διθυράμβῳ , ἀντὶ τοῦ τὸν διθύραμβον προσλαβοῦσαι ; αἱ τῶν διθυράμβων χάριτες αἱ τῷ Διονύσῳ ᾀδόμεναι πόθεν ἐφάνησαν ; τοῦτο
καὶ κάτω γίγνοιτ ' ἄν . ἡγοῦμαι μὲν τοίνυν καὶ διθυράμβων εἶναι Πλάτωνα ποιητὴν ἄριστον : πῶς γὰρ οὔ ;
7385433 ὀβρια
οὐκ ἔχων λόγους ἔχεις . ἀντεμμάσασθαι ἀρταμεῖν εὐστόχως κατηβολή λύσιμον ὄβρια οὐκ ἔστιν ἀνθρώποισι τοιοῦτος σκότος , οὐ χῶμα γαίας
ὀνομάζειν . τῶν δὲ ὑστρίχων καὶ τῶν τοιούτων τὰ ἔκγονα ὄβρια καλεῖται : καὶ μέμνηταί γε Εὐριπίδης ἐν Πελιάσι τοῦ
7343480 ἀποθετων
νεότητα γελάσῃ . λέγουσι δὲ οἶμαί τινες Ὁμηριδῶν ἐκ τῶν ἀποθέτων ἐπῶν δύο ἔπη εἰς τὸν Ἔρωτα , ὧν τὸ
συγκατατιθέμεθα , πιστεύοντες δὲ ταῖς ἐκ τῶν ἱερῶν τε καὶ ἀποθέτων βίβλων μαρτυρίαις . ἄλλο μὲν οὖν οὐδὲν ἐπὶ τῆς
7300578 Θαλια
τοῦ Διός , ἐπήκοοι νῦν γένεσθε δηλονότι : καὶ ὦ Θαλία ἐρασίμολπε , ἤγουν τῶν μολπῶν ἐρῶσα , ἐπήκοος γενοῦ
' Εὐφροσύνα , θεῶν κρατίστου παῖδες , ἐπακοοῖτε νῦν , Θαλία τε ἐρασίμολπε , ἰδοῖσα τόνδε κῶμον ἐπ ' εὐμενεῖ
7280251 Βακιν
. ταὐτὰ δὲ ταῦτα καὶ Σίβυλλαν εὑρήσετε μαντευομένην ὑμῖν καὶ Βάκιν , εἴπερ ἀγαθὼ χρησμολόγω καὶ μάντις ἐγενέσθην . ὡς
φανόπτας φαμέν . Γλάνιδος : ἔπαιξε πρὸς τὴν κατάληξιν τὸν Βάκιν καὶ τὸν Γλάνιν εἰπών . ἔστι δὲ εἶδος ἰχθύος
7262375 Σιλλων
. Μνημονεύει δ ' αὐτοῦ Τίμων ἐν τῷ πρώτῳ τῶν Σίλλων . Πολέμων δ ' ἐν τῷ δωδεκάτῳ τῶν Πρὸς
τοὺς τὸν πολὺν σπῶντας οἶνον ἄκρατον ἐν τῷ δευτέρῳ τῶν Σίλλων : ἠὲ βαρὺν βουπλῆγα τομώτερον ἢ Λυκόοργος , ὅς
7219627 μονῳδιων
διδάσκεις αὐτὸν ἕψειν ἢ φακῆν ; Θεράπευε καὶ χόρταζε τῶν μονῳδιῶν . Καὶ πῶς ἐγὼ Σθενέλου φάγοιμ ' ἂν ῥήματα
, ἢ τὰς τῶν ὑποκριτῶν ἀντιλέξεις εὗρε παραιτησάμενος τὸ τῶν μονῳδιῶν μῆκος , ἢ τὸ ὑπὸ σκηνῆς ἀποθνήσκειν ἐπενόησεν ,
7219463 Ἀγλαϊα
αὗται ἱδρυμέναι ἐν τοῖς δεξιοῖς τοῦ Ἀπόλλωνος . ὦ σεβασμία Ἀγλαΐα καὶ ὦ Εὐφροσύνη φίλη τῶν μολπῶν , θυγατέρες τοῦ
. ΧΑΡΙΤΕΣΤΕ ΘΕΑΙ . Χάριτές εἰσι τρεῖς : Πειθὼ , Ἀγλαΐα , καὶ Εὐφροσύνη : Ὧραι τρεῖς : Εὐνομία ,
7209924 Εὐφροσυνη
τοῖς δεξιοῖς τοῦ Ἀπόλλωνος . ὦ σεβασμία Ἀγλαΐα καὶ ὦ Εὐφροσύνη φίλη τῶν μολπῶν , θυγατέρες τοῦ κρατίστου τῶν θεῶν
ἢ σβεσθῆναι τὸ πνευμάτιον ἢ μεταστῆναι καὶ ἀλλαχοῦ καταταχθῆναι . Εὐφροσύνη ἀνθρώπου ποιεῖν τὰ ἴδια ἀνθρώπου , ἴδιον δὲ ἀνθρώπου
7190054 διθυραμβῳ
διὰ τὸ ἐλαύνεσθαι αὐτὸν διὰ βοῆς καὶ λέγεσθαι . Χάριτες διθυράμβῳ : οὕτως ἀκουστέον : αἱ τοῦ Διονύσου διθυράμβων ἐν
, ἐπειδὴ καὶ δέκα φυλαί . διαγωνίζονται δ ' ἀλλήλοις διθυράμβῳ , φυλάττοντος τοῦ χορηγοῦντος ἑκάστῳ χορῷ τὰ ἐπιτήδεια .
7187480 λαλουντων
παραβάται γάρ . Τὸ Δωδωναῖον χαλκεῖον : ἐπὶ τῶν πολλὰ λαλούντων . Τὸν Ὕλαν κραυγάζεις : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων
ὁ λόγος παροιμιώδης ἐγένετο . Εἴρηται δὲ ἐπὶ τῶν ἀμφιβόλως λαλούντων . Ἢ κρίνον ἢ κολοκύντην : τὸ τῆς κολοκύντης
7141877 κυκλιων
ἀπὸ δὲ τῶν τραγικῶν χορῶν Μέλητος , ἀπὸ δὲ τῶν κυκλίων Κινησίας . * * * * Ὡς σφόδρ '
καὶ θεαμάτων σπουδαίων , εἰ τούτων τις δέοιτο , τῶν κυκλίων αὐλητῶν καὶ τῶν κιθάρᾳ τὰ ἔννομα προσᾳδόντων , καὶ
7102915 ἐπῳδων
γε βιάζεσθαι τοῖς λόγοις ὁμολογεῖν αὐτὸν μὴ λέγειν ὀρθῶς : ἐπῳδῶν γε μὴν προσδεῖσθαί μοι δοκεῖ μύθων ἔτι τινῶν .
