μὴ παραγίγνεται , φύσεως δ ' ἐστὶν ἔργον ἀνδρείας καὶ βλεπούσης νικᾶν . εἰ τοίνυν μήτε ποιητῶν μηδένα μηδὲν εἰρηκέναι | ||
καὶ τῆς τοῦ νομοθέτου διανοίας οὐ πόρρω τῶν ἡμῖν πεπραγμένων βλεπούσης , ὥσπερ καὶ ὁ Δημοσθένης ἀπορῶν νόμου πρὸς τὰς |
ἦν ἐκεῖνος εἰκαῖος , ὡς ἀτυχής τις ἐὼν τὸν πόδα κολυμβῶν περιέπειρέ πως ἥλῳ . καὶ γὰρ ὁ σεμνὸς ἀνήρ | ||
ἦν δὲ κολυμβητής , ἐν τούτῳ διαφέρων τῶν ἄλλων . κολυμβῶν δὲ ἐν τῷ λιμένι , ὁρώντων αὐτὸν τῶν ἀπὸ |
καὶ ἐπίμονον τῆς ὀδύνης , ἔνδον οὔσης τῶν ἀγγείων τῆς αἱματικῆς ὕλης . καὶ μάλιστα κακίστη ἐστὶν ἡ τοιαύτη κεφαλαλγία | ||
φησίν , ἐστὶ τροφὴ τὸ αἷμα , ὥστε ἐκ τῆς αἱματικῆς τροφῆς τῆς ἐν τῷ συνδυασμῷ πεττομένης καὶ μεταβεβληκυίας τὸ |
: ἀλλ ' ἐπὴν κατακλίνῃ , δοκέει οἷόν περ λίθος ἐκκρέμασθαι , καὶ ἐξοιδέει , καὶ ἐξερεύθει , καὶ οἱ | ||
ὁ μαθηματικὸς τοῦ φυσικοῦ καὶ ἀρχηγικώτερος : ἐκ γὰρ τούτου ἐκκρέμασθαι ὑπελάμβανε τὴν τῶν ἄλλων εἰλικρινῆ νόησιν . χαρακτὴρ μὲν |
μὴ δεῖσθαι ἀσπίδος εἰρήνης γενομένης , ἔφη “ ἐν φεψάλῳ κρεμήσεται ἡ ἀσπίς ” , παρὰ τὸ Ἡσιόδειον “ αἶψά | ||
, ὅμως οὐκ ἐπέτυχεν αὐτός , Ἀστέρα Φίλιππος ἢν λάβῃ κρεμήσεται . Φίλιππος ἀσθενῶν ] τὴν αἰτίαν λέγει δι ' |
τις αὐτὸν δονοίη ταῖς χερσί , καθάπερ κρότον ἀποτελῶν . τρανὸς οὖν ἔσῃ , φησί , καὶ τὴν φωνὴν διηρθρωμένος | ||
πρῶτον μὲν διάκτορος κέκληται ἤτοι ἀπὸ τοῦ διάτορος εἶναι καὶ τρανὸς ἢ ἀπὸ τοῦ διάγειν τὰ νοήματα ἡμῶν εἰς τὰς |
ἐξαναστὰς τοῦ θάκου ἐδίωκεν αὐτόν , τὸ μὲν θηρίον μὴ καταπτήξας , περιεχόμενος δὲ τῆς δέλτου ἰσχυρῶς . ἐπεὶ δὲ | ||
παραχωρήσῃ λοιδορούμενος . ΓΘ ἄλλως : 〚 ἀπάτῃ 〛 ἀπατηθῇ καταπτήξας τὰς λοιδορίας Κλέωνος . ΓΘ θαλφθῇ : καταθελχθῇ , |
χρήσει : αἱ δὲ ἄλλαι πτώσεις τὴν κλίσιν ὡς ἀπὸ ὀξυτονουμένης καὶ εἰς ις ληγούσης ἔχουσιν : ὥσπερ γὰρ ἀσπίς | ||
ἀντὶ δὲ τούτου ὀπτάνιον λέγουσιν , τῆς μὲν δευτέρας συλλαβῆς ὀξυτονουμένης , τῆς δὲ τρίτης βραχυνομένης . Τυγχάνω : καὶ |
πλείων φθαρῇ καὶ μεταβάλῃ . τούτων οὖν γενομένων εἰ τὸ μεμυκὸς διὰ τῶν μαλακτικῶν καὶ λιπασμάτων ἀνέῳγεν , καὶ ἀπευθύνειν | ||
καὶ ψευδέσι μαντείαις ἑπόμενος οὐδ ' ὅτε τὸ τῆς ψυχῆς μεμυκὸς ὄμμα ἀναβλέψας „ εἶδε τὸν ἄγγελον τοῦ θεοῦ ἀνθεστῶτα |
ἔγχελυς Βοιωτία τμηθεῖσα κοίλοις ἐν βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται , παφλάζεται , προσκάεθ ' : | ||
ἔγχελυς Βοιωτία μιχθεῖσα κοίλοις ἐν βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται , παφλάζεται . βατάνιον δ ' |
καὶ ᾤετο δήπου μέγα εἶναι αὐτῷ ἀγαθὸν τὴν εὐστοχίαν τῆς βελόνης , οὐχ ἧττον ἢ ὁ Ἀχιλλεὺς τὴν τῆς μελίας | ||
ἔχεται τοῦ προειρημένου , συμπλέκουσα δὲ καὶ ἀθροίζουσα τὰς τῆς βελόνης ἀκάνθας , δεσμῷ τινι ἀπορρήτῳ τῆς εὐθημοσύνης περιλαμβάνει τὸ |
τῆς ἔνδον οὔσης ἔγχελυς Βοιωτία μιχθεῖσα κοίλοις ἐν βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται , παφλάζεται . | ||
τῆς ἔνδον οὔσης ἔγχελυς Βοιωτία τμηθεῖσα κοίλοις ἐν βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται , παφλάζεται , |
ἀλογίου ' στ ' ὀφλεῖν . Ὥσπερ ἀνέμου ' ξαίφνης ἀσελγοῦς γενομένου . Καὶ μὴ πονηρούς , ὦ πονήρα , | ||
συνειδώς . μὴ γὰρ ὑπολάβωμεν , ὡς ἐκ φαύλου καὶ ἀσελγοῦς συνειδότος ἐπὶ τὸν ὅρκον προήχθη , ἀλλὰ τοιαύτας ὑποψίας |
ὡς ἐπὶ καινοτάτῃ καὶ ἀγενήτῳ συμφορᾷ μήτε ἀπαθείᾳ καθάπερ μηδενὸς ὀδυνηροῦ συμβεβηκότος χρῆσθαι , τὸ δὲ μέσον πρὸ τῶν ἄκρων | ||
γινομένων ἐξ ἡλίου πιθανῶς κατασκευάζουσιν : ἄλλως : ἐκ τοῦ ὀδυνηροῦ βίου στοχάζεται βελτίονα εἶναι τὰ ἐν Ἅιδου τῆς γῆς |
τοῦ πρεσβυτέρου δοκοῦντος εἶναι , τοῦ δὲ νεωτέρου τῇ δεξιᾷ ψαύσῃ . καλεῖται δ ' ὁ μὲν [ ἐν ] | ||
κρᾶσις γίνεται . καὶ ὅπως μηδὲ κατὰ τοῦτο τὸ τρῆμα ψαύσῃ ποτὲ ὁ κερατοειδὴς χιτὼν τοῦ κρυσταλλοειδοῦς ὑγροῦ , προὐνοήσατο |
δ ' ἐπήχησε στρατός , ἄελπτον εἰσιδόντες ἐκ θεῶν τινος φάσμ ' , οὗ γε μηδ ' ὁρωμένου πίστις παρῆν | ||
τί γὰρ ἄν τις πάθοι ; τὸ δ ' οὐχὶ φάσμ ' ] ἔστ ' , ἀλλὰ παῖς ἀληθινή , |
ἐγκαυχᾶται κατὰ τῆς πόλεως ἡμῶν . βέλος δὲ τοῦ κεραυνοῦ ἐπισχέθοι καὶ κρατήσοι αὐτὸν , πρὶν ἐς τὸν ἐμὸν οἶκον | ||
ὃς πόλει μεγάλ ' ἐπεύχεται , κεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοι , πρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον , πωλικῶν θ ' |
. . . βλῆτο : ἀπὸ τοῦ βλῶ βλήσω βέβληκα βέβλημαι ἐβεβλήμην ἐβέβλησο ἐβέβλητο καὶ κατὰ συγκοπὴν ἔβλητο , οἷον | ||
. . . βλῆσθαι : ἀπὸ τοῦ βλῶ βλήσω βέβληκα βέβλημαι βεβλῆσθαι καὶ ἀφαιρέσει τῆς βε βλῆσθαι . . . |
] ἐκβληθήσεται θρόνων ] ἤγουν τῆς βασιλείας Εἰκότως εἶπε τὸ ἐξανίσταται : ἐπειδὴ γὰρ θρόνων εἴρηκεν , ἐν δὲ τοῖς | ||
ἔχουσι τὸ ζητούμενον θήραμα , ὁ δὲ τῆς ἑαυτοῦ ἄκων ἐξανίσταται βάσεως . Ποηφάγου δειλότερος : τουτὶ τὸ ζῷον ἐν |
μιασμοῖς τῆς γῆς συνεχόμενος μᾶλλον οἰκοδομεῖ , αὐτὸς δὲ οὐ μιαίνεται . Ὑπονοῶ δὲ καὶ πράξεις ἐν ὑμῖν οὐ καλὰς | ||
τοιούτων πορθήσεως ὑπαινίττεται . χραίνεται ] μολύνεται . χραίνεται ] μιαίνεται . χραίνεται ] μελαίνεται . θ πόλισμ ' ἅπαν |
ἢ αἰγὸς παρὰ τὴν κώμυθα : ἢ ἡ τὰς κόμας αἰθὰς ἔχουσα , τουτέστι ξανθάς : ἢ ἡ ἐγκύμων . | ||
ἢ αἰγὸς παρὰ τὴν κώμυθα : ἢ ἡ τὰς κόμας αἰθὰς ἔχουσα , τουτέστι ξανθάς : ἢ ἡ ἐγκύμων . |
σπόρον αὐταῖς μεσόδμαις καὶ σὺν ἰκρίοις βαλεῖ πρὸς κῦμα δύπτην ἐμπεπλεγμένον κάλοις . πόντου δ ' ἄυπνος ἐνσαρούμενος μυχοῖς ἀστῷ | ||
νόμιμον τοῦτο μαρτυρεῖσθαι καὶ ὑπὸ παροιμίας τῆσδε , Βαδίζειν Ἡραῖον ἐμπεπλεγμένον . Ἔστι δὲ τὰ τοῦ Ἀσίου ἔπη οὕτως ἔχοντα |
μικροῖς μεγάλα πορσύνειν κακὰ οὐδ ' , εἰ γυναῖκές ἐσμεν ἀτηρὸν κακόν , ἄνδρας γυναιξὶν ἐξομοιοῦσθαι φύσιν . ἡμεῖς γὰρ | ||
, τάρος γίνεται , καὶ κατὰ ἀναδίπλωσιν τάρταρος , ὥσπερ ἀτηρὸν ἀταρτηρὸν , δάπτω δαρδάπτω . . . ΑΙ ΔΕ |
δὲ εἰς ξενοδοχεῖον , ᾧ ἐπώνυμον κάμηλος , εἰς δωμάτιον εἰσδραμὼν ἐπιζυγῶσαι τὰς θύρας . τὸν μὲν οὖν δαίμονα οἴχεσθαι | ||
Ναὶ μὰ Δία κἄγωγε τοῦτον , ὅτι κενῇ τῇ κοιλίᾳ εἰσδραμὼν εἰς τὸ πρυτανεῖον , εἶτα πάλιν ἐκθεῖ πλέᾳ . |
. τὸ μὲν βαρύτονον , φησίν , ὄνομα ἐπὶ τῆς καθιεμένης μολιβδίδος παρὰ τοῖς ἀρχιτέκτοσι τίθεται , τὸ δὲ ὀξύτονον | ||
ἢ τῆς πλευρᾶς ἁπλῶς , ὡς τοῦ ͵Η , σπάρτου καθιεμένης βάρος ἐχούσης κωνικὸν καὶ ἠρτημένον ἀπὸ τοῦ κέντρου τῆς |
' ὃ δὲ τετρύπηται πρὸς ἔκκρισιν , ἀπὸ τῆς χρείας οὐρήθρα ὀνομάζεται : τὸ δὲ σκέπον τὸ ἄκρον ποσθή . | ||
