καὶ ἐπιτίθησι κλεῖθρα ἀδαμάντινα ταῖς ἐξόδοις , ὥστε μήτε ἐξακούεσθαι βοῶσαν μήτε ὁρᾶσθαι ἐξαλλομένην : αὐτὸς δὲ τῶν ἔξω ἐπιμελεῖται
ἡμῖν ἥξειν ἐπιστολὴν αὐτά τε ταῦτα μηνύουσαν καὶ τἀπὶ τούτοις βοῶσαν πρὸς ἅπαντας ὡς οὐ πλείω παρὰ τῶν παίδων τοῖς
5123162 πενθικως
ἦν , ἡ δὲ Ἀπάτη . κατόπιν δὲ ἠκολούθει πάνυ πενθικῶς τις ἐσκευασμένη , μελανείμων καὶ κατεσπαραγμένη , Μετάνοια ,
θεραπεῦσαι τὸ σῶμα , ἀλλὰ κεῖσθαι γὰρ ἢ ὀδυρόμενον ἢ πενθικῶς σιγῶντα : καὶ πυρὰν κελεῦσαι αὐτῷ ἑτοιμάζεσθαι ἐν Βαβυλῶνι
4924782 αὐξηθεισαν
οὐχὶ δικαίως ἐν Λήμνῳ κατέλιπον , οὗτοι δὲ δέκα ἔτεσιν αὐξηθεῖσαν ἰάσαντο . καὶ γίγνεται Φιλοκτήτης τε ἐνεργὸς τοῖς Ἀχαιοῖς
ὑπὸ ] ταῖς Νύμφαις δοθῆναι παρὰ τοῦ Διὸς τρέφεσθαι . αὐξηθεῖσαν δὲ κλέψαι τὸ τῆς Ἥρας μύρον , ᾧ τὸ
4810466 ἀποκειρασθαι
τῆς γαστρὸς ἐᾶν καθεύδειν ἅμα θλιβόμενος . καὶ πλειστάκις δὲ ἀποκείρασθαι καὶ τοὺς ὀδόντας λευκοὺς ἔχειν καὶ τὰ ἱμάτια δὲ
Ἀγαμέμνονος υἱὸν Ὀρέστην φεύγοντα μετὰ τῆς ἀδελφῆς ἐκεῖσε τὴν κόμην ἀποκείρασθαι . Πόλις Κόμανα Θύιλλις : μεθερμηνεύεται σύσκια κατὰ τὴν
4636061 ἐπιλαβομενη
: ἐπεὶ εἶπεν τί δέ με καὶ τεκεῖν ἐχρῆν ὡς ἐπιλαβομένη ἑαυτῆς ἐπήγαγεν ἀτὰρ τί ταῦτ ' ὀδύρομαι μικρὰ ὄντα
τὴν διάνοιαν : αὕτη πόλεμον ἐν τύπῳ γραμμάτων περιέχουσα μονονοὺκ ἐπιλαβομένη μου τῆς χειρὸς ἐξήγειρεν : αὕτη πορευομένη διὰ τῶν
4603981 ἐξιουσα
σκηνῆς Ἀγαμέμνονος ἐξῄει ἡ Ἑκάβη : πῶς δὲ καὶ ἐκεῖθεν ἐξιοῦσά φησι μετ ' ὀλίγον [ ] ποῦ ποτε Κασάνδραν
σκηνῆς Ἀγαμέμνονος ἐξῄει ἡ Ἑκάβη : πῶς δὲ καὶ ἐκεῖθεν ἐξιοῦσά φησι μετ ' ὀλίγον [ ] ποῦ ποτε Κασάνδραν
4554828 καθεψησαι
μυθολογοῦσι τὴν Μήδειαν κατὰ μέλη διελοῦσαν τὸ σῶμα τοῦ κριοῦ καθεψῆσαι , καὶ διά τινων φαρμάκων παρακρουσαμένην ἐξελεῖν ἐκ τοῦ
τοῦ Πελίου πρὸς ὕπνον τραπέντος λέγειν ὡς ἀναγκαῖον ἐν λέβητι καθεψῆσαι τὸ σῶμα τοῦ Πελίου . προσάντως δὲ τῶν παρθένων
4548290 φθαρεισαν
ἐστὶν ὁ αὐτῆς φθορεὺς , καὶ αὐτὴν τιμωρήσηται , ὡς φθαρεῖσαν ἱέρειαν οὖσαν , καὶ ἐκεῖνον δὲ ἀμύνηται , ὡς
! αὑτοῦ παῖδα [ ] [ Λειμώνην ] ? ? φθαρεῖσαν λάθρα εἰς τὸν θάλαμον [ ] ? ? [
4528764 θεασαμεναι
ἐπὶ πηγὰς ἄγουσιν : αἱ δ ' ὥσπερ ἐν κατόπτρῳ θεασάμεναι τὴν αἰσχύνην τοῦ σώματος ἀπηγλαϊσμένης τῆς κόμης , ἀνέχονται
Διόνυσον ἱδρύσαντο ἐκ τοιαύτης αἰτίας . αἱ τοῦ Ἐλευθῆρος θυγατέρες θεασάμεναι φάσμα τοῦ Διονύσου ἔχον μέλαιναν αἰγίδα ἐμέμψαντο : ὁ
4526052 μαχαιραν
Λυρνησσὶς ἦν . . Ἀτρείδης δὲ ἐρυσσάμενος χείρεσσι μάχαιραν : μάχαιραν τὴν παραξιφίδα . . . εἴ που ἔτι ζώει
ἰσότητι : ἐπίθες δὲ εἰς τὴν τρῦπαν τοῦ ἐπάνω καυκίου μάχαιραν , ὅπου νὰ ἔναι ἡ μύτη τῆς ξυντὴ ,
4498309 θηλην
μὴ μάζαις χρωμένη ἀλλὰ κρέασιν . ἢ ὅτι τὴν μίαν θηλὴν ἔκαιον , τὴν δεξιάν , ἵνα μὴ ἐμποδίζωνται τοξεύουσαι
τεθνηκὸς ὁρῶσα , ἐνηγκάλιστο δὲ καὶ παῖδα νήπιον καὶ τὴν θηλὴν τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ προσῆγε τὰς τροφίμους ἐπιστάζουσα πηγὰς τοῖς
4484764 δορατιον
προσιόντα ζῶντα τὸν ἀδελφὸν ἀπήντησεν ὥσπερ εἰώθει μετὰ τῶν σωματοφυλάκων δοράτιον ἔχων . Ὁ δὲ Εὐμενὴς φιλοφρόνως ἀσπασάμενος αὐτὸν καὶ
αὐτῶι τῆς πατρικῆς ἀσφαλείας . ὁ οὖν Τηλέγονος λαβὼν τὸ δοράτιον παρῆν εἰς τὴν Ἰθάκην νυκτὸς τὸν πατέρα ἐπιζητῶν ,
4473292 δελφυος
διὰ τοῦ υος κλῖνε καὶ μὴ διὰ τοῦ εος : δελφύος γὰρ καὶ οὐ δελφέος κλίνεται . Καν . ιαʹ
οὕτως ἄριστος ἀριστερός . ἀδελφοὶ , παρὰ ἐκ τῆς αὐτῆς δελφύος : ἤγουν μήτρας : αὐχὴν παρὰ τὸ ξηρὰ εἶναι
