ἐκ μέσου τὰ θερμὰ δεινὸς ἁρπάσαι ; ποῦ Κόρυδος ἢ Φυρόμαχος ἢ Νείλου βία ; ἴτω πρὸς ἡμᾶς , καὶ
' οἶσθ ' ὅτι Μελανιππίδης ἑταῖρός ἐστι καὶ Φάων καὶ Φυρόμαχος καὶ Φᾶνος , οἳ δι ' ἡμέρας [ μιᾶς
7249113 Μελανιππιδης
τρυφῶσιν ἕτεροι πρὸς ἑτέρους . ἆρ ' οἶσθ ' ὅτι Μελανιππίδης ἑταῖρός ἐστι καὶ Φάων καὶ Φυρόμαχος καὶ Φανός ,
εἰς μετάθεσιν τὴν προϋπάρχουσαν ἤγαγε μουσικήν . Ὁμοίως δὲ καὶ Μελανιππίδης ὁ μελοποιὸς ἐπιγενόμενος οὐκ ἐνέμεινε τῇ προϋπαρχούσῃ μουσικῇ ,
6339392 Φαων
. ἆρ ' οἶσθ ' ὅτι Μελανιππίδης ἑταῖρός ἐστι καὶ Φάων καὶ Φυρόμαχος καὶ Φᾶνος , οἳ δι ' ἡμέρας
τάριχον τῷ Κυλάβρᾳ θύειν φησὶ Καλλίμαχος ἐν Βαρβαρικοῖς νομίμοις . Φάων : ἐπὶ τῶν ἐρασμίων καὶ ὑπερηφάνων : τοῦ γὰρ
6019308 Φανος
: ” ποῖός σοί τις δοκεῖ εἶναι ; ” . Φανὸς ἐπὶ λαμπάδος , ἀλλὰ μὴ ἐπὶ κερατίνου λέγε :
δημοσίου δὲ γενομένου ἐγκλήματος ἔγραφον ἀμφότεροι τὰ λεγόμενα . ΓΘ Φανὸς ] οὗτος κακοπράγμων καὶ φιλόδικος γραμματεύς . ὁ μὲν
4822903 παμφαγος
φαγεῖν ” ἐν τῷ τέλει συντεθειμένα παροξύνεται : ἀρτοφάγος μονοφάγος παμφάγος . Ὅσα τὸ „ εὖ „ μόριον κατ '
ἡ μεγάλη στρουθὸς ἡ λεγομένη στρουθοκάμηλος ταὐτὸ ποιεῖ . ὅτι παμφάγος ἐστὶν ἡ στρουθὸς καὶ πολλάκις ἐσθίουσα σίδηρον πέττει καὶ
4669820 δειπνουσι
λαγωῶν καὶ δορκάδων . ἀνεδίδοντο δὲ καὶ χρυσοῖ στέφανοι τοῖς δειπνοῦσι καὶ ἀργυρωμάτων πλῆθος καὶ θεραπόντων καὶ ἵππων καὶ καμήλων
παρασίτους καλεῖ . τῶν ἐπισιτίων φησὶ τούτων τινάς , οἳ δειπνοῦσι τἀλλότρια , ἑαυτοὺς ἀντὶ κωρύκων παρέχοντες . ὅτι κύβος
4609314 κωμῳδουμενος
πρᾶγμα . Γ ὄρθιον νόμον ] ἐπεὶ κιθαρῳδὸς ἦν ὁ κωμῳδούμενος . ὄρθιον νόμον ] εἶδος μέλους . μουσικὸς γὰρ
. οὐ Κλεισθένη βινήσομεν : Οὗτος Σιβυρτίου παῖς ἐπὶ θηλύτητι κωμῳδούμενος . εἰ σωφρονεῖτε : Τοῦτο φησίν : εἰ μὴ
4593574 λαλος
: τότ ' ὄρη λαλεῦσι φωναῖς , φιλέρημος δὲ νάπαισιν λάλος ἀνταμείβετ ' ἀχώ : πιθαναὶ δ ' ἐργατίδες σιμοπρόσωποι
συμ - φέρει εἰ καὶ ἡ γαμηθεῖσα λοίδορός τις καὶ λάλος καὶ μοιχάς , φυλάσσεσθαι δὲ δεῖ οἰκοδομεῖν . τὰ
4533097 γραυς
ἢ τῆς ἑσπέρας σαπροὺς ἅπαντας ἀποφέρωσιν οἴκαδε . κἀνταῦθα καὶ γραῦς καὶ γέρων καὶ παιδίον πεμφθεὶς ἅπαντες ἀγοράσουσι κατὰ τρόπον
πρεσβῦτις : ἡ Γοργώ φησιν , ὅτι χρησμοὺς ἀποφοιβάσασα ἡ γραῦς ἀπῆλθεν . πάντα γυναῖκες ἴσαντι : ἴσασι , ὅπως
4467329 λαγυνος
ἥμισυ δ ' οἴνου , Ἀρχῖν ' , ἀτρεκέως ἥδε λάγυνος ἔχει . λεπτοτέρης δ ' οὐκ οἶδ ' ἐρίφου
: τὸν μεστὸν ἡμῖν φέρε λάγυνον , καί : δυσχερὴς λάγυνος οὗτος πλησίον ὄξους . καὶ Δίφιλος : λάγυνον ἔχω
4406919 λακερυζα
ε , κάρυζα . μετὰ τοῦ λ ἐπιτατικοῦ μορίου , λακέρυζα . Λεχήν . παρὰ τὸ λεῖον , κατ '
καὶ βωμακεύματα καὶ βωμολοχεύματα , ὡς Ἀπολλόδωρος ὁ Κυρηναῖος . λακέρυζα . μέγα κράζουσα . ἐρυσίβην . θηρίδιόν τι ἐν
