ἀπὸ τῶν παθητικῶν ἀορίστων , οἱ δὲ μέσοι ἀπὸ τῶν ἐνεργητικῶν μελλόντων . Πᾶς παθητικὸς ἀόριστος κατὰ τὸ τρίτον πρόσωπον | ||
μόνη ἐστὶν τῶν παθητικῶν ἡ σύνταξις : τῶν γε μὴν ἐνεργητικῶν ἐστιν καὶ γενική , οὐ συνούσης τῆς ὑπό προθέσεως |
τρίτα τῆς δευτέρας καὶ τρίτης συζυγίας τῶν δευτέρων καὶ τρίτων ὁριστικῶν τῶν αὐτῶν συζυγιῶν , καθάπερ διεφώνησαν τὰ ἄλλα ὑποτακτικά | ||
τῇ παραληγούσῃ : γίνονται δὲ τὰ παθητικὰ εὐκτικὰ ἀπὸ τῶν ὁριστικῶν παθητικῶν τροπῇ τῆς μαι εἰς μην : ἐὰν οὖν |
καὶ αἱ ἄλλαι ἐγκλίσεις : ἀλλ ' ἀπὸ τῶν ἰδίων μετοχῶν : τὸ γὰρ τύπτοιμι ὁ εὐκτικὸς ἐνεστὼς οὐκ ἀπὸ | ||
σύνταξις , καθ ' ὃν ἐπεδείξαμεν λόγον ἐν τῷ περὶ μετοχῶν . μετὰ μὲν οὖν κυρίων , ἡνίκα οὕτω φαμέν |
οὐ θέλει πάλιν τὸ η τὸ κατ ' ἀρχὴν τῶν παρῳχημένων εἰς ε καὶ α διαλύεσθαι , ὁπότε ὁ ἐνεστὼς | ||
πνίξω ψύξω ἐρύξω , χωρὶς εἰ μὴ τῷ λόγῳ ἀρχούσης παρῳχημένων , ὡς ἐπὶ τοῦ ἰξεύω ἴξευοντὸ μὲν γὰρ ἰξεύω |
ἀττικήν : αὕτη γὰρ τὰ παθητικὰ ἐνεργητικῶς λέγει καὶ τὰ ἐνεργητικὰ παθητικῶς . ἄλλως . ὁ Ἑρμῆς ἐστάλη παρὰ τοῦ | ||
ο μικρόν , πάντως ἂν ἀπ ' ἐκείνων τὰ εὐκτικὰ ἐνεργητικὰ ἐκανόνισεν : ἐπεὶ δὲ οὐκ ἔστιν ἐν τοῖς ὁριστικοῖς |
δύνωμαι ἐπίσταμαι ἐὰν ἐπίστωμαι . Τὰ δεύτερα τῶν εἰς ΜΙ προστακτικῶν βαρύνεται , ὁπότε . . . προπαροξύνονται κατὰ τὸ | ||
τὸ πεποίησθε . . Φαίνεται οὖν ὅτι τὸ λεῖπον τῶν προστακτικῶν προσώπων , λέγω τὸ πρῶτον , καὶ τὰ λείποντα |
ἐπεὶ παραβαθείη ἂν πάντα ἐκεῖνα μὴ ἑπομένων τῷ λογισμῷ τῶν παθητικῶν δυνάμεων . ἢ γὰρ θυμὸς ἐξετάραξε κατὰ γονέων , | ||
, ὃς καὶ νοῦς πρακτικὸς ὀνομάζεται , καὶ αὐτῶν τῶν παθητικῶν λεγομένων δυνάμεων , θυμοῦ λέγω καὶ ἐπιθυμητικοῦ , τοῦ |
πολλοῖς διέστηκεν ἰδιώμασιν . ἀλλὰ καὶ προεκτεθείμεθα ὅτι ἀντὶ τῶν ὑποτακτικῶν ἄρθρων ἀθροιστικὸς σύνδεσμος παρα - λαμβάνεται , καὶ οὐχὶ | ||
δέοντα καιρὸν παραστήσομεν . . Ἑξῆς ῥητέον καὶ περὶ τῶν ὑποτακτικῶν ἄρθρων , ἅπερ οὐ μόνον τάξει καὶ φωνῇ διαφέρει |
. . . + . ἄνωγε : τὸ θέμα , περισπωμένων : γίνεται δὲ παρὰ τὸ ἀνωγή , τοῦτο παρὰ | ||
μικροῦ γράφονται , καὶ διὰ τοῦ ντ κλίνονται : τῶν περισπωμένων δὲ ἡ δεύτερα μόνη διὰ τοῦ ω μεγάλου : |
εἰς ως μετοχῶν καὶ μετοχικῶν , μετοχῶν μέν , οἷον τετυφώς τετυφότος , πεποιηκώς πεποιηκότος , μετοχικῶν δέ , οἷον | ||
φυλάττει τὸ ω μέγα καὶ ἐπὶ γενικῆς , τὸ δὲ τετυφώς οὐ φυλάσσει , διότι ἐκεῖνος ὄνομά ἐστι , τοῦτο |
ἔθησεν , ἀλλὰ ὁ κανών φησιν : Ὁ ἀόριστος πρῶτος ἐνεργητικός , εἴτε ἀπὸ βαρυτόνων ῥημάτων παράγεται , εἴτε ἀπὸ | ||
γέγονε τοῦ βέλεα τείχεα . Ἑνικά . Τετυφώς : ὁ ἐνεργητικός τε καὶ μέσος παρακείμενος τρέπων τὸ α εἰς ως |
γὰρ ψ ἐκ τοῦ π καὶ ς : ποιεῖ τὸ τέτυψαι , ὡς καὶ τὸ νένυκται νένυξαι . τέτυπται : | ||
δεχόμενος τὸ ομ μετ ' ὀλίγον μέλλοντα ποιεῖ , τέτυμμαι τέτυψαι τετύψομαι , νένυγμαι νένυξαι νενύξομαι . τετύψῃ , τετύψεται |
χρονικῶς ἢ συλλαβικῶς θέλουσι μεγεθύνεσθαι , συλλαβικῶς μέν , οἷον τύπτω ἔτυπτον , γράφω ἔγραφον , λέγω ἔλεγον , χρονικῶς | ||
τῇ ληγούσῃ , οἷον ἔχει καὶ ὁ ἐνεστὼς αὐτοῦ : τύπτω τέτυπα , λείβω λέλειβα . Δι ' ἣν αἰτίαν |
τέσσαρα νῦν τοῦ χοροῦ μαθὼν μέρη τὴν ἔξοδον τὸ πέμπτον ἀκροῶ μέρος , ὅπερ μετ ' ἐμμέλειάν ἐστιν εἰς τέλος | ||
φορῶ φορέσω , καὶ ἡ δευτέρα τὸ α ὡς τὸ ἀκροῶ ἀκροάσω , γελῶ γελάσω : τέως δὲ ὡς ἐπὶ |
ἀρσενικῶν ὀνομάτων , ὡς ἐπὶ τοῦ Φοῖνιξ , ἀλλὰ καὶ προθέσεων , ