πολιὸς ὤν ἕνη ; : οὕτως ἐν τοῖς ἀκριβεστάτοις , ἕνη , ἵνα λέγῃ “ ἐκ πολλοῦ ” . Ἀττικοὶ | ||
' ἑνὸς ν τῇ ⌈ ” ἔνη “ [ ” ἕνη “ / ] χρῆται ⌈ διὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ |
, προστιθέασι τὸ υ , τὸ ἀὴρ αὐὴρ καὶ τὸ ἄως αὔως λέγοντες . Ἐπεὶ οὖν οὐ μόνον ἄτη , | ||
τὸ υ , ὡς ἐπὶ τοῦ ἀήρ αὐήρ , καὶ ἄως αὔως . ὅτε δὲ σύμφωνόν ἐστι μεταξὺ , οὐκέτι |
στεῖρα : παρὰ τὸ στῶ , οὗ παράγωγον στείω , στεῖρα πλεονασμῷ τοῦ ρ . ἡ τοῦ κυῆσαι στάσιν ἔχουσα | ||
ἀγαθὸν ἡ ψυχὴ καὶ τικτέτω , μὴ πάντων ἄφορος καὶ στεῖρα γινέσθω . σὺ δὲ τοιαῦτα ἐπιτάγματα ἐπιτάξεις υἱεῖ τῷ |
κʹ ἐστὶν ἡμερῶν , συστρέφων πρὸς νοῦν , ὅτι ἡ τριακοστὴ αὐτῆς ἐγγίζει ἤδη καὶ μέλλω τοὺς τόκους ἀποδιδόναι . | ||
ἑνδεκάτη , ἑπτακαιδεκάτη , εἰκοστὴ πρώτη , εἰκοστὴ ἑβδόμη , τριακοστὴ πρώτη . Εἰδέναι δὲ χρὴ , ὅτι , ἢν |
θεράποντ ' ὀνόμηνεν : ὣς δὲ καὶ ὀστέα νῶϊν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι χρύσεος ἀμφιφορεύς , τόν τοι πόρε πότνια μήτηρ | ||
. . Γ . ὣς δὲ καὶ ὀστέα νῶιν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι , χρύσεος ἀμφιφορεύς , τόν τοι πόρε πότνια |
, εὖτ ' ἂν ἀληθείην λαοὶ κρίνοντες ἄγωσιν : πρῶτον ἔνη τετράς τε καὶ ἑβδόμη ἱερὸν ἦμαρ : τῇ γὰρ | ||
τὸ μέν τι μέρος ἔχει τοῦ παρῳχημένου μηνός , ὅπερ ἔνη ἐστί : καὶ γὰρ ἔνον τὸ παλαιόν φασίν : |
κακῷ συμφωνῶσι . Τὰς ἐν ᾅδου τριακάδας : τιμᾶται ἡ τριακὰς ἐν ᾅδου διὰ τὴν Ἑκάτην : καὶ γὰρ Ἀθηνᾶ | ||
. ὁ ἐστερημένος φωνῆς . Ἔνη καὶ νέα . ἡ τριακὰς καλουμένη : Ἔνον τὸ παλαιὸν καὶ Νέον τὸ νέον |
τῶν Ἀθηναίων ἅρπαγες καὶ πορθηταὶ λέγει δὲ τοὺς Διοσκούρους . Ἀκτὴ δὲ ἐκαλεῖτο ἡ Ἀττικὴ ἢ ἀπ ' Ἀκταίωνος βασιλέως | ||
τιν ' οὗτος παρέλαβε καιρόν : ἐν οἷς καὶ ἡ Ἀκτὴ καὶ οἱ λιμένες εἰσὶ καὶ τὰ νεώρια , ἃ |
ἐσθλὰ δὲ πάντα τοῖσιν ἔην : καρπὸν δ ' ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα αὐτομάτη πολλόν τε καὶ ἄφθονον : οἳ δ | ||
, τὰ θηρία , καὶ πάνθ ' ἁπλῶς ὁπόσα τρέφει ζείδωρος ἄρουρα . Παντελῶς ἀπίθανα φὴς ταῦτα καὶ αὑτοῖς ὑπεναντία |
ὥς φησι Πολέμων . Φιλέταιρος δέ φησί που : οὐχὶ Κερκώπη μὲν ἤδη γέγονεν ἔτη τρισχίλια , ἡ δὲ Διοπείθους | ||
Ναννάριον ἔσχηκας ὡραίαν σφόδρα . Φιλέταιρος ἐν Κυναγίδι : οὐχὶ Κερκώπη μὲν ἤδη γέγον ' ἔτη τρισχίλια , ἡ δὲ |
ἵν ' ᾖ τὴν εὐνήν , ὡς σεληναῖα ἁμαξαῖα καὶ Ἀθηναῖα . εὐνοίᾳ ] φιλίᾳ . εὐνοίᾳ ] τάφῳ . | ||
ἵν ' ᾖ τὴν εὐνήν , ὡς σεληναῖα ἁμαξαῖα καὶ Ἀθηναῖα . εὐνοίᾳ ] φιλίᾳ . εὐνοίᾳ ] τάφῳ . |
χρυσόν , ἵν ' ᾖ τὸν τίμιον , ἢ ὅτι διάχρυσος ἦν τῇ κατασκευῇ ὁ χαλινός : δαμάζοντα δὲ τὸ | ||
καὶ παρέκειτο καὶ τούτῳ [ σπάργανα ] γνωρίσματα : μίτρα διάχρυσος , ὑποδήματα ἐπίχρυσα , περισκελίδες χρυσαῖ . Θεῖον δή |
ι . Νεομηνία μὴ λέγε , Ἰώνων γάρ , ἀλλὰ νουμηνία . Ἦς ἐν ἀγορᾷ σόλοικον , λέγε οὖν ἦσθα | ||
' ἀποδόσθαι βούλομαι τὸν ὄνον ἄγων αὐτοῖσι τοῖς κανθηλίοις : νουμηνία γάρ ἐστιν . οὔκουν κἂν ἐγὼ αὐτὸν ἀποδοίμην δῆτ |
