μέντοι ἀπὸ περισπωμένων φύσει μακρᾷ παραληγόμενοι ταύτην συστέλλουσι πρὸ τοῦ αται εἰς τὴν ὀφειλομένην συστολήν , πεποίηται πεποιέαται . Ἑνικά
[ ] ! ! σεν στη ? [ [ ] αται δια [ [ ] αιδ ' ἐρατ ? [
7647650 Πηλεις
βότρυς , οἱ ἡδεῖς τοὺς ἡδεῖς ὦ ἡδεῖς , οἱ Πηλεῖς τοὺς Πηλεῖς ὦ Πηλεῖς , οἱ Δημοσθένεις τοὺς Δημοσθένεις
Πηλεῖς τοὺς Πηλεῖς ὦ Πηλεῖς . Ὦ Πηλέες καὶ ὦ Πηλεῖς . Εἴρηται ὅτι τῶν δυϊκῶν καὶ τῶν πληθυντικῶν ὡς
7566693 παροικουσιν
κτίζουσιν οἱ σὺν Τημένῳ . Ἔπειτ ' ἀπ ' Αἰτωλῶν παροικοῦσιν Λοκροί , οὓς Ὀζόλας καλοῦς ' , ἀποίκους γενομένους
οὖν παυσαμένης τῆς πλημμυρίδος , παῦλα καὶ τοῦ κινδύνου τοῖς παροικοῦσιν ὑπῆρξε , πλὴν τῶν ἤδη καταποθεισῶν πόλεων . πάλιν
7516965 ἀμυξ
ὁ βοηθός : ἐκ τοῦ ἀμύνω . . . . ἀμύξ : ἐπίρρημα : καὶ σημαίνει τὸ ἀμυκτικῶς ἤγουν σπαρακτικῶς
, ὡς ἀπὸ τοῦ δήκω δήξω δάξω δάξ , κλάζω ἀμύξ . . . . ἀμύσσω : παρὰ εἰς υ
7510291 Ἀκανθιοι
Σιγγαίους οἰκεῖν τὰς πόλεις τὰς ἑαυτῶν , καθάπερ Ὀλύνθιοι καὶ Ἀκάνθιοι . ἀποδόντων δὲ Ἀθηναίοις Λακεδαιμόνιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι Πάνακτον
τῆς ἡμέρας . ἐπεὶ δὲ ταῦτα ἔδοξεν , ἀναστάντες οἱ Ἀκάνθιοι πάλιν ἐδίδασκον ὡς ταῦτα καλὰ μὲν εἴη τὰ ψηφίσματα
7506912 ἐλω
καλῶ καλίζω καλιστής καὶ καλιστρῶ , καὶ ὡς ἀπὸ τοῦ ἐλῶ ἐλάζω ἐλαστής καὶ ἐλαστρῶ , οἷον : δινεύοντες ἐλάστρεον
ἅπτεται χροός καὶ μὴν ὑβρίζοντ ' αὐτίκ ' ἐκ βάθρων ἐλῶ , ῥυτῆρι κρούων γλουτὸν ὑπτίου ποδός ἑωθινὸς γάρ ,
7489254 νεμεθω
: ἀπὸ τοῦ φθίνω φθινύθω , ὡς ἀπὸ τοῦ νέμω νεμέθω . . ΟΥΔΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΙΚΤΟΥΣΙ . Καὶ τοῦτο λίαν
εθω ποιοῦσι τὴν παραλήγουσαν , οἷον φλέγω φλεγέθω , νέμω νεμέθω , ὅθεν τὸ ἀγειρέθω καὶ ἀείρω ἀειρέθω γενόμενον κατὰ
7475480 συνηθροισμενοι
κέντροις τοὺς ἵππους τύπτοντας . † οἱ ἐκ τῶν ἄλλων συνηθροισμένοι ἐπὶ τοιαῦτά τινα τοῖς ὑποζυγίοις ῥιπτούμενα καλοῦνται κέντρωνες .
δελφίνων . προπάροιθεν : ἔμπροσθεν . ἀολλέες : ὁμοῦ , συνηθροισμένοι . κοῦροι : νέοι . Ἠΐθεοι : ἄζυγες νέοι
7436386 ἁβροι
οὐδὲ τὸ βραχύτατον . πανταχοῦ χρῶ . ἁπαλοὶ θερμολουσίαις , ἁβροὶ μαλθακευνίαις : ἐπὶ τῶν ὑπὸ τρυφῆς καὶ ἁβρότητος διαρρεόντων
κρεῖττον ἀπὸ ἀγαθοῦ ἢ φαύλου πάσχειν . Ἁπαλοὶ θερμολουσίαις , ἁβροὶ μαλθακευνίαις : ἐπὶ τῶν ὑπὸ τρυφῆς καὶ ἁβρότητος διαῤῥεόντων
7393502 βακχοι
δὲ οὐχ ὁμοτονοῦντα ταῦτα : πόρνοι πόρνων πόρναι πορνῶν , βάκχοι βάκχων βάκχαι βακχῶν , ὄχθοι ὄχθων ὄχθαι ὀχθῶν ,
δὲ Ξ . ἐν Σίλλοις : ἑστᾶσιν δ ' ἐλάτης βάκχοι πυκινὸν περὶ δῶμα . . . , . .
