γογγρία : ἐτυμολογοῦνται ἀπὸ τοῦ γρῶ τὸ ἐσθίω : γρῶ γράος καὶ γόγγρος , γράοι καὶ γόγγροι . ὄλισθον :
γογγρία : ἐτυμολογοῦνται ἀπὸ τοῦ γρῶ τὸ ἐσθίω : γρῶ γράος καὶ γόγγρος , γράοι καὶ γόγγροι . ὄλισθον :
6756773 ἀλγηδονος
μεμνῆται δὲ τῶν ἡδέων ὧν γενομένων παύοιτ ' ἂν τῆς ἀλγηδόνος , πληρῶται δὲ μήπω : τί τότε ; φῶμεν
ὀδοῦσι τὸν σκόλοπα ἐξελκύσαντος ὁ ὄνος κουφισθεὶς τῆς τοῦ ποδὸς ἀλγηδόνος λακτίσας αὐτὸν τοῖς ποσὶ νεκρὸν ἀφῆκε καὶ εἰς ὄρος
6568854 τιτθης
Μαρυανδηνὸς ὑπὸ τρυφῆς ἐσιτεῖτο μέχρι μὲν γήρως ἐκ τοῦ τῆς τιτθῆς στόματος , ἵνα μὴ μασώμενος πονέσειεν . οὐ πώποτε
παραμένειν ζητεῖται . | Οὐ παρέργως δὲ δεῖ προνενοηκέναι τῆς τιτθῆς , ἵνα μήτε φθειρομένου τοῦ γάλακτος νοσηλεύηται τὸ βρέφος
6109094 στερησεως
α εἰς η , ἠκεστός . καὶ μετὰ τῆς α στερήσεως , ἥτις πολλάκις λαμβάνει τὸ ν , ἀνήκεστος ,
ὁ τρόπος τῆς μεταχειρίσεως : παραθεὶς γὰρ ἐξ ὑπάρξεως καὶ στερήσεως καὶ κόψας τὰ νοήματα λέγει , πότερον ὅτι ὑμεῖς
6041940 λεγουσης
' ἑκάστην ὄρεξιν , τῆς δὲ σοφίας μόνον θεωρούσης καὶ λεγούσης , πραττούσης δὲ μηδέν . ἐλέγετο γὰρ ἐξ ἀρχῆς
καὶ τὸ εἰωθὸς ἔπος , ὡς μετὰ ταῦτα ἐπυθόμην , λεγούσης , λαβέ μου , Σκάμανδρε , τὴν παρθενίαν ,
5966892 γαλης
μικρὰ τῇ μαχαίρᾳ τὸ σκελέτευμα , ἤτοι τὸ ἐσκληκὸς τῆς γαλῆς , καθάπερ τὸ καλούμενον σίλφιον ἢ τυροῦ στροφάλιγγα .
. ἰδιότης δὲ ἄρα μυῶν καὶ ἐκείνη . ἐπειδὰν ἀκούσωσι γαλῆς τρυζούσης ἢ συρίζοντος ἔχεως , ἐκ τῆς μυωπίας τῆς
5940519 ἐξεισιν
ἔξω ποιέει κατὰ μέσον τῆς γονῆς , ᾗ τὸ πνεῦμα ἔξεισιν : ὅταν δὲ ὁδὸς γένηται τῷ πνεύματι ἔξω θερμῷ
περὶ τοὺς γεγεννηκότας τοιοῦτοι γίνονται . . ὁ πρεσβύτης σχετλιάζων ἔξεισιν ὡς ὑπὸ τοῦ παιδὸς τετυμμένος . δῆλον δέ ,
5936771 ἐπῳδης
ἐκεῖνα μὲν αὖθις ἐποίησε ξύλα , ὥσπερ ἦν πρὸ τῆς ἐπῳδῆς , αὐτὸς δὲ ἀπολιπών με λαθὼν οὐκ οἶδ '
δύνανται , εἴ τις ἐπίσταιτο αὐτοῖς χρῆσθαι μετὰ τῆς οἰκείας ἐπῳδῆς ἑκάστῳ : ποδῶν δὲ ἴασιν ἥκιστα ἐπαγγέλλεται . “
5906873 Φαιδρας
τὰ θρυλλούμενα ἐν τῇ πόλει περὶ τῆς αὐτοῦ γυναικὸς ἰδίας Φαίδρας , ἐλυπεῖτο πρὸς αὐτήν : καὶ ἀγανακτήσας κατὰ τοῦ
τί δ ' ἔστι , Φαίδρα : περὶ τὴν τῆς Φαίδρας ἀγωνίαν καταγινόμενος ὁ χορὸς οὐκ ἐπαισθάνεται τῶν τοῦ Ἱππολύτου
5864216 Ἰσμαηλ
προπαιδεύματα , ἐκβληθήσεται δὲ καὶ ὁ σοφιστὴς αὐτῶν υἱὸς ἐπίκλησιν Ἰσμαήλ . ἐνδύσονται δὲ τὴν φυγὴν ἀίδιον , βεβαιοῦντος τοῦ
σεμνότητας ὀνομάτων ἐπαμπισχόμενος , γελᾶται . ζῆν δὲ εὔχεται τῷ Ἰσμαήλ , οὐ τῆς μετὰ σώματος ζωῆς ἐπιστρεφόμενος , ἀλλ
5808477 ἐρυγης
. . περίπατος ἐν ἀλέᾳ , καὶ κατ ' αἴσθησιν ἐρυγῆς ἀναβαινού - σης ἐπιτίθεσθαι χρὴ τῷ ἔργῳ , δάκτυλον
γε μὴν τὸ προσενέγκασθαι τὸν οὕτως κριθέντα καὶ διὰ τῆς ἐρυγῆς ἔνεστι γνωρίζειν , ὁποῖός ἐστιν ἀμείνων αὐτῶν : ὁ
5792931 ἐρωτηθεισα
: ἢ ταύταν ἀπόθευ ἢ μὴ ἔσο . ” Ξανθίππη ἐρωτηθεῖσα τί μέγιστον ὑπῆρχεν τῷ Σωκράτει „ τοῦτο „ ,
δὲ πυσματικὴ τοιαύτη ἐστίν , οἷον Θεανὼ ἡ Πυθαγορικὴ φιλόσοφος ἐρωτηθεῖσα ὑπό τινος , ποσταία γυνὴ ἀπ ' ἀνδρὸς καθαρὰ
5790152 πυγης
' ἐν τῷ σῷ βούλομαι κόλπῳ πληκτίζεσθαι μετὰ τῆς σῆς πυγῆς . Κύπρι , τί μ ' ἐκμαίνεις ἐπὶ ταύτῃ