' ὦ πίθηκε : καὶ τοῦτο παρῴδηκεν ἐκ τῶν Ἀρχιλόχου ἐπῳδῶν : “ τοιάνδε δ ' ὦ πίθηκε τὴν πυγὴν
7100139 ἁμος
ἀπὸ τοῦ ὑμέτερος ὑμός , οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ ἁμέτερος ἁμός Δωρικῶς . ἢ θέμα ἐστὶ τῆς Δωρίδος διαλέκτου .
ἁμῶς , καὶ ἐν συνθέσει ἁμωσγέπως . ἀπὸ δὲ τοῦ ἁμός γίνεται ἁμόθεν ἐπίρρημα : καὶ ὥσπερ ἀπὸ τοῦ καλός
7092469 χρυσιδων
, οἴνων ὄντων ἡμῖν Θασίων καὶ Μενδαίων καὶ Λεσβίων , χρυσίδων πάνυ μεγάλων ἑκάστῳ προσενεχθεισῶν . καὶ μετὰ τὸν πότον
, οἴνων ὄντων ἡμῖν Θασίων καὶ Μενδαίων καὶ Λεσβίων , χρυσίδων πάνυ μεγάλων ἑκάστῳ προσενεχθεισῶν . καὶ μετὰ τὸν πότον
7075992 ΓΖΛ
περιφέρεια τοιούτων πθ ιϚ , οἵων ἐστὶν ὁ περὶ τὸ ΓΖΛ ὀρθογώνιον κύκλος τξ : ὥστε καὶ ἡ ὑπὸ ΖΓΛ
ὀρθαὶ τξ . τῶν δ ' αὐτῶν καὶ ἡ ὑπὸ ΓΖΛ ὑπόκειται ριγ : καὶ λοιπὴ ἄρα ἡ ὑπὸ ΓΕΛ
7061910 Ἀγοραν
πορεῦσαι . πετρίνοις δ ' ἐπιστὰς κᾶρυξ ἰαχεῖ βάθροις : Ἀγορὰν ἀγοράν , Μυκηναῖοι , στείχετε μακαρίων ὀψόμενοι τυράννων φάσματα
καὶ ἕτερον ἐπράχθη , ὃ σφόδρα ἤγειρε τοὺς συνεστῶτας . Ἀγορὰν κατεσκεύαζε μεγάλην καὶ ἀξιοπρεπῆ ἐν Ῥώμῃ , καὶ τοὺς
7044848 ἀοιδοις
χαίροντας ἀφικνεῦ . Αἰεὶ τοῦτο Διὸς κούραις μέλει , αἰὲν ἀοιδοῖς , ὑμνεῖν ἀθανάτους , ὑμνεῖν ἀγαθῶν κλέα ἀνδρῶν .
θνατῶν κεχαρισμένος ἔλθω σὺν Μοίσαις : χαλεπαὶ γὰρ ὁδοὶ τελέθουσιν ἀοιδοῖς κουράων ἀπάνευθε Διὸς μέγα βουλεύοντος . οὔπω μῆνας ἄγων
7022459 Τινων
' ἡμῖν ταῦτ ' ἐρρήθη περὶ τούτων , μνησθῶμεν . Τίνων ; Ταύτης τε οὐχ ἥκιστα αὐτῆς ἕνεκα τῆς δυσχερείας
εἰ μέλλοι δεόντως ἀποτελεῖν καὶ ὡς οἷόν τε ἐπιστημονικῶς . Τίνων δὴ τούτων λέγεις ; Νόμου ἔγωγε καὶ δογμάτων τῶν
7018245 κορακεων
Ἀχαιῶν , τοῦτο λέγων Ἀριστοφάνην εἰρηκέναι ἐν Λακωνικαῖς Γλώσσαις . κοράκεων δὲ σύκων εἶδος Ἕρμιππος ἐν Στρατιώταις παραδίδωσι διὰ τούτων
ἐγὼ πάρα . τῶν φιβάλεων μάλιστ ' ἂν ἢ τῶν κοράκεων . οἴμοι τάλας , δάκνει , δάκνει , ἀπεσθίει
7016140 πυριδιων
. . . Θεόφραστος ἐν τοῖς Φυσικοῖς γέγραφεν , ἐκ πυριδίων τῶν συναθροιζομένων μὲν ἐκ τῆς ὑγρᾶς ἀναθυμιάσεως , συναθροιζόντων
ἐν τοῖς Φυσικοῖς [ . . . ] γέγραφεν ἐκ πυριδίων μὲν τῶν συναθροιζομένων ἐκ τῆς ὑγρᾶς ἀναθυμιάσεως , συναθροιζόντων
7015510 αὐλητων
. καὶ φορβειὰν τὴν αὐλητικήν . καὶ κρουπέζια τὰ τῶν αὐλητῶν ὑποδήματα . τὸ μέντοι γλωττοκομεῖον εἴρηκε Λύσιππος ἐν Βάκχαις
, τερετισμοί τερετίσματα , νίγλαροι . τὰ δὲ πρῶτα τῶν αὐλητῶν μαθήματα πεῖρα καὶ γρόνθων . Ἀθήνησι δὲ καὶ συναυλία
7014308 τραγικων
πρῶτα μὲν Σαννυρίων ἀπὸ τῶν τρυγῳδῶν , ἀπὸ δὲ τῶν τραγικῶν χορῶν Μέλητος , ἀπὸ δὲ τῶν κυκλίων Κινησίας .
. Κάστωρ δὲ ὁ συγγράψας τὰ χρονικὰ καὶ πολλοὶ τῶν τραγικῶν Ἰνάχου τὴν Ἰὼ λέγουσιν : Ἡσίοδος δὲ καὶ Ἀκουσίλαος
7009672 Συναγωγη
παρ ' ἄκρην . . . . . , [ Συναγωγὴ λέξεων χρησ . ] ἁγής : τοῦτο ἀπὸ συνθέτου
] α κατηνέχθη | [ Ἐφαρμόστωι ] βυβλία : | Συναγωγὴ τῶν προξενιῶν ? | [ ] Καλλισθένους ? |
7004643 φιλοιη
βασιλήων : ἄλλον κ ' ἐχθαίρῃσι βροτῶν , ἄλλον κε φιλοίη . κεῖνος δ ' οὔ ποτε πάμπαν ἀτάσθαλον ἄνδρα
οὐκ ἔστι φιλία . ἔτι δὲ οὐδὲ εἴ τις ἄνθρωπον φιλοίη καὶ βούλοιτο αὐτῷ τὰ ἀγαθά , τὸ τοιοῦτον ἀνάγκη
6992268 Ἀλκμηνηι
Α . : ἀποστάς : φυγών . Αἰσχύλος Ἰσθμιασταῖς καὶ Ἀλκμήνηι . Κατάλογ . : Ἀργὼ ἢ Κωπηλάσται . .
Α . : ἀποστάς : φυγών . Αἰσχύλος Ἰσθμιασταῖς καὶ Ἀλκμήνηι . . . , . : ἰαμβίς : Αἰσχύλος
6983079 εἰμες
δὲ τῶν νεωτέρων καὶ ἀκμαζόντων , Ἄμμες δέ γ ' εἰμές : αἱ δὲ λῇς , αὐγάσδεο : ὁ δὲ
' ὥσπερ ὕες . θάρσει , γύναι : ἐν καλῷ εἰμές . κἠς ὥρας κἤπειτα , φίλ ' ἀνδρῶν ,
6957689 βροτειων
ἀγχονῶν , δεσμῶν . βρέτας : εἴδωλον . βροτοσσόων : βροτείων λόγων . γεγῶσα : γεγονυῖα . γῆρυν : φωνήν
[ Θεοῦ μὲν οὐδεὶς ἐκτὸς εὐτυχεῖ βροτός . Φεῦ τῶν βροτείων ὡς ἀνώμαλοι τύχαι : οἱ μὲν γὰρ εὖ πράσσουσι
6957660 Κυθηριου
μὴ δυναμένων . τὰ δ ' αὐτὰ καὶ περὶ τοῦ Κυθηρίου Φιλοξένου ἱστοροῦσι καὶ Ἀρχύτου καὶ ἄλλων πλειόνων , ὧν
οἶδας ὅτι τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἡνιοχεύεις . ὁ δὲ τοῦ Κυθηρίου Φιλοξένου Κύκλωψ ἐρῶν τῆς Γαλατείας καὶ ἐπαινῶν αὐτῆς τὸ
6957121 συνοδοντων
. πίονα : λιπαρόν . Ῥαφίδας : βελονίδας . φῦλα συνοδόντων : περίφρασις . πολυσπερέων : διεσπαρμένων . συνοδόντων :
σκόμβρον ἕλεν καὶ πίονα θύννον καὶ ῥαφίδας καὶ φῦλα πολυσπερέων συνοδόντων . σκόμβροι μὲν λεύσσοντες ἐν ἕρκεϊ πεπτηῶτας ἄλλους ἠράσσαντο
6949612 ὑστριχων
δορκάδας καὶ ζόρκας καὶ πρόκας εἰώθασιν ὀνομάζειν . τῶν δὲ ὑστρίχων καὶ τῶν τοιούτων τὰ ἔκγονα ὄβρια καλεῖται : καὶ
ἴκτισι ? καὶ [ ] νεβροῖς ? ? ? [ ὑστρίχων τ ' ὀβρίχοισι ? ? ? [ ] κοιμήσῃ
6946764 Χαιρεδημος
ἀρχῆς τὸν Ἰσόδημον ἀπεστέρησε τοιόνδε τι τεχνάσας . Ἦν τις Χαιρέδημος , ἀνὴρ τῶν ἀστῶν Ἰσοδήμου φίλος . Οὗτος ὁρῶν
. Εἰ γὰρ δήπου , ἔφη , πατήρ ἐστιν ὁ Χαιρέδημος , ὑπολαβὼν ὁ Εὐθύδημος , πάλιν αὖ ὁ Σωφρονίσκος
6946660 Χρυσας
Οἱ Χρῦσαι , τῶν Χρυσῶν , τοῖς Χρύσαις , τοὺς Χρύσας , ὦ Χρῦσαι . Μετὰ τὸ διαλαβεῖν περὶ τῶν
Οἱ Χρῦσαι , τῶν Χρυσῶν , τοῖς Χρύσαις , τοὺς Χρύσας , ὦ Χρῦσαι : εἴρηται . Ἑνικά . Ὁ
6940409 ἀπεμαξατο
τὴν αἰτίαν τοῦ γιγνομένου ἀποδιδόναι . Τόλμαν Ἀλεξάνδρου καὶ ὅλαν ἀπεμάξατο μορφὰν Λύσιππος : τίν ' ὁδὶ χαλκὸς ἔχει δύναμιν
: ἡ Ἀφροδίτη , φησίν , αὐτῆς εἰς τὸν κόλπον ἀπεμάξατο τὰς χεῖρας , τουτέστιν ἐπαφρόδιτον ἐποίησεν αὐτήν : διὸ
6934276 καταβριθοντες
πλευραῖς . βράβιλα τὰ κοκκύμηλα , ἤτοι Δαμασκηνά . βραβίλοισι καταβρίθοντες : κοκκυμήλοις , ἤγουν Δαμασκηνοῖς . ἑπτάενες : οἱ
: τὰ καλούμενα Δαμασκηνά : Θεόκριτος : ὅρπακες † βραβήλοισι καταβρίθοντες ἔραζε . Ἀθήναιος δὲ ἐν τῷ δευτέρῳ τῶν Δειπνοσοφιστῶν
6932005 Πιεριηθεν
τὲ , καὶ τῆς ει διφθόγγου γραφήν : οἷον , Πιερίηθεν : Αἰγίνηθεν : κλισίηθεν : Μυκήνηθεν : Ἴδηθεν :
κλείουσαι καὶ δοξάζουσαι τὸν σφέτερον καὶ ὑμέτερον πατέρα δεῦτε δὴ Πιερίηθεν , ἤγουν ἐκ τῆς Πιερίας , ἤγουν τοῦ ἐμοῦ
6931919 στωικων
λόγον . Ἄνδρες δ ' ἐξ αὐτῆς γεγόνασι τῶν μὲν στωικῶν Ἀντίπατρός τε καὶ Ἀρχέδημος καὶ Νέστωρ , ἔτι δ
Σολεύς , Ζήνων Σιδώνιος . Κοινῇ δὲ περὶ πάντων τῶν στωικῶν δογμάτων ἔδοξέ μοι ἐν τῷ Ζήνωνος εἰπεῖν βίῳ διὰ
6929992 φλυαρων
ἀπαίδευτον , ὡς ἂν συνηρανισμένον ἐκ συγκλύδων ὄχλου καὶ βιαίων φλυάρων . ὁ δὲ τούτῳ προσεταιριζόμενος ἀθλιώτερος μακρῷ . Ὁπότε
σαφές : ἀληθές μακρῷ χρόνῳ : πολλῷ χρόνῳ στωμυλμάτων : φλυάρων πιθανολογιῶν παρῆκα : ἀφῆκα κομψός : πέρπερος εἰσηγησάμην :
6905051 κελεοντες
: κριθαὶ πεφρυγμέναι . κέδρον οὐδετέρως λέγουσι τὸ θυμίαμα . κελέοντες : οἱ ἱστόποδες καὶ πάντα τὰ μακρὰ ξύλα .