7384787 τετυπται
δεύτερον , καὶ ποῖα ἐνδείᾳ καὶ κράσει : τοῦ τοίνυν τέτυπται τρέποντος τὸ τ εἰς ς γίνεται πς , ἃ
: ἐνεστὼς καὶ παρατατικὸς τύπτεται τύπτεσθαι , παρακείμενος καὶ ὑπερσυντέλικος τέτυπται τετύφθαι [ ἀόριστος πρῶτος ἐτύφθη τυφθῆναι , ἀόριστος δεύτερος
7382808 Ὑπιου
Σαγγάριος ποταμὸς ἐσβάλλει εἰς τὸν Πόντον . ἐνθένδε εἰς τοῦ Ὑπίου τὰς ἐκβολὰς ἄλλοι ὀγδοήκοντα καὶ ἑκατόν . εἰς δὲ
Ἀπὸ Σαγγαρίου ποταμοῦ εἰς Ὕπιον ποταμὸν στάδιοι ρπʹ . Ἀπὸ Ὑπίου ποταμοῦ εἰς Δίαν πόλιν στάδιοι ξʹ : ἔχει δὲ
7342507 γλυκυτεροι
φυλλοβολοῦσιν . ἰσχυρότερον δὲ ὁ κέγχρος : οἱ δὲ μέλινοι γλυκύτεροι καὶ ἀσθενέστεροι . σήσαμον δὲ οὐδὲν ζῶον ἐσθίει χλωρὸν
πρότερον ὅτι βρεχομένων ἐν γάλακτι τῶν σπερμάτων ἢ ἐν μελικράτῳ γλυκύτεροι γίνονται . Καὶ ἐπ ' ἄλλων . Αὗται δὲ
7341785 αἰαζει
ἐπέκειρεν ] ἀπώλεσεν , ἠφάνισεν . γᾶ ] η . αἰάζει ] θρηνεῖ . τὰν ] η . ἐγγαίαν ]
Ἅιδου πληρωτῇ . . . γαῖα ] ἡ Περσίς . αἰάζει ] θρηνεῖ . ἔγγαιον ] ἐγχώριον . . ἥβαν
7338011 βραχυνουσι
ν , θύω θύνω , δύω δύνω , Ἴωνες δὲ βραχύνουσι τὸ η διὰ τοῦ α , ἐπάγει οὕτω :
εἰ καὶ σφαιρικὴν οἱ στοϊκοὶ ταύτην ὁρίζονται . Οἱ Ἀττικοὶ βραχύνουσι τοῦ καρὶς τὴν λήγουσαν . ἕτεροι δὲ ἐκτείνοντες τὴν
7332187 τυπω
διδασκῆσαι γὰρ ἀπὸ τοῦ διδασκῶ περισπωμένου , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ τυπῶ τυπήσω , ἀπὸ δὲ τοῦ διδάσκω διδάξω : οὕτω
μέσος μέλλων δεύτερος ἀπὸ τοῦ ἐνεργητικοῦ δευτέρου μέλλοντος ; τοῦ τυπῶ γίνεται , τροπῇ τοῦ ω μεγάλου εἰς τὴν ου
7331645 βουπληγες
ἅρπαι . Ἅρπαι : δρεπάναι . βαρύστομοι : βαρυστένακτοι . βουπλῆγες : ἀξίναι , πελέκυς . Δυσκελάδοις : δυσήχοις ,
ι . Τοὺς μύρμηκας τοὺς βουπλῆγας : ὦ μύρμηκες ὦ βουπλῆγες . Ἰστέον ὅτι τὰ εἰς ιξ ἀρσενικὰ ἁπλᾶ ὑπὲρ
7325973 ἐξεπιπτες
ἐγὼ δὲ ἐφοίτων : ἐτριταγωνίστεις , ἐγὼ δὲ ἐθεώμην : ἐξέπιπτες , ἐγὼ δὲ ἐσύριττον : κακοτεχνοῦντι γὰρ ἔοικεν διὰ
δὲ ἐκκλησίαζον . ἐτριταγωνίστεις , ἐγὼ δ ' ἐθεώρουν : ἐξέπιπτες , ἐγὼ δ ' ἐσύριττον . Ἐνέργειαν δὲ καὶ
7317204 Ἀλευα
* Σύνταξις : Ἡ Πυθὼ καὶ τὸ Πελιναῖον καὶ τοῦ Ἀλεύα οἱ παῖδες προσκαλοῦνταί με ὑμνῆσαι τὸν νικητήν , θέλοντες
δ ' ἀμφοτέραις ] Ὁ δὲ ἀντὶ τοῦ γάρ . Ἀλεύα τε παῖδες ] Ἀνέειπεν ] Ἀνεκήρυξεν . * Σύνταξις
7316705 Ὀρχιϲ
τε Ὄρυζα τϚ Ὄρχιϲ , οἱ δὲ κυνὸϲ ὄρχιϲ τζ Ὄρχιϲ ἣν ϲεραπίαδα καλοῦϲιν τη Οὖβα τθ Ὀϲιριάϲ τι Παγκράτιον
Ὀπόϲ τβ Ὀρίγανον τγ Ὄροβοϲ τδ Ὀροβάκχη τε Ὄρυζα τϚ Ὄρχιϲ , οἱ δὲ κυνὸϲ ὄρχιϲ τζ Ὄρχιϲ ἣν ϲεραπίαδα
7301122 δωρικως
ἀπήγγειλαν τῷ Ποσειδῶνι . κυανοχαίτης : μελανόθριξ . Ἐξήρπαξεν : δωρικῶς . ἀναινομένην : μὴ βουλομένην , ἀπαρνουμένην , καὶ
ἀπήρατο . Τοὶ μέν : ἢ καὶ ἄλλοι μέν : δωρικῶς . πλεόνεσσιν : πλειοτέραις . ὁμευναίαις : ὁμοκοίταις ,
7298130 διὁτι
τε τὴν αὐτὴν ἔχει , ὅτι περιπατῶ , κινοῦμαι : διὅτι περιπατῶ , κινοῦμαι . ἀλλὰ πρός γε ταῦτα ῥητέον
ἐπὶ . κλητικῆςΤοῖς . αὐτοῖς ἐπιχειρήμασι προσχρηστέον καὶ ἐπὶ τοῦ διὅτι καὶ ἔτι τοῦ καθὅτι . καὶ γὰρ ἡ κατά
7297274 πυθαγοριζοντες
γὰρ κακοῖς τοὺς μὴ μαχομένους ῥᾷστα χρωμένους ὁρῶ . Οἱ πυθαγορίζοντες γάρ , ὡς ἀκούομεν , οὔτ ' ὄψον ἐσθίουσιν
ἀλλὰ μάζης μελαγχρῆ μερίδα λαμβάνων λέπει . Ἄλεξις : οἱ πυθαγορίζοντες , ὡς ἀκούομεν , οὔτ ' ὄψον ἐσθίουσιν ,
7294771 πλω
“ ἐμπλείμην ” εὐκτικῆς ἐστιν ἐγκλίσεως . ἀπὸ γὰρ τοῦ πλῶ τὸ πληρῶ γίνεται εἰς - μι πλῆμι καὶ τὸ
πέλω ἐστὶ ῥῆμα δηλοῦν τὸ πλησιάζω : καὶ κατὰ συγκοπὴν πλῶ , καὶ μετὰ τῆς ἐν προθέσεως τὸ ἐπίῤῥημα ἔμπλην
7294094 δυϊκοϲ
, δυϊκόϲ , πληθυντικόϲ : ἑνικὸϲ μὲν οἷον τύπτω , δυϊκὸϲ δὲ οἷον τύπτετον , πληθυντικὸϲ δὲ οἷον τύπτομεν .
