, εὐήτριον , εὔπλοκον : τὸ δὲ εὐήτριον Αἰσχύλος ἐν Δικτυουλκοῖς , εἰ καὶ μὴ ἐπὶ ἐσθῆτος , ἀλλ '
, ὀβρίκαλα τὰ τῶν λεόντων καὶ λύκων σκύμνια . Αἰσχύλος Δικτυουλκοῖς καὶ Ἀγαμέμνονι . ὀγκύλλεσθαι : τὸ καυχᾶσθαι . ὁδοῦ
5867044 ἐσιοντι
τῆς παρρησίας . Καίσαρι δ ' ἐς τὸ ἔσχατον βουλευτήριον ἐσιόντι , καθά μοι πρὸ βραχέος εἴρηται , τὰ αὐτὰ
καὶ ἀργύρεον , τῶν ὁ μὲν χρύσεος ἔκειτο ἐπὶ δεξιὰ ἐσιόντι ἐς τὸν νηόν , ὁ δὲ ἀργύρεος ἐπ '
5697819 μυθολογουμενων
Περὶ τῆς Ἀραβίας καὶ τῶν κατ ' αὐτὴν φυομένων καὶ μυθολογουμένων . Περὶ τῶν νήσων τῶν ἐν τῇ μεσημβρίᾳ κατὰ
τετελεκότες αὐτοῦ περιγράψομεν τὴν τρίτην βίβλον . Προοίμιον περὶ τῶν μυθολογουμένων παρὰ τοῖς ἱστοριογράφοις . Περὶ Διονύσου καὶ Πριάπου καὶ
5669665 ὀβρια
οὐκ ἔχων λόγους ἔχεις . ἀντεμμάσασθαι ἀρταμεῖν εὐστόχως κατηβολή λύσιμον ὄβρια οὐκ ἔστιν ἀνθρώποισι τοιοῦτος σκότος , οὐ χῶμα γαίας
ὀνομάζειν . τῶν δὲ ὑστρίχων καὶ τῶν τοιούτων τὰ ἔκγονα ὄβρια καλεῖται : καὶ μέμνηταί γε Εὐριπίδης ἐν Πελιάσι τοῦ
5607557 ὑστριχων
δορκάδας καὶ ζόρκας καὶ πρόκας εἰώθασιν ὀνομάζειν . τῶν δὲ ὑστρίχων καὶ τῶν τοιούτων τὰ ἔκγονα ὄβρια καλεῖται : καὶ
ἴκτισι ? καὶ [ ] νεβροῖς ? ? ? [ ὑστρίχων τ ' ὀβρίχοισι ? ? ? [ ] κοιμήσῃ
5509919 τραγικων
πρῶτα μὲν Σαννυρίων ἀπὸ τῶν τρυγῳδῶν , ἀπὸ δὲ τῶν τραγικῶν χορῶν Μέλητος , ἀπὸ δὲ τῶν κυκλίων Κινησίας .
. Κάστωρ δὲ ὁ συγγράψας τὰ χρονικὰ καὶ πολλοὶ τῶν τραγικῶν Ἰνάχου τὴν Ἰὼ λέγουσιν : Ἡσίοδος δὲ καὶ Ἀκουσίλαος
5502921 Δωριος
ἥρμοστο τῷ Πινδάρῳ ἡ λύρα . ἁρμονίαι δὲ πλείονες : Δώριος , Φρύγιος , Λύδιος . τὸ δὲ ἀπὸ δύναται
Περὶ κωμῳδίας . εὐλάχα : τὸ ἄροτρον παρὰ Θουκυδίδῃ . Δώριος δὲ ἡ λέξις . εὐνάς : ἰδίως Θουκυδίδης τὰ
5474363 εὐητριον
καὶ εὖ ἤσκητο , οὐκ ἐπειδὴ χιτῶνα ἠμφίεστο λεπτὸν καὶ εὐήτριον , ἀλλ ' ὅτι μὴ τὴν ψυχὴν ἀκόσμητον εἶχε
δὲ ἀπὸ τοῦ ἐν Κύμῃ χωρίου , τῆς Βλακείας . εὐήτριον . ἱμάτιον εὐϋφές . ἤτριον δὲ ἔνδυμα ὑμενῶδες .
5328222 ἰαμβων
ἀντιλέγειν . ἀκροασάμενος ] ἀκούων . τελευταῖος . . . ἰάμβων . καὶ μὴν ] ὡς ἐν συντόμῳ . μὴν
ἀνίη . Αἰσχρίων δ ' ὁ Σάμιος ἔν τινι τῶν ἰάμβων Ὕδνης φησὶ τῆς Σκύλλου τοῦ Σκιωναίου κατακολυμβητοῦ θυγατρὸς τὸν
5304165 ἐγχελεων
εἰκοῦς ] ⌈ τὰς ὁμοιότητας , ⌈ τοὺς τύπους . ἐγχέλεων ] δρᾶμα οὕτω καλούμενον . οὐ δρᾶμα ἦν ὀνομαζόμενον
ἐγχέλεων : ἀντὶ τοῦ “ τῶν λέξεων ” εἰπεῖν “ ἐγχέλεων ” εἶπε , παρόσον ἐν τοῖς Ἱππεῦσιν ἐμνήσθη τῶν
5244251 Αἰσχυλου
. [ τοῖς αὐτῶν πτεροῖς : Ὅλον τοῦτο ἐκ Μυρμιδόνων Αἰσχύλου . τὸ δὲ , οὐχ ὑπ ' ἄλλων ,
καὶ κεχηνότων . προσδοκῶν τὸν Αἰσχύλον : ἀντὶ τοῦ τὰς Αἰσχύλου τραγῳδίας . ὥσπερ καὶ ἡμεῖς ἔχοντες τὰ Αἰσχύλου Αἰσχύλον
5202759 ἀθετουμενων
προηθετοῦντο κτλ . . . σφῶν : ἐπίτηδες δὲ Ἀρίσταρχος ἀθετουμένων τῶν στίχων καὶ ἄνευ τοῦ ι εἴασε τὴν γραφὴν
αὐτὴ τὸν Ἄρεα ὡς παρθένος . πῶς οὖν διὰ τῶν ἀθετουμένων Ἡρακλεῖ συνοικεῖ ; . . Ε . ζ .
