οὐδεμία οὕτω τέχνη ἂν εἴη δεινή . οὐκοῦν διακόνου καὶ θεραπαίνης τάξιν ἔχειν προσήκει τῇ τέχνῃ , τὴν φύσιν δ
καὶ συνοῦσά σοι διὰ μιᾶς ὑπηρεσίας ἐπλήρου τάξιν μητρὸς , θεραπαίνης , διακόνου φιλτάτου : ἀντὶ τούτων ἁπάντων , ἀριστεῦ
6914791 παρθενου
τυχὼν οὔτε πορθήσας τὴν πόλιν , νέος δέ τις τῆς παρθένου πολίτης ἐκτόπως ταύτης ἐρῶν οὐ φέρων τὸ πάθος ἑαυτὸν
γονῇ : καὶ τριχοῦται ἡ ἥβη τοῦ παιδὸς καὶ τῆς παρθένου , ἀραιῆς τῆς ἐπιδερμίδος γενομένης : καὶ ἅμα ἡ
6658180 κορης
ἀκοῇ παραπέμπει . ἀλλὰ τοῦ μὲν ὑγροῦ τοῦ ἐπὶ τῆς κόρης προεβάλλετο ὑμένας ἡ φύσις τὴν σκέδασιν αὐτοῦ φυλαττομένη :
αὐτῆς ἐπὶ τῆς κεφαλῆς κέρατα βοὸς ἐγγλύφουσιν , σημαίνοντες τῆς κόρης τὴν ἐπὶ βοῦν μεταβολήν . Αἰγυπτιστὶ ὁ τράγος καλεῖται
6644361 γαμετης
ἣν εἶχε τῶν παλλακίδων τιμιωτάτην , καὶ οὐδέν τι ἀπεῖχε γαμετῆς γυναικός , ἀλλὰ πάντα ὑπῆρχεν ὅσα Σεβαστῇ πλὴν τοῦ
ἀρχόμενοι ἐς ὕψος ἀνέβαινον μετρίως . ἐνταῦθα τῆς Ἀττήλα ἐνδιαιτωμένης γαμετῆς , διὰ τῶν πρὸς τῇ θύρᾳ βαρβάρων ἔτυχον εἰσόδου
6581351 τεκουσης
χρή , πολλὰς γενείου τοῦδ ' ἂν ἐκτεῖναι λιτὰς μήποτε τεκούσης ἐς σφαγὰς ὦσαι ξίφος , εἰ μήτ ' ἐκεῖνος
Πάσας Προμηθεὺς τὰς γυναῖκας ἔπλασεν | κακάς . Πλὴν τῆς τεκούσης μὴ φιλεῖν ἄλλην θέλε . Πολλὴ γάρ ἐστι τῶν
6501664 ἀδελφης
: ἤρας ἐκείνης , ὦ πλούσιε ; ἔασον ὑπὸ τῆς ἀδελφῆς τυχεῖν τῶν νομιζομένων κειμένην : ἀλλήλοις ἐπὶ τοῦ τάφου
δι ' ἃ οἱ πολλοὶ ᾠήθησαν , διὰ τὴν τῆς ἀδελφῆς ἀτιμίαν τῆς κανηφορίαςἐπεὶ τοῦτό γε εὔηθεςἀλλὰ τὸν μὲν Ἁρμόδιον
6482481 Φαιδρας
τὰ θρυλλούμενα ἐν τῇ πόλει περὶ τῆς αὐτοῦ γυναικὸς ἰδίας Φαίδρας , ἐλυπεῖτο πρὸς αὐτήν : καὶ ἀγανακτήσας κατὰ τοῦ
τί δ ' ἔστι , Φαίδρα : περὶ τὴν τῆς Φαίδρας ἀγωνίαν καταγινόμενος ὁ χορὸς οὐκ ἐπαισθάνεται τῶν τοῦ Ἱππολύτου
6478068 δεσποινης
τούτῳ μὲν αὐτὸ τοῦτ ' ἀγαπητὸν ἦν , τὸ τῆς δεσποίνης ἀξιωθῆναι : τῷ πατρὶ δ ' οὐδὲ λαμβάνοντι τοσαῦτα
τὴν ἀναίρεσιν τῶν παίδων . Ἔδοξέ τις δοῦλος παρὰ τῆς δεσποίνης ᾠὸν λαβεῖν ἑφθὸν καὶ τὸ μὲν λεπύριον ἀπορρῖψαι ,
6440997 Λευκιππης
τῆς φυγῆς παράσχῃς τὴν ἀσφάλειαν καὶ τἆλλα ὡς ὑπέσχου περὶ Λευκίππης . ” “ Μὴ φροντίσῃς , ” εἶπε ,
οἰκίαν . τοῦ δὲ Σωσθένους αὐτῷ μηνύσαντος τὰ περὶ τῆς Λευκίππης καὶ κατατραγῳδοῦντος αὐτῆς τὸ κάλλος , μεστὸς γενόμενος ἐκ
6437020 ἱερειας
δαίμονα , Νόμος ἡμῖν ἐστιν , ἔφη , πρωτομύστας τῆς ἱερείας ἄρχεσθαι , μάλιστα ὅταν ἄνθρωπον καταθύειν δέῃ . ὥρα
πρὸς Διονύσιον τοῦτο μόνον εἶπεν , ὅπερ ἤκουσε παρὰ τῆς ἱερείας : ἠπίστατο γὰρ ὅτι φύσει περίεργός ἐστιν ὁ Ἔρως
6385378 παρθενιας
: οὐδὲ ὑπαιδουμένη τὸ ὑπὸ τοῖς βλεφάροις φοινικοῦν ἐρύθημα τῆς παρθενίας : φέρομαι βάκχα νεκύων : παρόσον αἱ βάκχαι ἀπογυμνούμεναι
εἶπε Λία : Ἱκανούσθω σοι , ὅτι ἔλαβες τὸν ἄνδρα παρθενίας μου : μὴ καὶ ταῦτα λήψῃ ; Ἡ δὲ
6356516 Τυχης
τῇ εὐτυχίᾳ αὑτοῦ , ἔφη μᾶλλον αὑτοῦ εἶναι ἢ τῆς Τύχης τὰ πραττόμενα . διὸ καὶ ἠτύχησεν ὕστερον , νεμεσησάσης
, καὶ ἐμὲ μὲν αἱ θύραι ῥύονται τοῦ νεὼ τῆς Τύχης , οὗπερ καὶ ἐκαθήμην . τὸν ἄρχοντα δὲ καὶ
6300477 κοιτης
ὅσια καὶ ὅσιόν ἐστι προσενεγκεῖν αὐτῇ χεῖρα καὶ ἐκ τῆς κοίτης αὐτῆς ἡδεῖαν βοτάνην ἀποκεῖραι , ἀντὶ τοῦ δρέψασθαι τὴν
, ἐπαΐσσεσθαι ὁδοῖο . Καὶ μύες ἡμέριοι ποσσὶ στιβάδα στρωφῶντες κοίτης ἱμείρονται , ὅτ ' ὄμβρου σήματα φαίνῃ . ]
6231649 γαλης
μικρὰ τῇ μαχαίρᾳ τὸ σκελέτευμα , ἤτοι τὸ ἐσκληκὸς τῆς γαλῆς , καθάπερ τὸ καλούμενον σίλφιον ἢ τυροῦ στροφάλιγγα .
