γάρ τοι Ἑλένη πέλει αἰτίη , ὡς σύ γ ' ἔολπας , ἀλλὰ Πάρις ξενίοιο Διὸς καὶ σεῖο τραπέζης λησάμενος
καὶ μέγ ' ἀΰτει : ἦ δή που μάλ ' ἔολπας ἐνὶ φρεσὶ φαίδιμ ' Ἀχιλλεῦ ἤματι τῷδε πόλιν πέρσειν
8420790 ἰητηρ
ἐστιν ὁμοιωτικὴ πράγματος τοῖς ὑποκειμένοις παράθεσις πρὸς δήλωσιν ἐντελεστέραν . ἰητήρ : ἰατρός . πολυμήχανος : πολύπειρος . ἕλκος :
νοστήσειν καὶ ἐμεῖο μένος καὶ χεῖρας ἀλύξειν ; Ἐσσὶ μὲν ἰητήρ , μάλα δ ' ἤπια φάρμακα οἶδας , τοῖς
8405644 ὀλοφυρεαι
: ἀλλά , φίλος , θάνε καὶ σύ : τίη ὀλοφύρεαι οὕτως ; κάτθανε καὶ Πάτροκλος , ὅ περ σέο
' ἀμφοτέρων ἀκαχοίμεθα τεθνηώτων . ἦε σύ γ ' Ἀργείων ὀλοφύρεαι , ὡς ὀλέκονται νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσιν ὑπερβασίης ἕνεκα σφῆς
8389941 ἀρηγεις
προσεφώνεεν Ἥρη : Ζεῦ πάτερ ἀργικέραυνε , τί ἢ Τρώεσσιν ἀρήγεις κούρης ἠυκόμοιο λελασμένος , ἥν ῥα πάροιθεν ἀντιθέῳ Πηλῆι
πρότερον πόσιν οὐδὲ θύγατρα Ἑρμιόνην ποθέεις ; ἔτι δὲ Τρώεσσιν ἀρήγεις ; χάζεο καὶ θαλάμων ὑπερώιον εἰσαναβᾶσα σὺν πυρὶ μειλιχίῳ
8365158 Λεγ
Οὔ , πρίν γ ' ἂν εἴπῃς ἱστορούμενος βραχύ . Λέγ ' , εἴ τι χρῄζεις : καὶ γὰρ οὐ
μὴ στασιάσωμεν . Ἔστι δ ' ὁ χρησμὸς οὑτοσί . Λέγ ' αὐτὸν ἡμῖν ὅ τι λέγει . Σιγᾶτε δή
8336008 ἠμιν
βραχυλογεῖν ἐθέλουσιν , ἐφεξῆς ῥητέον περὶ διαφορᾶς τῶν ἀναφαινομένων ἐν ἠμῖν μερῶν τε καὶ δυνάμεων τῆς ψυχῆς , καὶ ὅπως
τοῦ Πλάτωνος ἐν τῇ κατατομῇ τῆς ἐν Πολιτείᾳ γραμμῆς ἱκανῶς ἠμῖν αὐτὸ σαφηνίσαντος . εἰ δὲ μὴ μόνον τοῦ ὄντος
8288703 πεπωκας
τρὶς ἐξέπιον μεστόν γ ' . Ἀλεξάνδρου πλέον τοῦ βασιλέως πέπωκας . οὐκ ἔλαττον , οὐ μὰ τὴν Ἀθηνᾶν .
τὸν νεώτερον . Σίκων ἐγὼ βεβρεγμένος ἥκω καὶ κεκωθωνισμένος . πέπωκας οὗτος ; ναὶ μὰ Δία , πέπωκ ' ἐγὼ
8270673 ἀποθεστος
. ἀπόθεστος : ποθέσω πεπόθεκα πεπόθεμαι πεπόθεσαι πεπόθεσται ποθεστός καὶ ἀπόθεστος . . . . ἀπορρώξ : ῥήσσω , τὸ
ἀγροτέρας ἠδὲ πρόκας ἠδὲ λαγωούς : δὴ τότε κεῖτ ' ἀπόθεστος ἀποιχομένοιο ἄνακτος ἐν πολλῇ κόπρῳ , ἥ οἱ προπάροιθε
8265039 βοητικην
τάλαιναν καὶ τληπαθῆ , δυσβάϋκτον καὶ θρηνητικὴν , βοᾶτιν καὶ βοητικήν . . τεῖνε ] εἰς ὕψος αἶρε . δυσβάϋκτον
εἰς ὕψος αἶρε . δυσβάυκτον ] δύσφημον . βοᾶτιν ] βοητικήν . τάλαιναν ] ἀθλίαν . αὐδὰν ] η .
8264863 Κρατυλε
μοι οὕτω . Ἔστιν ἄρα , ὡς ἔοικεν , ὦ Κρατύλε , δυνατὸν μαθεῖν ἄνευ ὀνομάτων τὰ ὄντα , εἴπερ
τὰ πολλὰ ἐκείνως ἐσήμαινεν . Τί οὖν τοῦτο , ὦ Κρατύλε ; ὥσπερ ψήφους διαριθμησόμεθα τὰ ὀνόματα , καὶ ἐν
8244378 περιβοητως
σκληρὸν γὰρ τὸ ἐληλεγμένως , ἐπιρρήτως δὲ καὶ ἐπιβοήτως καὶ περιβοήτως . τὸ δὲ κεκηρυγμένως ἄηθες . ἐκ δὲ τῶν
, ζηλωτῶς , λαμπρῶς , ἐκφανῶς ἐπιφανῶς , περιβλέπτως , περιβοήτως , γνωρίμως . τὰ δὲ ῥήματα εὐδοκιμεῖν , εὐδοξεῖν
8243651 κυναλωπηξ
διδόναι ς ' ὁ Λοξίας . Πῶς δὴ τριήρης ἐστὶ κυναλώπηξ ; Ὅπως ; ὅτι ἡ τριήρης τ ' ἐστὶ
κακεμφάτως δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ αἰδοίου δύναται ἀκούεσθαι . ποῦ κυναλώπηξ : καὶ ἀλλαχοῦ [ . ] Φιλόστρατος ἡ κυναλώπηξ
8225143 ὀργιζῃ
ἐστιν ὁ ἑκάστου νοῦς καὶ λόγος . Τῷ γράσωνι μήτι ὀργίζῃ , μήτι τῷ ὀζοστόμῳ ὀργίζῃ ; τί σοι ποιήσει
νύξας ὁ λόγος ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐκθορεῖν ἐποίησεν : εἶτα ὀργίζῃ αὐτῷ ἔτι μόλις τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀνοίγων καὶ τὸν ὕπνον
8214785 Μεμνημαι
ἀναγκαῖα λέγειν διανοῇ , γυμνάσια καὶ διαπονήσεις τῶν σωμάτων . Μέμνημαι γάρ , ὦ γενναῖε , τῶν ἀπ ' ἀρχῆς
εἰς ἓν ἔθνος ἀποβλέποντες ἐν αὐτῇ τοῦτο εὔδαιμον πλάττοιμεν ; Μέμνημαι , ἔφη . Τί οὖν ; νῦν ἡμῖν ὁ
8214620 ὑπερηφανιᾳ
τὸν θάνατον . εἷς δὲ τῶν συνεληλυθότων , κακίᾳ καὶ ὑπερηφανίᾳ διαφέρων , ἐγγελῶν τοῖς κινδυνεύουσι πολλὰ κατ ' αὐτῶν
τὸν χορόν : μή τί με δοκεῖτε σιγᾶν ἢ ἐν ὑπερηφανίᾳ ἢ αὐθαδείᾳ μὴ συνομιλοῦντα ὑμῖν καὶ καταλέγοντα τὰ ἐμά
8207310 Ὡμολογει
σὺ γράμματα ; Ναί , ἔφη . Οὐκοῦν ἅπαντα ; Ὡμολόγει . Ὅταν οὖν τις ἀποστοματίζῃ ὁτιοῦν , οὐ γράμματα
; ἢ οὐκ ἔστι κρεῖττον αἰδήμονα εἶναι ἢ πλούσιον ; Ὡμολόγει . Τί οὖν ἀγανακτεῖς , ἄνθρωπε , ἔχων τὸ
8192952 Σχεδον
πόσον χρόνον , οὕτω καὶ τὰ τῆς αὐξήσεως ἀκολουθεῖ . Σχεδὸν δὲ καὶ ὅσα πρωϊβλαστῆ καὶ πρωϊανθῆ φύσει ταὐτὸ τοῦτο
Κύρτιοι δὲ καὶ Μάρδοι λῃστρικοί , ἄλλοι δὲ γεωργικοί . Σχεδὸν δέ τι καὶ ἡ Σουσὶς μέρος γεγένηται τῆς Περσίδος
8179400 ἐψοφηκεν
λέγεις „ ; „ ἔφη ” ἤδη γὰρ ὁ κώδων ἐψόφηκεν ; ” εἰπόντος δέ „ εὖ σοι εἴη „
δαιμόνων ? [ ] ; τάλαιν ' ἐγώ , τίς ἐψόφηκεν ; ἆρ ' ὁ πάππας ἔρχεται ; ἔπειτα πληγὰς
8161828 θηρᾳς
ὄφρα τάχιστα λικμήσῃ πεπόνων καρπὸν ἀπ ' ἀσταχύων . Ἀδύνατα θηρᾷς : ἐπὶ τῶν ἐγχειρούντων μείζοσιν ἢ καθ ' ἑαυτούς
πόλεμος : ἐπὶ τῶν ἀκινδύνως τὰ πράγματα κατορθούντων . Ἀδύνατα θηρᾷς : ἐπὶ τῶν τοῖς ἀδυνάτοις ἐπιχειρούντων . Ἀδεὲς δέος
8159657 Φλεγυαντος
, ἀλλ ' ἄπιστα Θεσσαλῶν . . δ ' ἄρα Φλεγύαντος υἱέ , δέσποτ ' Ἰξίων . . ὅστις γὰρ
δὲ ἡ χώρα Φλεγυαντίς , ὡς ἀπὸ περιττοσυλλάβου γενικῆς τῆς Φλεγύαντος . ἔστι δὲ τοῦ Φλεγύας καὶ Φλεγύης εὐθεῖα καὶ
8158472 Ὀπωρα
πολλὴν βλάπτονται καὶ οἱ συνουσιάζοντες συνεχῶς . ἐπεὶ οὖν ἐδόκει Ὀπώρα εἶναι καὶ ἡ πόρνη , πρὸς ἀμφότερα ἔπαιξεν .
Φιλυλλίου Ἄντεια , Μενάνδρου δὲ Θαὶς καὶ Φάνιον , Ἀλέξιδος Ὀπώρα , Εὐβούλου Κλεψύδρα . οὕτω δ ' ἐκλήθη αὕτη
8153365 βαυ
' ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ
ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ '
8153050 Θαυμαστος
προστρόπαιον ] ἱκετεύοντα . σημείωσαι . ἀργῆτι ] λευκῶι . Θαυμαστὸς λόχος : εἰώθασιν οἱ ποιηταί , ὅταν τι ἀσαφὲς
ὑπὲρ τοῦ ὠτὸς ἄνω πρὸς κορυφὴν τὸ τρῶμα ἦν . Θαυμαστὸς ὁ λόγος , ἀλλ ' οὐκ ἔχει προστεθειμένον τὸ
8148797 αἱρησω
κατηγορήσας καταδίκης αἴτιός σοι γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω .
Ἀττικοί . οὐ χαιρήσεις ] οὐ χαίρων ἀπαλλάξεις . Γ αἱρήσω : διελέγξω : ἔλαβε δὲ τοῦτο ἀπὸ τοῦ “
8146393 ἀπειρω
τόπος , πάλιν αὐτὸς ἐν ἑτέρῳ , καὶ τοῦτο μέχρις ἀπείρω συμβήσεται . ἀνάγκα τοιγαροῦν τὰ μὲν ἄλλα ἐν τόπῳ
ὁ τόπος πάλιν αὐτὸς ἐν ἑτέρῳ , καὶ τοῦτο μέχρι ἀπείρω συμβασεῖται . ἀνάγκα τοιγαροῦν τὰ μὲν ἄλλα ἐν τόπῳ
8145059 πριωμαι
τῷδε ; ὥστε ματαία ἡ παρατήρησις τῷ Συμμάχῳ . ἐγὼ πρίωμαι τῷδε : ἴσον τῷ ὠνήσωμαι . θοαῖσιν ἵπποις :
βάκχαριν . ὦ λακκόπρωκτε , βάκχαριν τοῖς σοῖς ποσὶν ἐγὼ πρίωμαι ; λαικάσομἄρα βάκχαριν ; Ἀναξανδρίδης Πρωτεσιλάῳ : μύρον τε
8142685 πανωλεθρος
ὑπ ' Αἰγίσθου παθών , ὅς μου κατέκτα πατέρα χἠ πανώλεθρος μήτηρ . ἀφῖγμαι δ ' ἐκ θεοῦ μυστηρίων Ἀργεῖον
Βακτρίων ] τῶν . ἔρρει ] ἐφθάρη . πανώλης ] πανώλεθρος . οὐδὲ ] ἐφθάρη ἀλλὰ πᾶσα ἡ νεότης .
8141603 ἀμυνε
ὅτι ἰδίως φίλε τέκνον ἀντὶ τοῦ φίλον τέκνον . καὶ ἄμυνε ἀντὶ τοῦ ἀμύνου . . μηδὲ πρόμος ἵστασο τούτω
τελαμῶνα περὶ στήθεσσι φαεινὸν ἀσπίδος ἀμφιβρότης : ἀλλὰ Ζεὺς κῆρας ἄμυνε παιδὸς ἑοῦ , μὴ νηυσὶν ἔπι πρύμνῃσι δαμείη :
8138468 μεγαθυμε
ἐπ ' ἀκαμάτῳ Τριτωνίδι χεῖρας ὀρέξας : Κλῦθι , θεὰ μεγάθυμε , σάου δ ' ἐμὲ καὶ τεὸν ἵππον .
' ἐποτρύνων : ὃ δέ μιν προσεφώνεε μύθῳ : Πριαμίδη μεγάθυμε , δέμας μακάρεσσιν ἐοικώς , ταῦτα μὲν ἀθανάτων ἐνὶ
8131347 πολυκαρπε
ᾄδων ὁ Βάττος τὴν τοῦ Λιτυέρσου ᾠδήν φησι : Δάματερ πολύκαρπε . Δάματερ πολύκαρπε : αὕτη ἐστὶν ἡ τοῦ Λιτυέρσου
καὶ οἷς λέγω μάρτυς Ἀριστοκλῆς , ὅς πού φησι Δάματερ πολύκαρπε , σὺ κἠν Σικελοῖσιν ἐναργὴς καὶ παρ ' Ἐρεχθείδαις
8124422 ἐδρας
καὶ μίαν , ἢ ἀπὸ τοῦ τρεῖς ἴα , τετρὰς ἐδράς τις οὖσα , πεντὰς ἀπὸ τοῦ πᾶν καὶ τοῦ
καὶ μίαν , ἢ ἀπὸ τοῦ τρεῖς ἴα , τετρὰς ἐδράς τις οὖσα , πεντὰς ἀπὸ τοῦ πᾶν καὶ τοῦ
8118458 φραζεις
γάρ πω μανθάνομεν , ὦ ξένε , ὅτι τὰ νῦν φράζεις . Καὶ μάλα γε , ὦ Μέγιλλε , εἰκότως
ἐν τούτοις αὐτοῖς . Ἐν τίσι καὶ ποίου πέρι βίου φράζεις ; Ἐν τῷ πληροῦσθαι καὶ κενοῦσθαι καὶ πᾶσιν ὅσα
8117511 Σκωπτεις
εἶναι περιεκτικόν , σὲ δὲ τὸν μόνον πλούσιον ἐκχύτην . Σκώπτεις , ὦ οὗτος . ἀλλ ' ὅρα μή σε
καὶ ἐμοί , ἵνα αὐτῷ φοιτητὴν προξενήσῃς καὶ ἐμέ . Σκώπτεις , ὦ Σώκρατες . Οὐ μὰ τὸν Φίλιον τὸν
8115671 λυπεις
ὁμοίῳ οὐ φαίνεται , εἰ δὲ ὑακίνθινον , τῷ μέλανι λυπεῖς , εἰ δὲ φοινικοβαφῆ , φοβεῖς , ὡς ῥέοντος
, εἰπὲ καὶ τὴν ἀδικίαν , ὑπὲρ ἧς ἡμᾶς οὕτω λυπεῖς : εἰ δὲ οὐκ ἔχοι τις αἰτίαν μηδαμόθεν εἰπεῖν
8110302 χασκεις
” Μέλλων ὁδεύειν τῆς κυνός τις ἑστώσης εἶπεν “ τί χάσκεις ; πάνθ ' ἕτοιμά σοι ποίει : μετ '
μεμνῆσθ ' ἃ λέγω , πρόσεχ ' οἷς φράζω , χάσκεις αὐτός . βλέψον δεῦρ ' εἴ πως αὐτὰ φράσεις
8106639 προσμεινον
καρτέρησον , ἀνάμεινον , κράτησον . τὸν σὸν λόγον , πρόσμεινον . σχέω , σχῶ καὶ ῥῆμα εἰς μι σχῆμι
χάλα καὶ δεῖξον : ἐν ταύτηι περιφέρεις γάρ . βραχὺ πρόσμεινον , ἱκετεύω ς ' , ἵν ' ἀποδῶι .
8106460 ἀποτυγχανω
. Μεθόδιος , . , . . Ἁμαρτῶ : τὸ ἀποτυγχάνω : ἀπὸ τοῦ μάρπτω , τὸ καταλαμβάνω , ὅθεν
, , . . α . . Ἁμαρτάνω : τὸ ἀποτυγχάνω : ἀπὸ τοῦ ἁμάρτω ἁμαρτάνω , ὡς ἥδω ἁνδάνω
8102487 πιννῃσι
δὲ πιννῶν μνημονεύει Κρατῖνος ἐν Ἀρχιλόχοις : ἣ μὲν δὴ πίννῃσι καὶ ὀστρείοισιν ὁμοίη . Φιλύλλιος δ ' ἢ Εὔνικος
Διὸς μεγάλου θᾶκοι πεσσοί τε καλοῦνται . ἡ μὲν δὴ πίννῃσι καὶ ὀστρείοισιν ὁμοίη . ὠμολίνοις κόμη βρύους ' ,
8099962 σεμ
] ! ! [ ] ὣς ἔφατ [ ' ] σεμ ? ? ! [ ] ! ! α ?