5192055 μαγαδις
' ὁ Χῖος ὡς περὶ αὐλῶν λέγει : Λυδός τε μάγαδις αὐλὸς ἡγείσθω βοῆς . καὶ Ἀρίσταρχος δὲ ὁ γραμματικός
ἐν δευτέρῳ περὶ ὀνομασιῶν λέγει οὕτως : ‚ ὁ δὲ μάγαδις καλούμενος αὐλός ‚ καὶ πάλιν μάγαδις ἐν ταὐτῷ ὀξὺν
5170243 Μυρωνιανος
ὅσαπερ ἔτη κατεκοιμήθη : καὶ γὰρ τοῦτό φησι Θεόπομπος . Μυρωνιανὸς δὲ ἐν Ὁμοίοις φησὶν ὅτι Κούρητα νέον αὐτὸν ἐκάλουν
τὴν ἐλευθερίαν , Ἀθηναίοις δὲ τὸ μετοίκιον . Τοῦτό φησι Μυρωνιανὸς ὁ Ἀμαστριανὸς ἐν τῷ πρώτῳ τῶν Ἱστορικῶν ὁμοίων κεφαλαίων
5151574 Ὀρνισιν
οὕτως παρ ' Εὐπόλιδι ἐν Ἀστρατεύτοιςπρόκειται δὲ τὸ μαρτύριον ἐν Ὄρνισιν Ἀριστοφάνους Τηρεὺς γὰρ εἶ σύ ; πότερον ὄρνις ἢ
τὸ πόλεμος αἴρεται πρὸς ἐμὲ καὶ θεοὺς παρὰ Ἀριστοφάνει ἐν Ὄρνισιν , ἀλλὰ καὶ παρ ' Εὐριπίδῃ : ἐγὼ δὲ
5151526 ἀστικα
, τάλαν ; οὐ μεμάθηκα ἀγροίκως φιλέειν , ἀλλ ' ἀστικὰ χείλεα θλίβειν . μὴ τύγε μευ κύσσῃς τὸ καλὸν
: ὄρειος γὰρ ἔγωγε καὶ τὰ κομψὰ ταῦτα ῥημάτια καὶ ἀστικὰ οὐ μεμάθηκα , ὦ Δίκη . πόθεν γὰρ ἐν
5139137 Φιλεψιος
. μύθους λέγει : Ἱστορίας πλάττει , μυθοπλαστεῖ . . Φιλέψιος καὶ οὗτος πένης ἦν , συντιθεὶς οὖν μύθους χαρίεντας
Φιλάμμων : Δημοσθένης ὑπὲρ Κτησιφῶντος Φιλάμμωνα τὸν Ἀθηναῖον πύκτην . Φιλέψιος : Δημοσθένης κατὰ Τιμοκράτους : Φιλεψίου μνημονεύουσιν οἱ τῆς
5126712 διθυραμβων
διθυράμβῳ , ἀντὶ τοῦ τὸν διθύραμβον προσλαβοῦσαι ; αἱ τῶν διθυράμβων χάριτες αἱ τῷ Διονύσῳ ᾀδόμεναι πόθεν ἐφάνησαν ; τοῦτο
καὶ κάτω γίγνοιτ ' ἄν . ἡγοῦμαι μὲν τοίνυν καὶ διθυράμβων εἶναι Πλάτωνα ποιητὴν ἄριστον : πῶς γὰρ οὔ ;
5122207 δικανικων
. ἔγραφε δὲ λόγους πανηγυρικοὺς καὶ συμβουλευτικούς : τῶν γὰρ δικανικῶν ἀπείχετο πλεονάκις διὰ τὸ δύο πάθη ἔχειν σωματικὰ ,
χρώμενοι τὸν κάλλιστον τῶν συμβουλευτικῶν λόγον καὶ τὸν κάλλιστον τῶν δικανικῶν καὶ τῶν πανηγυρικῶν , ἔτι γε μὴν καὶ ποίησιν
5110653 Καθολου
ἢ σχοίνου ἄνθους . ταῦτα γὰρ πρὸς εὐοσμίαν συμβάλλεται . Καθόλου δὲ ἐπὶ μὲν τοῦ πάνυ καλοῦ γεωργουμένου οἴνου συμφέρει
. Ἀμαραντῶν δὲ περισπωμένως , ὥς φησιν Ἡρωδιανὸς ἐν τῇ Καθόλου . ἔστι δὲ Ἀμαραντὸς πόλις ἐν Πόντῳ : ὡς
5106851 Φρυγιος
χειροήθης καὶ εἰς ὅτι νεύσειαν ἑτοίμως ὑπείκων καὶ ἀνεχόμενος . Φρύγιος δὲ χροιὰν μὲν ξανθὸς , βαθὺς δὲ τὸ ὑπαυχένιον
. Ὠκεανοῦ περίπλους . Περὶ ἱστορίης . Χαλδαϊκὸς λόγος . Φρύγιος λόγος . Περὶ πυρετοῦ καὶ τῶν ἀπὸ νόσου βησσόντων
5103119 Ἀρτεμων
νεόπλυτον εἴλυμα κακῆς ἀσπίδος , ἀρτοπώλισιν κἀθελοπόρνοισιν ὁμιλέων ὁ πονηρὸς Ἀρτέμων , κίβδηλον εὑρίσκων βίον , πολλὰ μὲν ἐν δουρὶ
γνώμην ἔχειν δοκοῦσαν χρησίμην τε εἰς τὸν βίον . : Ἀρτέμων δ ' ἐν τῷ πρώτῳ Περὶ Διονυσιακοῦ συστήματος Τιμόθεόν
5099505 σκολιων
τῶν ἐπὶ ξένης , τὸ δʹ περὶ πραγμάτων λαθραίων ἢ σκολιῶν , τὸ εʹ περὶ πραγματείας ἢ κακοπραγίας ἢ προσδοκίας
ὑπαρχόντων , ἀλλ ' ἔστιν ὧν , καὶ τούτων πλείστων σκολιῶν τε ἅμα καὶ περιφερῶν , ὥστε ἄλλην τινὰ μακρὰν
5095352 ἀκατονομαστως
τῆς αι διφθόγγου καὶ ποιητικὸν καὶ ἐπὶ κακῷ εἴρηται . ἀκατονομάστως δὲ τὸ δεύτερον εἶδος τῆς ποιότητος , δύναμις καὶ
: τετραχῶς γὰρ ἡ ποιότης κατηγορεῖται , παρωνύμως ὁμωνύμως ἑτερωνύμως ἀκατονομάστως . παρωνύμως μὲν ὡς ἀπὸ τῆς ποιότητος ποιοὶ ἀπὸ
5083380 Ἠδωνοις
τὰς ἐπιθυμίας Ἑστιαίου πρόχειρον καὶ ἔρωτα ἄλλοτε μὲν τῆς ἐν Ἠδωνοῖς πόλεως , τοτὲ δὲ εἶναι Δαρείου σύμβουλον , ἄλλοτε
Διονύσου : ἦσαν δὲ ποικίλοι καὶ ποδήρεις . Αἰσχύλος ἐν Ἠδωνοῖς : ὅστις χιτῶνας βασσάρας τε Λυδίας ἔχει ποδήρεις .
5074623 Ἀλκαιος
ἐπιγραμματογράφοι ποιηταὶ Σιμωνίδης ὁ παλαιός , οὗ Ἡρόδοτος μέμνηται , Ἀλκαῖος ὁ νέος , ὃς ἦν ἐπὶ * τοῦ *
τὸ ι , οἷον Θηβαῖος Θηβάος , ἀρχαῖος ἀρχάος , Ἀλκαῖος Ἀλκάος . . . ἀλκυών : παρὰ τὸ ἐν
5072222 Ὁμηροϲ
τελευταία ϲυλλαβή . ἡρωϊκὸν δὲ καλεῖται τὸ μέτρον , ἐπείπερ Ὅμηροϲ ὁ ποιητὴϲ τὰϲ τῶν ἡρώων πράξειϲ διεξιὼν τούτῳ κέχρηται
Ε . Ἀπὸ δὲ μητέρων οὐ ϲχηματίζει πατρωνυμικὸν εἶδοϲ ὁ Ὅμηροϲ , ἀλλ ' οἱ νεώτεροι . Κτητικὸν δέ ἐϲτι
5071524 Ῥινωνι
. στεφάνων δὲ εἴδη ἐκκύλιστος , ὥσπερ Ἀρχίππῳ εἴρηται ἐν Ῥίνωνι ἀπέρχεται στέφανον ἔχων τῶν ἐκκυλίστων : καὶ κυλιστὸν δὲ
ὡς Φρύνιχος ἐν Ἐφιάλτῃ , ἀργυροκοπεῖον , ὡς Αἰσχίνης ἐν Ῥίνωνι : ἀργυροκοπιστῆρας δὲ λόγων ἐν Τροφωνίῳ παίζει Κρατῖνος .
5069303 Φιλημων
πλουσίων , ἐπεὶ πλούσιός ποτε ἦν Τάνταλος , ὡς δηλοῖ Φιλήμων εἰπών : Κροίσῳ λαλῶ σοι καὶ Μίδᾳ καὶ Ταντάλῳ
, ἐγὼ λέγω καὶ τὰ ἑξῆς . οὕτω δὲ αὐτὸν Φιλήμων ἠγάπησεν ὡς τολμῆσαι περὶ αὐτοῦ τοιοῦτον εἰπεῖν [ .
5062965 κορακεων
Ἀχαιῶν , τοῦτο λέγων Ἀριστοφάνην εἰρηκέναι ἐν Λακωνικαῖς Γλώσσαις . κοράκεων δὲ σύκων εἶδος Ἕρμιππος ἐν Στρατιώταις παραδίδωσι διὰ τούτων
ἐγὼ πάρα . τῶν φιβάλεων μάλιστ ' ἂν ἢ τῶν κοράκεων . οἴμοι τάλας , δάκνει , δάκνει , ἀπεσθίει
5045938 Ἀλκμαν
Μάκαρς : ὁ μακάριος . Δᾶερ : ὁ ἀνδράδελφος . Ἀλκμάν : ὄνομα κύριον . Παιάν : εἶδος ᾠδῆς ,
: τὴν γὰρ αὐτὴν ἔχουσιν ὀρθὴν καὶ κλητικήν , οἷον Ἀλκμάν ὦ Ἀλκμάν , Φαίαξ ὦ Φαίαξ , μάκαρ ὦ
5044427 Ξαντριαις
δακρύων καὶ μὴ ἐκ πάθους τινὸς ἢ συμφορᾶς . Αἰσχύλος Ξαντρίαις . Κατάλογ . : Σίσυφος Δραπέτης . . .
. . . τὰς μέντοι λαμπάδας καὶ κάμακας εἴρηκεν ἐν Ξαντρίαις Αἰσχύλος : κάμακες πεύκης ˈ οἱ πυρίφλεκτοι ˈ .
5027409 Ἐπιχαρμος
Εὐριπίδης ἐν Σκίρωνι : ἢ προσπηγνύναι κράδαις ἐριναῖς . καὶ Ἐπίχαρμος ἐν Σφιγγί : ἀλλ ' οὐχ ὅμοιά γ '
τὸ ἐν Ἡλιάσιν Αἰσχύλου „ ἀφθονέστερον λίβα „ . καὶ Ἐπίχαρμος δὲ ἐν Πύρρᾳ ” εὐωνέστερον ” ἔφη . καὶ
5018448 κωμικη
τρεῖς δ ' εἰσὶ τῆς σκηνικῆς ποιήσεως ὀρχήσεις , τραγικὴ κωμικὴ σατυρική . ὁμοίως δὲ καὶ τῆς λυρικῆς ποιήσεως τρεῖς
δέ γε τὸ μισεῖν κοινότερον ἐπὶ τοῦ ἐχθραίνειν τεθὲν ἡ κωμικὴ σεμνότης ἐπὶ μίξεων ἔθετο ἀσέμνων . Ἀριστοφάνης γοῦν μισητίαν
5017435 Ἀρχιλοχοις
αὐτῷ τοῦτο γίνεται λαβεῖν . ὠμολίνου δὲ μέμνηται Κρατῖνος ἐν Ἀρχιλόχοις : ὠμολίνοις κόμη βρύους ' ἀτιμίας πλέως . Σαπφὼ
καὶ Ὅμηρος „ Ζεῦ ἄνα Δωδωναῖε „ . καὶ Κρατῖνος Ἀρχιλόχοις ” Δωδωναίῳ κυνὶ βωλοκόπῳ τίτθη γεράνῳ προσεοικώς ” .
4994423 πτωτικων
. οὐδὲ γὰρ ἡ σύνθεσις αὐτῶν , τῶν δὲ προεκκειμένων πτωτικῶν , οἷς παρείπετο ἀναβιβάζειν μὲν τὸν τόνον , εἰ
θεματικώτερον ἐκλίθησαν , οὐ δυναμένης τῆς ἐγώ κατὰ λόγον τῶν πτωτικῶν τὴν ἐμοῦ γενικὴν παραδέξασθαι , οὐδὲ μὴν τῆς ἐμοῦ
4986142 ἀκοντιαι
καλοῦνται καὶ ὀροφίαι . * φράζονται : λέγουσι , καλοῦσι ἀκοντίαι : οὕτως διατρέχοντες κατὰ τὰ ἀκόντια . ἄλλα δὲ
τε πολυστεφέας τε μυάγρους φράζονται , σὺν δ ' ὅσσοι ἀκοντίαι ἠδὲ μόλουροι ἠδ ' ἔτι που τυφλῶπες ἀπήμαντοι φορέονται
4984762 Πεντε
ματαίως ἐν δόξῃ γενόμενος . ιθʹ . Σκοπελιανῷ σοφιστῇ . Πέντε εἰσὶ σύμπαντες οἱ τοῦ λόγου χαρακτῆρες , ὁ φιλόσοφος
γὰρ μεταδιδοὺς τῷ πλησίον , λαμβάνει πολλαπλασίονα παρὰ Κυρίου . Πέντε ἔτη ἡλίευσα , παντὶ ἀνθρώπῳ ὃν ἑωράκειν μεταδιδούς ,
4980413 Γρηνικος
λαγόνων Ῥῆσός θ ' Ἑπτάπορός τε Κάρησός τε Ῥοδίος τε Γρήνικός τε καὶ Αἴσηπος δῖός τε Σκάμανδρος καὶ Σιμόεις ,
Ῥῆσός θ ' Ἑπτάπορός τε Κάρησός τε Ῥοδίος τε , Γρήνικός τε καὶ Αἴσηπος δῖός τε Σκάμανδρος καὶ Σιμόεις ,
4979606 Ἀλκμανος
γενικὴν καὶ φυλάττουσι τὸ α πανταχοῦ μακρόν , οἷον Ἀλκμάν Ἀλκμᾶνος , Τιτάν Τιτᾶνος , παιάν παιᾶνος , Πάν Πανός
Καὶ γένηται τοῖσδε σάμερον κοπίς . Τὰ Στησιχόρου τε καὶ Ἀλκμᾶνος Σιμωνίδου τ ' ἀρχαῖον ἀείδειν : ὁ δὲ Γνήσιππος
4977769 Στρατιωταις
δὲ καὶ αἱ Χῖαι κύλικες , ὧν μνημονεύει Ἕρμιππος ἐν Στρατιώταις : Χία δὲ κύλιξ ὑψοῦ κρέμαται περὶ πασσαλόφιν .
