τοὺς γείτονας ἐπὶ τῶν μηδὲν ἀνυόντων ἐν τῷ φυλάττειν τὴν Φάνου θύραν εἶναι λέγειν : Ἢ φρονεῖν ἔλασσον ἢ δύνασθαι
καὶ μάτην τὴν θύραν θαῤῥούντων . Καὶ ἄλλως : Ἡ Φάνου θύρα : τὸν Φάνον φασὶν ὡς μοιχευομένης τῆς αὐτοῦ
7006133 Φανον
οὖν διαφυγόντες ἔλεγον τοῦτο . Ἡ Φάνου θύρα : τὸν Φᾶνόν φασι δήμου ὀβολοστάτην εἶναι : ἄλλως δὲ τυφλόν ,
οὖν διαφυγόντες ἔλεγον τοῦτο . Ἡ Φάνου θύρα : τὸν Φᾶνόν φασι δήμου ὀβολοστάτην εἶναι : ἄλλως δὲ τυφλόν ,
4725860 πληγεισης
τὰς ἑαυτῶν ἀραιότητας ὑποδεξάμενα μηδὲν πάσχειν . ἤδη γοῦν ἀσπίδος πληγείσης τακῆναι μὲν τὸ χάλκωμα , τὸ δὲ ξύλον μηδὲν
τὸ πρόσωπον , ἐρυθήματι αὖθις ἐφλέγετο . Οὐδὲ βοὸς οἴστρῳ πληγείσης τοσαῦτα ἔργα . Ἐπῆλθόν ποτε αὐτῇ καὶ τοιοίδε λόγοι
4714850 κωνοειδως
ἄλλα , ὁπόσα φωτίζεται τῶν στερεῶν σωμάτων . Αὕτη τοίνυν κωνοειδῶς σχηματιζομένη ὅλον μὲν οὐκ ἐπιλαμβάνει τὸν ζῳδιακὸν οὐδὲ παντὶ
μεῖζον ᾖ τὸ φωτίζον , ἀναγκαῖον τὴν σκιὰν τοῦ φωτιζομένου κωνοειδῶς σχηματίζεσθαι . Ἐπεὶ τοίνυν σφαιρικὰ σώματά ἐστιν ὅ τε
4513663 Οἰδιποδης
σημαῖνον τὸ ξίφος , ἄορ ἄορος , καὶ ὡς Οἰδίποδος Οἰδιπόδης , τρίποδος τριπόδης , οὕτως καὶ ἄορος ἀόρης καὶ
παρὰ τὸ γύμνης γύμνητος γίνεται ὁ γυμνήτης καὶ Οἰδίπους Οἰδίποδος Οἰδιπόδης , οὕτως καὶ ἀκάκητος ἀκακήτης , . , .
4491263 ὀβολοστατην
τὰ ὄντα , πάντες | δ ' ἐφήδονται τοκογλύφον καὶ ὀβολοστάτην καὶ τὰ τοιαῦτα ὀνομάζοντες , ὡς ἔφεδρον ἀλλοτρίων κακῶν
ὑμενῶδες . ἡ Φανίου θύρα : τὸν Φάνιόν φησι Δήμων ὀβολοστάτην εἶναι , ἄλλως δὲ τυφλόν . ὑπανοιγομένης δὲ αὐτῷ
4423920 ἀνοιγεσθαι
Κλέων ὕβρεως . καὶ ἐπ ' ἐκείνου : νύκτωρ μὴ ἀνοίγεσθαι τὰς πύλας : οὐκ ἀνέῳξε Κλέωνι ὁ Νικίας εἴσω
ὡς ἐπ ' ἐκείνου τοῦ ζητήματος νόμος Ἀθήνησι νύκτωρ μὴ ἀνοίγεσθαι τὰς πύλας , Κλέωνος ἀγαγόντος τοὺς τριακοσίους ἀπὸ Σφακτηρίας
4321419 θυραν
⌈ , τουτέστι τὸν ἀντιβάτην , ? , πρὸς τὴν θύραν , αὐτῇ δὲ τῇ δοκῷ τὸν ὅλμον : κατὰ
σφάζοντες , θύονται δὲ οἱ διὰ τῶν σπλάγχνων μαντευόμενοι . θύραν καὶ θυραίαν φησὶ διαφέρειν . θυραία μὲν γάρ ἐστι
4244121 τυπωσιν
, γέρουσιν ἐς τέλος μεταβεβλημένον , ἀκμάζουσιν ἀμετάβλητον . Ἐς τύπωσιν λεʹ ἠέλιοι , ἐς κίνησιν οʹ , ἐς τελειότητα
καὶ εἶναι τὴν φαντασίαν ὁποίαν ποτὲ θέλουσιν , εἴτε κυρίως τύπωσιν τὴν μετὰ εἰσοχῆς καὶ ἐξοχῆς εἴτε ἑτεροίωσιν : ἀλλὰ
4224833 βοωσαν
καὶ ἐπιτίθησι κλεῖθρα ἀδαμάντινα ταῖς ἐξόδοις , ὥστε μήτε ἐξακούεσθαι βοῶσαν μήτε ὁρᾶσθαι ἐξαλλομένην : αὐτὸς δὲ τῶν ἔξω ἐπιμελεῖται
ἡμῖν ἥξειν ἐπιστολὴν αὐτά τε ταῦτα μηνύουσαν καὶ τἀπὶ τούτοις βοῶσαν πρὸς ἅπαντας ὡς οὐ πλείω παρὰ τῶν παίδων τοῖς
4189787 γραος
γογγρία : ἐτυμολογοῦνται ἀπὸ τοῦ γρῶ τὸ ἐσθίω : γρῶ γράος καὶ γόγγρος , γράοι καὶ γόγγροι . ὄλισθον :
γογγρία : ἐτυμολογοῦνται ἀπὸ τοῦ γρῶ τὸ ἐσθίω : γρῶ γράος καὶ γόγγρος , γράοι καὶ γόγγροι . ὄλισθον :
4172089 κακουχιαν
† βρύθηται ἀπηρτημένον ἀέριος † ἕτοιμόν τ ' ὄντα πρὸς κακουχίαν . τὴν πρότερον Εἰρήνην δὲ κατορωρυγμένην ἱκέτευσαν οἱ κατ
οὐκ ἔφασαν δυνήσεσθαι κακοπαθεῖν διὰ τὴν ἐν τοῖς δεσμοῖς γενομένην κακουχίαν . τούτων δὲ πρὸς ἀλλήλους διισταμένων ἔφθασαν ἐκ τῶν
4108857 νευραν
τὸ τόξον τῷ ποδὶ προσβεβηκὼς , οἱ δὲ δύο τὴν νευρὰν ἑλκύσαντες ἐκ τῆς ἁπάσης βίας ἀφῆκαν τὸ βέλος ,
οἱ ἀπὸ τῶν λινεῶν ἄλλα ἀγκίστρια , ἃ ἐκτείνει τὴν νευρὰν τοῦ τόξου ἐν ταῖς ἐπιτάσεσι τῶν κοχλιῶν . εἶτα
4101313 θυρα
Πλάτων παθητικῶς ἐν Φαίδωνι , Ἀνεῴγετο , λέγων , Ἡ θύρα οὐ πάνυ πρωΐ . Ἀνικμώμενα ταὐτὸ τῷ λικμώμενα ,
ἄντικρυς ὥσπερ οἴκαδ ' εἰς ἑαυτῶν γεννικῶς , ὡς ἡ θύρα κεκλείσεται . Καὶ μὴν ἀπὸ τῆς Σπάρτης οἱδὶ πρέσβεις
4064063 χειρος
οἷον εἴ τις ἀπαντήσας σοι ἐπὶ ξενίας , λαβόμενος τῆς χειρὸς εἴποι : ” Χαῖρε , ὦ ξένε Ἀθηναῖε ,
Ἐν δέ οἱ ἀπρὶξ ἄλλο μάλ ' ἐσφήκωται ἐληλαμένον διὰ χειρὸς Θηρίον : ὣς γάρ μιν πρότεροι ἐπεφημίξαντο . .
