. ἆρ ' οἶσθ ' ὅτι Μελανιππίδης ἑταῖρός ἐστι καὶ Φάων καὶ Φυρόμαχος καὶ Φᾶνος , οἳ δι ' ἡμέρας
τάριχον τῷ Κυλάβρᾳ θύειν φησὶ Καλλίμαχος ἐν Βαρβαρικοῖς νομίμοις . Φάων : ἐπὶ τῶν ἐρασμίων καὶ ὑπερηφάνων : τοῦ γὰρ
7241582 Σαπφω
δὲ Μακεδονικόν , μετὰ ἑξακόσια ἔτη τῶν ἡρωϊκῶν ὀνομασθεῖσα : Σαπφώ † αὕτη γὰρ † μέμνηται τῆς χλαμύδος . διαφέρειν
, ἦρα λέγεται : ἦρ ' ἔτι παρθενίας ἐπιβάλλομαι , Σαπφώ . ἦρ ' ἔστι θ ' ὕδωρ ς .
6782170 Αἰαν
] ? προσέφη Τελαμώνιον υἱόν ? [ : ] [ Αἶαν διογενές , ] Τελαμώνιε ? , κοίρανε λαῶν ,
Σειρήνων ἀδινάων . Σειρήνοιιν δέ , ὅτι κτλ . . Αἶαν : ἡ διπλῆ ὅτι ἀναλόγως ἐκφέρει τὰ τοιαῦτα ὁ
6706719 Ἀντιοπη
Λύκος βασιλεὺς ἦν θεῖος τῆς Ἀντιόπης . Ἡ δὲ αὐτὴ Ἀντιόπη ἐγέννησε δίδυμα , οὕστινας ἐκάλεσεν Ἀμφίονα καὶ Ζῆθον .
ὦ γύναι , αὐτὴ ταῦτά γ ' ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὅρηαι Ἀντιόπη κρείουσα παλαιοῦ Ναυβολίδαο . Νέστωρ δ ' οἶος ἄλυξεν
6629776 Τυρω
δὲ καὶ ἀπόγονος Κρηθέως οὕτως Ἰάσων Σαλμωνέως καὶ Ἀλκιδίκης θυγάτηρ Τυρώ , Τυροῦς καὶ Ποσειδῶνος Πελίας καὶ Νηλεὺς - Τυροῦς
' εἰς τὸν Ἀλφειόν . τούτου δ ' ἐρασθῆναι τὴν Τυρώ φασιν „ ἣ ποταμοῦ ” ἠράσσατ ' Ἐνιπῆος θείοιο
6616434 Κλειω
δὲ προσηγορίᾳ τὸν οἰκεῖον λόγον ἀπονέμοντές φασιν ὠνομάσθαι τὴν μὲν Κλειὼ διὰ τὸ τὸν ἐκ τῆς ποιήσεως τῶν ἐγκωμιαζομένων ἔπαινον
τὰ ἐκ τοῦ Ἑλικῶνος ἀγαθὰ ἔχουσα , οὐχ ὥσπερ ἡ Κλειὼ καὶ ἡ Πολύμνια καὶ ἡ Καλλιόπη καὶ αἱ ἄλλαι
6613235 Ἑλενη
ἡ παρθένος . καὶ γεωργοῖς παρέχεις σεαυτήν : ἡ δὲ Ἑλένη καὶ ποιμέσι καὶ κιθαρῳδοῖς : μηδὲ δούλων καταφρονήσῃς ,
λαμβάνῃς , μηδὲν ἀδικεῖσθαι νόμιζε . Ἀλλ ' οὐδὲ ἡ Ἑλένη τοῦ Τηλεμάχου τὸν πατέρα εὑροῦσα τῇ τοῦ Τηλεμάχου μορφῇ
6592880 Φανος
: ” ποῖός σοί τις δοκεῖ εἶναι ; ” . Φανὸς ἐπὶ λαμπάδος , ἀλλὰ μὴ ἐπὶ κερατίνου λέγε :
δημοσίου δὲ γενομένου ἐγκλήματος ἔγραφον ἀμφότεροι τὰ λεγόμενα . ΓΘ Φανὸς ] οὗτος κακοπράγμων καὶ φιλόδικος γραμματεύς . ὁ μὲν
6520508 Παρις
ις ἀποβολῇ τοῦ ς ποιοῦσι τὴν κλητικήν , οἷον ὁ Πάρις ὦ Πάρι , ὁ Ἄδωνις ὦ Ἄδωνι , ἡ
τοῦ η εἰς α δάκω ὡς μεσημβρία μεσαμβρία καὶ Πῆρις Πάρις : καὶ κατὰ Δωριεῖς προσθέσει τοῦ ν δάκνω .
6425076 Μενελεως
ἦν ἄρ ' Ἀργείων ἀνήρ , ἐγὼ τὸ μηδέν , Μενέλεως δ ' ἐν ἀνδράσιν , ὡς οὐχὶ Πηλέως ἀλλ
. . . . ἀμφιάραος ἢ Ἀμφιάρεως : ὡς Μενέλαος Μενέλεως : ὁ ἥρως , Ὀϊκλέους : ἢ παρὰ τὸν
6344099 Αἰθρη
αὐτὴν τετοκυῖαν τὴν Ἰφιγένειαν . . . . Γ : Αἴθρη , Πιτθῆος θυγάτηρ ] ἑτέρα τῆς Θησέως μητρός ἐστιν
, ὁ εὐαπάτητος καὶ σκοτεινὸς κατὰ τὸν νοῦν , . Αἴθρη : τὸ κοινὸν † αἴθρα καὶ Ἀττικῶς αἴθρα .