ἐν Λακωνικαῖς Γλώσσαις . κοράκεων δὲ σύκων εἶδος Ἕρμιππος ἐν Στρατιώταις παραδίδωσι διὰ τούτων : τῶν φιβάλεων μάλιστ ' ἂν
4974320 μεσῳδικα
ἀντιστρόφῳ , ἐπῳδῷ : ἅτινα ἐλέγοντο προῳδικὰ καὶ ἐπῳδικὰ καὶ μεσῳδικὰ καὶ παλινῳδικά . . Πινδάρου λυρικοῦ Ὀλυμπιονῖκαι . Ἐπειδὴ
ἀντιστροφῇ , ἐπῳδῷ : ἅτινα ἐλέγετο προῳδικά , ἐπῳδικά , μεσῳδικὰ καὶ παλινῳδικά . Σύγκειται δὲ τὸ πρῶτον τουτὶ ᾆσμα
4966453 κυπαρισσος
σ καταλήγουσαν , διὰ τοῦ ι γράφονται : οἷον , κυπάρισσος : νάρκισσος : Μέλισσος : Κύρμισσος : Πόλισσος :
γένηται . χαίρει δὲ μᾶλλον καθύγροις καὶ σκεπηνοῖς τόποις . κυπάρισσος δὲ ὁ ἄρρην ἄγονός ἐστιν . Μυρσίνη παῖς ἦν
4963972 διφροι
+ * . . Ἀνεκυμβαλίαζον : ἀνεκρότουν ἢ ἀνετρέποντο : δίφροι δ ' ἀνεκυμβαλίαζον , . + . . .
ἦν καὶ πεποίκιλτο χρυσοῖς ἀγάλμασιν , οἱ δὲ τῶν ἄλλων δίφροι χαλκοῖ μέν , ἄσημοι δὲ ἦσαν , ὑψηλοὶ δὲ
4961615 Τηλεκλειδου
ἡ τραγῳδία καὶ ἡ κωμῳδία . μάθοις δ ' ἂν Τηλεκλείδου λέγοντος ὧδε : „ τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων
γὰρ ἐς τὴν χλαμύδα κατεθέμην ποτέ καὶ τὸν πέτασον . Τηλεκλείδου δ ' ἐν Ἀμφικτύοσιν εἰπόντος δουλοπό - νηρον ῥυπαρὸν
4952173 Βατος
δὲ εἰπεῖν ὅτι ὡς ἄνθη με εἶχε . Νίταρος καὶ Βάτος ἄνδρες ἦσαν θηλυπρεπεῖς καὶ ὡραῖοι : παρῄκαζεν οὖν αὐτὴν
δὲ πεποιημένη ἡ λέξις , . , . , . Βάτος : ἡ ἄκανθα : εἴρηται δὲ κατὰ ἀντίφρασιν ,
4922133 Διονυσαλεξανδρῳ
: ἀράσαντο δὲ πάμπαν ἐσλὰ τῷ γαμβρῷ . Κρατῖνος ἐν Διονυσαλεξάνδρῳ : στολὴν δὲ δὴ τίν ' εἶχεν ; τοῦτό
. * . Ἄνηστις : ὁ ἄσιτος : Κρατῖνος ἐν Διονυσαλεξάνδρῳ : φοιτᾷς ἐπὶ δεῖπνον ἄνηστις : καὶ Αἰσχύλος ἐν
4921054 σινδων
ἀνέμων [ ποτὶ τέκνα ] τε καὶ φιλίας ἀλόχους : σινδὼν δὲ πρότονον ? ἐπὶ μέσον πελάζει . τὰ μὲν
† εἶσι κάμακος † γλώσσημα † διπλάσιον † λεπτὸς δὲ σινδὼν ἀμφιβαλλέσθω χροΐ ἀθήρ οὐδὲν ] ? εἰ μὴ πατέρ
4915849 Τελεστης
ἀγλαᾶν ὠκύτατι χειρῶν . κομψῶς δὲ κἀν τῷ Ἀσκληπιῷ ὁ Τελέστης ἐδήλωσε τὴν τῶν αὐλῶν χρείαν ἐν τούτοις : ἢ
οἱ ἐπισημότατοι διθυραμβοποιοί , Φιλόξενος Κυθήριος , Τιμόθεος Μιλήσιος , Τελέστης Σελινούντιος , Πολύειδος , ὃς καὶ ζωγραφικῆς καὶ μουσικῆς
4912214 αἰσθατων
ἁ δὲ δόξα τῶν δοξαστῶν , ἁ δὲ αἴσθασις τῶν αἰσθατῶν : διόπερ ὦν δεῖ μεταβαίνεν ἀπὸ μὲν τῶν αἰσθατῶν
τῶν αἰσθατῶν : διόπερ ὦν δεῖ μεταβαίνεν ἀπὸ μὲν τῶν αἰσθατῶν ἐπὶ τὰ δοξαστὰ τὰν διάνοιαν , ἀπὸ δὲ τῶν
4910702 θεριστων
ὧν καὶ τὰς ᾠδὰς αὐτὰς καλοῦσιν , οὕτω καὶ τῶν θεριστῶν ᾠδὴ Λιτυέρσας . θέασαι , φησί , καὶ ταύτην
ὧν καὶ τὰς ᾠδὰς αὐτὰς καλοῦσιν , οὕτω καὶ τῶν θεριστῶν ᾠδὴ Λυτιέρσης . . : Ἀγρεὺς ὁ Πᾶν παρὰ
4904280 ἐπιπολαζοντων
δὲ καὶ ἀτόλμους παρίστησιν . Εἰ δέ τι τῶν μὴ ἐπιπολαζόντων ἀλλὰ σπανίων ἢ ἐν Λιβύῃ ἢ παρ ' Ὠκεανῷ
δὲ ἐν τοῖς Θαυμασίοις ἐν τῶι ἀγῶνι τῶν Ὀλυμπίων πολλῶν ἐπιπολαζόντων ἰκτίνων ἐν τῆι πανηγύρει καὶ διασυριζόντων τὰ διαφερόμενα κρέα
4902223 χορικα
τῶν χορευτῶν οὐκ ἐχόντων τὰς τροφὰς ὑπεξηιρέθη τῆς κωμωιδίας τὰ χορικὰ μέλη καὶ τῶν ὑποθέσεων ὁ τύπος μετεβλήθη . σκοποῦ