4362870 χυτρα
' οὐ τὸν χυτρόποδα . εἰδέναι δὲ οὐ φαῦλον ὅτι χύτρα καὶ φιλήματος εἶδος ἦν , ὁπότε τὰ παιδία φιλοίη
βαθεῖα χωστορυγίς : χυτήν : χυλός : χυτλίζειν βρέφη ἐν χύτρα ἐκτίθεσθαι : σεσημείωται τὸ χοῖρος διὰ τῆς οι διφθόγγου
4350161 ὀνομ
καὶ Ἀναξανδρίδης ἐν Σαμίᾳ : τὸ γὰρ κολακεύειν νῦν ἀρέσκειν ὄνομ ' ἔχει . οὐκ ἐπίστανται δὲ οἱ τὴν κολακείαν
ἀράχναι λεπτὰ διαστήσαιντο , βοᾶς δ ' ἔτι μηδ ' ὄνομ ' εἴη . ὑψηλὸν δ ' Ἱέρωνι κλέος φορέοιεν
4341537 ὀβολου
, “ τὴν Ἀναξιμένους , ” ἔφη , “ διάλεξιν ὀβολοῦ τάριχος διαλέλυκεν . ” Ὀνειδιζόμενός ποτε ὅτι ἐν ἀγορᾷ
μικροτράπεζοι φυλλοτρῶγες δράσειαν ; ὅπου τέτταρα λήψει κρέα μίκρ ' ὀβολοῦ . παρὰ δ ' ἡμετέροις προγόνοισιν ὅλους βοῦς ὤπτων
4337216 ἐχθες
ἐπιστραφέντος αὐτῶν , ὡς εἰ μηδὲ ἐγένοντο τὸ παράπαν , ἐχθὲς καὶ πρώην ἐν Ἀλεξανδρείᾳ τῇ κατ ' Αἴγυπτον Αἰνησίδημός
' ἐν τῷ κρατεῖν ταῖς δυνάμεσιν , ὃ καὶ τὰ ἐχθὲς ἀφαιρεθέντα , ἔτι ὄντα παρὰ τοῖς πολεμίοις σῶα ,
4326759 ἑκατονταετει
, γελάσας εὐθὺς „ εἶπε τῇ διανοίᾳ : εἰ τῷ ἑκατονταετεῖ γενήσεται , καὶ ἡ Σάρρα ἐνενήκοντα ἐτῶν οὖσα τέξεται
καὶ γελάσαντι ἐπὶ τῇ ὑποσχέσει καὶ εἰπόντι „ Εἰ τῷ ἑκατονταετεῖ γενήσεται , καὶ Σάρρα ἐνενήκοντα ἐτῶν οὖσα τέξεται „
4295898 δειελιησας
ἐλάμβανον , ἐπεὶ ὁ ποιητὴς ἔφη σὺ δ ' ἔρχεο δειελιήσας , οὐ νοοῦντες ὅτι λέγει τὸν δειλινὸν διατρίψας χρόνον
δειελινήν . ἔσσεται οὕτως ἄττα : σὺ δ ' ἔρχεο δειελιήσας δείλην γὰρ καλοῦσιν [ οἱ Ἀττικοὶ ] τὸ περὶ
4250936 κυαθος
δεῖ ἀρύεσθαι τὸν οἶνον , ἔστιν ἀρυστὴρ καὶ ἀρύστιχος καὶ κύαθος καὶ οἰνοχόη καὶ οἰνήρυσις καὶ ἔφηβος καὶ λεπαστή :
' οὐ προσεφέρετο εἰ μή τις αἰτήσειεν : ἐδίδοτο δὲ κύαθος εἷς πρὸ τοῦ δείπνου , αὐτῶι δὲ πολὺ πρώτωι
4250379 περυσι
αὐτὸς ἢ ὁ γείτων , ἀγνοήσει , καὶ νῦν ἢ πέρυσι , καὶ Ἀθήνησιν ἢ ἐν Αἰγύπτῳ , καὶ ζῶν
τοῖς πραττομένοις , ἀλλὰ τοῖς πράττουσι φθονεῖν . ἐπεὶ καὶ πέρυσι τοὺς λόγους τούτους πρὸς ἐμὲ ἔλεγον οἱ προεστῶτες αὐτῶν
4242941 πατρωιος
κοῦροι Ἀχαιῶν : τοιοῦτον γάρ τί φησι : ξένος ἄρα πατρώιος εἶ , μεγάλων ἄρα δώρων ἐπιθυμεῖς . καὶ ἐπ
? ? [ : ] κεῖνος δὴ Νόος ἐστὶν ἐμὸς πατρώιος Ἑρμῆς . τῷ μάλα πόλλ ' ἐπέτελλε καμεῖν περικαλλέα
4213952 χθες
γυναικὸς γυνὴ τὴν αὐτὴν δέησιν , ἣν καὶ σύ μου χθὲς ἐδεήθης : δός μοί τι ἐπὶ τοῦτον τὸν ὑπερήφανον
ἐμαυτοῦ διανοίας ” , εἶπεν ” ὦ ἄνδρες , ἀπολελόγημαι χθὲς Ἀπολλωνίῳ τῷ γενναίῳ „ . „ ἠκούσαμεν ” ἦ
4200984 Παρις
ις ἀποβολῇ τοῦ ς ποιοῦσι τὴν κλητικήν , οἷον ὁ Πάρις ὦ Πάρι , ὁ Ἄδωνις ὦ Ἄδωνι , ἡ
τοῦ η εἰς α δάκω ὡς μεσημβρία μεσαμβρία καὶ Πῆρις Πάρις : καὶ κατὰ Δωριεῖς προσθέσει τοῦ ν δάκνω .