. πῆχυς . ἱστόπους , ὡς Εὔβουλος λέγει : καὶ κελέοντες δ ' οἱ ἱστόποδες καλοῦνται . ἀγνῦθες δὲ καὶ
6897889 Βακχυλιδης
ος ποιοῦσι τὴν γενικὴν καὶ φυλάττουσι τὸ ω , οἷον Βακχυλίδης Βάκχων Βάκχωνος , Σιμωνίδης Σίμων Σίμωνος , Μιτυληναῖος Μίτων
Κόρινθον διὰ τὸ ἀρχὴν ἢ τέλος εἶναι τῆς Πελοποννήσου . Βακχυλίδης : ὦ Πέλοπος λιπαρᾶς νάσου θεόδματοι πύλαι . ἢ
6895720 Εὐμενιδων
προφῆτις , Ἀπόλλων , Ὀρέστης , Κλυταιμήστρας εἴδωλον , χορὸς Εὐμενίδων , Ἀθηνᾶ , προπομποί . φαίνεται ἐπὶ σκηνῆς τὸ
περὶ τὸ ἱερὸν Μανίας : δοκεῖν δέ μοι θεῶν τῶν Εὐμενίδων ἐστὶν ἐπίκλησις , καὶ Ὀρέστην ἐπὶ τῷ φόνῳ τῆς
6887978 ἀνεγειρεις
τις ἔκλεψεν αὐτόν ; τὴν πέρυσι βουλὴν ἐφεστώς . ὀκτώπουν ἀνεγείρεις . ἀπέφρησαν ἀρκυωρός δίλογχον κακόδουλος κύβηβον Ἀκέστορα γὰρ ὅμως
. . Ο . : ὀκτώπουν Κρατῖνος Θράιτταις : ὀκτώπουν ἀνεγείρεις , ἀντὶ τοῦ σκορπίον . παροιμία γάρ : σκορπίον
6878251 Ἐλευσινιος
Σωκράτους , ψευδόμενοι . ἦν δὲ καὶ ἕτερος ῥήτωρ Αἰσχίνης Ἐλευσίνιος , ὃς καὶ τέχνας λέγεται ῥητορικὰς γεγραφέναι . λέγεται
προπέμψω . Αἰσχύλος ὁ τραγικὸς γένει μὲν ἦν Ἀθηναῖος , Ἐλευσίνιος τὸν δῆμον , υἱὸς Εὐφορίωνος , Κυναιγείρου ἀδελφὸς καὶ
6876801 ἰαμβων
ἀντιλέγειν . ἀκροασάμενος ] ἀκούων . τελευταῖος . . . ἰάμβων . καὶ μὴν ] ὡς ἐν συντόμῳ . μὴν
ἀνίη . Αἰσχρίων δ ' ὁ Σάμιος ἔν τινι τῶν ἰάμβων Ὕδνης φησὶ τῆς Σκύλλου τοῦ Σκιωναίου κατακολυμβητοῦ θυγατρὸς τὸν
6876551 Ὁμοιωματων
τοὺς ἔνδον . . . , . Ἐκ τῶν Ἀρίστωνος Ὁμοιωμάτων . Τὸ κύμινον , φασί , δεῖ σπείρειν βλασφημοῦντας
καθαίροντος ὄφελός ἐστιν . . , . Ἐκ τῶν Ἀρίστωνος Ὁμοιωμάτων . Οἱ ἄρτι ἐκ φιλοσοφίας , πάντας ἐλέγχοντες καὶ
6874356 ξηραντικωτεραι
ἐκ τῆϲ καύϲεωϲ μεταλαμβάνουϲι καὶ λεπτομερέϲτεραι τῶν ἀκαύϲτων γίγνονται καὶ ξηραντικώτεραι . χρὴ δὲ διαπύρουϲ ἐπ ' ἀνθράκων ἐργαϲάμενον ὄξει
δὲ καὶ αἱ τῶν πτηνῶν ζῴων χολαὶ πᾶϲαι δριμύτεραι καὶ ξηραντικώτεραι τῶν ἐν τοῖϲ τετράποϲι : τῶν δὲ πτηνῶν αἱ
6872387 μυθολογων
ἀναπείθεσθαι καὶ μεταπίπτειν ἄνω κάτω , καὶ τοῦτο ἄρα τις μυθολογῶν κομψὸς ἀνήρ , ἴσως Σικελός τις ἢ Ἰταλικός ,
ξητούσης μαθεῖν ὅ τι λέγει , διδάσκει αὐτὴν ὁ Δάφνις μυθολογῶν τὰ θρυλούμενα . Ἦν παρθένος , παρθένε , οὕτω
6868343 Γλαυκια
ἀπόπλου ἐφρόντιζον . τὰ ὀνόματα τῶν Πλειάδων : Κοκκυμώ , Γλαυκία , Πρῶτις , Παρθενία , Μαῖα , Στονυχία ,
ἔστι καὶ Ἰταλίας τρίτος ποταμὸς περὶ τὸν Τίβεριν ποταμόν . Γλαυκία , πολίχνιον Ἰωνίας . τὸ ἐθνικὸν Γλαυκιεύς καὶ Γλαυκιώτης
6865542 προπολοι
προεστᾶσιν ὁ δὲ καὶ τούτων καὶ τῶν κατὰ μαντικήν : πρόπολοι δὲ τῶν Μουσῶν οἱ πεπαιδευμένοι πάντες , καὶ ἰδίως
λέλυμαι μελέων σύνδεσμα φίλων . λάβετ ' εὐπήχεις χεῖρας , πρόπολοι . βαρύ μοι κεφαλῆς ἐπίκρανον ἔχειν : ἄφελ '
6865060 ἀρχιλοχειον
καλούμενον : τὸ γʹ δακτυλικὸν πενθημιμερές , ὃ καὶ αὐτὸ ἀρχιλόχειον καλεῖται , ὡς προείρηται : τὸ δʹ ἀναπαιστικὸν ὅμοιον
αʹ τροχαϊκὸν δίμετρον ἀκατάληκτον : τὸ βʹ τροχαϊκὸν τρίμετρον καταληκτικὸν ἀρχιλόχειον καλούμενον : τὸ γʹ δακτυλικὸν πενθημιμερές , ὃ καὶ
