τὸ ἐπιῤῥέον . ἐγὼ γοῦν ἐπὶ πολλῶν οἶδα μη - δενὸς ἄλλου δεηθεὶς , ἀλλὰ καὶ πάνυ καταχρησάμενος αὐτῷ ,
βλαβήσεται . Σελήνης δυνούσης , Ἄρεως ἐπιδυομένου , μη - δενὸς ἀγαθοποιοῦ μαρτυροῦντος τῇ Σελήνῃ κάκιστον θάνατον τῷ φυγόντι δηλοῖ
6819298 δεις
γένος ἔχοντες . τοῦτο σχῆμα . ὅρος σχήματος . πολλοῦ δεῖς . λείπῃ καὶ ἐνδεὴς εἶ εἰπεῖν : οἷον πολλοῦ
Ὁμήρου ἐπίστασαι καὶ φάσκων ἐπιδείξειν , ἐξαπατᾷς με καὶ πολλοῦ δεῖς ἐπιδεῖξαι , ὅς γε οὐδὲ ἅττα ἐστὶ ταῦτα περὶ
6150395 ἐπιθυμησεις
, οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου , οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν οἰκίαν αὐτοῦ οὐδὲ τὸν ἀγρὸν αὐτοῦ οὐδὲ τὸν
οὐ ψευδομαρτυρήσεις κατὰ τοῦ πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδῆ , οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου , οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν
6087963 ἐφρασατ
κέλευθα ἀνομένων ἐτέων . τά τις ἀνδρῶν οὐκέτ ' ἐόντων ἐφράσατ ' : οὐδ ' ἐνόησεν ἅπαντ ' ὀνομαστὶ καλέσσαι
κέλευθα ἀνομένων ἐτέων , τά τις ἀνδρῶν οὐκέτ ' ἐόντων ἐφράσατ ' ἠδ ' ἐνόησεν ἅπαντ ' ὀνομαστὶ καλέσσαι ἤλιθα
5987287 μεμψεται
μιμνῃσκόμενος . ποίαν δέ τις ἑλόμενος ἐπιτήδευσιν ἢ τέχνην οὐ μέμψεται καὶ τοῖς παροῦσι χαλεπανεῖ ; τὰς χειρωνακτικὰς ἐπέλθωμεν καὶ
τοῖς παλαιοῖς εἴρηται περὶ τούτων , καὶ μηδεὶς διὰ τοῦτο μέμψεται . καὶ γὰρ ὅσα καὶ ἡμῖν δέδωκεν ὁ χρόνος
5904252 ἐνεκαλεσεν
ἰδεῖν οὐ βούλεσθε ; ταχύ γ ' ἂν ὁ τοιοῦτος ἐνεκάλεσεν τῷ θεῷ καταπεπομφότι αὐτὸν ὡς παρ ' ἀξίαν αὐτῷ
καὶ τὴν πόλιν τὴν ἡμετέραν οἱ ἀστυγείτονες , καὶ οὐδεὶς ἐνεκάλεσεν οὔτε ξένος οὔτε ἰδιώτης τῶν παρ ' ἡμῖν οὔτε
5879654 νενικηκεν
δ ' οὑτοσί , καὶ οὕτως ἐκ πολλοῦ τοῦ περιόντος νενίκηκεν , ὥστε καὶ παρὰ τοῖς ἀνταγωνισταῖς ἡμῖν , οὓς
εἶναι Θήρωνος . οὗτος δὲ ὁ Ξενοκράτης οὐ μόνον Ἴσθμια νενίκηκεν ἵπποις , ἀλλὰ καὶ Πύθια κδʹ Πυθιάδα , ὡς
5800036 Ἱπποκλειδῃ
ἐρίθακος δέ ἐστιν ὄρνεον μονῆρες καὶ μονότροπον . οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ : παροιμία , ἧς μέμνηται Ἕρμιππος ἐν Δημόταις .
: ἔλεγον δὲ ἐπὶ τῶν ἀργύριον τελούντων . Οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ : ὁ Τισάνδρου Ἱπποκλείδης μέλλων γαμεῖν Ἀγαρίστην τὴν Κλεισθένους
5795583 ὠφλε
κἂν ὑπὸ τῶν ἐκείνου παίδων ἀκούσῃ κακῶς , πεντακοσίας καταδικασθεὶς ὦφλε τῷ δημοσίῳ , τριάκοντα δὲ τῷ ἰδιώτῃ . Ὑπερείδης
καὶ μὴ θαυμάζετε , ὦ ἄνδρες δικασταί , ὅτι τοσαῦτα ὦφλε χρήματα . ἔρημον γὰρ αὐτὸν λαβόντες [ αὐτοῦ τε
5787080 παρακυψεως
παρεχόντων . Ὄνου πόκοι : ἐπὶ τῶν ἀχρήστων . Ὄνου παρακύψεως : ἐπὶ τῶν μάτην συκοφαντουμένων . Ὄνου σκιά :
Κῶς , ἐκεῖνον οὐδὲ Αἴγυπτος : παροιμία * * ὄνου παρακύψεως : ὄνου παρακύψαντος ὄρνιθες πτοηθεῖσαι ἱστὸν ἀνέρρηξαν . ὁ
5771410 Λαμπου
. Λάμπη , πόλις Κρήτης , Ἀγαμέμνονος κτίσμα , ἀπὸ Λάμπου τοῦ Ταρραίου . τὸ ἐθνικὸν Λαμπαῖος . Κλαύδιος δὲ
φέρτατος ἀνδρῶν , Λαομεδοντιάδηςἡ διπλῆ ὅτι οὗτος Τρωικὸς Δόλοψ , Λάμπου υἱὸς τοῦ ἀδελφοῦ Πριάμου , ὁμώνυμος τῷ ἐν τῇ
5740927 μυθολογος
ἤμην . Περὶ ψυχῆς : „ καὶ αὐτὸς οὐκ ἦ μυθολόγος . „ ἢ σὺν τῷ ν . Ἦ γάρ
Χῖος λέγων , πεπιστεύσθω : ἐμοὶ δὲ δεινὸς εἶναι δοκεῖ μυθολόγος καὶ ἐν τούτοις καὶ ἐν ἄλλοις δέ . .