4463766 περιβαδην
, ἀφ ' οὗ πνεῦμα ἐνθουσιῶδες ἀναθορὸν ἐπλήρου τὴν Πυθίαν περιβάδην ἀπολαβοῦσαν ἐκεῖνο τὸ χάσμα ἐπὶ τοῦ μαντικοῦ λέβητος ,
βῆμα , καὶ πλίγματα τὰ πηδήματα . ἔνθεν καὶ τὸ περιβάδην ἀμφιπλὶξ παρὰ Σοφοκλεῖ ἐν Τριπτολέμῳ . καὶ Ὅμηρος “
4422446 δωνος
ἄκραν τῆς Μαλέας λιμήν ἐστιν ὀνομαζόμενον Νύμφαιον καὶ Ποσει - δῶνος ἄγαλμα ὀρθὸν καὶ σπήλαιον θαλάσσης ἐγγύτατα , ἐν δὲ
πῶς ἂν ὁ Ἡρακλῆς ἐναντίον τῆς τριαίνης τοῦ Ποσει - δῶνος τὸ ἑαυτοῦ ῥόπαλον ἐκίνησεν , ὁπηνίκα ὁ Ποσειδῶν ἐπίεζεν
4381148 ἐκπεφορημενα
οἰκίας αὐτοῦ αἱ θύραι ἀναπεπτασμέναι εἰσὶ καὶ πάντα τὰ ἔνδον ἐκπεφορημένα , ἐκταραχθεὶς ἀνεπήδησε καὶ στενάξας ἀπῄει δρομαίως τὸ γεγονὸς
οἰκίας αὐτοῦ αἱ θύραι ἀνεσπασμέναι εἰσὶ καὶ πάντα τὰ ἔνδον ἐκπεφορημένα , ἐκταραχθεὶς ἀνεπήδησε καὶ στενάξας ἀπῄει δρομαῖος τὸ γεγονὸς
4321121 ἀναστασα
. ἔχαιρον αἱ ἐπὶ τῆς πίδακος Νύμφαι . ἡνίκα δὲ ἀναστᾶσα κατωρχήσατο καὶ τὴν ὀσφῦν ἀνεκίνησεν ἡ Πλαγγών , ὀλίγου
ὄμμ ' ἐγείρει . ὁ δὲ νοῦς : ἀλλὰ πάλιν ἀναστᾶσα καὶ διαφανὴς γενομένη οὕτω τὸν χρῶτα λάμπει , ὥσπερ
4303610 τραχυτηϲ
καὶ μετὰ τὸ ῥαγῆναι δὲ ξηραίνει . Τὸ μὲν τράχωμα τραχύτηϲ ἐϲτὶ τῶν ἔνδον τοῦ βλεφάρου , ἡ δὲ τούτων
δαϲύτηϲ ἐπιπολῆϲ ἐϲτι καὶ μετ ' ἐρεύθουϲ , ἡ δὲ τραχύτηϲ μείζονα τὴν ἀνωμαλίαν καὶ τὴν ἐπανάϲταϲιν ἔχει μετ '
4293575 κομην
' ἀπαγγελῶν ἄρα ; τὴν κόμην ἡψήσατο . ἑφθὴν τὴν κόμην ξανθίζεται . Ῥοίκου κριθοπομπία . . . . .
χρωμένουϲ . εἰ δ ' ἐπὶ τούτοιϲ βέλτιον διατεθῶϲι , κόμην ἀψινθίου ἐν μελικράτῳ ϲυνέψονταϲ διδόναι πίνειν καὶ παντοίωϲ ῥωννύναι
4278501 ἀνασυραμενος
καύματος ὄντος , ὁ Ξάνθος ἐν τῷ περιπατεῖν τὸν χιτῶνα ἀνασυράμενος οὔρει . ὅπερ ἰδὼν Αἴσωπος καὶ τῶν ἱματίων ἐκείνου
, ὁ δὲ βδελυρὸς τοιοῦτος , οἷος ἀπαντήσας γυναιξὶν ἐλευθέραις ἀνασυράμενος δεῖξαι τὸ αἰδοῖον . καὶ ἐν θεάτρῳ κροτεῖν ,
4234400 ἀνατετραφθαι
σοι οἷόν τε ἔτι ἐκείνην τὴν πόλιν εἶναι καὶ μὴ ἀνατετράφθαι , ἐν ᾗ ἂν αἱ γενόμεναι δίκαι μηδὲν ἰσχύωσιν
γαστέρα ἔδοξεν αὐτῷ γεγονέναι τἄνω κάτω , Σίπυλόν τε τοῦτον ἀνατετράφθαι τὸν τρόπον : καὶ μάλα δικαίως : Φρὺξ γὰρ
4224833 Φανου
τοὺς γείτονας ἐπὶ τῶν μηδὲν ἀνυόντων ἐν τῷ φυλάττειν τὴν Φάνου θύραν εἶναι λέγειν : Ἢ φρονεῖν ἔλασσον ἢ δύνασθαι
καὶ μάτην τὴν θύραν θαῤῥούντων . Καὶ ἄλλως : Ἡ Φάνου θύρα : τὸν Φάνον φασὶν ὡς μοιχευομένης τῆς αὐτοῦ
4213264 ἐσθητα
πληγὰς εἰληφὼς προσδράμοι τοῖς βασιλείοις τὴν ἀτιμίαν βοῶν καὶ τὴν ἐσθῆτα δεικνύς , ἆρα πρᾴως οἴσεις καὶ μέμψῃ τὸν ἐφ
τούς τε πελέκεις ὑπηρέταις τισὶν ἀναδοὺς καὶ αὐτὸς τὴν βασιλικὴν ἐσθῆτα λαβὼν καὶ τἆλλα παράσημα τῆς ἀρχῆς ἐπαγόμενος : ἐλθὼν
4212889 δοραν
ἐκείνη φησίν : „ εἰ λύκον ζῶντα ἐκδείρας τὴν αὐτοῦ δορὰν θερμὴν ἀμφιέσῃ . „ καὶ τοῦ λύκου [ αὐτίκα
οἱ Ἰαμίδαι ἢ μηρὸν πιμελῇ κεκαλυμμένον εἰς πῦρ ἐμβάλλοντες ἢ δορὰν προβάτου σχίζοντες καὶ ἐκ τῆς σχίσεως , εἰ μὲν
4194839 κορην
τοὐλάχιστον κατασκευαζομένων , ἔστι δὲ αὕτη : νόμος τὸν φθείροντα κόρην ἀνάγεσθαι ἐπὶ κρίσιν τοῦ ὡς ἂν βούλοιτο ἡ κόρη
διακονούσης ἠράσθη : καί πως αὐτὸν εἰς γάμον αἰτεῖται τὴν κόρην ἐπὶ τῷ τὰ μέγιστα ὑπ ' αὐτοῦ εὖ πείσεσθαι
4178299 ἀορασια
, . * . . ? Ἀχλύς : σκοτία , ἀορασία , ἡ ἄγαν ἀλύουσα καὶ ἀποκρύπτουσα : παρὰ τὸ
. . . . Ἄϊδος κυνέην : νέφος τι καὶ ἀορασία : ἢ περιφραστικῶς τὴν περικεφαλαίαν : ἐν γὰρ αὐτῇ
4160062 προσεδραμεν
! ] ! [ ! ! ] ! [ ] προσεδραμεν αὐτῷ : κα ! αρν ? ! ! !