4198070 κρεισσονι
; εἶτα οὐκ ἐκστήσῃ τῶν ἀλλοτρίων ; οὐ παραχωρήσεις τῷ κρείσσονι ; Τί οὖν μ ' εἰσῆγεν ἐπὶ τούτοις ;
κατὰ τὸν πόλεμον ἵπποις καὶ ὅπλοις καὶ τῇ ἄλλῃ παρασκευῇ κρείσσονι ἢ ξύμπαντες οἱ ἄλλοι βασιλῆς ὀκτὼ οἱ πρὸ αὐτοῦ
4195799 Κρηθηος
, ἣ φάτο Σαλμωνῆος ἀμύμονος ἔκγονος εἶναι , φῆ δὲ Κρηθῆος γυνὴ ἔμμεναι Αἰολίδαο : ἣ ποταμοῦ ἠράσσατ ' Ἐνιπῆος
, ἣ φάτο Σαλμωνῆος ἀμύμονος ἔκγονος εἶναι : φῆ δὲ Κρηθῆος γυνὴ ἔμμεναι Αἰολίδαο : εἶτα τὸ ἑξῆς : τοὺς
4185848 ἀσιτος
πνοήν . λέγεις μάγειρον ζῶντα ; πλησίον δέ γε ταύτης ἄσιτος ἡμέραν καὶ νύχθ ' ὅλην κεστρεύς , λεπισθείς ,
ἔχει τῆς καθάρσιος : ἢν δὲ μὴ , κακῶς : ἄσιτος δὲ ταῦτα ποιείτω . Καὶ ἢν μὴ τεκνοῦσα ἦ
4182162 Μιδας
, ὅροι , συνωρὶς κεῖος ἢ κῷος . ὁ μέντοι Μίδας καὶ τῶν μέσων βόλων ἦν . καὶ ἄλλοι δὲ
θνητήν . καὶ Μυλλίαν δὲ τὸν Κροτωνιάτην ὑπέμνησεν , ὅτι Μίδας ὁ Γορδίου ἐστὶν ὁ Φρύξ , καὶ τὸν ἀετὸν
4170954 ὠπτατο
καὶ σῦκα βαιά , καὶ μύκης τις ἐνίοτ ' ἂν ὠπτᾶτο , καὶ κοχλίας γενομένου ψακαδίου ἠγρεύετ ' ἄν ,
, ὡς ἐν τῇ Ἀλεξανδρείᾳ , ἢ ὅτι ἐν ὀβελίσκοις ὠπτᾶτο . Ἀριστοφάνης : εἴτ ' ἄρτον ὀπτῶν τυγχάνει τις
4165831 στατηρας
μέντοι νιγλαρεύων κρούματα ἐνταῦθα τοίνυν ἦν ἐκείνοισιν πιθών . ἔχων στατῆρας χρυσίου τρισχιλίους . ἐγὼ δὲ συμψήσασα τἀργυρίδιον λέγ '
διδάξει γράμματα . ἐν τούτοις τοίνυν ἕνδεκα μὲν καὶ διακοσίους στατῆρας ἐγκέκληται λαβεῖν οὐχ ἁρπάσας οὐδὲ βιασάμενος , ἀλλά τινος
4155903 τροφαλις
, , . , . . ἴπνια , . ) τροφαλὶς κυρίως ὁ κύκλος τοῦ τροχοῦ : πολὺς δὲ τυρὸς
Γ Εὔπολις Χρυσῷ γένει : λοιπὸς γὰρ οὐδείς : † τροφαλὶς ἐκείνη † ἐφ ' ὕδωρ βαδίζει σκῖρον ἠμφιεσμένη .
4117889 περυσιν
ἔτη τετελεύτηκεν ἤδη , ὁ δὲ Ἔνδιος τοῦ Μεταγειτνιῶνος μηνὸς πέρυσιν , ἐν ᾧ ἔλαχον τοῦ κλήρου τὴν λῆξιν τρίτῃ
καὶ γαμεῖν ἐδέδοκτό μοι , τὴν Δημέου θυγατέρα τὴν τοῦ πέρυσιν ἐστρατηγηκότος ἀφείς , καὶ ταῦτα πρὸς μητρὸς ἀνεψιὰν οὖσαν
4116564 Λυκιαι
. λόχος : ἡ ἐνέδρα . καὶ τάξις πολεμική . Λυκίαι βʹ : τῆς μὲν γὰρ Σαρπηδών , τῆς δὲ
Παμφυλίας , ἐξ ὧν ἥ τε Μοψουεστία καὶ ἡ ἐν Λυκίαι Ῥοδία καὶ ἡ Παμφυλία χώρα τὰς ἐπωνυμίας ἔλαβον :
4108592 φημιξωσι
φήμη δ ' οὔτις πάμπαν ἀπόλλυται , ἥντινα λαοὶ πολλοὶ φημίξωσι : θεός νύ τίς ἐστι καὶ αὐτή . καὶ
δ ' ὁπότ ' αἰζηοῖο μετ ' ἀλλοδαποῖσιν ἐόντος λαοὶ φημίξωσι μόρον , τὸν δ ' ἔκποθεν υἷες ὕστερον ἀθρήσαντες
4101921 ἀγρος
ἀντωνυμικὴ σύνταξις ἀρξαμένη ἀπαράδεκτός ἐστιν δύο ἄρθρων , ὁ ἐμὸς ἀγρός , ὁ ἐμὸς δοῦλος : καθὼς πρόκειται δέ ,
γινόμενα φυλάττουσι τὸ ω , οἷον ἁγνός Ἅγνων Ἅγνωνος , ἀγρός Ἄγρων Ἄγρωνος , μακρός Μάκρων Μάκρωνος , πατρός Πάτρων
4088711 μαντις
καὶ Διόνυσος μάντις , καὶ ἐν Βάκχαις φησὶ [ ] μάντις δ ' ὁ δαίμων ὅδε : τὸ γὰρ βακχεύσιμον
: χορὸς γεωργῶν ἀθμονέων : θεράπων Τρυγαίου ἕτερος : Ἱεροκλῆς μάντις χρησμολόγος : δρεπανουργός : λοφοποιός : θωρακοπώλης : σαλπιγγοποιός
4078548 ἑνη
πολιὸς ὤν ἕνη ; : οὕτως ἐν τοῖς ἀκριβεστάτοις , ἕνη , ἵνα λέγῃ “ ἐκ πολλοῦ ” . Ἀττικοὶ
' ἑνὸς ν τῇ ⌈ ” ἔνη “ [ ” ἕνη “ / ] χρῆται ⌈ διὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ
4064339 ἀφωνος
πρώτη καὶ πρεσβυτάτη τροφὴ τῶν ἀνθρώπων , καὶ ὅτι οὐκ ἄφωνος , ἀλλὰ καὶ ἐφθέγξατό ποτε ἐν Δωδώνῃ . εἰ
περὶ τὰ τῶν παιδίων στόματα μάλιστα γινομένη . ἄναυδος : ἄφωνος . αὐδὴ γὰρ ἡ φωνή . ὡς Ὅμηρός φησιν
