , ἀλλ ' ἓν ὀστοῦν , ὡς
7726836 Ἡλος
ἀπώλεσα : ἐπὶ τῶν ἀτυχεστάτων . Ἧλιξ ἥλικα τέρπει . Ἧλος τὸν ἧλον , πάτταλος τὸν πάτταλον ἐξέκρουεν : ἐπὶ
Ζητῶν γὰρ ὄψον θοιμάτιον ἀπώλεσα : ἐπὶ τῶν ἀτυχεστάτων . Ἧλος τὸν ἧλον , πάτταλος τὸν πάτταλον ἐξέκρουεν : ἐπὶ
7711548 ἀρητηρα
ἠτίμασεν ἀρητῆρα : διὰ τὴν τάξιν τοῦ ἄρθρου , τὸν ἀρητῆρα Χρύσην . . Α Φ ρ . . .
ἐπὶ ὀνόματος μέν , οἷον οὕνεκα τὸν Χρύσην ἠτίμης ' ἀρητῆρα Ἀτρείδης . τὸ γὰρ ἑξῆς , τὸν ἀρητῆρα Χρύσην
7700490 Ἑσπερον
ἀχέων ξύσαντες ἀνάγκην πευκεδανοῦ βιότοιο παραπλώωσι κελεύθους . Καὶ βρέφος Ἕσπερον εἶδον , ὃς ἄγγελός ἐστιν ὁμίχλης ἠελίου δύνοντος ἐπὶ
γραφέντας ἀνατεθῆναι Πυθαγόραι . δοκεῖ πρῶτος πεφωρακέναι τὸν αὐτὸν εἶναι Ἕσπερον καὶ Φωσφόρον [ § ] . . . ,
7700335 δακρυοεις
δέ που Παλλάδι ξανθᾷ μέλει . Τὸν δὲ προσέφα Μελέαγρος δακρυόεις : Χαλεπὸν θεῶν παρατρέψαι νόον ἄνδρεσσιν ἐπιχθονίοις . Καὶ
ὥρμαινε νέεσθαι : ἀλλά μιν εἰσέτι μητρὸς ἐνὶ μεγάροισιν ἔρυκε δακρυόεις ὀαρισμὸς ἐπισπεύδοντα πόδεσσιν . Ὡς δ ' ὅτε τις
7688787 κηφηνα
κισσὸν ὑπὲρ τύμβου ζῶντα Μάχωνι φέροις . οὐ γὰρ ἔχεις κηφῆνα παλίμπλυτον , ἀλλ ' ἄρα τέχνης ἄξιον ἀρχαίης λείψανον
Ἀὴρ διὰ τῶν νεφέων διάπεμψον Ἀντικύραν , ἵνα τόνδε κόριν κηφῆνα ποιήσω . γρυμέα θυροκοπεῖν καὶ θυροκοπία νεκρόν περίδου πολιτοκοπεῖν
7684119 Παρες
ὁ διδάσκαλος . Ἅμα δ ' ἠπίαλος πυρετοῦ πρόδρομος . Πάρες , ὤ , κατέτριβεν ἱμάτια κἄπειτά πως Φῷδας τοσαύτας
κεῖσθαι . τοσούτῳ κρείττων ἦν τεθνεὼς Περικλῆς ἐκείνου ζῶντος . Πάρες οὖν τοῖς συκοφάνταις ταῦτα , αὐτὸς δὲ πάλιν σαυτοῦ
7675437 Ξενοφαντου
δασυτρίχων . τούτων ] τῶν παρεστώτων ⌈ ἐνταῦθα . τὸν Ξενοφάντου ] ⌈ υἱόν , ὃν [ υἱόν . τοῦτον
οἷόνπερ τὸν Ξενοφάντου : Ἱερώνυμον λέγει τὸν διθυραμβοποιόν , ὃς Ξενοφάντου μὲν ἦν παῖς , περὶ δὲ παῖδας ἄγαν ἐπτόητο
7673164 μελοποιον
τῶν παραλελειμμένων τῶι ποιητῆι ὀνομάτων , κατὰ μὲν Ἀλκμᾶνα τὸν μελοποιὸν Ζευξίππη , κατὰ δὲ Ἑλλάνικον Στρυμώ . Σκάμων δὲ
ἀίω : Σιμόεντος ἡμένα κοίτας φοινίας ὑμνεῖ πολυχορδοτάται γήρυϊ παιδολέτωρ μελοποιὸν ἀηδονὶς μέριμναν . ἤδη δὲ νέμουσι κατ ' Ἴδαν
7657298 παγουρον
Ἠιὼν Στρυμόνος Βισαλτία , Ἀψυνθίων ἄγχουρος ἠδὲ Βιστόνων , κουροτρόφον πάγουρον Ἠδωνῶν πέλας κρύψει , πρὶν ἢ Τυμφρηστὸν αὐγάσαι λέπας
, ὅτι παῖδα ὄντα τὸν Ἀχιλέα ἀνέτρεφε κουροτρόφον δὲ εἶπε πάγουρον πρὸς ἀντιδιαστολὴν τοῦ πινοτρόφου παγούρου . ἔστι δὲ πάγουρος
7657103 μελλησαντα
τε δὴ αὐτῷ παραγενομένῳ τὸν υἱὸν Λόφιν καὶ τὸν οὐ μελλήσαντα τῷ ξίφει τὸν νεανίσκον παῖσαι : καὶ τὸν μὲν