ὥσπερ βάλανος τὸ τοῦ καυλοῦ ἄκρον : ἧς τὸ τρύπημα οὐρήθρα . πόσθη δὲ τὸ ἐπ ' αὐτῇ δέρμα , |
αὐχμῶδες σφόδρα , καθάπερ τοῦ σφάκου , καὶ τὰς ἐντομὰς ἀμαυροτέρας ἔχον καὶ ἐπικεχαραγμένον ἧττον . Κονύζης δὲ τὸ μὲν | ||
δὲ λέγεται στενουμένης τῆς κόρης , ὡς κεντήματι ἐοικέναι καὶ ἀμαυροτέρας καὶ ῥυσοτέρας γινομένης , ἢ ἐξ ἀσθενειῶν ἐπικινδύνων , |
ἀναταράσσουσι τὰ ἄγκιστρα , ταράσσουσιν . Ῥίμφα : εὐκόλως . ἐξείρυσσε : ἔξω εἵλκυσεν , ἐξείλκυσεν . πάρος : πρὸ | ||
πολλάκι δὲ προβαλόντος ἑὴν ἔντοσθεν ἁλόντος οὐρὴν ἄλλος ἔμαρψε καὶ ἐξείρυσσε θύραζε ἑσπόμενον : τοιοῖσδε νοήμασι πότμον ἄλυξαν . ὡς |
, ὥσπερ καὶ οἱ καταγέλαστοι : τὸ γὰρ παρὰ Ποσειδίππῳ ἐπίχαρμα μοχθηρόν . Φιλωνίδης δὲ τὸν ἐπιχαίροντα ἐπιχάρτην εἴρηκεν : | ||
; ἐξεπτοημένη γὰρ οὐ διακονεῖς μοι . τὸ δὲ τὶν ἐπίχαρμα τέτυγμαι : καταγέλαστός εἰμι καὶ παρὰ σοί . . |
καὶ ἐλευθέρου τοῦ Ἴστρου ῥέοντος μισεῖ τὴν ἀργίαν καὶ ἀναπλεύσας ἐμφορεῖται τοῦ κατὰ τὸ ὕδωρ ἀφροῦ : πολὺς δὲ οὗτός | ||
, ἔφη , τὸν γέροντα Ζηνόθεμιν λέγων , ἐπήκουον γάρὅπως ἐμφορεῖται τῶν ὄψων καὶ ἀναπέπλησται ζωμοῦ τὸ ἱμάτιον καὶ ὅσα |
. καλεῖ ] προσκαλεῖται . Ξ ξύννομον ] κοινωνόν . ξύννομον ] συμμεριστήν . Ξ ξύννομον ] σύντροφον . Ξ | ||
καὶ ἀρίστης ἀφικνεῖται εἶδος ἕξεως , ὅτε καὶ εἰς τὸ ξύννομον ἄστρον ἀνάγεται ὑγιὴς καὶ ὁλόκληρος γενόμενος : ὑγιὴς μὲν |
πρότερον καθ ' ὑποδορὰν μήλης πλάτει ἢ τυφλαγκίστρῳ ὑποδερέσθω τὸ ὀστάριον , ἵνα χωρισθῇ τῆς μήνιγγος . δυσχεροῦς δ ' | ||
σκηνῆς δράματα , ποίμνια , ἀγέλαι , διαδορατισμοί , κυνιδίοις ὀστάριον ἐρριμμένον , ψωμίον εἰς τὰς τῶν ἰχθύων δεξαμενάς , |
, καὶ ἐπιδοῦσα ἃ ἐξῆλθεν ἔχουσα παρ ' αὐτοῦ , ἐπιθυμοῦσα μὲν τῆς ἐνθάδε οἰκήσεως , φοβουμένη δὲ τὸν Φρυνίωνα | ||
Μαιμώωσα . πλεονασμῷ τοῦ μ , οἷον αἱμώωσα , αἵματος ἐπιθυμοῦσα . ἀπὸ τῶν ἐμψύχων ἡ μεταφορά . δύναται καὶ |
δὲ τιμαὶ ἀθάνατοι . Φίλοις ἀτυχοῦσιν ὁ αὐτὸς ἴσθι . Κέρδος αἰσχρὸν κάκιστον . Ὃ ἂν ὁμολογήσῃς , ποίει . | ||
βίῳ : Ἀγαθοποιὸς δ ' εἰ πάρεστι τῷ τόπῳ , Κέρδος δίδωσιν ἐκ βροτῶν πενεστάτων . Καὶ ταῦτα βίβλος Βαβυλωνίων |
” μὴ παρώνυμα ” διὰ τὸ τρύγη τρυγῶ , στύξ στυγῶ , ἄλγος ἀλγῶ , σιγή σιγῶ , ῥῖγος ῥιγῶ | ||
καὶ θιγεῖν ἀμήχανος * * καὶ τὸν πετραῖον πλεκτάναις ἀναίμοσι στυγῶ μεταλλακτῆρα πουλύπουν χροός ἀλλ ' ὦ θυρέτρων τῶνδε κωμῆται |
ὀρέξεως : λιμὸς ἡ λεγομένη κυνώδης ὄρεξις . βαρείης : λαιμάργου , ἀπλήστου . βαρείης : κακῶν , λαίμαργον καὶ | ||
δ ' ὠὰ οὐχ ὅμοια . λάβροιο : ὁρμητικοῦ , λαιμάργου , ἰσχυροῦ . αἰετοῦ : εἶδος ἰχθύος : ἀετὸς |
δόμους : φρούρει δέ μοι μή ς ' αἰθαλώσηι πολύκαπνον στέγος πέπλους . θύσεις γὰρ οἷα χρή σε δαίμοσιν θύη | ||
. ἀλλ ' ἄγε , Πέρσαι , τόδ ' ἐνεζόμενοι στέγος ἀρχαῖον , φροντίδα κεδνὴν καὶ βαθύβουλον θώμεθα , χρεία |
μόνον . οὕτως ἔσθ ' ἅγιον παντελῶς τὸ θηρίον . Ἔρχεται , μετέρχεθ ' αὕτη , προσέρχετ ' , οὐ | ||
μὲν διὰ τύχην γίγνεται , τὸ δ ' αἱρέσει . Ἔρχεται τἀληθὲς εἰς φῶς ἐνίοτ ' οὐ ζητούμενον . Ἆρ |