5707743 δεδρακεν
λέγων δὲ ἔπεισεν αὐτὸν ὡς χρή , εἰ μὴ καὶ δέδρακεν , αὑτόν τε ἄδειαν ποιησάμενον σῶσαι καὶ τὴν πόλιν
νόμους ὑπερβαίνουσα τοὺς προκειμένους : ὕβρις δ ' , ἐπεὶ δέδρακεν , ἥδε δευτέρα , τούτοις ἐπαυχεῖν καὶ δεδρακυῖαν γελᾶν
5674087 Εὐθυδημῳ
ἐπὶ τῶν μικρῶν διφριδίων λέγουσι τὰ σκωλύθρια : Πλάτων ἐν Εὐθυδήμῳ : ὥσπερ οἱ τὰ σκωλύθρια τῶν μελλόντων καθιζίσεσθαι ὑποσπῶντες
δὲ μέθοδον εὕροιμεν ἂν ὑπὸ τοῦ Πλάτωνος ὑπογεγραμμένην ἐν τῷ Εὐθυδήμῳ , εἰ ἀκριβῶς ἐντύχοιμεν τῷ βιβλίῳ , ὥστε ἐν
5664763 ἀπολουμενου
ἐν τῷ Λύσιδος κήπῳ μετὰ Θεττάλης καὶ τοῦ κάκιστ ' ἀπολουμένου Στρογγυλίωνος , ὃς ταύτην αὐτῷ προὐμνηστεύσατο τὴν ἐρωμένην ἐμοί
οὐ γὰρ ἐβουλόμην διὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν τῶν εὐτυχημένων μοι προσαγγελίαν ἀπολουμένου σου τὸν οὐκ ὀρθῶς ὄντα δοκεῖν ἄνθρωπον ἀνῃρηκέναι .
5658870 ἀπτως
πάντως τὸν αὐτόν : ἰδοὺ γὰρ τὸ μὲν ἱδρώς καὶ ἀπτώς καὶ ἀγνώς ὀξύνονται , τὸ δὲ ἱδρῶτος καὶ ἀπτῶτος
Τὰ ἀπὸ παρακειμένου συντεθέντα διὰ τοῦ ΤΟΣ κλινόμενα ὀξύνεται : ἀπτώς ἀγνώς . Τὰ εἰς ΩΣ σύνθετα ἀπὸ τῶν εἰς
5648000 ἐξοινος
τὰ δύο ὁ - ρῶν οἴεται τέσσαρα , ὥσπερ ἂν ἔξοινός τις ὢν οὗτος καὶ κραιπαλῶν τύχη , οἷα μὲν
τὰ δύο ὁ - ρῶν οἴεται τέσσαρα , ὥσπερ ἂν ἔξοινός τις ὢν οὗτος καὶ κραιπαλῶν τύχη , οἷα μὲν
5647455 ψευδομενου
, ἀληθῶς , ὡς ὑπεσχόμην , ἐπαινέσαντα αὐτὸν μὴ συγχωρήσητε ψευδομένου αἰτίαν λαβεῖν με . ὕμνον . εἰς λήθην ἦλθον
] Τίνες οἱ τρόποι τοῦ ἐπίστασθαι αʹ , Περὶ τοῦ ψευδομένου αʹ βʹ γʹ , Τὰ πρὸ τῶν τόπων αʹ
5643195 ἐνηλλακται
ἐρέει : ἤτοι ὅτι ὁ κέ περισσὸς ἢ τὸ ῥῆμα ἐνήλλακται , ἐρέει ἀντὶ τοῦ εἴποι ἄν . . .
ἐπὶ τοῦ ἀργὸς καὶ ἄργος : ὁ γὰρ τόνος ἐνταῦθα ἐνήλλακται , καὶ τὸ παροξυνόμενον σημαίνει πόλιν τινὰ ἐν Πελοποννήσῳ
5638591 ἐγκαλουντος
. εὑροῦσαι δὲ παρέσχον τῇ Ἀθηνᾷ , καὶ Ἀπόλλωνος αὐτὴν ἐγκαλοῦντος , ἡ Ἀθηνᾶ ἔῤῥιψε τὰς ψήφους ἐν τόπῳ τῆς
μὲν Φίλιππον αἰτιωμένων ἄρχειν τοῦ πολέμου , Φιλίππου δὲ Ἀθηναίοις ἐγκαλοῦντος . τὰς δ ' αἰτίας , δι ' ἃς
5627882 Ἀδειμαντος
οἶμαι , Σάμιππε , προῄεις , μετὰ σὲ δὲ ὁ Ἀδείμαντος ἦν , εἶτ ' ἐγὼ μετ ' ἐκεῖνον ἐχόμενος
εἶχόν τι λέγειν πρὸς ταῦτα , ὁ δὲ ἀδελφὸς αὐτοῦ Ἀδείμαντος , Οὔ τί που οἴει , ἔφη , ὦ
5612723 Θερσιτῃ
' αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν . ἀμφίβολον γὰρ πότερον ἐπὶ τῷ Θερσίτῃ ἀχνύμενοι , ὅπερ ἐστὶ ψεῦδος , ἢ ἐπὶ τῇ
χρυσοῦ χρυσὸν περιχεῖς Ἀφροδίτῃ δὴ τοὺς λόγους παρεικάζων οὓς ἐγὼ Θερσίτῃ . καὶ πρᾶγμα δὴ κινδύνου γέμον διὰ φιλίαν ὑπομένεις
5583240 μεμψεσθαι
, ὑπήγαγον ἐς χεῖρας τὰς ἐμάς , ὥστε σε μὴ μέμψεσθαι τὴν ἀπ ' ἐμέο τοι ἐσομένην δίκην . Ὡς
τοῖς δ ' ἄλλοις πολίταις τε καὶ νεοπολίταις προύλεγεν οὐδενὶ μέμψεσθαι περὶ οὐδενός . Ὧν ἀναγινωσκομένων δέος ἅπαντας ἐπεῖχε ,
5579560 κλεψεις
οὔ , παραινῶν : οὐ φονεύσεις οὐ μοιχεύσεις , οὐ κλέψεις , οὐ ψευδομαρτυρήσεις ; ἀλλ ' εἰ σοφίζονται τὰ
„ λέγων , ” οὐ φονεύσεις , ” „ οὐ κλέψεις „ καὶ τὰ ἄλλα ταύτῃ . λεκτέον οὖν ἓν
5562472 Πολυιδῳ
μὴ τὸ σκάφιον αὐτῇ παρῆν ; ἄμφω δὲ παράλληλα ἐν Πολυίδῳ Ἀριστοφάνης σκάφιον Ξένυλλ ' ᾔτησεν : οὐ γὰρ ἦν