4049935 ἐπισκεψομενος
καὶ ἠπόρει ὅτι χρήσαιτο . ἀποροῦντι δὲ αὐτῷ ἔρχεται Προμηθεὺς ἐπισκεψόμενος τὴν νομήν , καὶ ὁρᾷ τὰ μὲν ἄλλα ζῷα
ἐκ τοῦ πολέμου οὐκ ἐπὶ μισθίους καὶ ποιμένας ἀπῆλθεν , ἐπισκεψόμενος τὰ ἴδια θρέμματα , ἀλλ ' ὥρμησεν ἐπὶ τῷ
4047633 τεθνηκεν
' αὐτόν ; τί δ ' ] οὐκ , εἰ τέθνηκεν , τούτου αἰτία εἶ σύ , ἐπεὶ οὐ ζῶσαν
Ἀττικοῖς παρολκῇ τοῦ μαλα γίνεται , καθάπερ ἦ μάλα δὴ τέθνηκεν . ἦ μάλ ' ἐλαφρὸς ἀνήρ . τὸ δὲ
4036960 αἰπολος
συναίρεσις ὡς τὸ “ ᾡπόλος ” ἀντὶ τοῦ “ ὁ αἰπόλος ” , ἔκθλιψις δὲ καὶ κρᾶσις καὶ συναίρεσις ὡς
Δάφνις ὑφ ' ἡδονῆς , ἀλλ ' ἅτε ἄγροικος καὶ αἰπόλος καὶ ἐρῶν καὶ νέος , πρὸ τῶν ποδῶν καταπεσὼν
4028424 οἱμος
ἔμπνοα βόσκει , οὐδ ' ὁπόσον πήχυιον ἐς Ἄιδα γίγνεται οἷμος , οὐδ ' εἰ Παιήων φαρμάσσοι , ὅτε μοῦνον
γὰρ τοῦ κείομαι κεῖμαι κοίμη , ὡς καὶ ἀπὸ τοῦ οἷμος οἴμη . Τὰ διὰ τοῦ ημη δισύλλαβα βαρύτονα τὸ
4024410 ὑθλος
διαφέρει , τῇ γοῦν ξηρότητι κοινωνεῖ . καὶ ταῦτα μὲν ὕθλος ἐστὶ λήρων σοφιστῶν , λογικῆς ἐχομένων ζητήσεως . μεταβῶμεν
ἡ οι δίφθογγος οὐκ ἔστιν καθόλου : διὸ σημειούμεθα τὸ ὕθλος μόνον διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γραφόμενον . Πᾶσα λέξις
4023757 ρην
τοι ὁ μέγα πλούσιος μάλλον τοῦ ἐπ ' ἡμέ - ρην ἔχοντος ὀλβιώτερός ἐστι , εἰ μή οἱ τύχη ἐπίσποιτο
νυμφ [ [ ] μα ? ? [ [ ] ρην [ [ ] ι ὅτι τῆς πολλῆς [ [
4017667 Παρελθων
ἐκάλεσεν αὐτῷ συνήγορον Δημοσθένην , ἀλλ ' οὐκ ἐμέ . Παρελθὼν δ ' ὁ μισοφίλιππος Δημοσθένης , κατέτριψε τὴν ἡμέραν
εἷς δὲ τῶν βουλευτῶν ἦν Δημοσθένης ὁ ἐμὸς κατήγορος . Παρελθὼν δ ' ὁ Ἀριστόδημος , πολλήν τινα εὔνοιαν ἀπήγγειλε
3999167 ὑπερεκυπτε
μέγεθος τηλικοῦτος , δέσποτα , λευκός : τὸ πάχος γὰρ ὑπερέκυπτε τοῦ κανοῦ . ὀσμὴ δέ , τοὐπίβλημ ' ἐπεὶ
μέγεθος τηλικοῦτος , δεσπότα , λευκός : τὸ γὰρ πάχος ὑπερέκυπτε τοῦ κανοῦ . ὀσμὴ δέ , τοὐπίβλημ ' ἐπεῖ
3998150 Ἀρκας
αὐτὸς ποιῶν ἄλλοις παρέχειν διὰ πενίαν Ἀρκάδας μιμεῖσθαι ἔφη . Ἀρκὰς κυνῆ : Ἀρκαδικὸς πῖλος . . Ἀρκὰς φελλός :
οὐρανίου αἵματος ἅμα τῇ Ἀφροδίτῃ . Κράτης δ ' ὁ Ἀρκὰς εἰπών : πομπίλος , ὃν γαλέουσιν ἁλίπλοοι ἱερὸν ἰχθύν
3997371 οἰσθ
. εἰ γὰρ ἀποδιδοῖεν τὴν τῶν καλῶν ἀληθινὴν συμμετρίαν , οἶσθ ' ὅτι σμικρότερα μὲν τοῦ δέοντος τὰ ἄνω ,
' εἰδέναι . καλῶς ἔλεξας : τῆιδε καὶ σοφώτερον . οἶσθ ' οὖν Ἀθάνας Ἰλιάδος ἵνα στέγαι ; ἐνταῦθ '
3997207 προπινομενα
, Ἄπολλον , ὡσπερεὶ τεθνηκότι ; Μεγάλ ' ἴσως ποτήρια προπινόμενα καὶ μέστ ' ἀκράτου κυμβία ἐκάρωσεν ὑμᾶς . ἀνακεχαίτικεν
Ἀναξανδρίδης ἐν Ἀγροίκοις : μεγάλ ' ἴσως [ ποτήρια ] προπινόμενα καὶ μέστ ' ἀκράτου κυμβία ἐκάρωσεν ὑμᾶς . ἀνακεχαίτικεν
3989468 πριατο
πτερόεντα προσηύδα : “ ὦ φίλε , τίς γάρ σε πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν , ὧδε μάλ ' ἀφνειὸς καὶ καρτερός
ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ , ἔνθα με Λαέρτης πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν . οὕτω τήνδε τε γαῖαν ἐγὼν ἴδον
3989217 οὑμος
μὲν πατρὸς μομφαῖσιν ἠλαστρημένος Κυχρεῖος ἄντρων Βωκάρου τε ναμάτων , οὑμὸς ξύναιμος , ὡς ὀπατρίου φονεὺς πώλου , νόθον φίτυμα
τοῦτό μοι ἤδη πεπράξεται . ὁ μὲν οὖν ἀνόσιος οὗτος οὑμὸς μάγειρος ἐμοῦ πλησίον ἑστὼς τῇ γυναικὶ ταῦτα συνεβουλεύετο .