ἐμόν . Ἀριθμοὶ πρωτοτύπων μὲν ἑνικὸϲ ἐγώ ϲύ ἵ , δυϊκὸϲ νῶϊ ϲφῶϊ , πληθυντικὸϲ ἡμεῖϲ ὑμεῖϲ ϲφεῖϲ : παραγώγων
7289017 ὀλολυγη
μαρμαρυγή . καὶ ὡς ἀπὸ τοῦ ἁρπάζω ἁρπαγή , ὀλολύζω ὀλολυγή , οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ μαρμαρύζω μαρμαρυγή . οὕτω
πρὸ τέλους συλλαβὴν εἰς φωνῆεν λήγουσαν ὀξύνεται : μαρμαρυγή κορκορυγή ὀλολυγή οἰμωγή . Λαλάγη δὲ κύριον , ὥσπερ τὸ ἠλύγη
7282780 παλαμναιοι
καθάρσιοι , ἁγνῖται , φύξιοι , σωτῆρες , ἀσφάλειοι , παλαμναῖοι , προστρόπαιοι , γενέθλιοι , γαμήλιοι , φυτάλιοι ,
τὰ βασανιστήρια δὲ πλέω εὐρῶτος . λογισταὶ δὲ ἀλιτήριοι καὶ παλαμναῖοι πρακτῆρες ἐξώρων ἐλλειμμάτων καὶ ἐξιτήλων φροῦδοι καὶ ἀνώνυμοι ἤδη
7277686 ἀφεμα
τοῦ ἵημι ἵεμαι ἵεται ἑτήρ καὶ ἀφετήρ . . . ἄφεμα : ἐκ τοῦ ἵημι ἵεμαι ἕμα καὶ ἄφεμα '
τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . . . . . ἄφεμα : ἄφεμα : ἐκ τοῦ ἵημι , ἵεμαι , ἕμα καὶ
7277484 ἑνικοϲ
νῶϊ ϲφῶϊ , πληθυντικὸϲ ἡμεῖϲ ὑμεῖϲ ϲφεῖϲ : παραγώγων δὲ ἑνικὸϲ ἐμόϲ ϲόϲ ὅϲ , δυϊκὸϲ ἐμώ ϲώ ὥ ,
ὁ ἐμόϲ ἡ ἐμή τὸ ἐμόν . Ἀριθμοὶ πρωτοτύπων μὲν ἑνικὸϲ ἐγώ ϲύ ἵ , δυϊκὸϲ νῶϊ ϲφῶϊ , πληθυντικὸϲ
7274540 σεμ
] ! ! [ ] ὣς ἔφατ [ ' ] σεμ ? ? ! [ ] ! ! α ?
[ [ ] ! ! [ . . ωσε [ σεμ ? ? ! [ ! ! α ? !
7271071 φθινυθω
. Ἀποφθινύθουσι : φθείρονται : ἀπὸ τοῦ φθίνω φθινύω καὶ φθινύθω κατὰ παραγωγήν . Αἰνοτάτοισι : δεινοῖς . γάμοις :
, καὶ διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφεται : μινύθω : φθινύθω : βαρύθω . Τὰ διὰ τοῦ εζω ῥήματα δισύλλαβα
7268284 τιταινω
καταλαβεῖν . . ΕΤΙΤΑΙΝΕΤΟ . Τείνω τὸ ἐξαπλῶ δίφθογγον , τιταίνω δὲ ὃ σημαίνει τὸ αὐτὸ , ι : συστέλλεται
καὶ ἄφαντος , καὶ χραίνω χραντὸς καὶ ἄχραντος , οὕτω τιταίνω ταντὸς , καὶ οὐδέτερον ταντὸν , καὶ πλεονασμῷ τοῦ
7262480 εἱρκτη
, κατὰ στέρησιν τῆς ῥήσεως λέγεται . . , : εἱρκτή : ἐκ τοῦ εἵργω , τὸ κωλύω , ὁ
: εἶδος εἰκάζω εἴρων καὶ τὰ λοιπὰ , πλὴν τοῦ εἱρκτή εἵλως καὶ εἱκώς καὶ εἱλίζω καὶ εἱλόμην καὶ εἷμα
7258567 Ἀλκμεωνος
τοῦ πεδίου Ἀθηναίων , καὶ τῶν μὲν προεστεῶτος Μεγακλέος τοῦ Ἀλκμέωνος , τῶν δὲ ἐκ τοῦ πεδίου Λυκούργου τοῦ Ἀριστολαΐδεω
. . τῶν ἐχθρῶν : τούτους δ ' ὑπ ' Ἀλκμέωνος καὶ Διομήδους . ἀλλ ' ἐπάνειμι ἐπὶ τοὺς Φωκέας
7249294 ἀρεσκω
εὐφραινόμενος . [ ἢ ἐκ τοῦ ] ἁδῶ , τὸ ἀρέσκω , καὶ τοῦ λέσχη , τοῦτο δὲ παρὰ τὸ
θνήσω , θνήσκω : μνήσω , μνήσκω : ἀρέσω , ἀρέσκω : φαύσω , φαύσκω , καὶ πιφαύσκω : βρώσω
7247946 βλωψ
ο εἰς ω ῥώψ , ὡς βλέπω βλέψω βλὲψ καὶ βλώψ , ἐξ οὗ τὸ ” παραβλῶπες ” . .
