| ἐφελκυστικὸν τοῦ ν , οἷον Δημοσθένεσιν : ἐν δὲ τῇ Δημοσθένεϊ δοτικῇ τῶν ἑνικῶν , ἐπειδὴ τὸ ι οὐκ ἔχει | ||
| , Πάριδι Πάρισι , Πλάτωνι Πλάτωσιν : οὕτως οὖν καὶ Δημοσθένεϊ Δημοσθένεσι . Λέγουσι δέ τινες , ὅτι δεῖ προσθεῖναι |
| υ καὶ γίνεται Δημοσθενοῖν διὰ τῆς οι διφθόγγου . Ὦ Δημοσθένεε ὦ Δημοσθένη . Εἴρηται ὅτι τῶν δυϊκῶν καὶ τῶν | ||
| ἀπὸ τοῦ Αἴαντε γίνεται Αἰάντοιν , οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ Δημοσθένεε γίνεται Δημοσθενέοιν , καὶ κατὰ κρᾶσιν τοῦ ε καὶ |
| δοκεῖ καλῶς ἔχειν . Εὐσέβιος δὲ ͵βσμβʹ ὑγιῶς ἔθετο καὶ ὁμοφώνως τῇ γραφῇ . Ἐν δὲ τοῖς ἀπὸ τοῦ κατακλυσμοῦ | ||
| βότρυας καὶ βότρυς , οὐ κατὰ συναίρεσιν , ἀλλ ' ὁμοφώνως τῇ εὐθείᾳ κατὰ τὸν κανόνα ὃν προέφημεν . Ὁ |
| ε καὶ ο εἰς τὴν ου δίφθογγον κίρνανται , οἷον Δημοσθένεος Δημοσθένους , εὐγενέος εὐγενοῦς , τῆς δὲ γενικῆς εἰς | ||
| ἐντελές εἶπεν , τουτέστι τὸ ὁλόκληρον , ἵνα τὸ μὲν Δημοσθένεος εὑρεθῇ ἐντελὲς καὶ ὁλόκληρον , τὸ δὲ Δημοσθένους κατὰ |
| τὴν μετοχὴν εἰς σ ὀξύτονον ποιοῦσι τὸ τρίτον τῷ πρώτῳ ἰσοσύλλαβον , οἷον ἐμάθομεν ἐμάθοσαν , εἴδομεν εἴδοσαν , ἐπὶ | ||
| : ὤφειλον οὖν τὰ εἰς υς , ὡς δυνάμενα τὴν ἰσοσύλλαβον κλίσιν μιμήσασθαι , γενέσθαι ἐν τῇ γενικῆ καὶ κατὰ |
| . τὰ γὰρ εἰς ρα εἰ μὲν μονοφθόγγῳ παραλήγει , μακροκαταληκτεῖ , πήρα . εἰ δὲ διφθόγγῳ , βραχυκαταληκτεῖ : | ||
| ὑπερθετικῷ , οἷον ταχὺς ταχύτερος καὶ ταχύτατος : ὅσα δὲ μακροκαταληκτεῖ ταῦτα μετὰ συμφώνου ἐν τοῖς συγκριτικοῖς ἐκφέρονται καὶ ὑπερθετικοῖς |
| ἐκφωνούμενον λήγουσα τροπῇ τοῦ ι εἰς ε τὴν εὐθεῖαν τῶν δυϊκῶν ποιεῖ , βοΐ βόε . τοῖν Αἰάντοιν : πᾶσα | ||
| τρεῖς ἑνικῶν : ἐγώ , σύ , ἴ , τρεῖς δυϊκῶν , νῶϊ , σφῶϊ , σφῶε , τρεῖς πληθυντικῶν |
| στεροπαῖσί τ ' ἀκˈμὰν ποδῶν . τὸ μὲν ἐμόν , Πηλέϊ γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου Αἰακίδᾳ , ὅν τ ' | ||
| ἡ βαρεῖα εἰς περισπωμένην συνέρχονται , οἷον πάϊς παῖς , Πηλέϊ Πηλεῖ , εὐσεβέα εὐσεβῆ , καὶ λοιπὸν οὐκέτι εὑρίσκεται |
| γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω . τί θαλαττοκοπεῖς : ἐθαλαττοκράτουν | ||
| . ἐξολῶ : Ἐξολοθρεύσω . Θ . . ἀφανίσω , φθερῶ , ὄντας κακούς . . ἀνασχετὸν : Ὑπομονητόν . |
| δέον Αἰσχίνου : ἀφαιρέσει , ἐάν τις λέγῃ Δημοσθένε δέον Δημοσθένεα : ἐναλλαγῇ γράμματος , οἷον ἐάν τις λέγῃ δρίφος | ||
| δηλονότι ἐπὶ ἀρσενικῶν καὶ θηλυκῶν , οἷον Δημοσθένεος Δημοσθένους τὸν Δημοσθένεα τὸν Δημοσθένη , εὐγενέος εὐγενοῦς τὸν εὐγενέα τὸν εὐγενῆ |
| παρέσχον ξενίαν , [ ὁ ] γραμματικὸς παρεγένετο καὶ οὗτος διελέξατο . πάλιν γὰρ ἡ ἐγκειμένη ἀναφορὰ ἐν τῷ ἄρθρῳ | ||
| αὔτοις δᾶμον ὐπὲξ ἀχέων ῤύεσθαι . κήνων ὀ φύσγων οὐ διελέξατο πρὸς θῦμον ἀλλὰ βραϊδίως πόσιν ἔμβαις ] ἐπ ' |
| τοῦ χρόνου τοῦ παρεδρεύοντος σεσημειώσεταιὅθεν . διακριτέον , πότερον ἐν προσθέσει ἐστὶ τοῦ ς τὸ οὕτως ἢ ἐν ὑφαιρέσει τοῦ | ||
| ἠξίουν βαρυτονεῖν , οἰόμενοι ἀπὸ τῆς τέο τῇ τοῦ υ προσθέσει γεγενῆσθαι . Ἡ χρῆσις παρ ' Ἐπιχάρμῳ καὶ Σώφρονι |