δὲ τὸ πρόσωπον ἐφ ' ἑαυτοῦ ὁ ποιητὴς καταλιπὼν τὰ χορικὰ πρόσωπα : μετοχαῖς γὰρ ἀρσενικαῖς κέχρηται . τὸ δὲ
4881706 Σοφοι
ἀλλὰ ζῶον ὑπόπτερον μελίσσῃ ἐοικὸς , ὥς φησιν Ἀριστοτέλης . Σοφοὶ τύραννοι τῶν σοφῶν συνουσίᾳ : τοῦτο Σοφοκλέους ἐστὶν ἐξ
δὲ ταῦτα ἃ ἐπίστανται πότερον ἀμαθεῖς εἰσιν ἢ σοφοί ; Σοφοὶ μὲν οὖν αὐτά γε ταῦτα , ἐξαπατᾶν . Ἔχε
4879881 εἰκους
πόδ ' εἶχον , τῶιδ ' ἂν εὐστόχωι πτερῶι ἀπόλαυσιν εἰκοῦς ἔθανες ἂν Διὸς κόρης . τί δ ' ,
εἰς Ὑπέρβολον . ἐρείδουσιν ] τὰ ποιήματα αὐτῶν . τὰς εἰκοῦς τῶν ἐγχέλεων : ἀντὶ τοῦ “ τῶν λέξεων ”
4875188 Ἀριστοφανους
τῷ Διομήδει τὸν Διομήδην ὦ Διομήδη , ὁ Ἀριστοφάνης τοῦ Ἀριστοφάνους τῷ Ἀριστοφάνει τὸν Ἀριστοφάνην ὦ Ἀριστοφάνη : ἐπὶ δὲ
ἡ δὲ μέση διάφορός ἐστι πρὸς ταύτην . ἐπὶ τῶν Ἀριστοφάνους καὶ Κρατίνου καὶ Εὐπόλιδος χρόνων τὰ τῆς δημοκρατίας ἐκράτει
4873899 δεκανων
, ιθʹ , καʹ , λʹ . Τῶν δὲ τριῶν δεκανῶν αὐτοῦ ὁ μὲν αʹ κέκληται Θοσόλβ , ὁ δὲ
, κʹ , κϚʹ , λʹ . Τῶν δὲ τριῶν δεκανῶν αὐτοῦ ὁ μὲν πρῶτος καλεῖται Χάρ , ὁ δὲ
4869614 ὀφθαλμικων
ὧδέ πωϲ ἔχουϲαν : Τῶν καθ ' ἡμᾶϲ δέ τιϲ ὀφθαλμικῶν Ἰοῦϲτοϲ ὄνομα καὶ διὰ καταϲείϲεωϲ τῆϲ κεφαλῆϲ πολλοὺϲ τῶν
χρείας . ἡ Ἐρασιστράτου πάγχρηστος ὑγρά , θαυμαστὴ ἐπί τε ὀφθαλμικῶν καὶ παρισθμίων αἰδοίων τε καὶ ὤτων πυορροούντων . χαλκοῦ
4867896 ποιητηϲ
τῶν τέωϲ αὐτὴν ἐμποδιζόντων οὐκέτ ' ὄντων . ὁ δὲ ποιητὴϲ γράψαϲ βίβλουϲ Νεχεψὼϲ οὕτωϲ περὶ αὐτοῦ φηϲιν : “
. ἡρωϊκὸν δὲ καλεῖται τὸ μέτρον , ἐπείπερ Ὅμηροϲ ὁ ποιητὴϲ τὰϲ τῶν ἡρώων πράξειϲ διεξιὼν τούτῳ κέχρηται τῷ μέτρῳ
4864841 ὑπηνητης
, καὶ τὸ ἰούλοις ὑποσκιαζόμενος ἤδη , καὶ τὸ πρῶτος ὑπηνήτης . Ὤ . θαυμαστικόν . τῆς παρελθούσης κτλ .
ἦν παρώνυμον ἀπὸ τοῦ αἰχμή , ὤφειλε βαρύνεσθαι ὥσπερ ὑπήνη ὑπηνήτης , κώμη , ἡ πόλις , κωμήτης , κορύνη
4863000 προσῳδιων
φησὶ Πτολεμαῖος ὁ Ἀσκαλωνίτης ἐν δευτέρᾳ Περὶ τῶν ἐν Ὀδυσσείᾳ προσῳδιῶν . τὸ μὲν γὰρ βαρυτονούμενον , φησίν , ὄνομα
στοιχεῖον κοινὸν εἶναι λέγειν : ἐπιδεκτικὸν γάρ ἐστι τῶν τεσσάρων προσῳδιῶν , βαρύτητος ὀξύτητος ψιλότητος δασύτητος . ἢ εἴπερ οὐχ
4861296 ῥυθμων
τὴν διάνοιαν καθεστῶτας , παραφόρους δὲ κατανοήσεις . Ἔτι τῶν ῥυθμῶν οἱ μὲν ταχυτέρας ποιούμενοι τὰς ἀγωγὰς θερμοί τέ εἰσι
τούτων παραιτοῦμαι μηδένα δυσχερᾶναι τῇ λεπτολογίᾳ : τὸν γὰρ περὶ ῥυθμῶν τι λέξοντα καὶ ταῦτα τῶν κεκαλλωπισμένων ἀνάγκη πλείονι τῇ
4841778 μαινηται
' ὡς ὅτ ' Ἄρης ἐγχέσπαλος ἢ ὀλοὸν πῦρ οὔρεσι μαίνηται , βαθέης ἐν τάρφεσιν ὕλης . αὐαλέοισι : ξηροῖς
' ὡς ὅτ ' Ἄρης ἐγχέσπαλος ἢ ὀλοὸν πῦρ οὔρεσι μαίνηται , βαθέης ἐν τάρφεσιν ὕλης : . Ο :
4841352 Θετταλικοι
τινες θρανία καλοῦσιν . Σκολύθρια , ἅπερ ἐστὶ μικροὶ τρίποδες Θετταλικοὶ δίφροι : τὸ δὲ ὄνομα καὶ ἐν Εὐθυδήμῳ Πλάτωνος
αὐτὰς κεῖσθαι . Θετταλικὴ ἔνθεσις : ἡ μεγάλη τροφή . Θετταλικοὶ δίφροι : διάφοροι , τουτέστι διαφέροντες τῷ κάλλει πρὸς
4840651 τετμημενος
προσκυνῶν σου τὸν στόλον : ἄλλος δὲ νεκρὸς καὶ πόδας τετμημένος λελησμένος προὔκειτο τῶν ἱππασμάτων : ἄλλος δὲ τὴν ἄναλτον