ὄρρον δὲ τὸν καλούμενον ταῦρον . ἔστι δὲ μέρος τῆς πυγῆς . Ἄλλως . ὄρρον τὸν λεγόμενον ταῦρον : οἱ
5787590 παραφορας
μὲν ὑπὸ τῶν ἐπιπέδων καὶ αὐτοί , περὶ ἃ τὰς παραφορὰς τῶν ἐγκλίσεων γίγνεσθαί φαμεν : οὕτω γὰρ ἂν μόνως
ἀλλ ' οὐχ ὁμοίως , φησί , τὰς παρέσεις καὶ παραφορὰς ἐν ταῖς ψυχαῖς γινώσκομεν καὶ τοῖς σώμασιν , ἀλλ
5785754 πληγης
αὐτῷ τὸν κόνδυλον . ] ἠστειεύσατο διὰ τὸ δριμὺ τῆς πληγῆς καὶ τῶν σκορόδων . ἀλετρίβανον ] οἱ μὲν δασέως
πρότερον δὲ ἄρα ὕπνος ἐπέλαβεν αὐτὸν ὑπὸ τοῦ λίθου τῆς πληγῆς : Ἀθηνᾶν δὲ εἶναι τὴν ἐπαφεῖσάν οἱ τὸν λίθον
5775548 ἐπαυλεως
καὶ τάφου κρείσσων . ” Ὡς δὲ πλησίον ἐγένετο τῆς ἐπαύλεως , ὁ Θήρων ἐστρατήγησέ τι τοιοῦτον . ἀποκαλύψας τὴν
' , ὦ λύκε , ἐὰν αὖθίς με πρὸ τῆς ἐπαύλεως κοιμώμενον ἴδῃς , μηκέτι γάμους ἀναμείνῃς . ” οὕτως
5764375 θενω
λέγω . , ἐγὼ λέγω , ναί . θείνω , θενῶ , καὶ ῥῆμα εἰς μι θνῆμι : ὁ μέλλων
γάρ : κτείνω , κτενῶ : θείνω τὸ τύπτω , θενῶ γάρ . Τὰ διὰ τοῦ ειρω πάντα , δισύλλαβά
5757876 κοιτης
ὅσια καὶ ὅσιόν ἐστι προσενεγκεῖν αὐτῇ χεῖρα καὶ ἐκ τῆς κοίτης αὐτῆς ἡδεῖαν βοτάνην ἀποκεῖραι , ἀντὶ τοῦ δρέψασθαι τὴν
, ἐπαΐσσεσθαι ὁδοῖο . Καὶ μύες ἡμέριοι ποσσὶ στιβάδα στρωφῶντες κοίτης ἱμείρονται , ὅτ ' ὄμβρου σήματα φαίνῃ . ]
5690104 ἀλωπεκος
ἐπιθυμίαν καὶ ἅμα τῷ τὴν δίψαν σβέσαι ἀναδῦναι μετὰ τῆς ἀλώπεκος σκοποῦντος χρήσιμόν τι ἡ ἀλώπηξ ἔφη ἐπινενοηκέναι εἰς τὴν
προσβιβάζῃ τὸ ἐπαινούμενον . Οἷον εἴ τις κύνα ἐπαινῶν εἴποι ἀλώπεκος εἶναι μείζω αὐτὸν ἢ αἰλούρου , ἆρά σοι δοκεῖ
5687281 Εὐκρατης
τῆς νόσου ἐπικληθείς . καὶ ῥᾷον ἐδόκει ἤδη ἔχειν ὁ Εὐκράτης καὶ τὸ νόσημα τῶν συντρόφων ἦν : τὸ ῥεῦμα
. ὅτι μὲν οὐκ οἰκόσιτος ἦν χθές , οἶσθα : Εὐκράτης γάρ με ὁ πλούσιος ἐντυχὼν ἐν ἀγορᾷ λουσάμενον ἥκειν
5684113 χολᾳ
παρθένου : παρθένῳ ὁκόταν , τὰ ὡραῖα μὴ γένηται , χολᾷ καὶ πυρεταίνει καὶ ὀδυνᾶται , διψῇ καὶ πεινῇ ,
νοέει καὶ φθέγγεται : ὡς μέλι φωνά : ἢν δὲ χολᾷ , νόος ἐστὶν ἀνάμερος : ἠπεροπευτάς , οὐδὲν ἀλαθεύων
5677842 ὀρχηστριδος
[ ἀναπλάσειν / ] ] τυπώσειν , ἐργάσεσθαι . εἰς ὀρχηστρίδος ] οἶκον . εἰσάγειν ] ⌈ σεαυτόν . /
ἔφορος ὁ Ἑρμῆς . τὴν τοξοθήκην καὶ τὰ ὄργανα τῆς ὀρχηστρίδος . δραμῇ . ἐξηπάτησε . παρὰ τοῖς Ἴωσιν .
5658538 ἀρνησεως
ἡ ἀπὸ τῆς ἀρνήσεως ἀρχομένη ἀδιόριστος ἀπόφασις , ἅτε τῆς ἀρνήσεως προσεχέστερον ἐξακουομένης πρὸς τὸ τίς τὸ κατὰ δύναμιν ἐνυπάρχον
. πώμαλα : οὐδαμῶς : ἔστι δὲ ἀττικόν : ἐπίρρημα ἀρνήσεως . ὡς ἐπὶ ἀψύχου τὸ “ ἀναθείς ” διὰ
5642162 κρεμησεται
μὴ δεῖσθαι ἀσπίδος εἰρήνης γενομένης , ἔφη “ ἐν φεψάλῳ κρεμήσεται ἡ ἀσπίς ” , παρὰ τὸ Ἡσιόδειον “ αἶψά
, ὅμως οὐκ ἐπέτυχεν αὐτός , Ἀστέρα Φίλιππος ἢν λάβῃ κρεμήσεται . Φίλιππος ἀσθενῶν ] τὴν αἰτίαν λέγει δι '
5638104 δικελλης
? γὰρ αὑτὸν ἔνδον , καὶ σχολὴν εὑρὼν ] ἀπαλλαγεὶς δικέλλης καὶ κακῶν οὕτω ] τίς ἐστι σκληρὸς ὁ γέρων
τῷ τε ὄγκῳ διαλλάττει καὶ μήκει τοσοῦτον ἐκείνης , ὁπόσον δικέλλης στελειᾶς πάχος πλέον ἢ σμινύης ἔχει , ἢ καὶ
5628185 λιχνειας
θέλων ἀπὸ τῆς τῶν δηλωθέντων μοχθηρίας καὶ περὶ τὰ φαῦλα λιχνείας ἐμφανίσαι τὴν τῶν παιδευσάντων διδασκαλίαν . . . .