ο εἰς ω , κλώψ : ὡς βλέπω βλὲψ βλὸψ βλώψ . ὅθεν παραβλῶπες τῶν ὀφθαλμῶν . Κονιορτός . παρὰ
7241549 Ὀλιγοι
ἀπό γε τοῦ σχήματος . ἦν δ ' ἐγώ , Ὀλίγοι γε χρηστοί , ὥσπερ βλέπω πανταχοῦ : Κριτίας δὲ
ἐστὶν ἡ βλασφημία , μαθεῖν , τοὺς ὑβριστὰς ἀπολωλέναι . Ὀλίγοι , φησίν , ἦσάν τινες . οὐκοῦν καὶ διὰ
7240471 πληθυντικοϲ
ἑνικὸϲ μὲν ὁ Ὅμηροϲ , δυϊκὸϲ δὲ τὼ Ὁμήρω , πληθυντικὸϲ δὲ οἱ Ὅμηροι . Εἰϲὶ δέ τινεϲ ἑνικοὶ χαρακτῆρεϲ
ὁ ἡ τό , δυϊκὸϲ δὲ τώ τά † , πληθυντικὸϲ δὲ οἱ αἱ τά . Πτώϲειϲ δὲ ὁ τοῦ
7237400 ξυνεστιοι
. ξυνέστιοι ] οἱ κάτοικοι . ξυνέστιοι ] ἐγκάτοικοι . ξυνέστιοι ] σύνοικοι . πόλεως ] τῶν Θηβῶν . πολύβοτος
ξυνέστιοι ] οἱ συμπολῖται . ξυνέστιοι ] οἱ κάτοικοι . ξυνέστιοι ] ἐγκάτοικοι . ξυνέστιοι ] σύνοικοι . πόλεως ]
7234903 ἑλισσω
] Βασιλεύειν τοῦ Διός . : Ἐλιννύω , ἀπὸ τοῦ ἑλίσσω καὶ τοῦ ἀνύω : εἰώθασι γὰρ οἱ μέλλοντες ἀνύσαι
δέ ἐστιν ἡ λεγομένη τοῦ κλήματος ψαλὶς , ἀπὸ τοῦ ἑλίσσω τὸ συστρέφω γινομένη : συνεστραμμένη γάρ ἐστι καὶ ἐπικαμπής
7234545 Τιθυμαλλοι
τὴν κεφαλὴν καὶ γὰρ καὶ οἱ φοίνικεϲ κεφαλῆϲ ἅπτονται . Τιθύμαλλοι πάντεϲ . Ἐπικρατοῦϲαν μὲν ἔχουϲι τὴν δριμεῖάν τε καὶ
ἐστὶ τάξεως , ξηρὰ δ ' ἐκ τῆς πρώτης . Τιθύμαλλοι πάντες ἐπικρατοῦσαν μὲν ἔχουσι τὴν δριμεῖαν δύναμιν , τῆς
7229845 φωρες
παραλοῦσθαι καὶ τοὺς σπόγγους ἐᾶν . ἀναχύρωτον τὸν πηλὸν Ἀργεῖοι φῶρες στόμια πριονωτά ἀμφιανακτίζειν τὸν πνιγέα ὑφόλμιον τὴν ψήκτραν ἀλλ
ναῦς : ἔστιν ἃ δὲ ταύτης καὶ διαρπάζοντες ἔνιοι ὥσπερ φῶρες καὶ λαθραίως ἐξιόντες τῶν πυλῶν ἀπῄεσαν ἐς τὰ οἴκοι
7219497 διεπρησσον
ποσσὶ μέγα στεναχίζετο γαῖα ἐρχομένων : μάλα δ ' ὦκα διέπρησσον πεδίοιο . Τρωσὶν δ ' ἄγγελος ἦλθε ποδήνεμος ὠκέα
. . στοῖχος στίχος . . οἱ δ ' ὦκα διέπρησσον πεδίοιο : ἡ διπλῆ ὅτι λείπει ἡ διά ,
7219493 Θησεις
ἀνιλέου . Παῖδα : ἀθρεῖς . ἀρώμεσθα : εὐχόμεθα . Θήσεις : σφάξεις . Τάμνε : σφάζε . Τό :
πεπεισμένων τὸ κατηγόρημα : καὶ ὅσα τοιαῦτα . ΜΕΤΑ ΤΑΥΤΑ Θήσεις τὴν ἀπὸ τοῦ ἀποβάντος ἀντίθεσιν , πάντη καὶ πάντως
7217034 Λας
τοῦ Θᾶ , ὁ Χνᾶς τοῦ Χνᾶ , Δᾶς Βᾶς Λᾶς πᾶς : εἰ δὲ περιττοσυλλάβως κλίνοιτο μονογενῆ ὄντα ὀξύνεται
ᾖσαν ἐπὶ τὰ πράγματα . ἅμα γὰρ καὶ ἀπὸ τῆς Λᾶς αἱ νῆες ἤδη περιπεπλευκυῖαι καὶ ὁρμισάμεναι ἐς τὴν Ἐπίδαυρον
7217016 πλοω
ἀρσενικὰ εἰς ε ἔχει τὴν κλητικήν . Δυϊκά . Τὼ πλόω τὼ πλώ , τοῖν πλόοιν τοῖν πλοῖν , ὦ
, τὼ ἀνθρώπω οἱ ἄνθρωποι : οὕτως οὖν καὶ τὼ πλόω οἱ πλόοι καὶ κατὰ κρᾶσιν οἱ πλοῖ . Δεῖ
7215580 Σανδαρακην
ἐπὶ τὸν Ὀξίναν ποταμὸν τριάκοντα . καὶ ἀπὸ Ὀξίνου εἰς Σανδαράκην ἐνενήκοντα . Σανδαράκη ὅρμος ναυσὶ σμικραῖς . ἐνθένδε εἰς
βορβορίζουσα τῇ γεύσει καὶ ἐπ ' ἄνθρακος διαπύρου ἐπιτεθεῖσα . Σανδαράκην προκριτέον τὴν κατακορῆ καὶ πυρρὰν καὶ εὐανθῆ , καθαρὰν
7213423 Ἀνεμοι
Ἡφαίστου μαλεροῖο , γόος δ ' ἀλίαστος ὀρώρει Μυρμιδόνων . Ἄνεμοι δὲ καὶ ἐσσύμενοί περ ἀέλλῃ πᾶν ἦμαρ καὶ νύκτα
τὸ πολὺ ἐν περιτταῖς οἱ δὲ νότοι ἐν ἀρτίαις . Ἄνεμοι αἴρονται ἁμ ' ἡλίῳ ἀνατέλλοντι καὶ σελήνῃ . Ἐὰν
7211073 Πολεμωνιον
τκδ Πιτυίδεϲ τκε Πίτυοϲ φλοιόϲ τκϚ Πλάτανοϲ τκζ Πολύγονον τκη Πολεμώνιον τκθ Πόλιον τλ Ποταμογείτων τλα Πολυπόδιον τλβ Πράϲιον τλγ
τινος ἀηδίας ἀρρήτου : διὰ ταῦτα οὐδὲ πολύχρηστόν ἐστιν . Πολεμώνιον λεπτομεροῦς δυνάμεώς ἐστι καὶ ξηραντικῆς . Πόλιον πικρὸν γευομένοις
7210613 σαθης
οἰκείως πάνυ . Ἢν μὴ διδῷ τὴν χεῖρα , τῆς σάθης ἄγε . Ἴθι καὶ σὺ τούτους τοὺς Ἀθηναίους ἄγε
τοιοῦτοι , δῆλον ἀπὸ τοῦ ὀνόματος : ἀπὸ γὰρ τῆς σάθης πεποίηται ὁ Σάτυρος , σάθη δὲ ἡ εἰς τὴν
7209546 πηδω
ἀνώρμησεν : ἐκ τοῦ ὀρούω ὀρύω ὡς πλήθω πληθύω , πηδῶ πηδύω , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο βοιωτικῶς γίνεται ὀρούω
Σπεκίωσος ὄνομα κύριον : πλὴν τοῦ σπαίρω τοῦ δηλοῦντος τὸ πηδῶ . Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς στε συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ
7208803 ἀπικνεονται
αὐτίκα πάντα καίονται . ἐς ταύτην τὴν ὁρτὴν πολλοὶ ἄνθρωποι ἀπικνέονται ἔκ τε Συρίης καὶ τῶν πέριξ χωρέων πασέων ,
αὐτοῦ τε στέφεται καὶ τῶν ἄλλων ὁκόσοι τὴν αὐτὴν ὁδὸν ἀπικνέονται , ἄρας δὲ ἀπὸ τῆς ἑωυτοῦ ὁδοιπορέει , ὕδασί
7203657 Λαχητε
, οἷον τὼ Αἴαντε ὦ Αἴαντε , τὼ Λάχητε ὦ Λάχητε , οἱ Αἴαντες ὦ Αἴαντες , οἱ Λάχητες ὦ
λέβης , τοῦ ἔρωτος ὦ ἔρως . Δυϊκά . Τὼ Λάχητε , τοῖν Λαχήτοιν , ὦ Λάχητε . Πληθ .