| οὔτε τῶν ἔπειτα ἐν τοῖς ἀρσενικοῖς καὶ θηλυκοῖς ὀνόμασι τῷ ἑνικῷ ἀντὶ πληθυντικοῦ ἐχρήσατο ὥσπερ οὗτος . ἡμεῖς δὲ εἰ | ||
| ἢ συνήθειαν , ἀλλὰ τοῦτο πεποίηκεν ὁ Ἀριστοτέλης καὶ πληθυντικὸν ἑνικῷ συνέταξεν , ἐπειδὴ καὶ τὰ ὁμώνυμα πολλὰ πράγματα ὄντα |
| οὐ γὰρ , ὡς τινὲς , ὦ ἐμοὶ , καὶ συναλοιφῇ ὤμοι . πῶς γὰρ τῇ δοτικῇ ἐπεφέρετο εὐθεῖα , | ||
| φρῶ ἡ φρήν . παρὰ τὸ ἴω καὶ προΐω , συναλοιφῇ φρῶ . καὶ φρὴν , ἐφ ' ἧς προΐεται |
| ἵνα τὸ μὲν ὀνοματικὸν προσηγορικὸν γένηται , τὸ δὲ προσηγορικὸν ὀνοματικῶς λέγηται : καὶ τὰ μὲν παθητικὰ ῥήματα δραστήρια , | ||
| συνεχέστερον , πρὸ τῶν ῥημάτων τιθεμένη , ἐπιρρηματικῶς ἀκούεται ἤπερ ὀνοματικῶς , εἰ οὕτως ἀποφαινοίμεθα , ταχὺ παρεγένου , ὅς |
| ἀττικήν : αὕτη γὰρ τὰ παθητικὰ ἐνεργητικῶς λέγει καὶ τὰ ἐνεργητικὰ παθητικῶς . ἄλλως . ὁ Ἑρμῆς ἐστάλη παρὰ τοῦ | ||
| ο μικρόν , πάντως ἂν ἀπ ' ἐκείνων τὰ εὐκτικὰ ἐνεργητικὰ ἐκανόνισεν : ἐπεὶ δὲ οὐκ ἔστιν ἐν τοῖς ὁριστικοῖς |
| ἐγὼ δ ' ἅμ ' ἡμέραι βοῦς εἰς ἀρούρας ἐσβαλὼν σπερῶ γύας . ἀργὸς γὰρ οὐδεὶς θεοὺς ἔχων ἀνὰ στόμα | ||
| κείρω , κερῶ : μείρω , μερῶ : σπείρω , σπερῶ : φθείρω , φθερῶ : δείρω , δερῶ : |
| δὲ κανονίζομεν τὴν δοτικὴν τῶν πληθυντικῶν ἐκ τῆς εὐθείας τῶν ἑνικῶν , ἡνίκα μὴ δύναται κανονισθῆναι ἐκ τῆς δοτικῆς τῶν | ||
| ἐπειδὴ ἐὰν ἀποβληθῇ τὸ σύμφωνον , συνεμπίπτει τῇ δοτικῇ τῶν ἑνικῶν , ὅπερ ἐστὶν ἄτοπον : ἄλλως τε δὲ πᾶσα |
| λοιπὸν κατασκευάζουσι τὸν ἑαυτῶν παρακείμενον , οἷον ἤδη ἐπὶ τοῦ ἐλεύθω γίνεται : ἐπεὶ γὰρ ἀπὸ τοῦ ε ἄρχεται τὸ | ||
| Ἡρακλείδην , ὡς πατῶ πάτος , στείβω στίβος , οὕτως ἐλεύθω ἔλευθος , καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ κέλευθος , ᾧ |
| ο ἐπὶ τῆς δευτέρας συζυγίας τῶν περισπωμένων κατὰ ποιητάς : βοάω βοόω , κομάω κομῶ κομόω , ἀντιῶ ἀντιόω : | ||
| δὲ δευτέρα ἀπὸ τῶν διὰ τοῦ αω ῥημάτων γίνεται , βοάω , ναρκάω , διψάω , καὶ διὰ τοῦτο τὴν |
| βαδίζων ” θλασθείη τὴν κεφαλήν . τῆς κεφαλῆς Ὀρέστης : Ἀττικῶς ἀντὶ τοῦ τὴν κεφαλήν . ὁ δὲ Ὀρέστης οὗτος | ||
| , ἀλυκτῶ : ὁ παθητικὸς παρακείμενος , ἠλύκτημαι : καὶ Ἀττικῶς ἀλαλύκτημαι . ἀλειπὴς πηγὴ ἐν Ἐφέσω : οὕτω καλουμένη |
| πλανῶ , γίνεται ἀλύω , ὡς πλήθω πληθύω καὶ ὀρῶ ὀρύω καὶ ὀρούω : οἱ γὰρ λυπούμενοι ἐν πλάνῃ εἰσίν | ||
| . Ὀρνυμένας : διεγειρομένας : ἐκ τοῦ ὄρω τὸ διεγείρω ὀρύω , καὶ πλεονασμῷ δωρικῷ τοῦ ν ὀρύνω , καὶ |
| εἰς ων καταλήξεως : τὰ γὰρ εἰς ων λήγοντα ἢ ὀξύνονται , ὡς τὸ Σαρπηδών Ἑλικών , ἢ βαρύνονται , | ||
| , ὡς ἐμάθομεν , τὰ εἰς ους λήγοντα ὀνόματα οὐδέποτε ὀξύνονται , χωρὶς τοῦ πούς καὶ ὀδούς , ταῦτα γὰρ |
| εἰς τὴν ου δίφθογγον ἔχει τὴν γενικήν , οἷον ὁ Λάαος τοῦ Λαάου , διατί μὴ καὶ αὐτὸ τὸ συνῃρημένον | ||
| ἐπειδὴ καὶ τὸ ἐντελὲς αὐτοῦ ἰσοσυλλάβως κλίνεται , οἷον ὁ Λάαος τοῦ Λαάου . Καὶ ἄξιόν ἐστι ζητῆσαι , εἰ |
| Ἰσθμοῖ , πολλαχόθι , οὐδαμόθι , ὁτὲ δὲ κατὰ τὴν δοτικὴν μόνην , οἷον Ἀθήνῃσι , Θήβῃσι καὶ ὡς ἐπὶ | ||