6339392 Φυρομαχος
ἐκ μέσου τὰ θερμὰ δεινὸς ἁρπάσαι ; ποῦ Κόρυδος ἢ Φυρόμαχος ἢ Νείλου βία ; ἴτω πρὸς ἡμᾶς , καὶ
' οἶσθ ' ὅτι Μελανιππίδης ἑταῖρός ἐστι καὶ Φάων καὶ Φυρόμαχος καὶ Φᾶνος , οἳ δι ' ἡμέρας [ μιᾶς
6327237 Μητρας
Ξέρον διαφερόμενον περὶ ἀρετῆς πρὸς τὸν αὐτοῦ πατέρα . Μεταβλητότερος Μήτρας : τῆς Ἐρισίχθονος φασίν , ὡς ὁ ποιητής ,
Ξέρον διαφερόμενον περὶ ἀρετῆς πρὸς τὸν αὐτοῦ πατέρα . Μεταβλητότερος Μήτρας : τῆς Ἐρισίχθονος φασίν , ὡς ὁ ποιητής ,
6318598 Παριδος
τῷ Ὕπνῳ χρήσασθαι . Ἄκουε καὶ τὰ τοῦ Ἀλεξάνδρου τοῦ Πάριδος , εἰ μὴ ἄχθῃ αὐτῷ σφόδρα . Ἄχθομαι μέν
τοῦ Αἰθιόπων βασιλέως , καὶ μὴ δυναμένου διὰ τὸ ὑπὸ Πάριδος τρωθῆναι τὸν ἵππον αὐτοῦ , καὶ μέλλοντος ἤδη ἀνῃρῆσθαι
6310875 σατυρος
εὑρεῖν καὶ ἐπὶ τῆς ἐννοίας ταύτης σπανίως τὸ ἀνακεῖσθαι . σάτυρος παρὰ Σοφοκλεῖ τοῦτό φησιν ἐπικαιόμενος τῷ Ἡρακλεῖ : ἀνακειμένῳ
, καθήμενος ἐπὶ πέτρας : ἐξ εὐωνύμων δ ' αὐτοῦ σάτυρος φαλακρὸς , ἐν τῇ δεξιᾷ κώθωνα μόνωτον ῥαβδωτὸν κρατῶν
6285885 Μηδεια
τὴν αἰτιατικήν , οἷον ἡ Μοῦσα τὴν Μοῦσαν , ἡ Μήδεια τὴν Μήδειαν , ἡ τιμή τὴν τιμήν , ἡ
ἀμφότερον δίψῃ τε καὶ ἄλγεσι μοχθίζοντες , εἰ μή σφιν Μήδεια λιαζομένοις ἀγόρευσεν : “ Κέκλυτέ μευ , μούνη γὰρ
6272309 Μους
δή σε βροτῶν αἰνίζομ ' ἁπάντων : ἢ σέ γε Μοῦς ' ἐδίδαξε Διὸς παῖς , ἢ σέ γ '
γυνή . . . , , : ἀνῆκε : „ Μοῦς ' ἄρ ' ἀοιδὸν ἀνῆκεν „ . τὸ θέμα
6263822 Ἰασου
Μειλανίων ἔγημε τῇ τέχνῃ τῶν μήλων : ἄλλως : αὕτη Ἰάσου μὲν θυγάτηρ , Μειλανίωνος δὲ γυνὴ , Ἀρκὰς τῷ
ἀργήπου τοῦ Κηφέως τοῦ Ποσειδῶνος , μητρὸς δὲ Ἀταλάντης τῆς Ἰάσου : Ἀταλάντης γόνος : ταύτην Μειλανίων ἔγημε τῇ τέχνῃ
6250197 Λητω
ἣ δακρυόεσσα φύγεν , λίπε δ ' αὐτόθι τόξα . Λητὼ δὲ προσέειπε διάκτορος Ἀργειφόντης : Λητοῖ ἐγὼ δέ τοι
παρέξει τὴν χρείαν αὐτῷ ἀναφανεῖσα καὶ μηκέτι πλέουσα ; Τὴν Λητὼ ἐπ ' αὐτῆς δεῖ ἀποκυῆσαι : ἤδη δὲ πονήρως
6236434 Σθενεβοιαν
μεγαλήτορος Ἀρκασίδαο [ γῆμεν Ἀφείδαντος ] ? καλλιπλόκαμον [ ] Σθενέβοιαν [ ] [ [ ] ! [ ! !
ἃ ἐποίεις περὶ τὰς ἑτέρας , λέγω δὴ Φαίδραν καὶ Σθενέβοιαν , μοιχευομένας αὐτὰς λέγων , τούτοις ἐπλήγης . ἀντὶ
6233109 Δημητηρ
ὄφρα σε Λιμὸς ἐχθαίρῃ , φιλέῃ δέ ς ' ἐυστέφανος Δημήτηρ αἰδοίη , βιότου δὲ τεὴν πιμπλῇσι καλιήν : Λιμὸς
ἴουλος ἡ ἐκ τῶν δραγμάτων συναγομένη δέσμη καὶ Οὐλὼ ἡ Δημήτηρ . λέγεται δὲ ἴουλος καὶ ζῷόν τι , θηρίδιον
6222083 συνῃρημενη
Ὡς ἄρα ταῦτα πάντα διακριδόν , οὕτως ἐκείνη ὁμοθυμαδὸν τοσαῦτα συνῃρημένη τῶν πάντων ἡ φύσις : καλεῖται δὲ ὅμως κατὰ
Ἐρατοῦς : εἴπομεν δὲ ὅτι πᾶσα γενικὴ εἰς ους λήγουσα συνῃρημένη ἐστίν : ἀπὸ τοίνυν τῆς Σαπφόος γίνεται κατὰ συναίρεσιν
6200983 Θεανω
τόν τε ναύκληρον λαβοῦσα καταπέπωκ ' αὐτῷ σκάφει ; ἡ Θεανὼ δ ' οὐχὶ Σειρήν ἐστιν ἀποτετιλμένη ; βλέμμα καὶ
φησὶ Δοῦρις ἐν δευτέρᾳ Ἱστοριῶν , Θηβαίαν γένος , ὄνομα Θεανὼ , ἁρπασθεῖσαν ὑπὸ Φωκέως τινός . Δεκαετὴς δὲ καὶ
6196597 θηρωσα
ἐξ ἐχθιζινοῦ . Οὗ δὴ λέγεται πρώτη Σαπφὼ τὸν ὑπέρκομπον θηρῶσα Φάων ' οἰστρῶντι πόθῳ ῥῖψαι πέτρας ἀπὸ τηλεφανοῦς :
οὑτωσὶ καλῶς . οὗ δὴ λέγεται πρώτη Σαπφὼ τὸν ὑπέρκομπον θηρῶσα Φάων ' οἰστρῶντι πόθῳ ῥῖψαι πέτρας ἀπὸ τηλεφανοῦς ἅλμα
6178114 Κορη
λέγειν ὅτι οὐκ οἴδαμεν , εἰ ἔστι τις Δημήτηρ ἢ Κόρη ἢ Πλούτων : ἵνα μὴ λέγω , ὅτι νυκτὸς
μὲν ἡ γῆ καλεῖται , ὅτι πάντων ἡ γῆ μήτηρ Κόρη δὲ νῦν καὶ Περσεφόνη , τὰ ἐκ τῆς γῆς
6156416 Λεσβιαν
πλησίον ἕστηκεν Ἀνακρέων ὁ Τήιος , πρῶτος μετὰ Σαπφὼ τὴν Λεσβίαν τὰ πολλὰ ὧν ἔγραψεν ἐρωτικὰ ποιήσας : καί οἱ
τὴν γαστέρα καὶ εὔξαιτο τῇ Λοχείᾳ ὡς ὑπὲρ ἐμοῦ , Λεσβίαν ἔφη ἐντυχοῦσαν αὐτῇμᾶλλον δὲ σὺ αὐτῷ , ὦ Δωρί
6143708 Ἀριαδνη
ἔπειτα παιξοῦνται πρὸς ἀλλήλους . ἐκ τούτου πρῶτον μὲν ἡ Ἀριάδνη ὡς νύμφη κεκοσμημένη παρῆλθε καὶ ἐκαθέζετο ἐπὶ τοῦ θρόνου
ἔνθα δὴ ἠγάσθησαν τὸν ὀρχηστοδιδάσκαλον . εὐθὺς μὲν γὰρ ἡ Ἀριάδνη ἀκούσασα τοιοῦτόν τι ἐποίησεν ὡς πᾶς ἂν ἔγνω ὅτι
6125817 Ἀρισβην
εἰς τὴν Τρωάδα τὴν Τεύκρου τοῦ Κρητὸς τὴν θυγατέρα γαμεῖ Ἀρίσβην . Ἑλλάνικος δὲ Βάτειαν αὐτήν φησι . . .