3963351 Σπινθαρος
: ἐποιοῦντο γὰρ τὴν ἀναμονὴν σιωπῆι χρώμενοι καὶ ἡσυχίαι . Σπίνθαρος γοῦν διηγεῖτο πολλάκις περὶ Ἀρχύτου τοῦ Ταραντίνου , ὅτι
ἀπὸ τῶν ἱερῶν οἱ Ἀμφικτύονες χρημάτων , ἀρχιτέκτων δέ τις Σπίνθαρος ἐγένετο αὐτοῦ Κορίνθιος . πόλιν δὲ ἀρχαιοτάτην οἰκισθῆναί φασιν
3960121 σημερον
ἄλλοτε ἄλλως ἔχον οὐχ ὑποπίπτει ἀκριβεῖ γνώσει , ἀλλὰ τυχὸν σήμερον μὲν τοιῶσδε γινώσκεται αὔριον δὲ τοιῶσδε διὰ τὸ ἄλλως
εἰ μὴ γὰρ ἐσπούδαζεν , οὐκ ἂν ἀπέστειλέ με ὄρθρου σήμερον . Ἀναστὰς οὖν πορεύσομαι τῷ καύματι : οὐ γὰρ
3950276 λεπαστη
' ἁδύοινος εὐφρανεῖ δι ' ἡμέρας . Θεόπομπος Παμφίλῃ : λεπαστὴ μάλα συχνή , ἣν ἐκπιοῦς ' ἄκρατον Ἀγαθοῦ Δαίμονος
καὶ οἰνήρυσις καὶ ἔφηβος καὶ λεπαστή : ὅτι δὲ ἡ λεπαστὴ οὐκ ἔκπωμα μόνον ἐστὶν ἀλλὰ καὶ οἰνοχόη , σαφὲς
3943140 Σιμων
ἀγαθός : πᾶς σκυτεὺς ἀγαθὸς εὐφυῶς κατασκευάζει τὰ πέδιλα : Σίμων ἄρα εὐφυῶς κατασκευάζει τὰ πέδιλα . ἐνταῦθα παρὰ τὸ
καὶ Σίμων ἐμέ : δύο ἐγένοντο ἡγεμόνες , Νίκων καὶ Σίμων . Ὑπερίσχυσε δὲ ὁ Σίμων κακοτροπώτατος ὢν , ὥστε
3943049 γενομην
γενεῆφι νεώτερος : οὐ γὰρ ἔμοιγε καλόν , ἐπεὶ πρότερος γενόμην καὶ πλείονα οἶδα . νηπύτι ' ὡς ἄνοον κραδίην
ἐπίγραμμα ποιῆσαι ἀλαζονικὸν τοῦτο : Εἴθ ' ἐγὼ ἐν κείνοις γενόμην , ἢ κεῖνοι ἅμ ' ἡμῖν , Οἳ γλώσσης
3940689 σαωσει
ἑξῆς : Βύνης δὲ καὶ τῆς Ἰνοῦς τῆς καὶ Λευκοθέας σαώσει ἄμπυξ : ἔστι δὲ περιβόλαιον καὶ Ὅμηρος ἄμπυκα κεκρύφαλόν
: Νὺξ δ ' ἥδ ' ἠὲ διαῤῥαίσει στρατὸν ἠὲ σαώσει . καὶ τὴν σκοτίαν καὶ γνοφώδη κατάστασιν , ὡς
3940277 ὑφορβον
ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο , δὴ τότε Τηλέμαχος προσεφώνεε δῖον ὑφορβόν : “ ἄττα , πόθεν τοι ξεῖνος ὅδ '
ὣς φάτο , καί ῥ ' Εὔμαιον ἀνώγει , δῖον ὑφορβόν , τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον . δακρύσας
3935047 χην
θηλυκῷ ἐκφωνεῖται καὶ ἀρσενικῷ παραλαμβάνεται , ὡς τὸ στρουθός ἀετός χήν γαλῆ . σχήματα τῶν ὀνομάτων ἐστὶν δύο , ἁπλοῦν
. οἷς ἦν μέγιστος ὅρκος ἅπαντι λόγῳ κύων , ἔπειτα χήν , θεοὺς δ ' ἐσίγων . ἄγε δὴ πρὸς
3922265 ἐφαγεν
' ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ δένδρον φρονήσεως , ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου . Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν
θεοῖσιν ἐχθρὸς Μυρτίλος : ὅτι γὰρ οὐδὲν τούτων πριάμενός ποτε ἔφαγεν εὖ οἶδα , τῶν τινος οἰκετῶν αὐτοῦ εἰπόντος μοί
3911435 Σκαμανδρος
τοῖς ἀνθρώποις ὄνομα : καὶ τὸν ποταμὸν εἰπὼν ὅτι οὐ Σκάμανδρος ἀλλὰ Ξάνθος ὀνομάζοιτο παρ ' αὐτοῖς , οὕτως ἤδη
κυδρός . καὶ Ὅμηρος : ἧχι ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος . οἱ δὲ περὶ τὸν Εὔρυτον , Ἀντιανείρας τῆς
3909808 κυπρινος
δ ' αὐτοὺς οἱ Ἀλεξανδρεῖς πλάτακας ἀπὸ τοῦ περιέχοντος . κυπρῖνος . τῶν σαρκοφάγων καὶ οὗτος , ὡς Ἀριστοτέλης ἱστορεῖ
, τρίγλη δὲ τρὶς , σκορπίος δʹ , καὶ ὁ κυπρῖνος πεντάκις . Ὅτι ἐρχομένου τοῦ ἀέρος τινὲς τῶν ἰχθύων
3907763 κλινεις
ὁ παθητικὸς βʹ ἀόριστος ἐκλίνην , καὶ ἡ μετοχὴ ὁ κλινείς , καὶ μετὰ τῆς κατά προθέσεως κατακλινείς . ἐκφρόντισόν
ὁ παθητικὸς βʹ ἀόριστος ἐκλίνην , καὶ ἡ μετοχὴ ὁ κλινείς , καὶ μετὰ τῆς κατά προθέσεως κατακλινείς . ἐκφρόντισόν
3906020 Παναθηναι