! ] ! [ ! ! ] ! [ ] προσεδραμεν αὐτῷ : κα ! αρν ? ! ! !
4157740 καυσιαν
λόγος τὴν τριήρη , πνεύματος μεγάλου ἐμπεσόντος αὐτῷ ἐς τὴν καυσίαν καὶ τὸ διάδημα αὐτῇ συνεχόμενον , τὴν μὲν δὴ
οὐδὲ τὰ βίου νῷν ἴσως δεῖ φροντίσαι . Χλαμύδα , καυσίαν , λόγχην , ἀορτήν , ἱμάτια . Ἐκ Κύπρου
4134807 στολην
τὸν δὲ Λεπτίνην ἐζήτουν συλλαβεῖν . ὁ δὲ τὴν ἰδίαν στολὴν ἀποθέμενος καὶ λαβὼν ναύτου σκευὴν καὶ φορτίον ξύλων ἀράμενος
καὶ Παυσανίας ὁ Σπαρτιάτης βασιλεὺς καταθέμενος τὸν πάτριον τρίβωνα Περσικὴν στολὴν ἐνεδύετο . καὶ Ἀλέξανδρος δὲ ὡς τῆς Ἀσίας ἐκυρίευσεν
4134735 σφα
? ? ? [ ] | ἀναγν ! | δὲ σφα ! ! καὶ ? ! ! ! | χειρος
ἀχρεῖον τὸ μόριον ἢ τὰ ὀστᾶ θλίβουσιν τοὺς μύας καὶ σφα - κελισμοὶ παρακολουθοῦσιν . αὕτη γοῦν καὶ ἡ θεραπεία
4122661 σατυρον
ἐπιστολῇ τοῦ ἀνδρός , ἣν πρὸς μειράκιον ὑβρίζον γράφων καὶ σάτυρον δαίμονα σωφρονίσαι φησὶν ἐν Αἰθιοπίᾳ , μεμνῆσθαι χρὴ τοῦ
ἅπερ τελέσαι ἔργῳ οὐ προσδοκῶσιν . ἄνθρωπόν ποτε λέγεται πρὸς σάτυρον φιλίαν σπείσασθαι . καὶ δὴ χειμῶνος καταλαβόντος καὶ ψύχους
4119136 διωκομενης
τιθέμενον : μυθεύονται γὰρ καὶ αὗται τὸν Ὠρίωνα φεύγειν , διωκομένης τῆς μητρὸς αὐτῶν Πληιόνης ὑπὸ τοῦ Ὠρίωνος . ἡ
, σπουδαιότερον ἐλαύνειν , κωπηλατεῖν . ἐλάτῃσι : κώπαις . διωκομένης : ἐλαυνομένης , τρεχούσης . ἀκάτοιο : νηός .
4098211 προσεπεσεν
ἰλύσι : ῥύποις . πεπτηυίαις : κειμένας . Ἕλε : προσέπεσεν . ἐτόρησεν : προσεπέβαλεν . Ἐληλαμένας : πεπηγμένας .
σεβομένῳ γάρ σοι τὰ τόθ ' ὑφ ' ἡμῶν λεγόμενα προσέπεσεν ἐπιθύμημα ἀφυσιλόγητον τοῦ περιπλακῆναι ἡμῖν γονάτων ἐφαπτόμενον καὶ πάσης
4095209 ἐτεμε
τυφλόστομον γινόμενον ἐκ τῆς προσ - χώσεως καὶ δυσείσβολον καινὴν ἔτεμε διώρυχα , καὶ ταύτῃ δεξάμενος τὸ πλέον τοῦ ποταμοῦ
ἡμέρων δένδρων οὐκ εὐγενὲς ὃ μὲν ὑπερεῖχε τῆς γῆς ἔρνος ἔτεμε , μικρὸν δ ' ὅσον πρὸς αὐταῖς ῥίζαις ἀνέχον
4089698 κατοικιδιοις
παρὰ τοῖς Λαμψακηνοῖς , ἔχειν ἐν ἑαυτῆι μῦς ὁμοίους τοῖς κατοικιδίοις : ἱστορεῖν δὲ ταῦτα Θεόπομπον . : Θεόπομπον δέ
πῖλον ἔχει , ὁποίους οἱ τοξόται Πέρσαι φοροῦσιν : τοῖς κατοικιδίοις ὀρνέοις ἴσος εἰς μέγεθος , πλὴν ὅτι χρῆται σκέλεσι
4087403 Διρκην
ἰδίοις αὐτῆς παισὶν , Ἀμφίονι καὶ Ζήθῳ , φονεῦσαι τὴν Δίρκην : καὶ λαβόντες τὴν Δίρκην ἔδησαν εἰς τὸν αὐτὸν
καίδων συμβῆναι τῇ Δίρκῃ τὴν τελευτήν , διαβᾶσιν οὖν τὴν Δίρκην οἰκίας τε ἐρείπια τῆς Πινδάρου καὶ μητρὸς Δινδυμήνης ἱερόν
4065789 ἀναπτομενην
Π . ἀοργησίας : καθάπερ οὖν τὴν φλόγα θριξὶ λαγώιαις ἀναπτομένην καὶ θρυαλλίσι καὶ συρφετῶι ῥάιδιόν ἐστιν ἐπισχεῖν , ἐὰν
ἀσπίδι αὐτοῦ ἐζωγραφημένον γυμνὸν ἄνθρωπον , κατέχοντα τῇ χειρὶ λαμπάδα ἀναπτομένην : οὐκ ἄλλο τι δηλοῦντος τοῦ σημείου ἢ ὥσπερ
4053178 καιριᾳ
εἰς τὴν γῆν ἐκπεσεῖν , αὐτὸς μὲν ὑπό τινος τρωθεὶς καιρίᾳ πληγῇ τὸν βίον μετήλλαξεν , ἑπτὰ δὲ ναῦς ἐν
ἐπεμβαλέσθαι τῇ μεσότητι τῆς ἁπλῆς , καὶ τῇ μὲν ἁπλῇ καιρίᾳ περιζῶσαι τὸν πάσχοντα , τὴν δὲ διπλῆν ἄνωθεν κάτω
4046531 ὠφελησα
οὐχ ἵνα μὴ ὠφέλεια . ἐγὼ δὲ ἀνελθὼν ἠρίστευσα , ὠφέλησα . ἠνάγκασε δέ με τοῦτο πράττειν ὁ πόλεμος ,
μεταλ - λικῶν προγεγραμμένον μίξας τῷ διὰ τῶν ἰτεῶν μεγάλως ὠφέλησα , προστείλας καὶ πυκνώσας τὰ ἄρθρα καὶ ῥωμαλέα κατασκευάσας