6862479 ἀλαθεα
Αἰσιμίδα , λίθος οἶνος , ὦ φίλε παῖ , καὶ ἀλάθεα ἦρος ἀνθεμόεντος † ἐπάιον ἐρχομένοιο . . . ἐν
: ταῦτα δὲ σύμφωνα ποιητά , θεωρούμενα δι ' αὐτῶν ἀλάθεα . διωρισμένων δὲ τούτων τὰ μετὰ ταῦτα δεῖ νοῆσαι
6857148 ῥαδινους
βασταζόντων κιόνων , εὐμεγέθεις λέγων : Στησίχορος ἐπὶ τοῦ εὐτόνου ῥαδινοὺς δ ' ἐπέπεμπον ἄκοντας . παραβλήδην : ἀντὶ τοῦ
: τρυφερᾶς . Ἀνακρέων δὲ ἐπὶ τάχους ἔταξε τὸ ῥαδινόν ῥαδινοὺς πώλους : Ἴβυκος δὲ ἐπὶ τῶν τὸν οὐρανὸν βασταζόντων
6852196 μυθολογουμενων
Περὶ τῆς Ἀραβίας καὶ τῶν κατ ' αὐτὴν φυομένων καὶ μυθολογουμένων . Περὶ τῶν νήσων τῶν ἐν τῇ μεσημβρίᾳ κατὰ
τετελεκότες αὐτοῦ περιγράψομεν τὴν τρίτην βίβλον . Προοίμιον περὶ τῶν μυθολογουμένων παρὰ τοῖς ἱστοριογράφοις . Περὶ Διονύσου καὶ Πριάπου καὶ
6848182 τοὐθονιον
λέγεται ἡ τῶν ποτηρίων σκευοθήκη . Ἀριστοφάνης : ὥσπερ κυλικείου τοὐθόνιον προπέπταται . καὶ Κρατῖνος ὁ νεώτερος : μόλις εἰς
εἶτ ' ἄρτον ὀπτῶν τυγχάνει τις ὀβελίαν . ὥσπερ κυλικείου τοὐθόνιον προπέπταται . εἴ γ ' ἐγκιλικίσαιμ ' , ἐξολοίμην
6848118 Κινησιας
τοιαῦτα ἅπερ οὗτος ἐξημαρτηκόσιν . . . . . . Κινησίας . Ἐπειδὴ πάντες κατέδαρθον , ἐσκευασμένος τῶν χαλκωμάτων ὅσα
τὸ μῆκος καὶ τὴν ἰσχνότητα . ὅτι δὲ ἦν ὁ Κινησίας νοσώδης καὶ δεινὸς τἄλλα Λυσίας ὁ ῥήτωρ ἐν τῷ
6840907 ἀφεστηκεναι
τὴν λῃτουργίαν . καίτοι πῶς οὐκ ἄδικον τῶν μὲν ἀναλωμάτων ἀφεστηκέναι , τῶν δὲ γιγνομένων δι ' ἐκεῖνα τιμῶν ἀξιοῦν
ἐνοεῖτο , ἡ δὲ ἑρμηνεία διεσπάσθαι τε ἐδόκει καὶ ῥυθμοῦ ἀφεστηκέναι . ἐδόκει δὲ ἐπιτηδειότερος γεγονέναι τοῖς ἀρχομένοις τῶν νέων
6840883 Ἀγκυλη
δὲ εὐπορίαν . Γόνυ εὐώνυμον ἁλλόμενον ἀηδίαν μεγάλην δηλοῖ . Ἀγκύλη δεξιὰ ἁλλομένη ἀηδίαν δηλοῖ . Ἡ δὲ εὐώνυμος εὐφρασίαν
δεξιὸν κακοπαθείας σημαίνει . Τὸ δὲ εὐώνυμον ἀηδίαν σημαίνει . Ἀγκύλη δεξιὰ ἀηδίαν σημαίνει μεγάλην . Ἡ δὲ ἀριστερὰ εὐφρασίαν
6834764 ἐντεχνων
. : ἤκμασε δ ' ἡ τῶν ποικίλων ὑφὴ μάλιστα ἐντέχνων περὶ αὐτὰ γενομένων Ἀκεσᾶ καὶ Ἑλικῶνος τῶν Κυπρίων :
καὶ εὑρέσεως καὶ οἰκονομίας δέονται μετὰ τέχνης . τῶν δὲ ἐντέχνων πίστεων αἱ μέν εἰσιν ἠθικαί , αἱ δὲ παθητικαί
6830603 ἀναγιγνωσκομενων
: ἐκ μὲν γὰρ τῆς ὑποκρίσεως δηλοῦμεν τὴν ἀρετὴν τῶν ἀναγιγνωσκομένων : ἐκ τῆς μιμήσεως μὲν γὰρ ἐνάρετα δείκνυνται τὰ
ὑμεῖς δὲ τῶν τε κατηγορημένων μεμνημένοι καὶ τῶν νόμων ἀκούσαντες ἀναγιγνωσκομένων , τά τε δίκαια καὶ τὰ συμφέροντα ὑμῖν αὐτοῖς
6826009 ἀλαζονικα
. Βατίδες : βάτοι . ὑπέροπλα : ὑπερήφανα , τὰ ἀλαζονικὰ , περίφρασις , τὰ μεγάλα . Οὗτος ὁ ἰχθὺς
ἀποπίπτοντα ἔργα τῆς αὐτοφανοῦς δείξεως τοιαῦτά ἐστιν οἷα σὺ λέγεις ἀλαζονικὰ καὶ ψευδῆ , τὰ τῶν ἀληθινῶν ἀθλητῶν περὶ τὸ
6824826 μηνιω
κακοθάνατον : ἔτεκες ἀνόνητα : ἐπειδὴ οὐκ ἀπέλαυσεν αὐτοῦ : μηνίω : ὀργίζομαι σχετλιάζω : ἰὼ ἰὼ συζύγιαι Χάριτες :
εἰ μὴ ὄνομα ἔχοι : ψίω λίω δηρίω μητίω κονίω μηνίω , ὃ διαφορεῖται [ ] κατὰ τὸν χρόνον .
6824369 Σπληδονα
καὶ Στερόπης : Ἀπολλόδωρος δέ φησιν Ἀσκληπιάδην οὕτω λέγειν : Σπληδόνα τ ' ἠγαθέην . . . : Ὠρωπός .
