παροξύτονον . τὸ δὲ ὀβολός ὀξύνεται . Τὰ διὰ τοῦ ΥΛΟΣ τρισύλλαβα προσηγορικὰ ἢ κύρια , εἰ ἄρχοιτο ἀπὸ φύσει | ||
. τὸ δὲ αἴσυλος ἐπίθετόν ἐστιν . Τὰ διὰ τοῦ ΥΛΟΣ τρισύλλαβα ἐπιθετικὰ ἁπλᾶ ἔχοντα τὴν τρίτην μακρὰν παροξύνεται : |
καὶ τὸ Ἄγκυλος κύριον προπαροξύνεται . Τὰ διὰ τοῦ ΥΛΟΣ ὑπερτρισύλλαβα παροξύνεται , εἰ μὴ ἔχοιεν [ ] ἔννοιαν συνθέσεως | ||
Σέργιος . τὸ δὲ Ἐρχίος παροξύνεται . Τὰ εἰς ΙΟΣ ὑπερτρισύλλαβα ἐπὶ ἀλόγων ζώων ὀξύ - νεται : αἰγυπιός χαραδριός |
τὸ ἐπίθετον . τὸ δὲ σαργός ὀξύνεται . Τὰ εἰς ΓΟΣ ἔχοντα τὴν πρὸ τέλους συλλαβὴν εἰς σύμφωνον λήγουσαν ἐπιθετικὰ | ||
. Τὰ εἰς ΓΩ ὑπερδισύλλαβα σύνθετα ἀπὸ τῶν διὰ τοῦ ΓΟΣ παρηγμένα τῷ Η παραληγόμενα περισπᾶται : ποδηγός ποδηγῶ , |
ξένος : Ξενίων ὄνομα κύριον : ξενὼν τὸ περιεκτικόν : ξέω : ξερόν : σεσημείωται τὸ ξαίνω ῥῆμα διὰ τῆς | ||
καὶ μῦθος . Μεθόδιος . σημαίνει δὲ τὸ αἱματῶ καὶ ξέω , . , , . . α . + |
κατεσημαίνοντο . τάχα δὲ τῶν τοῦ δικαστηρίου μερῶν ἐστὶ καὶ κιγκλὶς καὶ δρύφακτος . ἔνιοι δ ' οἴονται καὶ ἀνάγκην | ||
θύρας οὕτω κλητέον , ἅς τινες δικλίδας φασίν . ἢ κιγκλὶς ἰδίως ἡ τρύπη , δι ' ἧς ἡ κλεὶς |
, τὸ δὲ ἀπηλιώτης ψιλοῦται . οὕτως οὖν καὶ ἵξω ἴξαλος . . , , , : μάγειρος : . | ||
ἀπὸ δασέος γίνεται ψιλόν . οὕτως ἵκω , ἵξω , ἴξαλος . οἷον αἷμα δασύνεται , ἄμυδις δὲ ψιλοῦται , |
εἰς ΑΣ συνεσταλμένα ἀρσενικὰ καὶ θηλυκὰ ὀξύνεται καὶ διὰ τοῦ ΔΟΣ κλίνεται : ὁ φυγάς καὶ ἡ φυγάς , ὁ | ||
Τένεδος κόρυδος , ὅπερ οἱ Ἀττικοὶ ὀξύνουσιν . Τὰ εἰς ΔΟΣ ὑπερδισύλλαβα ἔχοντα κατ ' ἐπιπλοκὴν σύμφωνον κύρια ἢ προσηγορικὰ |
τὸ δεικνύω καὶ δεικανῶ . βαρύνεται δὲ ταῦτα : λείπω λιμπάνω , λήβω λαμβάνω , μήθω μανθάνω , δήκω δαγκάνω | ||
λιμοῦ κακῶς . ⌋ Λιμπάνω : ἀπὸ γὰρ τοῦ λείπω λιμπάνω . τὰ γὰρ διὰ τοῦ ΑΝΩ , εἰ μὲν |
λευκός γλαυκός πλὴν τῶν παραληγόντων τῷ Ω . Τὰ εἰς ΚΟΣ ὑπὲρ δύο συλλαβὰς Α παραληγόμενα , οὗ προηγεῖται σύμφωνον | ||
φολκός ἐστι τριγενὲς ἔχον καὶ τὸ Λ . Τὰ εἰς ΚΟΣ δισύλλαβα μετ ' ἐπιπλοκῆς συμφώνου τοῦ Σ ἀπὸ συμφώνου |
καὶ μῦς καὶ σῦς περισπῶνται . ] Τὰ εἰς ΑΙΣ πολυσύλλαβα αἰολικῶς ὀξύνεται : Ἀτρείδαις ἀντὶ τοῦ Ἀτρείδης Ὀρέσταις , | ||
εἰς ΗΣ Περσικὰ πάντα : Ἰνταφέρνης . Τὰ εἰς ΣΤΗΣ πολυσύλλαβα ὀξύνεται : τευχηστής ὀρχηστής ἀλφηστής Ἔτι τὰ εἰς ΑΡΗΣ |
κατὰ τὴν γραφὴν ἀλλὰ κατὰ τόνον . Τὰ διὰ τοῦ ιτος ὑπὲρ δύο συλλαβὰς ἁπλᾶ προπαροξύτονα , ἐπιθετικά τε καὶ | ||
λήϊτος ἐπίκτητος σῖτος λιτός μιτός , χωρὶς εἰ διὰ τοῦ ιτος . . . . ἀδευκέος : ἀπεοικυίας , Πολυδεύκης |
δὲ καὶ ὁ ἁγνὸς καλούμενος ἢ καὶ καλλιώνυμος βαρεῖς . βῶξ δὲ ἑφθὸς εὔπεπτος , εὐανάδοτος , ὑγρὸν ἀνιείς , | ||
λέγεται θηλυκῶς . τῷ βωκί , τὸν βῶκα , ὦ βῶξ . Δυϊκά . Τὼ βῶκε , τοῖν βωκοῖν , |
ἀντὶ τοῦ ἀντιτιθέναι . Σκορπίζεται Ἰώνων , σκεδάννυται Ἀττικῶν . Ῥέει , πλέει , ζέει Ἰακά : ῥεῖ δὲ καὶ | ||