: τοῦτον ὦ θειότατε βασιλεῦ ἐκμιμούμενος ὁ τόλμιλλος ἐγὼ καὶ αὐθαδίας τὴν μετὰ ζειρὰς προσενη . . ἐποσιν ! καρποφορεῖν | ||
⌊ ⌋ , ἐνθάδε ? πρὸς ὑμᾶς ; Ἡράκλεις , αὐθαδίας [ ] ⌊ ἀνθρώπου ] ? [ ] λαβεῖν |
τῆς ψυχῆς θερμῷ καταναλίσκεται , τὸ δὲ διὰ τοῦ χρωτὸς ἐξωθέεται θερμαινόμενον καὶ λεπτυνόμενον . Τὰ γλυκέα καὶ τὰ πίονα | ||
ἔνδον αὐτὸ τὸ θερμὸν διὰ τῆς ἀναπνοῆς ἐξατμίζον ἀναπνέει καὶ ἐξωθέεται τὸ ὑγρόν , ὃ προσήγαγεν τὸ θερμόν . ἀναπνέει |
ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων ἐπιδεικνυμένη τὸ εὐχάριστον , ἀλλ ' ἐκ προσδοκίας τῶν μελλόντων : ἀρτηθεῖσα γὰρ καὶ ἐκκρεμασθεῖσα ἐλπίδος χρηστῆς | ||
καὶ ἀπὸ τῆς ὑμετέρας Ἀσίας τῶν ἔργων λόγος βεβαιῶν τὰς προσδοκίας . οὐδὲν γὰρ οὕτω μέγα τῶν ἀγγελλομένων ὄντων ἁπάντων |
ὁ φθόνος : ἀλλ ' οὗτος μέν , εἴδωλον ὢν νεμέσεως , δοκεῖ [ γὰρ ] καὶ αὐτὸς ἐπὶ τοῖς | ||
θεῶν ποία [ τίς ἐσ - ] ‖ τιν αἰτία νεμέσεως [ ] καὶ σωτηρίας [ ἀνθρώποις - ] διὰ |
γάρ ποτ ' , ὦναξ , οὐδ ' ὃς ἂν βλάστῃ μένει νοῦς τοῖς κακῶς πράσσουσιν , ἀλλ ' ἐξίσταται | ||
γε γλαῦκα μὴ τοῦτο τοῖς ὀρνέοις ποιεῖν παραινεῖν μηδὲ φυτοῦ βλάστῃ ἐφήδεσθαι ἰξὸν πεφυκότος φέρειν , πτηνοῖς ὄλεθρον . τὰ |
ἐμῷ κάρᾳ πληγεῖς ' ἐναυάγησεν ὀστρακουμένη , χωρὶς μυρηρῶν τευχέων πνέους ' ἐμοί . καὶ Σοφοκλῆς δὲ ἐν Ἀχαιῶν συνδείπνῳ | ||
ἐτήτυμος Διὸς κόραΔίκαν δέ νιν προσαγορεύομεν βροτοὶ τυχόντες καλῶς ὀλέθριον πνέους ' ἐν ἐχθροῖς κότον : τάπερ ὁ Λοξίας ὁ |
καὶ εἰκῆ γίνηται , ἀλλὰ μετ ' αἰδοῦς τε καὶ συννοίας καὶ τάξεως ὀρθῆς , μήτε πάθος ἐγείρηται μηδὲν εἰκῆ | ||
. εἰσελθὼν γὰρ εὗρε περὶ τὸν Σωκράτην κάτω νεύοντας ἐπὶ συννοίας . ἀτὰρ τί ποτ ' : συγκεκυφότες γὰρ ἦσαν |
ἀταξίαν . κορδακισμοὺς ] κορδακισμός ἐστιν εἶδος ὀρχήσεως αἰσχρᾶς καὶ ἀπρεποῦς : τῶν γὰρ ὀρχήσεων ἡ μέν ἐστι πολεμική , | ||
καὶ πραθεῖσαν ἀρχὴν εἶναι τὸν κωλύοντα , ἀρχηγὸν καὶ αἴτιον ἀπρεποῦς καὶ ἀπειθοῦς καταστάσεως καὶ ἐς τὰ ἐπιόντα ἐγένετο , |
ἄταισιν ] ἤγουν πολέμοις . δαῖτ ' ] εὐωχίαν . ἀκέλευστος ] μὴ ὑπ ' ἐκείνων εἰς τοῦτο προτραπείς . | ||
ἐμπέδως δεῖμα προστατήριον καρδίας τερασκόπου πωτᾶται , μαντιπολεῖ δ ' ἀκέλευστος ἄμισθος ἀοιδά , οὐδ ' ἀποπτύσαι δίκαν δυσκρίτων ὀνειράτων |
, καὶ τοσοῦτον φύλακα τῆς ἀριστοκρατίας ἀναρπαζόμενον ὑπ ' αὐτῶν περιείδετε . τοιγαροῦν οὐκέτι μετριάζουσιν οὐδὲ καθ ' ἕνα τῶν | ||
οὕτως ἐσχήκατε , ἀλλὰ πάλιν σφετεριζομένων Θηβαίων τὴν Εὔβοιαν οὐ περιείδετε , οὐδ ' ὧν ὑπὸ Θεμίσωνος καὶ Θεοδώρου περὶ |
με ἄπο θυμοῦ ποιήσαις ἀδικεῖς . ἢ ὦν παῦσον τὰν ἀπήνειαν τῶ παιδός , ἢ ἐγὼν τὸ ἀμυνοῦμαι . καὶ | ||
με ἄπο θυμοῦ ποιήσαις ἀδικεῖς . ἢ ὦν παῦσον τὰν ἀπήνειαν τῶ παιδός , ἢ ἐγὼν τὺ ἀμυνοῦμαι . καὶ |
συνώνυμος τῆς ἔνδον οὔσης ἔγχελυς Βοιωτία τμηθεῖσα κοίλοις ἐν βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται , παφλάζεται | ||
. τὴν δὲ κράμβην ὑπαγαγεῖν βουλόμενοι , πλησίον κειμένης τῆς κακκάβης μετὰ τοῦ ὕδατος , ἐν ᾧπερ ἂν ἡψημένη τύχῃ |
ὁ δὲ ὄχλος κατεβόα καὶ τὴν φωνὴν τοῦ κινδυνεύοντος ἐκώλυεν ἐξακούεσθαι : τὸ γὰρ πλῆθος τῶν δημοτικῶν , ἀπωσμένον τῆς | ||