7203578 διωγμος
Γ ὀξύνεται προσηγορικὰ ὄντα : νυγμός φραγμός τιναγμός ἀλαλαγμός ὑλαγμός διωγμός . σεσημείωται τὸ ὄγμος βαρυνόμενον , καὶ τὸ Ῥίγμος
εἵλησιν καὶ σύνοδον . Ἰωκή . παρὰ τὸ διωκὴ καὶ διωγμός : ἀπὸ τοῦ διώκω , ἀποβολῇ τοῦ δ ,
7202855 μετατιθεασι
διάλεκτον Φίλτις . οἱ Δωριεῖς γὰρ τὸ λ εἰς ν μετατιθέασι , ὅταν ᾖ εἴτε τὸ τ εἴτε τὸ θ
κλίσεις ἐπὶ τὴν κατὰ νώτου ἐπιφάνειαν τὴν ὄψιν τοῦ ὁπλίτου μετατιθέασι : καὶ τὸ τοιοῦτο καλεῖται μεταβολή : γίνεται δὲ
7201854 λιμπανω
τὸ δεικνύω καὶ δεικανῶ . βαρύνεται δὲ ταῦτα : λείπω λιμπάνω , λήβω λαμβάνω , μήθω μανθάνω , δήκω δαγκάνω
λιμοῦ κακῶς . ⌋ Λιμπάνω : ἀπὸ γὰρ τοῦ λείπω λιμπάνω . τὰ γὰρ διὰ τοῦ ΑΝΩ , εἰ μὲν
7201760 Φειδιππος
Ἡρακλέους ἀμφοτέρας τὰς νήσους κατεκτήσατο . διόπερ Ἄντιφός τε καὶ Φείδιππος οἱ Κῴων βασιλεῖς στρατεύοντες εἰς Ἴλιον ἦρχον τῶν πλεόντων
Μνησίθεος γάρ φησι δεῖν φεύγειν ἁπάντων τὰς ὑπερβολὰς ἀεί . Φείδιππος ἕτερός τις ταριχηγὸς ξένος . Τοῖς γὰρ κακοῖς τοὺς
7198740 δασυνουσι
περὶ Ἐρατοσθένην ἀντὶ τοῦ ἔφη δὲ οὗτος : διὸ καὶ δασύνουσι τὴν ἐσχάτην : ἐντετάχθαι γὰρ ἄρθρον τὸ ὅς .
περὶ Ἐρατοσθένην ἀντὶ τοῦ ἔφη δὲ ὅς . διὸ καὶ δασύνουσι τὴν ἐσχάτην : ἐντετάχθαι γὰρ ἄρθρον τὸ ὅς :
7198149 λεξεται
ὅδ ' ἡμῖν ποῦ τετάξεται πόνου ; ταὐτὸν χεροῖν σοὶ λέξεται μίασμ ' ἔχων . λάθραι δ ' ἄνακτος ἢ
ἐν μέσσῃσι . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι τὸ λέξεται ] ἀντὶ τοῦ κοιμηθήσεται , ἀπὸ τοῦ λέχους .
7195713 μαλθακευνιαις
τὸ βραχύτατον . πανταχοῦ χρῶ . ἁπαλοὶ θερμολουσίαις , ἁβροὶ μαλθακευνίαις : ἐπὶ τῶν ὑπὸ τρυφῆς καὶ ἁβρότητος διαρρεόντων .