εἰς Ἰταλίαν , ἡ δὲ Ῥηναία ἐλ - θόντι τῷ Πολυίδῳ λέγει ὅτι ἀπέδρα ἡ Ἀνθία , κἀκεῖνος ἐκ τῶν
5537757 Φημιου
τῶν πάντων ὑπερεῖχε . χρόνου δὲ ἐπιγενομένου ἀνδρούμενος οὐδὲν τοῦ Φημίου ὑποδεέστερος ἦν ἐν τῇ διδασκαλίᾳ . καὶ οὕτως ὁ
ὁ δὲ Αἰγεὺς Πανδίονος υἱὸς ἦν , ἀλλ ' οὐ Φημίου . πάλαι δοκεύει : Θησεὺς ὑπόνοιαν παρέσχεν ὅτι μέλλει
5523312 δεσποζω
ἐστίν : δύο μὲν ὑπὲρ δύο συλλαβάς : ἁρμόζω : δεσπόζω : καὶ δισύλλαβον ἓν τὸ ὄζω : τοῦτο δὲ
, οὐδὲ προσλαμβάνει τὸ ἄρθρον , ἀνθρώπου ἀκούω , ἀγροῦ δεσπόζω . . Σὺν δυσὶν ἄρθροις λέγεται ἐν προσηγορικοῖς ,
5518187 Βησσα
ἡ πρότερον καλουμένη Διόσπολις . τὸ ἐθνικὸν τὸ αὐτό . Βῆσσα , πόλις Λοκρῶν . Ἡρωδιανὸς δι ' ἑνὸς σ
βήρ γὰρ τὸ φρέαρ παρ ' αὐτοῖς . . . Βῆσσα : πόλις * * * . . . Βισαλτία
5506077 ἐξαπτομενος
ἄλλου σώματος : αὔξεται μὲν γὰρ ψύχων τοὺς πόδας , ἐξαπτόμενος ἐκ τοῦ θώρηκος , ἐς τὴν κεφαλὴν ἀναπέμπων τὴν
, ἔν τε τῷ ἡλίῳ τεθεὶς διαχεόμενος καὶ πρὸς λύχνον ἐξαπτόμενος , οὐ ζοφώδης τῇ φλογί . δολοῦσι δ '
5505457 ᾐτιασατο
κατηγορεῖν ; οὐ τοίνυν κατηγόρησεν οὐδὲ εἷς , οὐδ ' ᾐτιάσατο . ἀλλὰ μὴν καὶ διαψηφίσεις ἐξ ἀνάγκης ἐγένοντο τοῖς
λέγουσιν : ὁ δεῖνα τόδε ἐπολιτεύσατο . . . . ᾐτιάσατο ] ἀντὶ τοῦ κατηγόρησεν . . . ἀπὸ κοινοῦ
5502935 κτεις
ὀνόματα μονοσύλλαβα διὰ τοῦ νος κλίνεται , εἷς ἑνός , κτείς κτενός , δείς δενός : τὰ δὲ ὑπὲρ μίαν
τούτου χάριν ἔτρεψε τὸ ν εἰς τὸ ς καὶ γέγονε κτείς , καὶ ἐφύλαξε τὴν αὐτὴν κλίσιν , τουτέστι τὴν
5502367 οἰκτειρω
βασιλέα τὸν αὑτοῦ μεγαλωστὶ μέμφομαι : Ἀλέξανδρον δὲ τῆς συμφορᾶς οἰκτείρω , ὅτι δυοῖν κακοῖν ἐν τῷ τότε ἡττημένον ἐπέδειξεν
ἄκρητον ἀφειδῶς ἔσπασας , ὥστε φρενῶν ἐκτὸς ὄλισθες ἑῶν ; οἰκτείρω δ ' οὐ τόσσον , ἐπεὶ θάνες , ἀλλ
5501422 στυλου
ἔστιν ναός τις καὶ στῦλος εἷς , καὶ ἐπάνω τοῦ στύλου πόλεις δεκαδύο , καὶ τούτων ἑκάστη τριάκοντα δοκοῖς ἐστεγασμένη
δὲ πάχη τῆς διαμέτρου δακτύλων Ϛʹ . εἶτα ἀπὸ τοῦ στύλου τὰ κατατεθέντα βέλη ἐναποστήσας ἀπὸ τοῦ Θ . .
5499002 ἐοργε
ἄλλον : ὢ πόποι ἦ δὴ μυρί ' Ὀδυσσεὺς ἐσθλὰ ἔοργε βουλάς τ ' ἐξάρχων ἀγαθὰς πόλεμόν τε κορύσσων :
οὐκέτ ' ἀνεκτῶς Ἕκτωρ Πριαμίδης , καὶ δὴ κακὰ πολλὰ ἔοργε . Τὴν δ ' αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη
5495500 προτιμᾳ
πράττεται μᾶλλον ἢ διὰ καλόν τι ; εἰ γάρ τις προτιμᾷ τὸ μὴ πάσχειν τι φοβερὸν τοῦ καλόν τι πρᾶξαι
ἱερῶν καὶ θνητὰ ἀθανάτων καὶ συνόλως τὸ δοκεῖν τοῦ εἶναι προτιμᾷ . καὶ ἐπιτολμήσας αὐτοκέλευστος εἰς τὴν τοῦ συμβούλου παρέρχεται
5477283 φονευσεις
“ Ἔτι περὶ δικαιοσύνης : ” Οὐ μοιχεύσεις , οὐ φονεύσεις , οὐ κλέψεις , οὐ ψευδομαρτυρήσεις κατὰ τοῦ πλησίον
' , ὡς μάθηις περαιτέρω . ἴθ ' , οὐ φονεύσεις παῖδ ' ἐμόν , λεῖπε χθόνα . ὦ θύγατερ
5474733 συναπερχεται
ἅπαξ τοῦ γάμου καὶ τὰ ὀνόματα τὰ διὰ τὸν γάμον συναπέρχεται . διακέκρικε δ ' αὐτὰ σαφῶς Ὅμηρος . ἤ
: τοῦτο γὰρ τὸ ἔτι ἐγκείμενον ἴσως . Καὶ εἰ συναπέρχεται δὲ τῇ ἄλλῃ ψυχῇ , οὐ τεκμήριον τοῦτο τοῦ
5473738 πλειος
πλέω νύξ ἀντὶ τοῦ πλήρης . . πρός : . πλεῖος πλέος πλέων : Κ , , πλήρης . .