ἡ ναῦς ἐπὶ γῆς πλέει παρ ' αὐτοῖς . Γ Παναθήναι ' : σοὶ Γ οὖν , φησίν , ἄξομεν
οὕτω λάλει . γέρων ἀπεμέμυκτ ' ἄθλιος λέμφος . μικρὰ Παναθήναι ' ἐπειδὴ δι ' ἀγορᾶς πέμποντά σε , Μοσχίων
3899575 ἀεξομενοιο
ὁράᾳς ; ὀλίγη μὲν ὅταν κεράεσσα σελήνη ἑσπερόθεν φαίνηται , ἀεξομένοιο διδάσκει μηνός : ὅτε πρώτη ἀποκίδναται ἔνδοθεν αὐγή ,
' ἐνάτη τε δύω γε μὲν ἤματα μηνὸς ἔξοχ ' ἀεξομένοιο βροτήσια ἔργα πένεσθαι : ἑνδεκάτη δὲ δυωδεκάτη τ '
3896438 Βενιαμιν
εἶναι . Διαπορεῖσθαι δὲ , διὰ τί ποτε ὁ Ἰωσὴφ Βενιαμὶν ἐπὶ τοῦ ἀρίστου πενταπλασίονα μερίδα ἔδωκε , μὴ δυναμένου
εἰς Χεβρών , ἐγγὺς τῶν πατέρων μου . Καὶ ἀπέθανε Βενιαμὶν ἑκατὸν εἰκοσιπέντε ἐτῶν , ἐν γήρι καλῷ : καὶ
3894216 βιωσιμος
τὸ μεσουράνημα : καὶ ὁ συναχθεὶς πρὸς ἀναφορὰν χρόνος ἔσται βιώσιμος . κατὰ τὸ πλεῖστον δὲ οὗ ἂν προσνεύσῃ ὁ
γλυκεῖ . καὶ ἐὰν βούληταί τις ἀσθενοῦντος ἀνθρώπου διαπειρᾶσθαι εἰ βιώσιμος , λούειν κελεύουσι τρεῖς ἡμέρας , κἂν περιενέγκῃ βιώσιμος
3892389 ὑει
σφίσιν ὑπάρχοντα ἀποβλέψασαν , εἰ σὺ ἐν νῷ ἔχεις τῷ ὑεῖ αὐτῆς διαγωνίζεσθαι οὕτω κακῶς ἠγμένος . καίτοι οὐκ αἰσχρὸν
ὦ Σώκρατες . Καλόν γε , ὦ Δημόδοκε , τῷ ὑεῖ τὸ ὄνομα ἔθου καὶ ἱεροπρεπές . εἰπὲ δὴ ἡμῖν
3887380 ἠμερην
καί μευ ? οὔτε ? νυκτὸς οὔτ ' ἐπ ' ἠμέρην λείπει τὸ δῶμα ? , [ τέκνον ] ,
ταὔτ ' ἐμοὶ ? ? ζυγὸν τρίβεις : κἠγὼ ἐπιβρύχουσα ἠμέρην ? τε καὶ νύκτα κύων ὐλακτέω τῆις [ ]
3879810 Ἀττεω
ὅτι ἡ μὲν θεὴ Ῥέη ἐστίν , τὸ δὲ ἱρὸν Ἄττεω ποίημα . Ἄττης δὲ γένος μὲν Λυδὸς ἦν ,
τῆς Ῥέας ὄργια παρὰ τούτοις μένει , ὅ τε τοῦ Ἄττεω γάμος καὶ τὰ ἐπὶ τούτοις , ὅσα παρά σφι
3873858 δυ
κρεῶν τότ ' , οὐδὲ τῷ διδασκάλῳ . ἑτέρους πορίσασθαι δύ ' ἐρίφους ἠνάγκασας : τὸ γὰρ ἧπαρ αὐτῶν πολλάκις
μαρτυροῦσιν ; πρῶτον μὲν ἀδελφιδοῦς , εἶτα τοῦ ἑτέρου ἀδελφιδοῦ δύ ' υἱοί , εἶτ ' ἀνεψιαδοῦς , εἶθ '
3871347 ἐκληθην
ἐγκαταλίπηις : παρθένον ς ' εἴληφ ' ἐγώ , ἀνὴρ ἐκλήθην πρῶτος , ἠγάπησά σε , ἀγαπῶ , φιλῶ ,
τελέσας μητρί τ ' ὀρείαι δᾶιδας ἀνασχὼν μετὰ Κουρήτων βάκχος ἐκλήθην ὁσιωθείς . πάλλευκα δ ' ἔχων εἵματα φεύγω γένεσίν
3870300 βαρειων
' ἐκ δύο βαρειῶν : τὰ δὲ συνῃρημένα ἐκ δύο βαρειῶν πάλιν βαρύνονται , οἷον Πάνθοος Πάνθους , εὐγήραος εὐγήρως
καὶ ἀργύρεος ἀργυροῦς καὶ σιδήρεος σιδηροῦς ἀπὸ ὀξείας καὶ δύο βαρειῶν συναιρεθέντα οὐ συνῃρέθησαν εἰς ὀξεῖαν καὶ βαρεῖαν ἀλλ '
3864400 λακκαιον
ἔχοντες . Λακκαῖον δὲ ὕδωρ λέγει Ἀναξίλας : ἴσως τὸ λακκαῖόν γε ὕδωρ ἀπόλωλεν . ἐγὼ δ ' ὢν φιλοτάριχος
ἐμοῦ τουτί γέ σοι νόμιζ ' ὑπάρχειν . Ἴσως τὸ λακκαῖόν γ ' ὕδωρ ἀπόλωλε . Οὐκ ἄν γ '
3860750 ἐπιε
μοι πάρεχε τὴν ἐκεῖ μετὰ σοῦ δίαιταν εὐδαίμονα . Εἰποῦσα ἔπιε τὸ φάρμακον , καὶ εὐθὺς ὕπνος τε αὐτὴν κατεῖχε
ἠγωνίσαντο . παρὰ δὲ Λοκροῖς τοῖς Ἐπιζεφυρίοις εἴ τις ἄκρατον ἔπιε μὴ προστάξαντος ἰατροῦ θεραπείας ἕνεκα , θάνατος ἦν ἡ
3860404 πρῳην
μὴ ὑπῆρχε γραμματικός , καὶ νῦν φαμεν ὅτι γέγονε γραμματικὸς πρῴην μὴ ὤν . ὥστε φαίνεται τὸ συμβεβηκὸς ἐγγὺς τοῦ
ὀρνίθειον οἰκίσκον φέρεις ; παῖδες ἀγένειοι Κλεισθένης τε καὶ Στράτων πρῴην ἐρανιστὰς ἑστιῶν ἥψησα ἔτνος . δάπτοντα , μιστύλλοντα ,
3857630 ἐγηματο
† θαλάμοις † ἐν ᾧ κεῖνος οὐκ ἔγημεν ἀλλ ' ἐγήματο , καὶ Αἰσχύλος ἐν Ἀμυμώνῃ σοὶ μὲν γαμεῖσθαι μόρσιμον