[ [ ] ! ! [ . . ωσε [ σεμ ? ? ! [ ! ! α ? !
8099539 καχυποπτος
ἑορτῆς ἥκομεν . ” Κατορώρυκται , κατακέχωσται . Καχυπότοπος , καχύποπτος : τοπάσαι γὰρ τὸ ὑπονοῆσαι . Κεκόμψευται . πεπιθάνευται
ἔχων ψυχὴν ἀγαθὴν ἀγαθός . ὁ δὲ δεινὸς ἐκεῖνος καὶ καχύποπτος , ὁ πολλὰ αὐτὸς ἠδικηκὼς καὶ πανοῦργός τε καὶ
8091311 σταθμουχος
εἴρηται τοίνυν ἐν Αἰσχύλου Σισύφωι : σὺ δ ' ὁ σταθμοῦχος εὖ κατιλλώψας ἄθρει . Ἐκλογ . διαφ . λέξ
Ἀντιφάνης δὲ ἐν Ὀβρίμῳ φησὶν ἂν κελεύῃ με σταθμοῦχοςἡ . σταθμοῦχος δ ' ἔστι τίς ; ἀποπνίξεις γάρ με καινὴν
8091219 ὑπουργησω
δέ τι καὶ ὑπουργῆσαι καὶ σὲ δεῖ . Πρόσταττε : ὑπουργήσω γὰρ ὅσα δυνατά . Ὅμηρος ὁ ποιητής φησι τοὺς
. . . , . : ἀοζήσω : διακονήσω , ὑπουργήσω . Αἰσχύλος Ἐλευσινίοις . Κατάλογ . : Νιόβη .
8083263 ἰσχεο
, ἀντὶ τοῦ ἐλωβήσω ἄν . . . . . ἴσχεο , μηδ ' ἔθελ ' οἶος : ὅτι ἔθελε
κόπρων δυνάμει . Εἰς τί μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικόν ; ἴσχεο τέχνης : οὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι . Ἐν
8083127 ἐμβαρος
οὐκ ἔμβαρος εἶ ” . . . . . „ ἔμβαρος ἀρχαϊσμὸς οὗτος ῥημάτων „ . ἄρκτου δὲ γενομένης ἐπ
μασχαλισμὸν καὶ ἐν Ἠλέκτρᾳ . Μένανδρος Ῥαπιζομένῃ : ” οὐκ ἔμβαρος εἶ ” . . . . . „ ἔμβαρος
8080253 Ἀρεοπαγιτης
ψῆφον . ἐπὶ τούτοις οὖν ἤδη λέγε , καὶ ὁ Ἀρεοπαγίτης ἐγὼτοῦτο γὰρ ἔθου μεκατὰ σχῆμα τῆς βουλῆς ἀκούσομαί σου
δηλοῖ δ ' ἐπὶ τούτοις , ὡς καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης ὑπὸ τοῦ ἀποστόλου Παύλου προτραπεὶς ἐπὶ τὴν πίστιν κατὰ
8077766 δοριμαργος
μέμονας , τέκνον ; μή τί σε θυμοπλη - θὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω : κακοῦ δ ' ἔκβαλ ' ἔρωτος
τοῦ θυμὸς ἡ ψυχή . Ξ δορίμαργος ] πολεμική . δορίμαργος ] πρὸς πόλεμον ὁρμῶσα καὶ μαινομένη . δορίμαργος ]
8075237 διαρραγησομαι
αὐτὸ περὶ τοῦ πρότερος εἰπεῖν πρῶτα διαμαχοῦμαι . Οἴμοι , διαρραγήσομαι . Καὶ μὴν ἐγὼ οὐ παρήσω . Πάρες πάρες
ἢ πρῶτον εἰπεῖν . πάρες : τοῦ Κλέωνος εἰπόντος “ διαρραγήσομαι ” καὶ τοῦ ἀλλαντοπώλου εἰπόντος “ οὐ παρήσω ”
8073547 Κορυδεως
σκιά : ἐπὶ τῶν φοβουμένων , ἔνθα οὐ δεῖ . Κορυδέως εἰδεχθέστερος : ἐπὶ δυσμορφίᾳ οὗτος διεβάλλετο . Κεκύλισται ὁ
ἠλιθιώτερος : οὗτος γὰρ τὰ κύματα τῆς θαλάσσης ἠρίθμει . Κορυδέως εἰδεχθέστερος : ἐπὶ τῶν δυσμόρφων . Οὗτος γὰρ ἐπὶ
8066135 εἰδεχθεστερος
. ἤτοι τέθνηκεν ἢ διδάσκει γράμματα . Κορυδέως . . εἰδεχθέστερος Μουσῶν εὐκόλων ἀνθρήνιον οὐδέποτε προδέδωκέ με . Οἰωνίχου μουσεῖον
. Κοσκίνῳ ὕδωρ φέρει : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Κορυδέως εἰδεχθέστερος : ἐπὶ δυσμορφίᾳ οὗτος διεβάλλετο . Κολοφῶνα κακῶν ἐπέθηκας
8065898 ἀγασσατο
ῥεῖα φέροι κλυτὰ τεύχεα Πανθοίδαο Ἀτρείδης , εἰ μή οἱ ἀγάσσατο Φοῖβος Ἀπόλλων . ἡ διπλῆ ὅτι τοὺς χρόνους ἐνήλλαχε
' ἂν ῥᾳδίως ἔφερεν . . . . . τὸ ἀγάσσατο νῦν ἀντὶ τοῦ ἐφθόνησεν , οὐκ ἀντὶ τοῦ ἐθαύμασεν
8056465 προφρονι
προτὶ Ἴλιον ἀπονέωνται . Ἀλλ ' ἄγε , δυσμενέεσσι μαχώμεθα πρόφρονι θυμῷ , ὄφρα δαϊκταμένους εἰρύσσομεν ἠὲ καὶ αὐτοὶ κείνοις
ἐθέλω δέ τοι ἤπιος εἶναι . ” ἐντεῦθεν ἕως τοῦ πρόφρονι μυθέομαι ἀθετοῦνται στίχοι ιγʹ , ὅτι ἐξ ἄλλων τόπων
8056029 Βοιωτιδιον
οὗ ἡ παροιμία Βοιωτία ὗς , καὶ Βοιωτίς . καὶ Βοιωτίδιον ἐκ Βοιώτιος . Ἀριστοφάνης Ἀχαρνεῦσιν ” ὦ χαῖρε κολλικοφάγε
. Ἀριστοφάνης δ ' ἐν Ἀχαρνεῦσιν : ὦ χαῖρε κολλικοφάγε Βοιωτίδιον . τούτων οὕτω λεχθέντων ἔφη τις τῶν παρόντων γραμματικῶν
8053550 Ὀπιου
πάσχοντας : ἔχει δὲ ἡ γραφὴ αὐτοῦ . οὕτως : Ὀπίου . . . . . . . . .