καὶ Κεραυνίων ὀρῶν καὶ Ἰβηρίας κείμενον οἳ καλοῦνται Ναρβωνήσιοι . Ἀρίσβην ἢ κατά τινας Βάτειαν θυγατέρα Τεύκρου γήμας Δάρδανος γεννᾷ
6116176 Ἰνω
αὐτοὺς κεκλήκασι καὶ Λευκοθέαν ἀπὸ τοῦ τῆς θαλάσσης ἀφροῦ τὴν Ἰνώ . ἦν δὲ Ἰνοῦς θυγάτηρ Εὐρύκλεια . θρέξεις :
καὶ τὴν μὲν Ἀκταίων ' Ἀρισταίωι ποτὲ τεκοῦσαν εἶδον Αὐτονόην Ἰνώ θ ' ἅμα ἔτ ' ἀμφὶ δρυμοὺς οἰστροπλῆγας ἀθλίας
6101701 ὑπερκομπον
. οὑτωσὶ καλῶς . οὗ δὴ λέγεται πρώτη Σαπφὼ τὸν ὑπέρκομπον θηρῶσα Φάων ' οἰστρῶντι πόθῳ ῥῖψαι πέτρας ἀπὸ τηλεφανοῦς
ἐπ ' ὀφθαλμοῖς πέσοι , τῷ τοι φέροντι σῆμ ' ὑπέρκομπον τόδε γένοιτ ' ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ ' ἐπώνυμον
6091984 Χρυσης
καὶ εἰς σύνθεσιν προελήλυθεν , ὡς ἔχει τὸ χρυσίον : Χρύσης : χρυσήλατος : καὶ εἴτι ὅμοιον : τὸ χροιὰ
κέκρισαι κρίσις . τὰ μέντοι παρώνυμα χαίρουσι τῇ ὀξείᾳ : Χρύσης Χρυσίς , νῆσος νησίς . σεσημείωται τὸ ἄσις ὁ
6090343 ἀλκιβιου
ἐπὶ μῆκος ἐκτέταται . Λέγει δὲ λόγος τις ταῦτα περὶ ἀλκιβίου , ὡς ἦν Ἀλκίβιος τις καὶ ἐκάθευδεν πλησίον καὶ
* οἴνης : μετά . περὶ ἀλκιβίου ἐσθλὴν δ ' ἀλκιβίου : ἀντὶ τοῦ θεραπευτικήν . ἀλκίβιος δὲ λέγεται ἡ
6082198 ἀμαρυγματ
] νεων κατενάσσατο γαῖαν ἐραννήν [ [ ] όπην Χαρίτων ἀμαρύγματ ' ἔχουσαν [ [ ] ! ιδαο Κομήτου [
εκω ? ? [ ] νεγεν [ [ Χαρίτων ] ἀμαρύγματ [ ' ἐχουσ [ ] ! ον [ [
6075621 Γανυμηδης
ἀηδὼν τοῦ ἔαρος καὶ ἡ χελιδὼν τῆς οἰκίας καὶ ὁ Γανυμήδης τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἡ ἀλκυὼν τῆς πέτρας καὶ ὁ
Ἰλιεὺς ὁ περίψυκτος καὶ περικαλλής , ὁ τοῦ Τρωὸς παῖς Γανυμήδης , καὶ καλαύροπα ἔχειν καὶ σύριγγα , καὶ τιάρᾳ
6072944 Φοινιξ
ἠδικηκόσι φαίνεται , τῆς ἀδικίας ἐπαινέτης γίγνεται . ἄνθρωπε , Φοίνιξ εἶ καὶ πόλις ἔστι σοι ; μάλιστα μὲν κἀκεῖ
λέγε . εἰ δὲ μή , σύναπτε οὕτως : ὁ Φοίνιξ ἀλαλητὸς καὶ ὁ Τυρσηνῶν ἀλαλητός . τὴν ἀπὸ τῆς
6058598 ἀναεδνον
ᾔτεε δὲ Πριάμοιο θυγατρῶν ” εἶδος ἀρίστην , Κασσάνδρην , ἀνάεδνον . „ βίας δὲ οὐδὲ μέμνηται , οὐδ '
Λαοδίκη καὶ Ἰφιάνασσα , τάων ἥν κ ' ἐθέλῃσθα φίλην ἀνάεδνον ἄγεσθαι πρὸς οἶκον Πηλῆος : ὃ δ ' αὖτ
6050576 Πασιφαης
εἶναι παῖδας , ὃς Εὐρύπυλος γήμας Στερόπην τὴν Ἡλίου , Πασιφάης δὲ ἀδελφὴν γεννᾷ Λυκάονα καὶ Λεύκιππον ὃς Εὐρύπυλος καὶ
ἤτοι ἐξάδελφοι . ἀδελφῶν γὰρ , ὡς ἔφην , παῖδες Πασιφάης ὁ Γλαῦκος , Αἰήτου ὁ Ἄψυρτος , Κίρκης δὲ
6045342 ἐκληθην
ἐγκαταλίπηις : παρθένον ς ' εἴληφ ' ἐγώ , ἀνὴρ ἐκλήθην πρῶτος , ἠγάπησά σε , ἀγαπῶ , φιλῶ ,
τελέσας μητρί τ ' ὀρείαι δᾶιδας ἀνασχὼν μετὰ Κουρήτων βάκχος ἐκλήθην ὁσιωθείς . πάλλευκα δ ' ἔχων εἵματα φεύγω γένεσίν
6039982 ἐγηματο
† θαλάμοις † ἐν ᾧ κεῖνος οὐκ ἔγημεν ἀλλ ' ἐγήματο , καὶ Αἰσχύλος ἐν Ἀμυμώνῃ σοὶ μὲν γαμεῖσθαι μόρσιμον