ὑπογραφέας ἀναγινώσκειν . ὡς δὲ διεξῆλθον ἅπαντας , προσέταττε μηδὲν μελλήσαντα ἀπιέναι : συμπέμψειν δὲ αὐτῷ καὶ Ἤσλαν Ῥωμαίοις λέξοντα
7645344 Ἰρον
ὃ καὶ μεταμώνια βάζεις . [ ἦ ἀλύεις , ὅτι Ἶρον ἐνίκησας τὸν ἀλήτην ; ” ] ὣς ἄρα φωνήσας
πτωχοῦ δὲ περιθέμενος ῥάκη καὶ προσαιτῶν καὶ τῇ πρὸς τὸν Ἶρον πάλῃ τὸ σόφισμα συσκιάζων ἀπατήσας τοὺς οἴκοι μνηστῆρας ;
7626439 τυφωνα
' ἐξάψει τῆς ξηρότητος τὴν ἀστραπήν , πρηστῆρα δὲ καὶ τυφῶνα πλεονασμῷ τῆς ὕλης , ἣν ἑκάτερος αὐτῶν ἐφέλκεται :
τοῦ φωτὸς τὸν κεραυνόν , τῷ δὲ πολυσωματωτέρῳ πυρὶ τὸν τυφῶνα , τῷ δὲ νεφελομιγεῖ τὸν πρηστῆρα . Ἀρχέλαος ταὐτὸ
7626346 Ἀετον
κακόν : ἐπὶ τῶν ἀεὶ ἐξευρισκόντων τι νέον κακόν . Ἀετὸν κάνθαρος μαιεύεται : ἐπὶ τῶν κακῶς ὑπό τινων πασχόντων
κάλεσον Ἀετὸν κατὰ τὸ σημεῖον . καὶ γεννηθέντα τὸν Αἴαντα Ἀετὸν ἐκάλεσεν , εἶτα Αἴαντα . αὐξηθέντα δὲ τοῦτον τῇ
7621480 πρωκτον
ἐπὶ τὸ χεῖρον ἰωμένων . Καὶ Ἀριστοφάνης : Ἀκεσίας τὸν πρωκτὸν ἰάσατο . Ἀκκίζεσθαι : Ἀκκὼ γυνή τις ἐπὶ μωρίᾳ
πρωκτὸν τοῦτο ὑπέβαλεν . διὰ τοῦ τὸ κρέας εἰς τὸν πρωκτὸν ἐμβαλεῖν τὴν μοχθηρίαν καὶ ῥυπαρίαν αὐτοῦ δείκνυσιν , ὅτι
7615138 πλοκαμον
, ὅτι τοῦ Μίνωος ἐρασθεῖσα καὶ τὸν πορφυροῦν τοῦ πατρὸς πλόκαμον ἐκτεμοῦσα τὴν πατρίδα εἵλετο προδοῦναι τῷ Μίνωϊ : ὁ
. ἡ Χρυσόθεμις ἀπελθοῦσα θῦσαι τῷ πατρὶ καὶ τὸν Ὀρέστου πλόκαμον ἐνταῦθα εὑροῦσα εἶπε τοῦτο τῇ Ἠλέκτρᾳ . ἡ δὲ
7595715 Ὀφιν
πόλιν , οὐ πολιορκίᾳ κατὰ τὸ ἰσχυρόν , τὸν δὲ Ὄφιν ποταμὸν ἀποστρέψας σφίσιν ἐς τὸ τεῖχος ὠμῆς ᾠκοδομημένον τῆς
κατάγει μογερὸν Ὀφιοῦχον Καρκίνος ἐκ γονάτων , κατάγει δ ' Ὄφιν αὐχένος ἐγγύς . Οὐδ ' ἂν ἔτ ' Ἀρκτοφύλαξ
7582707 τραγῳδον
Ταναγραίῳ κήτει ἐοικέναι . καὶ Ἀριστοφάνης δὲ λεπτοὺς καταλέγει Σαννυρίωνα τραγῳδὸν καὶ Μέλιτον καὶ Κινησίαν , οὓς καὶ πρέσβεις ὑπὸ
καὶ δεινῶς πάνυ τὴν ἀνοψίαν φέροντας . Μελάνθιον δὲ τὸν τραγῳδὸν Ἄρχιππος ἔν τινι δράματι ὡς ὀψοφάγον δήσας παραδίδωσι τοῖς
7576333 Ἰτυλον
τοῦ Πανδαρέου . Τῶν δὲ γίνεται Ἴτυλος καὶ Νηΐς . Ἴτυλον δὲ ἡ μήτηρ Ἀηδὼν ἀποκτείνει διὰ νυκτὸς , δοκοῦσα
Τηρεὺς ὁ ἀρχαῖος τὸ περὶ τὸν Ἴτυν : τοῦτόν τινες Ἴτυλον καλοῦσιν ἐν ἀηδόνος μνήμῃ : ἀντὶ τοῦ μεμνημένοι τῆς
7572382 ἡλον
ὡς δέ τινες , ὑποσχομένης ποιήσειν ἀθάνατον , καὶ τὸν ἧλον ἐξελούσης , διαῤῥυέντος τοῦ ἰχῶρος σὺν ὅλῳ τῷ αἵματι
καρύα , οἱονδήποτε κλάδον δάκε , καὶ ξηρανθήσεται . ἢ ἧλον πεπυρωμένον εἰς τὴν ῥίζαν ἔμπηξον οἱουδήποτε δένδρου . ἢ
7568718 Ὑπεριδην
ἡμῖν πλουτιεῖ . καὶ ἀλλαχοῦ : τόν τε ἰχθυόρρουν ποταμὸν Ὑπερίδην περάσον , ὃς μισθωτὸς ἄρδει πεδία τοῦ δεδωκότος .