ἄρτῳ κατάπλασσε . Πρὸς τοὺς ἐν τοῖς βλεφάροις ἄνθρακας . Ὀπίου , μίσυος ὀπτοῦ , ἀκακίας , λεπίδος χαλκῆς ἀνὰ
8050929 Οἰμ
κἀπιτρέψαι Λαμάχῳ , πότερον ἀκρίδες ἥδιόν ἐστιν ἢ κίχλαι ; Οἴμ ' ὡς ὑβρίζεις . Τὰς ἀκρίδας κρίνει πολύ .
. Τί ὑποτεκμαίρει καὶ κακῶς ἄνδρας λέγεις καλοκαγαθεῖν ἀσκοῦντας ; Οἴμ ' , ὦ Θρασύμαχε , τίς τοῦτο τῶν ξυνηγόρων
8050777 προσπτυξατο
ἀπηύρα νῆα μέλαιναν , ἦε ἑκών οἱ δῶκας , ἐπεὶ προσπτύξατο μύθῳ . ” τὸν δ ' υἱὸς Φρονίοιο Νοήμων
δεῖπνον . ἐπιίστορας : μάρτυρας . ὀνοτήν : μεμπτήν . προσπτύξατο : περιέλαβε . παρὲκ νόον Αἰήταο : μὴ βουλομένου
8050699 ΛΖΑ
πρὸς ΖΑ ὁ τοῦ ὑπὸ ΜΛΝ ἐστι πρὸς τὸ ὑπὸ ΛΖΑ . ὡς ἄρα ἡ ΘΖ πρὸς ΖΑ , οὕτως
ὑπὸ ΛΖΑ , οὕτως τὸ ὑπὸ ΘΖΛ πρὸς τὸ ὑπὸ ΛΖΑ . ἴσον ἄρα ἐστὶ τὸ ὑπὸ ΜΛΝ τῷ ὑπὸ
8048995 ὠνερ
σκόπει γ ' αὐτὴν σφόδρα : μόνην γὰρ αὐτήν , ὦνερ , οὐ γιγνώσκομεν . Πολύν γε χρόνον οὐρεῖς σύ
εἶτ ' ἠρόμεθ ' ἄν : Πῶς ταῦτ ' , ὦνερ , διαπράττεσθ ' ὧδ ' ἀνοήτως ; Ὁ δέ
8048636 οἰχησει
ἀπαλλαγῶμεν ἀνδρὸς ἁρπαγιστάτου . ἀλλ ' αὐτὸς ἀπαρτὶ τἀλλότρι ' οἰχήσει φέρων . ἐψάθαλλε λεῖος ὤν ἀργύρια μάραγναν οὐχ ὁρᾷς
ὡς ἐγᾦμαι , σαυτόν . ἀλλὰ καθελκύσας τὰς ναῦς ἀποπλέων οἰχήσει ; εἶτ ' οὐκ αἰσχύνει τὰς Νηρηίδας τὰς πρὸς
8047972 ΤΟΙΣΙΝ
ΟΥΡΑΝΟΘΕΝ ΔΕ . Ἐκ τῆς τῶν ἀστέρων κινήσεως . . ΤΟΙΣΙΝ Δ ' ΟΥΡΑΝΟΘΕΝ . Ἐπὶ τούτοις , ἤγουν κατὰ
τοὺς ὕστερον μέλλοντας γενέσθαι . . ΑΛΛ ' ΕΜΠΗΣ ΚΑΙ ΤΟΙΣΙΝ . Ἀλλ ' ὅμως καὶ ἐπὶ τούτοις μεμιγμένα ἔσται
8047851 βαρβαρε
' ὅλως ; τοιοῦτόν ἐστι τοῦτο ; πάνυ γε , βάρβαρε . τοῦ θηριώδους καὶ παρασπόνδου βίου ἡμᾶς γὰρ ἀπολύσασα
ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι . . ἐγώ σε προσκυνήσω , βάρβαρε ; κρείττων Ζώπυρος ἑκατὸν Βαβυλώνων . . . .
8047302 Μελητε
εἰσάγεις . Ἔτι δὲ ἡμῖν εἰπέ , ὦ πρὸς Διὸς Μέλητε , πότερόν ἐστιν οἰκεῖν ἄμεινον ἐν πολίταις χρηστοῖς ἢ
οὐδ ' ὁπωστιοῦν . Ἄπιστός γ ' εἶ , ὦ Μέλητε , καὶ ταῦτα μέντοι , ὡς ἐμοὶ δοκεῖς ,
8041587 πεισθω
] ] πεισθήσομαι , βούλει ἵνα πεισθῶ , ὑπακούω , πεισθῶ , ἀκούσαιμι . . ἔκστρεψον ] μετάλλαξον . ἔκστρεψον
εἶπον ὑπόπτερον τοῦτον ἢ αὐτὸν ἀργεῖν ἢ ἑτέρους ἐθίζειν ἐγὼ πεισθῶ ; οὐκ ἄρ ' ἐπίστασθαι δόξω τῶν πραγμάτων οὐδὲν
8040784 εκα
] [ ] ! μον [ ! ! ! ] εκα ? [ ! ! ] ! ! [ ]
? [ [ ] δει ? [ [ ] ! εκα [ [ ] νω ? ? [ . .