4050617 ζητησουσιν
πῶς οὖν οὐ πάντες ἴασιν ἐπὶ τὴν ὡραιοτάτην αὐτῶν καὶ ζητήσουσιν ἐρείδειν ; αἱ φαυλότεραι καὶ σιμότεραι παρὰ τὰς σεμνὰς
σὺ σαυτοῦ πεποίηκας καὶ τὰ εἴσω τοῦ μέτρου . καὶ ζητήσουσιν οἱ ἄνθρωποι οὐ τί τοῖς ὑπ ' ἐκείνων πταίσμασιν
4033463 προμαντιν
εἶναι τὸ χρηστήριον , καὶ Δαφνίδα ἐπ ' αὐτῷ τετάχθαι πρόμαντιν ὑπὸ τῆς Γῆς : εἶναι δὲ αὐτὴν τῶν περὶ
ὅπως Δημάρατον παύσειε βασιλεύοντα , καὶ τήν τε ἐν Δελφοῖς πρόμαντιν ὠνήσατο , Λακεδαιμονίοις αὐτὴν ὁπόσα αὐτὸς ἐδίδασκεν ἐς Δημάρατον
4033231 πενθικως
ἦν , ἡ δὲ Ἀπάτη . κατόπιν δὲ ἠκολούθει πάνυ πενθικῶς τις ἐσκευασμένη , μελανείμων καὶ κατεσπαραγμένη , Μετάνοια ,
θεραπεῦσαι τὸ σῶμα , ἀλλὰ κεῖσθαι γὰρ ἢ ὀδυρόμενον ἢ πενθικῶς σιγῶντα : καὶ πυρὰν κελεῦσαι αὐτῷ ἑτοιμάζεσθαι ἐν Βαβυλῶνι
4013576 μασχαλη
κατὰ τοῦ κλιμακίου προπεριειλημένου , ὡς ὑπεδείχθη , στηριχθῇ ἡ μασχάλη , καὶ τότε τῷ βραχίονι τὸν καρχήσιον βρόχον ἢ
σχάλη , καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν τῆς μα συλλαβῆς , μασχάλη . Μασῶμαι . παρὰ τὸ σῶ , ὃ δηλοῖ
3999915 μοχλου
ὁ λίθος : ἢ γὰρ ὑπ ' ἀνθρώπου ἢ ὑπὸ μοχλοῦ ἢ ἄλλου τινὸς ἑαυτὸ μὴ κινοῦντος , ἀλλ '
ἅπασαν θύραν προσιόντι μοι ἀνοίγεσθαι χαλωμένου τοῦ κλείθρου καὶ τοῦ μοχλοῦ ἀφαιρουμένου , ταῦτα ἀμφότερα εἷς δακτύλιος δυνάσθω . τὸ
3982301 κυματωγης
μαλακῶς ἔχειν : ἐκβὰς δὲ τοῦ πλοίου ἐκοιμᾶτο ἐπὶ τῆς κυματωγῆς ἀδυνάτως ἔχων . πλείους δὲ ἡμέρας ὁρμούντων αὐτῶν δι
ἀναδραμεῖν ὅθεν ἀνηγάγοντο καὶ τὸν Ὅμηρον ἀναλαβεῖν καθήμενον ἐπὶ τῆς κυματωγῆς . μαθὼν δὲ αὐτοὺς πεπαλινδρομηκότας ἔλεξε τάδε : Ὑμᾶς
3974127 κεραιαν
παρακαλέσαι μεγάλην φλόγα ἐπὶ ταύτῃ ἐπεφόρησαν . παρέτειναν δὲ καὶ κεραίαν διπλῆν ἐπὶ τοῖς ἱστοῖς ἀμφοτέροις , καὶ ἀπὸ ταύτης
μὲν οὗτος ὑπὲρ κεφαλῆς κρεμάμενος , δεσμοὶ δὲ περὶ τὴν κεραίαν τεταμένοι . καλά γε , ὦ δέσποτα , τὰ
3955800 παρεξειρεσιαν
καὶ τραυματισθεὶς πολλὰ ἐλιποψύχησέ τε καὶ πεσόντος αὐτοῦ ἐς τὴν παρεξειρεσίαν ἡ ἀσπὶς περιερρύη ἐς τὴν θάλασσαν , καὶ ἐξενεχθείσης
κώπας ἔχει τὸ πλοῖον οὐδὲ ἐρέττεται . ʃ σημείωσαι τὴν παρεξειρεσίαν ʃ παρεξειρεσία ἐστὶν ὁ ἔξω τῆς εἰρεσίας τῆς νεὼς
3925541 ἐκλαμπειν
ὅτι δ ' ἔχει πῦρ δῆλον εἶναι , πληγέντος γὰρ ἐκλάμπειν . ὁρᾶν δὲ τῷ στίλβοντι καὶ τῷ διαφανεῖ ,
, ὡς , εἴποτε φοιτῴη δι ' ἡλίου , τοσοῦτον ἐκλάμπειν αὐτῷ πυροειδές τι , ὡς τοὺς μὲν οἴεσθαι ῥίνημα
3922941 ἀνασταντα
μὴ ᾐσχύνετο τοὺς παρόντας ὁ Ἐρυξίας , οὐδὲν αὐτὸν ἐκώλυεν ἀναστάντα τύπτειν τὸν Κριτίαν : οὕτως ᾤετο μεγάλου τινὸς ἐστερῆσθαι
ἠξίωμαι διὰ τιμήν : αἰσχύνη δὲ καὶ μωρία πολλὴ πρῶτον ἀναστάντα μὴ οὐχ ἃ δεῖ πρῶτον ἐπανορθώσασθαι λέγειν . ἔπειθ
3899817 πτερναν
κατατρίβονται τὸν βίον οἱ φυγάδες ἀρετῆς λογισμοί . ” δάκνων πτέρναν ἵππου . ” ἐχομένως πτερνιστής ἐστιν ὁ τὴν στάσιν
συνερεισθεῖσαι , καθὰ λέγομεν , παρὰ τὴν τοῦ ἀγκῶνος παρετίθεντο πτέρναν , ὁ δὲ ἀγκὼν τὴν πτέρναν εἶχεν ἐπηρεισμένην ἐπὶ
3886576 μοιχευομενης
τῆς τε καθαρευούσης γυναικὸς ἀπ ' ἀλλοτρίου ἀνδρὸς καὶ τῆς μοιχευομένης . Εἰ γάρ τις αὐτὴν λαθραίως ὑπὸ τὰ στρώματα