. ἰδιότης δὲ ἄρα μυῶν καὶ ἐκείνη . ἐπειδὰν ἀκούσωσι γαλῆς τρυζούσης ἢ συρίζοντος ἔχεως , ἐκ τῆς μυωπίας τῆς
6213173 λεγουσης
' ἑκάστην ὄρεξιν , τῆς δὲ σοφίας μόνον θεωρούσης καὶ λεγούσης , πραττούσης δὲ μηδέν . ἐλέγετο γὰρ ἐξ ἀρχῆς
καὶ τὸ εἰωθὸς ἔπος , ὡς μετὰ ταῦτα ἐπυθόμην , λεγούσης , λαβέ μου , Σκάμανδρε , τὴν παρθενίαν ,
6204953 τροφου
[ φασίν ] . Μάκριν δὲ ἀπὸ Μάκριδος τῆς Διονύσου τροφοῦ , Κέρκυραν δὲ ἀπὸ Κερκύρας τῆς Ἀσωποῦ θυγατρός .
ἱκανῆς οὐ μεταλαμβάνει τροφῆς , ὥσπερ οὐδὲ δύο βρέφη ὑπὸ τροφοῦ μιᾶς ἐκτρεφόμενα . Τὰ ἔνριζα φυτὰ τῶν ἀμπέλων κατὰ
6178382 γυναικος
μὴ προειπὼν τοῦτο ποιήσειεν , ἀπορῆσαι , εἴτε ἀνδρὸς εἴτε γυναικὸς εἰλήφασιν ἐσθῆτα . Ἀναβήσεται δ ' ἐν τῇ ἀπολογίᾳ
, καὶ ἐπὶ τὴν θεράπαιναν τὴν Παλαίστραν ἤδη ἀποδύουτῆς γὰρ γυναικὸς τοῦ ξένου καὶ φίλου πόρρω ἵστασοκἀπὶ ταύτης κυλιόμενος καὶ
6146372 θηρευων
τις οὖν ἄν σοι δοκεῖ θηρευτὴς εἶναι , εἰ ἀνασοβοῖ θηρεύων καὶ δυσαλωτοτέραν τὴν ἄγραν ποιοῖ ; Δῆλον ὅτι φαῦλος
αἰνὸν ἄμυνεν . Ἰξευτὰς ἔτι κῶρος ἐν ἄλσεϊ δενδράεντι ὄρνεα θηρεύων τὸν ἀπότροπον εἶδεν Ἔρωτα ἑσδόμενον πύξοιο ποτὶ κλάδον :
6123879 Φρυνης
λόγου δηλοῖ . . . . . ἐν τῷ ὑπὲρ Φρύνης λόγῳ Ὑπ . ὁμολογῶν ἐρᾶν τῆς γυναικός κτλ .
. . . . ἀνεπόπτευτος : Ὑπερείδης ἐν τῶι Ὑπὲρ Φρύνης : ὁ μὴ ἐποπτεύσας . τί δὲ τὸ ἐποπτεῦσαι
6121212 ἑταιρας
βόσκουσα κορώνας , εὐήθης ξείνων δέκτρια Πασιφίλη . Φιλήμονος δὲ ἑταίρας ἐρασθέντος καὶ χρηστὴν ταύτην ὀνομάσαντος ἐν γράμματι , ἀντέγραψε
σωτηρίας αὐτῶν καὶ τῆς θεραπείας ἀμελήσειε , στεφάνους δὲ καὶ ἑταίρας καὶ μύρον αὐτοῖς εἰσφέροι . τινὲς δὲ ὀλίγοι παρρησίαν
6116286 θεραπαιναν
, ὦ ἄνδρες : κατηγοροῦσι γάρ μου ὡς ἐγὼ τὴν θεράπαιναν ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ μετελθεῖν ἐκέλευσα τὸν νεανίσκον .
οἱ δὲ πιστεύσαντες Ἑλένην εἶναι πῦρ καὶ λίθους ἐπὶ τὴν θεράπαιναν * * * καὶ ὡς ἱκανὴν δίκην ἐπὶ τῷ
6114217 μετριοτητος
Παρθένῳ , κλῆρος τύχης καὶ ὕψωμα γενέσεως Διδύμοις . ἀπὸ μετριότητος ἀναβεβίβασται καὶ γέγονεν ἡγεμονικὴ καὶ στρατηγική . ἡμερινῆς γὰρ
ἔφερον τὴν βλάβην καὶ παρήκουον ἔνια τῶν λεγομένων ὑπὸ τῆς μετριότητος , ἣν ἴστε με φυλάσσοντα πρός τε ὑμᾶς καὶ
6105792 ἐρωμενης
: καὶ γὰρ ἐπιστήμας ἀναλαμβάνομεν πονοῦντες , καὶ πλούτου καὶ ἐρωμένης οὕτως ἐγκρατὴς γίνεταί τις , καὶ ὑγίειαν περιποιοῦσιν αἱ
ἀλλ ' ᾠχόμην ἂν διπλῆν εὐθυμίαν κερδάνας τὸν ὑπὲρ τῆς ἐρωμένης ἀγῶνα νικήσας διὰ τῆς ἐρωμένης : οὕτως αὐτῇ πρόσεστιν
6087479 Τισιφονην
βρέφη δοῦναι τρέφειν Κορινθίων βασιλεῖ Κρέοντι , καὶ τὴν μὲν Τισιφόνην διενεγκοῦσαν εὐμορφίᾳ ὑπὸ τῆς Κρέοντος γυναικὸς ἀπεμποληθῆναι , δεδοικυίας
' ὑμῶν τὰ σιτία μεταστελλώμεθα . ὥστε μοι νὴ τὴν Τισιφόνην πάλαι δὴ ἐφ ' οἷς ἐποιεῖτε καὶ ἐλέγετε παμμέγεθες
6070448 ταυτησι
ἀλλήλους ὑμῖν , τὸ μὴ σὲ φῦναι μόνον αὐτὸν ἐπὶ ταυτησὶ τῆς πόλεως λέγω , προγόνους δ ' ἀλλαχόθεν ἀριθμεῖν
καὶ πρὸς εὐσέβειαν ἑκάστῳ , τοῦτο παραστῆσαι πᾶσιν ὑμῖν περὶ ταυτησὶ τῆς γραφῆς γνῶναι . Εἰ μὲν οὖν περὶ ὧν
6051480 Σεριφου