ἐνίοτε τοὺς ὀδόντας ὑπὸ τῆς ἡδονῆς . Ἀντιφάνης : πουλύπους τετμημένος ἐν βατάνοισιν ἑφθὸς ἐν τετμημένοις . ἀλλαχοῦ δὲ πατάνειον
4832259 καταληγουσιν
ταχύ καὶ ὦ βραδύ : ταῦτα γὰρ εἰς τὸ υ καταλήγουσιν καὶ οὐ περισπῶνται , ἀλλ ' οὐκ ἔχουσι τὸ
αἱ μὲν εἰς ὀστέα τὴν ἀποτελευτὴν ποιοῦνται , αἱ δὲ καταλήγουσιν εἰς μῦν ἢ νεῦρον ἢ φλέβα ἢ ἀρτηρίαν ἢ
4828243 Εὐπολις
Φερεκράτης . τὸ δὲ γλύφειν Κρατῖνος , καὶ τὸ γλύμμα Εὔπολις . δακτύλιος δακτυλίδιον : καὶ τοῦ δακτυλίου τὸ μέν
σιπύα , ἔστι δὲ πολλάκις παρὰ τοῖς ἀρχαίοις κωμικοῖς : Εὔπολις Χρυσῷ γένει , Ἀριστοφάνης Τελμησεῦσιν . Σιτηρέσιον : τὸ
4827109 ἀναδιπλωσις
ἐς τὴν παρεξειρεσίαν καὶ ἀπέβαλε τὴν ἀσπίδα . † Καὶ ἀναδίπλωσις δέ που εἰργάσατο μέγεθος , ὡς Ἡρόδοτος δράκοντες δέ
τινὸς λόγου , ἢ πλειόνων λέξεων ἐπαναλαμβανομένων , ὃ καὶ ἀναδίπλωσις καλεῖται , οἷόν ἐστι τοῦ δ ' ἐγὼ ἀντίος
4823861 Ἀσιῳ
καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν Θρᾳκῶν . ἔστι δὲ καὶ τῷ Ἀσίῳ ὁμώνυμος ἕτερος παρὰ τῷ ποιητῇ Ἄσιος ” ὃς μήτρως
ἀδελφὸν μήτρωα καλοῦσιν . φησὶν οὖν ἐν τῇ Ἰλιάδι : Ἀσίῳ , ὃς μήτρως ἦν Ἕκτορος ἱπποδάμοιο , αὐτοκασίγνητος Ἑκάβης
4819176 βαθεης
. Ῥήτρης εὐρυνόοιο [ ] διαμπερὲς ἔμπλεος ἦσθα , ὦ βαθέης σοφίης πολυήρατον εὖχος ἐρώτων , Μουσάων θεράπων καὶ Ἄρεος
' ἀγχιστῖναι ἐπ ' ἀλλήλῃσι κέχυνται , αὐτὰρ ὃ ἐμμεμαὼς βαθέης ἐξάλλεται αὐλῆς : ὣς μεμαὼς Τρώεσσι μίγη κρατερὸς Διομήδης
4813253 μετοχικων
Μαχάων Μαχάονος : τὸ δὲ Ὑψίζων Ὑψίζοντος τῷ λόγῳ τῶν μετοχικῶν διὰ τοῦ ντ ἐκλίθη : τὸ ὀλίζων ὀλίζονος διὰ
Ἀττικοῖς ] τῇ γενικῇ τῶν πληθυντικῶν τῶν ⌈ μετοχῶν [ μετοχικῶν ὀνομάτων ] χρῆσθαι ἀντὶ ⌈ τρίτων προσώπων τῶν δυϊκῶν
4808569 λυχνουχος
δευτέρῳ . . , : Ἐκαλεῖτο δὲ καὶ λαμπτὴρ ὁ λυχνοῦχος . Ἐν γοῦν τῷ δευτέρῳ τῶν Φιλίστου βιβλίων εἴρηται
Αἴσωπος . λυχνίον : οἱ ἀμαθεῖς λυχνίαν αὐτὸ καλοῦσιν . λυχνοῦχος , λαμπτήρ , φανός διαφέρει . λυχνοῦχος μέν ἐστι
4807909 Ἀτλαγενεων
. Καὶ περαιτέρω τούτων . Ἡσίοδος δὲ , τοῦ Πληϊάδων Ἀτλαγενέων ἐπιτελλομενάων ἀπάρχεται , καὶ ὁμοίως Ὁμήρῳ προβαίνει , μέχρι
ἰδίων ποιημάτων εἰπεῖν . Ἡσίοδος οὖν ἔφη πρῶτος : Πληιάδων Ἀτλαγενέων ἐπιτελλομενάων ἄρχεσθ ' ἀμήτου , ἀρότοιό τε δυσομενάων :
4806491 Ὑπομνηματι
καὶ παρὰ Φρυνίχῳ ἴδριδες . οὕτως εὗρον [ σχόλιον ἐν Ὑπομνήματι Ἰλιάδος ] , . , . . . Ἀϊδρεία
' αὐτοῦ τὸ ὄρος Ἄτλας ἐκλήθη . οὕτως Λυκόφρονος ἐν Ὑπομνήματι . σημαίνει δὲ καὶ τὸν θεόν , οἷον :
4804045 Νικανδρος
γίνεσθαι περὶ τὰ ἀγάλματα . ἄκμηνοι : ἄφαγοι . καὶ Νίκανδρος : ἄκμηνοι σίτων . τὸ ἑξῆς : παρ '
ἐπισπᾶται , Ἐπικλῆς δὲ ἐκπιέζηται καὶ ἐκθλίβηται , ὡς καὶ Νίκανδρος ἐξηγεῖται . | ἀναλελάφθαι : ἀνειλῆφθαι . ἅλις :
4802846 Εὐπολιδος
ὑψηλοφρονεῖν ὑπερφρονεῖν , ὑπερορᾶν , τερατεύεσθαι : ἐν δ ' Εὐπόλιδος Δήμοις ἔστι καὶ τὸ καυχήσασθαι . ὧν τὰ πράγματα
πατέρα , ἀλλὰ κατὰ τὴν μητέρα καὶ τῶν Ἀπολλοδώρου τοῦ Εὐπόλιδος ὑέος τὸ μέρος εἴληφε : καὶ τῶνδε ἐξῆν αὐτῷ
4802328 Ὠρος
, ] : . . . Αἰγυπτιστὶ δὲ Ἀπόλλων μὲν Ὦρος , Δημήτηρ δὲ Ἶσις , Ἄρτεμις δὲ Βούβαστις .
ξῖρις : ἐξ οὗ καὶ τὰ ξιρία . ὁ μέντοι Ὦρος ἐν τῇ οἰκείᾳ Ὀρθογραφίᾳ διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφει
4797380 πασταδων
προπαροξύνεται ἐν τῇ καθόλου [ . , ] : κεδρωτὰ παστάδων : τὰ ἐκ κέδρου ξύλα . παστάδων δὲ τῶν
οὖν φησιν , ὡς ὑπερπεπηδηκὼς τῶν ἔσω τινὰς οἴκων . παστάδων γὰρ τῶν θαλάμων . Αἰσχίνης δὲ τὴν ὑπέρ ἀντὶ
4797325 Στραττις
ἀπὸ δὲ τῶν κοπρίων παρὰ τοῖς πλείστοις οἱ βολεῶνες . Στράττις ἐν τῷ Φιλοκτήτῃ φησὶν οὐδ ' ἐν κοπρίᾳ θησαυρὸν
κέστραν , σπανίως δὲ τῷ τῆς σφυραίνης ὀνόματι ἐχρήσαντο . Στράττις : ἡ σφύραινα δ ' ἐστὶ τίς ; κέστραν
4797111 Κρατης
καλεῖσθαι τὸν ἐκ τῆς συγκομιδῆς πρῶτον γινόμενον ἄρτον . : Κράτης δ ' ἐν δευτέρᾳ Ἀττικῆς διαλέκτου γράφει οὕτως :
αἰδήμων δὲ ὡς πρὸς τὴν Κυνικὴν ἀναισχυντίαν . ὅθεν ὁ Κράτης βουλόμενος αὐτὸν καὶ τούτου θεραπεῦσαι δίδωσι χύτραν φακῆς διὰ
4791825 Ματρων
ὠνόμασεν Ἀντίδοτος ἐν Μεμψιμοίρῳ . ΣΙΤΕΥΤΩΝ δὲ ὀρνίθων μὲν μνημονεύει Μάτρων ἐν ταῖς Παρῳδίαις οὕτως : ὣς ἔφαθ ' :
χορεύειν οὐ θέλοντας . Ἀττικὸν δὲ δεῖπνον οὐκ ἀχαρίστως διαγράφει Μάτρων ὁ παρῳδὸς λέγων : δεῖπνα μοι ἔννεπε , Μοῦσα
4791333 Ὁμοιοις
κατ ' αὐτῶν . μνημονεύει τοῦ ἐκπώματος καὶ Ἀντιφάνης ἐν Ὁμοίοις οὕτως : ὡς δ ' ἐδείπνησαν καὶ Διὸς σωτῆρος
' Ἀντιπάτρου πεμφθὲν μὴ προσέσθαι , ὥς φησι Μυρωνιανὸς ἐν Ὁμοίοις . καὶ χρυσῷ στεφάνῳ τιμηθέντα ἐπάθλῳ πολυποσίας τοῖς Χουσὶ
4788611 συλληπτικως
τῷ τείχει . . . . ? ἡ διπλῆ ὅτι συλληπτικῶς εἴρηκε βεβλήατο ἐπὶ τῶν οὐτασμένων . . τὰς γὰρ
γὰρ καὶ δαιτὸς ἀκουάζεσθον ἐμεῖο : ἡ διπλῆ , ὅτι συλληπτικῶς τὸ τῷ Ὀδυσσεῖ συμβεβηκὸς καὶ ἐπὶ τοῦ Μενεσθέως κεκοινοποίηκεν
4788390 πιθηκων
ἀξίων λόγου δι ' οὐθένειαν κατεφρόνησα , σχολῇ ἂν ἐπιμνησθείην πιθήκων οὐκ αἰσχίστων μόνον καὶ εἰδεχθῶν , ἀλλὰ καὶ στυγητῶν
ἢ Ἀφροδίτης τῶν ἐκθειαζομένων , οἷον κυνῶν ἢ αἰλούρων ἢ πιθήκων ἢ τῶν τοιούτων , Ἑρμοῦ δὲ τῶν εἰς χρείαν
4787554 ὑπητρια
δὴ ὑπογάστρι ' , ὦ Δάματερ . ἐν δὲ Σειρῆσιν ὑπήτρια καλεῖ τὰ ὑπογάστρια λέγων οὕτως : θύννων τε λευκὰ
τὴν ἱερὰν σφάττουσιν ἡμῶν δέλφακα . Θύννων τε λευκῶν Σικελικῶν ὑπήτρια . Αὐλεῖ γὰρ σαπρὰ αὕτη γε κρούμαθ ' οἷα
4786687 ἀντιγραφων
παραλλαγῆς ἅπαν ἐνίοτε τὸ νόημα ἐξαλλάττουσαν καὶ ἐν πολλοῖς τῶν ἀντιγράφων ἤδη τοῦτο πεπονθυῖαν ἅπασαν ἑξῆς ἐδοκιμάσαμεν παραθέσθαι πρὸς διάγνωσιν
τοῦτο ” χοᾶς “ . ἐπεὶ δὲ ἔν τισι τῶν ἀντιγράφων εὕρηται ” χόας “ , δηλονότι ἀπὸ τοῦ ”
4784268 ἱστορουμενων
ἐν οἷς τι σημεῖον εὕρισκον ἢ τῶν περὶ τὸν Διόνυσον ἱστορουμένων ἢ τῶν περὶ τὸν Ἡρακλέα . κἀνταῦθα δὴ τοὺς
θεὸς δὲ συνεφάψαιτο τῇ προαιρέσει . Ἐκ τῶν σποράδην γὰρ ἱστορουμένων τισίν ἐν ἐπιτομῇ σοι γέγραφα τὰς ἀποικίας κτίσεις τε
4779119 Βακχυλιδης
ος ποιοῦσι τὴν γενικὴν καὶ φυλάττουσι τὸ ω , οἷον Βακχυλίδης Βάκχων Βάκχωνος , Σιμωνίδης Σίμων Σίμωνος , Μιτυληναῖος Μίτων
Κόρινθον διὰ τὸ ἀρχὴν ἢ τέλος εἶναι τῆς Πελοποννήσου . Βακχυλίδης : ὦ Πέλοπος λιπαρᾶς νάσου θεόδματοι πύλαι . ἢ
4777490 ἰψ
. Τὰ εἰς Ψ μονοσύλλαβα ὀξύνεται : κνάψ μάψ φλέψ ἴψ λίψ Νίψ καὶ κνίψ . Τὰ εἰς ΩΣ ἀρσενικὰ
ὄνομα : κατασκευάζει γὰρ αὐτὸ οὕτως : [ ἔστιν ] ἴψ ζῷον [ ἐσθίον τὰ ξύλα καὶ ] κλίνεται ἰπός