τις ἤνοιξε μὴ ψόφον ποιήσας . ἐνίους δὲ λέγειν ὡς μοιχευομένης αὐτοῦ τῆς γυναικὸς τὴν αὔλιον θύραν εἰργάσατο , ὡς
3839276 Ῥοδωπιν
ἧσσον δὲ τῆς προτέρης περιλεσχήνευτος . Χάραξος δὲ ὡς λυσάμενος Ῥοδῶπιν ἀπενόστησε ἐς Μυτιλήνην , ἐν μέλεϊ Σαπφὼ πολλὰ κατεκερτόμησέ
ὡς πολλὰ τοῦ Χαράξου νοσφισαμένην . Ἡρόδοτος δ ' αὐτὴν Ῥοδῶπιν καλεῖ ἀγνοῶν ὡς ἑτέρα τῆς Δωρίχης ἐστὶν αὕτη ,
3815265 ἰασαμενον
δὲ τὸν Ὀρνυτίωνος τοῦ Σισύφου περιτυχεῖν αὐτῇ καὶ ἔχειν γυναῖκα ἰασάμενον : καὶ δὴ ὁ τάφος ἐν κοινῷ τῇ Ἀντιόπῃ
καταστῆναι , οὐδὲ ἔθος ὑπάρξαι τοῦτο , τὸ ἅπαξ τινὰ ἰασάμενον πάντας ἐς ἀεὶ θεραπεύειν ὁπόσους ἂν ὁ θεραπευθεὶς θέλῃ
3797510 σπαθην
δὲ ἐν Πόλεσιν ἐλεφαντοκώπους ξιφομαχαίρας . ὅτι δὲ καὶ τὴν σπάθην ἐπὶ τοῦ ξίφους εἰρήκασιν , εὕροις ἂν ἐν Εὐριπίδου
μὲν εἰς τὰς ληκύθους καθιέμενον ἐπινεύματι τοῦ μύρου σπαθίδα καὶ σπάθην κλητέον , Ἀριστοφάνους μὲν εἰπόντος ἐν Δαιταλεῦσιν τῆς μυρηρᾶς
3793718 ἐεργε
: τῶν δ ' ὅσον ἐκ νηῶν ἀπὸ πύργου τάφρος ἔεργε πλῆθεν ὁμῶς ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν ἀσπιστάων εἰλομένων :
ἡ Καλυψὼ παρῄνει τὸ τοῦ μὲν καπνοῦ καὶ κύματος ἐκτὸς ἔεργε νῆα : καὶ γὰρ ἁμαρτάνομεν μέν , πρὸς ὅπερ
3788335 κατατρεχων
παρῆγεν ἀπὸ τῆς φυγῆς ἀναστρέφων , οἷα εἶπέν μοι , κατατρέχων τοῦ προτέρου ἑαυτοῦ βίου καὶ περὶ τῶν ἑξῆς ἐπαγγελλόμενος
καθ ' ἕκαστα . ταῦτά ἐστιν ἃ ἐργάζεται Φίλιππος , κατατρέχων χώρας πέριξ τὰς τῶν Ἀθηναίων , ἐκεῖνα πράττων ἃ
3782696 ἀναστασα
. ἔχαιρον αἱ ἐπὶ τῆς πίδακος Νύμφαι . ἡνίκα δὲ ἀναστᾶσα κατωρχήσατο καὶ τὴν ὀσφῦν ἀνεκίνησεν ἡ Πλαγγών , ὀλίγου
ὄμμ ' ἐγείρει . ὁ δὲ νοῦς : ἀλλὰ πάλιν ἀναστᾶσα καὶ διαφανὴς γενομένη οὕτω τὸν χρῶτα λάμπει , ὥσπερ
3770543 ὀπην
ὁ φοῖνιξ , ῥήσσει ἑαυτὸν ἐπὶ τὴν γῆν , καὶ ὀπὴν ἐκ τοῦ ῥήγματος λαμβάνει , καὶ ἐκ τοῦ ἰχῶρος
: ψηλαφῶσιν . πόρον : ὀπήν . βρόχον εὐρύν : ὀπὴν εὑρεῖν . ἐν ἕρκει : τῷ περιφράγματι , δικτύῳ
3757128 μασθον
λύπη . οὕτως Ἡρωδιανός . Μασχάλη : παρὰ τὸ εἰς μασθὸν χαλᾶσθαι : ἢ παρὰ τὸ σχῶ σχήσω σχήλη ,
πρὸς ἄλληλα ἁμματίζεται , οὗ μὲν ἅμματος ὑπὸ τὸν ὑγιῆ μασθὸν γινομένου , οὗ δ ' ὑπεράνω τούτου . εἰλητῷ
3749687 τυφλουμενος
. προσήκοι δ ' ἂν τούτῳ τῷ μέρει τυφλός , τυφλούμενος , πεπηρωμένος τοὺς ὀφθαλμούς : ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ
ὀλέθριον κακόν : ἀνάνδρῳ , γυναικείῳ : ἔνδοθεν ὁ Πολυμήστωρ τυφλούμενος ταῦτα βοᾷ : θρῆνον : λείπει τὸ ἕνεκεν :
3742686 κορωνης
πτερὰ τέμνει , Αἰητοῦ τε μέσον , καὶ Τόξων ἄγχι κορώνης ἀκρότατον νεῦρον , θηρὸς φονίοιο τε κέντρον , ἠδὲ
διὰ τὸ ἐπικαμπὲς σχῆμα . εἴρηται δὲ ταῦτα ἀπὸ τῆς κορώνης τοῦ ζῴου : εὐλύγιστον γὰρ ἔχει καὶ οἷον ἐπικαμπῆ
3729427 ᾐτιατο
. οὐδὲ γὰρ ἂν τοῦ κατὰ Βυζάντιον ῥοῦ τὸ ἔδαφος ᾐτιᾶτο , λέγων ὑψηλότερον τὸ τοῦ Εὐξείνου ἢ τὸ τῆς
δίκαια λέγω . εἰ μὲν ἴστε με τοιοῦτον οἷον οὗτος ᾐτιᾶτο , μηδὲ φωνὴν ἀνάσχησθε , μηδ ' εἰ πάντα
3727716 δεδηχθαι
ἢ εἰς Ἅιδου καταβεβηκέναι : * * ἢ ὑπὸ κυνὸς δεδῆχθαι ἢ παρακαταθήκην λαβεῖν ἢ φίλον ἰδεῖν ἢ δραπέτην εὑρεῖν
τοὺς συνήθεις . παραμυθία δέ τις ὑπῆν τὸ πολλὰ πολλάκις δεδῆχθαι . Ἀκακίου τοῦ σοφιστοῦ καὶ ἀδελφιδοῦς καὶ μαθητὴς Εὐτρόπιος