λάρνακος Σερίφῳ Δίκτυς ἄρας ἀνέθρεψε τοῦτον . βασιλεύων δὲ τῆς Σερίφου Πολυδέκτης ἀδελφὸς Δίκτυος , Δανάης ἐρασθείς , καὶ ἠνδρωμένου
δέξασθαι τοῦτο τὸ μέτρον τῆς συμφορᾶς . ἀλλ ' οἴεσθε Σερίφου πρὸς θεῶν , ἢ Σύμης ταυτησὶ τὸ πτῶμα τοῦτο
6042041 βασιλιδος
“ μέγα δὴ πένθος κατήγγειλε βασιλεῖ , ὡς ἀπολωλυίας τῆς βασιλίδος . ἐπένθουν δὲ Περσῶν οἱ ἐντιμότατοι Στάτειραν πρόφασιν ,
εἴη τοῦτο ἔργον , λέγω δ ' ὁ κόσμος τῆς βασιλίδος ψυχῆς καὶ θεραπεία . μόνῃ γὰρ αὐτῇ οἷόν τε
6038937 θυγατρος
Πόλις τοῦ Πόντου ἡ Σινώπη , ὠνομασμένη ἀπὸ τῆς Ἀσωποῦ θυγατρὸς Σινώπης : ἣν ἁρπάσας ὁ Ἀπόλλων , κατὰ Φιλοστέφανον
πολλοὺς τὰ ὅμοια δεινὰ ἥξει , ἀλλὰ μέχρι τῆς ἐμῆς θυγατρὸς ὁ τυραννικὸς ἔρως προελθὼν στήσεται , καὶ περὶ τὰ
6033153 ὑπατειας
ἀκολουθεῖν τὴν ἐξουσίαν . Αὕτη δὲ δυνατωτέρα μὲν τῆς μεγίστης ὑπατείας ἦν , ἓξ μησὶ δὲ παρετείνετο μόνοις . Τοσοῦτον
ἐτῶν γενομένης ἀπὸ τῆς Λευκίου Κορνηλίου καὶ Κοίντου Φαβίου [ ὑπατείας : ὥστε ] * * * καταλιπεῖν οἱ πονηρότατοί
6023750 παιδισκης
εἰσῆλθε μὲν εἰς τὴν οἰκίαν τὴν ἑαυτοῦ : τῆς δὲ παιδίσκης , ἣν εἶχεν ἐλευθέραν οὖσαν ἐκ Μεγάλης πόλεως ἀνειληφὼς
' ἐξ ἐφήβων ἐγένετο , ἀγαγεῖν αὐτὸν ἐπ ' οἴκημα παιδίσκης καὶ φάναι τοῦτον αὐτῷ πατρῷον εἶναι τὸν γάμον :
5993524 συνοικουσης
, ὡς ἔοικε , μηδὲ ἐν τοῖς γράμμασι διεστάναι τῆς συνοικούσης , ἀλλὰ δὴ καὶ ἐν τούτοις ἐμφαίνει , ὡς
μῦσος λαβὼν τὴν ἐκείνου γυναῖκα , τῆς δ ' αὐτῷ συνοικούσης ἀδελφήν , ἣν ἐμοίχευεν ὁ θεοῖς ἐχθρὸς ἔτι καὶ
5988013 ἐπικληρου
τι καὶ παράδοξον λέγει με ἐπαγγέλλειν . . . . ἐπικλήρου ] ὅτι ἐπίκληρόν τινα συγγενῆ πρὸς γάμον ἔλαβεν ὁ
ἠμφεσβήτησεν οὔτε τοῦ κλήρου τοῦ Ἁγνίου οὔτε τῆς γυναικὸς τῆς ἐπικλήρου , ἣν ἐγὼ ἔχω ἐπιδικασάμενος , ἡγούμενοι οὐδ '
5981527 προικος
μῖξιν ἀμφοτέρων , τὸ δ ' ὑπὸ γῆν τὸ τῆς προικὸς καὶ τὸν τοῦ γάμου λόγον : ὁ μὲν Κρόνος
συνοικοῦσιν . διηγήσεται , πόσας εὐπορούσας οἰκίας ἀνάλωσε κάλλος ἄνευ προικὸς εἰσελθόν . σοὶ μὲν ἡ μήτηρ τοιαῦτα : τὴν
5969815 Ἑλενης
. φῦλον ἀντὶ τοῦ γένος : “ ὡς ὄφελ ' Ἑλένης ἀπὸ φύλων ὀλέσθαι . ” φωριαμοῖς κιβωτοῖς . ὁ
μυίας , ὥσπερ ἡ ἐμπίς . τὸν γράψαντα περὶ τῆς Ἑλένης ] Πολυκράτην λέγει τὸν σοφιστήν . Θεράπναις ] κωμύδριον
5968571 νης
ἂν καταμάθοι τὰ συμφέροντα τῆς μετ ' αὐτὴν ἀποδειχθησομέ - νης , ἐὰν ἐκείνη γ ' , ὥσπερ ἐλπίζομεν ,
τῆς Ἀσκανίας , ἀλλὰ μὴ τῆς ὑπὸ Ξάνθου λεγομέ - νης ; εἴρηται δὲ καὶ πρότερον περὶ τούτων ἐν τῷ
5939333 ἐπικλησεως
ξϚ εἰ γίνομαι ἐπίσκοπος ] [ ξζ εἰ ἐπιτεύξομαι τῆς ἐπικλήσεως ] ξη εἰ ἔχω ἐλπίδα πίστεως ξθ εἰ θεὶς
ζ εὖ πιστεύεις , ἄρτι δὲ οὔ η ἐπιτεύξῃ τῆς ἐπικλήσεως θ γίνῃ ἐπίσκοπος ι μένει σοι τὰ ὑπάρχοντα σῶα
5926155 ἀνατροφης
γίνονται ἀγαθοὶ , ἢ ἡ ἀνατροφὴ καὶ ὑπὸ τῆς καλῆς ἀνατροφῆς γίνεται ὁ ἀπὸ κακῶν γονέων καλός : ἔχει γέ
δὲ ἐκτίνων καὶ ἀποδιδοὺς καλὰ τροφεῖα καὶ χάριτας τῆς ἐκεῖσε ἀνατροφῆς αὐτοῦ ἀπειλεῖ τοῖς ἡμετέροις πύργοις κακὰ ἃ μὴ πληρώσειεν
5917733 Γλαυκης
, οὐκ ἀδελφὸν Πηλέως εἶναι , ἀλλὰ ἀκταίου παῖδα καὶ Γλαύκης τῆς Κυχρέως . . . . , : Ἔοικεν