Μήδεια : ὃν γὰρ ἐκεῖνος οὐκ ἐβούλετο Ἰάσονα , τούτῳ ἐγήματο καὶ συναπῆρεν αὐτῷ . ζητεῖται δὲ τί δήποτε τὴν
6016199 Θετις
' ἐμὲ νοστήσαντα δέξεται ἐν μεγάροισι γέρων ἱππηλάτα Πηλεύς οὐδὲ Θέτις μήτηρ , ἀλλ ' αὐτοῦ γαῖα καθέξει : ἡ
κρατῆρα τοῦ Διονύσου , ὃν καὶ Ὅμηρος λέγει ὅτι ἡ Θέτις ἔλαβε παρὰ τοῦ Διονύσου , ἀμφιφορέα [ δὲ ]
6010589 Μελανιππιδης
τρυφῶσιν ἕτεροι πρὸς ἑτέρους . ἆρ ' οἶσθ ' ὅτι Μελανιππίδης ἑταῖρός ἐστι καὶ Φάων καὶ Φυρόμαχος καὶ Φανός ,
εἰς μετάθεσιν τὴν προϋπάρχουσαν ἤγαγε μουσικήν . Ὁμοίως δὲ καὶ Μελανιππίδης ὁ μελοποιὸς ἐπιγενόμενος οὐκ ἐνέμεινε τῇ προϋπαρχούσῃ μουσικῇ ,
6000206 Ῥοδωπιν
ἧσσον δὲ τῆς προτέρης περιλεσχήνευτος . Χάραξος δὲ ὡς λυσάμενος Ῥοδῶπιν ἀπενόστησε ἐς Μυτιλήνην , ἐν μέλεϊ Σαπφὼ πολλὰ κατεκερτόμησέ
ὡς πολλὰ τοῦ Χαράξου νοσφισαμένην . Ἡρόδοτος δ ' αὐτὴν Ῥοδῶπιν καλεῖ ἀγνοῶν ὡς ἑτέρα τῆς Δωρίχης ἐστὶν αὕτη ,
5998846 θεραπαινα
] ἡ ⌈ κατ ' οἶκον διάκονος , ⌈ ἡ θεράπαινα . οἱ δὲ ὄνομα . ἡ σηκὶς : σηκίδα
οἷς ἐλελοίπει τὸ γνῶμα . ἄβρα : οὔτε ἁπλῶς ἡ θεράπαινα ἄβρα λέγεται οὔτε ἡ εὔμορφος , ἀλλ ' ἡ
5986836 Ἰφιδος
καὶ Ὀθρηίδος Ξοῦθος Αἴολος Δῶρος Ξενοπάτρα : Αἰόλου δὲ καὶ Ἴφιδος τῆς Πηνειοῦ Σαλμωνεύς : Σαλμωνέως δὲ καὶ Ἀλκιδίκης Τυρώ
ἥρωος , αὐτόχειρ δὲ γέγονεν ὁ Πύρρος , ὃν καλεῖ Ἴφιδος λέοντα ἀντὶ τοῦ τὸν υἱὸν τῆς Ἰφιγενείας . ταῦτα
5983353 ἁδειαν
, ναύτῃσιν πέμπων πλόον εὔπλοον ἰχθύ , πομπεύσαις πρύμναθεν ἐμὰν ἁδεῖαν ἑταίραν . Ἀπολλώνιος δ ' ὁ Ῥόδιος ἢ Ναυκρατίτης
ὥς τέ νιν αἱ σιμαὶ λειμωνόθε φέρβον ἰοῖσαι κέδρον ἐς ἁδεῖαν μαλακοῖς ἄνθεσσι μέλισσαι , οὕνεκά οἱ γλυκὺ Μοῖσα κατὰ
5961339 Οἰνεος
τέκεν ] ἐν μεγάροις [ – ˘ς ] Ἀλθαία περικλειτοῖσιν Οἰνέος : [ – ὤλεσε ] μοῖρ ' ὀλοὰ [
? δὲ Πυλ [ – ˘˘ ] ρ ? ' Οἰνέος ? ? [ . . , . . [
5958415 Στησιχορος
τῆς Αἰτωλίας , ὥς φησι Πολύβιος ἐν Ϛʹ ἱστοριῶν . Στησίχορός τέ φησιν ἐν Συοθήραις : κρύψαι δὲ ῥύγχος ἄκρον
ἀναστῆναι ὑπ ' αὐτοῦ , Καπανέα καὶ Λυκοῦργον , ὡς Στησίχορός φησιν ἐν Ἐριφύλῃ , Ἱππόλυτον , ὡς ὁ τὰ
5956880 Σαπφοος
γενικὴ εἰς ους λήγουσα συνῃρημένη ἐστίν : ἀπὸ τοίνυν τῆς Σαπφόος γίνεται κατὰ συναίρεσιν Σαπφοῦς . τῇ Σαπφόϊ καὶ τῇ
συνῃρέθη καὶ οὕτως ἡ αἰτιατική , οἷον Λητόος Λητοῦς , Σαπφόος Σαπφοῦς , ἐπὶ δὲ τούτων ἐπειδὴ οὐ συνῃρέθη ἡ
5947800 Μελανιππην
συστρατεῦσαι Τελαμὼν ἀκόρητος ἀυτῆς . . . κτείνας ἀνδρολέτειραν ἀμώμητον Μελανίππην . . . ἔνιοι δέ φασιν , ὅτι καὶ
ἀρήξων ἀλλ [ νῦν οὖν ἄποινα τ [ κατὰ τὴν Μελανίππην [ ἀλλὰ ξεϲτῶν ετ ? ? [ ] ουδ
5941243 Ἑλλην
κτησάμενος ἀπαλλαγῇ τῆς ὑπαρχούσης πενίας : ἐπὶ δὲ τὴν Ἑλλάδα Ἕλλην ' οὐδέν ' ἂν ἐλθεῖν ἡγοῦμαι . ποῖ γὰρ
τοῦ μαντείου ἐπαναστρέφοντας μηδὲν ἕτερον λέγειν ἢ τὸ : τὴν Ἕλλην καὶ τὸν Φρύξον αὑτῷ τυθῆναι ὁ Ἀπόλλων ἀνείρηκεν .