4774183 τεττιγων
τὼ πόδ ' ἐναλλάξ . ἀρχαῖά γε καὶ Διπολιώδη καὶ τεττίγων ἀνάμεστα καὶ Κηκείδου καὶ Βουφονίων . ἀλλ ' οὖν
πολὺς χρόνος ἐπειδὴ χιτῶνάς τε λινοῦς ἐπαύσαντο φοροῦντες καὶ χρυσῶν τεττίγων ἐνέρσει κρωβύλον ἀναδούμενοι τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ τριχῶν :
4771461 Ἱππευσι
Ἀνδροτίων ἐν γʹ Ἀττικῶν . αὐτοῦ μέμνηται ὁ κωμικὸς ἐν Ἱππεῦσι καὶ Νεφέλαις καὶ Βαβυλωνίοις , Εὔπολις Ἀστρατεύτοις . ὁ
ὥσπερ χρυσίου φωνῆς ἀπότισον , Πυργόθεμι , καταλλαγήν . Ἀντιφάνης Ἱππεῦσι : πῶς οὖν διαιτώμεσθα ; τὸ μὲν ἐφίππιον στρῶμ
4769154 ἀφυαι
Ἀφύας καλουμένας τὸν αὐτὸν τρόπον ἐκαλέσατε . ἑταιρῶν ἐπωνυμίαι αἱ ἀφύαι , περὶ ὧν ὁ προειρημένος Ἀπολλόδωρός φησι : Σταγόνιον
θύρας ἑστῶσα ἐφθειρίζετο . . . . Ἑταιρῶν ἐπωνυμία αἱ ἀφύαι : περὶ ὧν ὁ προειρημένος Ἀπολλόδωρος φησίν : Σταγόνιον
4768551 παρωνυμων
ὥσπερ τεχνικοῖς γράφει λόγοις . οὐ τυγχάνει γὰρ τοῦτο τῶν παρωνύμων , ἐκ ῥήματος δὲ τυγχάνει παρηγμένον , ὡς ἀλλαχοῦ
. ὡσαύτως δὲ καὶ ἐκ πλειόνων . λαμβανομένων οὖν τῶν παρωνύμων τοῖς συντιθεμένοις λόγοις καὶ πολλαπλασιαζομένων πρὸς ἀλλήλους γίνεται ἀριθμὸς
4766741 ἀγυιεως
. καὶ θηλυκὸν ἀγυιᾶτις , ὡς καὶ τὰ προπύλαια τοῦ ἀγυιέως ἀγυιάτιδες [ θεραπεῖαι ] λέγονται . τὸ τοπικὸν ἀγυιαῖος
κίονας εἰς ὀξὺ λήγοντας ἱδρύειν καὶ ἐπάνω τούτων ἄγαλμα Ἀπόλλωνος ἀγυιέως ὀνομαζόμενον . Δωριεῖς δέ ποτε τὸν τόπον πρῶτοι οἰκήσαντες
4763995 Νησοις
πυρῆνας οἱ κωμικοί : καὶ θλαστὰς δ ' ἐλάας ἐν Νήσοις ἂν εὕροις Ἀριστοφάνους . θέρμους δ ' Ἄλεξις εἴρηκεν
Μένος πνείοντες Ἀμύνται Ἑπτὰ δὲ Δωνεττῖνοι , ἀτὰρ δυοκαίδεκα Κᾶρες Νήσοις Ὀξείῃσι καὶ Ἀρτεμίτῃ ἐπέβαλλον . Οἱ δ ' ἄφαρ
4762652 τραγικη
γὰρ αὐλός ἐστιν ἢ κιθάρα ἢ διὰ φωνῆς μελῳδία ἢ τραγικὴ δραματουργία ἢ κωμικὴ γελωτοποιία : ὁ δὲ ὀρχηστὴς τὰ
ὀνόματα ἁπλᾶ ἢ σύνθετα δισύλλαβα , οὗ μορφή τις ἐμφαίνεται τραγικὴ ἢ πάλιν ταπεινή , ἢ ἄθεα ὀνόματα , οἷον
4762513 κορωνεως
τῆς εἰρωνείας πείθοντες τοὺς ξένους τὰς κράδας : τὰς συκᾶς κορώνεως : εἶδος συκῆς κυψέλη : κέραμος δεκτικὸς πυρῶν ἢ
γενικὴν ὁμοίως τοῖς ἄλλοις Ἀττικοῖς : εἰσὶ δὲ τὸ μὲν κορώνεως καὶ φιβάλεως καὶ δαμαρίππεως καὶ χελιδόνεως εἴδη φυτῶν ,
4759512 Ὀρθος
καὶ κεφαλὴν κόρης , τὰ δὲ κάτω ὄφις ὡς καὶ Ὄρθος ὁ Γηρυόνου κύων ἐν Ἐρυθείᾳ δύο κυνῶν κεφαλὰς ἔχων
φοινικᾶς βόας , ὧν ἦν βουκόλος Εὐρυτίων , φύλαξ δὲ Ὄρθος ὁ κύων δικέφαλος ἐξ Ἐχίδνης καὶ Τυφῶνος γεγεννημένος .
4759352 Εἰμι
ἐν ἅλῳ κρύπτῃ . ἐπὶ τῶν μὴ δυναμένων λαθεῖν . Εἶμι γὰρ ἐπ ' αὐτὸν ἤδη τὸν κολοφῶνα τοῦ λό
ἀληθείας , εἰ μὴ καὶ πλείους ἄρα τῶν ἱκανῶν . Εἶμι δ ' ἐπ ' αὐτὸν ἤδη τὸν κολοφῶνα τῶν
4753282 ἀντιστοιχων
. . . . ἢ ἀπὸ συμφώνου ἢ συμφώνων μὴ ἀντιστοίχων , περισπᾶται , χωρὶς εἰ μὴ κατ ' ἐπένθεσιν
εἰς ΝΟΣ ἁπλᾶ ἔχοντα πρὸ τοῦ Ν ἕν τι τῶν ἀντιστοίχων ὀξύνεται , ἐπιθετικὰ ὄντα καὶ μὴ ἔχοντα πρὸ τοῦ
4752296 εἰδικα
ὀνειροπόλον ” . τὸ μὲν γὰρ γενικὸν , τὰ δὲ εἰδικά . . . Α , ἥ τ ' ἐκέλευσε
ἐστιν εἶναι ποιητικὰ αἴτια τὰς ἰδέας . ἀλλ ' οὐδὲ εἰδικά : τὰ γὰρ εἰδικὰ αἴτια ἐν αὐτοῖς ὑπάρχουσιν ὧν

Back