καὶ καχλάζει ἐπὶ μέγα , ὡς καὶ πόρρω ἔτι ὄντων ἐξακούεσθαι τὸν κτύπον τοῦ κύματος . καὶ ἦν μὲν προεξηγγελμένα |
βαρεῖ στρατῷ παρεσελθεῖν ἐς αὐτήν . καὶ ὁ Ἀντώνιος αὐτῶν ἐξήπτετο τοῖς ἱππεῦσι καὶ τότε μόνοις . ἀμυνομένων δὲ κἀκείνων | ||
αἱ νῆες πρὸς τὴν Ἀσίαν ἄνω . τροπαίων δὲ τρόπαια ἐξήπτετο καὶ βωμοὶ Διὸς ἐλευθερίου καὶ τρίποδες κοινοὶ τῶν Ἑλλήνων |
Ἐπικλίνουσι : ἐπιβάλλουσιν . Τις : αὐτῶν . προθορῶν : προπηδήσας ἢ προδραμών . ἑτέρης : μιᾶς . ἑτέρης στιχός | ||
θυμόν , οὐ μὴν ὅ γε θυμὸς εἰς ἀβουλίαν ἠρέθισε προπηδήσας τοῦ λογισμοῦ . δύναμιν γὰρ ἀποχρῶσαν ἀγείρας τὴν ἐκείνων |
γέροντες , οὐ σῖγα σῖγα τὸν ὕπνωι παρειμένον ἐάσετ ' ἐκλαθέσθαι κακῶν ; κατὰ σὲ δακρύοις στένω , πρέσβυ , | ||
λήθη γὰρ νόσος μνήμης . ἀνάγκη δὲ τὸν ὑπομνήσει χρώμενον ἐκλαθέσθαι πρότερον ὧν ἐμέμνητο . τὴν μὲν οὖν μνήμην Ἐφραΐμ |
. τὰ σκυλάκια τυφλὰ τίκτεται , καὶ οὐχ ὁρᾷ τῆς μητρῴας ὠδῖνος προελθόντα . καὶ τρισκαίδεκα ἡμερῶν τῶν πρώτων κατείληπται | ||
εἰς τὴν οἰκείαν ἀνακομιοθήσεται καὶ ὁ περὶ τῆς οὐσίας τῆς μητρῴας ἀμφισβητῶν νικήσει ἐπὶ τούτῳ τῷ ὀνείρῳ [ ὁ μὲν |
τῶν χρηστῶν ἔχει τιν ' ἐπιμέλειαν καὶ θεός . εὔπιστον ἀτυχῶν ἐστιν ἄνθρωπος φύσει . τὸν πλησίον γὰρ οἴεται μᾶλλον | ||
νομίζω τοῖς βεβιωμένοις αὐτῷ πρέπουσαν ἀποδώσειν χάριν , ἀλλ ' ἀτυχῶν ἔτι καὶ τῆς πατρίδος ἐστερημένος ὅμως ἀρκέσαι πειράσομαι . |
κοινὴν τὴν ἔκδοσιν , ὥστε εἶναι τρίβον πάντα τόπον τὸν τριβόμενον , ἢ ἐν περιπάτῳ ἢ ἐν καθέδρᾳ ἢ ἐν | ||
: ἔστι δὲ ἀκανθώδης βοτάνη , ὀπὸν αἱματώδη ἔχουσα : τριβόμενον δὲ αὐτῆς τὸ φύλλον ἡδὺ ὄξει : ταύτην τὴν |
βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται , παφλάζεται , προσκάεθ ' : ὥστε μηδ ' ἂν εἰ | ||
βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται , παφλάζεται , προσκάεθ ' : ὥστε μηδ ' ἂν εἰ |
οὖν ἂν εἴην μὴ κρύπτειν τὸ τῶν ὀμμάτων φάος μηδὲ κατηφὴς εἶναι , Ἀντία τ ' ὢν καὶ Θρασύκλου σύγγονος | ||
κακόν . ἤδη δὲ ἔγνων κύνα , ἥτις οἴκοι μὲν κατηφὴς ἦν καὶ οὐδενὶ τῶν πλησιαζόντων ἔχαιρεν , ἐπὶ θήραν |
φησὶν ἐκεῖνος ἐν τοῖς περὶ τῶν ὀχουμένων , παντὸς ὑγροῦ καθεστηκότος καὶ μένοντος τὴν ἐπιφάνειαν σφαιρικὴν εἶναι , σφαίρας ταὐτὸ | ||
καθαρὸν ποιεῖ τὸν λόγον . αὐτίκα τὸ ἐπειδὴ γὰρ οὐ καθεστηκότος χορηγοῦ καὶ τῇ ἐννοίᾳ καὶ τῷ σχήματι περιβεβλημένον ἐὰν |
δ ' ἔχε θυμόν . ” ἁμαρτήσεσθαι διαμαρτεῖν : “ ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς . ” ἀμφιμέμυκεν περιήχει : “ δάπεδον δ | ||
μοι ἔφη τάδε πάντα τελευτήσεσθαι ὀπίσσω , χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς . ἀλλ ' αἰεί τινα φῶτα μέγαν καὶ |
τὰς ἑαυτῶν ἀραιότητας ὑποδεξάμενα μηδὲν πάσχειν . ἤδη γοῦν ἀσπίδος πληγείσης τακῆναι μὲν τὸ χάλκωμα , τὸ δὲ ξύλον μηδὲν | ||
τὸ πρόσωπον , ἐρυθήματι αὖθις ἐφλέγετο . Οὐδὲ βοὸς οἴστρῳ πληγείσης τοσαῦτα ἔργα . Ἐπῆλθόν ποτε αὐτῇ καὶ τοιοίδε λόγοι |
. ἕδος δίκᾳ : δίκης ξεναρκοῦς , τῆς τοῖς ξένοις ἀρκούσης δικαιοσύνης κοινὸς ὢν ὀφθαλμός . ὦ Αἴγινα , ἤτοι | ||
δύο προθέσεις παρείληφεν , κατά , ἀπό , τῆς ἑτέρας ἀρκούσης . . καταπάλμενος ? οὐδὲ στεφάνη δόρυ οἱ σχέθε |