5934066 Ἐρατω
τοῦ τέρπειν τοὺς ἀκροατὰς τοῖς ἐκ παιδείας περιγινομένοις ἀγαθοῖς , Ἐρατὼ δ ' ἀπὸ τοῦ τοὺς παιδευθέντας ποθεινοὺς καὶ ἐπεράστους
ἔτι παλαιότερα καὶ μαντεύοιτο οὗτος ὁ θεός , προφῆτιν δὲ Ἐρατὼ Νύμφην αὐτῷ γενέσθαι ταύτην ἣ Ἀρκάδι τῷ Καλλιστοῦς συνῴκησε
5923160 Οἰνεως
ὁ Ἡρακλῆς εἶχε γυναῖκα ὀνόματι Δηϊάνειραν , ἣν ἔλαβεν ἐξ Οἰνέως , ἀντεραστὴς γενόμενος Ἀχελώῳ τῷ ποταμῷ , ἐξ ἧς
γυναῖκα . τελουμένων δὲ τῶν γάμων † ἕνα τῶν συγγενῶν Οἰνέως Ἔννομον τὸν Ἀρχιτέλους πλήξας κονδύλῳ ἀναιρεῖ παροινήσας κατὰ χειρὸς
5919400 νυμφη
ἡ τροφὸς Ποσειδῶνος . . . εἴρηται δὲ Ἄρνη ἡ νύμφη πρότερον Σινόεσσα καλουμένη , ὅτι τὸν Ποσειδῶνα λαβοῦσα παρὰ
: νύμφη , τροφὸς Ποσειδῶνος , εἴρηται δὲ Ἄρνη ἡ νύμφη Σινόεσσα καλουμένη , ὅτι τὸν Ποσειδῶνα λαβοῦσα παρὰ τῆς
5910542 Χρυσην
ὠνοῦμαι ἢ αὐτὸς ἀποδίδομαι σμικρὰ εἰπών τε καὶ ἀκούσας . Χρυσῆν ἀγορὰν λέγεις , ἀμπελουργέ , καὶ ἡρώων μᾶλλον ἢ
ἱερά : χρυσῆ δὲ ἀντὶ τοῦ ἐρυθρά . Ταύτην δὲ Χρυσῆν χερσόνησον ὁ Πτολεμαῖος φησί : κεῖται δὲ ἐν τῇ
5907962 Μιδεια
αὕτη τὸ μὲν ἐξ ἀρχῆς ᾠκεῖτο ἐπὶ μετεώρου καὶ ὠνομάζετο Μίδεια ἀπὸ τῆς Ἀσπληδόνος μητρός : Λεβάδου δὲ ἐξ Ἀθηνῶν
Μιδέα , ἑτέρα οὖσα τῆς Βοιωτικῆς : ἐκείνη γὰρ ἔστι Μίδεια ὡς πρόνοια , αὕτη δὲ Μιδέα ὡς Τεγέα :
5907595 Ἀδρηστος
' ἠδ ' Ἄδρηστος : ἐπεὶ δ ? [ ] Ἄδρηστος , ὥς τίς τε φίλον [ πατέρ ' ,
πὰρ δέ οἱ ἔστη Ἀτρεΐδης Μενέλαος ἔχων δολιχόσκιον ἔγχος . Ἄδρηστος δ ' ἄρ ' ἔπειτα λαβὼν ἐλίσσετο γούνων :
5904656 Ἰω
δράγμασι σιτουμένων καὶ Πελασγικὸν τὸ Ἄργος ὠνόμασεν . Ἰάσου δὲ Ἰὼ ἐγένετο , Ἰοῦς δὲ Ἔπαφος , Ἐπάφου δὲ Λιβύη
Δωδώνην ] Τὴν νῦν Βόντιτζαν . : Λέγουσι δὲ τὴν Ἰὼ πλανωμένην ἐλθεῖν καὶ πρὸς τὴν Δωδώνην , ἔνθα εἰσὶν
5902526 θεοειδης
πέπλοι παμποίκιλοι , ἔργα γυναικῶν Σιδονίων , τὰς αὐτὸς Ἀλέξανδρος θεοειδὴς ἤγαγε Σιδονίηθεν , ἐπιπλὼς εὐρέα πόντον , τὴν ὁδὸν
καὶ Ξέρξῃ τῷ ἀλαζόνι : ἀλλ ' ὅστις τὴν γνώμην θεοειδὴς καὶ διοτρεφὴς καὶ Διὶ μῆτιν ἀτάλαντος . ὁ γὰρ
5897304 Νικοκρεων
δὲ παρὰ Νικοκρέοντι δειπνῶν ἐπῄνεσε ποτήριόν τι . καὶ ὁ Νικοκρέων ἔφη : ὁ αὐτὸς τεχνίτης ποιήσει σοι ἕτερον ὃ
καὶ ὑπέσχετο πλεῖστα παρὰ τοὺς ἄλλους μνηστῆρας ἀποίσειν ἕδνα . Νικοκρέων δ ' οὐχ ὑποδέχεται τὸν γάμον κατ ' αἰσχύνην
5888016 κιθαρα
. καὶ Ὅμηρος : Ἀσίῳ ἐν λειμῶνι . καὶ ἡ κιθάρα Ἀσία λέγεται , ἐπεὶ ἐν Λυδίᾳ πρῶτον εὑρέθη .
: Γεννᾶται δὲ καὶ ἐν τῷ Παγγαίῳ ὄρει βοτάνη , κιθάρα καλουμένη διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν . Διασπαράξασαι τὸν Ὀρφέα
5885051 ὀρεγουσα
χεῖρα ἡ γυνή : προδότῃ οὐ συνῆλθεν ἡ θυγάτηρ , ὀρέγουσα τῷ ἀνδρὶ τυφλῷ ὄντι χεῖρα , ἀπέκτεινεν αὐτὴν ὁ
Δία , τότε αὐτὸν ἐξέθρεψεν αἲξ [ νύμφη ] μαστὸν ὀρέγουσα . τὴν αἶγα δὲ Ῥέας βουλῇ κύων χρύσεος ἐφύλαττεν
5883328 Πηλευς
εὔχομαι εἶναι . τίκτέ μ ' ἀνὴρ πολλοῖσιν ἀνάσσων Μυρμιδόνεσσι Πηλεὺς Αἰακίδης : ὃ δ ' ἄρ ' Αἰακὸς ἐκ
καὶ ἐπὶ ] Χείρωνος Κένταυροι , ἀλλ ' ὅ γε Πηλεὺς οὐ παρ ' ἄλλους , ἀλλὰ παρ ' ἐκεῖνον
5881133 Ἀλκμαν
Μάκαρς : ὁ μακάριος . Δᾶερ : ὁ ἀνδράδελφος . Ἀλκμάν : ὄνομα κύριον . Παιάν : εἶδος ᾠδῆς ,
: τὴν γὰρ αὐτὴν ἔχουσιν ὀρθὴν καὶ κλητικήν , οἷον Ἀλκμάν ὦ Ἀλκμάν , Φαίαξ ὦ Φαίαξ , μάκαρ ὦ
5877386 Ἀνακρεων
οὗτοι δ ' ἄρα καὶ σελίνοις . ὁ δ ' Ἀνακρέων καὶ ῥόδινον στέφανον ὠνόμασεν . τῶν μέντοι συμποτικῶν καὶ
ἐπιμελῶς τῷ κοτταβίζειν ὄντος τοῦ παιγνίου Σικελικοῦ , καθάπερ καὶ Ἀνακρέων ὁ Τήιος πεποίηκε : Σικελὸν κότταβον ἀγκύλῃ λατάζων .