μακράν , δίκην τῶν δειλινῶν πνευμάτων , καὶ τὸν ἄπιστον Ὑπερίδην , τὸν δημοκόλακα , τὸν οὐδὲν αἰσχρὸν νομίσαντα κολακείᾳ
7565431 Ἀγαθαρχον
καὶ τοὺς Τυρρηνοὺς ταραχωδῶς ἀπῃτηκέναι τοὺς μισθοὺς τὸν υἱὸν αὐτοῦ Ἀγάθαρχον κατὰ τὴν ἀπουσίαν αὐτοῦ , πάντας ἀπέσφαξεν , οὐκ
Μετὰ δὲ τοῦτο ναῦς τε ἐκπέμπουσι δώδεκα οἱ Συρακόσιοι καὶ Ἀγάθαρχον ἐπ ' αὐτῶν Συρακόσιον ἄρχοντα . καὶ αὐτῶν μία
7560155 ἀνδροφοντην
καὶ Λυκωπέα . τὸν ἀνδροφόντην ] αὗται αἱ ὕβρεις . ἀνδροφόντην ] ἐπεὶ τοὺς Μελαίνης ἀπέκτεινε παῖδας Ἀλκίθοον καὶ Λυκάνορα
, τὸν ἀνδροφόντην λέγων , τὸν τῆς πόλεως ταράκτορα . ἀνδροφόντην δὲ τοῦτον ἐκάλεσεν , ἐπειδὴ τοὺς Μελαίνης ἀπέκτεινε παῖδας
7558287 κοτυλον
τασδί τε τὰς κρηπῖδας ἃς αὐτὴ φορεῖ , καὶ τὸν κότυλον τὸν σόν . Βαβαιάξ , οὑτοσὶ μείζων ἀγὼν τῆς
διακοσίων δραχμῶν . πόθεν οὖν γένοιτ ' ἄν ; τὸν κότυλον τοῦτον φέρε . πόσους ἔχει στρωτῆρας ἁνδρὼν οὑτοσί ;
7555742 Ὠξον
Ἀνιέσεις μὲν παρὰ τὸν Ἰαξάρτην , Κιῤῥᾶδαι δὲ παρὰ τὸν Ὦξον , καὶ μεταξὺ τοῦ τε Καυκάσου ὄρους καὶ τοῦ
Σογδιανοὺς τὸν Ἰαξάρτην , καὶ Σογδιανοὺς δὲ καὶ Βακτριανοὺς τὸν Ὦξον , μεταξὺ δὲ Ὑρκανῶν καὶ Ἀρίων Ταπύρους οἰκεῖν :
7554446 ἑωσφορον
τῷ ἡλίῳ καὶ συμπεριφέρεσθαι αὐτῷ : καὶ τότε μὲν προανατέλλοντα ἑωσφόρον φαίνεσθαι , τότε δὲ ἐπικαταδυόμενον ἕσπερον καλεῖσθαι . Μητρόδωρος
. Πλάτων καὶ οἱ μαθηματικοὶ ἰσοδρόμους εἶναι τὸν ἥλιον τὸν ἑωσφόρον τὸν στίλβοντα . Μητρόδωρος ἅπαντας τοὺς ἀπλανεῖς ὑπὸ τοῦ
7548091 ξυσσιτον
ἀμοιβαίας εἰσθέσεως ἑβδομήκοντα κώλοις , ὧν τελευταῖον καὶ μινθῶσαι τὸν ξύσσιτον κἀκβάς τινα λωποδυτῆσαι . ἐπὶ τῷ τέλει τῆς μὲν
' εἰς τὸ στόμα τῷ θαλάμακι , καὶ μινθῶσαι τὸν ξύσσιτον κἀκβάς τινα λωποδυτῆσαι : νῦν δ ' ἀντιλέγει κοὐκέτ
7546827 κορακα
ὁπότε βουληθείην ἐν καταρτισμῷ ἀκινητεῖν τὸν ἄξονα , κατακλείσω τὸν κόρακα εἰς τὸ κατάλληλον τρῆμα . ἡ κοινὴ τοῦ τονίου
. Γύργαθον φυσᾷς : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται : ἐπὶ τῶν ὁμονοούντων κακίᾳ . Δαιδάλεια ποιήματα
7543269 Ὑδροχοον
Κρόνου καὶ τῷ τοῦ Διός . Τῶν δὲ περὶ τὸν Ὑδροχόον οἱ μὲν ἐν τοῖς ὤμοις ὁμοίως διατιθέασι τῷ τε
ἀλλ ' ἔτι ταύτης αἱ κατὰ τοὺς Διδύμους καὶ τὸν Ὑδροχόον περιγειότεραι καὶ ἀλλήλαις ἔγγιστα ἴσαι , δῆλον , ὅτι
7542305 Εὐλαιον
Πολύκλειτος εἰς λίμνην τινὰ συμβάλλειν τόν τε Χοάσπην καὶ τὸν Εὔλαιον καὶ ἔτι τὸν Τίγριν , εἶτ ' ἐκεῖθεν εἰς
διάβασιν ἀνέζευξεν ἐπὶ πόλεως Βαδάκης , ἣ κεῖται παρὰ τὸν Εὔλαιον ποταμόν . οὔσης δὲ τῆς ὁδοιπορίας ἐμπύρου διὰ τὸ
7540910 συμπρακτορα
καὶ κατὰ πρόσωπον τῷ ἀνδρὶ λοιδορήσασθαι ὅτι μὴ καὶ τοῦτον συμπράκτορα ἔσχε τοῦ ἔργου : ὁ δὲ κρατῶν ἠγάσθη τε
τὸν σὸν ] καλεῖ . ἀξιοθάνατον ἢ τὸν σύμμοιρον καὶ συμπράκτορα Τυδέως , ἢ τὸν ἐγγὺς ὄντα θανάτου καὶ σύν
7525521 τενοντα
τὸ ἐπίσειον καὶ ἐς τὸν κενεῶνα καὶ τὰς ἰξύας καὶ τένοντα καὶ κοιλίην καὶ στῆθος , καὶ τὰς ὠμοπλάτας καὶ
' ἀλλήλων διίστανται , αἱ δ ' ἀρχαὶ ἐπὶ τὸν τένοντα ἁμματίζονται . καὶ οἱ μὲν διὰ τῆς περιοδίας εὔχρηστοι
7512389 Ἱππομεδοντα
ὁ υἱός . ἀνὴρ ] ἀνδρεῖος . ἄνδρα ] τὸν Ἱππομέδοντα . θ ᾑρέθη ] προεκρίθη . θ ᾑρέθη ]
γάρ ἐστι πούς . . κατ ' ἄνδρα ] τὸν Ἱππομέδοντα . ᾑρέθη ] προὐκρίθη . . ἐξιστορῆσαι ] γνῶναι
7512178 μοχλον
τῶν Μακεδόνων προασπίζοντος , καὶ ἐν τούτῳ οἱ μὲν τὸν μοχλὸν ὅτῳ εἴχετο ἡ κατὰ τὸ μεταπύργιον πύλη κατασχίσαντες ἐπ
ἵνα μὴ πλέον ἐξαιρομένη μετεωρίζηται τῷ καρκίνῳ ἢ ὥστε τὸν μοχλὸν ὑπωθεῖσθαι ἐπικλειομένων τῶν πυλῶν καὶ ἀνοιγομένων : τὸν δὲ
7503925 Ἡρακλεωτην
ἐπιλανθάνεσθαι . ἔναγχος δὲ δήπου καὶ πρὸς ἐμὲ ἐπαινῶν τὸν Ἡρακλεώτην ξένον ἐπεί με ἐποίησας ἐπιθυμεῖν αὐτοῦ , συνέστησάς μοι
ἐπιλανθάνεσθαι . ἔναγχος δὲ δήπου καὶ πρὸς ἐμὲ ἐπαινῶν τὸν Ἡρακλεώτην ξένον ἐπεί με ἐποίησας ἐπιθυμεῖν αὐτοῦ , συνέστησάς μοι
7501137 κοιτωνα
μένω μετ ' αὐτοῦ . “ καὶ εἰσελθοῦσα εἰς τὸν κοιτῶνα ἐπένθει . Τοῦ δὲ πότου προκόπτοντος ζητήματα πρὸς ἀλλήλους
. ἀπὸ δὲ τοῦ πότου αὐτὸν μὲν ἀπαλλάττεσθαι ἐθέλειν ἐπὶ κοιτῶνα εἰσὶν οἳ ἀνέγραψαν : Μήδιον δὲ αὐτῷ ἐντυχόντα ,
7498981 ἀποκρεμασας
ἐκκαλεῖσθαι . διόπερ ἀναβὰς ἐπί τινα πάσσαλον καὶ ἑαυτὸν ἐνθένδε ἀποκρεμάσας προσεποιεῖτο τὸν νεκρόν . τῶν δὲ μυῶν τις παρακύψας
τὸν σύλλογον , ἐμὲ δὲ ὁ Κυλλήνιος τοῦ δεξιοῦ ὠτὸς ἀποκρεμάσας περὶ ἑσπέραν χθὲς κατέθηκε φέρων ἐς τὸν Κεραμεικόν .
7497251 ὑποδωριον
ἑκάστῃ τῶν σφαιρῶν τασσομέναις , τὸν δὲ μιξολύδιον καὶ τὸν ὑποδώριον ὡς ἄκρους ταῖς βαρυτάταις καὶ νοτιωτάταις κατὰ τοὺς τροπικοὺς
ὡς ἔφην , Αἰολίδα αὐτὴν ἐκάλουν , ὕστερον δ ' ὑποδώριον , ὥσπερ ἔνιοί φασιν , ἐν τοῖς αὐλοῖς τετάχθαι
7496902 Λακυδην
, παρατιθέμενον ἱστορεῖν Ἀρκεσίλαον τὸν Πιταναῖον ἐν οἷς ἔφασκε πρὸς Λακύδην τὸν Κυρηναῖον . . : τοῦτο τὸ βιβλίον Ἀνδρόνικος
. ἀποβὰς δὲ τῆς νεὼς ἀνέβαινον εἰς ἄστυ καὶ παρὰ Λακύδην τὸν ξένον : ὃ δὲ τυχὸν ἴσως , ἐπεὶ
7495218 λειουσιν
ὀνυχοποιήσαντες μίγμα , καὶ λοιπὸν βάλλοντες , τὸν μὲν μόλυβδον λειοῦσιν καὶ τὸν κασσίτερον ὁμοίως λειοῦσιν , καὶ μίσγουσιν καὶ
βάλλοντες , τὸν μὲν μόλυβδον λειοῦσιν καὶ τὸν κασσίτερον ὁμοίως λειοῦσιν , καὶ μίσγουσιν καὶ πλύνουσιν , καθὼς λειοῦται ἔμπροσθεν
7486677 Ἀχιλεα
τὸ τοιοῦτον πάθος . ὁ δὲ νοῦς : ὅστις τὸν Ἀχιλέα τρώσας τῷ ἔρωτί σου τὸν τυπέντα ἤγουν τὸν Ἀχιλέα
φασὶ , καὶ τιμωρῶν ὁ Ἀπόλλων αὐτόθι παρεσκεύασεν ἀναιρεθῆναι τὸν Ἀχιλέα . ἐλέγετο δὲ ὁ Τρωίλος φύσει εἶναι υἱὸς τοῦ
7483838 ἀπευθυνετω
ἐπιδείσθω : κατόπιν δὲ τοῦ σωλῆνος νάρθηξ ἐντιθέμενος καὶ συνεπιδεόμενος ἀπευθυνέτω μετὰ τοῦ σωλῆνος τὸ μέρος . τοῖς δὲ μὴ
παρόρα ἐπὶ τὸν ἡγούμενον . Τὸν ἴδιον λόχον ὁ οὐραγὸς ἀπευθυνέτω . Συντήρει τὰ ἐξ ἀρχῆς διαστήματα . Ἐπὶ δόρυ
7479509 λατριον
τοὺς Μολιονίδας ὁ Ἡρακλῆς ἵν ' εἰσπράξηται τὸν Αὐγείαν . λάτριον δὲ μισθὸν τὸν ἀντὶ τῆς λατρείας καὶ ὑπηρεσίας .
τοῦ ἀπαιτητικῶς ἀπῄτει καὶ ἐζήτει τῷ Αὐγέᾳ τὸν μισθὸν τὸν λάτριον , τὸν ὑπέρβιον καὶ τὸν πολὺν ἑκὼν καὶ βουλόμενος
7475304 Ἀραξην
σὺ βούλεαι . Ὑστάσπης μὲν τούτοισι ἀμειψάμενος καὶ διαβὰς τὸν Ἀράξην ἤιε ἐς Πέρσας φυλάξων Κύρῳ τὸν παῖδα Δαρεῖον .
διόπερ ὁ Ἀλέξανδρος κατὰ σπουδὴν ἦγε τὴν δύναμιν καὶ τὸν Ἀράξην ποταμὸν ζεύξας διεβίβασε τοὺς στρατιώτας . προάγοντος δὲ τοῦ
7472325 Ὑρκανιον
προσάγεσθαι γῇ καὶ πέρατι τῷ Παμφυλίῳ : δεύτερον δὲ τὸν Ὑρκάνιον , ἐκ τοῦ Κρονίου κόλπου πληρούμενον . Ἔστι δὲ
τῇ γῇ καὶ περατοῦσθαι τῇ Παμφυλίᾳ : δεύτερον δὲ τὸν Ὑρκάνιον ἐκ τοῦ Κρονικοῦ κόλπου πληρούμενον . ἔστι δὲ καὶ
7470967 πλευμονα
ῥαγῇ τῶν φλεβίων τῶν λεπτῶν , τῶν κατακρεμαμένων ἐς τὸν πλεύμονα , ἢ τῶν συρίγγων τῶν διὰ τοῦ πλεύμονος τεταμένων
: εἰ δὲ ἔλθοι τι τούτων τῶν φαρμάκων ἐς τὸν πλεύμονα , δοκέει ἄν μοί τι μέγα ποιῆσαι κακόν :
7469739 μυκτηρα
πρὸς κράτημα τῆς εὐθείας , ἅμα δὲ συναπευθύνουσαν τὸν διαστραφέντα μυκτῆρα , μετὰ δὲ ταύτην ἄλλην συντελέσας περιείλησιν , τὸ
ἐστι : μαζοὶ δὲ αὐτῷ πρὸς ταῖς μασχάλαις εἰσί : μυκτῆρα δὲ κέκτηται χειρὸς παγχρηστότερον καὶ γλῶτταν βραχεῖαν : χολὴν
7465945 φυλιης
, ἢ φονευτικόν . φυλίης ε . . , : φυλίης : ὁ μὲν Ἡλιόδωρος γένος ἐλαίας , ὁ δὲ
ἄρ ' ὑπήλυθε θάμνους ἐξ ὁμόθεν πεφυῶτας : ὁ μὲν φυλίης , ὁ δ ' ἐλαίης . τοὺς μὲν ἄρ
7464777 χελυδρον
τέτυκται . Κῆρα δέ τοι δρυΐναο πιφαύσκεο , τόν τε χέλυδρον ἐξέτεροι καλέουσιν : ὁ δ ' ἐν δρυσὶν οἰκία
. ὡς τραχύδερμον δὲ διὰ τὸ γῆρας καὶ τὸν Ἀντήνορα χέλυδρον λέγει . σύγγαμβρος δὲ ἦν οὗτος Πριάμου ἔχων γυναῖκα
7463322 Κηφεα
Χαῖρ ' , ὦ φίλη παῖ : τὸν δὲ πατέρα Κηφέα ὅς ς ' ἐξέθηκεν ἀπολέσειαν οἱ θεοί . Σὺ
κίνδυνον ἢ μελῶν ἀποβολὰς ἢ ὑπὸ θηρίων ἀδικίας διὰ τὸν Κηφέα . κυριεύει δὲ στοιχείων ιʹ καὶ φʹ . Ἀνατέλλει
7459891 ὀνηλατην
τροφῆς ἀπολαύσει . ὕστερον δὲ ἰδὼν αὐτὸν ἀχθοφοροῦντα καὶ τὸν ὀνηλάτην ὄπισθεν ἑπόμενον καὶ ῥοπάλοις αὐτὸν παίοντα εἶπεν : ”
σωφρονιστὴν λόγον , διὰ ταύτης λοιδοροῦμεν λέγοντες , Νικᾷ τὸν ὀνηλάτην . Νύκτα δασεῖαν : τὴν χειμερίνην . Νῦν εἰς
7459545 σειραφορον
γραφὴν οὕτως ἠθικῶς λέγοντος , οἷον ” ἀπάξεις σὺ τὸν σειραφόρον εἰς μυλῶνα ἐπὶ τὸ ἀλήθειν “ ἀντὶ τοῦ ”
: εἰ μὴ ἄρα λέγει : ἄξεις σεαυτὸν ὡς τὸν σειραφόρον , ὅπου αὐτὸς ἐργάζῃ . πρὸς μὲν τὸ ”
7456084 Ἐλεατην
Πλάτων δὲ γενητόν . Οἱ περὶ Μέλισσον καὶ Ζήνωνα τὸν Ἐλεάτην καὶ Παρμενίδην γένεσιν καὶ φθορὰν ἀνῃρήκασιν ἀκίνητον εἶναι τὸ
εἶδος διηγεῖσθαι . Διαλόγους τοίνυν φασὶ πρῶτον γράψαι Ζήνωνα τὸν Ἐλεάτην : Ἀριστοτέλης δὲ ἐν πρώτῳ Περὶ ποιητῶν Ἀλεξαμενὸν Στυρέα
7452472 κοππατιαν
“ ἐκ τοῦ δανείου ἐκείνου τί ἠγόρασα ; ” τὸν κοππατίαν : κοππατίας ἵππους ἐκάλουν οἷς ἐγκεχάρακτο τὸ κ στοιχεῖον
ἔχοντα κ εἰς τὸν μηρόν , τὸν ἵππον τὸν καλούμενον κοππατίαν . τάλας ] ἄθλιος ὑπάρχω , ὁ ἄθλιος .
7451598 κεφαλον
' ἐκ Γαίσωνος , ὅταν Μίλητον ἵκηαι , κεστρέα τὸν κέφαλον καὶ τὸν θεόπαιδα λάβρακα . εἰσὶ γὰρ ἐνθάδ '
ἀποθανοῦσιν αὐτῶν . ὀπηδεῖ : ἐπακολουθεῖ . Κεστρέα : τὸν κέφαλον . Φέρβειν : ἔχειν , φυλάσσειν . πρηΰτατον :
7447090 ἰουλον
τινὰ καρπὸς οὗτος . ἀλλ ' ἡ Ἡρακλεωτικὴ καρύα τὸν ἴουλον καὶ ἡ πρῖνος τὸν φοινικοῦν κόκκον ἡ δὲ δάφνη
Δημητρίουλοι καὶ καλλίουλοι . καὶ πλεῖστον οὖλον οὖλον ἵειπ , ἴουλον ἵειη . ἄλλοι δὲ ἐριουργῶν φασιν ᾠδὴν τὸν ἴουλον
7446501 κατακλιθεντα
. διόπερ πρόβατον τεθυκέναι φήσας πρὸς ἑστίασιν αὐτὸν ἐκάλεσε βουλόμενος κατακλιθέντα αὐτὸν καταγωνίσασθαι . ὁ δὲ ἐλθὼν καὶ θεασάμενος λέβητάς
φησιν ἐν τῇ γʹ τῶν ἱστοριῶν τὸν Μίλωνα ταῦρον καταφαγεῖν κατακλιθέντα πρὸ τοῦ βωμοῦ τοῦ Διός : διὸ καὶ ποιῆσαι
7439552 ὀπισθομηρῳ
# νο α ∠ ʹ εʹ ὁ ἐν τῷ δεξιῷ ὀπισθομήρῳ . . . . . . . . .
Ὑδροχόου ια γʹ νο ε δʹ ὁ ἐν τῷ ἀριστερῷ ὀπισθομήρῳ . . . . . . . . .