| γραμματικοί , τὴν ἀπὸ τῆς ὀρθῆς ἐπὶ τὴν γενικὴν καὶ δοτικὴν ἑτερότητα . Ἰστέον δὲ ὅτι τινὲς τὰ παρώνυμα μέσα |
| τῷ προσιόντι καὶ μεταπείθοντι ὁ μουσικός . ἃς νυνδή . δωριστὶ καὶ φρυγιστί . πρὸ Μαρσύου Μαρσύας Ὀλύμπου μὲν τοῦ | ||
| τὸν βίον σύμφωνον τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα , ἀτεχνῶς δωριστὶ ἀλλ ' οὐκ ἰαστί , οἴομαι δὲ οὐδὲ φρυγιστὶ |
| πρὸς τὸ κτῆμα συντρέχουσα διάθεσις , ἐάν τε κατ ' ἐνεργητικὴν ᾖ ἐκφορὰν ἐάν τε κατὰ παθητικήν , μόνως ἀναλύεται | ||
| εὐκτικῇ καὶ ἐπὶ τῶν ὑπολοίπων , οὐ μὴν κατὰ διάθεσιν ἐνεργητικὴν ἢ παθητικήν : ἢ καὶ ἔτι οἷς μὲν μετὰ |
| : φῶ ἐστι ῥῆμα , τὸ λέγω , οὗ παράγωγον φάζω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ φράζω , ὁ μέλλων φράσω | ||
| φῶ ἐστὶ ῥῆμα , δηλοῦν τὸ λέγω , οὗ παράγωγον φάζω , καὶ φάσκω : πλεονασμῷ τοῦ υ , φαύσκω |
| Αἰολικῶς μέρσω , ὡς φθείρω φθερῶ φθέρσω καὶ κείρω κερῶ κέρσω , καὶ ἀμέρσαι ἐξ αὐτοῦ , . , . | ||
| παρὰ τὸ κείρω τὸ κόπτω : ὁ μέλλων Αἰολικῶς , κέρσω : καὶ ἐξ αὐτοῦ κέρσιος : καὶ ἐγκάρσιος : |
| ποιμένα λαῶν συνεξέδραμε κατὰ κλίσιν . Τὸ Ἀχέρων Ἀχέροντος ὡς μετοχικόν : ἐν τῷ τέλει τὸ ῥέων ἔχον τῷ λόγῳ | ||
| ὦ τυπτόμενε ἐστίν , καὶ ὁ ἐρώμενος τοῦ ἐρωμένου ὄνομα μετοχικόν , καὶ τούτου ἡ κλητικὴ ὦ ἐρώμενε ἐστίν . |
| συναιρούμενα κατὰ τὴν γενικὴν προσθέσει τοῦ ι τὴν δοτικὴν τῶν πληθυντικῶν ποιεῖ . τοὺς ἅλας , ὦ ἅλες . Ἑνικά | ||
| τὸ λελάμπρυνται τρίτον πρόσωπον τῶν ἑνικῶν ὁμόφωνον τῷ τρίτῳ τῶν πληθυντικῶν ὡς τὸ ἐξήρανται , καὶ κατῄσχυνται , καὶ ὅσα |
| ] Πέργαμον Γαληνοῦ . . Ἐρετριέως ] πῶς δὲ οὗτος Ἐρετριεὺς ὢν ᾤκει τὴν Λυδίαν φησὶν ἐν τῷ γʹ τῶν | ||
| παρασίτους τοῦ θεοῦ τοὺς Δηλίους . Ἀχαιὸς δ ' ὁ Ἐρετριεὺς ἐν Ἀλκμαίωνι τῷ σατυρικῷ καρυκκοποιοὺς καλεῖ τοὺς Δελφοὺς διὰ |
| βίβλῳ κατέταξεν , κατὰ μέρος ἐπισκοπήσωμεν ἀπὸ τοῦ τύπτω καὶ λείβω τὴν ἀρχὴν ποιησάμενοι , ἀφ ' ὧν καὶ αὐτὸς | ||
| παρακείμενος τὸ Φ , τύπτω , τύψω , τέτυφα , λείβω λείψω λέλειφα , γράφω , γράψω γέγραφα : καὶ |
| ὅτι ἐνταῦθα οὐ συναιρεῖται ὡς Λητόϊ Λητοῖ , ἐπειδὴ οὐδέποτε δοτικὴ ἑνικῶν μονοσύλλαβος ἐκφωνεῖ τὸ ι , οἷον τῷ νῷ | ||
| : τοῖς σωλῆσι , τοῖς ποιμέσιν . Ἰστέον ὅτι ἡ δοτικὴ τῶν πληθυντικῶν ἀπὸ τῆς δοτικῆς τῶν ἑνικῶν γίνεται ἐνταῦθα |
| . καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ , φράζω . τὸ δὲ βάζω ὁ μέλλων βάξω , καὶ ὄνομα βάξις . Βάβαξ | ||
| ἀνιῶ ἀνιάζω , ἀτιμάζω , πελάζω . ἐκ δὲ τοῦ βάζω καὶ ἡ βάξις Δωρικώτερον . καὶ οὕτω μὲν ἐκ |
| ἀπὸ τοῦ λωτόεντα γίνεται καθ ' ὑπερβιβασμὸν λωτέοντα καὶ κράσει Δωρικῇ τοῦ ΕΟ εἰς τὴν ΕΥ δίφθογγον λωτεῦντα . εἰ | ||
| τοῦ ι καὶ ἐκτάσει τοῦ ε εἰς η καὶ τροπῇ Δωρικῇ τοῦ δ εἰς τὸ συγγενὲς ζ ἀζηχές . σημαίνει |
| καὶ αἱ ἄλλαι ἐγκλίσεις : ἀλλ ' ἀπὸ τῶν ἰδίων μετοχῶν : τὸ γὰρ τύπτοιμι ὁ εὐκτικὸς ἐνεστὼς οὐκ ἀπὸ | ||
| σύνταξις , καθ ' ὃν ἐπεδείξαμεν λόγον ἐν τῷ περὶ μετοχῶν . μετὰ μὲν οὖν κυρίων , ἡνίκα οὕτω φαμέν |
| . ξυνεδεδέατο : συνδεδεμένοι ἦσαν : ἀπὸ τοῦ δέω τὸ δεσμεύω : ὁ παθητικὸς ὑπερσυντελικὸς , ἐδεδέμην : τὸ τρίτον | ||
| τοῦ ι , γίνεται δ ' ἐκ τοῦ δέω τὸ δεσμεύω δοὸς , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι δοιὸς , ἡ |
| ὁ πλεονασμὸς τοῦ ν καθὰ καὶ ἐν τῷ δύνω καὶ θύνω . . . , : πεποίηται δὲ , φασί | ||
| λήγοντα ῥήματα διὰ τοῦ ν προφέρουσιν οἷον δύω δύνω θύω θύνω , ὡς παρ ' Ὁμήρῳ ” θῦνε γὰρ ἀμ |
| καὶ κατὰ διπλασιασμὸν τοῦ ρ γίνεται ἔρρω , ὡς κείρω κέρρω : οἱ δὲ Αἰολεῖς τὰ εἰς ρω λήγοντα ῥήματα | ||
| δασέων τὸ ἔρρω φησὶ γίνεσθαι καθ ' ὁμοιότητα τοῦ κείρω κέρρω Αἰολικοῦ . ὁμοίως οὖν καὶ ἐκ τοῦ πλευράξ ἀφῄρηνται |
| τῇ γε μὴν σημασίᾳ παθητικά : καὶ τοὔμπαλιν ἔρχομαι πορεύομαι ἵσταμαι , ἃ τῇ μὲν φωνῇ παθητικά , οὐ μέντοι | ||
| ; ἐγὼ πρῶτος , ἐπειδὰν ἴδω σε , διψῶ καὶ ἵσταμαι μὴ θέλων , τὸ ἔκπωμα κατέχων : τὸ μὲν |
| ἄλιπτα : παρὰ τὸ ἀλείφω ἄλιμμα , καὶ † ἄλιπτα Αἰολικῶς . . . . ἁλιεύς : παρὰ τὸ ἁλός | ||
| ταράττεσθαι : παρὰ τὸ ἐν ἄτῃ ταράττεσθαι . Ἄμυδις , Αἰολικῶς : παρὰ γὰρ τὸ ἅμαδις καὶ ἄμυδις , τροπῇ |
| αἶ αἶ αἶ ] Τὰ εἰς αι λήγοντα ἐπιρρήματα θρηνητικὰ περισπῶνται , πλὴν τοῦ βαβαί καὶ οὐαί . τὸ δὲ | ||
| ὅτι τὰ εἰς ους λήγοντα ὀνόματα εἰ μὲν ὦσιν ἁπλᾶ περισπῶνται , οἷον βοῦς νοῦς χροῦς χοῦς χνοῦς ῥοῦς χαλκοῦς |
| ἐμισθοδοτοῦντο . δηλοῖ δὲ τὴν δύναμιν ταύτην ἥ τε τοῦ Τρύφωνος ἐπικληθέντος Διοδότου παραύξησις καὶ ἐπίθεσις τῇ βασιλείᾳ τῶν Σύρων | ||
| , συμπαραλαμβανομένης γενικῆς μετὰ τῆς ὑπό προθέσεως , δέρομαι ὑπὸ Τρύφωνος , τιμῶμαι ὑπὸ Θέωνος . Καὶ αὕτη μὲν μόνη |
| Ἀποροῦσι δέ , τί δήποτε τὰ πρῶτα ἐκ τῶν ὑστέρων κανονίζει , φημὶ δὴ τὰ δυϊκὰ ἀπὸ τῶν πληθυντικῶν : | ||
| Κανονίζων τὴν εὐθεῖαν τῶν δυϊκῶν ἀπὸ τῆς δοτικῆς τῶν ἑνικῶν κανονίζει αὐτὴν λέγων , ὅτι πᾶσα δοτικὴ ἑνικῶν εἰς ι |
| αὐτὸν ἰδόντα , τὰ δὲ καὶ δι ' ἑτέρω τινὸς τρόπω κατανοήσαντα . οὔτε γὰρ ὁ ἐν λογισμοῖς καὶ μαθημάτεσσι | ||
| βάλλεις . μνημονικὸς ] ἐνθυμητικός , οὐκ ἐπιλήσμων . δύο τρόπω : ⌈ ἤτοι [ ἤγουν ] δύο τρόποι καὶ |
| Μαχάων Μαχάονος : τὸ δὲ Ὑψίζων Ὑψίζοντος τῷ λόγῳ τῶν μετοχικῶν διὰ τοῦ ντ ἐκλίθη : τὸ ὀλίζων ὀλίζονος διὰ | ||
| Ἀττικοῖς ] τῇ γενικῇ τῶν πληθυντικῶν τῶν ⌈ μετοχῶν [ μετοχικῶν ὀνομάτων ] χρῆσθαι ἀντὶ ⌈ τρίτων προσώπων τῶν δυϊκῶν |
| τοῦ βέλους : παρὰ τὸ ἄρω , τὸ ἁρμόζω , ἦρμαι ἦρσαι ἦρται ἄρτης : ἔνθεν καὶ πυλάρτης . καὶ | ||
| ἁρμόζω , ὁ μέλλων Αἰολικῶς ἄρσω , ὁ παρακείμενος ἦρκα ἦρμαι ἤρμην ἦρσο ἦρτο , Ἰωνικῶς ἄρτο καὶ πλεονασμῷ τοῦ |
| , τὸ ὁμοιῶ . ὥσπερ παρὰ τὸ πήσσω πάγιος , ἁρμόζω ἁρμόδιος , οὕτω καὶ παρὰ τὸ εἴκω εἴκιος . | ||
| οἱ ἐπὶ ὁμονοίᾳ διδόμενοι . παρὰ τὸ ἀρῶ , τὸ ἁρμόζω , καὶ τὸ ὁμοῦ . . . . , |
| . ἀπεκαίνυτο : καίνω καινύω καίνυμι καίνυμαι ἐκαινύμην ἐκαίνυτο ὡς ὄρω ὀρύω ὀρνύω ὄρνυμι . . . . ἀπεβουκόλησα : | ||
| ο , ὄνυξ . Ὀτρύνω . πλεονασμῷ τοῦ τ , ὄρω , ὀρύνω , καὶ ὀτρύνω . Ὁδεῖνα . ὅδε |
| : καὶ ὅσα ἀπὸ τῶν εἰς ος καθαρῶν τὸ ι παραληγομένων κύρια καὶ κτητικά : καὶ ὅσα τῇ αι διφθόγγῳ | ||