τούτων κλίνοιτο , οὐκ ἀποκριτέον ἀσκέπτως : ἔστι γὰρ ὁ πλεῖος καὶ ὁ πλείων , Ἄρειος καὶ ἀρείων , καὶ
5462444 ὀνειροκριτης
, ταῦτα γὰρ ἐν τῇ συνθέσει βαρύνονται , οἷον δικαιοκρίτης ὀνειροκρίτης φιλαλήθης μισαλήθης : ἰδοὺ ταῦτα ἐν τῇ συνθέσει ἐβαρύνθησαν
φυγῆς ] φυγῇ κατεδικάσθη Ξενοφῶν . . . . οὗτος ὀνειροκρίτης ἦν , καὶ ὡς ἔκρινεν εἴ τι ἀπέβαινεν ,
5461441 τετραδων
παραιτουμένοις ταῦτα ἕτοιμον Ὀλυμπίων εἴργεσθαι . περὶ μὲν δὴ τῶν τετράδων τοσαῦτα . * * * Τούτοις ἑπόμενοι σοφίαν τε
τίς ὁ παραλογισμὸς οὗτος , ὅτι ἐπὶ μὲν τῶν δύο τετράδων τὴν ἑβδόμην λέγομεν κρίσιμον καὶ οὐχὶ τὴν ὀγδόην ,
5457547 αἱμυλος
τοῦ ποιητοῦ . Χρεμύλος γὰρ ἀπὸ τοῦ χρέος καὶ τοῦ αἱμύλος ὁ ἀπατεών , ὁ ἀπατῶν τοὺς χρεοφειλέτας : καὶ
δὲ ἦσαν ἐρασταὶ πάνυ πολλοί . εἷς δέ τις αὐτῶν αἱμύλος ἦν , ὃς οὐδενὸς ἧττον ἐρῶν ἐπεπείκει τὸν παῖδα
5447444 μαγοισι
ὃς ὀυκϊ δ ' ἀστερ ' ὀυδιζωνεδίζητο , οὐ πὰρ μάγοισι πῦρ ἱερὸν ἀνέστησεν , ὥσπερ νόμος , ῥάβδοισι τοῦ
ἀνευρὼν Ἀσσυρίηθεν χρυσοῦ τιμήεντος ἀρείονα δεῦρο κόμισσε , μυρία κεῖθι μάγοισι πορὼν πολυΐδμοσι δῶρα . Εἰ δ ' ἄγε δέχνυσο
5444933 προπαππος
ὅλως δὲ αὐτὸν ἀποσεμνύνουσι διαπεφυκότα τὸ γένος εἰς θεούς . πρόπαππος γὰρ ὁ Ζεὺς καὶ πάππος ὁ Ποσειδῶν , ὁ
, ἔλαττον ἐνέγκασθαι ἢ περὶ ὧν ὁ πάππος αὐτοῦ καὶ πρόπαππος ἔγνωσαν ἐπισφραγιζόμενοι τὰ ἡμέτερα ἔθη μετὰ πάσης ἐπιμελείας .
5436478 μεινειε
ὁ λόγος περὶ αὐτοῦ , δεύτερος δ ' ὡς αὐτόθι μείνειε μέχρι καταστροφῆς τοῦ βίου , τρίτος δ ' ὁ
οὕτως ὡς οὐδ ' ἂν εἷς δοῦλος ὑπὸ δεσπότηι διαιτώμενος μείνειε : σιτία τε σιτῆι καὶ ποτὰ πίνεις τὰ φαυλότατα
5422572 παρηκουσεν
μὴ κοινωνεῖν τῇ γυναικὶ μηδὲ συνουσιάζειν αὐτῇ , οὗτος δὲ παρήκουσεν αὐτοῦ καὶ ἐγένετο ἀνόμως πατήρ , διὰ τοῦτο ἐμίσησεν
φησὶν ὁ Δίδυμος ἐν τῷ τοῦ δράματος ἐξηγητικῷ , ὅτι παρήκουσεν Ὁμήρου λέγοντος : πέμπτῳ δ ' ἀμφίθετον φιάλην ἀπύρωτον
5418137 Ἡρακλους
Ἡράκλεις : Ἥρακλες δὲ κατὰ συγκοπήν : ἡ μέντοι συνῃρημένη Ἡρακλοῦς ἐν χρήσει οὐχ εὕρηται . Αἱ ὑπόλοιποι πτώσεις πρόδηλοι
ὁ Ἡρακλῆς τοῦ Ἡρακλέος Ἡρακλοῦς : ἰστέον δὲ ὅτι ἡ Ἡρακλοῦς γενικὴ οὐχ εὑρίσκεται ἐν χρήσει . Ἡρακλέϊ Ἡρακλεῖ :
5416286 μανικων
] δὲ φρενοπλήκτων ] τῶν τὰς φρένας πληγέντων , τῶν μανικῶν τ ' ] καὶ τί γὰρ ] ἤγουν οὐδέν
θεῶν , οἷς ἂν καλλιεροῦντες ἕκαστοι θύωσι , κατηργάσατο ἀντὶ μανικῶν ἡμῖν διαθέσεων ἕξεις ἔμφρονας ἔχειν . καὶ ταῦτα ,
5415477 κομω
' ἐλήλυθεν . κἀγὼ μὲν τοιοῦτος ἀνὴρ ὢν ποητὴς οὐ κομῶ , οὐδ ' ὑμᾶς ζητῶ ' ξαπατᾶν δὶς καὶ
; ἀλλ ' οὐ φαῦλον τριβώνιον ; ἀλλ ' ὅτι κομῶ καὶ γένεια ἔχω ; τοῦτο δ ' ἴσως οὐ
5409130 Μητι
† τοξύλον : ἠ σκληρον γινεται . η μαλακόν † Μήτι θεοὺς ἐπίορκος ἐπόμνυθι : οὐ γὰρ ἀνεκτόν ἀθανάτους κρύψαι
οἷόν τε συμπίπτοντα . διὸ καὶ πρόχειρα αὐτὰ ἑκτέον . Μήτι δυσχεραίνεις ὅτι τοσῶνδέ τινων λιτρῶν εἶ καὶ οὐ τριακοσίων
5402098 ἀρτοποιου
. ἀλφιταμοιβοῦ ] μάγγιπος . , μάγκιπος , ψωμοπωλίδος , ἀρτοποιοῦ , ἀλφιτομέτρου . ἀλφιταμοιβὸς ὁ τὰ ἄλφιτα τῇ διαπράσει
ἀρτοποιοὺς ἀρίστους ὄντας . ὅτι Πλάτων ἐν Γοργίᾳ μνημονεύει Θεαρίωνος ἀρτοποιοῦ συγκαταλέγων αὐτῷ καὶ Μίθαικον λέγων : Θεαρίων ὁ ἀρτοκόπος
5400546 Λυσιθειδης
καὶ πλούτῳ θαυμαζόμενον , πρὸς τοῦτον κατέφυγεν . ὁ δὲ Λυσιθείδης ἐτύγχανε φίλος ὢν Ξέρξου τοῦ βασιλέως καὶ κατὰ τὴν
παρὰ τῷ Λυσιθείδῃ , καὶ οἴονται ὑμᾶς πείσειν ὡς ὁ Λυσιθείδης , οἰκεῖος μὲν ὢν τῷ Καλλίππῳ διαιτῶν δὲ τὴν
5399341 Στρεψιαδες
ἐγκωμιάζων αυ [ * * * ] τὸ “ μάκαρ Στρεψίαδες ” ; ὦ Στρεψίαδες ] ἐγκωμιάζων αὐτὸς ἑαυτόν .