τί σᾶμά τε καὶ τίς ὑπ ' αὐτῷ : „ Γλαύκης εἰμὶ τάφος τῆς ὀνομαζομένης . „ Γνώσομαι , εἴ
5912862 ἀνελουσης
κατὰ ὅρον ἐστὶν , ὡς ἐπὶ τῆς ἱερείας τῆς μυούμενον ἀνελούσης τύραννον : ἐρεῖ γὰρ ὅτι οὐδὲ τύραννος ἦν οὗτος
. ] Ὅτι τῆς Λουκρητίας μοιχευθείσης παρὰ Σέξτου καὶ ἑαυτὴν ἀνελούσης διὰ τὸ ἁμάρτημα , οὐκ ἄξιον ἡγούμεθα τὸ γενναῖον
5889475 πορνειας
, ὦ δεσμῶται , ἀλλὰ τῇ συνεχείᾳ τοῦ καλλωπίζεσθαι τῆς πορνείας τὴν ὑπόνοιαν βεβαιοῦν . [ , ] ἑβδόμην τὰ
' : τὸν ἔρωτα ὑποληπτέον . ἅτινα φίλτρα οὔτε δύσκλειαν πορνείας σοι προσθέντα οὔτε ἀπατήσαντά σε σοφισμοῖς παύσει : τοῦ
5885249 ἐπαυλεως
καὶ τάφου κρείσσων . ” Ὡς δὲ πλησίον ἐγένετο τῆς ἐπαύλεως , ὁ Θήρων ἐστρατήγησέ τι τοιοῦτον . ἀποκαλύψας τὴν
' , ὦ λύκε , ἐὰν αὖθίς με πρὸ τῆς ἐπαύλεως κοιμώμενον ἴδῃς , μηκέτι γάμους ἀναμείνῃς . ” οὕτως
5883540 τραφεισα
Μενέλαον ἡμᾶς μὴ θανόντας εἰσιδεῖν . ἄγ ' , ὦ τραφεῖσα μητρὸς ἐν χεροῖν ἐμῆς , οἴκτιρον ἡμᾶς κἀπικούφισον κακῶν
τοῦ Ἀλαλκομενηΐου ὄρους τῆς Ἀττικῆς : ἢ ἀπὸ † Ἀλαλκομενηΐου τραφεῖσα Βοιωτοῦ . . . . ἀλαλύκτημαι : τὸ ἀδημονῶ
5876087 ἀρνησεως
ἡ ἀπὸ τῆς ἀρνήσεως ἀρχομένη ἀδιόριστος ἀπόφασις , ἅτε τῆς ἀρνήσεως προσεχέστερον ἐξακουομένης πρὸς τὸ τίς τὸ κατὰ δύναμιν ἐνυπάρχον
. πώμαλα : οὐδαμῶς : ἔστι δὲ ἀττικόν : ἐπίρρημα ἀρνήσεως . ὡς ἐπὶ ἀψύχου τὸ “ ἀναθείς ” διὰ
5868549 δεσποιναν
. ἢ γὰρ πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν , οὐ γυναῖκ ' ἔτι , ἧς ἐστι δοῦλος
, ἐγγυᾶσθαι , φησὶν ὅτι οὐκ ἐξελάθετο τῶν πρὸς τὴν δέσποιναν αὐτῆς ὁμολογιῶν , ἀλλ ' οἶδε μὲν ἐκείνην ἑαυτοῦ
5863818 παιδισκην
αἰχμαλωτισθεὶς ἠγοράσθη ὑπὸ Λάβαν : καὶ ἔδωκεν αὐτῷ Αἰνᾶν τὴν παιδίσκην αὐτοῦ εἰς γυναῖκα : ἥτις ἔτεκε θυγατέρα , καὶ
τὴν πρώτην μου γυναῖκα ὑδροφοροῦσαν εἰς οἶκον τινὸς εὐσχήμονος ὡς παιδίσκην ἕως ἂν λάβῃ ἄρτον καὶ προσενέγκῃ μοι : καὶ
5861466 θελησον
σκέψιν ἀρκέσθητι : ἂν ἀνδρὸς δεηθῇς , τοῦτον σύνοικον ἑλέσθαι θέλησον : εἶτα μετὰ τὸν θάνατον ἀναλαβὼν ἐπὶ τῆς οἰκίας
τῷ τὸν Κυριεύοντα ἐρωτῆσαι . Πῶς οὖν γένηται τοῦτο ; θέλησον ἀρέσαι αὐτός ποτε σεαυτῷ , θέλησον καλὸς φανῆναι τῷ
5856490 Πηνελοπης
ἐπιστήμαις σχολάζοντες τῆς φιλοσοφίας ἀμελοῦσιν , ἐοίκασι τοῖς μνηστῆρσι τῆς Πηνελόπης , οἵτινες αὐτῇ συγγενέσθαι μὴ δυνάμενοι ἠγάπων κἂν ταῖς
παρασιτῶν ἐπ ' οἰκίας ἀδεσπότου : καὶ ἔφη μὲν τῆς Πηνελόπης ἐρᾶν , ἐμίγνυτο δὲ ταῖς δούλαις ταῖς τοῦ Ὀδυσσέως
5852214 Δημω
ἐκ Κύμης τῆς ἐν Ὀπικοῖς εἶναι , καλεῖσθαι δὲ αὐτὴν Δημὼ , συνέγραψεν Ὑπέροχος ἀνὴρ Κυμαῖος . Χρησμὸν δὲ οἱ
τῆς ἐν Ὀπικοῖς εἶναι , καλεῖσθαι δὲ [ αὐτὴν ] Δημὼ συνέγραψεν Ὑπέροχος ἀνὴρ Κυμαῖος . χρησμὸν δὲ οἱ Κυμαῖοι
5840610 μνηστειας
, ἀλλὰ πείσαντας ἀλλήλους , τὸν μὲν ἔμπροσθεν χρόνον τῆς μνηστείας γενομένης διὰ νεωτέρων ταῖς ἡλικίαις ὡς ἐπὶ πολὺ συνέβαινε
μέν : ἕδνα παρέχοντες δαπάνην ἀγοράζομεν . ἕδνα ὑπὲρ τῆς μνηστείας καὶ πρὸ τῆς πείρας τοῦ κακοῦ κατατιθέμεθα ὥσπερ αὐθαίρετον
5839988 μητρος
ἀρσενικὸν εἴη τὸ ὡροσκοποῦν ζῴδιον τὸν πατέρα εὐγενέστερον εἶναι τῆς μητρός , εἰ δὲ θηλυκὸν τὴν μητέρα τοῦ πατρός .