| δισύλλαβα παραληγόμενα τῷ Ο βαρύνεται , ὁπότε γίνεται ἀπὸ τῶν παραληγομένων τῇ Ε ἢ ΕΙ ἢ ΑΙ διφθόγγῳ ῥημάτων , |
| . ἀτίζων ἀτιμάζων . ἀτέοντα ἀτώμενον , βλαπτόμενον : “ Αἰνεία , τίς ὧδε θεῶν ἀτέοντα κελεύει . ” ἀτραπός | ||
| πληθυντικῶν ποιεῖ , οἷον τὼ κοχλία οἱ κοχλίαι , τὼ Αἰνεία οἱ Αἰνεῖαι , τὰ Μούσα αἱ Μοῦσαι , τὰ |
| ἐπὶ βʹ προσώπων καὶ ἀπαρεμφάτων ἐξ ἀνάγκης ῥῆμα ἀκολουθήσει ῥήματι ἀπαρεμφάτῳ : “ ὥς μ ' ὄφελ ' Ἕκτωρ κτεῖναι | ||
| Εἴθε ἀντὶ τοῦ ἄμποτε . τὸ Εἴθε ὁριστικῷ μᾶλλον ἢ ἀπαρεμφάτῳ συντάσσεται . καὶ Πλάτων : ” εἴθ ' ἔγραψεν |
| , καὶ τροπῇ τοῦ λ εἰς ρ κρῶ , ὅθεν κράζω παράγωγον . τὸ δὲ κλῶ , τὸ φωνῶ , | ||
| οὖν λάξω μέλλων . ὄνομα λαχμὸς , ὡς παρὰ τὸ κράζω κράξω κραγμός : τὸ δὲ γ εἰς χ μεταπεσόντος |
| : τελικὰ ἀρσενικῶν ὀνομάτων ἀνεπεκτάτων κοινῶν κατ ' εὐθεῖαν καὶ ἑνικὴν πτῶσίν εἰσι πέντε , ν ξ ρ ς ψ | ||
| τὸ κρέας . . . . προσέθηκα δὲ κατὰ τὴν ἑνικὴν εὐθεῖαν ἐν χρήσει Ἑλλήνων , ἐπεὶ παρὰ Ἑκαταίωι ἐστὶ |
| , ἑννύω , ἕννυμι , καὶ ἀμφιέννυμι , ἄχω , ἀχνύω , ἄχνυμι , ῥῶ , ῥωννύω , ῥώννυμι , | ||
| καὶ ὡς πλήθω πληθύω πληθύνω , οὕτως ἀχύνω καὶ ὑπερθέσει ἀχνύω . καὶ ἀχνύομαι , καὶ ἄχνυμαι . συγκοπῇ καὶ |
| Μεγαρίδος . λέγεται καὶ Τριποδίσκη . Ἡρωδιανὸς δωδεκάτῃ . ὁ κωμήτης Τριποδίσκιος . Καλλίμαχος δ ' ἐν Αἰτίων . . | ||
| τὸν πλανήτην : δεῖ δὲ γινώσκειν , ὅτι ὥσπερ τὸ κωμήτης καὶ πεδήτης καὶ πλανήτης , καὶ κώμη κωμήτης , |
| ἔχοντα πατρωνυμικῶν ὀξύνονται : Πριαμίς Τανταλίς Τυνδαρίς . Τὰ εἰς ΙΣ ὑποκοριστικὰ ἔχοντα ἐν ἴσαις συλλαβαῖς τὴν παραγωγὴν ὀξύνεται : | ||
| , ὥσπερ καὶ τὸ γέλγις γέγγις . Ἔτι τὰ εἰς ΙΣ πολυσύλλαβα : στρατηγίς ἁλουργίς . τὸ δὲ ἄμοργις βαρύνεται |
| οἷον , σπείρω , σπορά : φθείρω , φθορά : δείρω , δορά : θέρω , Θορὰ δῆμος Ἀττικός : | ||
| τὸ ι εἰς ρ προφέρονται , οἷον σπείρω σπέρρω , δείρω δέρρω . . . , : πεποίηται δὲ ἡ |
| ἀποβολῇ τοῦ ι Αἰολικῶς καὶ κατὰ διπλασιασμὸν τοῦ ρ γίνεται ἔρρω , ὡς κείρω κέρρω : οἱ δὲ Αἰολεῖς τὰ | ||
| . οὕτω γοῦν καὶ φθείρω εἴρω , ἐξ οὗ Αἰολικῶς ἔρρω ὡς κείρω κέρρω , δείρω δέρρω : Αἰολεῖς γάρ |
| μέρος ἐπιβολὴν ἤδη τινὰ παρατηρήσεως ἔτυχεν ἐξαιρέτου σινωτικά τε καὶ παθητικὰ σχήματα διὰ τῶν ὡς ἐπίπαν κατὰ τὰς ὁμοιοσχήμονας θέσεις | ||
| διαιρῶν φησι τῶν ζητημάτων τὰ μὲν εἶναι ἠθικὰ τὰ δὲ παθητικὰ τὰ δὲ πραγματικὰ τὰ δὲ μικτά : τούτους γὰρ |
| ὄνυξ . Ὀτρύνω . πλεονασμῷ τοῦ τ , ὄρω , ὀρύνω , καὶ ὀτρύνω . Ὁδεῖνα . ὅδε , ὅδει | ||
| , ὁ παθητικὸς ἄχνυμαι καὶ ἀχνύμενος , ὥσπερ ὀρῶ ὀρύω ὀρύνω ὄρνυμι ὄρνυμαι ὀρνύμενος ' . . . . ἄχος |
| εἰς α . Ἡράκλεες Ἡράκλεις καὶ Ἥρακλες καὶ ἀττικῶς ὦ Ἡρακλέη : ἰστέον ὅτι τὸ μὲν Ἡράκλεες ὥσπερ τὸ ὦ | ||
| καὶ Ἡρακλῆα ποιητικῶς : ἰστέον ὅτι εὐλόγως ἐγένετο Ἡρακλέα καὶ Ἡρακλέη διχῶς , ἐπειδὴ τοῦ ε φωνῆεν προηγεῖται ἐν τῷ |
| ἐν ὑπερβιβασμῷ τοῦ ν ἀχνύω . ἐκ δὲ τούτου παράγωγον ἄχνυμι , ὁ παθητικὸς ἄχνυμαι καὶ ἀχνύμενος , ὥσπερ ὀρῶ | ||