νεʹ δʹʹ λεʹ ιβʹʹ Ἐρυθραῖον ἄκρον νεʹ γʹʹ λεʹ ιβʹʹ Ἄμπελος ἄκρα νεʹ ∠ ʹʹ λεʹ Ϛʹʹ Ἰτανὸς πόλις νεʹ | ||
οἱ ἀσπάραγοι ἑφθοὶ ἐσθίονται , οὔρησιν καὶ κοιλίαν κινοῦντες . Ἄμπελος μέλαινα , ἣν ἰδίως βρυωνίαν καλοῦσί τινες , οἱ |
πρὸ αὐτῆς . Τεύκριος : πόα ῥαβδοειδὴς παρέοικε χαμαίδρυϊ , λεπτόφυλλος , ἔχουσα ἐρεβίνθῳ τὸ πέταλον ὅμοιον . φύεται δὲ | ||
τοῖς προσθέτοις ἐστὶ πήγανον λεῖον μετὰ μέλιτος ἢ κόνυζα ἡ λεπτόφυλλος καλουμένη ἢ σταφὶς χωρὶς τῶν γιγάρτων λεία μετὰ νίτρου |
εἴρηκεν ἐν Δαιταλεῦσιν . λυχνοποιός λυχνοπώλης , λύχνος λυχνοῦχος , λύχνιον ἐλλύχνιον , λυχνοκαυτεῖν , λυχνοκαΐα παρ ' Ἡροδότῳ . | ||
τῷ Τροφωνίῳ Μένανδρος δὲ ἐν Θεττάλῃ λύχνων ἀφάς . καὶ λύχνιον μὲν ἐφ ' οὗ ἐντίθεται ὁ λύχνος , ἡ |
Ἅμα δὲ τούτοις ἐδημιουργεῖτο καὶ σκεύη ἱερά , κιβωτός , λυχνία , τράπεζα , θυμιατήριον , βωμός . ὁ μὲν | ||
μὲν ἐφ ' οὗ ἐντίθεται ὁ λύχνος , ἡ καλουμένη λυχνία : τοῦ δὲ λυχνίου τὸ ἀπευρυνόμενον , ᾧ ἐπιτίθεται |
Περὶ ἑορτῶν Ποσειδεῶνος μηνὸς πέμπτηι φθίνοντος . . . . Χύτροι : . . . ἔστι δὲ καὶ Ἀττική τις | ||
τόπος προσαγορεύεται μὲν Πελεκανία : τούτου δ ' ἔστιν ἄττα Χύτροι καλούμενοι βαθύσματα τῆς λίμνης , ἐν οἷς κάλλιστόν φασι |
: Ἄρχεται ἡ ταριχεία ἀπὸ μηνὸς μεχεὶρ εἰκάδος πέμπτης ἕως μεσωρὶ εἰκάδος πέμπτης : καὶ συναπτόμενος πάλιν : ὅσα ἂν | ||
βάλλεται . Οὐκ εἶπε δὲ ὅτι μετὰ τὸ τέλος τοῦ μεσωρὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλεται , ἀλλ ' ἀπὸ τῆς |
μέλιτος προσφέρεσθαι . ποιεῖ δὲ καὶ ἡ ῥίζα τοῦ σικύου τετριμμένη μετὰ μέλιτος : οἱ δ ' ἰσχυροτέρῳ βουλόμενοι χρῆσθαι | ||
διαχωρέει : τροφὴ νῦν ἀπεπτοτέρη , ὡϲ ὑπὸ ὀδόντων λάβρων τετριμμένη μοῦνον . ἢν δὲ τὰ κάτω ἀνεϲθίηται , αἱμάλωπεϲ |
καὶ Ἀπολλώνιος δέ φησιν ὁ Τύριος ὅτι ἰσχνὸς ἦν , ὑπομήκης , μελάγχρωςὅθεν τις αὐτὸν εἶπεν Αἰγυπτίαν κληματίδα , καθά | ||
παλαιστιαίων δὲ τῶν διαπηγμάτων , ἐγένετο συμπηγία τοῦ τονίου τετράγωνος ὑπομήκης . ἐξέσται δὲ τῷ βουλομένῳ καὶ τὰ πλευρὰ κολοβώτερα |
, ἡ δεκάτη Κρόνου , ἡ ἑνδεκάτη Διός , ἡ δωδεκάτη Ἄρεως : [ ἡ ] ἡμέρα αʹ Ἡλίου , | ||
ἕτεροι δὲ Σκιροφοριῶνος τῆι αὐτῆι ἡμέραι . . . : δωδεκάτη μὲν ἔην μηνὸς Θαργηλιῶνος . . . νὺξ δ |
καθ ' ὃν αὐτῆς τε τῆς ἀρτηρίας ἡ περιοχὴ παντάπασιν ἰσχνὴ καὶ πομφολυγώδης ἐστὶν καὶ τὸ ἔγχυμα ἀμαυρὸν καὶ ἐξίτηλον | ||
' ἐξ ἀριστερῶν . ἔστι δ ' ἡ ἔκφυσις αὐτῶν ἰσχνὴ καὶ πλατεῖα , κατὰ γραμμὴν ἐγκαρσίαν ἐπ ' ὦτα |
τὸν πατέρα . τί λέγεις ; ἀλλὰ νῦν γ ' ὄρθρος βαθύς . νὴ τὸν Δί ' , ὀψὲ γοῦν | ||
' ὀπύσει κἀκποήσεται γαλᾶς σοῦ μηδὲν ἥττους βδεῖν , ἐπειδὰν ὄρθρος ᾖ . Πρόβαινε , κἀν τὤχλῳ φυλάττεσθαι σφόδρα μή |
τῇ νουμηνίᾳ , βραδυτάτη δὲ τῇ γῃ : καὶ μένει μηνοειδὴς ὁτὲ μὲν ἕως τῆς εης , ὁτὲ δὲ βραδύτατον | ||
σχηματισμῶν τῆς σελήνης φωτεινοί εἰσιν οἵδε . . . . μηνοειδὴς μὲν οὖν ἐστιν , ὅταν ὑπὸ γραμμῶν μὴ ὅλως |
καὶ κλητικήν , οἷον ὁ Τίρυνς ὦ Τίρυνς , ἡ ἕλμινς ὦ ἕλμινς , ὁ μάκαρς ὦ μάκαρς , ἡ | ||