. . . . . . . μὴ χρυσία τῆς μητρός , μὴ δάνεια τοῦ πατρὸς κομιούμενος . μακαρία Φιλῶτις
5819468 ἀποθανουσης
τῶν ἐπιθυμιῶν ἐφέξοντα , πολλὰ χαίρειν φράσας τοῖς δαίμοσι τῆς ἀποθανούσης γυναικός , εἰ πατέρα μὲν ἐκείνης ἑαυτοῦ δὲ γενόμενον
τῆς ἐπιθυμίας κεκρατημένος , ὥστε οὐδὲ τῆς μητρὸς τῆς ἐμῆς ἀποθανούσης ἠξίωσεν αὐτὴν εἰς τὴν οἰκίαν παρ ' ἑαυτὸν εἰσδέξασθαι
5811258 Πολυξενης
' αὑτὸν τυγχάνει διάγων , ἵνα κατὰ πολλὴν ἡσυχίαν ἔχῃ Πολυξένης μεμνῆσθαι . καὶ τῆς ἐπιθυμίας ἐν τῷ τὴν ψυχὴν
Εὐριπίδῃ τὸ ὄνομα εἰρημένον : βουλόμενος γὰρ σημάναι τὴν φροντίδα Πολυξένης ἐν τῇ Ἑκάβῃ ἔφησεν ἡ δὲ καὶ θνῄσκουσα πολλὴν
5804239 δεησεως
μεταπείθοντι . ἵνα ἄλλον νοήσωμεν προσερχόμενον τῷ μουσικῷ χάριν τινὸς δεήσεως καὶ ὧν λέγει , ἵνα μὴ πεισθῇ τῷ προσιόντι
μάλιστα , ὁ αὐτὸς δὲ λόγος καὶ περὶ θωπείας καὶ δεήσεως καὶ λιτανείας καὶ πάντων τῶν τοιούτων . Διονύσιος γοῦν
5798160 τραπεζης
πελάγους κομισθέντα . φέρε δὴ πρὸς αὐτῆς τῆς ἐν Σικελίᾳ τραπέζης , εἴτε Μίθαικος αὐτὴν εἴτε καὶ ὁστισοῦν παρετίθει ,
νόμος , ὃ δὲ ἑαυτῷ ὤπτα : καὶ κοινῆς ἀπέλαυον τραπέζης κατὰ φύσιν τὴν αὑτοῦ ἑκάτερος . καὶ τριῶν μὲν
5780974 Κορωνιδος
Κένταυρος ἀλεξίπονον μερόπεσσιν , [ ἰὴ Παιάν , ] παῖδα Κορωνίδος , ἤπιον ἀνδράσι [ ] , δαίμονα σεμνότατον [
Χαρίτων γενέσεως ὡς Διονύσου ? [ εἰσὶ ] ? καὶ Κορωνίδος [ ] νύμφης Ναξίας , αὐτὸς προειπὼν ὡς παρ
5780516 αἰτησεως
εἴσομαι ] γνωρίσω . εἴσομαι ] εἰ κοῦφον τὸ τῆς αἰτήσεως τέλος . θ εἴσομαι ] γνώσομαι εἰ κοῦφον δῆλον
εὐκολώτεροι γίνονται καὶ πολὺ μᾶλλον , ὅταν εὔλογα τὰ τῆς αἰτήσεως ᾖ ; τούτων οὐδὲν ἐλογίσω , μᾶλλον δέ ,
5778790 τυφλωσεως
ταῦτα δέ φησι καὶ τὰ ἑξῆς , ὡς καὶ τῆς τυφλώσεως αὐτοῦ οὔσης ἐν τῷ ποιήματι . Ἄλλως . ἐνταῦθα
ὑποκρινόμενος Κύκλωψ καὶ λάχανα ἐπιφερόμενος , ὡς δὲ καὶ τῆς τυφλώσεως αὐτοῦ οὔσης ἐν τῷ ποιήματι . “ κραιπαλῶντα ”
5767281 Χλοης
τοιούτου γηροτρόφου εὐτυχήσαντας . Καὶ τοῖς ἐπαίνοις μὲν ἥδετο , Χλόης ἀκροωμένης : ὅτε δὲ κατεῖχον αὐτόν , ὡς θύσοντες
λόγων . Ὁ δὲ Δόρκων ὁ βουκόλος , ὁ τῆς Χλόης ἐραστής , φυλάξας τὸν Δρύαντα φυτὸν κατορύττοντα πλησίον κλήματος
5753668 θυγατριον
ἐκείνου παραλίπῃς εὐχάς . ὡς γὰρ ᾤχετο φέρων αὐτῷ τὸ θυγάτριον Ὀδυσσεύς , ὁ μὲν ᾔτησε τὸν Λητοῦς ἡμῖν συναλλαγῆναι
ἐκβοᾷ : τίνα ὁρῶ ταῦτα ; Τί γέγονάς μοι , θυγάτριον ; Ἆρα καὶ σὺ ζῇς ἢ ταῦτά τις ἐβάστασε
5722443 κορην
τοὐλάχιστον κατασκευαζομένων , ἔστι δὲ αὕτη : νόμος τὸν φθείροντα κόρην ἀνάγεσθαι ἐπὶ κρίσιν τοῦ ὡς ἂν βούλοιτο ἡ κόρη
διακονούσης ἠράσθη : καί πως αὐτὸν εἰς γάμον αἰτεῖται τὴν κόρην ἐπὶ τῷ τὰ μέγιστα ὑπ ' αὐτοῦ εὖ πείσεσθαι
5721287 Γναθαινης
τοὺς προλόγους ἐμβάλλομεν . μαστιγίας μώλωπας ὑψηλοὺς ἔχων μετὰ τῆς Γναθαίνης ἀπὸ τύχης ἀνεπαύετο . περιλαμβάνουσα δ ' αὐτόν ,
, Λύκος καὶ Ἐλεύθερος ; Ἐπὶ δὲ τὴν θυγατέρα τῆς Γναθαίνης πτωχῶν ἐραστῶν κωμαζόντων , καὶ ἀπειλούντων κατασκάψειν τὴν οἰκίαν
5721222 ὁμοσπορων
. πάλιν ὁ αὐτός πού φησι : Μακαρεὺς ἔρωτι τῶν ὁμοσπόρων μιᾶς πληγεὶς τέως μὲν ἐπεκράτει τῆς συμφορᾶς κατεῖχέ θ
χαίρουσα θρήνοις καὶ στενάγμασι βροτῶν , ὑμεῖς ἀθέσμους εἰς ὕβρεις ὁμοσπόρων τὰς μισαδέλφους ὁπλίσαντες ὠλένας Κάϊν μολῦναι φοινίῳ πρῶτον λύθρῳ
5721157 δαμαρτος
δ ' Ἄρης ἕλοι , οὐ παῖδας εἶδον , οὐ δάμαρτος ἐν χεροῖν πέπλοις συνεστάλησαν , ἐν ξένηι δὲ γῆι
Ὀδυσσέα οἷα τυτθὸν ἀπτῆνα σπόρον ἤγουν μικρὸν ἄπτερον νεοσσὸν τῆς δάμαρτος καὶ τῆς θηλείας τοῦ κηρύλου καὶ ἄρρενος ἀλκυόνος βαλεῖ
5714734 μητρυιας
ἐξ Ὠρειθυίας τῆς Ἐρεχθέως γεννηθῆναι καὶ Βορέου , διὰ δὲ μητρυιᾶς τόλμαν καὶ διαβολὰς ψευδεῖς τυγχάνοντας ὑπὸ τοῦ πατρὸς ἀδίκως
. Τενέδιος ἄνθρωπος : Τένης ὁ Κύκνου διαβληθεὶς ὑπὸ τῆς μητρυιᾶς ὡς πειράσας αὐτὴν καὶ ἐμβληθεὶς ὑπὸ τοῦ πατρὸς εἰς