, καὶ ὁ πορφυρεὺς αἰσθόμενος ἐθήρασε δεύτερος τὴν ὑπὸ τῆς λιχνείας προῃρημένην . Σκολόπενδρα θαλάττιον θηρίον , καὶ τῷ χερσαίῳ
5602743 τρεφομενον
τὸν ὑδροπότην Μοσχίωνα λεγόμενον ἰδόντα φασί τινα παράσιτον ὑπὸ γραὸς τρεφόμενον πλουσίας εἰπεῖν ὁ δεῖνα , παράδοξόν γε ποιεῖς πρᾶγμα
' : εἶτ ' εἰ τρόφιμος ὄντως ἐστί σου , τρεφόμενον ὄψει τοῦτον ἐν δούλου μέρει , κοὐκ ἂν δικαίως
5597691 κατηφη
εἰ δέ γε πορρωτέρω γένοιο , δεδακρυμένην δόξεις ὁρᾶν καὶ κατηφῆ γυναῖκα . ἰόντων δὲ Ἀθήνῃσιν ἐς τὴν ἀκρόπολιν ἀπὸ
λύσειε συμφορὰς πρᾳότατα καταστησάμενος τὴν ἀρχήν . τοῦτον νῦν εἶδον κατηφῆ καὶ συνεσταλμένον . καὶ δάκρυα πρὸ τῶν λόγων ἀφεὶς
5581845 κορης
ἀκοῇ παραπέμπει . ἀλλὰ τοῦ μὲν ὑγροῦ τοῦ ἐπὶ τῆς κόρης προεβάλλετο ὑμένας ἡ φύσις τὴν σκέδασιν αὐτοῦ φυλαττομένη :
αὐτῆς ἐπὶ τῆς κεφαλῆς κέρατα βοὸς ἐγγλύφουσιν , σημαίνοντες τῆς κόρης τὴν ἐπὶ βοῦν μεταβολήν . Αἰγυπτιστὶ ὁ τράγος καλεῖται
5578905 βιασεται
τῷ Πλαταϊκῷ ὁ Ἰσοκράτης πρώτῃ κέχρηται τῇ ἀντιπαραστάσει . Καὶ βιάσεται ὁ διώκων : Κα - λῶς εἶπεν ἐπὶ τῆς
οὐδὲ ἐπὶ τούτοις , οἷον μειράκιον καλλωπιζόμενον φεύγει πορνείας : βιάσεται ὁ διώκων μὴ ἐξεῖναι καλλωπίζεσθαι ἀνδράσιν , εἶτα ὅτι
5565831 φιληματος
ὄνομα πεποιῆσθαι . ποικίλον καὶ ἡδύ . ἔστι δὲ εἶδος φιλήματος πολλαῖς γλώτταις μεμιγμένον . γλῶττα δέ ἐστι καὶ ἡ
σῶμα . τυχὼν δ ' εὐμαρῶς τούτου τρίτην πεῖραν ἐπάγει φιλήματος , οὐκ εὐθὺ περίεργον , ἀλλ ' ἠρέμα χείλη
5526714 κλινης
ταύτην λαβεῖν τὸν Ἀρτέμωνα διὰ τὸ τρυφερῶς βιοῦντα περιφέρεσθαι ἐπὶ κλίνης . καὶ γὰρ Ἀνακρέων αὐτὸν ἐκ πενίας εἰς τρυφὴν
φησι , πόδας λαγωοῦ ἢ ἐλάφου περὶ τοὺς ἑρμῖνας τῆς κλίνης προσαρτωμένους , κατὰ νῶτα κατὰ τὸ ἐπίκλιντρον , μὴ
5521945 μητρῳας
. τὰ σκυλάκια τυφλὰ τίκτεται , καὶ οὐχ ὁρᾷ τῆς μητρῴας ὠδῖνος προελθόντα . καὶ τρισκαίδεκα ἡμερῶν τῶν πρώτων κατείληπται
εἰς τὴν οἰκείαν ἀνακομιοθήσεται καὶ ὁ περὶ τῆς οὐσίας τῆς μητρῴας ἀμφισβητῶν νικήσει ἐπὶ τούτῳ τῷ ὀνείρῳ [ ὁ μὲν
5513006 ἀναδυομαι
: τύπτων λοιδορεῖσθαι : ὑβρίζειν πρῖνος : εἶδος ξύλου οὐκ ἀναδύομαι : οὐ φοβοῦμαι , οὐ παραχωρῶ ἐμμέλειαν : τὴν
, καὶ σφόδρα ὢν ἐγγὺς ἤδη καὶ πρὸς αὐτῶι παντελῶς ἀναδύομαι . καὶ τῶν πρότερόν μοι μεταμέλει μηνυμάτων : λέγει
5510837 ποιμνης
βεβολημένος ἦτορ ἐξ ὀρέων ἔλθῃσι λύκος χατέων μάλ ' ἐδωδῆς ποίμνης πρὸς σταθμὸν εὐρύν , ἀλευόμενος δ ' ἄρα φῶτας
κρούεις . ” Λύκος ποτ ' ἄρας πρόβατον ἐκ μέσης ποίμνης ἐκόμιζεν οἴκαδ ' : ᾧ λέων συναντήσας ἀπέσπας '
5505327 Γλαυκης
, οὐκ ἀδελφὸν Πηλέως εἶναι , ἀλλὰ ἀκταίου παῖδα καὶ Γλαύκης τῆς Κυχρέως . . . . , : Ἔοικεν
τί σᾶμά τε καὶ τίς ὑπ ' αὐτῷ : „ Γλαύκης εἰμὶ τάφος τῆς ὀνομαζομένης . „ Γνώσομαι , εἴ
5484672 ἐχεως
καὶ δίδου πρὸς δύναμιν ἐν κράματι # γ . Πρὸς ἔχεως καὶ τῶν ἄλλων δηγμάτων κατάπλασμα . Σικύου ἀγρίου φύλλα
ὀδύνας ἀμβλυτέρας παρασκευάζουσι γίγνεσθαι , ἤ περ τὸ δῆγμα τοῦ ἔχεως παρέχειν τοῖς ἐξ αὐτῶν πληγεῖσιν ὀδύνην πέφυκεν . Οὐ
5467917 θεραπαινης
οὐδεμία οὕτω τέχνη ἂν εἴη δεινή . οὐκοῦν διακόνου καὶ θεραπαίνης τάξιν ἔχειν προσήκει τῇ τέχνῃ , τὴν φύσιν δ
καὶ συνοῦσά σοι διὰ μιᾶς ὑπηρεσίας ἐπλήρου τάξιν μητρὸς , θεραπαίνης , διακόνου φιλτάτου : ἀντὶ τούτων ἁπάντων , ἀριστεῦ
5462553 συμπλοκης
διὰ τῶν ὀκτὼ τοῦ λόγου μερῶν καὶ τῆς τούτων ἐναρμονίου συμπλοκῆς τὸ εὖ λέγειν καὶ τὸ εὖ γράφειν παιδευόμεθα ,
θείας φιλίας τῆς συνεχούσης τὰ πάντα κοινωνίαν παρέχουσι τῆς ἀδιαλύτου συμπλοκῆς : οὐχ ὡς τοὔνομα , ὥς γε οὕτω δόξαι
5445450 φατνης
, ἣν Ὅμηρος Λάαν φησιν εὐχείλου / εὐχίλου κάπης εὐτρόφου φάτνης ἢ τῆς καλὰ χείλη ἐχούσης ὡς κρείττονος ὄντος τοῦ
ἐκάλουν . ἐκφατνίσματα δὲ αἱ σανίδες αἱ ἀναιρούμεναι ἐκ τῆς φάτνης ὡς καθαίρεσθαι τὰ περιττά . ἐκ δὲ τῶν σκευῶν
5430746 λυχνουχου
, ἐσχάρα . καὶ διαστίλβονθ ' ὁρῶμεν ὥσπερ ἐκ καινοῦ λυχνούχου πάντα τῆς ἐξωμίδος . καί κ ' ἐπιθυμήσειε νέος
Ἄλεξις δ ' Ἐκκηρυττομένῳ : ὥστ ' ἐξελὼν ἐκ τοῦ λυχνούχου τὸν λύχνον μικροῦ κατακαύσας ἔλαθ ' ἑαυτόν , ὑπὸ
5424341 ῥαβδου
: νεῦρα δὲ βοὸς ἐπιτείνονται , μηκίστης ἐν τῷ μέσῳ ῥάβδου κειμένης : ἀπαρτῶσι δ ' αὐτῆς μήρινθόν τε καὶ
θέσιν : ἡ δὲ λυχνῖτις ζώνη στυλοῦται πέζαν ἴωνι τύπωι ῥάβδου κοίλης ἔντος ἀποστίλβει δὲ συηνὶς στικτὴ πρὸς πτέρναις :
5423344 μαιας
ταῖς τοῦ ἡλίου ἀκτῖσιν , καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν τὸν κύριον τοῦ
ἐν τῶι βίωι τούτων κακῶν μηδὲν ὑπὸ τηθίδος τινὸς δειδισαμένη μαίας τ ' , ἐλευθερίως δέ πως μετὰ πατρὸς ἀγρίου
5416798 τυπτομενος
ὁ τύπτων ὡς δερόμενον καὶ φροντίζοντα τῶν μυστηρίων . 〚 τυπτόμενος γὰρ θείας τελετῆς μέμνηται . 〛 τὸ ἰοὺ ἰού
τοῦ ἀρσενικοῦ , οἷον τὸν τυπτόμενον τὸ τυπτόμενον . Ὁ τυπτόμενος χρόνου μέν ἐστιν ἐνεστῶτος παθητικοῦ καὶ παρατατικοῦ , γίνεται
5412482 βασανου
ἀβασάνιστος . ἀγύμναστος ἢ ἀνεξέταστος . εἴρεται δὲ ἀπὸ τῆς βασάνου τῆς χρυσοχοικῆς λίθου , ἐν ᾗ δοκιμάζουσι τὸ χρυσίον
μὲν γὰρ αὐτῷ ἐξουσία ἦν σαφῶς εἰδέναι , παρὰ τῆς βασάνου , οὐκ ἠθέλησεν : ἐν οἷς δ ' οὐκ
5410963 Χλοης
τοιούτου γηροτρόφου εὐτυχήσαντας . Καὶ τοῖς ἐπαίνοις μὲν ἥδετο , Χλόης ἀκροωμένης : ὅτε δὲ κατεῖχον αὐτόν , ὡς θύσοντες
λόγων . Ὁ δὲ Δόρκων ὁ βουκόλος , ὁ τῆς Χλόης ἐραστής , φυλάξας τὸν Δρύαντα φυτὸν κατορύττοντα πλησίον κλήματος
5401385 μοιχευομενης
τῆς τε καθαρευούσης γυναικὸς ἀπ ' ἀλλοτρίου ἀνδρὸς καὶ τῆς μοιχευομένης . Εἰ γάρ τις αὐτὴν λαθραίως ὑπὸ τὰ στρώματα
τις ἤνοιξε μὴ ψόφον ποιήσας . ἐνίους δὲ λέγειν ὡς μοιχευομένης αὐτοῦ τῆς γυναικὸς τὴν αὔλιον θύραν εἰργάσατο , ὡς
5399071 δηχθεις
ὀλίγον ἐτελεύτησε τὸν βίον , ὑπὸ ἐχίδνης , οἶμαι , δηχθείς . προεισπέμπεται δὲ ὁ Ἀλέξανδρος , κομῶν ἤδη καὶ
: ξηρά * ὅγ ' : ὁ δὲ πληγείς ὁ δηχθείς * νενευκώς : κύψας συγκύψας χανδὸν ἀντὶ τοῦ πολὺ
5396374 ἐξανισταται
] ἐκβληθήσεται θρόνων ] ἤγουν τῆς βασιλείας Εἰκότως εἶπε τὸ ἐξανίσταται : ἐπειδὴ γὰρ θρόνων εἴρηκεν , ἐν δὲ τοῖς
ἔχουσι τὸ ζητούμενον θήραμα , ὁ δὲ τῆς ἑαυτοῦ ἄκων ἐξανίσταται βάσεως . Ποηφάγου δειλότερος : τουτὶ τὸ ζῷον ἐν
5384453 ἐπησθιεν
: πρὸ τοῦ δ ' ὑπὸ τῆς πενίας ἅπαντ ' ἐπήσθιεν . Καὶ μὴν πρὸ τοῦ γ ' ὁσημέραι ,
δὲ λεπτῷ χρωτὶ πολεμιώτατον . κρέασι βοείοις χλωρὰ σῦκ ' ἐπήσθιεν ἄμους ' ὑλακτῶν ὥστε βαρβάρῳ μαθεῖν . τὸ μὴ
5373606 ἐζητησα
ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ . Εἰ μὲν οὖν ἠγνόουν ἔγωγε Μίκωνα , ἐζήτησα ἂν παραχρῆμα μαθεῖν , πότερον Ἕλλην ἢ Πέρσης ἦν
προκειμένης δωρεᾶς μετὰ τὸ τρόπαιον οὐδαμῶς τι κατ ' ἐμαυτὸν ἐζήτησα . ἐν ᾧ καὶ ἠθοποιΐα , ὅτι βέλτιον προκρίνειν
5371372 ληκυθου
λευκὸν ἐπρίω τῇ θεῷ εἰς τὰς τριόδους ; τῆς μυρηρᾶς ληκύθου πρὶν κατελάσαι τὴν σπαθίδα , γεύσασθαι μύρου φέρ '
χορεύων ληκύθιον ἀπώλεσεν . Οἴμοι πεπλήγμεθ ' αὖθις ὑπὸ τῆς ληκύθου . Ἀλλ ' οὐδὲν ἔσται πρᾶγμα : πρὸς γὰρ
5349871 παρθενου
τυχὼν οὔτε πορθήσας τὴν πόλιν , νέος δέ τις τῆς παρθένου πολίτης ἐκτόπως ταύτης ἐρῶν οὐ φέρων τὸ πάθος ἑαυτὸν
γονῇ : καὶ τριχοῦται ἡ ἥβη τοῦ παιδὸς καὶ τῆς παρθένου , ἀραιῆς τῆς ἐπιδερμίδος γενομένης : καὶ ἅμα ἡ
5348042 ἀρτοπωλιν
. τούτου μνημονεύει Ἀριστοφάνης ἐν Γήρᾳ : ποιεῖ δὲ λέγουσαν ἀρτόπωλιν διηρπασμένων αὐτῆς τῶν ἄρτων ὑπὸ τῶν τὸ γῆρας ἀποβαλλόντων
εἰμί σοι , καὶ εἰ βούλει , ἕπου πρὸς τὴν ἀρτόπωλιν καὶ ὄψει με διὰ μιᾶς ἐπῳδῆς καὶ μικροῦ τοῦ
5346324 βαρυτητος
τὸ ἐκ τῆς ἐγγύτητος σφοδρόν , ταῖς δὲ μείζοσι τῆς βαρύτητος διὰ τὴν παρὰ τὸ ἀπώτερον ἔκλυσιν , ὥστε ἀντιπεπονθέναι
σκοπὸς τῷ προβλήματι : τὸ δὲ εἶδος τοῦ λόγου μικτὸν βαρύτητος καὶ φιλοτιμίας : βαρύτητι μὲν χρωμένης ἐπὶ τῷ ἐγκλήματι
5341191 Πλαγγων
- του . ” κατέσχε δὲ αὐτῆς τὰς χεῖρας ἡ Πλαγγών , ἐπαγγειλαμένη τῆς ὑστεραίας εὐκολωτέραν αὐτῇ ἔκτρωσιν παρασκευάσειν .
πεισθῆναι , ὡς οὗτοι γεγόνασιν ἐξ αὑτοῦ , τελευτῶσα ἡ Πλαγγών , ὦ ἄνδρες δικασταί , μετὰ τοῦ Μενεκλέους ἐνεδρεύσασα
5340304 Λευκιππης
τῆς φυγῆς παράσχῃς τὴν ἀσφάλειαν καὶ τἆλλα ὡς ὑπέσχου περὶ Λευκίππης . ” “ Μὴ φροντίσῃς , ” εἶπε ,
οἰκίαν . τοῦ δὲ Σωσθένους αὐτῷ μηνύσαντος τὰ περὶ τῆς Λευκίππης καὶ κατατραγῳδοῦντος αὐτῆς τὸ κάλλος , μεστὸς γενόμενος ἐκ
5340296 χελιδονα
ἐπιλαβόντος καὶ σφοδροῦ τοῦ κρύους γενομένου περιιὼν ἐπειδὴ εἶδε τὴν χελιδόνα νεκρὰν ἐρριμμένην , ἔφη πρὸς αὐτήν : „ ὦ
ἄσωτος καταφαγὼν τὰ πατρῷα ἱματίου μόνου αὐτῷ περιλειφθέντος ὡς ἐθεάσατο χελιδόνα παρὰ καιρὸν ὀφθεῖσαν , οἰόμενος ἤδη θέρος εἶναι ὡς
5340276 ἐγκειμενης
μὲν ἔδει τὰ τοιαῦτα ἐπὶ πλαγίαν φέρεσθαι , παντὶ προῦπτον ἐγκειμένης διαβιβαστικῆς διαθέσεως ἐπὶ πρόσωπον ὑποκείμενον , ὡς κατ '
τῶν καπνιζομένων κρεμαννύναι τόπων ξηρανθησόμενα τοῦ μὴ σῆψιν ὑπομεῖναι χάριν ἐγκειμένης αὐτοῖς τῆς ὑγρότητος . ἀλλ ' οὐδὲ γεωργεῖν καθ
5333049 ὀσμης
τὴν ἀκμήν . Οὐ γὰρ ἴσως ἡ αὐτὴ χυλοῦ καὶ ὀσμῆς πέψις . Τὸ μὲν γὰρ νέον ἅτε πλείω τροφὴν
αὐτὴν καὶ τὰ γνωρίσματα προέρχεται τά τε τῆς χρόας καὶ ὀσμῆς καὶ συστάσεως . κρατησάσης μὲν οὖν ἀκριβῶς τῆς φύσεως
5327377 ἀπατηθεντος
ἐλέγξαι αὐτὸν κηρίνας ῥόας ἐκέλευσε παρατεθῆναι : τοῦ δὲ Σφαίρου ἀπατηθέντος ἀνεβόησεν ὁ βασιλεὺς ψευδεῖ συγκατατεθεῖσθαι αὐτὸν φαντασίᾳ , πρὸς
δικαιότερος τοῦ μὴ ἀπατήσαντος καὶ ὁ ἀπατηθεὶς σοφώτερος τοῦ μὴ ἀπατηθέντος . ὁ μὲν γὰρ ἀπατήσας δικαιότερος ὅτι τοῦθ '
5322628 καυσεως
, καὶ πᾶν τὸ ἐν αὐτῇ λιπαρὸν ἀπόλλυσιν ὑπὸ τῆς καύσεως διαπνεομένη . διὸ ταύτην περὶ τὴν μετοπωρινὴν ἰσημερίαν ἐξημεροῦν