στάδιοι οʹ . Ἀπὸ Ῥηγμῶν εἰς Ταρσὸν στάδιοι οʹ . Ῥέει διὰ μέσης τῆς πόλεως ποταμὸς Κύδνος . Ἀπὸ Ῥηγμῶν |
δειλὸν δ ' ὁ πλοῦτος καὶ φιλόψυχον κακόν ” . τοιχωρύχος : ἰστέον ὅτι περὶ πολλοῦ ποιοῦνται τὴν ἀσφάλειαν οἱ | ||
, τραπεζίτης . Παταικίων : ὄνομα κύριον , κλέπτης καὶ τοιχωρύχος . Πεδιακά : Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Φιλίππου ἐπιτροπῆς |
. ἡ τοκὰς κόνις : τὴν Τρωικὴν λέγει χώραν . διασφὰξ δὲ καλεῖται πᾶν χάσμα γῆς . καὶ ἁπλοῦν δὲ | ||
Τοῦ δὲ ὄρεος τὸ περικληίει τὴν γῆν τὴν Τρηχινίην ἐστὶ διασφὰξ πρὸς μεσαμβρίην Τρηχῖνος : διὰ δὲ τῆς διασφάγος Ἀσωπὸς |
δὲ καὶ Φαλωρία καὶ Ναρύκειον καὶ Θρονίτιδες πόλεις Λοκρίδος . Νᾶρυξ : τινὲς δὲ Ναρύκειον τὴν πόλιν φασίν : ἐξ | ||
ὀκτωκαιδεκάτῳ Ῥωμαϊκῆς ἀρχαιολογίας . τὸ ἐθνικὸν Ναρνιάτης ὡς Καυλωνιάτης . Νᾶρυξ , πόλις Λοκρίδος , θηλυκῶς λεγομένη . τινὲς δὲ |
: τρύξ : πτύξ : λύγξ : λύξ . Ἐς ωξ μονοσύλλαβον διὰ τοῦ ω μεγάλου γραφόμενα ὀλίγα ἐστὶν , | ||
: φλόξ : ζόρξ : δόρξ : ὥσπερ καὶ εἰς ωξ μέγα : τὸ βώξ : πτώξ : καὶ ῥώξ |
φωνήεντι βαρύνεται : ἶπος ῥύπος ῥῶπος κῆπος . Τὰ εἰς ΠΟΣ δισύλλαβα παραλήγοντα διχρόνῳ καταλήγοντι εἰς Μ ἢ Π βαρύνεται | ||
Τὸ δὲ ἕβδομον ἀπὸ τῶν εἰς ΜΟΣ μέχρι τῶν εἰς ΠΟΣ . Τὸ δὲ ὄγδοον ἀπὸ τῶν εἰς ΡΟΣ μέχρι |
. τὸ δὲ Κριτός καὶ Κλιτός ὀξύνεται . Τὰ εἰς ΤΟΣ διβράχεα ἐπιθετικὰ μὴ ἐπὶ ἀριθμοῦ ταττόμενα ὀξύνεται : βατός | ||
. . . . . . . . Τὰ εἰς ΤΟΣ δισύλλαβα παραληγόμενα τῇ ΟΥ ἢ ΟΙ ἢ ΑΙ διφθόγγῳ |
Περὶ μονοσυλλάβων ῥημάτων . . . . , , : κηώεις : ἐπὶ τοῦ θαλάμου . ἐκ τοῦ κέω , | ||
σο κέων , ὦ ξεῖνε . κεώεις οὖν θάλαμος καὶ κηώεις . ὁ εἰς τὸ κοιμᾶσθαι εἰργασμένος . οὕτω Φιλόξενος |
χασμώδεις ὄντες ἐκτείνωσι τὰς χεῖρας . Ἀριστοφάνης Ἀχαρνεῦσι : „ στέλω , κέχηνα , σκορδινῶμαι , πέρδομαι . „ ὅπερ | ||
θέρω . Θρώσκω . ἀπὸ τοῦ θέρω θερίσκω , ὡς στέλω στελίσκω . μεταθέσει τοῦ ο εἰς ω , καὶ |
κυάμους , ἵνα μὴ κοιμηθῶσιν . ὅθεν [ . ] κυαμοτρὼξ , ἀκρόχολος . αἰετὸν τίκτοντα : Λείπει τὸ ὡς | ||
δὲ ἐχρῶντο διὰ τὸ μὴ καθεύδειν . ἔστι δὲ τὸ κυαμοτρὼξ ἀντὶ τοῦ φιλόδικος καὶ σκληρός . κυαμοτρώξ ] φιλόδικος |
καταλαβεῖν . . ΕΤΙΤΑΙΝΕΤΟ . Τείνω τὸ ἐξαπλῶ δίφθογγον , τιταίνω δὲ ὃ σημαίνει τὸ αὐτὸ , ι : συστέλλεται | ||
καὶ ἄφαντος , καὶ χραίνω χραντὸς καὶ ἄχραντος , οὕτω τιταίνω ταντὸς , καὶ οὐδέτερον ταντὸν , καὶ πλεονασμῷ τοῦ |
, βαρύνεται , εἰ μὴ παρ ' ὄνομα εἴη : τρώγω φεύγω τμήγω λήγω θήγω . τὸ μέντοι ῥιγῶ ἔχει | ||
ἀφέξομαι βώλου , ὑφ ' ἣν τὰ κρίμνα μὴ φοβούμενος τρώγω . ” “ Μὴ λοξὰ βαίνειν ” ἔλεγε καρκίνῳ |
ἔτι καὶ τὸ μνάμμος βαρύνεται ἐπιθετικὸν ὄν . Τὰ εἰς ΜΟΣ δισύλλαβα τῷ Η παραληγόμενα κύρια ὄντα βαρύνεται : Κνῆμος | ||
. τὸ μέντοι σχινδαλαμός ὀξύνεται προσηγορικὸν ὄν . Τὰ εἰς ΜΟΣ ὑπερδισύλλαβα παραληγόμενα τῷ Ε προπαροξύνεται : Τήλεμος Ἔχεμος πόλεμος |
σεσημείωται τὸ γῆρας διὰ τοῦ η γραφόμενον . Τὰ εἰς ωρ οὐδέτερα μονογενῆ διὰ τοῦ ω μεγάλου γράφονται : οἷον | ||