| , ἕννυμι , καὶ ἀμφιέννυμι , ἄχω , ἀχνύω , ἄχνυμι , ῥῶ , ῥωννύω , ῥώννυμι , πήγω , |
| Μηριόνου , καὶ Ἀττικοὶ συναιροῦντες τὴν Δημοσθένεος γενικὴν Δημοσθένους φασὶν ἰσοσυλλάβως : ἐπειδὴ δὲ πᾶσα εὐθεῖα εἰς ς λήγουσα , | ||
| τὰ ἐντελῆ αὐτῶν ἰσοσυλλάβως κλίνονται , οὕτω καὶ τὰ συνῃρημένα ἰσοσυλλάβως κλίνονται . Καλῶς δὲ εἴρηται , ὅτι τὰ συνῃρημένα |
| Αἰολεῖς , ἔνθεν ἡ στέρησις ἀγνοῶ : ἐκ δὲ τοῦ γνώσκω πάντως κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν τὸ γιγνώσκω . λέγει δὲ ὁ | ||
| , τρώσω , τρώσκω , καὶ τιτρώσκω : γνώσω , γνώσκω , καὶ γιγνώσκω : θνήσω , θνήσκω : μνήσω |
| τ ' Αἰσχρή τε , Θόωσά τε Δηναίη τε , Νημερτής τ ' ἐρόεσσα μελάγκουρός τ ' Ἀσάφεια . . | ||
| Εὐμενής καὶ Εὐτυχής καὶ Εὐσεβής καὶ Εὐπρεπής καὶ Διοτρεφής καὶ Νημερτής καὶ Ἀψευδής καὶ τοῦ ἐν τῇ συνηθείᾳ λεγομένου Καλοετής |
| ὁ Γρᾶς τοῦ Γρᾶ . Ἔστι δὲ ἀπολογήσασθαι περὶ τοῦ Γράδης καὶ εἰπεῖν , ὅτι εὐλόγως εἰς τὴν ου δίφθογγον | ||
| δισύλλαβα μὴ διὰ τοῦ ΟΥΣ κλινόμενα βαρύνονται : Πύδης ᾅδης Γράδης μέδης . τὸ μέντοι ψευδής καὶ φραδής ἐπιθετικά . |
| ἄργυρον , δαφνήεις δαφνήεντος δαφνῆς δαφνῆντος , ὁ σῶος τοῦ σώου ὁ σῶς τοῦ σῶ : οὕτως οὖν καὶ ὁ | ||
| λέξεως μετενηνεγμένον Βάρβαρον λέγεται . Σολοικισμὸς δὲ , ὅτι τοῦ σώου λόγου αἰκία : αἰκίζεται γὰρ τὴν ἀκολουθίαν τοῦ λόγου |
| ἐνεργείας καὶ πάθους : τύπτω μὲν γὰρ ἐνέργειαν σημαίνει , τύπτομαι δὲ πάθος : καὶ ὅτι ἀεὶ καθ ' ἑτέρου | ||
| τοῦ τρίτου καὶ κρᾶσιν ποιούμενον τῶν φωνηέντων , ὡς τὸ τύπτομαι τύπτῃ τύπτεται : καὶ ὅσα μὲν εἶχον τὴν ἐνεργητικὴν |
| . . , : Ἁλαὶ Ἀραφηνίδες καὶ Ἁλαὶ Αἰξωνίδες . Τρύφων ἐν παρωνύμοις ‚ Ἁλαῖος τρισυλλάβως καὶ Ἁλαιαῖος τετρασυλλάβως . | ||
| περιπατεῖν Τρύφωνα : καὶ ἔτι ἐπὶ προστακτικῆς ἐγκλίσεως , περιπατείτω Τρύφων , εἴποι ἂν προσέταξε περιπατεῖν Τρύφωνα . Ἔνθεν μοι |
| ἐς τὴν παρεξειρεσίαν καὶ ἀπέβαλε τὴν ἀσπίδα . † Καὶ ἀναδίπλωσις δέ που εἰργάσατο μέγεθος , ὡς Ἡρόδοτος δράκοντες δέ | ||
| τινὸς λόγου , ἢ πλειόνων λέξεων ἐπαναλαμβανομένων , ὃ καὶ ἀναδίπλωσις καλεῖται , οἷόν ἐστι τοῦ δ ' ἐγὼ ἀντίος |
| Ἀναδράμωμεν δὲ ἐπὶ τὰ λοιπὰ παραδείγματα τοῦ κανόνος , ταχέος ταχέϊ , ἡδέος ἡδέϊ : ἰδοὺ ταῦτα ὁμότονά εἰσι καὶ | ||
| ποιεῖ , οἷον ὄφεϊ ὄφεσι , [ Πηλέϊ Πηλέσι ] ταχέϊ ταχέσι , βραδέϊ βραδέσι , Πλάτωνι Πλάτωσι , Μέμνονι |
| : ἐποιούμην ἐποιοῦ , ἐνικώμην ἐνικῶ . Τῶν εἰς ΜΗΝ εὐκτικῶν τὰ δεύτερα πρόσωπα εἰς Ο καταλήγουσι καὶ ἢ προπαροξύνονται | ||
| προστακτικῶν : καιρὸς δ ' ἂν εἴη καὶ περὶ τῶν εὐκτικῶν εἰπεῖν . Διατί μὲν γὰρ καὶ αὕτη ἡ ἔγκλισις |
| ἡ γενικὴ διὰ τοῦ Κ ἐκφέρεται . Καὶ ἀπορητέον : διατί μὴ καὶ τὸ ἅρπαξ ἅρπακος ἀλλὰ ἅρπαγος κλίνεται καὶ | ||
| τὸ δὲ φύσει μακρὸν μεῖζόν ἐστι τοῦ θέσει μακροῦ : διατί δὲ χερσί μόνως λέγομεν τὴν δοτικὴν τῶν πληθυντικῶν καὶ |
| ἔργοις . οἷον , ταχέως ἅμα βοῆ . ἀνεσόβοω : σοβῶ ἐστὶ , τὸ ἐντρέχω . ἔνιοι δὲ τὸ ἐκδιώκω | ||
| δολῶ : δονῶ : θολῶ : κροτῶ : κλονῶ : σοβῶ : στορῶ : τορῶ : φρονῶ : χολῶ : |