πῦον διαγινώσκειν , καὶ ἀπὸ τῆς ὀσμῆς τῆς ἀπὸ τῆς καύσεως γινομένης καὶ τοῦ διαλύεσθαι βαλλόμενον ἐν ὕδατι καὶ μὴ
5308314 πορνης
λαμπρύνειν τοὺς αὐτὴν κεκτημένους . * λίπτοντα ἐπιθυμοῦντα * τῆς πόρνης ἢ τῆς νεοττείας καὶ τῆς τεκνογονίας χωρίσας σε περιστερᾶς
παρ ' αὐτοῖς πόρνη Πελλήνη τοὔνομα . ἐπιθυμοῦσιν οὖν τῆς πόρνης , ἤγουν τῆς πόλεως Πελλήνης . ἀντεποιοῦντο γὰρ αὐτῆς
5304798 Φαιδρα
Διός . Εὐφράσθη ] Πράξειν ] Παρασχεῖν . Ποιάεντα ] Φαιδρά . Στάθμαν ] Γραμμήν , τέρμονα . Ἀμειβόμεναι ]
Διός . Εὐφράσθη ] Πράξειν ] Παρασχεῖν . Ποιάεντα ] Φαιδρά . Στάθμαν ] Γραμμήν , τέρμονα . Ἀμειβόμεναι ]
5290723 παλλακης
. κατεψεύσθη γὰρ πρὸς τὸν πατέρα ὑπὸ Φθίας τῆς αὐτοῦ παλλακῆς ὅτι δὴ πειραθείη πρὸς εὐνὴν αὐτῇ συνελθεῖν . ἰᾶται
σοφιστῶν ἰατρῶν ἔνιοι , ἀγνοούμενοι τίνι λόγῳ τὸν ἔρωτα τῆς παλλακῆς τοῦ πατρὸς Ἐρασίστρατος ἐγνώρισεν , ἔγραψαν τῶν ἀρτηριῶν [
5280384 ἀνεχομαι
. ἀδικούμενος ἀεί τε πλεονεκτοῦντα τὸν ἀδελφόν τι μου ὁρῶν ἀνέχομαι . νοῦν ἔχεις . ἀλλ ' , ὦγαθέ ,
, οὐδὲ γεωργοῦ ἀνέχομαι ἐμπιμπράντος τὰ λήϊα , οὐδὲ κυβερνήτου ἀνέχομαι ἀποδειλιῶντος πρὸς τὴν θάλατταν : πλεῖν σε δεῖ ,
5279604 ἀλης
. . . ἄλος : πόλις Ἀχαΐας : ἀπὸ τῆς ἄλης τῆς συμβάσης τῷ κτίσαντι αὐτὴν Ἀθάμαντι οὕτως . λέγεται
προάγουσι σὺν τῷ ρ . ἀλαζών : κυρίως ὁ ἀπὸ ἄλης ζῶν καὶ ἀγύρτης , μεταφορικῶς δὲ ὁ ψεύστης καὶ
5271869 πυρας
γενέσθαι , φυλλάδος δ ' ἐμπλησθέντος καὶ ἐπὶ τῆς στέγης πυρᾶς γενομένης ἐγκλεισθέντα , ὥσπερ ἐκέλευσε , μετὰ τὴν πομπὴν
, ἔπειθ ' ὁ ἀρχηγὸς ὑμῶν Ἡρακλῆς παραγένοιτο * ἤτοι πυρᾶς οὔσης , ἣν πάνυ καλὴν αὐτῷ ποιεῖτε , σφόδρα
5262117 λαλησαντος
τὸ βρῶμα τῆς γνώσεως [ ὡς ] ἐξ ἀποκαλύψεως τοῦ λαλήσαντος αὐτῇ ὄφεως , σπορὰν ὑποτίθενται : καὶ ὥσπερ ἐν
] τὸ τυχὸν εἰπόντος , μουγγρίσαντος , φωνήσαντος , ποσῶς λαλήσαντος , φθεγξαμένου τι ἀπρεπές . διὰ τοὺς ἀσκουμένους νέους
5236402 βομβου
ἐγὼ δὲ ἔχων ἔτι πολλὰ λέγειν περὶ μουσικῆς αὐλῶν ἀκούων βόμβου καταπαύσω τὸ πολυλογεῖν , τὰ ἐκ Φιλαύλου Φιλεταίρου ἐπειπών
: καὶ εἴπερ τῷ δακτύλῳ τὸ οὖς ἐπιπωμάσαντες αἰσθανοίμεθά τινος βόμβου , ὑγιαίνειν αὐτὸ φήσομεν . ἡ γὰρ τοῦ δακτύλου
5231082 θλιψεως
ἀθλίπτως , καὶ ἐπιδέσμῳ περικρατεῖν . Εἰ δὲ ἐκ τῆς θλίψεως φλεγμονὴ εἴη γενομένη , στρόφοι τε καὶ ἐμπνευματώσεις συμβαίνοιεν
ἐλαφρὸν καὶ μὴ βίαιον . τὸ γὰρ ἐξ ἐλαφρᾶς τῆς θλίψεως πρόρυμον ἥδιστον καὶ λεπτότατόν ἐστιν , ὃ εἰς ἀγγεῖα
5224541 σμιλην
κἀπειδὴ μόνον ἡ Ἄτροπος ἔνευσέ μοι , ἄσμενος ἀπορρίψας τὴν σμίλην καὶ τὸ κάττυμακρηπῖδα γάρ τινα ἐν ταῖν χεροῖν εἶχονἀναπηδήσας
αἵματος , εἰ μὴ μέχρι βάθους ἱκανοῦ καθείη τις τὴν σμίλην . αὐτὸ δὴ οὖν τοῦτο μόνον αὐτοῦ προσήκει τέμνειν
5204047 σταμνος
Ἀδελφοῖς . καὶ κρατὴρ καὶ κρατηρίδιον καὶ κρατήριον , καὶ στάμνος καὶ σταμνίον . καὶ ἔνιοι μὲν οὕτως οἴονται καλεῖσθαι
ἵππος τις προσεδέδετο . Καὶ ἐπὶ μὲν τῆς κορυφῆς ὁ στάμνος ἦν μεστὸς ὕδατος , ἐν δὲ ταῖς χερσὶν εἰργάζετο
5181634 τοκου
μυρίνης : μυρίκης . Λάχνη : δασυτάτη . Γενεῆς : τόκου . Ἥμεναι : καθήμεναι . Αὐτοῦ : ἐκεῖ .