ε κλίνεται . Ὁ Νέστωρ τοῦ Νέστορος . Τὰ εἰς ωρ ὀξύτονα , εἴτε μονοσύλλαβα εἴτε ὑπὲρ μίαν συλλαβήν , |
καὶ τὸ ὁ Λάαος τοῦ Λαάου καὶ ὁ Λάας τοῦ Λάα εἰ καὶ μὴ τὴν αὐτὴν κατάληξιν ἐφύλαξεν ἀλλ ' | ||
τοῦ ς ποιεῖ τὴν γενικήν , οἷον ὁ Λάας τοῦ Λάα : Λάα περὶ λίθων γλυφῆς : οὗτος γὰρ λιθογλύφος |
Μυελῷ βοείῳ ὀλίγον πηγάνου μίξας χρῶ . Πρὸς ἡλκωμένας . Στυπτηρίας σχιστῆς ⋖ ι , λιθαργύρου ⋖ δ , σμύρνης | ||
δὲ καὶ τοῦτο ᾧ ἐχρήσατο Ἀρχιγένης πρὸς τοὺς αἱμοῤῥαγοῦντας . Στυπτηρίας σχιστῆς ⋖ αʹ , κόμμεως ὀβολὸν αʹ , τραγακάνθης |
τοὺς πολλοὺς παρ ' ἐλπίδα κινδύνους . . ΦΕΡΕΙ ΜΕΝ ΓΑΙΑ ΠΟΛΥΝ ΒΙΟΝ . Γαῖαν νῦν τὴν ἀρόσιμον λέγει : | ||
, οὐκ ἀπὸ γῆς δὲ , προσέθηκε τὸ , ΤΟΝ ΓΑΙΑ ΦΕΡΕΙ . . ΔΗΜΗΤΕΡΟΣ ΑΚΤΗΝ . Ἤτοι τῆς γῆς |
διὰ τοῦ ιος ὀνόματα προπαροξύτονα παρ ' ἐνεστῶτα ἢ μέλλοντα παρηγμένα διὰ τοῦ ι γράφονται , οἷον † ἄγω ἅγιος | ||
παρὰ μέλλοντα τῆς τρίτης συζυγίας τῶν περισπωμένων διὰ τοῦ υω παρηγμένα τὴν τρίτην ἀπὸ τέλους ἔχει διὰ τοῦ ω μεγάλου |
μιαρώτατ ' ἀνθρώπων ; Ἐγώ ; ἔκρινα νικᾶν Αἰσχύλον . Τιὴ γὰρ οὔ ; Αἴσχιστον ἔργον προσβλέπεις μ ' εἰργασμένος | ||
μαγειρικῶς σφάξεις τὸν οἶν . Ἀλλ ' οὐ θέμις . Τιὴ τί δή ; Οὐχ ἥδεται δήπουθεν Εἰρήνη σφαγαῖς , |
πωλεῖν δεσμοῦ σκορόδων καὶ χοίνικος ἁλῶν . τροπαλλὶς δὲ ἡ δέσμη τῶν σκορόδων . ἀστείως δὲ ὁ Μεγαρεὺς ἅμα καὶ | ||
, οὔτε τῶν πέντε μονάδων ἁπτομένων ἀλλήλων , ὡς ἡ δέσμη τῶν ξύλων , οὔτε μιγνυμένων , ὡς τὸ οἰνόμελι |
τουτέστι κοσμήσας . ὁμώνυμος γάρ ἐστι λέξις . ἔστι γὰρ στέλλω τὸ κοσμῶ , ἐξ οὗ καὶ στολή : στέλλω | ||
γὰρ στέλλω τὸ κοσμῶ , ἐξ οὗ καὶ στολή : στέλλω τὸ φοβοῦμαι , ἐξ οὗ καὶ συστολή καὶ ὑποστολή |
. τὸ δὲ ξανθός καὶ τυτθός τριγενῆ . Τὰ εἰς ΘΟΣ διβράχεα ὀξύνεται , εἰ μὴ τόπον δηλοῖεν : νόθος | ||
ἀπὸ ἐπιῤῥημάτων ὀξύνεται : πεζός χθιζός πρωϊζός . Τὰ εἰς ΘΟΣ μονογενῆ δισύλλαβα φύσει μακρᾷ παραλήγοντα μὴ κοινὰ κατὰ γένος |
πόλις Καρμανίας . τὸ ἐθνικὸν Σαμυδακηνός , ὡς τῆς Ἀρτάκης Ἀρτακηνός . Σαμυλία , πόλις Καρίας , Μοτύλου κτίσμα τοῦ | ||
πόλις Φρυγίας , ἄποικος Μιλησίων . . . Τὸ ἐθνικὸν Ἀρτακηνός . Σοφοκλῆς δὲ Ἀρτακεὺς εἶπε . . . καὶ |
Συρίας . Χάραξ ὀγδόῃ χρονικῶν . τὸ ἐθνικὸν Ἀλαβούριος . Ἀλαβών , πόλις [ Σικελίας ] καὶ ποταμός , ὡς | ||
ἐξ ἧς μέγας ποταμὸς εἰς τὴν πλησίον θάλατταν ἐξερεύγεται καλούμενος Ἀλαβών . κατὰ δὲ τὴν νῦν Ἀκραγαντίνην ἐν τῷ Καμικῷ |
φονεύω , κτείνω , φθείρω , καίω , φλέγω , καθίζω , θερίζω , ζημιῶ , βλάπτω . καὶ σωματικῶς | ||
εἶναι καὶ ἔθω ἴσθω Σικελικῶς κατὰ τὸ ἕζω ἵζω καὶ καθίζω . . . , : χρῆσις δὲ τοῦ μαδοῦ |
. ὅτε ἦλθεν ἐπὶ τὸν Κέρβερον . . ἡ ἑτέρα πανδοκεύτρια . . τῷ Διονύσῳ δηλονότι . . . ἀντὶ | ||
οὐκ ἐρεῖς , ἀλλὰ διὰ τοῦ κ , πανδοκεῖον καὶ πανδοκεύτρια καὶ πανδοκεύς . Τὴν φθεῖρα λέγουσί τινες καὶ τὴν |
γλαχώ : ἡ γληχώ , τῆς γληχῶ . Ἀττικοὶ δὲ βληχώ φασιν . Γ γλαχώ ] βληχώ φασιν Ἀττικοί . | ||