8040494 συρισδεν
, ὡς τὸ κάταντες τοῦτο γεώλοφον αἵ τε μυρῖκαι , συρίσδεν ; τὰς δ ' αἶγας ἐγὼν ἐν τῷδε νομευσῶ
θέμις , ὦ ποιμήν , τὸ μεσαμβρινὸν οὐ θέμις ἄμμιν συρίσδεν . τὸν Πᾶνα δεδοίκαμες : ἦ γὰρ ἀπ '
8039021 χοὐτος
τ ' ἐκ νεὼς στείλωσι ναῦται καὶ θεοῖς εὐξώμεθα . χοὖτος τάχ ' ἂν φρόνησιν ἐν τούτῳ λάβοι λῴω τιν
χορδαῖς δώδεχ ' ἁρμονίας ἔχων . ἀλλ ' οὖν ἔμοιγε χοὖτος ἦν ἀποχρῶν ἀνήρ : εἰ γάρ τι κἀξήμαρτεν ,
8036099 Πανταπασιν
ὅτι ποτ ' εἴη τὸ κυβερνώμενον ὑπ ' αὐτοῦ ; Παντάπασιν τοῦτό γε ἀληθὲς εἴρηκας , ὦ ξένε : τοὐπὶ
ἐφαπτομένη : καὶ τοῦτο αὐτῆς τὸ πάθημα φρόνησις κέκληται ; Παντάπασιν , ἔφη , καλῶς καὶ ἀληθῆ λέγεις , ὦ
8029500 ἠιδη
γλώσσης τε σιγὴν ὄμμα θ ' ἥσυχον πόσει παρεῖχον : ἤιδη δ ' ἅμ ' ἐχρῆν νικᾶν πόσιν κείνωι τε
αἰσχρὰ δρώσηι μάρτυρας πολλοὺς ἔχειν . τὸ δ ' ἔργον ἤιδη τὴν νόσον τε δυσκλεᾶ , γυνή τε πρὸς τοῖσδ
8024847 δαιταλεις
χορὸς ἐγένοντο . . . . . . δαιταλεῖς : δαιταλεῖς : . . . ὥσπερ παρὰ τὸ μέλας μέλανος
καὶ ἑστιοῦχον κατ ' Ἀριστοφάνην . οἱ δὲ συγκληθέντες δαιτυμόνες δαιταλεῖς , ἐπίκλητοι σύγκλητοι κλητοί , συμπόται , σύνδειπνοι .
8022701 θηρευτικος
κάπηλος καπηλικός , μεταβολεύς μεταβλητικός , ἔμμισθος θηρευτὴς νέων , θηρευτικός , μίσθαρνος μισθοφόρος , κόλαξ κολακευτικός , θώψ ,
ἀφ ' οὗ καὶ τὸ πρᾶγμα φιλοθηρία , φιλοκυνηγέτης , θηρευτικός ἀγρευτικός κυνηγετικός , θηρευτικῶς ἀγρευτικῶς κυνηγετικῶς . θηρᾶν θηρεύειν
8021845 Βαθυλλος
ἀπὸ τοῦ Ἀριστοκλῆς Ἀρίστυλλος , Θρασυκλῆς Θράσυλλος , οὕτως Βαθυκλῆς Βάθυλλος . Ἡρωδιανὸς Περὶ παθῶν , . . . .
ἐκ τῆς ζώσεως κολπωμάτων , . , * . . Βάθυλλος : ὄνομα κύριον , ὁ ἐρώμενος Ἀνακρέοντος . γέγονε
8021819 Ἀνυτε
περὶ τοῦ ξένου τουτουῒ Μένωνος . οὗτος γάρ , ὦ Ἄνυτε , πάλαι λέγει πρός με ὅτι ἐπιθυμεῖ ταύτης τῆς
μή , καὶ οἵτινες . σὺ οὖν ἡμῖν , ὦ Ἄνυτε , συζήτησον , ἐμοί τε καὶ τῷ σαυτοῦ ξένῳ
8021144 δυστυχεστατε
, οὐ περισσοτέραν . δίκαιον ] εὔλογον . κακόδαιμον ] δυστυχέστατε , κακότυχε . , ἄθλιε . τὸ ” οὐδὲν
οὐ κέκλοφα . οὐκ : Ὄψει ἐμὲ οὕτως ἔχοντα , δυστυχέστατε . Θ . . . χρηστοὺς : Ἀγαθούς .
8020990 μελε
πόθεν ἥκεις , Πραξαγόρα ; τί δ ' , ὦ μέλε , σοὶ τοῦθ ' ; ὅ τί μοι τοῦτ
Μὰ Δί ' οὐκ ἔμοιγ ' ἐπέβαλεν οὐδείς , ὦ μέλε . Κἄπειτα δῆθ ' οὕτω σιωπῇ διαπέτει διὰ τῆς
8019648 Ἐκφαντιδης
Εὔιε κισσοχαῖτ ' ἄναξ , χαῖρ ' , ἔφασκ ' Ἐκφαντίδης πάντα φορητά , πάντα τολμητὰ τῷδε τῷ χορῷ πλὴν
μηδ ' αὖ γέλωτα Μεγαρόθεν κεκλημένον ” . ἀλλὰ καὶ Ἐκφαντίδης παλαιότατος ποιητὴς τῶν ἀρχαίων φησὶ “ Μεγαρικῆς κωμῳδίας †
8019096 ΓΕΝΟΣ
' ὅμως τιμὴ ἀκολουθεῖ καὶ τούτοις . . ΤΡΙΤΟΝ ΑΛΛΟ ΓΕΝΟΣ . Τοῦτο τὸ γένος εἰκότως τρίτον , οὔτε νωθρὸν
τιμὴν βασιλικὴν , ἤγουν βασιλεῦσι πρέπουσαν . . ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΑΥΤΕ ΓΕΝΟΣ . Ὁ μὲν Ὀρφεὺς τοῦ ἀργυροῦ γένους βασιλεύειν φησὶ
8018864 Αὑτως
πλέκεται . ἀγρώσσουσιν : ἁλιεύουσιν , ἀγρεύουσι , θηρεύουσιν . Αὕτως : οὕτως , ἁπλῶς . θώμιγγα : ὁρμιήν .