4044726 ἐπηγειρεν
ἐξ ἐπιθυμίας . ὅ τε οὖν παιδαγωγὸς καὶ τὸν ἀργότατον ἐπήγειρεν ἂν ὅ τε τῶν λόγων ἔρως ἤρκεσεν ἂν ἀντὶ
ἀπείθειαν αὐτῶν ὥπλισεν . καὶ πάλιν ἢ θυμὸς πρὸς βλασφημίαν ἐπήγειρεν , ἢ ἐπιθυμία χρημάτων πρὸς ἐπιορκίαν . καὶ ὅλως
4025270 ἐχιδναν
δὲ : σκύμνον λέγει τὸν Ὀρέστην υἱὸν τοῦ Ἀγαμέμνονος , ἔχιδναν δὲ τὴν Κλυταιμνήστραν , παρ ' ὅσον καὶ ἡ
ἄνθρωπος κεκριμένος καὶ ἐν θεωρίᾳ γεγονὼς ὑπὸ θεοῦ γεννηθῆναι πιστεύσαι ἔχιδναν Ὀρφεύς : ἂν δὲ Φάνης ἄλλην γενεὴν τεκνώσατο δεινήν
4023715 προσταχθεις
, γνοφώδους τῆς νυκτὸς οὔσης εἰς κατάπληξιν τῶν διωκόντων . προσταχθεὶς δὲ Μωυσῆς τῇ βακτηρίᾳ παίει τὴν θάλασσαν : ἡ
ταῖς ψυχαῖς ἀναπολούντων , αἰφνίδιος καὶ ἀπροσδόκητος ταραχὴ καταλαμβάνει . προσταχθεὶς γὰρ ὁ τῆς οἰκίας ἐπιμελητής , ἐπαγόμενος θεραπόντων πλῆθος
4015610 καθειλκυσεν
δυνάμεις καὶ τῇ τρισπάστῳ μηχανῇ χειρὶ λαιᾷ καὶ μόνῃ πεντεμυριομέδιμνον καθείλκυσεν ὁλκάδα . καὶ τοῦ Μαρκέλλου στρατηγοῦ ποτὲ δὲ τῶν
τοῦ θεοῦ καὶ ὁμοῦ τῷ σεισμῷ τῆς θαλάσσης ἀναδραμούσης , καθείλκυσεν αὔτανδρον τὸ κῦμα τὴν Ἑλίκην . τοιοῦτό γε δὴ
4003668 ἀσθενουσαν
οὐκ ἦν δεινὸν τρίβειν τὴν μητέρα . καὶ εἰ μὲν ἀσθενοῦσαν ἕτερόν τι μέρος τοῦ σώματος τρίψας ταῖς χερσὶν ὠφέλει
δεῦρ ' ὡς ἐμέ ; Τί δῆτά μ ' ἕλκεις ἀσθενοῦσαν ; Εἰπέ μοι , τίς ἐστ ' ἀνήρ σοι
3997126 αἰγος
τοῦ αἰγὸς δοράν : “ ἂν δὲ νάκην ἕλετ ' αἰγός . ” νάπαι οἱ ὀρεινοὶ τόποι . νάσθη ᾠκίσθη
' ἠελίοιο γάνυνται . ἐνθάδ ' ἀνὴρ μελέεσσιν ἐφεσσάμενος δέρος αἰγός , δοιὰ κέρα κροτάφοισι περὶ σφετέροισιν ἀνάψας , στέλλεται
3980875 ἐλλοχωσα
Εὐκλείδου δέεται οὐδέν : κάθηται δὲ ἐν τῷ κέντρῳ μέσῳ ἐλλοχῶσα τὴν ἑαυτῆς ἄγραν : ἔστι δὲ ὡς ἰδόντι εἰπεῖν
δὴ ἦν ἡ ἀπόπειρα , σπουδή τις εἶναι προσποιουμένη καὶ ἐλλοχῶσα τὰς νεοπρεπῶς ᾀττούσας κινήσεις . ἐμὲ γοῦν διεκώλυεν ὡς
3979204 ζεουσαν
Τιτάνων τῶν παίδων Οὐρανοῦ καὶ Γῆς δέρκεται τί πάσχουσαν ; ζέουσαν καὶ ἀναβράζουσαν ἐν ταῖς αἰθυίαις ταῖς ἐστολισμέναις ἐν πλεκτάναις
κεραμέαν τινὰ τῶν θηρικλείων πῶς δοκεῖς κεραννύει καλῶς , ἀφρῷ ζέουσαν : οὐδ ' ἂν Αὐτοκλῆς οὕτως μὰ τὴν γῆν
3973842 πληγην
μικροῦ τοὺς νικήσαντας , λαμπροὺς δὲ τοὺς βαρβάρους τοὺς Ἀττικὴν πληγὴν οὐκ ἐνεγκόντας . οὐκ εἶδες , Μίκων , ἐπὶ
, ἱστάμενοι πρὸς τὴν διάδοσιν τοῦ πάθους , καὶ τὴν πληγὴν ἐν τοῖς ἀναισθήτοις θλίβοντες , ἵνα μὴ συνάψει πρὸς
3970035 κατακειμενην
ἀναβαινόντων εἶναι . γραῦν δ ' αὐτοῦ μόνην σὺν παιδίῳ κατακειμένην , ἐπειδὴ ᾔσθετο , σιγᾶν ἀναγκάσαντες τὰς θύρας τῶν
δὲ ἄλλο σῶμα πᾶν ἔνδον κρυπτόμενον , ὡς ἂν αὐτὴν κατακειμένην εὖ μάλα συρράψαντες ῥίψωμεν ἔξω ἄμφω ταῦτα τοῖς γυψί
3966842 ἐθαψα
τῶν εὐνούχων τοὺς πιστοτάτους καὶ εἶδον δι ' ἐκείνων καὶ ἔθαψά μιν . Οὕτως ἔσχε , ὦ βασιλεῦ , περὶ
τεθνεῶτος αὐτοῦ γεγονέναι ὡς οὐ γεγονότα διέξεισιν : οὐ γὰρ ἔθαψά σε φησὶν οὐδὲ περιέστειλα . Κινεῖ δὲ ἔλεον καὶ
3965812 ἐρημῃ
δεδημευμένων καὶ ἐξεληλυθυίας τῆς ἐμῆς ἀδελφῆς φύλακα κατεστήσαμεν ἐν τῇ ἐρήμῃ οἰκίᾳ , ἵνα μήτε θυρώματα μήτε ἀγγεῖα μήτε ἄλλο
προσδοκίαν ἡμερῶν ὀλίγων : ἐντὸς δηλονότι . ἐν νήσῳ τε ἐρήμῃ : ὄντας δηλονότι . τάξαντες : τὸ εἰσάγειν .
3965031 ἐξοικιζεσθαι
οἵδε οἱ νόμοι ἔσονται , ἀναγκαίως ἔχει εἰς ἄλλην χώραν ἐξοικίζεσθαι τὸν ἀπάτοραπρὸς γὰρ τοῖς τετταράκοντα καὶ πεντακισχιλίοις οἴκοις οὐκ
τοῦτο αὐτομάτως τε καὶ ἄνευ πόνου ὑπορρυέν , ἐντεῦθεν ἀναγκαῖον ἐξοικίζεσθαι τὴν ἀρετήν . Ἀλλὰ φιλοσοφώτερος ἄρα , ὡς ἔοικεν
3964484 ἀποδυσαμενος
ποδήρει , ἀλλὰ τὸν τῆς δόξης καὶ φαντασίας ψυχῆς χιτῶνα ἀποδυσάμενος καὶ καταλιπὼν τοῖς τὰ ἐκτὸς ἀγαπῶσι καὶ δόξαν πρὸ
πομπῆς καιρὸς παρέλθῃ , τηνικαῦτα ἕκαστος ἀποδοὺς τὴν σκευὴν καὶ ἀποδυσάμενος τὸ σχῆμα μετὰ τοῦ σώματος ἐγένετο οἷόσπερ ἦν πρὸ
3952712 τετρωμενην
δὲ τοῦ κινδύνου μιᾶς νηὸς ἐπαραμένης τὸν δόλωνα διὰ τὸ τετρωμένην αὐτὴν θαλαττοῦσθαι , πολλοὺς καὶ τῶν ἐγγὺς τὸ παραπλήσιον
πρὸϲ τὰϲ φλεγμονὰϲ χρηϲόμεθα βοηθήμαϲι . καλῶϲ δὲ κολλᾷ μήνιγγα τετρωμένην , φηϲὶν Ἀρχιγένηϲ , καλαμίνθηϲ χύλιϲμα ἐγχεῖν καὶ ἄλευρον
3952447 παρθενον
ὃς νυνὶ γάμους ἐπόει διδοὺς οὐκ οἶδ ' ὅτωι τὴν παρθένον , οὐκ ἐπανενεγκών , οὐκ ἐρωτήσας ἐμέ , ἐμοὶ
διὰ σέ , ὃς τοὐμοῦ γείτονος Ἐχεκράτους τὴν θυγατέρα συναρπάσας παρθένον οὖσαν διέφθειρεν καὶ ὀλίγου δίκην ἔφυγε βιαίων , εἰ
3938955 καλυβην
τοῦ κρύψαι αὐτήν . τοῦ δὲ ὑποδείξαντος αὐτῇ τὴν ἑαυτοῦ καλύβην εἰσελθοῦσα ἐκρύπτετο εἰς τὰς γωνίας . τῶν δὲ κυνηγετῶν
. ἀπὸ παρασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου : ἀπὸ συνθήματος τοῦ Ἀργιλίου καλύβην : σκηνήν . διακονίαις παραβάλοιτο : ταῖς ἀγγελίαις ταῖς
3935132 μεταστρεψας
τριῶν . ὡς δὲ ἀνελόμενος τὸ ξίφος ὁ Μενέλαος ἔλαθε μεταστρέψας κατὰ τὸ τοῦ σιδήρου μέρος , τὸ μικρὸν ἐκεῖνο
ήραξε ] [ ] ιου ? [ δακτύλους ] ? μεταστρέψας : [ ] ος τε καὶ ῥύδην [ ]
3933523 βοτανην
καὶ τακέντος αὐτοῦ , ἄρας ἀπὸ τοῦ πυρὸς ἐπίπασσε τὴν βοτάνην σεσησμένην , καὶ ἑνώσας κατάχεε ἐν θυίᾳ ψυχρὸν ὕδωρ
ὕδρας ὁ Ἴφικλος , καὶ ὁ Ἀσλκηπιὸς αὐτόθεν λαβὼν τὴν βοτάνην ἐπαμύνει αὐτῷ βεβλημένῳ , καὶ οὕτως ἰᾶται . .
3929107 συριγγα
ὃς μοίσᾳ λιγὺ πᾶξεν ἰοστεφάνῳ : ὃς μουσικῶς ἔπηξε τὴν σύριγγα . εἶπεν δὲ αὐτὴν ἕλκος , ἐπεὶ εἶδός τί
τὸ δρέπανον σημαῖνον τὴν ἐργασίαν , τῇ δὲ ἄλλῃ τὴν σύριγγα σημαίνουσαν τοὺς ἀνέμους . . . . Ἀπολλόδωρος δέ
3928743 κυανην
ὠχράν , μετρίως θερμόν . καί τινων ταύρων ἐθεασάμην χολὴν κυανῆν , ὑπεροπτηθείσης τῆς ξανθῆς , ἣν οὐκ ἠξίωσα βαλεῖν
μὲν γὰρ οἰδαίνεται , μετὰ δὲ οὐ πολὺ τὴν χροιὰν κυανῆν δείκνυσιν , ὀδυνᾶται περὶ τὴν καρδίαν , ὠγκωμένην ἔχει
3925625 μαιωτικου
μή , τοὐναντίον . Εὐήνωρ δὲ καὶ Εὐρυφῶν ἐπὶ δίφρου μαιωτικοῦ καθίσαντες τοῖς αὐτοῖς ὑπεθυμίασαν . ἅπερ ψευδῆ : καὶ
μὲν οὖν δύναιτο ἡ γυνὴ καθῆσθαι , καθίσαντες αὐτὴν ἐπὶ μαιωτικοῦ δίφρου , περιστείλαντες ἰσχυρῶς ἱματίοις , ὥστε μηδὲν ἄλλο
3925460 χελωνην
: ἔχεται δὲ ἄλλο ὄρος Κυλλήνης Χελυδόρεα , ἔνθα εὑρὼν χελώνην Ἑρμῆς ἐκδεῖραι τὸ θηρίον καὶ ἀπ ' αὐτῆς λέγεται
χρὴ πράττειν , τὸ ταύτης καὶ λαμβάνειν αἷμα : τὴν χελώνην τὸ μὲν πρῶτον ἐκβάλλειν δεῖ τῆς θαλάττης ἔξω ,
3925253 περιχανων
χαλκοῦ εὐσύνοπτός οἱ οὐκ ἔστι , καὶ διὰ ταῦτά τοι περιχανὼν καὶ λάβρως σπῶν τοῦ προειρημένου σιτίου καταπίνει τὸν δόλον
γένος , συμπαίζουσαν τῷ βασιλεῖ , νομίσας πολεμίαν , ἐσπάσατο περιχανὼν τὸν δεξιὸν τὸν ὦμον καὶ ταύτης σάρκας καὶ ὀστᾶ
3914370 πυραν
αὐτῷ : τὸν δὲ ἀναγαγόντα τὸν παῖδα ἐπὶ τὸ ὄρος πυρὰν νῆσαι καὶ ἐπιθεῖναι τὸν Ἰσαάκ . Σφάζειν δὲ μέλλοντα
ἐς Τροίαν ἢ ἐκ δασμοῦ λαβών , νήσαντες ἐς τὴν πυρὰν ἀθρόα παραχρῆμά τε καὶ ὅτε ὁ Νεοπτόλεμος ἐς Τροίαν
3911716 διαλαμπουσαν
Ἡ διάλεξις οἶδε μὲν τὴν βασιλέως ἀρετὴν καὶ λόγου χωρὶς διαλάμπουσαν , ὑφ ' ἡδονῆς δὲ κεκίνηται λέγειν ὅσα δίδωσιν
δραμών , ἑταίραν ἐξαίφνης κα - ταμαθὼν κάλλει καὶ χρυσῷ διαλάμπουσαν μύρου τε ὄζουσαν καὶ προσπαίζουσαν εὐφυῶς καὶ αἱμύλα φθεγγομένην
3906727 λυσασαν
λέγεται δὲ καὶ ἵππου τὰ οὖρα εἰ ἐπισχεθῇ , παρθένον λύσασαν ἣν φορεῖ ζώνην ἐὰν αὐτὸν παίῃ κατὰ τοῦ προσώπου
τὴν ἀλήθειαν διασαφῆσαι , καὶ θυμῷ τετολμηκότι τὴν καθυποκρινομένην ἐσθῆτα λύσασαν δεῖξαι πᾶσι τὸ τῆς φύσεως ἄρρεν , ῥῆξαί τε
3888507 ξηρανθεντος
αὐτὸ λεκάνην ἔμβαλε ὕδωρ πληρώσας τὴν λεκάνην , καὶ τούτου ξηρανθέντος πάλιν γέμισον δὶς καὶ τρὶς ξηράνας πάνυ , καὶ
τοῦ φλοιοῦ τῆς ῥίζης εἴτε χλωροῦ εἴτε ξηροῦ ἐν σκιᾷ ξηρανθέντος οὐγγίας η , μανδραγόρου ῥίζης φλοιοῦ οὐγγίας η ,
3886975 ἀπαγορευουσαν
οὐκ ὀλίγον ἔχουσαν διὰ τὰ πρῶτά οἱ συμβᾶντα , οὔτε ἀπαγορεύουσαν ἑώρων πάνυ παιδευομένην ταῖς μετριωτέραις κενώσεσι , καὶ ἐμοὶ
Τιτᾶνας περὶ τῆς ἀρχῆς ἐπολέμησεν καὶ ὅτι τὴν μητέρα Ῥέαν ἀπαγορεύουσαν αὐτοῦ τὸν γάμον ἐδίωκε , δρακαίνης δ ' αὐτῆς
3884193 ἐρριψεν
' ὁ τῆς Γαρμαθώνης ἀνὴρ αἰφνιδίως ἔνθεος γενόμενος , ἑαυτὸν ἔρριψεν εἰς ποταμὸν καλούμενον Αἴγυπτον , ὃς ἀπ ' αὐτοῦ
τῶν πατρῴων γάμων . Ὁ δὲ υἱὸς περικατάληπτος γενόμενος ἑαυτὸν ἔρριψεν εἰς ποταμὸν Ῥόμβον , ὃς ἀπ ' αὐτοῦ Ἕβρος
3866283 ἀγαθιδα
' ὧν ἔμελλεν εἰσπορεύεσθαι εἰς χωρίον ῥητὸν πρὸς τὸν τὴν ἀγαθίδα ἔχοντα . Ἦν δὲ προσυγκείμενον τῷ Τημένῳ πρὸς τὸν
, τῷ Ποσειδῶνι θῦσαι , καὶ ἀπιέναι ὀπίσω ἀνελίσσοντα τὴν ἀγαθίδα . Ὁ δὲ Θησεὺς λαβὼν τὴν Ἀριάδνην εἰς τὴν
3860957 διηθων
] καὶ ὁ τριπτὴρ εἶδος ὑλιστῆρος , ὁ τὰ τριβόμενα διηθῶν ἢν δέ τις ἀζαλέῃ : ἐὰν δέ τις ,
κείμενος , καὶ τὸ ἀπορρέον τοῦ σώματος ὑγρὸν εἰς κύστιν διηθῶν . ἥ γε μὴν κύστις κατὰ τὴν εὐρυχωρίαν τῶν
3859899 μελαινηι
] γὰρ ἢ δίβαμος [ ἔρχεται ; δίπους ] [ μελαίνηι ] δασκ [ ἦ καί ] ? τι πρὸς
τ ' εἰθεῖάπαντα : πολλάκις μὲν ἐκ κακῶν ἄνδρας ὀρθοῦσιν μελαίνηι κειμένους ἐπὶ χθονί , πολλάκις δ ' ἀνατρέπουσι καὶ
3850414 θριδακα
ὁ Κολοφώνιος ἐν βʹ Γλωσσῶν βρένθιν λέγεσθαί φησι παρὰ Κυπρίοις θρίδακα , οὗ ὁ Ἄδωνις καταφυγὼν ὑπὸ τοῦ κάπρου διεφθάρη
ἔστιν αὐτὴν λευκὴν καὶ εὐειδῆ γενέσθαι . ιδʹ . ὥστε θρίδακα ἔχειν ἐν ἑαυτῇ σέλινον καὶ εὔζωμον καὶ ὤκιμον καὶ
3848464 Πτῳου
τὸν υἱόν τε τοῦ Πτώου πατρὸς ἤτοι τοῦ Ἀπόλλωνος . Πτῴου τε : Πτῷος ὁ Ἀπόλλων , ἐπειδὴ μυθεύονται τῇ
Μῦν , περιστρωφώμενον πάντα τὰ χρηστήρια , καὶ ἐς τοῦ Πτῴου Ἀπόλλωνος τὸ τέμενος . Τοῦτο δὲ τὸ ἱρὸν καλέεται
3836683 χρυσοπαστον
ἤδη δὲ πέρας ἔχοντος τοῦ δράματος ἀποδυσάμενος ἕκαστος αὐτῶν τὴν χρυσόπαστον ἐκείνην ἐσθῆτα καὶ τὸ προσωπεῖον ἀποθέμενος καὶ καταβὰς ἀπὸ
διαδήματα ἔχοντας καὶ ξίφη ἐλεφαντόκωπα καὶ ἐπίσειστον κόμην καὶ χλαμύδα χρυσόπαστον , ἢν δέ , οἷα πολλὰ γίνεται , κενεμβατήσας
3836205 ζωσαν
ἥν , δόξασαν ἀποτεθνηκέναι , ἔθαψε πολυτελῶς . τυμβωρύχοι δὲ ζῶσαν εὑρόντες εἰς Ἰωνίαν ἐπώλησαν . τοῦτο γὰρ ἡμῖν ἐμήνυσε
τε δὲ οὐδὲ ἐβουλήθης εἰκόνα μοι τοῦτον μόνον τοῦ ἀνδρὸς ζῶσαν περιληφθέντα ἀφανίσαι : σὺ μέντοι , καὶ ὅτι μὲν
3831967 ἀνασπασας
ἀρετὰς παγίως ἐναρμόζεσθαι : μυρία τοίνυν καὶ αὐτόπρεμνα ῥίζαις αὐταῖς ἀνασπάσας κατέβαλε τὰς εἰς εὐκαρπίαν ἐκφύσεις - ἐστειρωμένα καὶ τοῖς
βαλὼν εἰς ἔλαιον ἕψε μέχρις οὗ τακερὸς γένηται , εἶτα ἀνασπάσας αὐτὸν ἐπίβαλε τῷ ἐλαίῳ ἀδάρκης λειοτάτης γο βʹ καὶ
3831243 ἐκαετο
δεξαμένη μεθύοντα τὸν Ἀλέξανδρον ἐπεὶ κατεκοίμισεν , ὁ μὲν λύχνος ἐκάετο , τὸ δὲ ξίφος αὐτοῦ ἐξήνεγκεν . ὡς δ
συνεχεῖς , καὶ τοῦτο μὲν ἡ κεφαλὴ καὶ τὰ ἐντὸς ἐκάετο , τοῦτο δ ' οἱ νεκροὶ πολλοὶ νύκτα καὶ
3808537 παρατεθεισαν
: τὸ γὰρ ζῷον ποιηθὲν ἐν τοῖς ἐντέροις , τὴν παρατεθεῖσαν νεαρὰν τροφὴν ἀναλῶσαν , ὕστερον αὐτῆς ἐφάπτεται τῶν στερεῶν
ὕδατι ἐκνιφθεὶς καὶ κουφισθεὶς ὁ στόμαχος , κρατεῖ εὐθέως τὴν παρατεθεῖσαν τροφήν . Πραΰνει δὲ ἀλγήματα καὶ δήξεις στομάχου ,
3801532 ἐκαυσε
γεγραμμένους εἶχον , ἃ δι ' εὐσέβειαν οὐκ ἄν τις ἔκαυσε . τὰ δὲ τῶν λοιπῶν πλοίων ἄφλαστά τις εἴποι
βασιλέων τριῶν . αʹ Σαβάκων , ὃς αἰχμάλωτον Βόχχωριν ἑλὼν ἔκαυσε ζῶντα , καὶ ἐβασίλευσεν ἔτη ηʹ . βʹ Σεβιχὼς
3794679 περιβαλων
καταπτάμενος δὲ ὄπισθεν αὐτοῦ ὁ Ζεὺς κούφως μάλα τοῖς ὄνυξι περιβαλὼν καὶ τῷ στόματι τὴν ἐπὶ τῇ κεφαλῇ τιάραν ἔχων
' αὐτὰ τυρῷ χλωρῷ καὶ λεκίθοις ᾠῶν καὶ ἐγκεφάλοις , περιβαλὼν συκῆς φύλλῳ εὐώδει , ζωμῷ ὀρνιθείῳ ἢ ἐριφείῳ ἔνεψε
3792453 τριχα
οἱ μὲν γλωσσογράφοι ταῖς θριξὶν ἀγαλλόμενε : κέρα γὰρ τὴν τρίχα λέγεσθαι . ὁ δὲ Ἀρίσταρχος κυρίως ἀκούει τὸ τοῦ
δεικνύμενος Αἰακόν τε ἄγων εἰς ἀκμὴν καὶ νεότητα δευτέραν καὶ τρίχα τὴν ταύτης , ἣν παρ ' Ὁμήρου λαβὼν ἡμῖν
3786554 περιεπιπτεν
μετὰ δὲ ταῦτα πολλῶν ἐπ ' αὐτὸν ἐπιφερομένων βελῶν πολλοῖς περιέπιπτεν ἐναντίοις τραύμασι . τέλος δὲ διὰ τῶν τραυμάτων αἵματος
λέγειν , ἣν ἀντίφασιν κακῶν ὑπε - λάμβανεν , ἑτέρᾳ περιέπιπτεν ἀντιφάσει χαλεπωτέρᾳ ταὐτὸν ἅμα ποιῶν μέγεθός τε καὶ οὐ
3785619 ἐπραϋνε
. παῖς δὲ ὁ ἐμὸς μαθὼν στασιαζούσας ταύτας κατεῖχε καὶ ἐπράϋνε καὶ ἡμέρου αὐτάς : ἤθελε γὰρ ὁ Ξέρξης εἰς
ἐκπληττομένων διακαρτερήσας ὁ δαιμόνιος εἰς δείλην ὀψίαν τὸν μὲν θεὸν ἐπράϋνε , τὸν δὲ κίνδυνον ἔλυσε , καὶ μετ '
3781114 διαγουσαν
ἡ Ἄρτεμις Αἰθοπία . οἱ δὲ ὅτι παρὰ τοῖς Αἰθίοψι διάγουσαν Ἀπόλλων ἤγαγεν αὐτήν , οἱ δὲ τὴν αὐτὴν τῇ
, καθέζεσθαι αὐτὴν κελεύειν ἐπὶ τῷ ἡμιέκτῳ , ὅτι μάλιστα διάγουσαν τὰ σκέλεα . Ἡ δὲ θεραπείη ἢν μὲν ἱκανή
3779620 ἠλειφον
μνημονεύει καὶ Ἱππῶναξ διὰ τούτων : βακκάρι δὲ τὰς ῥῖνας ἤλειφον : ἐσθ ' οἵη περ κρόκος . Ἀχαιὸς δ
οὐδὲ βαδίζειν δυναμένου ; κἀν τοῖς ἀλείμμασι καὶ λουτροῖς ἑαυτοὺς ἤλειφον , ἐπισκώπτοντος τοῦ Σκιπίωνος , ὡς αἱ ἡμίονοι ,
3771038 ἀτρωτον
νύ τι ῥωχμαί σάρκα διαρραίουσιν , ἀεὶ δ ' ἀγανῶπιν ἄτρωτον οἷά τε παρθενικῆς ἁπαλόχροος αἰνήσουσι . καιομένη ῥίνης δὲ
αὐτήν , ὅτε Ἰάσων μετὰ τῶν Τυρρηνῶν ἐμάχετο , μόνον ἄτρωτον γενέσθαι ἐν τῇ ναυμαχίᾳ : κατὰ δὲ Διὸς βούλησιν
3769867 παπυρον
δεῖ δὲ ἐφ ' ἑκάστῃ πόσει τοὺς δακτύλους χαλᾶν ἢ πάπυρον ἢ πτερὸν ἐμβάλλειν εἰς τὸ στόμα καὶ ἀναγκάζειν ἐμεῖν
καὶ ἵππους ποταμίους καὶ κροκοδείλους , περὶ τὰ χείλη δὲ πάπυρον : ὁρῶνται δὲ καὶ ἴβεις περὶ τὸν τόπον .