αἰδοῖον αἰνιττομένη . Ἀττικοὶ δὲ διὰ τοῦ β λέγουσι τὴν βληχώ . χαΐα : Ἀντὶ τοῦ ἀγαθὴ μὲν , Κορινθία |
ΕΤΟΣ τρισύλλαβα προσηγορικὰ ἢ ἐπιθετικὰ ὀξύνεται , εἰ μὴ παρωνύμως τετύπωται : κοπετός πυρετός τοκετός συρφετός ἀφυσγετός . τὸ μέντοι | ||
τουτέστι τὰ κατὰ μέρος ἐνθυμήματα , ἃ καθάπερ ἐν στήλῃ τετύπωται καὶ ἐγκεχάρακται . Ἀρνὼν δ ' εἰσὶν αἱ στῆλαι |
ἀγκὼν ἀγκώνη ἔδει λέγεσθαι καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς οι ἀγκοίνη . τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ θοίνη . ἀπὸ τοῦ | ||
ἔδει λέγεσθαι , καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς οι , ἀγκοίνη . τοιοῦτον ἐστὶ καὶ τὸ θοίνη . θῶ τὸ |
: οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν τῇ καθόλου . Τὰ διὰ τοῦ αιος προπερισπώμενα διὰ τῆς αι διφθόγγου γράφονται , ἀπὸ τῶν | ||
Τίμαιος : Νίκαιος ἐκτείνοντα τὸ ι . Τὰ διὰ τοῦ αιος προπερισπώμενα , ἔχοντα πρὸ τῆς αι ἕν τι τῶν |
ὧν ἐφεξῆς ἐροῦμεν . Τῇ γὰρ Φαρνακίᾳ συνεχής ἐστιν ἡ Σιδήνη καὶ ἡ Θεμίσκυρα . τούτων δ ' ἡ Φανάροια | ||
ὁ Λυδὸς , καὶ Ἀσκαλωνὶς θηλυκόν . . . : Σιδήνη , πόλις Λυκίας , ὡς Ξάνθος ἐν Λυκιακῶν τετάρτῳ |
, ἀντιβολῶ σε , τοῦτο τί ; Φιλοξένου καινή τις ὀψαρτυσία . ἐπίδειξον αὐτὴν ἥτις ἔστ ' . ἄκουε δή | ||
, ἀντιβολῶ σε , τοῦτο τί ; Φιλοξένου καινή τις ὀψαρτυσία . ἐπίδειξον αὐτὴν ἥτις ἔστ ' . ἄκουε δή |
. . ἀριδείκετος : ὁ ἄγαν ἐμφανής : παρὰ τὸ δείκω , τὸ σημαῖνον τὸ δηλῶ , δείκετος καὶ ἀριδείκετος | ||
οὖν ἀπὸ τοῦ ἔχω ἔχετος , ἐμῶ ἔμετος , οὕτως δείκω δείκετος , καὶ ἐν συνθέσει ἀριδείκετος , ὁ πάνυ |
Κανάρης Κανάρητος , Κεφάλης Κεφάλητος : οὕτως οὖν καὶ Ἀμέλης Ἀμέλητος καὶ ἀμένης ἀμένητος , οὐκ ἀντιστρέφοντος τοῦ κανόνος : | ||
ἔχειν μένος , καὶ κλίνεται ἀμένης ἀμένητος , ὥσπερ Ἀμέλης Ἀμέλητος . εἰσί τινα εἰς ης ὑπὲρ δύο συλλαβὰς ἔχοντα |
τε βαρύτονον καὶ τὸ περισπώμενον : ὀπτὴρ ὁ σκοπός : ὄτλος ὁ μόχθος , ὁ πόνος : ὄτλημα ἡ κακοπραγία | ||
καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς ὀτραλέως . . , : ὄτλος : παρὰ τὸ τλῶ , τὸ κακοπαθῶ , ῥηματικὸν |
' ἐν τῆι α τῆς Ἀλεξανδρειάδος . . . Σωτήριχος Ὀασίτης : ἐποποιός , γεγονὼς ἐπὶ Διοκλητιανοῦ . Ἐγκώμιον εἰς | ||
, πόλις Αἰγύπτου . τὸ ἐθνικὸν Ἀνυσίτης , ὡς Ὄασις Ὀασίτης . Ἄνωλος , πόλις Λυδίας . ἐκλήθη ἀπὸ Ἀνώλου |
: αἱ ἁρπακτικαὶ θεαί : παρὰ τὸ ἁρπῶ , τὸ ἁρπάζω , ὡς αἴθω αἴθυια . . . . ἁρπίδες | ||
. καὶ τοῦ φρίξω ἀποβολῇ τοῦ ω φρίξ , ὡς ἁρπάζω ἁρπάξω ἅρπαξ . . , : φρούριον : οὐκ |
θυμήρης φρενήρης τριήρης . Ἔτι τὰ διὰ τοῦ ΩΡΗΣ : Διώρης Λυκώρης , ὅπερ Καλλίμαχος ὀξύνει . Τὰ εἰς ΤΗΣ | ||
Εὐρύτου , Ἀκτορίωνε : τῶν δ ' Ἀμαρυγκεΐδης ἦρχε κρατερὸς Διώρης : τῶν δὲ τετάρτων ἦρχε Πολύξεινος θεοειδὴς υἱὸς Ἀγασθένεος |
, πολυδάηρ : τὸ πάνθηρ πάνθηρος ὡς μονοσύλλαβον . Ὁ Πίηρ , ὁ Ἴβηρ . Σαφὴς ὁ κανών : τὸ | ||