5711848 ὁμηρειας
. καὶ τὸν ἀδελφὸν ὅδε Ἀντίοχον ἐξέλυσε τῆς ὑπὸ Ῥωμαίοις ὁμηρείας , ἀντιδοὺς τὸν ἑαυτοῦ παῖδα Δημήτριον . Ἀντιόχου δὲ
βῆμα προαχθῆναι κελεύσας ἀποδίδωσι τῷ ὑπάτῳ εἰπών , ὅτι πάσης ὁμηρείας κρείττονα ἡγεῖται τὴν πίστιν τῆς πόλεως . μίαν δὲ
5704535 στερησεως
α εἰς η , ἠκεστός . καὶ μετὰ τῆς α στερήσεως , ἥτις πολλάκις λαμβάνει τὸ ν , ἀνήκεστος ,
ὁ τρόπος τῆς μεταχειρίσεως : παραθεὶς γὰρ ἐξ ὑπάρξεως καὶ στερήσεως καὶ κόψας τὰ νοήματα λέγει , πότερον ὅτι ὑμεῖς
5697723 Κιρκης
καὶ αἱ Φαρμακοῦσσαι , δύο νησία ὧν ἐν τῷ μείζονι Κίρκης τάφος δείκνυται . Ὑπὲρ δὲ τῆς ἀκτῆς ταύτης ὄρος
γάρ πω ἐτέθαπτο ὑπὸ χθονὸς εὐρυοδείης : σῶμα γὰρ ἐν Κίρκης μεγάρῳ κατελείπομεν ἡμεῖς ἄκλαυτον καὶ ἄθαπτον , ἐπεὶ πόνος
5694899 φιλαργυριας
εἶναι καὶ Βάτωνα καλεῖσθαι . ἀτηρότερον δ ' αἰτῶν ὑπὸ φιλαργυρίας ἴσχυσε Θηβαῖος γενέσθαι . Φέρει μὲν οὖν σπουδαῖον οὐδέν
οὖν , τέκνα μου , ἀπὸ τῆς πορνείας καὶ τῆς φιλαργυρίας , ἀκούσατε Ἰούδα τοῦ πατρὸς ὑμῶν , ὅτι ταῦτα
5688235 ἐρωτικως
σὺ δὲ περιχαρῶς ἐδέξω τὸ γέρας οὐ πρὸς ἀρχὰς ἔχων ἐρωτικῶς , ἀλλὰ τροφείων τῇ χώρᾳ πρόφασιν ἐξευρών . αὕτη
ταῖς καυστικαῖς καὶ ἐπιθυμητικαῖς ὁρμαῖς τῆς ἀφροδίτης . Οἰστρηδόν : ἐρωτικῶς , μανιωδῶς , μετ ' οἴστρου ἤγουν ἔρωτι κινούμενοι
5687852 ἁβραν
δέ , τῇ Καμαρίνῃ δηλονότι : τῇ λίμνῃ , δόξαν ἁβράν , ἀντὶ τοῦ λαμπράν , νεάζουσαν , ἀνέθηκε νικήσας
δέ , τῇ Καμαρίνῃ δηλονότι : τῇ λίμνῃ , δόξαν ἁβράν , ἀντὶ τοῦ λαμπράν , νεάζουσαν , ἀνέθηκε νικήσας
5671353 βουλομενης
μετὰ τὴν τῆς γυναικὸς τελευτήν , ὡς εἴθιστο προσιούσης καὶ βουλομένης ὑπὸ στρατείας ἥκοντα θεραπεύειν , οὔτε πιεῖν ἐκδεδιψηκὼς ὑπέμεινεν
δὲ μὴ δυναμένου ὑπὸ ἀσθενείας : περὶ δὲ Φαίδρας ἀσιτεῖν βουλομένης εἰς θάνατον τὸ σύνολον αὐτὴν μὴ δέχεσθαι εἰς τὸ
5667413 Ἀρετης
τὸν ἀέρα περιπολοῦσαι ἐφορῶσι τὰ τῇδε . Ἢ ἀπὸ τῆς Ἀρετῆς , ὥς φησιν Ὀρφεύς : Μητέρα δ ' ἡρώων
εὐδαιμονίαν κεκτῆσθαι . οὕτω πως διώικει Πρόδικος τὴν ὑπ ' Ἀρετῆς Ἡρακλέους παίδευσιν : ἐκόσμησε μέντοι τὰς γνώμας ἔτι μεγαλειοτέροις
5666437 ληκυθου
λευκὸν ἐπρίω τῇ θεῷ εἰς τὰς τριόδους ; τῆς μυρηρᾶς ληκύθου πρὶν κατελάσαι τὴν σπαθίδα , γεύσασθαι μύρου φέρ '
χορεύων ληκύθιον ἀπώλεσεν . Οἴμοι πεπλήγμεθ ' αὖθις ὑπὸ τῆς ληκύθου . Ἀλλ ' οὐδὲν ἔσται πρᾶγμα : πρὸς γὰρ
5651474 Λαϊδος
δὲ αὐτὸν Ἀριστοφάνης ὡς παρασίτους ἔχοντα , καὶ διὰ τὸν Λαΐδος ἔρωτα . κωμῳδεῖται δὲ ὡς συώδης ἐν τοῖς ἑταίροις
τοῖς προτέροις ποσίν . ἔστι δὲ καὶ ἄλλο ἐν Θεσσαλίᾳ Λαΐδος φάμενον μνῆμα εἶναι : παρεγένετο γὰρ καὶ ἐς Θεσσαλίαν
5648490 καθευδουσα
, ἡ δὲ νόσος οὐκ ἐκουφίζετο . ἅπαξ οὖν ποτε καθεύδουσα , ταύτην ἀφίησιν πυρπολουμένην τὴν φωνήν : “ Διὰ
Λυκοῦργος ὧν ἐς Διόνυσον ὕβρισαν διδόντες δίκας , Ἀριάδνη δὲ καθεύδουσα καὶ Θησεὺς ἀναγόμενος καὶ Διόνυσος ἥκων ἐς τῆς Ἀριάδνης
5638146 νυμφης
Ἰοῦς , Ἰὼ δὲ Ἰνάχου τοῦ ἐν Ἄργει ποταμοῦ καὶ νύμφης : οὗτος οὖν ὁ Ἔπαφος ἐβασίλευσεν Αἰγύπτου , Ἀργεῖος
τὸ ὄνομα ἀπὸ Ἀσπληδόνος τῇ πόλει : τοῦτον δὲ εἶναι νύμφης τε Μιδείας καὶ Ποσειδῶνος : ὁμολογεῖ δὲ καὶ ἔπη
5624074 μετανιπτριδα
τῆς Ὑγιείας . Φιλέταιρος Ἀσκληπιῷ : ἐνέσεισε μεστὴν ἴσον ἴσῳ μετανιπτρίδα μεγάλην , ἐπειπὼν τῆς Ὑγιείας τοὔνομα . Φιλόξενος δ
. Καλλίας δ ' ἐν Κύκλωψι : καὶ δέξαι τηνδὶ μετανιπτρίδα τῆς Ὑγιείας . Φιλέταιρος Ἀσκληπιῷ : ἐνέσεισε μεστὴν ἴσον
5615401 λυμης
Διώνης Κύπρι , μή μ ' ἐξεργάσηι . ἅλις δὲ λύμης ἥν μ ' ἐλυμήνω πάρος τοὔνομα παρασχοῦς ' ,
τεθνεῶτας ἀτάφους : οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ ἦσαν ἀναπεπλησμένοι τῆς λύμης καὶ ὅλως δυσθανατοῦντες καὶ οὐδὲ ἑαυτοῖς δυνάμενοι βοηθεῖν .