φίλοι καὶ οἱ δημόται , τὸ ” ὦ μάκαρ ὦ Στρεψίαδες “ . εἶτ ' ἄνδρα τῶν αὐτοῦ : διπλῆ
5388318 ἐπικρατησει
λόγου , τὸ δὲ τέλος τῆς ἀντωνυμίας πτῶσίς ἐστιν , ἐπικρατήσει ἄρα διὰ τοῦ τέλους τὸ καλεῖσθαι ἀντωνυμία , κἂν
, ἐπὶ τῶν κατὰ συζυγίαν κράσεων ἀεὶ τῆς ἐπικρατούσης ποιότητος ἐπικρατήσει τὰ γνωρίσματα . γινώσκειν δὲ προσῆκεν ὅτι πολλάκις τὰ
5386755 ἐπραξαμην
. νόστου ] τῆς ὑποστροφῆς . τε ] καί . ἐπραξάμην ] ἀπήιτησα , ἤγουν τῆς τιμωρίας ἣν ἐτιμωρησάμην αὐτήν
δὴ οὐδένα πω ἐγὼ πλούσιον νέον ἐθήρευσά τε καὶ μισθὸν ἐπραξάμην τῆς ὁμιλίας ἴστε που ἅπαντες . ἴστε γὰρ ἅπαντες
5386733 ἐνδοιασαντες
γὰρ βασιλεῖς τοὺς παῖδας ἑκάτεροι διδόασιν ἐς τὴν ὁμηρείαν , ἐνδοιάσαντες οὐδὲν , καὶ ἕτεροι ἅμα αὐτοῖς οὐ μάλα πόρρω
γὰρ ἴσθι , ὡς εἰ τοῦτ ' ἀκούσειαν οὐδὲν ἔτι ἐνδοιάσαντες ἐκβαλοῦσιν ὑμᾶς ἐκ τῆς πόλεως καὶ παρέξουσιν ἀφορμὴν δικαίας
5385269 μυσαι
τοῦτο τὸ φάρμακον τοῖς νενυγμένοις νεύροις ἐπιτήδειόν ἐστιν οὐ συγχωροῦν μῦσαι τὸ στόμιον τοῦ νύγματος , ὥσπερ οὐδὲ τῶν λυσσοδήκτων
τοῦτο τὸ φάρμακον τοῖς νενυγμένοις νεύροις ἐπιτήδειόν ἐστιν οὐ συγχωροῦν μῦσαι τὸ στόμιον τοῦ νύγματος , ὥσπερ οὐδὲ τῶν λυσσοδήκτων
5383928 σερφῳ
“ οὐδὲ μύρμηκι ὁδός ἐστιν ” . οὐδ ' εἰ σέρφῳ : ὅτι ἐν Ὄρνισι τινὲς τὸ μέμνηται τοῦ σέρφου
Ὡς καταφρονῶν αὐτοῦ φησι . καὶ δωρίζειν πολλάκις ἐπιτηδεύουσιν . σέρφῳ : Σέρφος μύρμηξ πτερωτός . . ἀντὶ τοῦ εὐτελεῖς
5383771 Φωκυλιδου
λέγειν . τὸ δὲ παρὸν σκεπτέον ἂν εἴη τὸ τοῦ Φωκυλίδου : ὡς ἐμοὶ δοκεῖ σφόδρα καλῶς λέγειν ὑπὲρ τῆς
καὶ τὰ Ἡσιόδου καὶ Ἀρχιλόχου , ἔτι δὲ Μιμνέρμου καὶ Φωκυλίδου . α . . . , , . .
5383665 ΒΖΚ
περιφέρεια τοιούτων ε δ , οἵων ἐστὶν ὁ περὶ τὸ ΒΖΚ ὀρθογώνιον κύκλος τξ . καὶ ἡ μὲν ἄρα ὑπὸ
ἡ ΖΨ τῇ ΖΧ ἴση . καὶ ἐπεὶ ἡ ὑπὸ ΒΖΚ γωνία τῇ ὑπὸ ΒΖΛ ἐστὶν ἴση : ἑκατέρα γὰρ
5375745 ἀτιτος
πάσῃ , ἄχρις Ἴλιος ἑάλω Αἰνείεω ἐνδόντος . Αἰνείης γὰρ ἄτιτος ἐὼν ὑπὸ Ἀλεξάνδρου καὶ ἀπὸ γερέων [ ἱερῶν ]
ἔγχει ἐμῷ , ἵνα μή τι κασιγνήτοιό γε ποινὴ δηρὸν ἄτιτος ἔῃ : τὼ καί κέ τις εὔχεται ἀνὴρ γνωτὸν
5375456 ὀλοωτερος
' ὅμοιον τῷ Ὁμήρου : Ζεῦ πάτερ οὔτις σεῖο θεῶν ὀλοώτερος ἄλλων : οὐ γὰρ δήπου ὀλοοὺς τοὺς θεοὺς καλεῖ
εἰς οὐρανὸν εὐρύν : Ζεῦ πάτερ οὔ τις σεῖο θεῶν ὀλοώτερος ἄλλος : ἦ τ ' ἐφάμην τίσασθαι Ἀλέξανδρον κακότητος
5368420 Ἀντ
παντοδαπῶν κατάγωμεν . Οὐκ ἀπολιβάζω καὶ τριγώνους καὶ λύρας . Ἀντ ' ἀστραγάλων κονδύλοισι παίζετε . Ὦλεν ὀβελίαν σποδεῖν ,
. , . . . , . ἀκοινώνητα . καὶ Ἀντ . δὲ καὶ Ἐυριπίδης . . . , .
5367292 παρεγενου
; οὐδενὸς μὲν οὖν ἄξιον . ἀλλὰ καὶ εἰ νῦν παρεγένου , πάνυ ἄν σε οἶμαι αἰσχυνθῆναι ὑπὲρ τοῦ σεαυτοῦ
Μέγ ' , εἶπεν . οὐ πρῴην δύο χρυσοῦς λαβοῦσα παρεγένου ξένῳ τινί ; Περίμενε τοίνυν καὶ σύ , φης
5363706 δουριος
ἐναντίω δύ ' ἅρματε , ἵππων ὑπόντων μέγεθος ὅσον ὁ δούριος , ὑπὸ τοῦ πλάτους ἂν παρελασαίτην . Ἡράκλεις .