ἐν τούτοις τελεοῖ τὴν εἰς Ρ κατάληξιν : λουτήρ , Πίηρ : ἰδοὺ τὸ η μετὰ τοῦ ρ : Νέστωρ |
, ἐγὼ δ ' ἐφοίτων : ἐτέλεις , ἐγὼ δὲ ἐτελούμην : ἐγραμμάτευες , ἐγὼ δὲ ἐκκλησίαζον . ἐτριταγωνίστεις , | ||
ἐγὼ δ ' ἐφοίτων : ἐτέλεις , ἐγὼ δ ' ἐτελούμην : ἐτριταγωνίστεις , ἐγὼ δ ' ἐθεώρουν : ἐγραμμάτευες |
ἡ γενικὴ τῶν πληθυντικῶν συναιροῦνται , οἷον Δημοσθένεος Δημοσθένους , Δημοσθενέοιν Δημοσθενοῖν , Δημοσθενέων Δημοσθενῶν , Διομήδεος Διομήδους , Διομηδέοιν | ||
Αἴαντε γίνεται Αἰάντοιν , οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ Δημοσθένεε γίνεται Δημοσθενέοιν , καὶ κατὰ κρᾶσιν τοῦ ε καὶ τῆς οι |
, καὶ ἀπὸ δασέος γίνεται ψιλόν . οὕτως ἵκω , ἵξω , ἴξαλος . οἷον αἷμα δασύνεται , ἄμυδις δὲ | ||
εἶναι καὶ συνεστάναι παρέχουσι τῷ σώματι . Ἰξός . ἵκω ἵξω , ἵξομαι ἰξός . ὁ φθάνων μέχρις ὧν φθάνωσι |
Ὕαντες δὲ λέγονται οἱ κατοικοῦντες τὴν Βοιωτίαν . Σεσημείωται τὸ Λάας : τοῦτο γὰρ ὅτε μέν ἐστι κύριον ἀντίκειται τῷ | ||
ἀπὸ τοῦ Λᾶς τοῦ μονοσυλλάβου γέγονε κατὰ πλεονασμὸν τοῦ α Λάας καὶ λοιπὸν τὴν αὐτὴν ἐφύλαξε κλίσιν , φημὶ δὴ |
ἐπὶ ταῖς τῶν παίδων ὁμοίαις συμφοραῖς εἴτε ἑκοῦσα εἴτε κελευσθεῖσα ἀπεκαρτέρησε . τοιούτῳ μὲν δὴ τέλει ἐχρήσατο ὁ Ἀντωνῖνος καὶ | ||
, τῶν ἀν ' ὀκτὼ τοὐβολοῦ θέρμους μαλάξας . οὐκ ἀπεκαρτέρησε γὰρ ἐκεῖνος , ἀλλ ' ἐκαρτέρης ' , ὦ |
σάννιον τὸ αἰδοῖον : κέρνιον . Τὰ διὰ τοῦ ιον τρισύλλαβα , ἀπὸ διφθόγγου ἀρχόμενα προπαροξύτονα , διὰ τοῦ ι | ||
. τὸ δὲ ἀσπαλία βαρύνεται . Τὰ εἰς Α μακρὸν τρισύλλαβα παραληγόμενα τῷ Ι ἐπὶ οὐσίας λαμβανόμενα βαρύνεται , χωρίς |
ὄνομα μαρμαρυγή . καὶ ὡς ἀπὸ τοῦ ἁρπάζω ἁρπαγή , ὀλολύζω ὀλολυγή , οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ μαρμαρύζω μαρμαρυγή . | ||
ψιλοῦ γράφονται , οἷον κλύζω , τρύζω , γογγύζω , ὀλολύζω πλὴν τοῦ ἀθροίζω . Τὰ διὰ τοῦ υχω δισύλλαβα |
πλεῖστοι βόλιτον ἄνευ τοῦ δευτέρου β . Γογγυσμὸς καὶ γογγύζειν Ἰακά , πλὴν δόκιμα : ὁ δὲ Ἀττικὸς τονθρυσμὸν καὶ | ||
καὶ ἔπειτα : Ἀττικά . τὸ δὲ εἶτεν καὶ ἔπειτεν Ἰακά . διὸ καὶ παρ ' Ἡροδότῳ κεῖνται . ἐκμαγεῖον |
διὰ τοῦ ΙΝΗ ὑπὲρ τρεῖς συλλαβὰς ἐκτείνει τὸ Ι : Αἰητίνη θριδακίνη ἡρωΐνη . τὸ εἰλαπίνη Μολυβδίνη ὄνομα πόλεως συνέσταλται | ||
φίνη : ἀριγίνη : ἐριγίνη : ἡρωΐνη : δωτίνη : Αἰητίνη : Ἀδρηστίνη Εὐηνίνη : Μενεκίνη ἡ πόλις : μελίνη |
] ιας ? [ ] [ ! ! ! ] ετης ? ? [ ] δο [ ] [ ] | ||
βαρύνεται , κατὰ πλάνην ἀκολουθοῦντα τῷ χαρακτῆρι τῶν διὰ τοῦ ετης ἁπλῶν , οἷον φυλέτης γενέτης , ἅτινα βαρύνεται , |
ἀρραβάσσειν , ὅ ἐστιν ὀρχεῖσθαι . ἀρρενωπάδες : ἀνδρόγυνοι . ἄρριχος : κόφινος ἐπιτήδειος εἰς συγκομιδὴν σταφυλῶν . τὸ δὲ | ||
' Ἱππώνακτι : † ἀριχῶμαι . ἄλλως οὖν ἐσχημάτισται : ἄρριχος λέγεται ὁ κόφινος , ἐν ᾦ κομίζουσι τοὺς βότρυς |
τὴν αἰτίαν τοῦ Διὸς εἰς τὴν τέχνην μετήγαγεν . : χειρωναξία : Ἡ διὰ χειρῶν ἐργασία . : οὐδὲν αἰτία | ||