| ἐνεστῶτα τὸν σημαίνοντα τὸ καταπονῶ ὁ μέλλων τερῶ , ὡς κείρω κερῶ , γέγονε ῥηματικὸν ὄνομα κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ω | ||
| , , . , . : κορμός : παρὰ τὸ κείρω . . . , : κορυθαίολος : αἰόλλω ῥῆμα |
| λέγοντι : πᾶσα εὐθεῖα ἑνικῶν εἰς ς λήγουσα μετὰ μακρᾶς περιττοσυλλάβως κλινομένη καὶ μὴ συναιρουμένη κατὰ τὴν γενικὴν προσθέσει τοῦ | ||
| λέγοντι : πᾶσα εὐθεῖα ἑνικῶν εἰς ς λήγουσα μετὰ μακρᾶς περιττοσυλλάβως κλινομένη καὶ μὴ συναιρουμένη κατὰ τὴν γενικὴν προσθέσει τοῦ |
| Προτακτικὰ φωνήεντα πέντε : α ε η ο ω . προτακτικὰ δὲ λέγεται , ὅτι προταϲϲόμενα τοῦ ι καὶ υ | ||
| τὸ ἐπιμελεῖται . αὐτάρ : δέ . ὁ : τὰ προτακτικὰ ἄρθρα στερηθέντα τῶν ὑποκειμένων ὀνομάτων ταχύτερον ἐκφωνοῦνται καὶ ἀντὶ |
| διάλεκτον Φίλτις . οἱ Δωριεῖς γὰρ τὸ λ εἰς ν μετατιθέασι , ὅταν ᾖ εἴτε τὸ τ εἴτε τὸ θ | ||
| κλίσεις ἐπὶ τὴν κατὰ νώτου ἐπιφάνειαν τὴν ὄψιν τοῦ ὁπλίτου μετατιθέασι : καὶ τὸ τοιοῦτο καλεῖται μεταβολή : γίνεται δὲ |
| δὲ γενέτης ἢ ἐκ τοῦ γείνω , τὸ ὑπάρχω , γενῶ γενέτης : ἢ ἐκ τοῦ γεννάω γεννῶ . . | ||
| δὲ γενέτης ἢ ἐκ τοῦ γείνω , τὸ ὑπάρχω , γενῶ γενέτης : ἢ ἐκ τοῦ γεννάω γεννῶ . . |
| , οὐ δυνάμενον ἐν ἀρχῇ παραλαμβάνεσθαι , τό γε μὴν προτακτικόν , ἠθισμένον κατ ' ἀρχὰς λόγων παραλαμβάνεσθαι , οὐκ | ||
| τοῦ ω μεγάλου γράφονται , εἴτε ὑποτακτικὸν εἴη , εἴτε προτακτικόν : καὶ ἐπὶ μὲν τῆς δοτικῆς τῶν ἑνικῶν ἔχουσι |
| σκηνῶ μὲν σκηνώσω , ἀφ ' οὗ καὶ σκήνωμα , σκηνῶ δὲ σκηνήσω , ἐξ οὗ σκηνήτης ὁ πρόσκαιρον ἔχων | ||
| πλανώμενοι ὡς ξένοι . ἐσκηνημένοι ] ἀπὸ τοῦ σκηνέω , σκηνῶ . σφόδρα γὰρ ἐσωζόμην ἐγώ : ἐκ τοῦ ἐναντίου |
| ἀπὸ τοῦ σπείρω γίνεται σπόρος , οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ εἴρω , ὃ σημαίνει τὸ συμπλέκω καὶ συνάπτω , γίνεται | ||
| ἀπὸ τοῦ σπείρω γίνεται σπόρος , οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ εἴρω , τὸ συμπλέκω καὶ συνάπτω , γίνεται ὅρος : |
| οὕτω καὶ ἐκ τοῦ νοῶ γίνεται νοΐσκω καὶ κατὰ συναίρεσιν νώσκω καὶ προσθέσει τοῦ γ Αἰολικῶς γνώσκω , ἐπεὶ καὶ | ||
| Ἰωνικὴ ἀναδίπλωσις νινώσκω διὰ τῶν δύο ν . τοῦ δὲ νώσκω Ἠπειρωτικὴ γιγνώσκω διὰ τῶν δύο γ . . . |
| Ῥωμαίων διαλέκτου . . , : ὀπωπή : παρὰ τὸ ὄπτω ῥῆμα γίνεται ὄνομα ῥηματικὸν ὀπή , ὡς κόπτω κοπή | ||
| , κλέπτω κλέβδην , κρύπτω κρύβδην , γράφω γράβδην , ὄπτω ὄβδην καὶ ἐσόβδην . καὶ παρὰ τοὺς εἰς ξω |
| ἀπὸ τῶν παθητικῶν ἀορίστων , οἱ δὲ μέσοι ἀπὸ τῶν ἐνεργητικῶν μελλόντων . Πᾶς παθητικὸς ἀόριστος κατὰ τὸ τρίτον πρόσωπον | ||
| μόνη ἐστὶν τῶν παθητικῶν ἡ σύνταξις : τῶν γε μὴν ἐνεργητικῶν ἐστιν καὶ γενική , οὐ συνούσης τῆς ὑπό προθέσεως |
| ψυχὴν , ἀλλ ' ἡ κατὰ τάξιν καὶ βαθμὸν αὐτῶν σειρὰ καὶ ἡ ἐν τάξει τελειότης τῆς ψυχῆς παραδίδοται νῦν | ||
| ἄρχομαι , περινοστῶ , ἀναγορεύω καλῶ , σειρῶ , ἡ σειρὰ τοῦ βίρρου , ἡλοκοπῶ , φωνῶ κράζω , συντρέφω |
| δὲ καὶ ἡ τετάρτη συζυγία τῶν εἰς μι , οἷον ζεύγω , ζευγνύω , ζεύγνυμι , ὄρω , τὸ διεγείρω | ||