Ἡσιόδοις ὡς παρειμένον τῷ σώματι κωμῳδεῖ αὐτόν . ὅσον ὁ δούριος : Οὐ πιθανὸν κοινῶς λέγειν αὐτὸν , ἀλλὰ περὶ
5362317 ἐπιτρεπεις
καὶ λίθων ἐκάθισέ σε . κἂν βλακεύῃ τις , οὐκ ἐπιτρέπεις , ἀλλὰ καὶ φωνῇ καὶ ὀφθαλμῷ τέκτονα ἐπεγείρεις .
δεῖ πρὸς ἡμᾶς . ἔστιν ὅτῳ ἄλλῳ τῶν σπουδαίων πλείω ἐπιτρέπεις ἢ τῇ γυναικί ; Οὐδενί , ἔφη . Ἔστι
5361138 ἀποστρεψαις
ἄγε δὴ ταχέως τουτὶ ξυνάρπασον . τὸ τί ; ὅπως ἀποστρέψαις ἂν ἀντιδικῶν δίκην , μέλλων ὀφλήσειν , μὴ παρόντων
ἀνεγράφοντο καὶ αἱ εἰσαγωγαὶ τῶν δικῶν . * * * ἀποστρέψαις ] ἀποφύγοις . ἀντιδικῶν : ἀντὶ τοῦ “ κατηγορῶν
5360907 ἀποβλητον
ἀπαρχὰς ὅσιόν ἐστι ποιεῖσθαι . δεύτερον δ ' ὅτι οὔτε ἀπόβλητον καὶ τὴν ἐπιτυχοῦσαν ἀλλ ' ἀγαθὴν καὶ πάμφορον γῆν
τε τὰ διοικούμενα ὑπὸ τῆς φύσεως καθαγίζειν αὐτοῖς οὐκ ἔστιν ἀπόβλητον : ὅλα γὰρ τὰ τῆς φύσεως ἔργα ὑπηρετεῖ τε
5357590 ληρουντος
πάθοιτ ' ἂν ἀηδὲς οὐδὲν τοσοῦτον , εἰ πολλά τινος ληροῦντος ἀκούσαιτε , ὅσον εἰ τῶν δεόντων τι λέγειν ἔχοντός
ὅτι διὰ τύχην τις ἀδικεῖν τὴν πόλιν ἐφείσατο : τί ληροῦντος ἀνεχόμεθα Μίκωνος ; οὐ γὰρ οἶδε προαίρεσις τὴν αὐτῆς
5356343 προσαγεις
διὰ θάτερον ἀφεθήσῃ μᾶλλον ἢ δίκην ὑφέξεις , οἷς τούτῳ προσάγεις καὶ ἃ μὴ ἔξεστιν . ἔξεστί μοι , φησί
κάθαρσις ; ἴδε , φησίν , ᾧ οὗτος , ὃ προσάγεις ἱερεῖον , ὡς ἔστιν ὁλόκληρον καὶ παντελῶς μώμων ἀμέτοχον
5355315 ἀμυνω
στρατόν . ἀμυνόμενος : μαχόμενος , διώκων , τιμωρῶν : ἀμύνω τὸ βοηθῶ δοτικῇ συντάσσεται , ἐνεργητικῶς γραφόμενον , ἀμύνομαι
α . . Ἀμύντωρ : ὁ βοηθός : ἀπὸ τοῦ ἀμύνω , . , . * . Ἀμύξ : ἐπίρρημα
5353845 ἠμπλακες
] οὐ γάρ τι πρῶτος οὐδὲ λοίσθιος βροτῶν γυναικὸς ἐσθλῆς ἤμπλακες : τὸ κατὰ γᾶς θέλω : οἷον : θέλω
: οὐ γάρ τι πρῶτος οὐδὲ λοίσθιος βροτῶν γυναικὸς ἐσθλῆς ἤμπλακες : γίγνωσκε δὲ ὡς πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται .
5350622 κομψοτερος
οὓς ἔλεγεν παρερχόμενος , καὶ εἰπεῖν ὅτι πόσῳ σοῦ ἐγὼ κομψότερος μάντις εἰμί . Τί οὖν ; ἐγὼ λέγω ,
ἄλλῳ , ἀλλὰ τούτῳ γε , ὡς ἔοικεν , εἰμὶ κομψότερος : προῖκα γὰρ ἐμαυτὸν ἐπαινεῖν ἀξιῶ , καὶ ταῦθ
5348963 ἀποπτυστος
ἀπάτησεν . ῥέζων : πράττων . Ξυνός : κοινός . ἀπόπτυστος : ἐκβεβλημένος . στυγερώτατος : μισητότατος . Αἰνός :
ὦ μάκαρες , ῥέζων κακά : καὶ τετέλεστο ξεῖνος , ἀπόπτυστος θάλαμος , στυγερώτατος ἵπποις , οἷος ἐν ἀνθρώποισιν ἐνυμφεύθη
5343987 φυλαχθεις
' ὁ τοῦ βασιλέως τοῦ Φιλαδέλφου πλοῦτος . . . φυλαχθεὶς κατελύθη ὑπὸ τοῦ τελευταίου Πτολεμαίου τοῦ καὶ τὸν Γαβινιακὸν
τρόπον , Περίλαος κολασθεὶς καὶ ὁ ταῦρος ἀνατεθεὶς καὶ μηκέτι φυλαχθεὶς πρὸς ἄλλων κολαζομένων αὐλήματα μηδὲ μελῳδήσας ἄλλο ἔτι πλὴν
5342951 βοαω
ο ἐπὶ τῆς δευτέρας συζυγίας τῶν περισπωμένων κατὰ ποιητάς : βοάω βοόω , κομάω κομῶ κομόω , ἀντιῶ ἀντιόω :
δὲ δευτέρα ἀπὸ τῶν διὰ τοῦ αω ῥημάτων γίνεται , βοάω , ναρκάω , διψάω , καὶ διὰ τοῦτο τὴν
5341794 ἐνοχλησει
τοιαῦτα ἐθίζειν ἀκούειν , ἃ διὰ παντὸς τοῦ βίου συνόντα ἐνοχλήσει καὶ ψοφοδεεῖς ποιήσει ποικίλης τῆς δεισιδαιμονίας ἐμπιπλάντα . “
. καὶ εἰ τοῦτο ὑπομείνειεν ἅπαξ , οὐ μή ποτε ἐνοχλήσει λοιπόν , ἀλλ ' οὐδ ' ἂν ἀποπειράσειεν οὐδ
5329468 συνορᾳ
καὶ τῶν ἱππέων καὶ τῶν εὐζώνων προτεταγμένων , τοῦτο οὐκέτι συνορᾷ . Μετὰ δὲ ταῦτα , φησὶ , καταπροτερουμένην τὴν
εἴρηται : τῆς γὰρ ἐπιθυμίας σβεσθείσης , ὁ λόγος ὑγιαίνων συνορᾷ τὴν ἀτοπίαν τοῦ πάθους , ᾧ ἕπεται μετάνοια .