Προμηθέως , ὡς ἁπλῶς διὰ λόγου ἐστὶν εἰπεῖν . . χειρωναξία ] ἡ διὰ τῶν χειρῶν ἐργασία : καὶ χειρῶναξ |
ἀμφοτέρας ἐφρούρησε θατέρου προσλιπαρήσαντος ἀθύρματι . Ἀθύρματα δὲ ἦν αὐτοῖς ποιμενικὰ καὶ παιδικά . Ἡ μὲν ἀνθερίκους ἀνελομένη ποθὲν ἐξ | ||
' ἀμνίδες : [ Περδίκα Ἀγρίππα ] σίττα , ψίττα ποιμενικὰ καὶ βουκολικὰ ἐπιφθέγματα . ἔλεγον δὲ ταῦτα διώκοντες τὰ |
ὅδ ' ἡμῖν ποῦ τετάξεται πόνου ; ταὐτὸν χεροῖν σοὶ λέξεται μίασμ ' ἔχων . λάθραι δ ' ἄνακτος ἢ | ||
ἐν μέσσῃσι . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι τὸ λέξεται ] ἀντὶ τοῦ κοιμηθήσεται , ἀπὸ τοῦ λέχους . |
ὑπομονήν . : Ῥεβέκκα ἑρμηνεύεται ὑπομονὴ [ πολλή ] . Βαθουήλ , [ ἔνοικος θεοῦ ] . ‖ Ἀναιδὲς βλέμμα | ||
: ” ἀναστὰς ἀπόδραθι εἰς τὴν Μεσοποταμίαν εἰς τὸν οἶκον Βαθουήλ , τοῦ πατρὸς τῆς μητρός σου , καὶ λάβε |
, οἷον τρύχω , σμύχω , βρύχω , πλὴν τοῦ οἴχω . Τὰ διὰ τοῦ ειος ὀνόματα ὑπερδισύλλαβα προπερισπώμενα ἔχοντα | ||
ἀνθρώποις ὁ νοῦς . * : εἰσοιχνεῦσι ] Ἀπὸ τοῦ οἴχω , οἰχνῶ : ὥσπερ καὶ ἵκω , ἱκνῶ . |
ἀμεύω : τὸ πορεύομαι : παρὰ τὸ ἅμα καὶ τὸ σεύω , τὸ ὁρμῶ . ἢ παρὰ τὸ νεύω καὶ | ||
ὁ δύσσοος : ὁ δυσκίνητος ἀπὸ τοῦ δυς καὶ τοῦ σεύω τὸ ὁρμῶ . Ὄλπις : ἤτοι ἐκεῖθεν ἁλοῦμαι , |
τοιούτου δ ' ὄντος ἀδύνατον ἐξ ἐναντίας ἔμφασιν γίνεσθαι μὴ στραφέντος τοῦ τύπου . τοῦτο δ ' ὑπὸ τίνος ἔσται | ||
ἐν τῆι γενέσει οἷον καὶ τὴν ῥάχιν τοιαύτην ἔχειν ὅτι στραφέντος καταχθῆναι συνέβη . . . , καλεῖ δὲ τὸ |
' ἐτελούμην : ἐτριταγωνίστεις , ἐγὼ δ ' ἐθεώρουν : ἐγραμμάτευες , ἐγὼ δ ' ἐκκλησίαζον : ἐξέπιπτες , ἐγὼ | ||
' ἐφοίτων . ἐτέλεις , ἐγὼ δ ' ἐτελούμην . ἐγραμμάτευες , ἐγὼ δ ' ἠκκλησίαζον . ἐτριταγωνίστεις , ἐγὼ |
συνίζησις , ὡς . . . ” ᾔθεοι “ . ἡρῷναι τρισυλλάβως τοῦ ι προσγεγραμμένου : τὸ ἐντελὲς δὲ ” | ||
νενευκυῖα . ※ . ἡρῷναί ] ἡρωΐδες . τὸ ” ἡρῷναι “ ἀττική ἐστι συναίρεσις , ὡς τὸ ” ἠίθεοι |
ἄελλαι , Ἀπολλώνιος . ἔδει εἰπεῖν Αἰῆτα , ὡς τοξότης τοξότα , Ὀρέστης Ὀρέστα , ἀλλ ' Ἰωνικῶς ἔτρεψε τὸ | ||
: ἀντὶ τοῦ αὐτοῦ τὴν χεῖρα . . . . τοξότα , λωβητήρ , κέραι ἀγλαέ , παρθενοπῖπα : ἡ |
δίδωμι , δαμάζω , ἀπατενίζω , πελεκῶ , νουθετῶ , ἀφορίζω , διπλασιάζω , ἀφοσιῶ . α : . , | ||
: Νίκανδρος : καὶ ἀφόρδια πάντα . εἴρηται παρὰ τὸ ἀφορίζω ἀφορίζιον καὶ ἀφορίδιον καὶ κατὰ συγκοπὴν ἀφόρδιον , τὸ |
μὴ ἀπηντηκέναι μοι οὐκ οἶδεν εἰ μεταμεμόρφωμαι οὐδ ' εἰ Θρᾳκιστί , ἀντὶ τοῦ οὐδ ' εἰ Ἰλλυριστί , κέκαρμαι | ||
μεταμεμόρφωμαι , οἶδε . Θρᾳκιστὶ δὲ ἀντὶ τοῦ Ἰλλυριστί . Θρᾳκιστί : διὰ τὸ μὴ ἀπηντηκέναι μοι οὐκ οἶδεν εἰ |
τὸ δὲ ἀλασκάζω Ἰονικῇ τροπῇ τοῦ α εἰς η , ἠλασκάζω . Ἠμαθόους . Ἀμαθοῦς , ποταμὸς ὁ παραῤῥέων . | ||
ἀΐσσω ἀΐξω αἴγλη μετὰ συναιρέσεως . . . , : ἠλασκάζω : ἀλῶ καὶ τὸ παθητικὸν ἀλῶμαι , ἐξ οὗ |
ἀνδράσιν , δι ' ἅπερ ἔφην τὸ πρότερον . . ΑΥΤΑΡ ΕΠΕΙ ΔΟΛΟΝ . Ἐπεὶ δὲ νεύσει τῆς Εἱμαρμένης ἀπηρτίσθησαν | ||