3721180 ἀνατασεως
μὲν τῆς στάσεως στήλας , ἀπὸ δὲ τῆς εἰς ὕψος ἀνατάσεως διὰ τὸ κεκορυφῶσθαι κύρβεις ἐκάλουν , ὥσπερ καὶ κυρβασίαν
καὶ τῆς τῶν πραγμάτων θεωρίας καὶ τῆς πρὸς τὸ θεῖον ἀνατάσεως : ἔνθεν καὶ πρὸς τοὺς διδασκάλους φοιτῶμεν ἑαυτοῖς ἐξευρεῖν
3713687 ἀλωπεκα
καὶ πρὸς τὸν ῥυμὸν τῆς Ἁμάξης ἐξέδραμεν . ὅθεν πολλοὶ ἀλώπεκα ταύτην φασὶ τὸ ζυγόλωρον ἐσθίουσαν . Πληιάδων : Πλειάδες
τῶν ποταμῶν πήξεως τῆς οὔσης σφαλερᾶς οἱ Θρᾷκες γνώμονα τὴν ἀλώπεκα ποιοῦνται . καὶ ἂν διαδράμῃ τὸν κρύσταλλον μὴ ἐνδιδόντα
3713578 ἀκαρδιον
, μικρὸν ἀπωτέρω πόλεως . ἅμα δὲ καὶ εἰς τὸ ἀκάρδιον καὶ ἀνόητον αὐτοῦ . καρδίας ἀπωτέρω : Διὰ τὸ
τινα ὦπται ἔχοντα καὶ ἕνα νεφρὸν καὶ δύο ἥπατα , ἀκάρδιον δὲ οὐδὲν ὦπται οὐδὲ δικάρδιον . τῶν δὲ ἐναίμων
3704216 καμπην
τὰ ἐμπρόσθια γόνατα : μετὰ δὲ τὸν ἀφανῆ πόλον τὴν καμπήν τε τοῦ Ποταμοῦ καὶ τοῦ Κήτους τὴν κεφαλὴν καὶ
: καὶ περᾷ τὸν μηρὸν παρὰ τὴν πρὸς τὸ γόνυ καμπήν : ἑτέρην δὲ παρὰ τὸν βουβῶνα καθῆκε πυκινόῤῥιζον καὶ
3701283 κοιλοτητος
χώραν ἀπώσασθαι καὶ κατ ' εὐθὺ ποιῆσαι τῆς ὑποδεχομένης αὐτὸν κοιλότητος : ἐντεῦθεν γὰρ ἤδη καὶ οἱ περικείμενοι τῇ διαρθρώσει
οὐ βραχύ τι συντελέσει , στρεφομένης ἤδη τηνικαῦτα τῆς σιγμοειδοῦς κοιλότητος ἀπαντώσης τε τῷ πρὸς αὐτὴν ἀγομένῳ πέρατι τοῦ βραχίονος
3694916 χειραγωγου
τῶν αὐτῶν ταὐτὰ φρονεῖ διὰ τέλους , ἀλλὰ πάντες ὥσπερ χειραγωγοῦ τοῦ ῥήτορος χρώμενοι ἀεὶ δέονται . εἰς τίνας οὖν
ὄψιν ὡς μηδὲ τὰ ἐν ποσὶν ὁρᾶν , ἀλλὰ προσδεόμενον χειραγωγοῦ , τοῦτον ἐφικεῖσθαι βλέποντα μέχρι τῶν πλεῖστον ἀπεχόντων ,
3694514 ἐπεσχεν
τὴν φρόνησιν τῶν παρθένων καὶ τὴν πρὸς τὸν γεινάμενον εὔνοιαν ἐπέσχεν ὑφ ' ἑτέρας ἑλκόμενος φαντασίας , καθ ' ἣν
ξυμπάσας κατέφλεξαν , ὅσας μὴ τὸ ἀπὸ τῆς νεὼς πῦρ ἐπέσχεν . Ἀλέξανδρος δὲ τό τε χῶμα ἀπὸ τῆς ἠπείρου
3684035 κινησαι
διδάσκαλος ] ? νέος προσελεύσεται [ ] ? ὡς καὶ κινῆσαι ἡμῶν τὸ πᾶν δόγμα , ὃν τρόπον οἱ πρόγονοι
θεὸν καὶ καταλαμβάνοντα τὸ Σμίνθιον μαντεῖον ἐγκαταστῆσαι τῷ τόπῳ καὶ κινῆσαι τρίποδας . Ἐπειδὴ δὲ τὰ κατὰ τὸν τόπον τῆς
3679598 συρρειν
τῶν τριάκοντα . σημεῖον δὲ μέγιστον ἀρχῆς ἐννόμου μὲν τὸ συρρεῖν ἐκεῖσε πολλούς , τῆς δὲ ἐναντίας αἱ φυγαί .
τὰ σώματα ἔλθῃ , ἐπιτυφλοῦν ἐμπλάττοντα τὰ φλεβία καὶ κωλύειν συρρεῖν , διὸ καὶ τὰς κοιλίας ἱστάναι . τὸν δὲ
3673289 ἐφαψαμενον
Οὐκ ἐχρῆν οὖν , ὦ Ἰόεσσα , καὶ ταῦτα ἐρῶντα ἐφαψάμενον αὐτόν ; Οὐκοῦν σὺ μὲν ἤδη πέπεισαι : βούλει
, κυροῦντα ἣν λαχὼν εἵλετο μοῖραν : ταύτης δ ' ἐφαψάμενον αὖθις ἐπὶ τὴν τῆς Ἀτρόπου ἄγειν νῆσιν , ἀμετάστροφα
3658835 γραυν
κυμβία αἴρου τὰ μείζω , κεὐθὺ τοῦ καρχησίου ἄνελκε τὴν γραῦν , τὴν νέαν δ ' ἐπουρίσας πλήρωσον , εὐτρεπῆ
οὐκ ἐάσω . . τὴν μείρακα : Παίζει μείρακα τὴν γραῦν ὀνομάζων . Θ . τὴν γραῦν . . ὑπερφιλῶ
3653702 δεχομενης
βούλει μερίδος θησόμεθα σέ ; πότερον τῆς μετρίας καὶ παραίτησιν δεχομένης , ἢ τῆς φαυλοτάτης τε καὶ κακίστης καὶ παντὸς
τροπικῶς τοῦτο εἴρηκεν ἐκ μεταφορᾶς τῆς αὔλακος τῆς εἰς βάθος δεχομένης τὰ σπέρματα καὶ πολύχουν βλαστανούσης καὶ ἀποδιδούσης καρπόν .