ἑλμίνθων γένεσις . Περὶ πλατείας ἕλμινθος . Καὶ ἡ πλατεῖα ἕλμινς πλεονάζει μὲν ἐπὶ πυρετῶν , γίνεται δὲ καὶ ἐν |
εἴη ὁ κόσμος . εἰ γὰρ ἀρχὰν λήψεται διακοσμάσιος , ἔκαμέ ποκα τὸ κινέον αὐτὸ κατ ' ἄμπαυσιν διακοσμάσιος . | ||
εἴη ὁ κόσμος . εἰ γὰρ ἀρχὰν λήψεται διακοσμάσιος , ἔκαμέ ποκα τὸ κινέον αὐτὸ κατ ' ἄμπαυσιν διακοσμάσιος . |
Οὐ γὰρ οὕτως ἡ σκιὰ λυπεῖ καθάπερ εἴρηται καὶ τὸ ὄψιον ὡς ἡ ἰσχὺς τῶν ῥιζῶν : ἀφαιρεῖται γὰρ τὴν | ||
ὡς τὸ πολλὰ γίνεται ψυχρόν : ἐὰν δὲ τὸ ἔαρ ὄψιον γένηται καὶ ψυχρὸν ἡ ὄπωρα ὀψία γίνεται καὶ μετόπωρον |
δὲ ξηρὰ ϲκληροτέρα τέ ἐϲτι καὶ ἰϲχνοτέρα τῆϲ εὐκράτου καὶ δαϲεῖα . ἡ μὲν οὖν ϲκληρότηϲ ἀχώριϲτόϲ ἐϲτι τελέωϲ τῆϲ | ||
ϲῶμα ὑπὸ τῶν ὑγροτέρων . ἡ δὲ θερμὴ καὶ ξηρὰ δαϲεῖα μὲν ἐϲχάτωϲ ἐϲτί , τὰϲ δὲ τῆϲ κεφαλῆϲ τρίχαϲ |
. ποιεῖ δ ' ἄκρως πρὸς συνάγχην κυνεία κόπρος λευκὴ ξηρανθεῖσα λειωθεῖσά τε καὶ σησθεῖσα , μέλιτι δευομένη καὶ διαχριομένη | ||
ἄνθη ῥοδοειδῆ , μεγάλα : ῥίζαν μακράν , λευκήν : ξηρανθεῖσα οἴνου ὀδμὴν ἀποδίδωσιν . φύεται ἐν ὀρεινοῖς χωρίοις . |
λέγεται τὸ δεδεγμένον σῶμα τὴν ἀγαθότητα καὶ μετέχον αὐτῆς , ἀγαθότης δὲ οἷον οὐσία καὶ ὕπαρξίς τις οὖσα . Πέμπτον | ||
ταύτην ἐφίστησι καὶ φρουρητικὴν δύναμιν ἡ τοῦ πρὸ πάντων ἑνὸς ἀγαθότης . οἱ δὲ διὰ τί φήσουσι τὸ ἓν καὶ |
ὡς ἀποροῦντα μάκτρας καὶ θυείᾳ χρώμενον . μικρὰ γὰρ ἡ θυεία , ἡ δὲ κάρδοπος μεγάλη . ἐκεῖνο δ ' | ||
διασύρει αὐτὸν καὶ ἀποροῦντα μάκτρας . μικρὰ δέ ἐστιν ἡ θυεία , ἡ δὲ καρδόπη μεγάλη . ἐπειδὴ πένης ἦν |
γνώμην ἔχειν , παραδίδωμι τὸ ὕδωρ τοῖς ἄλλοις κατηγόροις . Πάνθ ' ὡς ἔοικεν ὦ Ἀθηναῖοι προσδοκητέ ' ἐστὶ καὶ | ||
γα τῶ πατρός . Τί δ ' ἐσθίει μάλιστα ; Πάνθ ' ἅ κα διδῷς . Αὐτὸς δ ' ἐρώτη |
Ἀττικὴ κατεδύετο καὶ ἐπιφερομένη Αἰγιναίη νηῦς κατέδυσε τῶν Σαμοθρηίκων τὴν νέα : ἅτε δὲ ἐόντες ἀκοντισταὶ οἱ Σαμοθρήικες τοὺς ἐπιβάτας | ||
ποιεῖν . καὶ σφόδρα μὲν καὶ ἐν τοῖς μουσικοῖς τὰ νέα καὶ ἀνθηρὰ εὐδοκιμεῖ , πολὺ δὲ καὶ ἐν τοῖς |
γυναικῶν : ἀντὶ τοῦ τῶν φιλάνδρων , οἷον : εἴπερ φίλανδρός ἐστι , πάντα σοι πεισθήσεται ἡ Γλαύκη : ἃ | ||
γυναικῶν : ἀντὶ τοῦ τῶν φιλάνδρων , οἷον : εἴπερ φίλανδρός ἐστι , πάντα σοι πεισθήσεται ἡ Γλαύκη : ἃ |
: Χάος ἦν καὶ Νὺξ Ἔρεβός τε μέλαν πρῶτον καὶ Τάρταρος εὐρύς : γῆ δ ' οὐδ ' ἀὴρ οὐδ | ||
ὡς Χάος πρῶτον , ἐπὶ δὲ αὐτῷ Γῆ τε καὶ Τάρταρος καὶ Ἔρως γένοιτο : Σαπφὼ δὲ ἡ Λεσβία πολλά |
τῆς λύπης γίνεσθαι . ὁ δὲ νοῦς : σὺ παρὰ κλῆθρα ἵστασο : σοὶ γὰρ μέλει ἡ ἐκ τῶν οἴκων | ||
τῆς λύπης γίνεσθαι . ὁ δὲ νοῦς : σὺ παρὰ κλῆθρα ἵστασο : σοὶ γὰρ μέλει ἡ ἐκ τῶν οἴκων |
οὔπω τόδε τι καθ ' αὑτήν , ἀλλ ' οἷον εὐφυία πρὸς τοῦτο καὶ παρασκευὴ πρὸς τὸ γενέσθαι τόδε τι | ||
δὲ σωφροσύνην φειδωλίαν , τὴν δὲ ἀνδρείαν θρασύτητα . Ἡ εὐφυία , πλεονάζουσα τῇ ῥύμῃ τῆς φορᾶς , πρὸς πολλὰ |
αὐτοῦ τὸ μὲν ἀνατολικώτερον Ἐρυθρὰ θάλασσα , τὸ δὲ δυτικώτερον Αἰθιοπικὸς ὠκεανὸς προσαγορεύεται . Τῶν δὲ λοιπῶν δύο κλιμάτων τὸ | ||