7435610 τρυχνον
τὴν πόαν . θηλυκῶς λέγουσι τὴν τρύχνον , οὐ τὸν τρύχνον . [ σὺν τῷ σ δὲ στρύχνον οὐδαμοῦ εὗρον
' ἐπὶ καιροῦ τινος εὐφυΐας καὶ ἀρετῆς . σῷ ταινία τρύχνον : τὴν πόαν . θηλυκῶς λέγουσι τὴν τρύχνον ,
7421506 τυλον
μέλανοϲ καθιεμένη ἐν δύο που ἢ τριϲὶν ἡμέραιϲ ἀφίϲτηϲι τὸν τύλον . κείϲθωϲαν δὲ ἐν τῇ τρίτῃ τάξει τῶν θερμαινόντων
φησιν , ἔκαμον τὸν ὦμον βαστάζων , ἴστω Ἡρακλῆς . τύλον δὲ ἀρσενικῶς καὶ τύλαν θηλυκῶς ἔλεγον τοῦ ὤμου τὸ
7420875 διηλλαγμενον
σοι . δείξας οὖν ἡμῖν τὸν ὀργιζόμενον δεῖξον καὶ τὸν διηλλαγμένον . Εὖ παθεῖν ἀξιῶ παρὰ σοῦ κατ ' ἄλλο
ἀναλίσκοντα τῇ νόσῳ τὸν στρατόν , μικρὸν δ ' ὕστερον διηλλαγμένον τῶν θεωρῶν ἡκόντων καὶ τεθυκότων ; ὃ δ '
7413188 Ὀδιον
θέλουσιν , οἷον Ἁλίζων Ἁλίζωνος , Ε ἀρχὸν Ἁλιζώνων , Ὀδίον μέγαν , ἔκβαλε δίφρου : Ὀνάσων Ὀνάσωνος , Τελέσων
ἕκαστος ἡγεμόνων : πρῶτος δὲ ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων ἀρχὸν Ἁλιζώνων Ὀδίον μέγαν ἔκβαλε δίφρου : πρώτῳ γὰρ στρεφθέντι μεταφρένῳ ἐν
7411651 ᾠδον
ἐπὶ φόνῳ κρανθεῖσα : τίνα προσῳδόν : θρηνητικὴν στοναχήν : ᾠδόν : ἀντὶ τοῦ θρῆνον : τὸ δὲ τίνα πρός
Μεγαρικαὶ σφίγγες : πόρνας τινὰς οὕτως ἐκάλουν . Μετὰ Λέσβιον ᾠδόν : ἐπὶ τῶν τὰ δεύτερα φερομένων . Μηδικὴ τράπεζα
7410046 Ἀνδρονικον
ἔφην . ὁ δὲ τί οὖν οὐ γράφεις πρὸς τὸν Ἀνδρόνικον ; ἔφη . πείθομαι δὴ καὶ ἐπιστέλλω καὶ λέγω
φυγὴν ἐξορμήσας ἑάλω , ἤδη δὲ καὶ οἱ περὶ τὸν Ἀνδρόνικον ὑπὸ τῶν πολεμίων πλεονεκτούμενοι ἐτράπησαν πρὸς τὸ φεύγειν .