τῶν γονέων αὐτοὺς ὡραΐσαι , οὕτως οἶμαι προσήκειν ἐκ τοῦ τόκου τὴν μητέρα σεμνῦναι . καὶ δικαιότερος ἐπαινέτης ὁ τὴν
5179529 ὑποχωρησεως
. φόνος δ ' οὐ πολὺς αὐτῶν ἐγένετο , τῆς ὑποχωρήσεως εἰς τὴν πόλιν οὐ διὰ μακροῦ γενομένης καὶ τῶν
πλῆθος ἦσαν οἱ διώκοντες , εὔδρομα τούτοις ἦσαν τὰ τῆς ὑποχωρήσεως . Ἐπεὶ δὲ πολλοὶ συνέθεον καὶ ὁ ἐκείνου ἵππος
5155181 μωρον
σήμερον Σικὶμ λεγομένη πόλις ἀσυνέτων : ὅτι ὡσεί τις χλευάσαι μωρὸν οὕτως ἐχλευάσαμεν αὐτούς : ὅτι καίγε ἀφροσύνην ἔπραξαν ἐν
ἱερὰν καθαίρεται , ἄλλος ἐπαοιδαῖς ἐπιθετῶν ἐμπαίζεται , Ἰουδαῖος ἕτερον μωρὸν ἐξᾴδει λαβών . ὁ δὲ θεραπείαν ἔλαβε παρὰ τῆς
5146574 καταστολης
' ὅτε μετὰ πυρετοῦ καὶ ὀδύνης : χρείαν οὖν ἔχει καταστολῆς . χρηστέον τοίνυν ἰῷ ξυστῷ , καθ ' αὑτὸν
καὶ ἔρημον εὑρὼν παντὸς ἀγαθοῦ καὶ τῆς φωτοειδοῦς καὶ λαμπρᾶς καταστολῆς τοῦ θείου λουτροῦ , ἥν με ἐνέδυσας , γυμνὸν
5144992 ἀηδονος
τὰ ἐπὶ πόλεων διὰ τοῦ ω : ὀξύτονα μὲν τρυγόνος ἀηδόνος , βαρύτονα δὲ τρήρωνος μήκωνος , ἐπὶ πόλεων δὲ
ἀδινὸν γόον ἔκλυεν ἀνὴρ ὄρθριον ἀμφὶ τέκεσς ' , ἢ ἀηδόνος αἰολοφώνου , ἠὲ καὶ εἰαρινῇσι χελιδόσιν ἐγγὺς ἔκυρσε μυρομέναις
5142037 γαμετης
ἣν εἶχε τῶν παλλακίδων τιμιωτάτην , καὶ οὐδέν τι ἀπεῖχε γαμετῆς γυναικός , ἀλλὰ πάντα ὑπῆρχεν ὅσα Σεβαστῇ πλὴν τοῦ
ἀρχόμενοι ἐς ὕψος ἀνέβαινον μετρίως . ἐνταῦθα τῆς Ἀττήλα ἐνδιαιτωμένης γαμετῆς , διὰ τῶν πρὸς τῇ θύρᾳ βαρβάρων ἔτυχον εἰσόδου
5139279 γεννηθεν
πολλαπλασίων πρωτίστου εἴδους . πάλιν δὲ ἐξ ἄλλης ἀρχῆς τὸ γεννηθὲν τοῦτο τοῦ πολλαπλασίου πρώτιστον εἶδος μετὰ τοῦ πρώτου τῶν
καὶ προβεβηκὼς διαφέρει . Βρέ - φος μέν ἐστι τὸ γεννηθὲν εὐθύς , παιδίον δὲ τὸ τρεφόμενον ὑπὸ τῆς τιθηνῆς
5137847 μυλης
εἴρηται εἰς τὸ κριτής . Ἀλήθω : τὸ ἐπὶ τῆς μύλης σῖτον ἢ κριθὴν ἀλευροποιεῖν : ἀπὸ τοῦ ἀλῶ ἀλήθω
ὀῤῥωδέοντα , ὅπως μὴ ψαύσῃς τῆς ὑστέρης . Περὶ δὲ μύλης κυήσιος τόδε αἴτιον : ἐπὴν πολλὰ τὰ ἐπιμήνια ἐόντα
5135072 προηγησαμενον
, καὶ μάλιστ ' εἰ καὶ πλῆθος αἵματος εἴη τὸ προηγησάμενον αἴτιον ἢ πνεύματος πολλοῦ καὶ φυσώδους ἔνστασις . εἰ
τριῶν τούτων μάλιστα σημείων . πρῶτον μὲν ἐκ τοῦ τὸν προηγησάμενον ἐφήμερον πυρετὸν μὴ εἰς καθαρὸν τελευτᾶν διάλειμμα : δεύτερον
5132472 βελονης
καὶ ᾤετο δήπου μέγα εἶναι αὐτῷ ἀγαθὸν τὴν εὐστοχίαν τῆς βελόνης , οὐχ ἧττον ἢ ὁ Ἀχιλλεὺς τὴν τῆς μελίας
ἔχεται τοῦ προειρημένου , συμπλέκουσα δὲ καὶ ἀθροίζουσα τὰς τῆς βελόνης ἀκάνθας , δεσμῷ τινι ἀπορρήτῳ τῆς εὐθημοσύνης περιλαμβάνει τὸ
5130060 μηνιγγος
παραστάτες οἱ καὶ κρεμαστῆρες λεγόμενοι ἐκφύσεις εἰσὶ τοῦ νωτιαίου μυελοῦ μήνιγγος , σὺν φλεψὶν ἀρτηριώδεσιν ἐν τοῖς διδύμοις καθήκουσαι δι
τὸν Ἐρασίστρατον ἠπάτησεν . ὡς οἰηθῆναι . διὰ τὴν τῆς μήνιγγος τρῶσιν ἀκίνητον αὐτίκα γίγνεσθαι τὸ ζῷον . ἑώρα γὰρ
5127613 εἰσπνοης
εἴσεται τοῦ λεγομένου τὴν ἀλήθειαν , ἐν μὲν τῷ τῆς εἰσπνοῆς χρόνῳ μόνῳ τῆς ὀσμῆς αἰσθόμενος , ἐν δὲ τῷ
' αὐτῶν ἀναγκαῖον ἦν ἐπιτελεῖσθαι : διὰ μὲν γὰρ τῆς εἰσπνοῆς ἡ τῶν ἀτμῶν γίνεται διάγνωσις , διὰ δὲ τῆς
5124560 κροκης
: ἤτοι ἀπὸ τῆς χρόας κροκοειδὲς , ἢ ἀπὸ τῆς κρόκης ὑφαντόν . διηγήσομαι οὖν , φησί , καὶ ὅπως
θέρει προσαρμόζοντα λεπτοϋφῆ , τὰ δὲ χειμέρια ἐχέτω περιττῶς τῆς κρόκης καὶ πεπαχύνθω πλέον , ἵνα τὰ μὲν τῇ μανότητι
5122299 συνειδησεως
] τὸν θάνατον , ζῶντα δὲ τρόπαιον εἶναι τῆς ἰδίας συνειδήσεως . συγχωρήσας δὲ ὁ βασιλεὺς ἐκείνῳ τὸ ζῆν ,
ὁ δὲ Αἶνος διὰ λόγων μαστιγωθείς , καὶ ὑπὸ τῆς συνειδήσεως τρυχόμενος ἐπὶ τῷ ἠδικηκέναι Αἴσωπον , ἀποκρημνισάμενος ἑαυτὸν μετήλλαξε
5122291 ἀλεας
πειρῶνται τοῦ μετοικισμοῦ καὶ τῆς ἐπὶ τὸν Νεῖλον ὁρμῆς , ἀλέας τε καὶ χειμερίου συντροφίας πόθῳ τῆς ἐκεῖθι . μελλουσῶν
ἢ εἰς ἣν χαλᾶται ὁ μῦς : ἢ ἀπὸ τῆς ἀλέας τῆς διὰ τὴν καμπὴν τοῦ σώματος . οὕτω Σωρανός
5120801 ἀϊτιας
ἀΐτην τὸν ἑταῖρόν φησιν , Ἀλκμὰν δὲ τὰς ἐπεράστους κόρας ἀΐτιάς φησιν . ἠοῖ ἤλυθες : ἐν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ
ἀΐτην τὸν ἑταῖρόν φησιν , Ἀλκμὰν δὲ τὰς ἐπεράστους κόρας ἀΐτιάς φησιν . ἠοῖ ἤλυθες : ἐν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ
5120154 συλληψεως
κυησάσαις : καὶ πάλιν ἐν μὲν ταῖς πρώταις ἡμέραις τῆς συλλήψεως παχεῖα φαίνεται , ὅταν δὲ τελειωθῇ τὸ ἔμβρυον καὶ
ἡμιώβολον πιεῖν μετὰ ὀξυμέλιτος . ταῦτα δὲ οὐ μόνον κωλυτικὰ συλλήψεως ὑπάρχει , ἀλλὰ καὶ φθαρτικὰ τῆς ἤδη συνεστώσης .