γένοιτ ' , ἐκείνου γ ' οὖσα παντελὴς δάμαρ . Αὕτως δὲ καὶ σύ γ ' , ὦ ξέν '
8018160 εἰπατ
' ἔρωμαι , τίνες ἐφεστᾶσιν δόμοις . ξέναι γυναῖκες , εἴπατ ' , ἐκ ποίας πάτρας Ἑλληνικοῖσι δώμασιν πελάζετε ;
Τυνδαρείας παιδὸς ἀνόσιον φόνον . καὶ νῦν ὅπου ' στὶν εἴπατ ' , ὦ νεάνιδες , Ἀγαμέμνονος παῖς , ὃς
8017931 Δουλοδιδασκαλῳ
οὐδέπω . τῶν δ ' ἑφθῶν ποδῶν μνημονεύει Φερεκράτης ἐν Δουλοδιδασκάλῳ : ὡς παρασκευάζεται δεῖπνον πῶς ἂν εἴπαθ ' ἡμῖν
ὑποκατώρυκται δὲ ἐν κυαθίδι τρικτὺς ἀλεξιφαρμάκων . ΚΥΛΙΞ . Φερεκράτης Δουλοδιδασκάλῳ : νυνὶ δ ' ἀπόνιζε τὴν κύλικα δώσων πιεῖν
8017427 μαστιγια
, τὸν δὲ θυγατριδοῦν λαβὼν ἔνδον πρόσειπε . θυγατριδοῦν , μαστιγία ; παχύδερμος ἦσθα καὶ σύ , νοῦν ἔχειν δοκῶν
ἵν ' ἐγὼ τουτῳὶ αὐτὸν περιθῶ . Κατάθου ταχέως , μαστιγία . Οὐ δῆτ ' , ἐπεί μοι χρησμός ἐστι
8016930 Γειτοσιν
κλάδους . Ἔσπασον : ἔλαβον . ἦ : ὄντως . Γείτοσιν : ἐν τοῖς γείτοσι τόποις τῆς γῆς . γουνοῖσιν
Πλάτωνι . τὸ δὲ πεσσοῖς παίζειν πεσσονομεῖν Κράτης εἴρηκεν ἐν Γείτοσιν ψῆφοι , γραμμαί , βόλοι . βόλων δὲ ὀνόματα
8012144 ὀστρειοισιν
θᾶκοι πεσσοί τε καλοῦνται . ἡ μὲν δὴ πίννῃσι καὶ ὀστρείοισιν ὁμοίη . ὠμολίνοις κόμη βρύους ' , ἀτιμίας πλέως
οὕτως ἔλεγον οἱ ἀρχαῖοι . Κρατῖνος Ἀρχιλόχοις : πίννῃσι καὶ ὀστρείοισιν ὁμοίη . καὶ Ἐπίχαρμος ἐν Ἥβας γάμῳ : ὄστρεια
8011833 Ξενια
γράφεται τᾶς ξανθᾶς . Ξενία : μία τῶν Νυμφῶν ἡ Ξενία . ἢ Νύμφη ἡ ξενέα . ἢ ὄνομα κύριον
βεβλαμμένος . Ἐπείσακτος . Ὁ ἐξ ἑτέρας χώρας ἐπεισφερόμενος . Ξενία . Φιλία . Αἴτιος δ ' οὗτος , ὥσπερ
8008001 Ἀτταται
, μᾶλλον ἐπικρούεις σύ γε . Ἔτι μᾶλλο βοῦλις ; Ἀτταταῖ ἰατταταῖ : κακῶς ἀπόλοιο . Σῖγα , κακόδαιμον γέρον
κέκραγας ; Ἐμβαλῶ σοι πάτταλον , ἢν μὴ σιωπᾷς . Ἀτταταῖ ἰατταταῖ . Οὗτος σύ , ποῖ θεῖς ; Εἰς
8004489 θυραισιν
. , . . , . Ἀπεστύπαζον : : † θύραισιν ἀπεστύπαζον : παρὰ τὸ τύπτω ἀπετύπαζον καὶ πλεονασμῷ τοῦ
χάλκεος ἐξ Ἀφροδίτας , ὣς τῆνος δινοῖτο ποθ ' ἁμετέραισι θύραισιν . ἶυγξ , ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα
8003901 μοχθεις
[ ] ν ἀρύστηρ ' ἐς κέραμον μέγαν [ ] μόχθεις τοῦτ ' ἔμεθεν σύνεις [ ] μητωξαυος ἀλλως [
[ ] ν ἀρύστηρ ' ἐς κέραμον μέγαν [ ] μόχθεις τοῦτ ' ἔμεθεν σύνεις [ ] μητωξαυος ἀλλως [
8003675 ἐγκαναξον
, ὅπερ πάσχουσιν οἱ μεθύοντες καὶ οἱ ὑπτίως ἀνακείμενοι . ἐγκάναξον : ἔγχεε , ἐκκένωσον . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν
ἐκκένωσον . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν ἀθρόως πινόντων . ΓΘ ἐγκάναξον : προσένεγκε , ἔκχεον . ἐγκάναξον ] ἔγχεε .
8002627 Ἀληθες
ἀπειργόμενον ἀπὸ τῶν καθαρείων καὶ τῶν ἀλλοτρίων μολυσμοῦ παντός . Ἀληθὲς δὲ καὶ τὸ Ἡροδότου καὶ ἔστιν Αἰγυπτιακὸν τὸ τὸν
αὐτὸ λέγει , εἰ γὰρ ἄνθρωπος πάντως καὶ ζῷον . Ἀληθὲς δέ ἐστιν εἰπεῖν κατὰ τοῦ τινὸς καὶ ἁπλῶς .