ἤσθιον , ἢ ἔνεμον , καὶ διεμέριζον ἀλλήλοις . . ΑΥΤΑΡ ΕΠΕΙ ΚΕΝ . Τὶς μὲν ἡ ζωὴ τῶν ἐκ |
τʹ ἐπὶ μῆκος . Ἀπὸ δὲ Ἰκάρου πλοῦς εἰς Σάμον προαριστίδιος . Αὐτῆς δὲ Σάμου στάδια σʹ . Ἐκ Σάμου | ||
κόλπου μῆκός ἐστιν ἀπὸ στόματος εἰς τὸν μυχὸν Παγασῶν πλοῦς προαριστίδιος . Τὸ δὲ στόμα αὐτοῦ ἐστὶ στάδια εʹ . |
“ ἐμπλείμην ” εὐκτικῆς ἐστιν ἐγκλίσεως . ἀπὸ γὰρ τοῦ πλῶ τὸ πληρῶ γίνεται εἰς - μι πλῆμι καὶ τὸ | ||
πέλω ἐστὶ ῥῆμα δηλοῦν τὸ πλησιάζω : καὶ κατὰ συγκοπὴν πλῶ , καὶ μετὰ τῆς ἐν προθέσεως τὸ ἐπίῤῥημα ἔμπλην |
. α . Ἄνυσις : πόλις Αἰγύπτου . Ἀνυσίτης ὡς Ὄασις Ὀασίτης . . . Ἄνωλος : πόλις Λυδίας : | ||
ἄλλοι , Βακτριανή , Κασπειρία , Σηρική , Θηβαΐς , Ὄασις , Τρωγλοδυτική . μερικῶς δέ , ὡς Ὠδαψὸς καὶ |
. , . . . . Ἀπεμόρξατο : ἀπὸ τοῦ ἀμέλγω ἀμελξάμην ἀμέλξατο , καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰς τὸ | ||
τοῦ σημαίνοντος τὸ ἐκπιάζω , μεταθέσει τοῦ ρ εἰς λ ἀμέλγω , καὶ ἀμολγός ὁ ἐκπιάζων τὰ πρόβατα . λοιπόν |
, ἢ διὰ τοῦ ι , οἷον ἁμαρτῶ ἁμαρτίνους , οἰδῶ Οἰδίπους . . . . ἄμαξα : παρὰ τὸ | ||
ἀπὸ γὰρ τοῦ ὁδὸς , ὁδῶ καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι οἰδῶ , καὶ τροπῇ τοῦ δ εἰς τ , πλεονασμῷ |
κʹ , ἀπὸ Ψύλλης χωρίου εἰς Τίον πόλιν καὶ ποταμὸν Βίλλαιον στάδια πʹ ” . τὸ ἐθνικὸν Ψυλλάτης . Ψύλλοι | ||
κʹ , ἀπὸ Ψύλλης χωρίου εἰς Τίον πόλιν καὶ ποταμὸν Βίλλαιον στάδια πʹ ” . τὸ ἐθνικὸν Ψυλλάτης . Ψύλλοι |
καὶ τἄλλα ὀξύνεται . καὶ τὸ ὀλοός ὀξύνεται ἀπὸ τοῦ ὀλῶ . Τὰ εἰς ΟΣ ὑπερδισύλλαβα παραληγόμενα Υ συνεσταλμένῳ προπαροξύνεται | ||
καὶ ἀργεστής ἐπιθετικὰ ὀξύνονται . Ἔτι βαρύνονται τὰ παρὰ τὸ ὀλῶ : πανώλης ἐξώλης προώλης . Τὰ εἰς ΗΣ ἐπίθετα |
μείξει κοινωνούσας λέγεις ; Πάνυ μὲν οὖν . Εἰσὶ τοίνυν μείξεις αἱ μὲν κατὰ τὸ σῶμα ἐν αὐτοῖς τοῖς σώμασιν | ||
: ἡ πολύλαλος . κάπραινα : γυνὴ ἡ ὀργῶσα πρὸς μείξεις . καπρῶντας : ὁρμητικῶς ἔχοντας πρὸς συνουσίαν . κυρίως |
, τεῦχος τευχῶ . βαρύνεται δὲ ταῦτα : στείχω τεύχω ψύχω τρύχω λείχω γλίχω . οὐκ ἀντιπίπτει τὸ αὐχῶ : | ||
διὰ τοῦ υχω διὰ τοῦ Υ ψιλοῦ γράφονται , οἷον ψύχω , τρύχω , σμύχω , βρύχω , ὃ σημαίνει |
τὸ ω ἐπὶ τῆς γενικῆς , οἷον Ἀτρείων Ἀτρείωνος , Πηλείων Πηλείωνος : ὅθεν τὸ Κρονίων ἀναλογώτερόν ἐστι κλινόμενον διὰ | ||
τὸ μὲν γὰρ Ἀτρείων πατρωνυμικόν ἐστι , ὡσαύτως καὶ τὸ Πηλείων , τὸ δὲ Καδμείων ἐθνικόν . πρόσκειται βαρύτονα διὰ |
εἰς ΘΩ κατ ' ἐπιπλοκὴν συμφώνου βαρύνεται , εἰ μὴ προκατάρχοιτο ὄνομα ἢ τῷ Ο . . . παραλήγοιτο : | ||
. Τὰ εἰς ΝΩ παραληγόμενα τῷ Ε περισπᾶται , εἰ προκατάρχοιτο ὄνομα , ἐξ οὗ γέγονε : φρενός φρενῶ , |
. λέπαδνα : οἱ στηθιαῖοι λῶροι : τοῦτο δὲ ὡς βυρσοπώλης εἶπεν . ΓΘ ἄλλως : λεπτότατα καὶ εἰς πολλὰ | ||
διὰ τὸ δύσοσμον . καὶ γὰρ αἱ βύρσαι δύσοσμοι , βυρσοπώλης δὲ ὁ Κλέων . ἰστέον ὡς βυρσοδέψης ἦν ὁ |
κατηγορήσας καταδίκης αἴτιός σοι γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω . | ||