5323780 κρης
ἐπὶ τοῦ ἀριθμοῦ περισπᾶται , ἀλλὰ καὶ τὸ ἦς : κρῆς τὸ οὐδέτερον περισπᾶται , ἀπὸ γὰρ τοῦ κρέας .
ἐξ ἑνὸς κελεύματος , κεχάναντι ἁμῖν πᾶσαι , τὸ δὲ κρῆς ἑκάστας ἐξέχει . ἀρσενικῶς δ ' Αἰσχύλος ἐν Ποντίῳ
5322713 Ἀτρεϊδῃσιν
' , ἥ τ ' ἔπλετο νείκεος ἀρχή , δωσέμεν Ἀτρεΐδῃσιν ἄγειν , ἅμα δ ' ἀμφὶς Ἀχαιοῖς ἄλλ '
μὲν ἐν νήεσσι κορωνίσιν Ἴλιον εἴσω ᾤχεθ ' ἅμ ' Ἀτρεΐδῃσιν : ἐμοὶ δ ' ὄνομα κλυτὸν Αἴθων , ὁπλότερος
5321736 Ναυκρατης
νηχόμενον ἐν τοῖς κύμασιν , ὡς ὄρνιθος μέγεθος ἔχουσα . Ναυκράτης ἰχθὺς θαλάσσιός ἐστιν , ἡ ἐχενηίς . οὗτος ἐὰν
καὶ Ὑπερείδης καὶ ὁ Παιανιεὺς καὶ ὁ τοῦ Ἰσοκράτους ἑταῖρος Ναυκράτης πολλὰς ἡμῖν τοιαύτας ἰδέας παρέσχοντο . οὐκ ἀπορήσομεν δὲ
5316846 ὀπιζομενων
, οἱ ῥιζοτόμοι . Ὁ μὲν οὖν ὀπισμὸς γίνεται τῶν ὀπιζομένων ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ τοῦ θέρους , τῶν μὲν
ἐπιστροφὴ , τὸ ἐσόμενον ὕστερον προλαβών τις εἶπεν . ἢ ὀπιζομένων , τῶν τοὺς θεοὺς πρὸ ὀφθαλμῶν ἐχόντων καὶ εὐλαβῶν
5311043 σορος
θεράποντ ' ὀνόμηνεν : ὣς δὲ καὶ ὀστέα νῶϊν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι χρύσεος ἀμφιφορεύς , τόν τοι πόρε πότνια μήτηρ
. . Γ . ὣς δὲ καὶ ὀστέα νῶιν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι , χρύσεος ἀμφιφορεύς , τόν τοι πόρε πότνια
5310375 διαυλῳ
σφίσι δίαυλος : Ὕπηνος δὲ ἀνὴρ Πισαῖος ἀνείλετο ἐπὶ τῷ διαύλῳ τὸν κότινον , τῇ δὲ ἑξῆς ἐπὶ τῷ δολίχῳ
τ ' αὐλῷ μέσῳ ἐν μέσῳ * τε * τῷ διαύλῳ καὶ τῷ σταδίῳ . πατρὸς παλαιστοῦ . Ἡρακλῆς καταπολεμήσας
5309923 οἰοθεν
. μόνος οὖν ὑπάρχων μόνον ἐκεῖνον προσβλέπει τὸν τρώσαντα . οἰόθεν : μόνον . καὶ Ἀριστοτέλης δέ φησι τοῦτο ποιεῖν
ἐκ δ ' αὖτις παλίνορσος ἀνατρέχει . Οὐ μὲν ἐκείνῳ οἰόθεν , οὐδ ' οἶος κεφαλῇ ἐπιλάμπεται ἀστήρ , ἀλλὰ
5307675 Προκλεης
, ὃς δ ' οὔ : πάντες , πλὴν Προκλέουςκαὶ Προκλέης Λέριος . πάντες μὲν Κίλικες κακοὶ ἀνέρες : ἐν
δ ' οὔ , πάντες , πλὴν Προκλέους : καὶ Προκλέης δὲ Χίος . Πάντες μὲν Κίλικες κακοὶ ἀνέρες :
5307402 ἀτιμασει
τοῦ μηδενὸς ἀξίους εἶναι κρινεῖ . καὶ πρεσβεύων τὴν τέχνην ἀτιμάσει τοὺς πατέρας τῶν τεχνῶν . διὰ τί ; ὅτι
τῶν μεμνημένων οὐχ ὑπερόψεται πολιτικὸς ἀνήρ , οὐδέ γε δόξαν ἀτιμάσει φεύγων τὸ τοῖς πέλας ἁνδάνειν , ὡς ἠξίου Δ
5306262 αὐλῳδῳ
αὐλῳδῷ . Δίδοται δὲ ὁ στέφανος τῷ ἱλαρῳδῷ καὶ τῷ αὐλῳδῷ , οὐ τῷ ψάλτῃ , οὐδὲ τῷ αὐλητῇ .