δοκεῖ τοῖς πολλοῖς τοιοῦτον ἡ φιλία εἶναι , εὐδιάλυτον καὶ ἀμαυρούμενον ὑπὸ τῆς ἀπουσίας , ὅταν χρόνιος ᾖ . οὐ | ||
μᾶλλον φωτίζοντος καταλάμπηται καὶ ἀφανὲς τὸ παρὰ τούτων γίνηται φῶς ἀμαυρούμενον τῷ λαμπροτέρῳ . ἐν μέντοι τῇ νυκτὶ μέχρι τινὸς |
λυχνίδιον . πανὸς δ ' ὀνομάζεται τὸ διακεκομμένον ξύλον καὶ συνδεδεμένον : τούτῳ δ ' ἐχρῶντο λαμπάδι . Μένανδρος Ἀνεψιοῖς | ||
ἔγκλημα : ἐὰν δὲ ὁ ἐγκαλούμενος ἀποδείξῃ μεμοιχευκότα τὸν συστράτηγον συνδεδεμένον , λύεται πάλιν συνειδότος ἡ ὑποψία : οὐ γὰρ |
, γλοιώδη , μυξώδη , ἰσχνότης τε τῆς τοῦ σώματος περιοχῆς γίνηται , μάλιστα τῆς γαστρὸς συμπιπτούσης , τοῦ τε | ||
κεῖται ἐν αὐτῷ οὔτε παρατάσεώς τινος κατὰ διάστασιν οὔτε τοπικῆς περιοχῆς οὔτε ἀποδιαλήψεως μεριστῆς οὔτε ἄλλης τοιαύτης ἐν τῇ παρουσίᾳ |
πανοῦργος γέγονεν . Θ . . . ὡς πολὺ : Λίαν καταπολύ . μεθέστηχ ' : Μετεβλήθη . εἶχε : | ||
σοι αὐτὸν ἐν μιᾷ νυκτί . Καὶ ἔγνω Ἰακὼβ τὴν Λίαν , καὶ συλλαβοῦσά με ἔτεκε : καὶ διὰ τὸν |
οὐκ ἢν οἴκοι γε καθεύδῃς : οὐδ ' ἤν γε θύραζ ' ὥσπερ πρότερον : βίοτος γὰρ πᾶσιν ὑπάρξει . | ||
ἐστι καὶ φρονῶν οὐδὲν φρονεῖ : ἥτις γὰρ ἡμῶν καρδίαν θύραζ ' ἔχει , θᾶσσον μὲν οἰστοῦ καὶ πτεροῦ χαρίζεται |
Ἀττικοὺς ἔκτισαν πόλιν , καὶ ἱδρύσαντο ἱερὸν Ἀχαιᾶς Δημήτερος . Ἀχλύς : σκότος , παρὰ τὸ τὰς ὄψεις ἡμῶν λυπεῖν | ||
τῷ ἀρᾶσθαι εἰς οὐρανὸν ἐκτείνειν * * τὰς χεῖρας . Ἀχλύς , ἡ ἄγαν εἰλύουσα καὶ ἀποκρύπτουσα τὰ ὁρᾶσθαι μέλλοντα |
καὶ νὺξ φθῖτ ' ἄμβροτος , ” ἐπὶ δὲ τῆς σκοτίας “ ἀλλ ' ἐπὶ νὺξ ὀλοὴ τέταται , ” | ||
ἐν καθαρῷ ἀγράφῳ χάρτῃ : καὶ ἡμέρας οὐχ ὁραθήσεται , σκοτίας δὲ γενομένης ἀναγνωσθήσεται τὸ γραφέν . εἰ δὲ εἰς |
παρ ' ἀνθρώποις : ἑορτή τε οὐδεμία παρ ' αὐτοῖς μελανείμων ἢ πένθιμος ἄγεται τυπετοὺς ἔχουσα καὶ θρήνους γυναικῶν ἐπὶ | ||
Ἀπάτη . κατόπιν δὲ ἠκολούθει πάνυ πενθικῶς τις ἐσκευασμένη , μελανείμων καὶ κατεσπαραγμένη , Μετάνοια , οἶμαι , αὕτη ἐλέγετο |
χιτῶνα ἔχρισεν . Ἐνδυσάμενος οὖν Ἡρακλῆς ἔθυεν . Ὡς δὲ θερμανθέντος τοῦ χιτῶνος ὁ τῆς ὕδρας ἰὸς τοῦ χρωτὸς καθήπτετο | ||
ἡ δόσις καρύου ποντικοῦ τὸ μέγεθος , μετὰ κράσεως κονδίτου θερμανθέντος : δίδοται δὲ ἐν τῷ βαλανείῳ , ἐν τῇ |
: νῦν δέ , μοι δοκεῖ , δεῖν ᾠηθήτην πρότερον παῖσαι πρὸς σέ . ταῦτα μὲν οὖν , ὦ Εὐθύδημέ | ||
καὶ ἀίξαντος , ὡς εἶχε συγχύσεως καὶ θυμοῦ , ξιφήρους παῖσαι τὸν τοῦ πατρὸς καταδικαστήν , ὡσανεὶ φονέα , Ἄγχιτον |
καὶ ἐνέδρας σημαίνουσιν . [ τὸ δ ' αὐτὸ ποιεῖν γελωτοποιεῖν μιμολογεῖν ὑποκρίνεσθαι καὶ ἐξαπατῆσαί τινας σημαίνει . ] ᾄσματα | ||
ὡς ἀμυδρὸν βλέπειν : ἀποκαθῆσθαι δὲ ἐν τοῖς κουρείοις καὶ γελωτοποιεῖν . . . : περὶ δὲ τὴν Μολοσσίδα οἱ |
τὸ εἶδος τοῦ Κυνικοῦ λόγου σαίνοντι ἅμα ἔοικέ τῳ καὶ δάκνοντι . Χρήσονται δ ' αὐτῷ καὶ οἱ ῥήτορές ποτε | ||
. . οὐκ εἰκῆι δέ , ἀλλὰ συνπαρατιθεὶς ἐντέχνως τῶι δάκνοντι τὸ γλυκύ , οἷον μίσγων ἔπαινον ἁδρότερον ἐλάττονι ψόγωι |
ν ] , κἂν σημαίνῃ τὸ ὑπῆρχεν [ ἀπὸ τοῦ ἔε δηλονότι ] . [ καὶ οὕτω μὲν κατέστησεν ὁ | ||
ν ] , κἂν σημαίνῃ τὸ ὑπῆρχεν [ ἀπὸ τοῦ ἔε δηλονότι ] . [ καὶ οὕτω μὲν κατέστησεν ὁ |