5603643 εἰσελθουσης
λόγῳ ἐξαπατηθέντος ὑπὸ τῶν αἰτούντων , παρανόμων γραφῆς γενομένης καὶ εἰσελθούσης εἰς τὸ δικαστήριον , ἐξελεγχθῆναι συνέβη τὸν εἰληφότα τὴν
εἶδεν τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐν εἴδει περιστερᾶς κατελθούσης καὶ εἰσελθούσης εἰς αὐτόν . καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τοῦ οὐρανοῦ
5603434 Μηδειας
ὠνομάσθη δὲ οὕτως διὰ τὸ Ἄψυρτον τὸν Αἰήτου υἱὸν ὑπὸ Μηδείας καὶ Ἰάσονος ἐν τῇ φυγῇ ἐκεῖ κατατμηθῆναι . ἔστι
ἐς γὰρ ταύτην ἔρριψεν αὑτήν , ὡς λέγουσι , τῶν Μηδείας ἔσεσθαι φαρμάκων τὸ ὕδωρ νομίζουσα ἴαμα . ὑπὲρ ταύτην
5599054 Καλλιροης
τῷ δὲ ἔρωτι εἴξας καὶ οὐ τῷ θυμῷ ἑαυτὸν ἀντὶ Καλλιρόης διεργάζεται . ὁ μὲν δὴ ἀπέδειξεν ἔργον ἀνθρώπων ὧν
ὢ θανάτου καλοῦ , μεθ ' ὃν ἤκουσα τὸν δεύτερον Καλλιρόης γάμον . οἷον πάλιν καιρὸν ἀπώλεσάς μου τῆς ἀποκαρτερήσεως
5591742 εἰπουσης
πεπωκότων , οἶμαι , καὶ μικρῶν ὄντων τῶν παροξυνόντων , εἰπούσης τι καὶ δακρυσάσης ἐκείνης περιρρήξας τὸν χιτωνίσκον ὁ οἰκέτης
παιδοτρίβην μνᾶν δοὺς οἴει αἰεὶ φοιτήσειν ; Φρύνης δὲ πικρότερον εἰπούσης αὐτῇ εἰ δὲ λίθον , ἔφη , εἶχες ,
5580315 θεραπαινιδος
δὲ καὶ ἡμέρας ἐξιέναι ἄνευ τῶν γυναικονόμων ἀκολουθούσης αὐτῆι μιᾶς θεραπαινίδος , Συβαρῖται , φησίν , ἐξοκείλαντες εἰς τρυφὴν ἔγραψαν
δὲ καὶ ἡμέρας ἐξιέναι ἄνευ τῶν γυναικονόμων ἀκολουθούσης αὐτῇ μιᾶς θεραπαινίδος . Συβαρῖται δὲ νόμον ἔγραψαν τὰς γυναῖκας εἰς τὰς
5576993 γυναικα
χρημάτων πλεόν - ων πέμψαι τινὰς ἀπὸ σφῶν πρὸς τὴν γυναῖκα μετὰ συμβόλων ὧν αὐτὸς ἐδίδου . ἡ δὲ τοῖς
γαμέτῃ τῶν ἐξ οὐρανοῦ , ἤγουν τινὶ οὐρανίωνι θεῷ ἔχοντι γυναῖκα : τοῦτο γάρ ἐστι τὸ γαμέτᾳ . ἢ ,
5575107 διαμαρτων
εἴ ποτε εὐημερίας ἡμέραν ἐπιτελοίη , δρυπεπεῖς ἢ φαυλίας . διαμαρτὼν οὖν τῆς θαυμαστῆς ταύτης ἐλπίδος οὐκ οἶδ ' ὅ
νυκτὸς καταλαβέσθαι τὸν Πειραιᾶ : καταφανὴς δὲ γενόμενος Ἀθηναίοις καὶ διαμαρτὼν τῆς ἐπιβολῆς ἄπρακτος ἐπανῆλθεν . κατηγορηθεὶς δ ' ἐν
5568666 μαμμης
δύο , ὧν ἡ μὲν Ἄμυτις κατὰ τὴν ὀνομασίαν τῆς μάμμης , ἡ δὲ Ῥοδογούνη . ὁ δὲ δὴ Ξέρξης
καλούμενοι Τηλεβόαι . ] Ἐλθόντες δὲ ἀπῄτουν Ἠλεκτρύωνα τὰ τῆς μάμμης ἑαυτῶν [ τῆς μητρὸς ] Ἱπποθόης . Ἀντιστάντες δὲ
5558403 ὑποχωρησεως
. φόνος δ ' οὐ πολὺς αὐτῶν ἐγένετο , τῆς ὑποχωρήσεως εἰς τὴν πόλιν οὐ διὰ μακροῦ γενομένης καὶ τῶν
πλῆθος ἦσαν οἱ διώκοντες , εὔδρομα τούτοις ἦσαν τὰ τῆς ὑποχωρήσεως . Ἐπεὶ δὲ πολλοὶ συνέθεον καὶ ὁ ἐκείνου ἵππος
5547753 θυγατριδης
, Βουσέλου δ ' ὑϊδοῦς : καὶ ἐκ τῆς Ἅβρωνος θυγατριδῆς καὶ ἐκ Καλλιστράτου τοῦ ἀδελφιδοῦ τοῦ Ἅβρωνος ἐγένετο ἡ
νομὴν καιρός ἐστιν ἐξάγειν ; καὶ Γναθαινίου δέ γε τῆς θυγατριδῆς αὐτῆς τάδε ἀναγράφει : εἰς τὰς Ἀθήνας παρεπιδημήσας ξένος
5542373 μοιχευομενην
ἀτίμῳ δίκης οὐ μετέστιν : ἄτιμος εὑρὼν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ μοιχευομένην ἕπεται τῷ μοιχῷ κλάων . κατέλυσεν ὁ δῆμος τὸν
ἀποκτιννύναι καὶ τὴν μοιχευομένην , καταλάβοι δέ τις τὴν μητέρα μοιχευομένην , καὶ ἀποκτείνοι , εἶτα διὰ τοῦτο κρίνοιτο ,
5541742 λοιδορουντος
κεχρημένον ἐφ ' ὥρᾳ τῷ σώματι , τὸν δὲ Κικέρωνα λοιδοροῦντος εἰς μαλακίαν καὶ κίναιδον ἀποκαλοῦντος , εἶπε τοῦτο Κικέρων
! ! ! ! ! ! ! ] οντος καὶ λοιδοροῦντος [ ! ! ] τατησ [ ! ! !