3646229 ῥαθυμον
, ὅθεν ἐκπίπτειν οὐ θέμις : τὴν δὲ ἄνανδρον καὶ ῥάθυμον καὶ ἀνόητον καὶ λάλον καὶ διαταράττουσαν μὲν τὸ θέατρον
ἐπάγει τὴν τοῦ βίου αὐτοῖς τελευτήν . * ὑπνηλόν : ῥάθυμον νῶκαρ δὲ ὁ κάρος , ἤτοι ὁ ὕπνος ,
3644990 ἀποβαθραν
. Εὖ ἔχει : ὥστε λύε τὰ ἀπόγεια , τὴν ἀποβάθραν ἀνελώμεθα , τὸ ἀγκύριον ἀνεσπάσθω , πέτασον τὸ ἱστίον
οὐ προσαπτόμενον ἀπὸ τῆς νεὼς ἐχρῆν ἀπολογεῖσθαι , μήτ ' ἀποβάθραν μήτ ' ἄγκυραν εἰς τὴν γῆν βαλλόμενον . γνώριμα
3642588 ἀκοντιου
καὶ μολυβδίδας χειροπληθεῖς ἐν ταῖν χεροῖν ἔχοντες . εἶτα περὶ ἀκοντίου βολῆς εἰς μῆκος ἁμιλλῶνται . εἶδες δὲ καὶ ἄλλο
τοῖς συνθεωμένοις δρῶν , ἀλλ ' εἰς τὴν ὁδὸν τοῦ ἀκοντίου ὑπελθών , σαφῶς δηλοῦται παρὰ τὴν αὑτοῦ ἁμαρτίαν περισσοτέροις
3640736 ᾐσθετο
γοῦν ὁ Λαέρτου καλλιερήσας καὶ πρὶν ἀφῖχθαι πρὸς τὸ στρατόπεδον ᾔσθετο τῆς Ἀπόλλωνος εὐμενείας ἀσφαλείᾳ καὶ δρόμῳ τοῦ πλοῦ .
μηδὲ συναναφέρει τὸ εἶναι αὐτὸ εἰκόνα καὶ ὁμοίωμα οὗ πρότερον ᾔσθετο , φαντασία τὸ τοιοῦτον , οὐκέτι δὲ καὶ μνήμη
3639037 ὀνου
φορμοῖς ἐμβαλὼν , ὡς ὀλίγον εἰσπραχθησόμενος τέλος . Τοῦ δὲ ὄνου πεσόντος οἱ τελῶναι βοηθῆσαι βουλόμενοι ἔγνωσαν ὅτι μέλι ἐστὶν
θυωρίτην τριπλαῖς . ἀλλ ' ὀστρίμων μὲν ἀντί , Γαμφηλὰς ὄνου καὶ Λᾶν περήσεις , ἀντὶ δ ' εὐχίλου κάπης
3637414 λεγουσης
' ἑκάστην ὄρεξιν , τῆς δὲ σοφίας μόνον θεωρούσης καὶ λεγούσης , πραττούσης δὲ μηδέν . ἐλέγετο γὰρ ἐξ ἀρχῆς
καὶ τὸ εἰωθὸς ἔπος , ὡς μετὰ ταῦτα ἐπυθόμην , λεγούσης , λαβέ μου , Σκάμανδρε , τὴν παρθενίαν ,
3623539 ἐλακτισεν
, μοι δοκῶ τέξειν . Τὸ γὰρ ἦτρον τῆς χύτρας ἐλάκτισεν . Χὠ μὲν γεγηθὼς ἔτρεχεν , ἡ δ '
σαίνοντι παρέβαλλεν . ὁ δὲ ὄνος φθονήσας προσέδραμε καὶ σκιρτῶν ἐλάκτισεν αὐτόν . καὶ ὃς ἀγανακτήσας ἐκέλευσε παίοντας αὐτὸν ἀπαγαγεῖν
3619190 ἀνανευσαι
βαρυτάτας . Ἐς τοὺς ψυκτῆρας ὅταν οἱ μύες ἐμπέσωσιν , ἀνανεῦσαι καὶ ἀνελθεῖν οὐ δυνάμενοι , τὰς ἀλλήλων οὐρὰς ἐνδακόντες
. οὐ γὰρ οἷόν τε πρὸς τὸ φανὲν ψεῦδος μὴ ἀνανεῦσαι , ἀλλ ' ὅτι μὲν τὰ δὶς δύο τέσσαρα
3614564 ὁρασεως
κάτοπτρον σχέσιν . εἰ δέ τι τῶν ἐνταῦθα λεγομένων περὶ ὁράσεως μὴ συνᾴδει τοῖς ἔμπροσθεν , οὐ δεῖ θαυμάζειν :
καὶ διὰ βρωτῶν καὶ ποτῶν καὶ ἁφῶν καὶ ἀκοῆς καὶ ὁράσεως νομικῶς . Τὸ γὰρ καθόλου πάντα πρὸς τὸν φυσικὸν
3613545 εὐλαβηθη
εἰς οἷον κακὸν προκυλισθῆναι παρὰ μικρὸν ἔμελλεν , ὡς ἡνίοχον εὐλαβήθη τὸν ἐφεστῶτα νοῦν : ὅθεν οὐδὲ παντελῶς ἀπήλλακται τῆς
. πάντες οὖν οἱ ἀστέρες τῷ κεʹ ἔτει ἐχρημάτισαν : εὐλαβήθη ἡ γένεσις περὶ καθαιρέσεως δόξης καὶ περὶ καταδίκης καὶ
3600477 νομισαντα
τὴν ἀκολασίαν ἠρνήσατο . θυμὸς ἴσχει τὸν Καλλισθένην καὶ ἠτιμᾶσθαι νομίσαντα ὑπὸ τοῦ Σωστράτου καὶ ἄλλως ἐρῶντα : ἀναπλάττων γὰρ
τὰ ἀγαθά , λαβεῖν περὶ τῆς μαντείας ἔννοιαν : καὶ νομίσαντα δεῖν , ἐπειδὴ τοὺς Ἀθήνηθεν Αἰγείδας πρώτους παρακαλοῦντες διημάρτανον
3599423 θεραπαινης
οὐδεμία οὕτω τέχνη ἂν εἴη δεινή . οὐκοῦν διακόνου καὶ θεραπαίνης τάξιν ἔχειν προσήκει τῇ τέχνῃ , τὴν φύσιν δ
καὶ συνοῦσά σοι διὰ μιᾶς ὑπηρεσίας ἐπλήρου τάξιν μητρὸς , θεραπαίνης , διακόνου φιλτάτου : ἀντὶ τούτων ἁπάντων , ἀριστεῦ
3597910 ἀνακλασας
δικὼν Ὀρέστας , Μυκηνίδ ' ἀρβύλαν προβάς , ὤμοις ἀριστεροῖσιν ἀνακλάσας δέραν , παίειν λαιμῶν ἔμελλεν εἴσω μέλαν ξίφος .