λυγκία δʹ , ἄρκηλοι γʹ , καμηλοπάρδαλις μία , ῥινόκερως Αἰθιοπικὸς αʹ . ἑξῆς ἐπὶ τετρακύκλου Διόνυσος περὶ τὸν τῆς |
ἀμέλγοντας τὰ κοινά . Ἡσίοδος δὲ “ μᾶζά τ ' ἀμολγαίη . ” οἱ δὲ ἀντὶ τοῦ ἀκμαῖον . παρὰ | ||
τὸν τυρόν φησιν ἢ ὄλυραν βεβρεγμένην γάλακτι . μάζα οὖν ἀμολγαίη ἢ τυρὸς ἢ ἄρτος ἐκ γάλακτος ἐζυμωμένος . σβεννυμενάων |
. Βαθυκόλπου ] Ὅτι ἐν Ἐλευσῖνι Δήμητρός ἐστιν ἀγὼν τὰ Δημήτρια , ἃ καὶ Ἐλευσίνια λέγεται . Ἐμὲ δ ' | ||
καὶ Πάνδια , Ἀθηνᾶς Παναθήναια , Ἥρας Ἥραια , Δήμητρος Δημήτρια καὶ θεσμοφόρια καὶ Ἐλευσίνια , Κόρης παρὰ Σικελιώταις θεογάμια |
ποιητὴν Ὅμηρον : ἀπὸ δὲ τῆς Ἴου πρὸς ἑσπέραν ἰόντι Σίκινος καὶ Λάγουσα καὶ Φολέγανδρος , ἣν Ἄρατος σιδηρείην ὀνομάζει | ||
καὶ Σικημίτης . τοῦ δὲ Σίκημα τὸ ἐθνικὸν Σίκημοι . Σίκινος , νῆσος περὶ τὴν Κρήτην , ὡς Στράβων δεκάτῃ |
τάπητες οἱ ἐκ θατέρου . ὑπαγκώνια στρώματα , περιστρώματα ὑποστρώματα ἐπιβλήματα , ἐφεστρίδες ἀμφιεστρίδες χλαῖναι , ἐπιβόλαια δάπιδες τάπιδες ψιλοδάπιδες | ||
ἐσθῆτες μὲν τραγικαὶ ποικίλονοὕτω γὰρ ἐκαλεῖτο ὁ χιτώντὰ δ ' ἐπιβλήματα ξυστίς , βατραχίς , χλανίς , χλαμὺς διάχρυσος , |
προθυμούμενος , βιαζόμενος , προθυμῶν . Λάχνη : τρίχωσις , ἀκανθώδης τρίχωσις : τὸ σχῆμα ἐμφαντικόν : τοιαύτη θρὶξ τραχεῖα | ||
ἐνθαῦτα ὁ Κῦρος , ἦν γάρ τις χῶρος τῆς Περσικῆς ἀκανθώδης ὅσον τε ἐπὶ ὀκτωκαίδεκα σταδίους ἢ εἴκοσι πάντῃ , |
δορκάς , βούβαλος , τραγέλαφος , πύγαργος , ὄρυξ , καμηλοπάρδαλις . ἀεὶ γὰρ τῆς ἀριθμητικῆς θεωρίας περιεχόμενος , ἣν | ||
, πάνθηρες ἑκκαίδεκα , λυγκία τέσσαρα , ἄρκηλοι τρεῖς , καμηλοπάρδαλις μία , ῥινόκερως Αἰθιοπικὸς εἷς . Ἑξῆς ἐπὶ τετρακύκλου |
συναιρούμενον , φησίν , ἀπὸ τοῦ κωλέα κωλῆ , ὡς συκέα συκῆ , λεοντέα λεοντῆ . Ἀριστοφάνης : οἴμοι δὲ | ||
. Τὰ εἰς Η συναληλιμμένα περισπᾶται : λεοντέα λεοντῆ , συκέα συκῆ , γαλέα γαλῆ , ἀμυγδαλέα ἀμυγδαλῆ . Τὰ |
' ἥδιστά γ ' ἐπιδορπίζομαι . πρίστις , τραγέλαφος , βατιάκη , λαβρώνιος . ἀνδραπόδι ' ἤδη ταῦθ ' , | ||
ἄλλα γένη καταλέγων ποτηρίων φησί : πρίστις , τραγέλαφος , βατιάκη , λαβρώνιος . ἀνδραποδιον δὴ ταῦθ ' , ὁρᾷς |
πηκτή ἀκτή βλαστή . τοῦτό τινες βαρύνουσιν . τὸ μέντοι κίστη βαρύνεται καὶ τὸ πέλτη . τὰ δὲ κύρια βαρύνεται | ||
ἡ ξυλίνη , δι ' ὃ καὶ ἀντίπηξ καλεῖται : κίστη δὲ ἡ πλεκτή . κλῆσις μὲν ἡ εἰς ὁτιοῦν |
Μὴ μελαμπύγου τύχῃς : μή τινος ἀνδρείου καὶ ἰσχυροῦ . Μία λόχμη οὐ τρέφει δύο : ἐπὶ τῶν ἐκ μικροῦ | ||
δὲ τὰ ἐνεστῶτα , περὶ δὲ τῶν μελλόντων ἀσφαλίζεσθαι . Μία ἐστὶν ἀρχὴ τοῦ καλῶς βουλεύεσθαι τὸ γνῶναι περὶ ὅτου |
οὐράνιαι φλόγες ἁγναὶ Ἠελίου , Μήνης θ ' ἱερὸν σέλας Ἄστρα τε πάντα : καὶ σύ , Ποσείδαον γαιήοχε , | ||
λυπῆσαι μειζόνως . ἐπέρχεταί μοι τὸ τοῦ Πινδάρου προσθεῖναι , Ἄστρα τε καὶ ποταμοὶ καὶ κύματα πόντου τὴν ἀωρίαν τὴν |
πολυκαρπίαν : ταῦτα μὲν οὖν , ὥσπερ ἐλέχθη , φύσει βραχύβια ἐξαναλισκομένης ἐνταῦθα τῆς οὐσίας , ὅσα πολυκαρπήσαντα ἀφαυαίνεται καθάπερ | ||