5874579 θυγατερ
' ἄκροις ἕστακ ' Ἄρεος στεφάνοισιν . ἡγοῦ πάροιθε , θύγατερ : ὡς τυφλῶι ποδὶ ὀφθαλμὸς εἶ σύ , ναυβάταισιν
ὦ θεοδˈμάτα , λιπαροπˈλοκάμου παίδεσσι Λατοῦς ἱμεροέστατον ἔρνος , πόντου θύγατερ , χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας , ἅν τε βροτοί
5873597 δεσποτ
μὴ φράσῃς ὅ τι τῷδ ' ἀκολουθοῦμέν ποτε , ὦ δέσποτ ' , ἀλλά σοι παρέξω πράγματα . Οὐ γάρ
οὗτος , ὦ , ποῖ σὸν πόδ ' αἴρεις , δέσποτ ' , ἐς ποῖον φόνον ; οἷπερ ἡ δίκη
5867969 Ἱππολυτης
Ἱππόλυτον . οὗτος τὸν Θησέα φησὶν λαβεῖν τὸν ζωστῆρα τῆς Ἱππολύτης καὶ δοῦναι τῷ Ἡρακλεῖ , αὐτὸς δὲ ἔλαβε τὴν
μέγαν ἤγαγεν : ὄγδοον ἵππους / Θρήικης ἐξέλασεν Διομήδεος , Ἱππολύτης τε / ζωστῆρα ἐξεκόμισσεν Ἀμαζονίδος : δέκατον δὲ /
5866288 Ἀλκηστιν
μέγα πρᾶγμ ' . ἐρεῖ τις ὡς Κλυταιμνήστρα κακή : Ἄλκηστιν ἀντέθηκα χρηστήν . ἀλλ ' ἴσως Φαίδραν ἐρεῖ κακῶς
λέγουσιν οἱ τήν τε Εὐάδνην ἡμῖν τὴν Ἴφιδος καὶ τὴν Ἄλκηστιν τὴν Πελίου παῖδα ἐνδόξως θρυλοῦντες ; Πατὴρ δὲ ἐν
5866262 ἡρπασεν
ἁρπαγὰ τὰ Κοννίδα : ὅθεν ὁ δῆμος ἐξελθὼν τοῦ θεάτρου ἥρπασεν τὰ Κοννίδα . Σελινοῦς δὲ πόλις Σικελίας . Ἄρτεμι
τῷ δηλουμένῳ παρήλλακται , ὡς ἔχει τὰ ἀντωνυμικά , ἐμοῦ ἥρπασεν , ἥρπασέ μου : σοῦ ἥρπασεν , ἥρπασέ σου
5858637 Ἠλεκτραν
νερτέροις μειλίγματα ; οὐδέν ποτ ' ἄλλο : καὶ γὰρ Ἠλέκτραν δοκῶ στείχειν ἀδελφὴν τὴν ἐμὴν πένθει λυγρῷ πρέπουσαν .
λίαν σαφῶς τὴν Φαίδραν αὐτὴν ὑποδείξῃ , ὑποκριτὴς δὲ τραγῳδίας Ἠλέκτραν Ὀρέστην αὐτῇ προστιθεὶς καὶ Πυλάδην , ὁ δέ γε
5855760 εὐπατερειαν
. τοῖσι δὲ φορμίζων εὐθήμονι μέλπεν ἀοιδῇ Οἰάγροιο πάις Νηοσσόον εὐπατέρειαν Ἄρτεμιν , ἣ κείνας σκοπιὰς ἁλὸς ἀμφιέπεσκεν ῥυομένη καὶ
ἐπιπλὼς εὐρέα πόντον , τὴν ὁδὸν ἣν Ἑλένην περ ἀνήγαγεν εὐπατέρειαν . [ Ἐπιμέμνηται δὲ καὶ ἐν Ὀδυσσείῃ ἐν τοῖσδε
5849799 Τηιος
γὰρ αὐτοῦ τοῦθ ' εὗρε τὸ εἶδος τῶν λόγων ὁ Τήιος Ἀλεξαμενός , ὡς Νικίας ὁ Νικαεὺς ἱστορεῖ καὶ Σωτίων
καὶ ἰωνικῶς Τήιος . ἀφ ' οὗ ” Πρωταγόρας ὁ Τήιος ” . καὶ Σκυθῖνος ἰάμβων ποιητὴς Τήιος . καὶ
5841005 Προκρις
Πρόκριν δέξασθαι τοῦτο , καὶ συμμιγῆναι αὐτῷ . Ἡ δὲ Πρόκρις ἐποφθαλμίσασα τῷ κόσμῳ , καὶ τὸν Κέφαλον ὁρῶσα κάρτα
τοῦτο τὸ χρυσίον , εἰ αὐτῷ συγγένοιτο . ἡ δὲ Πρόκρις τὸ μὲν πρῶτον ἀπολέγεται τὸν χρυσόν , ἐπεὶ δὲ
5840611 Ἑλενος
: τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψε . Δηΐπυρον δ ' Ἕλενος ξίφεϊ σχεδὸν ἤλασε κόρσην Θρηϊκίῳ μεγάλῳ , ἀπὸ δὲ
ἔχουσι κατὰ τὴν τελευταίαν συλλαβήν . ἀλλ ' ἐπειδὴ ὡς Ἕλενος καὶ Ἑλένη οὐδεμίαν κοινωνίαν ἔχουσιν , διὰ τοῦτο οὐκ
5840210 Ἀμυμωνη
Ποσειδῶνος καὶ Ἀμυμώνης ὕδασιν : Ἀμυμωνίοις : Δαναοῦ θυγατέρες Ἵππη Ἀμυμώνη Φυσάδεια * * * : περιβαλὼν αὐταῖς δουλείαν :
συγγενέσθαι : Ποσειδῶνος δὲ ἐπιφανέντος ὁ Σάτυρος μὲν ἔφυγεν , Ἀμυμώνη δὲ τούτῳ συνευνάζεται , καὶ αὐτῇ Ποσειδῶν τὰς ἐν
5831123 ζαθεας
δ ' ἀνέθηκεν Ἀθηνᾷ πατρίδ ' ἐς εὐρύχορον Κύπρου ἀπὸ ζαθέας . Ἀγαπήνορος δὲ οὐκ ἀνασωθέντος οἴκαδε ἐξ Ἰλίου ,
τὸν ὕστερον χρόνον . Ἰὲ Παιᾶνα θεὸν ἀείσατε λαοί , ζαθέας ἐνναέται [ ] τᾶσδ ' Ἐπιδαύρου . Ὧδε γὰρ
5830772 Αἰτωλος
δισχιλίους , οὓς Πάτρων τε ὁ Φωκεὺς καὶ Γλαῦκος ὁ Αἰτωλὸς ἦγον . ταύτῃ δὲ αὐτῷ ἡ φυγὴ ἐπὶ Μηδίας