7407874 ἱσταντα
ἐπήγαγεν : εἶτα τὸν τοῦτο τὸ μηχάνημα ἐπὶ τὴν πόλιν ἱστάντα . Τοῦτο μὲν οὖν τὸ σχῆμα τῆς ὀνομασίας βαρύτερόν
καὶ μάχης ἄπαυστον κάμνουσιν ἀνθρώποις καὶ ἀπειρηκόσιν : οὐδέ γε ἱστάντα ἐπὶ πλάστιγγος ἀνθρώπων ἡμιθέων κῆρας ἢ στρατοπέδων ὅλων ,
7398853 κυτταρον
. . . μυχαίτατον . Θεόφραστος . . . ὥσπερ κύτταρον . , , ; ) ἀλλὰ γὰρ κηφῆνες :
; ” ὡς ἐν οὐρανῷ αὐτῶν οἰκούντων . τινές φασι κύτταρον τὸ ὑψηλότατον τοῦ οὐρανοῦ . λέγουσι γὰρ κοῖλον εἶναι
7394115 Τιφυν
τὸν Τῖφυν : ὁ δὲ Αἰσχύλος ἐν τῆι Ἀργοῖ τὸν Τῖφυν Ἶφυν καλεῖ . Κατάλογ . : Λήμνιοι . Κατάλογ
/ : . . . Φερεκύδης δὲ Ποντέως ἱστορεῖ τὸν Τῖφυν : ὁ δὲ Αἰσχύλος ἐν τῆι Ἀργοῖ τὸν Τῖφυν
7389218 ϲτομαχον
β καὶ ἀμμωνιακὸν καὶ ϲαγαπηνόν , ταῖϲ δὲ δυϲπαθεϲτέραιϲ τὸν ϲτόμαχον καὶ ὀποπάνακοϲ βραχὺ ϲφαιρωθὲν καὶ ἐν ἀπέφθῳ μέλιτι βραχέν
τὸν χυλὸν καὶ τὴν γαϲτέρα πρὸϲ ἔκκριϲιν ἐπεγείρει καὶ τὸν ϲτόμαχον ἐνίοτε δάκνει καὶ μάλιϲτ ' ἐφ ' ὧν εὐαίϲθητόϲ
7383761 Μαθουσαλα
θεοῦ ζῶντι ἢ θάνατος ὁ ψυχῆς ; οὗτος δὲ ὀνομάζεται Μαθουσάλα , ὃς ἑρμηνευθεὶς ἦν ἀποστολὴ θανάτου . διὸ τοῦ
ὁ μὲν Ἐνώχ , καθάπερ εἶπον , χάρις σου , Μαθουσάλα δ ' ἐξαποστολὴ θανάτου , ὁ δ ' αὖ
7380204 ἀστραγαλον
ἡμέραν , κογχύλης ὄστρακον κεκαυμένον ἐπίπασσε τῷ τόπῳ λεῖον ἢ ἀστράγαλον χοίρου κεκαυμένον ἢ μόλυβδον κεκαυμένον ἐπίχριε μετ ' οἴνου
' ἔβαλεν κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ , νείατον ἀστράγαλον , ἀπὸ δ ' ἄμφω κέρσε τένοντε : τοῦ
7378041 ἀντονομαζοντα
ἐπὶ τῶν ὅρων τὰ ἁπλᾶ ἄπειρά ἐστιν : τὰ δὲ ἀντονομάζοντα καὶ ἐμπίπτοντα ὀλίγα : πλεῖστα δὲ καὶ τὰ κατὰ
τῶν ὅρων τὰ μὲν ἁπλᾶ ἄπειρά ἐστι , τὰ δὲ ἀντονομάζοντα καὶ ἐμπίπτοντα ὀλίγα , πλεῖστα δὲ τὰ κατὰ δύο
7377105 καλλιχθυν
τιν ' ἀντιάσαι λώβην ἁλός : ἢν δ ' ἐσίδωνται κάλλιχθυν , τότε δή σφι νόον μέγα θάρσος ἱκάνει :
, . * . . Ἀνθίαν : ἀνθίαν τινὲς καὶ κάλλιχθυν καλοῦσι καὶ καλλιώνυμον καὶ ἔλλοπα . , . ,
7368388 Σθενελον
ἔνθα καὶ ἑτέρους παῖδας ἐξ Ἀνδρομέδας γεννᾷ , Ἀλκαῖον , Σθένελον , Ἕλειον , Μήστωρα , Ἠλεκτρύονα καὶ Γοργοφόντην †
. τρίτον δέ φασιν εἶναι τῶν ἀπελθόντων ἐν Κολοφῶνι τὸν Σθένελον τὸν υἱὸν Καπανέως τοῦ κατασκάψαντος τὰ τείχη τῶν Βοιωτικῶν
7366592 Ἀρχεβιαδην
μηδὲν ζημιώσομαι . εἰπεῖν μὲν οὖν μοι ταῦτα πρὸς τὸν Ἀρχεβιάδην καὶ τὸν Ἀριστόνουν καὶ πρὸς αὐτὸν δὲ τὸν Κηφισιάδην
ἀποδοῦναι τὸ ἀργύριον , τὸν δὲ Κηφισιάδην δεῖξαι αὑτῷ τὸν Ἀρχεβιάδην , καὶ ὅτε Κάλλιππος προσῆλθεν τὸ πρῶτον πρὸς τὴν
7366369 Κορισκον
; εἰ δὲ ἐν ταῖς προτάσεσιν ἀποδώσει τὸ ἁπλῶς τὸν Κορίσκον λέγειν , ἐν δὲ τῷ συμπεράσματι ὅτι οὐκ οἶδα
καὶ ἓν σημαίνει , ἀλλὰ πολλά , τόν τε ὁρώμενον Κορίσκον καὶ τὸν κεκαλυμμένον , ὥσπερ οὐδὲ ἐκεῖ , ἤγουν
7365670 παραγε
Γεώργιος , καὶ θέλῃς ἀκριβεστάτην αὐτοῦ τὴν κλίσιν ἐργάσασθαι , πάραγέ μοι τὸν Μενέλαον , ὅν σοι ἀντὶ κανόνος ὁ
Γεώργιος , καὶ θέλῃς ἀκριβεστάτην αὐτοῦ τὴν κλίσιν ἐργάσασθαι , πάραγέ μοι τὸν Μενέλαον , ὅν σοι ἀντὶ κανόνος ὁ

Back