, ἀναλίσκει τὸ ὑγρόν , καὶ διὰ τοῦτο τὰ τοιαῦτα βραχύβια γίνονται : οἷς δὲ ἡ χολὴ ἐλαττοῦται , ἀντέχει |
ἀγρίων ἃ καὶ πρότερον ἐλέχθη , ἐλάτη πεύκη πίτυς ἀγρία πύξος ἀνδράχλη μίλος ἄρκευθος τέρμινθος φιλύκη ἀφάρκη δάφνη φελλόδρυς κήλαστρον | ||
τὴν Μακεδονίαν ] ἐλάτη πεύκη πίτυς ἀγρία φίλυρα ζυγία φηγὸς πύξος ἀνδράχλη μίλος ἄρκευθος τέρμινθος ἐρινεὸς φιλύκη ἀφάρκη καρύα διοσβάλανος |
λ , καὶ οὐχ ἕτερον σύμφωνον , οἷον Σκύλλα , Κίλλα , κόλλα , βδέλλα , ἅμιλλα . τὰ δὲ | ||
Ἐν δὲ τῇ Ἀδραμυττηνῇ ἔστι καὶ ἡ Χρῦσα καὶ ἡ Κίλλα : πλησίον οὖν τῆς Θήβης ἔτι νῦν Κίλλα τις |
κρισίμων ἡμερῶν ὑπομνήμασιν ἔδειξεν , οἷον ἑβδόμη καὶ ἐννάτη καὶ ἑνδεκάτη καὶ τεσσαρεσκαιδεκάτη : αὗται γὰρ κρίνειν πεφύκασιν : εἰσὶ | ||
, ὀγδόη Ἡλίου , ἐνάτη Ἀφροδίτης , δεκάτη Ἑρμοῦ , ἑνδεκάτη Σελήνης , δωδεκάτη Κρόνου . εἶτα ἑξῆς γίγνεται ἡ |
ἴασπις καὶ ἡ σάπφειρος : αὕτη δ ' ἐστὶν ὥσπερ χρυσόπαστος . ἡ δὲ σμάραγδος καὶ δυνάμεις τινὰς ἔχει : | ||
καὶ βηρύλλοις καὶ ἄνθραξιν Ἰνδικοῖς : καὶ ἐσθὴς δὲ ποικίλη χρυσόπαστος , καὶ βόνασοι καὶ παρδάλεις καὶ λέοντες τιθασοὶ καὶ |
μὲν τοῖς πρώτοις ψύχεσιν , ἀχρὰς δὲ ὀψία χειμῶνος : ἀνδράχλη δὲ καὶ ἀφάρκη τὸ μὲν πρῶτον πεπαίνουσιν ἅμα τῷ | ||
καθάπερ ἄμπελος , τὰ δὲ καὶ ὡς περιπίπτειν , οἷον ἀνδράχλη μηλέα κόμαρος . ἔστι δὲ καὶ τῶν μὲν σαρκώδης |
. Εὔβουλος δέ φησι Κνίδια κεράμια , Σικελικὰ βατάνια , Μεγαρικὰ πιθάκνια . Ἀντιφάνης δέ : καὶ νᾶπυ Κύπριον καὶ | ||
. σημαίνει δὲ καὶ τὸ κακέμφατον . οἱ δὲ τὰ Μεγαρικὰ τείχη . ὦ μαινόμενε . ἀπαλλαγεὶς τοῦ πολέμου γυμνὸς |
τρύπημα , ὡς δοκεῖν εἶναι τηλία , σανὶς ἡ λεγομένη κάρδοπος : τηλία δὲ ἡ σηλία , ὥσπερ τὸ σήμερον | ||
βωλοκόπος , σφῦρα , σκαλίς , ὅλμος , ὕπερον , κάρδοπος , ἡ καὶ θυΐα , δοῖδυξ ὁ καὶ ἀλετρίβανος |
Ἀβαντιάδα φησὶ καὶ Καλλίμαχος . Πεπάρηθος ] πόλις δέ ἐστι Θρᾳκικὴ , ἥτις οὐ κεῖται ἐν τῷ τῆς χωρογραφίας πίνακι | ||
ἑκατέρας ἀπὸ τούτων σημαίνων . ἐκαλεῖτο δὲ Σάος ἡ ὅλη Θρᾳκικὴ Σάμος : καὶ Μόσυχλον δὲ τὰ ὄρη τῆς Λήμνου |
σπερμάτων χείρω διὰ ταύτας τὰς αἰτίας . Ἡ δ ' ἐπέτειος βλάστησις , αὕτη γὰρ οἷον δευτέρα γένεσίς ἐστιν , | ||
γίνεται μετὰ τὴν βλάστησιν : τὸ δ ' ὅλον οὐκ ἐπέτειος ἡ τούτων , ἀλλ ' εἰς πλείω χρόνον ἡ |
συκῆν . οὐκ ἔστι δὲ οὕτως , ἀλλ ' ἡ ἐρινεὸς εἶδός ἐστι συκῆς ἀπὸ Ἐρινεοῦ πόλεως Δωρικῆς † . | ||
καὶ τὰ ὑπὸ ταὐτὸ γένος , οἷον κότινος ἐλάας καὶ ἐρινεὸς συκῆς καὶ ἀχρὰς ἀπίου . πάντα γὰρ ταῦτα ὀζωδέστερα |
ὀδόντας ἰσχυρῶς ὑπολανθάνοντας . ἦν δὲ ἄρα δηκτικὸν καὶ ὁ ὀσμύλος καὶ ὁ πολύπους : καὶ δάκοι μὲν ἂν οὗτος | ||
δ ' ἐστὶ πολυπόδων ἑλεδώνη , πολυποδίνη , βολβοτίνη , ὀσμύλος , φησὶν Ἀριστοτέλης καὶ Σπεύσιππος . Ἀριστοτέλης δ ' |
, καὶ κατὰ μέσον ἔχει νῆσον εὔυδρον καὶ δυναμένην ἔχειν κηπεύματα . καθόλου δ ' ἐμφερέστατός ἐστι τῷ κατὰ τὴν | ||
τὰ ἔργα γεωργήματα , φυτεύματα , φυτουργήματα ἀμπελουργία ἀμπελουργήματα , κηπεύματα κῆποι , παράδεισοι , ἄλση . καὶ γεωργικοί , |