Ἀττικοί . οὐ χαιρήσεις ] οὐ χαίρων ἀπαλλάξεις . Γ αἱρήσω : διελέγξω : ἔλαβε δὲ τοῦτο ἀπὸ τοῦ “ |
ἄνα καὶ τοῦ ὦ γύναι . Τὼ μύρμηκε , τὼ βουπλῆγε : τοῖν μυρμήκοιν , τοῖν βουπλήγοιν : ὦ μύρμηκε | ||
τοῖν μυρμήκοιν , τοῖν βουπλήγοιν . ὦ μύρμηκε , ὦ βουπλῆγε . Πληθ . Οἱ μύρμηκες , οἱ βουπλῆγες . |
] [ τὸ δὲ Δαρδανειός ὀξύνεται . ] Τὰ εἰς ΕΙΟΣ τριγενῆ μὴ ἐθνικὰ προπαροξύνεται , εἰ ἀπὸ βραχείας ἄρχοιτο | ||
δὲ φατειός κατὰ πλεονασμὸν ἔσχε τὴν δίφθογγον . Τὰ εἰς ΕΙΟΣ ὑπερτρισύλλαβα μὴ πλεοναζούσης τῆς ΕΙ διφθόγγου προπαροξύνεται : Αἰάντειος |
ἄξω , ὁ μέσος παρακείμενος ἦγα καὶ Ἀττικῶς ἔαγα : ῥήσσω , ὁ μέλλων ῥήξω , ὁ μέσος παρακείμενος ἔρρηγα | ||
τοῦ η εἰς ω , ῥωγός . παρὰ δὲ τὸ ῥήσσω , καὶ ῥωγάδες . Ῥυμός . παρὰ τὸ ἐρύω |
τὰ ἐπιτήδεια ἀπεχούσας ἡμῶν ὅσον διελθόντες ἂν ἡδέως ἀριστῴητε . Ἡγοῦ τοίνυν , ἔφη ὁ Ξενοφῶν . ἐπεὶ δ ' | ||
ὦ Ἡράκλεις , ἀναπέπταται ὥσπερ ὑπὸ κλειδὶ ἡ θύρα . Ἡγοῦ ἐς τὸ πρόσθεν . ὁρᾷς αὐτὸν ἀγρυπνοῦντα καὶ λογιζόμενον |
γενικῇ , οἷον Τρώς Τρωός , δμώς δμωός , κίς κιός , λίς λιός . Πρόσκειται μονοσύλλαβον διὰ τὸ Ἀχιλλεύς | ||
Ῥίνθωνι ἐγένετο ἡ Διός γενική , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ κίς κιός καὶ ἀπὸ τοῦ λίς λιός : ἐκεῖνος γὰρ ἐπλάσατο |
γράφει τὴν παραλήγουσαν τῆς γενικῆς : οἷον , κλὼν , κλωνός : πρὼν , πρωνός : Χὼν , Χωνὸς , | ||
καὶ φυλάττουσι τὸ ω ἐπὶ τῆς γενικῆς , οἷον κλών κλωνός , πρών πρωνός , ἐξ οὗ καὶ Π πρώονες |
βαρέως Ἀττικοί . οὕτως Ἀττικοὶ βαρύνουσιν “ ἑξέτει ” . τραυλίσαντι : ψελλίσαντι , ἄσημον ἀφέντι φωνήν . τραυλίσαντι : | ||
σφάλλου . κἀγώ τοί ] “ γάρ ” ἔξωθεν . τραυλίσαντι ] ἄναρθρα παρακεκομμένα εἰπόντι . ἀπὸ τοῦ “ Ἡλιαία |
ἀττέλαβος , ὅπερ οἱ Ἀττικοὶ παραλόγως ὀξύνουσι . Τὰ εἰς ΒΟΣ ἐπιθετικὰ ὑπὲρ δύο συλλαβὰς , εἰ μὴ τῷ Η | ||
λήγοντα καθαρά . Τὸ δὲ ἕκτον ἀρξάμενον ἀπὸ τῶν εἰς ΒΟΣ συμπληροῖ τὰ εἰς ΛΟΣ : κατὰ γὰρ τὴν τῶν |
κρεμάμενον εἶπε : Καταβαίνεις καὶ ἀπαγγέλλεις ; ἢ ἀναβαίνω καὶ ἀπαρτίζω σε . Λιμόξηρος ἰατρὸς ἰδὼν ἄρτον εἰς τρύπην κείμενον | ||
εἰ φαρμακοῦμαι Ϙβ εἰ λαμβάνω ληγᾶτον Ϙγ εἰ ὃ ἐπιβάλλομαι ἀπαρτίζω καὶ πληρῶ Ϙδ εἰ θεωρῶ τὴν πατρίδα μου Ϙε |
σεῖστρον : παρὰ τὸ σείω . . . . . σείω : σείω : . . . ἢ ἔστι σῶ | ||
παρὰ τὸ σείω . . . . . σείω : σείω : . . . ἢ ἔστι σῶ σείω , |
. θλασθεῖσα μετὰ μέλιτος καὶ ὕδατος ἴσου διδομένου τοῦ χυλοῦ ἀναγαργαριζέσθω . [ στʹ . Πρὸς αἱμοῤῥαγίαν ἐκ τοῦ στόματος | ||
πότιζε ἢ ὄξος μετὰ θύμου δριμύ : μετὰ δὲ ταῦτα ἀναγαργαριζέσθω θερμῷ ὕδατι . Κεφ . ιγʹ . [ Πρὸς |
δὲ πόλιν τρωπῶντο λιλαιόμενοι βιότοιο . σμερδαλέον δ ' ἐβόησε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς , οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥς τ ' | ||
οὐδ ' ὑπερήσει . ” ὣς φάτο , γήθησεν δὲ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς , χαίρων οὕνεχ ' ἑταῖρον ἐνηέα λεῦσς |