ὃ καὶ κυνὸς καλοῦσι δυσμόρου σῆμα κούφῃ κεραίῃ κεὐσταλεῖ παρήνεγκεν Σπληδόνα τ ' ἠγαθέην Ὦ Στοϊκῶν μύθων εἰδήμονες , ὦ
6823167 προσερχομενων
, καὶ πολλάκις ἰχθύων εὐερμίᾳ περιτυγχάνει τῇ τῆς ἐπιθυμίας ὁρμῇ προσερχομένων . δεῖ δὲ τῷ πρώτῳ θηρατῇ τὴν αἱρεθεῖσαν ὡραίαν
εἴρηκε διὰ τὸ τραχὺ καὶ ξύειν αὐτοῦ τὰς σάρκας τῶν προσερχομένων . κρεαγρέπτους * τὰς κρεαγρεπτούσας , * τραχείας ,
6822804 Ἑρμιονευς
ἀπὸ ἀγγείων [ καὶ μεγεθῶν ] . Λᾶσος δὲ ὁ Ἑρμιονεύς , ὥς φασι , καὶ οἱ περὶ τὸν Μεταποντῖνον
ἀπὸ ἀγγείων [ καὶ μεγεθῶν ] . Λᾶσος δὲ ὁ Ἑρμιονεύς , ὥς φασι , καὶ οἱ περὶ τὸν Μεταποντῖνον
6821041 Τερψιων
Θηβαῖος καὶ Κέβης καὶ Φαιδώνδης καὶ Μεγαρόθεν Εὐκλείδης τε καὶ Τερψίων . Τί δέ ; Ἀρίστιππος καὶ Κλεόμβροτος παρεγένοντο ;
γέροντα Θούκριτον ζῆν ἔτι ; Δικαιότατον μὲν οὖν , ὦ Τερψίων , εἴ γε ὁ μὲν ζῇ μηδένα εὐχόμενος ἀποθανεῖν
6819643 κατεβληθησαν
μέριμναι τοῖς πρὸ ἡμῶν σοφοῖς τε ἅμα καὶ φιλανθρώποις ὑπάρξασι κατεβλήθησαν , τό τε πολὺ τῆς τῷ συγγράμματι τούτῳ ἐνεῖναι
κτλ . ] οὐ γὰρ πλείους ⌈ κατενάσθησαν Γ [ κατεβλήθησαν ] τῶν ἕξ . Γ ἑκατὸν δήπου καὶ νʹ
6819630 Δοθεν
τὸ ἀνάπαλιν τοῦ ιϚʹ θεωρήματος τοῦ γʹ βιβλίου Εὐκλείδου . Δοθὲν ἄρα ἐστὶ τὸ ὑπὸ τῶν ΖΑ , ΑΕ .
. ὁμοίως καὶ ἡ ΘΖ τῇ ΑΔ ἴση ἐστίν . Δοθὲν ἄρα ἐστί . , ] τὸ ὑπὸ τῶν ΕΖΘ
6819209 Νικομαχειων
τῆς τοῦ λόγου διαθέσεως , ἣν ἐν τῷ Ζ τῶν Νικομαχείων Ἠθικῶν ὁ φιλόσοφος ἐξειργάσατο . προέθετο μὲν γὰρ ἐν
ἀγαθοῦ τινος ἐφίεσθαι δοκεῖ ” , ὡς εἶπεν ἀρχόμενος τῶν Νικομαχείων : καὶ ἔστι τὸ κυριώτατον ἀγαθόν , “ οὗ
6817022 ἐρεθισματα
καλῶς ⌈ καὶ ἐμμελῶς . κελαδούντων . καὶ ᾀδόντων . ἐρεθίσματα ] παροξύσματα καὶ αἱ τραγῳδίαι , παρακινήσεις , διεγέρσεις
ὅμοιον τῷ ιδʹ : τὸ ιεʹ ” εὐκελάδων τε χορῶν ἐρεθίσματα “ δακτυλικὸν ὅμοιον τῷ ιεʹ : τὸ ιϚʹ ”
6816794 Σοφια
Δ . δὲ ἐκ τῆς τῶν μεταρσίων παρατηρήσεως πολλὰ προλέγων Σοφία ἐπωνομάσθη : ὑποδεξαμένου γοῦν αὐτὸν φιλοφρόνως Δαμάσου τοῦ ἀδελφοῦ
μοι , μήτε ἰατρῶν μήτε γραμμάτων ὡς ἄνθρωποι δεόμεναι . Σοφία δὲ ἄρκτου καὶ ἐκεῖνο : διωκομένη μετὰ τῶν σκυλάκων
6810488 καπηλων
, ἐπαινῶν αὐτὸν ἐπ ' οἰνουργίᾳ . τὸ δὲ τῶν καπήλων ἐργαστήριον καπηλεῖον εἰρήκασιν οἱ κωμῳδοδιδάσκαλοι , καὶ τὸ κωμῳδούμενον
Ἄβυδον ὡς ἀνὴρ γεγένηται ; ἀνερίναστος εἶ ἠριστάναι παρὰ τῶν καπήλων λήψομαι τὸ σύμβολον . τῇδ ' ἐξιόντι δεξιᾷ ,
6810015 Ἱππεων
Ἀριστοφάνης , ὅτι τὰ πλείω ἐξέλαβεν ἀπὸ τοῦ δράματος τῶν Ἱππέων , ὅπερ ἦν τοῦ Ἀριστοφάνους . παρείλκυσεν ] εἰς
⌈ ἡ περὶ τούτου δὲ ἱστορία προείρηται . τὸ τῶν Ἱππέων δὲ δρᾶμά ἐστιν , ὃ κατ ' αὐτοῦ ἔγραψεν
6802681 Πολιτικων
. ΟΛΜΟΣ ποτήριον κερατίου τρόπον εἰργασμένον . Μενεσθένης ἐν δʹ Πολιτικῶν γράφει οὕτως : ἀλβατάνης δὲ στρεπτὸν καὶ ὅλμον χρυσοῦν
Ὅλμος , ποτήριον κερατίου τρόπον εἰργασμένον . Μενεσθένης ἐν τετάρτῳ Πολιτικῶν γράφει οὕτως : Ἀλβατάνης δὲ στρεπτὸν καὶ ὅλμον χρυσοῦν
6802283 εὑρηματων
πρώτῃ Περσικῶν . : Σκάμων δ ' ἐν πρώτῳ Περὶ εὑρημάτων , σίκιννιν αὐτὴν εἰρῆσθαι ἀπὸ τοῦ σείεσθαι : καὶ
Ἀθήνης . [ Ο ] Διὰ γὰρ τὴν ὑπερβολὴν τῶν εὑρημάτων εἰς θεὸν τὰς τούτων ἐπινοίας ἀνέφερον . Πάλιν ἀπέβλεψαν
6798570 εἰπατ
' ἔρωμαι , τίνες ἐφεστᾶσιν δόμοις . ξέναι γυναῖκες , εἴπατ ' , ἐκ ποίας πάτρας Ἑλληνικοῖσι δώμασιν πελάζετε ;
Τυνδαρείας παιδὸς ἀνόσιον φόνον . καὶ νῦν ὅπου ' στὶν εἴπατ ' , ὦ νεάνιδες , Ἀγαμέμνονος παῖς , ὃς