, . , . . . . + . . Ἄνθεια : ἡ Ἥρα : ὅτι ἀνίησι τοὺς καρπούς , | ||
Ἄργους , ὡς Φίλων . τὸ ἐθνικὸν Ἀνθεύς . ἔστιν Ἄνθεια καὶ τοῦ Πόντου πόλις πρὸς τῆι Θράικηι . . |
πλησίον παχεῖα καὶ πιμελής , σοὶ δὲ νεοττὸς ἡμίτομος ἢ φάττα τις ὑπόσκληρος , ὕβρις ἄντικρυς καὶ ἀτιμία . πολλάκις | ||
πλεῖστον χρόνον ἐν ὀχείᾳ γίνεται ἡ ἔχιδνα , μέγιστον ἡ φάττα , ἐλάχιστον δὲ ἡ τρυγών . καὶ ὅτι ὁ |
μέντοι γενικώτερόν ἐστιν ἀπληστία , ὃ καὶ νῦν ἐμφαίνεται . λούμενος : Ἀντὶ τοῦ λουόμενος . . καταπτάμενος ἴκτινος κ | ||
; Ὅταν διαριθμῶν ἀργυρίδιον τύχῃ ἅνθρωπος οὗτος , ἢ καθῆται λούμενος , καταπτόμενος ἰκτῖνος ἁρπάσας λάθρᾳ προβάτοιν δυοῖν τιμὴν ἀνοίσει |
τοῦ Ω μεγάλου γράφονται : τὰ μέντοιγε σύνθετα οἷον τὸ ἀπάτωρ , ἀμήτωρ , αὐτοκράτωρ , μονοκράτωρ , σεβαστοκρά - | ||
οὐ πατήρ ἐστιν , ὥστε σύ , ὦ Σώκρατες , ἀπάτωρ εἶ . Καὶ ὁ Κτήσιππος ἐκδεξάμενος , Ὁ δὲ |
δ ' αὖτ ' ἐπὶ τοῖσιν : πόλις Πελοποννήσου ἡ Ἀραιθυρέα , ἡ νῦν ὀνομαζομένη Φλιοῦς ἀπὸ Φλιοῦντος τοῦ Διονύσου | ||
καὶ Φλέγυς . Φλιοῦς , πόλις Πελοποννήσου , ἡ πρότερον Ἀραιθυρέα καὶ Ἀράντεια , ἀπὸ Φλιοῦντος τοῦ Διονύσου καὶ Χθονοφύλης |
ζύμη : ζύθος , ὁ ἐκ κριθῆς οἶνος : ζύγλορον κιβωτός : ζυχεινεῖ τὸ μύει . Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς | ||
καὶ χρυσοῦ , ἡ κιβωτός . ΓΘ διενήνοχε κίστη καὶ κιβωτός . καὶ ὅτι ἡ μὲν εἰς ὑποδοχήν ἐστιν ἐδεσμάτων |
ἀλλὰ καὶ τὰ βουλεύματα . . βουλυτός : ἡ δειλινὴ ὀψία . . . . Ἀρριανός : γίνεται μάχη καρτερὰ | ||
. ὡς δὲ Μενέστωρ φησίν , ἡ μὲν βλάστησις αὐτῆς ὀψία διὰ τὴν ψυχρότητα τοῦ τόπου , ἡ δὲ πέψις |
. Χωρέει δὲ τὰ λοχεῖα τῇ ὑγιηρῇ γυναικὶ ἱκανὸν ὅσον ἀττικὴ κοτύλη καὶ ἡμίσεια τὸ πρῶτον ἢ ὀλίγῳ πλέονα , | ||
ἐπεὶ δ ' ἐφευρέθησαν οἱ γῆς ἐργάται , ᾔτησεν αὐτοὺς ἀττικὴ γερουσία κώμοις παρ ' αὐτοῖς καὶ πότοις Διονύσου τελουμένοις |
Αἰγυπτίοις μόνοις ἐλαχίστοις δαπανήμασι καὶ πόνοις συγκομίζεται . ἥ τε ἀμπελόφυτος ὁμοίως ἀρδευομένη δαψίλειαν οἴνου τοῖς ἐγχωρίοις παρασκευάζει . οἱ | ||
μοσχεύειν ἂν λέγοιτο . καὶ ξυστὰς μὲν καὶ στάσις ἡ ἀμπελόφυτος γῆ , εἰ μὴ κατὰ στοῖχον εἴη πεφυτευμένη , |
Πολυίδῳ Ἀριστοφάνης σκάφιον Ξένυλλ ' ᾔτησεν : οὐ γὰρ ἦν ἁμίς . ἐξαναστάντι δ ' ἐξ ὕπνου τὸ πρόσωπον ἀπονίπτεσθαι | ||
τρίτον ; Σκάφιον Ξένυλλ ' ᾔτησεν : οὐ γὰρ ἦν ἁμίς . Οὐδὲν λέγεις . Δεῦρ ' ἐλθέ , δεῦρ |
, ἔθνος πλησίον Καρμανίας . Κουάδρατος ἐν Παρθικῶν δευτέρῳ . Ζώνη , πόλις Κικόνων . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . τὸ ἐθνικὸν | ||
Ζειρά . μίτρα , ζώνη . Ζυγαῖς . καθέδραις . Ζώνη . πορφυροῦν ἔνδυμα . Ζάκορος . νεωκόρος , ἱερεύς |
Ἡράκλεια , ἐν δὲ Ὀρχομενῷ Μινύεια , ἐν δὲ Εὐβοίᾳ Βασίλεια , ἐν δὲ Θεσσαλίᾳ Πρωτεσίλεια , καὶ ἐν Ἰσθμῷ | ||
Βασιλείαν σοὶ γυναῖκ ' ἔχειν διδῷ . Τίς ἐστιν ἡ Βασίλεια ; Καλλίστη κόρη , ἥπερ ταμιεύει τὸν κεραυνὸν τοῦ |
Θαργηλιῶνος . . . νὺξ δ ' ἀρ ' ἔην μέσση , λαμπρὴ δ ' ἐπέτελλε σελήνη . . . | ||
[ ] ? [ ] οι , τῶν δέ τε μέσση ? [ ] [ λεχωιὰς ] Ὠγυγίη χθών [ |