8000519 Ὡμολογηται
, ἄφρονές τε καὶ φρόνιμοι , καὶ μαινόμενοι ἕτεροι . Ὡμολόγηται γάρ . Ἔτι δὲ ὑγιαίνοντές εἰσί τινες ; Εἰσίν
ὁ ἀκριβὴς ναυτῶν εἶναι ἄρχων ἀλλ ' οὐ ναύτης ; Ὡμολόγηται . Οὐκ ἄρα ὅ γε τοιοῦτος κυβερνήτης τε καὶ
7999437 εὐτυκος
' , ἐπεὶ Μουσᾶν γε ἰοβλεφάρων θεῖος προφάτας [ ] εὔτυκος Φλειοῦντά τε καὶ Νεμεαίου Ζηνὸς εὐθαλὲς πέδον ὑμνεῖν ,
διατηροῦντες αὐτήν . φησὶ γοῦν Πρατίνας : Λάκων ὁ τέττιξ εὔτυκος εἰς χορόν . ἀπὸ γὰρ τῆς τοῦ βίου σωφροσύνης
7999274 ἐγᾠδ
ἤγαγεν , οὓς εἶπεν ἀποδεδόσθαι βούλεσθαι τὸν Κλέωνα . ΓΘ ἐγᾦδ ' ] ἐγὼ οἶδα . τοῖς δεδεμένοις ] τοῖς
λέγεις ; Καὶ ταῦτ ' ἐφ ' οἷσίν ἐστι συμφυσώμενα ἐγᾦδ ' : ἐπὶ γὰρ τοῖς δεδεμένοις χαλκεύεται . Εὖ
7997791 δοκησατω
. . . . οὐδὲ κοιλογάστορες λύκοι πάσονται : μὴ δοκησάτω τινί . τάφον γὰρ αὐτὴ καὶ κατασκαφὰς ἐγώ ,
] μὴ δόξει τοῦτό τινι . δοκησάτω ] νομισάτω . δοκησάτω ] ἐλπισάτω . δοκησάτω ] δοξάτω . τινί ]
7996343 καυης
δεῦρό μοι σκαπαρδεῦσαι . Κίκων δ ' ὁ πανδάλητος ἄμμορος καύης † τοιόνδε τι δάφνας κατέχων † οὐδὲν αἴσιον προθεσπίζων
λέγων οὑτωσί Κίκων δ ' ὁ πανδάλητος ἄμμορος καύης . καύης δὲ ὁ λάρος κατ ' Αἰνιᾶνάς ἐστιν . ἐρινοῦ
7996049 ποιητικωτερον
ἐκφέρειν τὰς νοήσεις , ἀλλ ' ἐπὶ τὸ σεμνότερον καὶ ποιητικώτερον ἐκβιβάζειν τὴν ὀνομασίαν παρὰ τῆς πολιτικῆς δυνάμεως μάλιστα ἀπαιτοῦμεν
ἀλλόδημος , ἀλλόγλωσσος , ἔπηλυς , ἐπηλύτης , ὀθνεῖος : ποιητικώτερον , Πλάτων δ ' αὐτῷ κέχρηται . μέτοικος ὁ
7995743 Αὐσιγδα
πόλις Λιβύης καὶ Κίνυψ ποταμὸς Λιβύης πλησίον Αὐσίγδης . * Αὐσίγδα πόλις Λιβύης ἣν παραρρεῖ ὁ Κίνυφος ποταμός . *
δ ' ἀνεστήλωσαν ; περὶ τὴν Αὐσίγδα πόλιν Λιβύης ἥντινα Αὐσίγδα παραρρεῖ ὁ Κίννυφος ποταμός . Τιταιρώνειον : ὁ Μόψος
7994858 ἀμβλωμα
. . . , . . . , . καὶ ἄμβλωμα , ὡς Ἀ . . . . . ,
ἀμβλωθρίδιον φάρμακον , καὶ ἄμβλωσις , ὡς Λυσίας , καὶ ἄμβλωμα , ὡς Ἀντιφῶν , καὶ ἀμβλίσκειν , ὡς Πλάτων
7994309 βυζω
. παρὰ τὸ βύω , ἔνθεν βεβυσμένος : οὗ παράγωγον βύζω , ὁ παθητικὸς παρακείμενος βέβυκται , ὡς βάζω βέβακται
, τροπῇ τοῦ α εἰς υ . ἢ παρὰ τὸ βύζω βυστός καὶ βυθός . . . . βύκτης :
7992597 Λαμητος
Κέρνην νῆσον παραγώγως Κερνεᾶτιν εἶπεν , ὥς φησι Φιλογένης . Λάμητος δὲ ποταμὸς Ἰταλίας . . * τὴν Κέρνην νῆσον
παραγώγως . * * Λαμητίαις : ὥς φησι Φιλογένης , Λάμητος ποταμὸς Ἰταλίας . * ῥυστάζεινἔστι : τὸ μετὰ βίας
7992571 δισταζω
. ἀλλ ' ἤδη αὐτὰ ἀφαιροῦμαι : οἷον , οὐ διστάζω . ἐπεὶ εἶπε σπουδάσεις , λέγει οὐ σπουδάσω λόγοις
' εἰκών : φέρ ' ἰδώμεθα , μὴ Βερενίκας : διστάζω , ποτέρᾳ φῇ τις ὁμοιοτέραν . Λύσιππε , πλάστα
7992197 λεπαδνον
ὡς γὰρ κόπτω κόπανον , οὕτω λέπω λέπανον , καὶ λέπαδνον . Λέξασθαι , τὸ κοιμηθῆναι . παρὰ τὸ λέχριον
ἐτυμολογεῖται δὲ ἀπὸ τοῦ λέπω τὸ λεπίζω , λέπανον καὶ λέπαδνον . τινὲς δὲ λέπαδνα τοὺς μασχαλιστῆράς φασι . .
7991338 συναγωγιμον
δοτέον ἔτι , πλακοῦντος ἁπτέον . Κατάκεισο κἀκείνας κάλει . συναγώγιμον ποιῶμεν . ἀλλ ' εὖ οἶδ ' ὅτι κυμινοπρίστης
ἐστί σου πάλαι . καὶ Ἔφιππος ἐν Γηρυόνῃ : καὶ συναγώγιμον συμπόσιον ἐπιπληροῦσιν . ἔλεγον δὲ συνάγειν καὶ τὸ μετ
7990096 ἀπαιδευτοτερος
σώματι καὶ ἠλίθιος . Νικοχάρης Γαλατείᾳ : τί δῆτ ' ἀπαιδευτότερος εἶ Φιλωνίδου τοῦ Μελιτέως ; περὶ δὲ τοῦ μεγέθους
αὑτῷ λέπτ ' ἔχον καδίσκια κυμινοδόκον τί δῆτ ' ; ἀπαιδευτότερος εἶ Φιλωνίδου τοῦ Μελιτέως ; φέρε νῦν ταχέως χιτῶνα

Back