οὗ λοιπὸν οἱ Ἠλεῖοι Αἰτωλοὶ ὠνομάσθησαν . διὰ τοῦτο οὖν Αἰτωλὸς ἀνὴρ ὁ Ἠλεῖος . ἄλλως : Αἰτωλὸς ἀνὴρ ὁ
5829179 ἑκαεργε
' ὀχθήσας προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς : ἔβλαψάς μ ' ἑκάεργε θεῶν ὀλοώτατε πάντων ἐνθάδε νῦν τρέψας ἀπὸ τείχεος :
τούτων ἐσομένων καὶ περὶ ἐκείνους . Ὧδ ' ἔστω , ἑκάεργε , καὶ ἄλλο δὲ ὅ τι ἂν εἶναι σοὶ
5825094 Σαπφους
. καλεῖται δὲ Σαπφικὸν ἢ Ἱππωνάκτειον : εὕρημα γάρ ἐστι Σαπφοῦς , ὁ δὲ Ἱππώναξ πολλάκις ἐχρήσατο . ἔστι δ
παρήλλαξα . φιλίου . τοῦ τὰ περὶ φιλίας ἐπισκοποῦντος . Σαπφοῦς . . . Ἀνακρέοντος . Σαπφὼ λυρικὴ ποιήτρια ,
5819526 παιδ
, ὅπως ἂν μὴ Κλυταιμήστρα τάδε μάθηι , πρὶν Ἅιδηι παῖδ ' ἐμὴν προσθῶ λαβών , ὡς ἐπ ' ἐλαχίστοις
ὡς δ ' ἦλθεν χρόνος , τεκοῦς ' ἐν οἴκοις παῖδ ' ἀπήνεγκεν βρέφος ἐς ταὐτὸν ἄντρον οὗπερ ηὐνάσθη θεῶι
5818366 μεδεων
περισπώμενον εἴη ῥῆμα τὸ μεδῶ , ἔνθεν καὶ τὸ Δωδώνης μεδέων , ἀφ ' οὗ τὸ μέδημι , ὡς οἴκημι
εὔχονται . Σούνιον δὲ ἀκρωτήριον τῆς Ἀττικῆς . ΓΘ δελφίνων μεδέων Σουνιάρατε ] περιφραστικῶς , ὦ τῆς θαλάσσης βασιλεῦ .
5806848 βαλουσα
? ' ὕδωρ [ ] πλαζομέναις ἵνα λύσσαν ἀχύνετον ἧκα βαλοῦσα . [ ] ! ! [ ] [ μεσσηγὺς
αὐτὸν ἁδροκέφαλον , ἐπιθυμήσασα αὐτοῦ , φιμάριον εἰς τὸ πρόσωπον βαλοῦσα , ἵνα μὴ ἐπιγνωσθῇ , συνέπαιζεν αὐτῷ . ὁ
5803947 Κυκλωψ
, ὥς φησι Χαμαιλέων ἐν τῷ περὶ Σατύρων . Ἀρίστιος Κύκλωψ : μέμνηται τούτου Χαμαιλέων ἐν τῷ περὶ Σατύρων .
οἶνος , καὶ τότε δή μιν ἔπεσσι προσηύδων μειλιχίοισι : Κύκλωψ , εἰρωτᾷς μ ' ὄνομα κλυτόν ; αὐτὰρ ἐγώ
5796436 Κορωνις
ἄρχομ ' ἀείδειν , υἱὸν Ἀπόλλωνος , τὸν ἐγείνατο δῖα Κορωνίς Δωτίῳ ἐν πεδίῳ , κούρη Φλεγύα βασιλῆος . Ἀριστείδης
γὰρ ἐνεγκεῖν κελευσθείς , ἡνίκα ἐν Τρίκκῃ τὸν Ἀσκληπιὸν ἔτικτε Κορωνίς , τοῦ κελευσθέντος ὑπεριδὼν ἐλαγνεύετο ὁ Κόραξ , καὶ
5795545 Λαοδικην
καὶ τὸν Πύρρον ἀπεκρούσαντο . Ἀντίοχος ὁ προσαγορευθεὶς Θεὸς ἔγημε Λαοδίκην ὁμοπάτριον ἀδελφὴν , ἐξ ἧς αὐτῷ παῖς ἐγένετο Σέλευκος
λύπῃ καὶ αὐτὴ τελευτᾷ . * ἄλλοι δέ φασι τὴν Λαοδίκην διωκομένην ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων πεσεῖν ὑπό τινα φάραγγα καὶ
5793392 Τεκμησσα
Εὐρυσάκη κτλ . ►Ζεύς Αἴγινα Αἰακός Ἐνδηίς Τελαμών Περίβοια Αἴας Τέκμησσα Εὐρυσάκης διὰ μέσου πολλοί πολλαί Κλεινίας Δεινομάχη Ἀλκιβιάδης◄ εἰς
Ἦ ῥα μέγα στενάχων . Ἐπὶ δ ' ἔστενε δῖα Τέκμησσα , Αἴαντος παράκοιτις ἀμύμονος , ἥν περ ἐοῦσαν ληιδίην
5793148 Χαλκιοπην
κατακλυσμόν , ἢ διὰ τὸ φυγεῖν τὸν Φρίξον αὐτόν . Χαλκιόπην : Φερεκύδης ἐν Ϛʹ Εὐηνίαν αὐτήν φησι καλεῖσθαι ,
γαμεῖ δὲ πρώτην μὲν Μήταν τὴν Ὁπλῆτος , δευτέραν δὲ Χαλκιόπην τὴν Ῥηξήνορος . ὡς δὲ οὐκ ἐγένετο παῖς αὐτῷ
5792882 ἀργυροπεζα
δηλοῖ τὸν πόδα , καὶ τὰ ἐξ αὐτοῦ συντεθέντα , ἀργυρόπεζα : τετράπεζα : τράπεζα . Τὰ εἰς α λήγοντα
' ἄπληστον ἄμυξα . ἦλθε δὲ Νηρῆος θυγάτηρ , Θέτις ἀργυρόπεζα , σηπίη εὐπλόκαμος , δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα , ἣ
5792584 Σμινθευ
σπερμεῖε , ἀρότριε , Πύθιε , Τιτάν , Γρύνειε , Σμινθεῦ , Πυθοκτόνε , Δελφικέ , μάντι , ἄγριε ,