6796055 Θαλεια
. Κλειὼ μὲν γὰρ ἐφεῦρε ῥητορικήν , Εὐτέρπη αὐλητικήν , Θάλεια κωμῳδίαν , Μελπομένη τραγῳδίαν , Τερψιχόρη κιθαρῳδίαν , Ἐρατὼ
ἐχομένας ἀλλήλων . εἰσὶ δὲ ταῦτα τὰ ὀνόματα τούτων : Θάλεια , Εὐφροσύνη καὶ Ἀγλαΐα . ταύτας δὲ οὕτως ἐζωγράφουν
6795792 Κυνοκεφαλους
, οὐδ ' Ἀλκμᾶνος Στεγανόποδας ἱστοροῦντος , οὐδ ' Αἰσχύλου Κυνοκεφάλους καὶ Στερνοφθάλμους καὶ Μονομμάτους , ὅπου γε οὐδὲ τοῖς
Μεγαλοκεφάλους καὶ Πυγμαίους : Ἀλκμᾶνα δὲ Στεγανόποδας : Αἰσχύλον δὲ Κυνοκεφάλους καὶ Στερνοφθάλμους καὶ Μονομμάτους καὶ ἄλλα μυρία . Ἀπὸ
6794542 Ποιναι
Ζεῦ , τὸ σὸν γένος ἄγονον αὐτίκα λυσσάδες ὠμοβρῶτες ἄδικοι Ποιναὶ κακοῖσιν ἐκπετάσουσιν . ἰὼ στέγαι . κατάρχεται χορεύματ '
καλουμένῳ τμήματι τῆς Ἰνδικῆς τά τε Ἀπόκοπα , ἃ καλεῖται Ποιναὶ Θεῶν , ὧν τὰ πέρατα ἐπέχει μοίρας . ριϚ
6789308 τρισκαιδεκατηι
εὔχοντο Ἀθηναίοις δεδήλωκεν . . . : ἐν δὲ τῆι τρισκαιδεκάτηι τῶν Φιλιππικῶν περὶ Χαβρίου τοῦ Ἀθηναίων στρατηγοῦ ἱστορῶν φησιν
. . . : περὶ δὲ Αἰτωλῶν Πολύβιος μὲν ἐν τρισκαιδεκάτηι Ἱστοριῶν φησιν ὡς διὰ τὴν τῶν πολέμων συνέχειαν καὶ
6788455 σκωπτικων
ἄχρι κόρου ἐφενάκισεν . Ἄειδε τὰ Τέλληνος : ἐπὶ τῶν σκωπτικῶν τίθεται ἡ παροιμία . Τέλλην γὰρ αὐλητὴς ἐγένετο καὶ
Ἑλλάδα φρέατα ὤρυξεν . Ἆιδε τὰ Τέλληδος : ἐπὶ τῶν σκωπτικῶν . Τέλλης γὰρ αὐλητὴς ἐγένετο , ὃς παίγνια κατέλιπε
6788122 ἀεισομαι
φθασάντων κατάστασιν εὐδία ἄλυπος παρὰ τῶν θεῶν ὑμᾶς διεδέξατο . ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων : ὁ λόγος ἐπαμφοτερίζει . ἤτοι
: ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος . ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων . ὁ δ ' ἀθανάτων μὴ
6784702 Ὀρθοτατα
μεγίστου ἡ σκέψις , ἀγαθοῦ τε βίου καὶ κακοῦ . Ὀρθότατα , ἦ δ ' ὅς . Σκόπει δὴ εἰ
ἢ τὴν τοῦ ἀγαθοῦ μοῖραν αὐτὴν τιθέντες ὀρθῶς θήσομεν ; Ὀρθότατα μὲν οὖν . Οὐκοῦν ὅπερ ἀρχόμενος εἶπον τούτου τοῦ
6784553 Βοιωτιδιον
οὗ ἡ παροιμία Βοιωτία ὗς , καὶ Βοιωτίς . καὶ Βοιωτίδιον ἐκ Βοιώτιος . Ἀριστοφάνης Ἀχαρνεῦσιν ” ὦ χαῖρε κολλικοφάγε
. Ἀριστοφάνης δ ' ἐν Ἀχαρνεῦσιν : ὦ χαῖρε κολλικοφάγε Βοιωτίδιον . τούτων οὕτω λεχθέντων ἔφη τις τῶν παρόντων γραμματικῶν
6783656 Ἀνδροκλεης
τὸν βωμὸν βαστάζειν τὰς ἐπινοίας . Ἐν δὲ διχοστασίῃ καὶ Ἀνδροκλέης πολεμαρχεῖ . Ἤτοι τέθνηκεν ἢ διδάσκει γράμματα . Εἰ
μέσῳ δύο κακῶν ἀφύκτων περιπαρέντων . Ἐν δὲ διχοστασίῃ καὶ Ἀνδροκλέης πολεμαρχεῖ : ἐπὶ τῶν εὐτελῶν , τῶν διὰ περιπέτειάν
6783552 Φωκαευς
ὡς εἴρηταί μοι ἐν τοῖς Βυζαντιακοῖς . μέμνηται τούτων ὁ Φωκαεὺς Παρθένιος . Γούνας , κατοικία Συρίας , βαθύγειος καὶ
ἐν Ἰωνίᾳ ἐμπορίᾳ χρώμενοι ἔκτισαν Μασσαλίαν . Εὔξενος δὲ ὁ Φωκαεὺς Νάνῳ τῷ βασιλεῖ ἦν ξένος . οὗτος ὁ Νάνος
6780644 βεβηλων
; ἢ δῆλον ὅτι αὐτὸν κατ ' αὐτοῦ ; ἄπαγε βεβήλων καὶ ἀνοσίων ἐνθυμημάτων . καλὸν ἐκνίψασθαι τὴν ἀθλίαν ψυχὴν
' ἐπίθεσθε βεβήλοις , καὶ τὸ ὅμοιον τούτῳ κακοφραδέων δὲ βεβήλων οὔατα λαχνήεντα περισκεπέτωσαν ἀράχναι , καὶ τὸ Καλλιμάχειον ἐκεῖνο
6780074 ἀνυμνει
ἰνδαλλόμενον . . . καὶ ἥδ ' ἡ θεολογία Πρωτόγονον ἀνυμνεῖ καὶ Δία καλεῖ πάντων διατάκτορα καὶ ὅλου τοῦ κόσμου
ὑποληπτέον . . . καὶ ἥδ ' ἡ Θεολογία Πρωτόγονον ἀνυμνεῖ καὶ Δία καλεῖ πάντων διατάκτορα καὶ ὅλου τοῦ κόσμου
6778909 ἐπιτελλομεναων