| ἄλλων ] ῥημάτων : τὸ γὰρ ζευγνύω πρὸς μὲν τὸ ζεύγω παράγωγον , πρὸς δὲ τὸ ζεύγνυμι πρωτότυπον , ὡς |
| ἀργὸς ἀργής : ἀργῆτι κεραυνῷ . Ἐδωδή . ἔδη , διπλασιασμῷ ἐδηδὴ , καὶ ἐδωδὴ κατὰ τροπὴν τοῦ η εἰς | ||
| καὶ ἐνοσίφυλλος . ἤνοκα καὶ ἤνοθα ὁ μέσος , καὶ διπλασιασμῷ Ἀττικῷ ἐνήνοθα . . . . , , : |
| ἧκα , ἕμαι , εἷμαι , κατὰ πλεονασμὸν ὡς τὸ τέθειμαι , καὶ εἷσαι , καὶ ἀφεῖσαι . φυλάττεται γὰρ | ||
| παθητικοῦ παρακειμένου γίνεται πρὸ τῆς αι δεχόμενος τὸ ομ , τέθειμαι τέθεισαι τεθείσομαι , εἴγε ἄρα γίνεται . Δυϊκά . |
| λέξει μιᾷ ὁ βαρβαρισμὸς νοεῖται καὶ ἐν συνθέσει λέξεων ὁ σολοικισμός , ἀλλ ' οὐκ ἐν τοῖς ὑποκειμένοις πράγμασι , | ||
| ὁ τῆς ἀναδιπλώσεως τρόπος . τὸ δὲ τοιοῦτον οὐκ ἔστι σολοικισμός , ἀλλὰ σχῆμα : Θῆβαι ἀνήρπασται . . . |
| πόθεν τὸ ὄσσω καὶ πέσσω ; παρὰ τὸ ὄπτω καὶ πέπτω . Αἰολικῶς γὰρ ἐτράπη τὸ πτ εἰς δύο σσ | ||
| , μάσσω μάγειρος : Αἰολεῖς δὲ διὰ τοῦ ι : πέπτω πέπειρος : ὀνῶ τὸ ὀφελῶ ὄνειρος : ἀΐσσω αἴγειρος |
| παραλήγεται , γελῶ γελάσω : τιλῶ τιλάσω καὶ τιλήσω καὶ συλῶ συλήσω : εἰ δὲ πρὸ τοῦ ρ ἢ τοῦ | ||
| αἴσυλος προπαροξύνεται ὡς σύνθετον , ἀπὸ τοῦ Α καὶ τοῦ συλῶ , ὁ πολλὰ συλῶν . Τὰ εἰς ΥΛΟΣ τρισύλλαβα |
| , τρὶς τρεῖς ἐννέα : ὑπὸ δυάδος γὰρ γίνεται ὁ διπλασιασμός . ἐπεὶ οὖν πάντα ἐκ τῆς ὕλης γίνονται διὰ | ||
| . προφάσεσι . ἴσως ἄν , ἴσως ] τεχνικὸς ὁ διπλασιασμός . οὔτε γὰρ φανερῶς ἀπεφήνατο οὔτε μόνῳ τῷ ἴσως |
| ἔχει τὸ κῦρος , ἀλλ ' ὅταν σὺν τούτοις μὴ διδασκαλικήν , ὥσπερ γεωμετρία , ἀλλὰ πειστικὴν ποιῆται τὴν πειθώ | ||
| τὴν πειθὼ διαιρεῖν εἴς τε τὴν πιστευτικὴν καὶ εἰς τὴν διδασκαλικήν . ἔστι δὲ προσθεῖναι καὶ εἰς τὴν ἀπὸ τῶν |
| πληθυντικῶν συναιροῦνται , οἷον Δημοσθένεος Δημοσθένους , Δημοσθενέοιν Δημοσθενοῖν , Δημοσθενέων Δημοσθενῶν , Διομήδεος Διομήδους , Διομηδέοιν Διομηδοῖν , Διομηδέων | ||
| , Πηλέϊ Πηλεῖ , εὐγενέος εὐγενοῦς : οὕτως οὖν καὶ Δημοσθενέων Δημοσθενῶν περισπωμένως : τὸ δὲ Δημοσθενέων παροξύνεται . Καὶ |
| ὡς προείρηται : εἰ οὖν ταῦτα εἰς φωνῆεν ἔχουσι τὴν κλητικὴν καταλήγουσαν , ὦ Ἐρετριεῦ γὰρ καὶ ὦ Πειραιεῦ καὶ | ||
| τρίτοις προσώποις σύνταξιν ποιουμένων , καὶ εἰ ἀπεμφαῖνον τὸ τὴν κλητικὴν ὄνομα μὴ παραδέχεσθαι , ἀπεμφαῖνον ἄρα καὶ τὸ τῆς |
| σήπω , ἔσαπον : λήβω , ἔλαβον : δήκω , ἔδακον : λήχω , ἔλαχον : τήκω , ἔτακον : | ||
| . δαφοινήν : ἄγαν φονικήν . Ἕλον : ἔλαβον , ἔδακον . Νηδύν : γαστέρα , ἔλαβον : νηδὺς ἀπὸ |
| Πηλέϊ Πηλεῖ , εὐγενέος εὐγενοῦς : οὕτως οὖν καὶ Δημοσθενέων Δημοσθενῶν περισπωμένως : τὸ δὲ Δημοσθενέων παροξύνεται . Καὶ ἄξιόν | ||
| καὶ κατὰ κρᾶσιν τοῦ ε καὶ ω εἰς ω γίνεται Δημοσθενῶν περισπωμένως : περισπᾶται δέ , ἐπειδή , ὡς εἴρηται |
| Λυσίμαχος : μίξω , μιξόθηρ : μιξοπόλιος : μιξοβάρβαρος : ὄρσω , ὀρσόθριξ : ὀρσοθώραξ : δρύψω , δρυψόπαις : | ||
| παρὰ τὸ ὁρῶ τὸ διεγείρω : ὁ μέσος Αἰολικὸς , ὄρσω : καὶ τὸ θύρα γίνεται , ὀρσοθύρη . ὀθνεῖον |