Χρύσην ἀμφιβέβηκας Κίλλάν τε ζαθέην Τενέδοιό τε ἶφι ἀνάσσεις , Σμινθεῦ εἴ ποτέ τοι χαρίεντ ' ἐπὶ νηὸν ἔρεψα ,
5787946 Βοιωτος
ἔκτισε τὴν ὀνομαζομένην [ ἀπ ' αὐτοῦ ] Λιπάραν : Βοιωτὸς δὲ πλεύσας πρὸς Αἰόλον τὸν τῆς Ἄρνης πατέρα ,
ἀνθ ' Ἱπποθωντίδος ἐν Ἀκαμαντίδι φυλῇ γεγονώς , οὐκ ἀγαπᾷ Βοιωτὸς οὑτοσί , ἀλλὰ καὶ δίκας ἐμοὶ δύ ' ἢ
5786883 χαιρ
τὸ δεῖπνον ἐς λόγους ἤδη παροινίους τρεπόμενοι , ὡς τό χαῖρ ' , Ἀχιλεῦ , δαιτὸς μὲν ἐΐσης οὐκ ἐπιδευεῖς
Ἀττικὴ ἐξαιρέτως εἰς τὸν τῆς ἐλαίας καρπόν . Γ χαῖρε χαῖρ ' : διπλῆ καὶ τοῦ χοροῦ κῶλα γʹ τροχαϊκά
5785164 Ἠετιων
κατὰ διάστασιν ψιλοῦται : ἀάπτους ἀήσυλα ἀΐσσω ἰάπτω ἰατρός ἠΐθεος Ἠετίων ἠέλιος ὀΐω ὀϊστός . σεσημείωται τὸ ἵημι , καὶ
εἴς , εἰς Λῆμνον . . . . . Ἴμβριος Ἠετίων : πρὸς τὴν ὁμωνυμίαν . . ἤτοι ὁ μὲν
5779034 Ἑρμειας
τὸν Κορίνθιον . : Παρὰ δὲ Ναυκρατίταις , ὥς φησιν Ἑρμείας ἐν τῷ δευτέρῳ τῶν Περὶ τοῦ Γρυνείου Ἀπόλλωνος ,
τῆς ἡδονῆς ἐστιν , οὐχὶ τῶν φίλων φίλος . ὅτι Ἑρμείας ὁ Κουριεὺς τοὺς στωικοὺς στώακας καλεῖ , ἐμπόρους λήρου
5774475 Ἀμαζονος
. α , . , . . Ἀντιάνειρα : ἐπίθετον Ἀμαζόνος , οἱονεὶ αἱ ἐναντιούμεναι ἀνδράσιν , ἐξ οὗ πολεμικαί
πρῶνας δυσβάτους Τυλησίους Λίνου θ ' ἁλισμήκτοιο δειραίαν ἄκραν , Ἀμαζόνος σύγκληρον ἄρσονται πέδον , δούλης γυναικὸς ζεῦγλαν ἐνδεδεγμένοι .
5772816 Πισας
δὲ πˈρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς : ἀλλ ' ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ ' Ἀλφεῷ ἄλσος , τόνδε κῶμον καὶ
Δωρίαν ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν ' , εἴ τί τοι Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν
5769068 αὐλητριδα
νήφοντα ἄνδρα ἀφαιρούμενον μὲν τὸν κρατῆρα , ἀπάγοντα δὲ τὴν αὐλητρίδα , καθαιροῦντα δὲ τοὺς στεφάνους , παύοντα δὲ τὴν
αὐτὴν παντοδαποῖς τραγήμασιν , μύρον , στεφάνους , λιβανωτόν , αὐλητρίδα λαβέ . εἰ τὸ συνεχῶς καὶ πολλὰ καὶ ταχέως
5766969 Νιοβη
ὑπερδισύλλαβα μὴ παραληγόμενα τῇ ΟΙ διφθόγγῳ βαρύνεται : Ἀλύβη καλύβη Νιόβη ἀστράβη Ἑκάβη . τὸ δὲ ἀμοιβή ὀξύνεται , ὡς
ἓξ μὲν ἄρρενας , ἓξ δὲ θηλείας . ἡ οὖν Νιόβη ὑπερβολικῶς τὰ ἑαυτῆς τέκνα φιλοῦσα ἐπῄνει αὐτὰ πρὸς τὴν
5766094 Χρυσου
Κύρν ' , οὐδ ' εὐλαβίης ἐστὶ περὶ πλέονος . Χρυσοῦ κιβδήλοιο καὶ ἀργύρου ἀνσχετὸς ἄτη , Κύρνε , καὶ
γὰρ πολύ φασι παραλλάττειν τοῦ ἄλλου τὸν Κολοφώνιον χρυσόν . Χρυσοῦ λαλοῦντος πᾶς ἀπρακτείτω λόγος : πείθειν γὰρ οἶδε καὶ
5759069 Μενελεω
' ἐμὴν κτανεῖν , ἀλλ ' ἀντ ' ἀδελφοῦ δῆτα Μενέλεω κτανὼν τἄμ ' οὐκ ἔμελλεν τῶνδέ μοι δώσειν δίκην
φησι ταῖς Ψυλλικαῖς , δύ ' ἀδελφῶν κυνῶν ἐκεῖθεν ὑπὸ Μενέλεω περὶ τὴν Ἀργολικὴν τραφεισῶν . περὶ δὲ Κυρήνην ἐκ
5757589 Τριτων
ἀνασεσοβημένος τὴν ἐπὶ τῷ μετώπῳ κόμην , Αὐτοβορέας τις ἢ Τρίτων , οἵους ὁ Ζεῦξις ἔγραψεν . οὗτος ὁ τὸ
ὅπλοις ἐκ τῆς τοῦ Διὸς κεφαλῆς ἀναπηδῆσαι τὴν Ἀθηνᾶν . Τρίτων ποταμὸς Λιβύης , ἔστι δὲ καὶ Βοιωτίας . δοκεῖ
5750831 Λυρνησσον
' Ἰδαίων ὀρέων ταχέεσσι πόδεσσι , κεῖθεν δ ' ἐς Λυρνησσὸν ὑπέκφυγες : αὐτὰρ ἐγὼ τὴν πέρσα μεθορμηθείς . .
. „ τοῦ δὲ Μύνητος τὴν Λυρνησσόν : ἐπειδὴ ” Λυρνησσὸν διαπορθήσας καὶ τείχεα „ Θήβης ” τόν τε Μύνητα

Back