δὲ Ἀτλαγενέων φασὶ γελοῖον : ἔδει γὰρ εἰπεῖν Ἀτλαντογενέων . ἐπιτελλομενάων : τοῦτο κοινόν ἐστι πανταχοῦ τῶν ἀπλανῶν ἄστρων οὐκ
, καὶ περαιτέρω τούτων . Ἡσίοδος δὲ τῶν Πληιάδων Ἀτλαγενέων ἐπιτελλομενάων ἀπάρχεται καὶ ὁμοίως Ὁμήρῳ προβαίνει μέχρι πολλοῦ τῶν ἐπῶν
6778584 ϲυων
τοῦ ὀϲτρακώδεοϲ : κρεῶν τὰ μὴ πίονα καὶ ϲμηγματώδεα : ϲυῶν μὲν πόδεϲ καὶ τὰ τῆϲ κεφαλῆϲ , πτηνῶν τὰ
καὶ ταύρων , ἔτι δὲ μᾶλλον προβάτων λαγωῶν καὶ ἀγρίων ϲυῶν , κρέα ταριχευθέντα τῶν τετραπόδων ζῴων , τῶν δὲ
6778580 Ἐρωτικος
αʹ βʹ γʹ δʹ : . Πτολεμαῖος αʹ : . Ἐρωτικός αʹ : . Φαιδώνδας αʹ : . Μαίδων αʹ
Ἀθηναίων , Πολιτεία , Τέχνη ἠθική , Περὶ πλούτου , Ἐρωτικός , Θεόδωρος , Ὑψίας , Ἀρίσταρχος , Περὶ θανάτου
6777446 Κορυδων
ἔγκυον οὖσαν βλάψῃ τὴν βοῦν . θᾶσαι μ ' ὦ Κορύδων : ἀποστροφὴ τὸ σχῆμα . ἀπέστρεψε γὰρ τὸν λόγον
, ὥς τυ πάταξα . θᾶσαί μ ' , ὦ Κορύδων , ποττῶ Διός : ἁ γὰρ ἄκανθα ἁρμοῖ μ
6775885 Παιζεις
, Σάτυρε , καὶ τὴν παροῦσαν τύχην . ” “ Παίζεις , ὠγαθέ : συγκαθεύδεις . ” “ Οἶδα μὲν
γυναῖκας . ” Καὶ ὁ Σωσθένης σπουδάσας εἶπε : “ Παίζεις ; ” “ Ποῖ παίζω ; ” ἔφη :
6775866 Αὐγεας
ἀντὶ Ἐπειῶν ἀπὸ τοῦ Ἠλείου μεταβεβλήκασιν . Ἠλείου δὲ ἦν Αὐγέας : οἱ δὲ ἀποσεμνύνοντες τὰ ἐς αὐτόν , παρατρέψαντες
ἐξειργάσατο ἐκτρέψας τοῦ Μηνίου τὸ ῥεῦμα ἐς τὴν κόπρον : Αὐγέας δέ , ὅτι τῷ Ἡρακλεῖ σοφίᾳ πλέον καὶ οὐ
6774809 ἐριτιμων
ὁδόν , ἥν σοι Ἀπόλλων ἴαχεν ἐξ ἀδύτοιο διὰ τριπόδων ἐριτίμων . Σῴζεσθαί ς ' ἐκέλευ ' ἱερὸν κύνα καρχαρόδοντα
Γ τριπόδων ] ἐφ ' ὧν ἐκαθέζετο ἡ πρόμαντις . ἐριτίμων ] πάνυ τιμίων . σῴζεσθαι ] σῴζειν καὶ περὶ
6774184 ἐφηψατο
Οὐχ ἑστίαν ἔνεμεν , ἐπίλυπον γὰρ οἰκονομία : οὐ πολιτείας ἐφήψατο , ἀνιαρὸν γὰρ τὸ χρῆμα : οὐκ ἐπειράθη γάμου
, τουτέστιν εἰς τὴν Πυθῶνα , ἀπήντησε καὶ τῶν μαντευμάτων ἐφήψατο τοῖς συγγεννηθεῖσιν αὐτῷ τυχὸν [ δὲ λέγει συγγόνοις τέχναις
6774027 Αὐτους
. Οἳ πρῶτοι βιότοιο ] τῶν Αἰγυπτίων τὸ γένος . Αὐτοὺς γάρ φησιν εὑρετὰς τοῦ βίου , ἐπεὶ καὶ ἄροτρον
οἰκίας δὲ κατασκευάζονται ὡς πάντα τὸν χρόνον βιωσόμενοι . “ Αὐτοὺς δὲ τούτους τοὺς Καθαρμοὺς [ ἐν ] Ὀλυμπίασι ῥαψῳδῆσαι
6770806 ἀνθε
ἀλλὰ τὰ μὲν σπείροις τε καὶ ὅσς ' ὡραῖα φυτεύοις ἄνθε ' Ἰαονίηθε . γένη γε μὲν ἰάσι δισσά ,
κόρον δ ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ' ἄνθε ' Ἀφˈροδίσια . φυᾷ δ ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν
6770780 χρυσοπαστοις
δὲ ὁλοάργυροι καὶ ὁλόχρυσοι καὶ λιθοκόλλητοι στρωμναί , ἀνθηροποικίλοις καὶ χρυσοπάστοις ὡς πρὸς ἐπίδειξιν καὶ πομπήν , οὐ τὴν καθ
μὴν οἴκαδε πολλοστιαῖος ἀποτρέχω , γύναι . ταῖς ξυστίσιν ταῖς χρυσοπάστοις στόρνυται . ἐγὼ ποιήσω πάντα κατὰ Νικόστρατον . φηγούς
6770728 δεκανων
, ιθʹ , καʹ , λʹ . Τῶν δὲ τριῶν δεκανῶν αὐτοῦ ὁ μὲν αʹ κέκληται Θοσόλβ , ὁ δὲ
, κʹ , κϚʹ , λʹ . Τῶν δὲ τριῶν δεκανῶν αὐτοῦ ὁ μὲν πρῶτος καλεῖται Χάρ , ὁ δὲ
6769760 Σιμμιας
δεῖ γὰρ καὶ Κέβητα πείθειν . Ἱκανῶς , ἔφη ὁ Σιμμίας , ὡς ἔγωγε οἶμαι : καίτοι καρτερώ - τατος
, τοῦτο πέπεισμαι . Καὶ ὀρθῶς γε , ἔφη ὁ Σιμμίας . Ἔτι τοίνυν , ἔφη , πάμμεγά τι εἶναι
6769243 βαμματων
βαφικῶν χρωμάτων τὰς μίξεις ἁπάσας καὶ τῶν περὶ ἐσθῆτα κοσμουμένων βαμμάτων παντοδαπῶν , ἔτι δὲ τῶν ξύλων τὰς μυρίας διαφορότητας
οἱ τῶν ἀλεκτρυόνων πώγωνες , κάλλη δὲ τὰ ἄνθη τῶν βαμμάτων . κάθησο τοῦ κάθισον διαφέρει . κάθησο μὲν γὰρ

Back