. Αἰσχυνόμενος δὲ περιπλέκει τὴν συμφοράν . Θερμολουσίαις ἁπαλοί , μαλθακευνίαις ἁβροί . Ἀνόητά γ ' εἰ τοῦτ ' ἦλθες
7193489 Φακοι
δὲ οἱ κέγχροι ἑφθοὶ τρόφιμοι , οὐ μέντοι διαχωρέουσιν . Φακοὶ καυσώδεες καὶ ταρακτικοὶ , καὶ οὔτε διαχω - ρέουσιν
κατὰ τὴν τρίτην τάξιν : ἔστι δὲ καὶ λεπτομερές . Φακοὶ στύφουσι μὲν οὐκ ἰσχυρῶς , θερμότητος δὲ καὶ ψύξεως
7193254 Λολλιανου
ἐκεῖνος [ ] ἀνθρώπων [ ] εδοκει ? . [ Λολλιανοῦ ] Φοινεικικῶν ? [ ] [ ] στερ [
πολιτικῶν προσειπὼν λόγων καὶ ῥητορικῆς ὄφελος . ὁ ἀνὴρ οὗτος Λολλιανοῦ μὲν ἀκροατής , Ἡρώδου δὲ οὐκ ἀνήκοος . ἐβίω
7191605 τυπησομαι
τυφθησοίμην ὁ παθητικὸς αʹ μέλλων καὶ τὸ τυπησοίμην ἀπὸ τοῦ τυπήσομαι τοῦ μαι εἰς μην τρεπομένου καὶ προστιθεμένου τῇ παραληγούσῃ
Ἑνὶ κανόνι κανονίζονται πάντες οἱ μέλλοντες : τυφθήσομαι τυφθησοίμην , τυπήσομαι τυπησοίμην , τύψομαι τυψοίμην , τυποῦμαι τυποίμην , τετύψομαι
7189280 Βουταδαι
. καὶ ἄλλα γὰρ ἐξηνέχθη πατρωνυμικῶς . Αἰθαλίδαι γὰρ καὶ Βουτάδαι . τὰ εἰς τόπον εἰς Βερενικιδῶν φασι , τὰ
δῆμός ἐστι τῆς Οἰνηΐδος Βουτία , ἀφ ' ἧς καὶ Βουτάδαι οἱ δημόται . ἢ οἱ ἀπὸ Βούτου : οὗτος
7185931 λαθαργοι
λάθαργοι μυδόωσι , τουτέστιν ὄζουσι γναμπτόμενοι ὑπὸ τοῖς ἀρβήλοις οἱ λάθαργοι . Γναμπτόμενοι γὰρ ξεόμενοι : ἐξ οὗ καὶ γναφεὺς
, οἷς οἱ σκυτοτόμοι τέμνουσι καὶ ξέουσι τὰ δέρματα . λάθαργοι δέ , οἱ ὑμένες καὶ τὰ ξύσματα τῶν δερμάτων
7185092 Ναπυ
. ἔγκειται γὰρ τὸ ν στερητικόν . νάνος νήανος . Νάπυ . κατὰ στέρησιν τοῦ ἠπίου , διὰ τὴν δριμύτητα
ἔτι χλωροῦ τὸ καλούμενον ἐντεριώνη στυπτικῆς τινος μετέχει ποιότητος . Νάπυ θερμαίνει καὶ ξηραίνει κατὰ τὴν τετάρτην τάξιν . Ναρκίσσου
7182854 Γορτυς
ὀργιζόμενοι ἀπέστελλον τοὺς συμβούλους . Γορτύνιος : ἰστέον ὅτι ἡ Γόρτυς πόλις ἐστὶ Κρήτης ἀπέχουσα Κυδωνίας σχεδὸν σταδίους χιλίους :
Ἀκόντιον Μακαρία Δασέα : ἐκ δὲ Κυνουραίων τῶν ἐν Ἀρκαδίᾳ Γόρτυς καὶ Θεισόα ἡ πρὸς Λυκαίῳ καὶ Λυκαιᾶται καὶ Ἀλίφηρα
7181024 γαλοῳ
Ἠετίωνος , ἐπεὶ πόρε μυρία ἕδνα . ἀμφὶ δέ μιν γαλόῳ τε καὶ εἰνατέρες ἅλις ἔσταν , αἵ ἑ μετὰ
Λαέρτιος γεγονός . . . . : Βαρύνειν δεῖ τὸ γαλόῳ : τὰ γὰρ εἰς ως θηλυκὰ ὑπὲρ μίαν συλλαβήν
7176047 ΥΛΟΣ
παροξύτονον . τὸ δὲ ὀβολός ὀξύνεται . Τὰ διὰ τοῦ ΥΛΟΣ τρισύλλαβα προσηγορικὰ ἢ κύρια , εἰ ἄρχοιτο ἀπὸ φύσει
. τὸ δὲ αἴσυλος ἐπίθετόν ἐστιν . Τὰ διὰ τοῦ ΥΛΟΣ τρισύλλαβα ἐπιθετικὰ ἁπλᾶ ἔχοντα τὴν τρίτην μακρὰν παροξύνεται :
7174754 ἀκαχημαι
' ἔστιν ἀπὸ τοῦ ἀκαχῶ ἀκάχημι , ὁ ἐνεστὼς παθητικὸς ἀκάχημαι : οἱ Αἰολεῖς γὰρ τὴν παραλήγουσαν οὐ συστέλλουσι :
κεῖμαι ἧμαι ποιοῦμαι γελῶμαι , ὑπεσταλμένων τῶν τῆς Αἰολίδος διαλέκτου ἀκάχημαι γὰρ καὶ ἀλάλημαι καὶ τοῦ παρακειμένου . οὗτος δὲ
7174141 βλεψ
. . , : παραβλώψ : παρὰ τὸν βλέψω μέλλοντα βλὲψ ἀποβολῇ τοῦ ω , καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰς
καὶ πρόσφατον . Παραβλώψ . παρὰ τὸν βλέψω μέλλοντα , βλὲψ , ἀποβολῇ τοῦ ω , καὶ τροπῇ τοῦ ε
7173272 δετη
. οὕτως Φιλόξενος . . . . . δετή : δετή : ἡ λαμπάς . „ καιόμεναί τε δεταί „
συγκοπὴν γνήσιος . οὕτως Φιλόξενος . . . . . δετή : δετή : ἡ λαμπάς . „ καιόμεναί τε
7172189 οἰδω
, ἢ διὰ τοῦ ι , οἷον ἁμαρτῶ ἁμαρτίνους , οἰδῶ Οἰδίπους . . . . ἄμαξα : παρὰ τὸ
ἀπὸ γὰρ τοῦ ὁδὸς , ὁδῶ καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι οἰδῶ , καὶ τροπῇ τοῦ δ εἰς τ , πλεονασμῷ
7164276 προϊωμεν