πηδημάτων ἠριθμεῖτο . ἡ δ ' οὐρανία , ὁ μὲν ἀνακλάσας αὑτὸν ἀνερρίπτει τὴν σφαῖραν εἰς τὸν οὐρανόν : τοῖς
3595980 προτομην
ὀνυχίτου γένος . Ἐπιχάρασσε οὖν εἰς αὐτὸν σπείραμα ὄφεως ἔχον προτομὴν ἤτοι κεφαλὴν λέοντος καὶ ἀκτῖνας . Οὗτος φορούμενος οὐκ
ὀνυχίτου γένος : ἐπιχάρασσε οὖν εἰς αὐτὸν σπείραμα ὄφεως ἔχον προτομὴν ἤτοι κεφαλὴν λέοντος καὶ ἀκτῖνας : οὗτος φορούμενος οὐκ
3592363 χαιτωμα
. κράνους ] περικεφαλαίας . κράνους ] τοῦ κασσιδίου . χαίτωμα δὲ ταύτης εἴρηκε διὰ τὸ δίκην χαίτης ἐπικαμπῶς πως
ἔχοντας ἀπὸ τῆς ἐν αὐτοῖς οὔσης ἱππούρεως , ἣν καὶ χαίτωμα καλεῖ , ἐπειδὴ καὶ κράνος εἶπε : χαίτη γὰρ
3574913 βουλομενης
μετὰ τὴν τῆς γυναικὸς τελευτήν , ὡς εἴθιστο προσιούσης καὶ βουλομένης ὑπὸ στρατείας ἥκοντα θεραπεύειν , οὔτε πιεῖν ἐκδεδιψηκὼς ὑπέμεινεν
δὲ μὴ δυναμένου ὑπὸ ἀσθενείας : περὶ δὲ Φαίδρας ἀσιτεῖν βουλομένης εἰς θάνατον τὸ σύνολον αὐτὴν μὴ δέχεσθαι εἰς τὸ
3573784 αἱμοῤῥαγιαν
οὔρου ἔκκρισιν ἐπέχει . Δυσιατοτέραν δὲ ἡγητέον τὴν ἐξ ἀναβρώσεως αἱμοῤῥαγίαν . Βοηθεῖν δὲ χρὴ ὡς ὅτι τάχιστα , καθὼς
ἀριστερὸν μυκτῆρα ἀραιόν τε καὶ εὐρύτερον ποιεῖ καὶ ἑτοιμότερον εἰς αἱμοῤῥαγίαν . ὁ τοίνυν χυμὸς , ἐλαυνόμενος ὑπὸ τῆς ἐν
3571339 διαζευχθηναι
τοῦ παντὸς εἰς τἀναντία μεταβολή , τὸ μὴ δυνηθὲν ἂν διαζευχθῆναί ποτε κυρίως ὠνόμασεν ἄρρηκτον . Ταύτην δὲ τὴν τετράδα
τοῦ παντὸς εἰς τἀναντία μεταβολή , τὸ μὴ δυνηθὲν ἂν διαζευχθῆναί ποτε κυρίως ὠνόμασεν ἄρρηκτον . Ταύτην δὲ τὴν τετράδα
3570626 αἰσθομενον
τοῖς Ἀργοναύταις φησὶ Κριὸν γεγονέναι τροφέα Φρίξου , ὃν πρῶτον αἰσθόμενον τῆς ἐπιβουλῆς Ἰνοῦς ὑποθέσθαι τῶι Φρίξωι τὴν φυγὴν ποιήσασθαι
καὶ τῶν τάχεσιν ἢ μεγέθεσιν ἢ δυνάμεσιν ὑπερφερόντων ἡμᾶς ὅμως αἰσθόμενον τῆς περὶ τὸν λόγον ὑπεροχῆς , ἀποτρέπεσθαι καὶ ἐκκλίνειν
3568105 τυφλον
καὶ οὗτος ὁ λόγος : ἆρ ' οἷόν τέ ἐστι τυφλὸν ὁρᾶν ; οὐ δῆτα . τί δέ : ὁ
σιγᾷς : ἔστιν ἄρα λέγοντα σιγᾶν . ἆρ ' ἔστι τυφλὸν ὁρᾶν ; οὐδαμῶς . τί δέ : οὐχὶ τυφλὸν
3566341 ὑπερβαινεις
ἐστιν εἶναι , εἴπερ γε τοῦ ἴσου μέμνησαι καὶ μὴ ὑπερβαίνεις τὴν γεωμετρίαν ἑκών . καὶ μὴν καὶ ὁ Σωκράτης
ἀληθὲς οὐδὲ ἓν λέγειν γυνή . τοὺς τῆς γαμετῆς ὅρους ὑπερβαίνεις , γύναι , διὰ τὴν λαλιάν : πέρας γὰρ
3564634 πληγην
μικροῦ τοὺς νικήσαντας , λαμπροὺς δὲ τοὺς βαρβάρους τοὺς Ἀττικὴν πληγὴν οὐκ ἐνεγκόντας . οὐκ εἶδες , Μίκων , ἐπὶ
, ἱστάμενοι πρὸς τὴν διάδοσιν τοῦ πάθους , καὶ τὴν πληγὴν ἐν τοῖς ἀναισθήτοις θλίβοντες , ἵνα μὴ συνάψει πρὸς
3563043 εὐθυτητος
ὡς ὅτι μάλιστα πρὸς τὴν γλῶτταν αὐτὴν ἐπιρρέπειν ἀποχωροῦσαν τῆς εὐθύτητος . Εἰ λίνα πλείονα , καὶ μάλιστα τῶν ἀπὸ
: οὐ πάντως δὲ ὅπου συμπλοκὴ δύο πραγμάτων καὶ σχέσις εὐθύτητος , καὶ πρός τι εἴη καὶ πρὸς ἀντιστρέφοντα λέγοιντο
3560644 αἰωρημα
' αὐτοὺς ἀνηρτημένος μετέωρος ἰκρίων τοῦ ψεύδους ἀρίδηλος γέγονα τόργοισιν αἰώρημα φοινίοις δέμας : ὡς ἄρτι ποτὲ τὴν ἔφηβον ἡλικίαν
ἐγὼ πέτρας ἔπι ὄρνις τις ὡσεὶ Καπανέως ὑπὲρ πυρᾶς δύστηνον αἰώρημα κουφίζω , πάτερ . τέκνον , τίς αὔρα ;
3557295 σιμοτητος
τὰ ὑποκείμενα , ὡς ἐπὶ τοῦ ἀριθμοῦ εἰρήκαμεν καὶ τῆς σιμότητος ἐντεῦθεν ἀπορίαν τινὰ κινεῖ ἀναιροῦσαν τῶν τοιούτων συμβεβηκότων τοὺς
ῥίς ἐστι κοίλη , ὥστε ὁ λέγων κοίλανσιν ῥινὸς ἀντὶ σιμότητος παραλαμβάνων τὴν κοίλανσιν δὶς λέγει τὴν ῥῖνα . ὥστε