. ἢ τὸν Διὸς κεραυνόν . βέλος δὲ πᾶν τὸ βαλλόμενον . βέλος ] τὸν κεραυνόν . βέλος ] πόλεμον | ||
μεσαραϊκῶν φλεβῶν . Πόθεν σκύβαλον ; παρὰ τὸ τοῖς κυσὶ βαλλόμενον . περίττωμά ἐστι τὸ περιττεῦον τῆς τροφῆς καὶ ἄχρηστον |
δ ' οὐκ ἔστιν ὅτι μὴ στασιαστικός : ὁ γὰρ στασιώδης καὶ στασιαστὴς ὑπόφαυλα , καὶ τὸ ταραχῶδες εὐτελές , | ||
γὰρ ἂν εἴη τῷ χρωμένῳ . Τί δέ ; ὅστις στασιώδης τέ ἐστι καὶ θέλων πολλοὺς τοῖς φίλοις ἐχθροὺς παρέχειν |
τὸ ἀντιγράφειν τῷ Λυσίου λόγῳ καὶ ἁμιλλᾶσθαι βασκάνου τινὸς καὶ φιλονείκου νέου ἔοικεν εἶναι , κωμῳδοῦντος τὸν ῥήτορα καὶ εἰς | ||
τὸ παντάπασιν ἀνανταγώνιστον . ἐρεθίζεται γὰρ ἀεὶ ῥᾳδίως ὑπὸ τοῦ φιλονείκου πρὸς τὸ φιλόπονον ἡ ψυχή . διὰ τοῦτο οὐκ |
γάρ ; ἂν μὴ οὗτος αὐτὰ ἀφέληται καὶ γενναίως αὐτῶν ὑπομείνωμεν τὴν ἀποβολὴν , κλέπτης αὐτὰ οὐκ ἀφαιρήσεται ; ναυάγιον | ||
πόλεμον τῇ πόλει μηδὲ τοῖς Ἕλλησι περιστήσωμεν , ἀλλ ' ὑπομείνωμεν προστάται μᾶλλον τοῦ πρὸς Λακεδαιμονίους πολέμου γενέσθαι ἢ ' |
μηχαναῖς μὲν Διός , ὀργῇ δ ' Ἥρας πτερωτὸν οἶστρον ἄφετος ἐν μορφῇ βοὸς ἐπὶ πολλὴν ἐπτοήθη γῆν , κατὰ | ||
ἀναπολήσῃς αὐτό , ἵνα μὴ κρατηθεῖσα κακοδαιμονῇς : ἀλλ ' ἄφετος ὁρμήσασα ἀπόδραθι ἐλευθερίαν ἀτίθασον δουλείας χειροήθους προκρίνουσα . διὰ |
μεμνῆται δὲ τῶν ἡδέων ὧν γενομένων παύοιτ ' ἂν τῆς ἀλγηδόνος , πληρῶται δὲ μήπω : τί τότε ; φῶμεν | ||
ὀδοῦσι τὸν σκόλοπα ἐξελκύσαντος ὁ ὄνος κουφισθεὶς τῆς τοῦ ποδὸς ἀλγηδόνος λακτίσας αὐτὸν τοῖς ποσὶ νεκρὸν ἀφῆκε καὶ εἰς ὄρος |
πέτρᾳ προσηλοῦσθαι τοῦτό φησιν χειμαζόμενον ] δαμαζόμενον , πάσχοντα Τίνος ἀμπλακίας : ἕνεκα τίνος κολάσεως , πταίσματος , ὀλέκῃ καὶ | ||
μοι , ἰὼ τλήμων . τί δέ σοι παῖδες πατρὸς ἀμπλακίας μετέχουσι ; τί τούσδ ' ἔχθεις ; οἴμοι , |
εἶτα ὡς κριοὶ ἐμπίπτοντες προσαράττουσι τὰ μέτωπα . ἀγῶνα δὲ μυραίνης καὶ καράβου ἀνωτέρω εἶπον . Ἐλαύνει δὲ ἰσχυρῶς τοὺς | ||
τὸν ἰὸν ἐκεῖ , καὶ πάλιν μετὰ τὴν συνουσίαν τῆς μυραίνης ἀναῤῥοφεῖ αὐτὸν , γλαφυρὸν δὲ τὸ κοῖλον ἀπὸ τοῦ |
δὲ τὸν Πρωτέα σκυτοδέψου μὲν χρῄζοντες διὰ τὴν πήραν , ὑφάντου δὲ διὰ τὸ ἱμάτιον καὶ διὰ τὸ ξύλον δρυοτόμου | ||
: πάλιν κέχρηται ὁ ἰατρὸς ἐπιδέσμου : χρήζει πάντως καὶ ὑφάντου ὑπηρετοῦντος . ὃ οὖν ἐστιν ὑφαντικὴ πρὸς τὴν τέχνην |
, εἶναι πρότερον ἐν λίμνηι τινὶ κατὰ τὴν Βαμβύκην : ἐμπεσούσης δὲ τῆς Δερκετοῦς νυκτός , ἣν οἱ περὶ τοὺς | ||
ἐκ δὲ ταύτης ὁρμωμένας ἐγχειρῆσαι μεγάλαις ἐπιβολαῖς , ὁρμῆς αὐταῖς ἐμπεσούσης ἐπελθεῖν πολλὰ μέρη τῆς οἰκουμένης . ἐπὶ πρώτους δ |
ἀγαθὸν ἐροῦσι καὶ ἐνέργειαν ζωῆς αἰσθητικῆς : ὥστε καὶ ὁτουοῦν ἀντιλαμβανομένοις . Εἰ δὲ ἐξ ἀμφοῖν τὸ ἀγαθὸν λέγουσιν , | ||
λουτροῦ δέοιντο : καὶ μὴ διψῶσι δὲ ἀλλ ' αὐχμωδεστέρας ἀντιλαμβανομένοις τῆς κοιλίας , πάνυ χρησίμως κύαθος εὖ κεκραμένος πρὸς |
δεινῶς καὶ δυσθεράπευτα ἔχοντας τὰ σώματα ἁλισπάρτους καλεῖ . . ἁλοᾶν δασύνεται , τὸ ἐπὶ τῆς ἅλω πατεῖν : ἀλοιᾶν | ||
κατ ' ἐπερώτησιν λεγόμενον . ἁλοᾶν καὶ ἀλοιᾶν διαφέρει . ἁλοᾶν μὲν γὰρ δασέως τὸ ἐπὶ τῆς ἅλω πατεῖν καὶ |
δὴ τρόπον ὁ νοῦς ἐγρηγορὼς μὲν ἐπισκιάζει ταῖς αἰσθήσεσι , κοιμηθεὶς δὲ αὐτὰς ἐξέλαμψε . τούτων εἰρημένων ἐφαρμοστέον τὰς λέξεις | ||