. ταῦτα καὶ περὶ τούτων : ἐπὶ δὲ τὰ ἑξῆς προΐωμεν . ταῦτα μὲν οὕτως ἴσθι . κρατεῖν δ '
ὡς νόμος βασιλεῦσι τῶν Περσῶν , ἐπειδὰν αὐτοὶ συμπαρῶσι . προΐωμεν δὲ ἤδη τὴν ἐπὶ Κορίνθου διὰ τῆς ὀρεινῆς ἐπευξάμενοι
7164038 τροχω
Καὶ σκόπει ὅπως ὑψώσῃς . . μέλπω μολπάζω ὡς τρέχω τρόχω τροχάζω . . εἰς νέωτα . . . ὁ
Καὶ σκόπει ὅπως ὑψώσῃς . . μέλπω μολπάζω ὡς τρέχω τρόχω τροχάζω . . εἰς νέωτα . . . ὁ
7163102 Ὀυινδολικοι
μέχρι Παννονίων πάντες , τὸ πλέον δ ' Ἑλουήττιοι καὶ Ὀυινδολικοί , οἰκοῦσιν ὀροπέδια . Ῥαιτοὶ δὲ καὶ Νωρικοὶ μέχρι
ὀλίγον μὲν οἱ Ῥαιτοί , τὸ δὲ πλέον Ἑλουήττιοι καὶ Ὀυινδολικοί . . . καὶ ἡ Βοίων ἐρημία . μέχρι
7159181 Μῃονες
ἔλαχον Λύκιοι Μυσοί τ ' ἀγέρωχοι καὶ Φρύγες ἱππόμαχοι καὶ Μῄονες ἱπποκορυσταί . ἡ διπλῇ ὅτι ὡς ὕστερον ἐληλυθότων τούτων
ἔλαχον Λύκιοι Μυσοί τ ' ἀγέρωχοι καὶ Φρύγες ἱππόμαχοι καὶ Μῄονες ἱπποκορυσταί . ἀλλὰ τί ἢ ἐμὲ ταῦτα διεξερέεσθε ἕκαστα
7159113 καταχριομενοι
πληγέντι τόπῳ . Βοηθοῦνται δὲ οἱ ἀμφότεροι πηλῷ ἢ βολβίτῳ καταχριόμενοι μετ ' ὀξυκράτου , ἢ μαλάχης φύλλοις σὺν ὀξυκράτῳ
. πυρρὰϲ ποιοῦϲι τρίχαϲ θέρμοι ὠμοὶ ϲὺν ὕδατι καὶ νίτρῳ καταχριόμενοι , λωτοῦ τοῦ δένδρου πριϲμάτων ἀφέψημα , κύπρου φύλλα
7156196 τιτ
[ ] ! υτοι οἱ [ ] [ ] ξαι τιτ [ ] [ ] ! ευτα ? ! [
] ων [ | ] ιακα ? [ | ] τιτ [ | ] τιδα ? ? ? ? [
7156148 ἀντεπεξῃεσαν
Τυρρηνοὶ κατιόντας αὐτοὺς ἐκ τῶν ἐρυμάτων ἰδόντες ἐθαύμασάν τε καὶ ἀντεπεξῄεσαν ἁπάσῃ τῇ δυνάμει . Ὡς δ ' εἰς τὸ
κατέσχεν ἐν τάξει τὴν φάλαγγα . ὡς δ ' οὐκ ἀντεπεξῄεσαν οἱ πολέμιοι , σκυλεύσας αὐτῶν τοὺς νεκροὺς καὶ τοὺς
7152308 Ἀριθμοι
δὲ οἷον καταφρονῶ , παραϲύνθετον δὲ οἷον ἀντιγονίζω φιλιππίζω . Ἀριθμοὶ τρεῖϲ , ἑνικόϲ , δυϊκόϲ , πληθυντικόϲ : ἑνικὸϲ
ἢ σύνθετος καὶ δίλεξος , ἢ παρασύνθετος καὶ πολύλεξος . Ἀριθμοὶ δέ εἰσι τρεῖς : ὁ ἑνικός , ὁ δυϊκὸς
7151462 Λωτοϲ
λοβίων σνθ Λινόζωϲτιϲ σξ Λογχίτιδοϲ σξα Λύκιον σξβ Λυϲιμάχιοϲ σξγ Λωτὸϲ ὁ ἥμεροϲ σξδ Λωτὸϲ τὸ δένδρον σξε Μάκερ σξϚ
θερμόν ἐϲτι καὶ ξηρὸν κατὰ τὴν δευτέραν τάξιν πληρουμένην . Λωτὸϲ ὁ ἥμεροϲ , ὃν ἔνιοι τρίφυλλον ὀνομάζουϲι , ῥυπτικῆϲ
7150863 ὀλω
καὶ τἄλλα ὀξύνεται . καὶ τὸ ὀλοός ὀξύνεται ἀπὸ τοῦ ὀλῶ . Τὰ εἰς ΟΣ ὑπερδισύλλαβα παραληγόμενα Υ συνεσταλμένῳ προπαροξύνεται
καὶ ἀργεστής ἐπιθετικὰ ὀξύνονται . Ἔτι βαρύνονται τὰ παρὰ τὸ ὀλῶ : πανώλης ἐξώλης προώλης . Τὰ εἰς ΗΣ ἐπίθετα
7150075 αιον
τάλαν , οὕτως καὶ τὸ ὦ ἐτᾶν . . . αιον παραπεμπομένων ἡμῶν καὶ τὸν ὀξὺν τόνον ἀντὶ περισπωμένου μεταλαβεῖν
Αἰτίων αʹ . προπερισπαστέον δέ : τὰ γὰρ διὰ τοῦ αιον ἁπλᾶ ὑπὲρ τρεῖς συλλαβὰς ἔχοντα τὴν τετάρτην ἀπὸ τέλους
7149369 προσφυξ
] ἀτιμώρητος . πλεχθεὶς ] ἀνθ ' ὧν ἡμῖν χρεωστεῖ πρόσφυξ θέλει γενέσθαι τῆς θεοῦ . οὐ πάρεστιν ] οὐ
εἰς οἶκον δὲ καὶ ἐφ ' ἑτέρου . πελαστὴς ὁ πρόσφυξ , πενεστὴς δὲ ὁ κατὰ πόλεμον δουλωθείς . πλούσιος
7145383 Ἀντρωνα
καλουμένη . . . . . . ἀγχίαλόν τ ' Ἀντρῶνα : ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἀγχιάλην
ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἀγχιάλην τ ' Ἀντρῶνα . καὶ εἰ θηλυκῶς δὲ λέγεται ἡ Ἀντρών ,
7143341 ὁρμηθεντος
κροτάφοις ἀραρυῖαν κρατὸς ἀφαρπάξαι μεγαλήτορος Ἀμφιμάχοιο : Αἴας δ ' ὁρμηθέντος ὀρέξατο δουρὶ φαεινῷ Ἕκτορος : ἀλλ ' οὔ πῃ
νεὼν εἶδον ἑτέροις ἢ προσῆκεν ὀφθαλμοῖς . Σφοδρίου τοίνυν ὕστερον ὁρμηθέντος ἐκ Θηβῶν ἤρκεσαν αἱ δᾷδες φανεῖσαι κατασβέσαι τὴν τόλμαν
7142727 ὀτοτυζουσαν