3554032 κορης
ἀκοῇ παραπέμπει . ἀλλὰ τοῦ μὲν ὑγροῦ τοῦ ἐπὶ τῆς κόρης προεβάλλετο ὑμένας ἡ φύσις τὴν σκέδασιν αὐτοῦ φυλαττομένη :
αὐτῆς ἐπὶ τῆς κεφαλῆς κέρατα βοὸς ἐγγλύφουσιν , σημαίνοντες τῆς κόρης τὴν ἐπὶ βοῦν μεταβολήν . Αἰγυπτιστὶ ὁ τράγος καλεῖται
3553256 κλινην
τέγος ὡς τοὺς γείτονας ὑπερβαίνοι , ἢ ὑποδύοιθ ' ὑπὸ κλίνην ὑπὲρ τοῦ μὴ τὸ σῶμ ' ἁλοὺς εἰς τὸ
τῷ ἀνελπίστῳ προεχύθη ἀκούσια . καὶ οἱ μὲν τῶν ὑπασπιστῶν κλίνην προσέφερον αὐτῷ ἐκκομιζομένῳ ἐκ τῆς νεώς , ὁ δὲ
3550548 σκιας
: πανσέληνος γάρ . καὶ τὸ κέντρον τοῦ κύκλου τῆς σκιᾶς , ὅπερ ἐστὶν κατὰ διάμετρον τῷ ἡλίῳ , κατὰ
, εὑρήσει τὸν οὐρανὸν ἡμέραν αἰώνιον , νυκτὸς καὶ πάσης σκιᾶς ἀμέτοχον , ἅτε περιλαμπόμενον ἀσβέστοις καὶ ἀκηράτοις ἀδιαστάτως φέγγεσιν
3549098 καταδαπανησαι
φύσεως προνοουμένης καὶ ἐπινοουμένης τὸν πυρετὸν πρὸς τὸ ἀναλῶσαι καὶ καταδαπανῆσαι τὰ πρόσω ῥηθέντα καὶ λυποῦντα αἴτια : καὶ εἰ
τοῦ σώματος ἐπινοεῖται τὸν πυρετὸν , πρὸς τὸ ἐξάψαι καὶ καταδαπανῆσαι τὰ ἐπικείμενα καὶ λυποῦντα αὐτὴν αἴτια . Ἐπειδὰν γὰρ
3545526 ὀφθαλμον
τὸ μέγεθος , τὸ πρόσωπον ὡραῖον καὶ τὸν λαιὸν τὸν ὀφθαλμὸν ὡς ὑποκεχυμένον , τὸ στῆθος μὲν εὐρύτερον , ἀλλὰ
ἕκαστα τῶν πραττομένων σκοπῶν ἀγγελῶ σοι . καλεῖ δὲ τὸν ὀφθαλμὸν ἡμεροσκόπον , ἐπειδὴ ὥσπερ τοὺς κατασκόπους ἔχομεν , οὕτω
3534470 ἰσορροπιαν
ἄρασα . συμβαίνει γὰρ ὥσπερ πλάστιγγος ἐπὶ θάτερα κουφισθείσης τὴν ἰσορροπίαν τοῦ ζυγοῦ μὴ διαμένειν . ὁ μὲν οὖν τραγικὸς
ἂν τὸ προσθεῖναι τῷ ἀναφερομένῳ εἰς τὴν πρὸς τὸ βαρῦνον ἰσορροπίαν . τὰ δ ' ὀνομαζόμενα σταθμία ἐστὶ σταθμά ,
3533405 ἐβιαζετο
καὶ τοῖς ἄλλοις στρατοπέδοις αὐτῶν , ὁρμῇ τε ὑπερηφάνῳ πάντα ἐβιάζετο ὁμοῦ . καὶ περὶ τοῖς ἡγεμόσι δείσας , μὴ
ἐπιξενωθεὶς γεωργῷ , ᾧ ἦν θυγάτηρ καλὴ Ἐντωρία , ταύτην ἐβιάζετο καὶ ἐτέκνωσεν υἱοὺς , Ἰάνον , Ὕμνον , Φαῦστον
3532825 συνδεσμικη
σχέσις ἐστὶν ἐκ συνδέσμου τοῦ δέὍτι ; καὶ προθετικῇ παραθέσει συνδεσμικὴ δύναμις ἐγγίνεται , διὰ τὸ ἡμέραν εἶναι φῶς ἐστι
καὶ τὸ περιπατῶ ὁρισμοῦ : ὅθεν εἰ ταύταις προσγένοιτό τις συνδεσμικὴ σύνταξις , οὐκ ἐκ ταύτης ἕξουσιν τὴν θέσιν τοῦ
3529126 λαβομενον
ἐστιν , ἀλλ ' ὅτι τὸ ξύλον ἐπιτηδείως ἔχει συνεργοῦ λαβόμενον ἐκείνου καῆναι , καὶ τήκει τὸν κηρὸν οὐχ ὅτι
σφαιρωτῷ , ὥστε εἶναι τὴν πληγὴν ἀσινῆ . καλὸν δὲ λαβόμενον τοῦ ἀντιπάλου , καὶ ἑλκύσαντα ἐφ ' ἑαυτόν ,
3516851 ἀνεγειρας
λεγόμενα σκόπει εἴτε ἀληθῆ εἴτε καὶ ψευδῆ λέγεται , προθύμως ἀνεγείρας τὴν διάνοιαν . Ἐν ἀρχῇ δὴ διελώμεθα τὰ γένη
κτίσας εὐθέως καὶ ἱερὸν , ὃ ἐκάλεσε Βωττίου Διὸς , ἀνεγείρας καὶ τὰ τείχη σπουδαίως φοβερὰ διὰ Ξεναίου ἀρχιτέκτονος ,
3515652 παρατεθεν
τῆς τῶν ἠτυχηκότων φιλίας ὑπεμνήσθη : τὸ δεινὸν γὰρ εὐνοίᾳ παρατεθὲν ἐμβριθεστέρους εἴωθε τοὺς οἴκτους ποιεῖν . Μετὰ Στρατοκλέα ὁμοίως
. καὶ σαφὲς ὅτι , ὅπερ ἔμελλε διακρίνειν τὸ ἄρθρον παρατεθὲν ἐκ παρεπομένου , τοῦτο τὸ θήλεια καὶ τὸ ἄρσην
3512816 δεξιαϲ
ταῖϲ χερϲὶν τὴν κύϲτιν ἑτέρῳ κελεύϲομεν ὑπηρέτῃ διὰ μὲν τῆϲ δεξιᾶϲ χειρὸϲ ἔχειν ἄνω τοὺϲ διδύμουϲ , τῇ ἑτέρᾳ δὲ
μέροϲ ὂν τοῦ παχέοϲ ἐντέρου τὴν μὲν ἔκφυϲιν ἀπὸ τῆϲ δεξιᾶϲ ἔχει λαγόνοϲ , ἐπὶ τὴν ἀριϲτερὰν δὲ φέρεται δίκην
3510212 στεγης
δι ' ἁρμῶν ἐξαμείβεται πύλης καπνοῦ μέλαιν ' ἄησις ἔνδοθεν στέγης . προσθεὶς πρόσωπον φλόγα μὲν οὐχ ὁρῶ πυρός ,