5537961 Διττης
ἧς μόνης γινώσκειν δυνατὸν ἀκριβῶς τῶν ὄντων τὴν φύσιν . Διττῆς γὰρ οὔσης τῆς τοῦ λόγου σχέσεως , καθὰ διώρισεν
εἰσαεὶ λαβόντα , μιμούμενα τὴν νοητὴν καθόσον δύναται φύσιν . Διττῆς δὲ φύσεως ταύτης οὔσης , νοητῆς , τῆς δὲ
5536272 νεωτατην
Πρίαμος ἥκων παρὰ τὸν Ἀχιλλέα χειραγωγὸν ἑαυτοῦ τὴν παῖδα ἐποιεῖτο νεωτάτην οὖσαν ὧν ἡ Ἑκάβη αὐτῷ ἔτεκεν , ἐθεράπευον δὲ
, καὶ ἄλλην πρὸς ταύτῃ , τῶν Ὤχου θυγατέρων τὴν νεωτάτην Παρύσατιν . ἤδη δὲ ἦν αὐτῷ ἠγμένη καὶ ἡ
5530297 φευγουσης
καὶ ἐξιόντα ἀπ ' αὐτῆς ἀσπάζεσθαι τὴν ἄνθρωπον , καὶ φευγούσης ποτὲ αὐτῆς γραφὴν ἀσεβείας λέγων ὑπὲρ αὐτῆς πλείονα ἐδάκρυσεν
, ἀπὸ τῆς κυνηγοῦ νύμφης Βριτομάρτιδος τῆς ἐμπεσούσης εἰς δίκτυα φευγούσης τὸν Μίνωα . παρὰ δὲ Καλλιμάχῳ ἐν ὕμνῳ [
5528878 τηθης
μητρὸς ἀδελφιδοῦς τῆς ἐμῆς . τῆς δὲ Χαιρεστράτης τῆς ἐμῆς τήθης τὴν ἀδελφὴν λαμβάνει Ἀπολλόδωρος Πλωθεύς : τούτων γίγνεται Ὀλύμπιχος
σταδίους ἐγγὺς τριακοσίους ἐκεῖσε : περὶ δὲ τῆς ἐγγύης τῆς τήθης τῶν παίδων τῶν ἑαυτοῦ ἐν τῷ ἄστει ἐκμαρτυρίαν ,
5528077 ἐλασεως
ἐπονομασθέντας , ὅτι Κύρῳ τῷ Καμβύσου ξυνεπελάβοντο τῆς ἐς Σκύθας ἐλάσεως . καὶ τούτους Ἀλέξανδρος ὧν τε ἐς Κῦρον ὑπῆρξαν
ἀναβάτῃ ἐν τοῖς πολεμικοῖς . οἱ δὲ ἢ διὰ βλακείαν ἐλάσεως πολλῆς δεόμενοι ἢ διὰ τὸ ὑπέρθυμοι εἶναι πολλῆς θωπείας
5527682 θελουσαν
. Ἐν τοιούτοις ὄντος αὐτοῦ λόγοις τέττιξ φεύγων χελιδόνα θηρᾶσαι θέλουσαν κατέπεσεν εἰς τὸν κόλπον τῆς Χλόης : καὶ ἡ
τοὺς παῖδας αὐτοῦ ἔφη : Τὴν θέλουσαν κεράσατε καὶ τὴν θέλουσαν ἀφροδισιάσατε . κἀκεῖναι εἶπον : Ἡμεῖς οὐ διψῶμεν .
5525698 Ὑγιειας
καθ ' ἕκαστον τὸν πόδα , Ἀσκληπιοῦ , τὴν δὲ Ὑγιείας , τὴν δὲ Τελεσφόρου . καὶ τὸ ἐπίγραμμα ἐπιγέγραπται
χλαμὺς ὁλόλευκος Ἐνέσεισε μεστὴν ἴσον ἴσῳ μετανιπτρίδα μεγάλην ἐπειπὼν τῆς Ὑγιείας τοὔνομα . Κἂν δῇ , τροχάζω στάδια πλείω Σωτάδου
5524381 ἐγγυης
δυσωποῦντί σε : τότε γὰρ ἀσυντέλεστα ἔσται τούτου τὰ τῆς ἐγγύης . κατὰ τὰ αὐτὰ δὲ σχήματα καὶ τοῦ θέλοντος
: ὁ δὲ τὰ περὶ τὰ ἴδια διαταξάμενος ἐλθὼν τῆς ἐγγύης τὸν φίλον ἠλευθέρωσε : θαυμάσας δὲ ὁ τύραννος κἀκεῖνον
5522003 Μανιαν
Διφίλου . μετὰ ταῦτα δ ' ἡ Γνάθαινα πρὸς τὴν Μανίαν ἐλοιδορεῖτο καὶ λέγει , Τί τοῦτο , παῖ ;
ἤθελον . αἰτουμένην λέγουσι τὴν πυγήν ποτε ὑπὸ τοῦ βασιλέως Μανίαν Δημητρίου ἀνταξιῶσαι δωρεὰν καὐτόν τινα . δόντος δ '
5519098 ἐσβολης
, οὐκ ἀγνοῶν μὲν αὐτοὺς πολεμησείοντας αὑτῷ καὶ τῆσδε τῆς ἐσβολῆς αἰτίους γεγονότας , ὑποκρινόμενος δὲ καὶ πλείονας ὁμοῦ καὶ
ναυσὶν ἐς τὴν Μυτιλήνην καταπλεούσαις ἐπιβοηθήσωσιν . ἡγεῖτο δὲ τῆς ἐσβολῆς ταύτης Κλεομένης ὑπὲρ Παυσανίου τοῦ Πλειστοάνακτος υἱέος βασιλέως ὄντος
5511825 ἀποδοσεως
; καὶ διὰ τί ἐστι κύκλος ; τῆς τοῦ ὁρισμοῦ ἀποδόσεως μηδετέραν δυναμένης ἱστᾶν τουτωνὶ τῶν ζητήσεων . ἐπεὶ οὖν
συζύγως ἀμειβόμενος καὶ ὡς ἀφορίζονται οἱ Πυθαγορικοὶ δικαιοσύνην λέγοντες δύναμιν ἀποδόσεως τοῦ ἴσου καὶ προσήκοντος ἐμπεριεχομένην ἀριθμοῦ τετραγώνου περισσοῦ μεσότητι

Back