ὁ ἀχυρών . * * : ˘ ˘ – Ἑκάβην ὀτοτύζουσαν καὶ καόμενον τὸν ἀχυρόν . ἀωρόλειος : ὁ παρὰ
ἄστυ σῦκα . Ἕξιππα καὶ τέθριππα καὶ ξυνωρίδες . Ἑκάβην ὀτοτύζουσαν καὶ καόμενον τὸν ἀχυρμόν . Ὃς τόνδ ' ἔχεις
7142222 ἀκαχω
κατὰ τροπήν . . . . ἀκαχείατο : ἀπὸ τοῦ ἀκαχῶ ἀκαχήσω ἠκάχηκα ἠκαχήμην , Ἰωνικῶς ἀκαχέατο καὶ πλεονασμῷ τοῦ
παροξύνεσθαι ὡς τὸ πεποιημένος , ἀλλ ' ἔστιν ἀπὸ τοῦ ἀκαχῶ ἀκάχημι , ὁ ἐνεστὼς παθητικὸς ἀκάχημαι : οἱ Αἰολεῖς
7141508 ἁλωνα
: οἱ δὲ ἐδέσμουν τὰ χειρόβολα καὶ ἔῤῥιπτον εἰς τὴν ἅλωνα . Οἱ δὲ ἐτρύγων ἀμπέλους , κρατοῦντες μαχαίρας :
καὶ εἰ μὲν διὰ τοῦ ι γράφεται τὸ σημαῖνον τὴν ἅλωνα , ἀπὸ τοῦ ἀλοιῶ γέγονεν παρὰ τὴν τῶν ἀσταχύων
7141326 Ταξιν
γὰρ ἂν μόνως ὧν κεκτήμεθα ἀγαθῶν αὐτῷ φανούμεθα τιμιώτατοι . Τάξιν μὲν οὖν καὶ κόσμον εἰς τὴν γερουσίαν ὑμῖν ἐπανακτέον
ὅ τι θανάσιμον : ὀξὺ , ὅ τι περιεστικόν . Τάξιν τῶν κρισίμων ἐκ τουτέων σκοπεῖσθαι , καὶ τὸ προλέγειν
7140461 μω
: . . . ἢ ζητήσεως ἄξιον : ἐκ τοῦ μῶ , τὸ ζητῶ . . . Δ : ἐπιμάσσεται
τὸ ζητῶ . Ἐπίχαρμος ὁ κωμικός : ” Πύρραν γε μῶ καὶ Δευκαλίωνα . ” καὶ τὴν τοῦ Ἑρμοῦ ,
7135035 σχηματιζουσιν
πᾶν κατὰ ἄστυ . εἰσὶ δὲ οἳ ἀπὸ τοῦ γεγωνέω σχηματίζουσιν , ὥστε δεῖ περισπᾶν . τὸ ἀπαρέμφατον ἐνεστὼς ἀντὶ
, ταύτας μόνας ξυμβολὰς ἔχοντεςὁρᾷς ὁποῖα πρὸς φιλοσοφίαν ἐφόδια ; σχηματίζουσιν καὶ μετακοσμοῦσιν αὑτοὺς εὖ μάλα εἰκότως καὶ πρὸς ἐμέ
7134280 Ἰακα
πλεῖστοι βόλιτον ἄνευ τοῦ δευτέρου β . Γογγυσμὸς καὶ γογγύζειν Ἰακά , πλὴν δόκιμα : ὁ δὲ Ἀττικὸς τονθρυσμὸν καὶ
καὶ ἔπειτα : Ἀττικά . τὸ δὲ εἶτεν καὶ ἔπειτεν Ἰακά . διὸ καὶ παρ ' Ἡροδότῳ κεῖνται . ἐκμαγεῖον
7132749 Κολλα
Κόκκοϲ βαφική σθ Κοκκυμηλέαϲ ὁ καρπόϲ Κοκκύμηλον σι Κολοκάϲιον σια Κόλλα σιβ Κολοκύνθη σιγ Κόμαροϲ σιδ Κόμμι σιε Κονία σιϚ
ψάμμου . τοιοῦτον δέ ἐϲτι τὸ ἐν Κύπρῳ γεννώμενον . Κόλλα ἣν ἔνιοι ξυλοκόλλαν καλοῦϲιν , ἀρίϲτη ἐϲτὶν ἡ Ῥοδιανή
7131460 σφαξ
τοι ἔσται . Ἦ καὶ ἀναΐξας ὄϊν ἄργυφον ὠκὺς Ἀχιλλεὺς σφάξ ' : ἕταροι δ ' ἔδερόν τε καὶ ἄμφεπον
σὺ ἐμοῦ κατ ' ἐναντίον τοῦ τέττιγος τολμᾷς βομβεῖν . σφάξ : εἶδος μελίσσης ἦχον ἀποτελοῦν . ὥριφος : εἰ
7129832 Χαονες
στρατηγὸς ὁ Χάρης . Γ Χάοσι ] ἔθνος Θρᾴκης οἱ Χάονες . Γερητοθεοδώρους ] Γέρητος καὶ Θεόδωρος εἰς μαλακίαν διεβάλλοντο
ἔθνη φησὶν εἶναι Θεόπομπος τετταρεσκαίδεκα , τούτων δ ' ἐνδοξότατα Χάονες καὶ Μολοττοὶ διὰ τὸ ἄρξαι ποτὲ πάσης τῆς Ἠπειρώτιδος
7128631 εἰσβαινον
κλύον ἠδ ' ἐπίθοντο , αἶψα δ ' ἄρ ' εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖσι καθῖζον . ἦ τοι ὁ μὲν
ῥηγμῖνι πέρην καὶ ἐφ ' ἱερὰ θέντες , νῆα θοὴν εἴσβαινον ἐρεσσέμεν : οὐδὲ πελείης τρήρωνος λήθοντο μετὰ φρεσίν ,
7128466 ὀλολυζω
ὄνομα μαρμαρυγή . καὶ ὡς ἀπὸ τοῦ ἁρπάζω ἁρπαγή , ὀλολύζω ὀλολυγή , οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ μαρμαρύζω μαρμαρυγή .
ψιλοῦ γράφονται , οἷον κλύζω , τρύζω , γογγύζω , ὀλολύζω πλὴν τοῦ ἀθροίζω . Τὰ διὰ τοῦ υχω δισύλλαβα
7128429 προυδωκας
ὑφ ' ἡμῶν , ὦ κάκιστ ' ἀνδρῶν , παθὼν προύδωκας ἡμᾶς , καινὰ δ ' ἐκτήσω λέχη , παίδων
φόνωι πράσσεις φόνον ; ὁ πατρὸς ἀμύντωρ , ὃν σὺ προύδωκας θανεῖν . ] οὐκ ἤρκεσέν σοι τὸ παρὸν αἷμα
7127839 Σικελικως
ἕψω ; τί φής ; ἢ Σικελικῶς ὀπτὴν ποιήσω ; Σικελικῶς . ΒΩΚΕΣ . Ἀριστοτέλης ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ Ζωικῷ ἢ
τὴν βατίδα τεμάχη κατατεμὼν ἕψω ; τί φῄς ; ἢ Σικελικῶς ὀπτὴν ποιήσω ; Σικελικῶς . Παππία , βούλει δραμών

Back