Μήδεια : ὃν γὰρ ἐκεῖνος οὐκ ἐβούλετο Ἰάσονα , τούτῳ ἐγήματο καὶ συναπῆρεν αὐτῷ . ζητεῖται δὲ τί δήποτε τὴν
3854135 ἐκαθευδεν
κατὰ τρεῖς : ἦσαν γὰρ ἐφ ' ὧν ὁ Κύκλωψ ἐκάθευδεν , ἔμελλε δὲ ὁ μέσος ἄρα ἄνδρα οἴσειν τῶν
ἔδοξεν ὑπὸ τῷ σκίμποδι κατακεῖσθαι σκύμνον , ἐφ ' ᾧ ἐκάθευδεν ὁ Νικόστρατος . Νικοστράτῳ μὲν δή , ὡς ηὐξήθη
3849222 Ἀδωνις
διὰ τοῦ δ κλίνεται εἴτε ἀρσενικὰ εἴη εἴτε θηλυκά , Ἄδωνις Ἀδώνιδος , Πάριδος Θέτιδος Μέμφιδος : τὰ ἐν τοῖς
κλισμῶ , πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων καταβάλλων , ὁ τριφίλητος Ἄδωνις , ὁ κἠν Ἀχέροντι φιληθείς . παύσασθ ' ,
3844496 σπονδη
. ὅτι ὁ μὲν ἄρτος καὶ ὁ οἶνος καὶ ἡ σπονδὴ σημεῖα εἰρήνης ἦσαν . ἐπὶ εἰρήνῃ γάρ , ὡς
οἷον βουλόμενόν τι προσποιεῖσθαι μὴ θέλειν . Ἐκεχειρία : ἡ σπονδὴ καὶ συνθήκη . Ἀμηγέπῃ : ὅπως δὴ καὶ καθ
3843664 δραχμαις
τρὶς ἁλῷ τις , ἐὰν δ ' ἅπαξ , ζημιοῦσθαι δραχμαῖς ἑκατόν . Ἀτίμητος δίκη , ἡ τοσούτου οὖσα ὅσου
Περσῶν : καί φησί γε Καλλισθένης ὑπ ' Ἀθηναίων χιλίαις δραχμαῖς ζημιωθῆναι Φρύνιχον τὸν τραγικόν , διότι δρᾶμα ἐποίησε Μιλήτου
3840609 πολυπειρος
' ἀξίαν ἑκάστῳ τὸ ἐπιτίμιον ὑπάρξαι , πραγματικὸς δὲ καὶ πολύπειρος ἐκ τοῦ πᾶν ἔγκλημα καὶ πρᾶγμα δημόσιόν τε καὶ
κρατύνει γνώμαις ὀρθοτάταισι συνών , ἀδιάστροφος αἰεί , ὠγύγιος , πολύπειρος , ἀβλάπτως πᾶσι συνοικῶν τοῖς νομίμοις , ἀνόμοις δὲ
3829953 γεμισον
ἔμβαλε ὕδωρ πληρώσας τὴν λεκάνην , καὶ τούτου ξηρανθέντος πάλιν γέμισον δὶς καὶ τρὶς ξηράνας πάνυ , καὶ τότε ἀπόθου
. τοῦ δὲ λίθου τούτου ἡ δύναμις πειράζεται οὕτως : γέμισον εἰς χαλκοῦν σκεῦος ὕδωρ καὶ ἐπίθες τὸν λίθον περιάπτων
3829484 γελαι
βλέπων ἐφ ' οἷς [ ] ὡμολόγει [ ] τοῦτο γελᾶι ἐπὶ [ ] τῶι [ ] σοφίσματι ὡς οὐ
? ' ἔχεις [ ] λόγον . ἰδοὺ ] ? γελᾶι ? μου ? [ προσορῶν ? ] ? ×
3827135 χὡ
ἄλλως τοῖς ἐπὶ Τροίαν φέρουσιν ἀνέμοις ἐντύχωσιν οἱ Ἕλληνες . χὡ μὲν πατήσει χῶρον : ὁ μὲν οὖν Ἀχιλεὺς φησὶ
εὖ μεταλλάσσουσιν : ὃς γὰρ ἂν σφαλῇ εἰς ὀρθὸν ἔστη χὡ πρὶν εὐτυχῶν πίτνει . ἔστι καὶ παρὰ δάκρυσι κείμενον
3821079 δραχμη
: καὶ γὰρ ἠδίκησέ με . πόρνοι μεγάλοι Τιμαρχώδεις Θεόδωρος δραχμὴ χαλαζῶσα ἀγάμητον ἀλείπτριαν ἀντίκλειδες ἀντίπαις ἀπφία , ἀπφίον δεῖπνον
ἐὰν μὲν ὥστε παίζειν καὶ δοκεῖν ἑαυτῷ κάλλιστον εἶναι , δραχμὴ σταθμῷ : ἐὰν δὲ μᾶλλον μαίνεσθαι καὶ φαντασίας τινὰς
3819768 ἐπινε
ἐδεσμάτων μήτε τὰς κύλικας ὁρᾶν : διὸ κληθῆναι Διονυσιοκόλακας . ἔπινε δὲ πλεῖστον καὶ Νυσαῖος ὁ τυραννήσας Συρακοσίων καὶ Ἀπολλοκράτης
αὐτῷ , διότι τὴν πατρίδα αὐτοῦ τὰς Θήβας ἐπολιόρκησεν . ἔπινε δὲ ὁ Ἀλέξανδρος πλεῖστον , ὡς καὶ ἀπὸ τῆς
3813134 ὀλιγοσιτος
παρ ' Εὐβούλῳ : ὕπνος αὐτὸν ὄντα κακόσιτον τρέφει . ὀλιγόσιτος δὲ παρὰ Στράττιδι : ὀλιγόσιτος ἦσθ ' ἄρα ,
. ὀλιγοσίτου δὲ μέμνηται Φρύνιχος ἐν Μονοτρόπῳ : ὁ δὲ ὀλιγόσιτος Ἡρακλῆς ἐκεῖ τί δρᾷ ; καὶ Φερεκράτης ἢ Στράττις
3812310 σταγονος
Κύκλωπι : ἔγχευε δ ' ἓν μὲν δέπας κίσσινον μελαίνας σταγόνος ἀμβρότας ἀφρῷ βρυάζον : εἴκοσιν δὲ μέτρ ' ἐνέχευ
μαινάδα λυσσάδα ἔγχευε δ ' ἓν μὲν δέπας κίσσινον μελαίνας σταγόνος ἀμβρότας ἀφρῶι βρυάζον , εἴκοσιν δὲ μέτρ ' ἐνέχευ
3800801 τευξας
, καὶ Μελάνιππος , ὁ πολλὰ ἀγαθὰ τῇ Γελώων πόλει τεύξας . Πῶς δ ' εἰ Κύψελος ὄλβιος , ὦ