δ ' αὐτῷ ἄρρην ἢ θήλεια , ὡς καὶ τῷ αὐλῳδῷ . Δίδοται δὲ ὁ στέφανος τῷ ἱλαρῳδῷ καὶ τῷ
5302521 Χαρμιδης
' ἄλλων ἀκούσεσθε τὰ ὀνόματα . Καὶ αὐτοῖς ἀναγίγνωσκε . Χαρμίδης Ἀριστοτέλους : οὗτος ἀνεψιὸς ἐμός : ἡ μήτηρ ἡ
“ ποτέ ; ” “ Καὶ μάλα , ” ὁ Χαρμίδης εἶπεν , “ καὶ ἀκήκοα παρὰ τῶν ἀκριβῶς εἰδότων
5297716 παμπονηρος
ἐβόων προχειρίσασθαί με στρατηγόν . μεσούσης δὲ τῆς χειροτονίας ὁ παμπόνηρος ἀλεκτρυὼν ἀνεβόησε καὶ τὸ φάσμα ἠφανίσθη . ὅμως δ
πεποιηκὼς εἴη : οὐ μέντοι ἔφη νομίζειν οὐδ ' εἰ παμπόνηρος ἦν Δέξιππος βίᾳ χρῆναι πάσχειν αὐτόν , ἀλλὰ κριθέντα
5296257 Ἰταλος
Ἱμέρα ἐστίν : Εὐφήμου πατρὸς , Δωρικὸς ἁρμονίην . Ἴβυκος Ἰταλὸς ἐκ Ῥηγίου ἠὲ Μεσήνης Ἠελίδα πατρὸς , Δωρίδα δ
διεξελθὼν ὃν τρόπον ἐπολιτεύοντο , καὶ ὡς βασιλεὺς ἐν αὐτοῖς Ἰταλὸς ἀνὰ χρόνον ἐγένετο , ἀφ ' οὗ μετωνομάσθησαν Ἰταλοί
5296016 ξυνιημι
βασιλεύς : Αἰλιανοῦ δὲ ταῦτα ἀκηκοέναι δόκει . „ „ ξυνίημι ” ἦ δ ' ὃς ” τοῦ ἀπορρήτου ,
, ἥκετ ' ἐμῶν καμάτων παραμύθιον : οἶδά τε καὶ ξυνίημι τάδ ' , οὔ τί με φυγγάνει : οὐδ
5292914 ἡρμοττεν
, ὅτε εἰ καὶ τότ ' εἰρήκεσαν , ἡσυχάζειν λοιπὸν ἥρμοττεν : ἀναιδεῖς δὲ , εἰ καὶ τότ ' εἰπόντες
ταῖς δώδεκα δέλτοις ἀναγεγραμμένους εὕρομεν , οὔτε μηδένα ποιήσασθαι λόγον ἥρμοττεν , οὕτω σεμνῶν ὄντων καὶ τοσαύτην ἐχόντων διαφορὰν παρὰ
5290055 Κηφισιευς
Ζηνὸς ὦ διάκτορε , ἔθηκε μορφῆς ξυνὸν ἥλικος τύπον : Κηφισιεὺς ὁ κοῦρος : ᾧ χαρείς , ἄναξ , Ἀπολλοδώρου
αὐτοῖς , ἀλλὰ περὶ τῶν μεγίστων . Φιλοκτήμων γὰρ ὁ Κηφισιεὺς φίλος ἦν Χαιρεστράτῳ τουτῳί : δοὺς δὲ τὰ ἑαυτοῦ
5289706 ἀποκαρτερησας
τὴν συμφορὰν τὴν γενομένην ἐκεῖσε τοῖς Ἀθηναίοις παρὰ Φιλίππου . ἀποκαρτερήσας δὲ ἐτελεύτησεν , ὡς μὲν Δημήτριός φησιν ἐννέα ἡμέρας
Λῖνος λυπούμενος ἐπὶ τῷ ἠδικηκέναι αὐτὸν καὶ διὰ λόγων μεμαστιγῶσθαι ἀποκαρτερήσας τοῦ βίου ἀπέληξεν . ὁ δὲ Αἴσωπος λαμπρῶς αὐτὸν
5289609 Πολυαινου
πολέμου τλήμονας οἶδε φέρειν . Νυμφίον Εὐαγόρην πολὺ πενθεροῦ ἡ Πολυαίνου Σκυλλὶς ἀν ' εὐρείας ἦλθε βοῶσα πύλας , παῖδα
μὲν ἀπαγορεύω τῶι πόνωι . . . , , : Πολυαίνου ἐν τῶι Ὑπὲρ τοῦ συνεδρίου : οὐ γὰρ ἀγνοεῖς
5285948 κρυψω
πολὺν ἠχήσει τὸν Ἴακχον : τῷ δὲ ἀπειθοῦντι καὶ παρακούσαντι κρύψω τὸ πῦρ καὶ κλείσω λόγων ἀνάκτορα . κοινὸν μὲν
αἵματος χαμαὶ πεσών ; ἐπείγετ ' εἶα , δμωίδες : κρύψω δέ νιν ξεστοῖσι θαλάμοις , ἔνθ ' ἐμῷ κεῖται
5282860 ἐολπας
γάρ τοι Ἑλένη πέλει αἰτίη , ὡς σύ γ ' ἔολπας , ἀλλὰ Πάρις ξενίοιο Διὸς καὶ σεῖο τραπέζης λησάμενος
καὶ μέγ ' ἀΰτει : ἦ δή που μάλ ' ἔολπας ἐνὶ φρεσὶ φαίδιμ ' Ἀχιλλεῦ ἤματι τῷδε πόλιν πέρσειν
5280472 Εὐφιλητος
μοι κάλει Εὐφίλητον Σίμωνος Αἰξωνέα καὶ Ἀριστόμαχον Κριτοδήμου Ἀλωπεκῆθεν . Εὐφίλητος Σίμωνος Αἰξωνεύς , Ἀριστόμαχος Κριτοδήμου Ἀλωπεκῆθεν , μαρτυροῦσιν εἰδέναι
εἰσηγήσατο μὲν πινόντων ἡμῶν ταύτην τὴν βουλὴν [ γενέσθαι ] Εὐφίλητος , ἀντεῖπον δὲ ἐγώ , καὶ τότε μὲν οὐ
5280227 Ἀρισταρχῳ
τοῦ Φιλαδέλφου παρὰ τοῦ Ζηνοδότου ὠρθώθησαν . μετὰ δὲ Ζηνόδοτον Ἀριστάρχῳ πάλιν ὠρθώθησαν τετάρτῳ ἢ πέμπτῳ ἀπὸ Ζηνοδότου τελοῦντι ,
διὰ Φιλίππου πεῖραν εἰληφότας τῆς φυγῆς . Ἀμβρακιῶται δὲ πεισθέντες Ἀριστάρχῳ τὴν μὲν ὑπὸ Φιλίππου κατασταθεῖσαν φρουρὰν ἐξέβαλον , τὴν
5279499 Ἡρωδῃ
τὸ ἐπίχαρι σὺν καιρῷ ἐπετήδευεν , ἐπιτηδειότατος δὲ ὢν τῷ Ἡρώδῃ παρῆν αὐτῷ πονήρως διατιθεμένῳ τὸ πένθος καὶ ἐνουθέτει τοιαῦτα
συναγωνιζόμενοι : ἐπρεσβεύ - σαντο δὲ καὶ αἱ ὑφ ' Ἡρώδῃ Ἑλληνίδες πόλεις αἰτούμεναι τὴν ἐλευθερίαν παρὰ Καίσαρος : καὶ
5276874 ἐπιχθονιος
ὥσπερ Μενεσθέα : „ τῷ δ ' οὔπω τις ὁμοῖος ἐπιχθόνιος γένετ ' ἀνὴρ κοσμῆσαι ἵππους τε καὶ ἀνέρας ἀσπιδιώτας
περ , ἔτλην δ ' οἷ ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος , ἀνδρὸς παιδοφόνοιο ποτὶ στόμα χεῖρ '

Back