5116786 κυουσα
ἔπειτα πῖσαι δάφνης φύλλα ἐν οἴνῳ αὐστηρῷ . Ὅταν γυνὴ κύουσα προσρέηται , ὀνίδα ξηρὴν καὶ μίλτον καὶ ὄστρακον σηπίης
διὸ καὶ γηγενὴς καλεῖται . Ἐλάρη μήτηρ Τιτυοῦ , ὃν κύουσα ἐκ Διὸς καὶ ἀδυνατοῦσα γεννῆσαι διὰ τὸ μέγεθος τοῦ
5111908 Ξανθιππης
ὡς τοὺς πλείστους διαλόγους ὄντας Σωκράτους ὑποβάλλοιτο , λαμβάνων παρὰ Ξανθίππης : ὧν οἱ μὲν καλούμενοι ἀκέφαλοι σφόδρ ' εἰσὶν
ἐφιλοτιμήσατο Ἀλκιβιάδης δῶρα πολλὰ πέμψαι τῷ Σωκράτει . τῆς οὖν Ξανθίππης καταπλαγείσης καὶ τὸν Σωκράτην λαβεῖν αὐτὰ ἀξιούσης , ὃ
5109123 ῥωγος
διὰ τοῦ κ κλίνεται , βωκός πτωκός , πλὴν τοῦ ῥωγός : ῥώξ δέ ἐστιν εἶδος φαλαγγίου : ἐπὶ γὰρ
σεσημείωται ἐν ἑκάστῃ καταλήξει ἕν , βήξ βηχός , ῥώξ ῥωγός , φλόξ φλογός καὶ Λέξ Λεγός . Τῶν δὲ
5105035 ἰκτιδος
τῇ ἡμετέρᾳ συνηθείᾳ αἴλουρος . κεφ . λζʹ . περὶ ἴκτιδος . ὅτι ἡ λεγομένη ἴκτις , ἣν ἡμεῖς καλεῖν
κρατὶ δ ' ἐπ ' ἰκτιδέην , ὡς ἀπὸ τῆς ἴκτιδος τοῦ ζῴου . * κατοικιδίῃσιν : ἐν τῷ οἰκίσκῳ
5104839 ἐξηπατηκεν
δὴ καὶ ἀσαφῆ τὰ τῶν χρησμῶν ἐστιν καὶ πολλοὺς ἤδη ἐξηπάτηκεν . Ὁμήρῳ μὲν οὖν ἀσφαλὲς ἦν ἴσως πορεύεσθαι παρὰ
' αὐτῷ γέγονεν τὰ δεινότατα καὶ τὰ αἴσχιστα . ὑμᾶς ἐξηπάτηκεν , ἀδοξεῖ , [ δικαίως ἀπόλωλε , ] κρίνεται
5100441 ἐμπιδος
διεντερεύματος : ἤγουν τῆς καταλήψεως τοῦ ζητήματος τοῦ ἐντέρου τῆς ἐμπίδος . γελοίου δὲ χάριν εἴρηκεν αὐτό : ὡς γὰρ
ἦ ῥᾳδίως φεύγων ἂν ἀποφύγοι δίκην ὅστις δίοιδε τοὔντερον τῆς ἐμπίδος . πρῴην δέ γε γνώμην μεγάλην ἀφῃρέθη ὑπ '
5100308 ἀποτμηθεισης
: λέγει δὲ τὸν Βελλεροφόντην . ὅτι δὲ τῆς Γοργόνος ἀποτμηθείσης τὴν κεφαλὴν ὑπὸ τοῦ Περσέως ἀνεδόθη ὁ Πήγασος ἵππος
ὀρθάς . ἔστι δ ' ἡ τραγάκανθα δάκρυον τῆς ῥίζης ἀποτμηθείσης ἐπισυνιστάμενον , ἧς διαφέρει ἡ διαυγὴς καὶ λεία καὶ
5098261 συνευνου
. εἰ δ ' ἀνδρὸς γενέθλην ἠδ ' αὖ κείνοιο συνεύνου σκεψάμενος κατίδοις ἄμφω ζώοιν ἔνι Μήνην , αἰὲν ὁμοφροσύνῃσιν
συζύγων . εἰκὸς γὰρ ἦν τοῦτον ἀεὶ θρηνεῖν ἔρημον τῆς συνεύνου τὴν ἑστίαν καὶ τὴν κλίνην ὁρῶντα . τὰ μὲν
5093037 βλεπουσης
μὴ παραγίγνεται , φύσεως δ ' ἐστὶν ἔργον ἀνδρείας καὶ βλεπούσης νικᾶν . εἰ τοίνυν μήτε ποιητῶν μηδένα μηδὲν εἰρηκέναι
καὶ τῆς τοῦ νομοθέτου διανοίας οὐ πόρρω τῶν ἡμῖν πεπραγμένων βλεπούσης , ὥσπερ καὶ ὁ Δημοσθένης ἀπορῶν νόμου πρὸς τὰς
5092880 ἀναπηδᾳ
οὓς αἱρεῖται ψυχὴ κατιοῦσα εἰς γένεσιν . . ἀνακηκίει . ἀναπηδᾷ . ὕσπληγος . ἀφετήριον , † πληγή , ὥσπερ
τὸ δὲ κατὰ τοῦ στόματος φέρει , καὶ δένδρου λαβομένη ἀναπηδᾷ . ταύρῳ δὲ λιμώττουσα ἐὰν ἐντύχῃ , ἐξ εὐθείας
5087558 σκωπτικως
. κατεσθίειν : Δαπανᾶν . τὸ ὦ φίλ ' ἄνερ σκωπτικῶς κατὰ τῆς γραός . . φάσκων βοηθεῖν : Καίπερ
τῶν μετοχῶν ἀμείνω . τὰ δ ' ἐπιρρήματα κωμῳδικῶς , σκωπτικῶς , τωθαστικῶς : τὸ γὰρ γελοίως ἐφ ' ἑτέρου

Back