ἐξ ἑτέρων ἕτεροι , ἤτοι μεθ ' ἑτέρους ἕτεροι * τεύξας : κατασκευάσας ὅγε ποι φηγοῖσι : σημειωτέον δὴ ὅτι
3799860 Πεισανδρος
θέλων , ἐπεὶ οὐκ εἶχεν , ὡς Εὔπολις ἐν Ἀστρατεύτοις Πείσανδρος εἰς Πακτωλὸν ἐστρατεύετο , κἀνταῦθα τῆς στρατιᾶς κάκιστος ἦν
τούτων ἐστὶν ἐξῃρημένη Ὅμηρος , Ἡσίοδος , Πάνυσις τρίτος , Πείσανδρος , Ἀντίμαχος , οἱ δ ' ἄλλοι νέοι ,
3799738 Λευκονοευς
αὐτὸς ὡμολόγει ταῦτ ' ἔχειν , Δημοχάρης θ ' ὁ Λευκονοεύς , ὁ τὴν τηθίδα τὴν ἐμὴν ἔχων , καὶ
τὴν τῶν παραγενομένων μαρτυρίαν . Θεόδοτος ἰσοτελής , Χαρῖνος Ἐπιχάρους Λευκονοεύς , Φορμίων Κτησιφῶντος Πειραιεύς , Κηφισόδοτος Βοιώτιος , Ἡλιόδωρος
3798149 ζεται
ἔτους καὶ ὁ οἶκος . ! ! ! ! ] ζεται ! [ ! ! ! ] οντοϲ ? αι
βέλος ἥρπασεν : ἄλλος γὰρ ὁ ἁρπάσας , ἁρπά - ζεται γὰρ τὸ βέλος : τὸ κρέας ἔκλεψε , τὸ
3796289 προθυμ
τρατονοχ ? ? [ ] εαιδελωμ [ ] εοι ? προθυμ [ ] νδιϲοιομ [ ] ! ! οϲοεξηϲλ [
τρατονοχ ? ? [ ] εαιδελωμ [ ] εοι ? προθυμ [ ] νδιϲοιομ [ ] ! ! οϲοεξηϲλ [
3794387 Μητρας
Ξέρον διαφερόμενον περὶ ἀρετῆς πρὸς τὸν αὐτοῦ πατέρα . Μεταβλητότερος Μήτρας : τῆς Ἐρισίχθονος φασίν , ὡς ὁ ποιητής ,
Ξέρον διαφερόμενον περὶ ἀρετῆς πρὸς τὸν αὐτοῦ πατέρα . Μεταβλητότερος Μήτρας : τῆς Ἐρισίχθονος φασίν , ὡς ὁ ποιητής ,
3787606 χρυσεος
ἤθροισα σποράδην τὸ πρὶν ἀειδόμενον : ἡμέτερος γὰρ κεῖνος ὁ χρύσεος ἦν πολιήτης εἴπερ Ἀθηναῖοι Σμύρναν ἐπῳκίσαμεν . φασὶ δ
εἰρημένα μοῦνα : ἐν μὲν γὰρ Θήβῃσι τῇσι Βοιωτῶν τρίπους χρύσεος , τὸν ἀνέθηκε τῷ Ἀπόλλωνι τῷ Ἰσμηνίῳ , ἐν
3782851 κλεινος
ἤ τι ἄγγος εἰς τὸ ἐπιχεῖν ὕδωρ . Κλείω κλείσω κλεινός . Κῶμα . κοιμῶ κοιμήσω κοίμημα : συγκοπῇ κοῖμα
νιν τέκν ' ἀποκτείνας Ἀτρεύς . ] Ἀτρέως δέ ὁ κλεινός , εἰ δὴ κλεινός , Ἀγαμέμνων ἔφυ Μενέλεώς τε
3779709 μαντιος
νοητέον ὁμωνυμίαν εἶναι . . ἦν δέ τις Εὐχήνωρ Πολυΐδου μάντιος υἱός , ἀφνειός τ ' ἀγαθός τε , Κορίνθοθι
εἰς ε μεταβάλλεινὁ δὲ λόγος ἐπὶ τῶν καθαριευόντων , οἷον μάντιος μάντεως , ὄφιος ὄφεως , λαός λεώς , Μενέλαος
3779133 Κεον
ὦ ποδάνεμον τέκος , γεραίρει προδόμοις ἀοιδαῖς ὅτι στάδιον κρατήσας Κέον εὐκλέϊξας . Ὦ λιπαρὰ θύγατερ Χρόνου τε καὶ [
' [ τινὲς ] τῶν Εὐξαντίου παίδων [ ] τὴν Κέον [ κατώικησαν ] [ ἀντὶ ] οἴχομαι υἱὸς Τηλ
3774372 ἡμεραισιν
. Ὑμῖν ἀριθμὸν δ ' ἴσον ἔχει τὰ γράμματα Ταῖς ἡμέραισιν ἃς ἄγει μέγας χρόνος , Ἐνιαύσιον βροτοῖσι περίοδον τ
ἂν θέρους εἰς Ἀδώνιδος κήπους ἀρῶν χαίροι θεωρῶν καλοὺς ἐν ἡμέραισιν ὀκτὼ γιγνομένους , ἢ ταῦτα μὲν δὴ παιδιᾶς τε
3774003 μακαρτος
τῇ γενικῇ , διατί ἐπὶ τοῦ δάμαρς δάμαρτος καὶ μάκαρς μάκαρτος οὐδὲν τοιοῦτον ἐγένετο . Ἔστιν οὖν εἰπεῖν , ὅτι
, οὐ μόνον διὰ τοῦ τ κλίνονται , οἷον μάκαρς μάκαρτος , ἀλλὰ καὶ διὰ τοῦ θ , οἷον Τίρυνς
3771521 ἀνεστη
. α . . . . Ἀνόρουσεν : ἀνώρμησεν , ἀνέστη . ἔστιν ὄρω , τὸ διεγείρομαι , ἐξ οὗ
ὄψ ' : ἦμος δ ' ἐπὶ δόρπον ἀνὴρ ἀγορῆθεν ἀνέστη κρίνων νείκεα πολλὰ δικαζομένων αἰζηῶν , τῆμος δὴ τά
3770546 Ἑλλην
κτησάμενος ἀπαλλαγῇ τῆς ὑπαρχούσης πενίας : ἐπὶ δὲ τὴν Ἑλλάδα Ἕλλην ' οὐδέν ' ἂν ἐλθεῖν ἡγοῦμαι . ποῖ γὰρ
τοῦ μαντείου ἐπαναστρέφοντας μηδὲν ἕτερον λέγειν ἢ τὸ : τὴν Ἕλλην καὶ τὸν Φρύξον αὑτῷ τυθῆναι ὁ Ἀπόλλων ἀνείρηκεν .

Back