τάμε . ” ἀσπαστόν ἀγαπητόν : καὶ ἐπίρρημα ἀγαπητῶς . Ἀστερίς νήσου ὄνομα πρὸ τῆς Ἰθάκης : “ Ἀστερὶς οὐ | ||
. [ Ξάνθος ἐν τετάρτῃ Λυδιακῶν . ] λέγεται καὶ Ἀστερίς . ὁ πολίτης Ἀστεριώτης καὶ Ἀστέριος . ἔστι καὶ |
καλεῖται ἀμφίκυρτος . πληρωθεῖσα δὲ γίνεται πληροσέληνος καὶ πανσέληνος καὶ διχόμηνις , καὶ πάλιν αὖ ἀπὸ τῆς πανσελήνου ἄρχεται μειοῦσθαι | ||
εἰσενόησεν κάλλεϊ καὶ γλυκερῇσιν ἐρευθόμενον χαρίτεσσιν , πρὸς γάρ οἱ διχόμηνις ἀπ ' αἰθέρος αὐγάζουσα βάλλε σεληναίη : τῆς δὲ |
, * ἡ Κισθήνη . ἐν δὲ τῇ μεσογαίᾳ χωρία Φελλὸς καὶ Ἀντίφελλος καὶ ἡ Χίμαιρα , ἧς ἐμνήσθημεν ἐπάνω | ||
Διόνυσον ] ἦν ⌈ τις ἑορτὴ [ ἑορτή τις ] Φελλὸς . . . ἐτελεῖτο . ὁ δὲ τόπος ὁ |
εἰς ὁρμαθὸν συντιθείς . 〛 σπίνους : Εἶδος ὀρνέου ὁ σπίνος . τρία δὲ αὐτοὺς λυπεῖ , ὅτι θηρεύει , | ||
Καὶ ἐὰν ἐκ πελάγους ὄρνιθες φεύγωσι χειμῶνα σημαίνουσι . Καὶ σπίνος ἐν οἰκίᾳ οἰκουμένῃ φθεγγόμενος χειμέριον . Ὅσα ὕδωρ σημαίνει |
Νίσα τόπος ἐστὶν ἐν Ἐρυθρᾷ κείμενος ] . ἰχθυόκεντρον : τρίαινα , ᾗ ἐπὶ μεγάλων ἰχθύων χρῶνται . Καδμεία νίκη | ||
οἰκήματα ἐπὶ τῆς γῆς [ καὶ αὐτοῦ δέοντος ] . τρίαινα δ ' αὐτοῦ φόρημά ἐστι πότερον ἐπεὶ χρῶνται αὐτῇ |
πελώριον οὔτέ τιν ' ἄλλον ἀθανάτων : οὐ γάρ τι μετατρέπεται νόος αἰνὸς κείνης , ὅν τινα πότμον ἐπ ' | ||
Ἀχιλλεὺς ἄγριον ἐν στήθεσσι θέτο μεγαλήτορα θυμὸν σχέτλιος , οὐδὲ μετατρέπεται φιλότητος ἑταίρων τῆς ᾗ μιν παρὰ νηυσὶν ἐτίομεν ἔξοχον |
Σφὶγξ οὖσα ἐν τῇ ἀσπίδι . ἔξωθεν ] ἡ Σφὶγξ ἐζωγραφημένη . τῷ φέροντι ] αὐτήν . τῷ φέροντι ] | ||
τὸ γένος . πρὸ πόλεως ] ἡ ἐπάνω τῆς πόλεως ἐζωγραφημένη . πρὸ πόλεως ] ἐζωγραφημένη . πρὸ πόλεως ] |
τὸ ἐγκάρδιον αὐτῆς : αἴτιον δὲ ὅτι ἀπευκοτέρα καὶ ἧττον ἔνδᾳδος καὶ λειοτέρα καὶ εὐκτεανωτέρα . γίνεται δὲ ἐν τοῖς | ||
δὲ θηλείας ἐάν τινα τῶν ῥιζῶν λάβωσιν : ἅπασα γὰρ ἔνδᾳδος πεύκη ταῖς ῥίζαις . καλλίστη δὲ πίττα γίνεται καὶ |
ὕπο δὴ κεῖσθαι δρέπανον : [ ἡ ] νῆσος ἡ Κέρκυρα : αὕτη πρότερον Σχερία ἐκαλεῖτο . ἀποδίδωσι δὲ τὴν | ||
τοιαύτη . Ἐπίδαμνος ἦν πόλις Κερκυραίων ἄποικος , ἡ δὲ Κέρκυρα Κορινθίων . πλημμελούμενοι οὖν κατ ' ἐκεῖνον τὸν καιρὸν |
ἐϲτιν ἀρίϲτη ἡ βαρυτάτη καὶ πυκνὴ ἁδρὰ καὶ δύϲθραυϲτοϲ τραχεῖα εὐώδηϲ μετά τινοϲ δριμύτητοϲ . Λίβανοϲ πρωτεύει ὁ ἄρρην , | ||
τροφὴ δὲ ἔϲτω εὐχυμοτάτη καὶ ῥοφηματώδηϲ καὶ οἶνοϲ κιρρὸϲ καὶ εὐώδηϲ : καὶ ὕπνοϲ διαδεχέϲθω τὴν τροφήν : καὶ τὰ |
φέρουσι δὲ οὐκ ἱρέες μοῦνον , ἀλλὰ πᾶσα Συρίη καὶ Ἀραβίη , καὶ πέρηθεν τοῦ Εὐφρήτεω πολλοὶ ἄνθρωποι ἐς θάλασσαν | ||
καὶ ἀπὸ ταύτης ἐκδεκομένη ἡ Ἀσσυρίη καὶ ἀπὸ Ἀσσυρίης ἡ Ἀραβίη : λήγει δὲ αὕτη , οὐ λήγουσα εἰ μὴ |
πικροῦ . Τί τοῦτο ; ποδαπὸς οὗτος ; χελιδόνειος ὁ δασύπους , γλυκεῖα δ ' ἡ μίμαρκυς . Ἅψαντες λύχνον | ||
, κάπρος ἐκτομίας , ὗς οὐ τομίας , δέλφαξ , δασύπους , ἔριφοι , . . . . τυρὸς χλωρός |
. ξυστίς ἐστι λεπτὸν ὕφασμα , περιβόλαιον , ἢ χιτὼν ποδήρης γυναικεῖος . οἱ δὲ τραγικὸν ἔνδυμα ἐσκευοποιημένον καὶ ἔχον | ||