διὰ Τεμπέων . οἱ δὲ , ὅτι ἐπί τινος πέτρας κοιμηθεὶς ἀπεσπερμάτισε , καὶ τὸν θορὸν δεξαμένη ἡ γῆ ἀνέδωκεν |
ὀπίσω τὸν πόρον διεξῄει . [ Βίος ἀβέβαιος παντὸς ἀνδρὸς ἀπλήστου ἐλπίσι ματαίαις πραγμάτων ἀναλοῦται . ] Κάμηλον ἠνάγκαζε δεσπότης | ||
τῶι ὄντι τὸν θάνατον παιᾶνα εἶναι καὶ ἀπαλλακτὴν κακοῦ καὶ ἀπλήστου καὶ νοσεροῦ θρέμματος , ἡγεῖ καλῶς . . . |
ἐφ ' ὧν οὖν καὶ ἔμφραξίς ἐστι μεγίστη καὶ φλεγμονὴ σκιρρώδης καὶ ἡ δύναμις ἔρρωται , ἐπὶ τούτων παραλάμβανε κένωσιν | ||
ἐπὶ μὲν τοῖς δι ' ὄξους ἐπιχρίσμασιν ἀξιολόγως καθαιρούμενος ὁ σκιρρώδης ὄγκος , ἐπὶ δὲ τοῖς χαλαστικοῖς μαλακυνόμενος μέν , |
πυκνότητι τοῦ ἀέρος ἀντωθούμενος καταιβάτης ] ὄνομα τοῦτο τοῦ κεραυνοῦ ἐκπνέων ] ἐκπέμπων ἐξέπληξε ] μετ ' ἐκπλήξεως ἔπαυσε ὑψηγόρων | ||
αὐτόν [ . ] ὧδε γὰρ [ ἐπεφώνησεν ] ? ἐκπνέων : ἑβδόμηι [ ] γὰρ ἡμέραι , φησίν , |
ἐν ἀνάγκαις σφοδραῖς ὄντα εἰπεῖν „ εὐθὺς εὔχου „ , ὑπερτίθεται λέγων ” εἰς αὔριον ” , ἵνα διὰ πάντων | ||
ὁ δὲ μηδὲν ἀποκρινόμενος μάντις πᾶσαν ἐγχείρησιν καὶ πᾶσαν ὁρμὴν ὑπερτίθεται : ἔστι γὰρ παρά γε τοῖς σοφοῖς καὶ ἡ |
αʹ , Ἄλλη τέχνη αʹ βʹ , Μεθοδικὸν αʹ , Τέχνης τῆς Θεοδέκτου συναγωγὴ αʹ , Πραγματεία τέχνης ποιητικῆς αʹ | ||
σημεῖον καὶ τεκμήριον διαφέρει . [ Ἀντιφῶν ] ἐν πρώτῳ Τέχνης : τὰ μὲν παροιχόμενα σημείοις [ ] πιστοῦσθαι , |
. κατέβαλεν . ἄλλοις . δόξαν . ἀθάνατον καὶ μηδέποτε γηράσκον . πρέπον ἐστί . Δάκος ἀδινόν ] ἤγουν οὐ | ||
ἐπὶ τὰ τῶν ἀκμαζόντων ἔργα προτρέπειν . γεράνδρυον γὰρ τὸ γηράσκον φυτόν : καὶ δρῦς πᾶν φυτὸν γενικῷ ὀνόματι καλεῖται |
δ ' αἰσχρὸν εἰ μὴ τοῖσι χρωμένοις δοκεῖ ; Ἡ Γλυκέριον λαβοῦσα παρ ' ἐραστοῦ τινος Κορίνθιον παράπηχυ καινὸν λῄδιον | ||
δίθυρον καὶ παράστασις , μία δραχμή . Χαῖρ ' ὦ Γλυκέριον . καὶ σύ . πολλοστῷ χρόνῳ ὁρῶ σε . |
δὲ μετὰ ἄσθματος ἥκων ἀπωθεῖται : καὶ ἣ μὲν ἀξιοῖ σπείσαντα πιεῖν , ὃ δὲ καθῃμαγμένος ἀσεβὲς ἡγεῖται . οἶδε | ||
καὶ τὸ χρηστήριον ὅ τι ἐκέχρητό σφι , τὸν χαλκέῃ σπείσαντα αὐτῶν φιάλῃ τοῦτον βασιλέα ἔσεσθαι μοῦνον Αἰγύπτου , ἀναμνησθέντες |
γὰρ συνώνυμος τῆς ἔνδον οὔσης ἔγχελυς Βοιωτία τμηθεῖσα κοίλοις ἐν βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνεται , ἐξαίρεται , παφλάζεται , προσκάεθ ' | ||
γὰρ συνώνυμος τῆς ἔνδον οὔσης ἔγχελυς Βοιωτία τμηθεῖσα κοίλοις ἐν βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται , |
ἐμοῖς βουλεύμασιν , πρῶτον μὲν εὐσέβειαν ἐκ πατρὸς κάτω θανόντος οἴσῃ τοῦ κασιγνήτου θ ' ἅμα : ἔπειτα δ ' | ||
. ἀλλ ' οὐ μὰν οὐδ ' ὧς ἄτερ ὅρκου οἴσῃ ἄεθλον . Ὣς εἰπὼν ἵπποισιν ἐκέκλετο φώνησέν τε : |
: ἡ τῶν τροφῶν ἔνδεια . Ἀρδαλῶσαι : ἐπὶ τοῦ μολῦναι . Ἐφεύγοσαν , καὶ ἐλέγοσαν : ἀντὶ τοῦ ἔφευγον | ||
: τῶν δ ' ἑφθῶν οὐκ ἔστι μέτρον τὸ μὴ μολῦναι , ἀλλὰ τὸ τὰς δυνάμεις , χυθέντων τῶν ξηρῶν |
μετὰ πολλῆς χαρᾶς κατῆλθεν εἰς τὸν ὑποδειχθέντα αὐτῷ τόπον δρομαίως ψηλαφῶν τὸ χρυσίον . περιτυχὼν δὲ ἐκεῖσε λῃσταῖς συνελήφθη ὑπ | ||
Ξέρξης ἢ αὖθις καὶ πάλιν ἄγχι παμφαλώμενος καὶ περιβλέπων καὶ ψηλαφῶν μόσυνα φηγότευκτον ἤτοι ναῦν , οὕτω δὲ ψηλαφῶν ναῦν |