3756404 Φανον
οὖν διαφυγόντες ἔλεγον τοῦτο . Ἡ Φάνου θύρα : τὸν Φᾶνόν φασι δήμου ὀβολοστάτην εἶναι : ἄλλως δὲ τυφλόν ,
οὖν διαφυγόντες ἔλεγον τοῦτο . Ἡ Φάνου θύρα : τὸν Φᾶνόν φασι δήμου ὀβολοστάτην εἶναι : ἄλλως δὲ τυφλόν ,
3751382 νεωστι
ἄλλην . ἐνταῦθα οὖν ὁ ἐλέφας τῇ προβοσκίδι λαβόμενος τὴν νεωστὶ ἀφιγμένην ἄγει τῆς νεκροῦ πλησίον καὶ τοῖς κέρασιν ἀνορύξας
Εἰ μὲν ἐξαίφνης εἰσβάλλῃ ἡ νεφριτικὴ διάθεσις καὶ ὁ κάμνων νεωστὶ βεβρωκὼς εἴη καὶ τὰ σιτία παντελῶς ἄπε - πτα
3749274 φοινικην
ἐκεῖ γέροντες τῷ χρόνῳ κεκυφότες ὄλισθον εἶχον ἐμποδὼν πεπτωκότες καὶ φοινικῆν ἔβαπτε τὸ ξίφος τρίχα , ἣν εἶχε λευκὴν ὁ
φοινικίδας ] οἱονεὶ πυρρὰ παλλία . . . . ἢ φοινικῆν ἐσθῆτα τοῖς κεφαλαίοις ἐπέβαλε καὶ περιεκάλυψεν αὐτά . .
3734977 χωνευε
γράμμα αʹ , καὶ ἀργύρου πρωτείου ἀραιωθέντος γράμματα γʹ , χώνευε καὶ ποίει πέταλα , καὶ χρίσον τοῦ σιδήρου τοῦ
καὶ τῇ ἐμβαφείᾳ . Λαβὼν χαλκὸν λευκὸν μνᾶν μίαν , χώνευε : ἐπίπασον ἅλας λευκὸν μετὰ στυπτηρίας , ἴσον ,
3733676 σπαραξας
εὐεξαπάτητον γὰρ ἄνθρωπος δυστυχῶν . καταρρηξάμενος οὖν τὴν ἐσθῆτα καὶ σπαράξας τὰς τρίχας , τὸ στέρνον ἅμα παίων ἔλεγεν “
ἦν ἀκατάσχετος . Λαβὼν δὴ τὴν κόμην ὁ Ἁβροκόμης καὶ σπαράξας τὴν ἐσθῆτα φεῦ μοι τῶν κακῶν εἶπε , τί
3731082 σφραγιδα
μὲν χύτραν ἐπηλύγασεν , ἐννέα ἐμπλάσας σημεῖα , ὧν ἀφῄρει σφραγῖδα ἐφ ' ἡμέρας ἐννέα . καὶ τὴν ἐπὶ πάσαις
κρωβύλους , κεκρυφάλους . Εὔθυνος δ ' ἔχων σανδάλια καὶ σφραγῖδα καὶ μεμυρισμένος ἐλογίζετο τῶν πραγμάτων οὐκ οἶδ ' ὅ
3726284 ἑστιαται
. . . . . . . . ] : ἑστιᾶται ? ? [ ] δ ' ὑπὸ βούκερω ]
τοὺς προσιόντας , θανοῦσα δέ ἐστιν ἐδώδιμος ⋮ Ὁ πολύπους ἑστιᾶται μὲν καὶ ἄλλαις τροφαῖς : ἔστι γὰρ καὶ φαγεῖν
3721101 μνηστευσαι
, τῷ μετασχόντι τῆς ἁρπαγῆς , ὥστε , βουληθέντος αὐτοῦ μνηστεῦσαι κόρην τὴν Διὸς καὶ Δήμητρος , καὶ παρακαλοῦντος ἐπὶ
ἀφαιρουμένου , λέγεται τὸν Ἰάσονα Γλαύκης ἐρασθέντα τῆς Κρέοντος θυγατρὸς μνηστεῦσαι τὴν παρθένον . συγκαταθεμένου δὲ τοῦ πατρὸς καὶ τάξαντος
3711628 ἀτροφος
εἰ σύ γε πολλῶν εὐπορεῖς εὐπροσώπων ἀπολογιῶν , ἔγωγε μέντοι ἄτροφος οὐ μενῶ ” τοῦτον κατεθοινήσατο . ὁ μῦθος δηλοῖ
βρέφος , ἐπὶ πλεῖον δ ' ὁ ὀμφαλὸς βασανισθῇ : ἄτροφος γὰρ γίνεται † ὡς τοῦ τρέφοντος αἴτιος † .
3705448 ἑρμασιν
τέκνοις τὴν δαῖτα ἐκόμισεν , ἀλλὰ ταῖς ἐκείνου σπείραις περιπεσὼν ἕρμασιν ἔμελλεν οὐ μὰ Δί ' ἀπολεῖν , ἀλλ '
ναυσὶν , ἃς Ἀχιλλεὺς ἔχων ὅτε τὰς Τρωάδας ἐληίζετο πόλεις ἕρμασιν ὑφάλοις περιπεσούσας ἀπέβαλεν . ἐντυχὼν δὴ τοῖς εἰρημένοις Αἰνείας
3704999 συνοικιειν
ἑκουσίως αὐτῷ παραχωρῆσαι , ἐπαγγειλάμενος ἀντὶ ταύτης τῆς χάριτος αὐτῷ συνοικιεῖν τὴν ἰδίαν θυγατέρα Σωσάνην . δυσχερῶς δ ' αὐτοῦ
ἀδελφήν , ἧσπερ ἐξώρμας τότε ἕνεκα , σεαυτοῦ νυμφίωι καταξίωι συνοικιεῖν ποθεινὸν ἥκοντ ' οἴκαδε , ἐμοί τ ' ἔσεσθαι
3703428 χνοωδης
κινοῦσι τὴν αἴσθησιν . καὶ ὁ ἐλλέβορος λεπτὸς μὲν καὶ χνοώδης προσφερόμενος πνιγμὸν ἐπιφέρει , κριμνώδης δὲ ὢν οὐκέτι .
σώματι παντί , καὶ ὁ αἱματίτης λίθος ξηρὸς λειωθεὶς ὡς χνοώδης γενέσθαι ἰός τε καὶ κύανος καὶ ἡ τοῦ χαλκοῦ
3703060 ἐμοιχευεν
γυναῖκα Μίδας ὁ δοῦλος ἕξει , καὶ πάλαι δὲ αὐτὴν ἐμοίχευεν . Ὁ κατάρατος , ὃν ἐγὼ πειθόμενος αὐτῇ ἀφῆκα
ἔδοξέ τις ἄνδρα φίλον καὶ συνήθη , οὗ τὴν θυγατέρα ἐμοίχευεν , ἀποστεῖλαι αὐτῷ ἵππον , τὸν δὲ ἱπποκόμον δύο

Back