Ἴωνες δὲ ἐπεκτείνοντες ἦα φασίν . ἑανός : γυναικεία ἐσθὴς ποδήρης . ἐγγύη : γάμου ἀπογραφή . ἔγκαφος : ὁ |
ὀξυδερκές . . . . . δόρξ , , : δόρξ : . . . παρὰ τὸ δέρκω δέρξω δὲρξ | ||
λέξ : πρόξ : κρόξ : φλόξ : ξόρξ : δόρξ . Εἰς ηξ μονοσύλλαβον διὰ τοῦ η γραφόμενα τρία |
τὸ ἐπιμένειν τὸν ἴδιον καιρὸν τῶν πράξεων . ἀνακωχὴ καὶ ἀνοκωχὴ διαφέρει . ἀνακωχὴ μὲν γάρ ἐστιν ἡ ἐπὶ τῶν | ||
, ἀξιούντων καὶ αἰτιωμένων Κορινθίων ξυνθέσθαι σφίσιν : Κορινθίοις δὲ ἀνοκωχὴ ἄσπονδος ἦν πρὸς Ἀθηναίους . Λακεδαιμόνιοι δὲ τοῦ αὐτοῦ |
πυγμάχος , ναυμάχος , ὁπλομάχος , τειχομάχος , πυργομάχος . Ποσείδιππος δὲ ὁ κωμικός φησι : τῶν μονομαχούντων ἐσμὲν ἀθλιώτεροι | ||
' αὐτοῦ : τοῦ φιλοσόφου Ζήνωνος ἐγκρατέστερος . ἀλλὰ καὶ Ποσείδιππος Μεταφερομένοις : ὥστ ' ἐν ἡμέραις δέκα εἶναι δοκεῖν |
καὶ δή . ἐκ Κέω . νῆσος , ἣ καὶ Μεροπὶς ἐκαλεῖτο . καταλειφθέντων γὰρ αὐτῷ . σημείωσαι περὶ Ἀναξαγόρου | ||
καὶ Ἀρτέμιδος ἄλσος . καὶ ταῦτα μὲν εἶπεν Ἑρμῆς : Μεροπὶς δ ' ὡς ἤκουσεν , ἐξύβρισε πρὸς τὸ ὄνομα |
εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἀναβαίνειν , τὰ δικαστήρια πληροῦσθαι , τὰς ἕνας ἀρχὰς ταῖς νέαις ἑκούσας ὑπεξιέναι , καὶ πάντα δι | ||
παλαιάν . καὶ Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Ἀριστογείτονος “ τὰς ἕνας ἀρχὰς ταῖς νέαις ὑπεξιέναι ” . Γ μυττωτόν : |
καὶ πάλιν : εἴ μοι γένοιτο παρθένος καλή τε καὶ τέρεινα . τοῦτο τὸ εἰ γίνεται αἰ τοῦ ε τραπέντος | ||
ἐν ἡμετέρου ἣ νῦν μέγ ' ἱμείρει ? [ καλὴ τέρεινα παρθένος : δοκέω δέ μιν [ εἶδος ἄμωμον ἔχειν |
ὁ κωμικός φησιν : ἤδη γάρ εἰμι μουσικώτερος τρύχνου . τύλη : τὸ ἐπὶ τῶν τενόντων αὐχενίων φῦμα . Ἀριστοφάνης | ||
ἡμίεκτον τέτταρες . οὐ μόνον δ ' ἡ κο - τύλη ὑγρῶν ἦν καὶ ξηρῶν μέτρον , ὡς πολλαχόθεν ἡ |
ὕδασι δ ' αὐχμός : ἀποξηραίνεται γὰρ ὄντος αὐχμοῦ . ὕσπληγξ : ἡ πάγη : κυρίως δὲ ἡ τῶν δρομέων | ||
διέχειαν ποιοῦν . ἔστι δὲ χαλκιδαϊκὸν ἤτοι ἀττικῆς διαλέκτου . ὕσπληγξ δὲ καὶ ὑστριχὶς κυρίως μάστιξ ἦν ἐκ χοιρείων τριχῶν |
γελοίου χάριν εἰσάγει κωμικῷ ἔθει . κάπνη ] ἡ κοινῶς καπνοδόχη . ψοφεῖ ] ψόφον ποιεῖ . συκίνῳ : ὅτι | ||
δι ' οὗ ὁ καπνὸς ἐξέρχεται , ἤγουν ἡ κοινῶς καπνοδόχη . ταῦτα δὲ πάντα γελοίου χάριν εἰσάγει κωμικῷ ἔθει |
δέ σοι γλυκύς , λευκός , αὐθιγενής , ἡδύς , καπνίας . Λυγγεὺς δὲ διαπαίζων τὰ Ἀττικὰ δεῖπνά φησι : | ||
οἶνοι δέ σοι λευκὸς * * * γλυκὺς αὐθιγενὴς ἡδὺς καπνίας . Μύρῳ δὲ παρὰ Πέρωνος , οὗπερ ἀπέδοτο ἐχθὲς |
Πυθέου καὶ Πλάτων ἐν αʹ τῆς Πολιτείας . Λαμπτήρ . φανός . Λασιόκωφος , ὁ λίαν κωφός : οἷον λάσια | ||
συνήγορον διὰ τῶν λόγων . λυχνοῦχος Ἀττικοί , λαμπὰς ἢ φανός Ἕλληνες . λίσφους Ἀττικοί , ἀπύγους Ἕλληνες . λοπίδες |
ἔχειν . καὶ ἴσως συνέδραμε τῷ μάγειρος , αἴγειρος , πέπειρος , ὄνειρος . . Ψ : καλαύροπα παρὰ τὸ | ||
πέπειρος καρπός , γλυκυσίδης ἡ ῥίζα , ἐλαίας καρπὸς ὁ πέπειρος , ζύμη , ἠρύγγιον , ῥητῖναι πᾶσαι , σόγχος |