κλύουσαν ἐς πόλιν γόους οὐκ ἀξιώσειν , ἀλλ ' ὑπὸ στέγης ἔσω δμωαῖς προθήσειν πένθος οἰκεῖον στένειν . Γνώμης γὰρ
3506339 ἐπειναι
ἀνίστασθαι καὶ ὁ ὀμφαλὸς ἔξω ἐξίσχῃ πεφυσημένος , φάναι μηκέτι ἐπεῖναι πιμελὴν καὶ μὴ ἰήσιμον εἶναι : ἢν δὲ πυρετὸς
Ἀθηνᾶν φανῆναι , τῷ χιτῶνι δὲ τῆς θεοῦ τὴν Μεδούσης ἐπεῖναι τῆς Γοργόνος κεφαλήν : Ἰοδάμαν δέ , ὡς εἶδε
3498112 τολμᾳ
Μελίσσῳ , παγκρατίου στεφάνωμ ' ἐπάξιον , ἔρνεϊ Τελεσιάδα . τόλμᾳ γὰρ εἰκώς θυμὸν ἐριβˈρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ ,
δὲ ἐν τῷ ἔρνεϊ στίζουσι καὶ ἐπιφέρουσιν οὕτω : Τελεσιάδᾳ τόλμᾳ γὰρ εἰκώς , ὡς τοῦ Τελεσιάδου ἐναγωνίου προγόνου γενομένου
3494858 διακαυσιν
ὅτι πυρετὸν κυρίως λέγει , οὐχ ὥς τινες δέχονται τὴν διάκαυσιν τοῦ ἀέρος : πρὸς γὰρ τὸ φθοροποιὸν ἡ παραβολή
ὀνομαζόμενος γαλαξίας . Τῶν Πυθαγορείων οἱ μὲν ἔφασαν ἀστέρος εἶναι διάκαυσιν ἐκπεσόντος μὲν ἀπὸ τῆς ἰδίας ἕδρας , δι '
3491267 βολης
συμβουλεύσεται . τὸν θάνατον δὲ τὸν λιθόλευστον , τὸν διὰ βολῆς λίθων γενόμενον , οὔτι μὴ φύγῃ , οὐδαμῶς φύγῃ
γράφει σχεδὸν οὔτασε Δάρδανος ἀνήρ . ἀγνοεῖ δὲ ὅτι ἐκ βολῆς τέτρωται , ὡς διὰ τῶν ἑξῆς δείκνυται ὥς τοι
3491181 καταληπτικην
τοίνυν τῶν ἐπιστημονικῶν ἀρχῶν μήτε τὴν ἐπιστήμην οὖσαν ὡς αὐτῶν καταληπτικήν , ᾗ ἐπιστήμη ἐστί , μήτε τὴν τέχνην μήτε
ὑπὸ τοῦ δακτυλίου γινομένων . τῆς δὲ φαντασίας τὴν μὲν καταληπτικήν , τὴν δὲ ἀκατάληπτον : καταληπτικὴν μέν , ἣν
3486937 ῥινος
ἀντικειμένου ἐπὶ ἰνίον : ἀπὸ ἰνίου ἐπὶ λοβὸν ὠτὸς ἐπισφαίριον ῥινὸς καὶ ὑπὸ λοβὸν ὠτὸς , εἶτ ' ἐπὶ ἰνίον
τὸ δὲ ταλαύρινον παρῆκται , εὔτολμον : οὐ γὰρ ἡ ῥινὸς ἔγκειται , ὡς ᾠήθησάν τινες . . . Ε
3481517 διαρθρωσεως
δικαιοτάτη ἡ ἀριθμητικὴ οὖσα φυσικῶς καὶ παρ ' ἡμῶν τυγχανέτω διαρθρώσεως πρό γε τῶν ἄλλων . Ἔστιν οὖν ἀριθμητικὴ μεσότης
διὰ ταχέων εἰς ταὐτὸν ἀλλήλαις ἰούσας κατὰ τὴν κάμπην τῆς διαρθρώσεως , ἔστι δ ' ὅτε σαφῆ μὲν τὴν ἑτέραν
3478649 κακονοιαν
μεταστάντα , δειλίαν καὶ μαλακίαν καταγνούς , οὐ προδοσίαν οὐδὲ κακόνοιαν , ἐκέλευσε γυμνὴν ἀναλαβόντα πόρνην περιβάδην ἐπὶ τοῦ τραχήλου
τοιαῦθ ' ὑβρίζων καὶ τὴν ἀπὸ τῆς ψυχῆς πικρίαν καὶ κακόνοιαν , ἣν κατὰ τῶν πολλῶν ὑμῶν ἔχων ἀφανῆ παρ
3476257 χαρακωματος
, ὅπου ἐπιφαίνοιτο ὁ Ἀγησίλαος , ἀντιπαρῇσαν αὐτῷ ἐντὸς τοῦ χαρακώματος ὡς ἀμυνούμενοι . καί ποτε ἀποχωροῦντος αὐτοῦ ἤδη τὴν
μάχην . οἱ δὲ Θηβαῖοι τοὺς μὲν ἱππεῖς ἐντὸς τοῦ χαρακώματος ἔταξαν , τοὺς δ ' ἐλευθερωθέντας οἰκέτας καὶ τοὺς
3474652 ἐνεργησῃ
τάσιν μόνον ἐπαγγέλλεται , δεῖται δέ τινων ἐπεισάκτων , ἵνα ἐνεργήσῃ , ὡς βάθρου , κλίνης , κλίμακος , καθ
γέγονεν : ὅταν γὰρ ὁ μὲν θώραξ πᾶσι τοῖς μυσὶν ἐνεργήσῃ σφόδρα , τῷ δ ' ἔξω φερομένῳ πνεύματι πλείστῳ
3474264 σπαθης
ἡμεῖς δ ' ἐν τῷ Ἱπποκρατείῳ βάθρῳ πρὸς τὴν τῆς σπάθης ἀντέρεισιν ἐποιήσαμεν πῖ σιδηροῦν ἀνάλογον τῇ σπάθῃ ἔνθετον καὶ
τότε διπλῆς καιρίας μεσότης τάσσεται μεταξὺ τοῦ διαπήγματος καὶ τῆς σπάθης , ἧς αἱ ἀρχαὶ ἔξω ἐῶνται παραμεῖναι . πρὸς
3470527 εὐθυνης
“ δηλοῖ τὴν βραχεῖαν τῶν παίδων ἡλικίαν . Γ τῆς εὐθύνης ἀπολῦσαι ] τῆς δίκης παρεκβάλλων . Γ εἰ μὲν
. ἀτιμωθεὶς δὲ τῷ μὴ δύνασθαι τὰς ρʹ μνᾶς τῆς εὐθύνης ἀποδοῦναι ἐν ἀγρῷ διέτριβεν , ἕως Ἀκαρνᾶνες στρατηγὸν αὐτὸν

Back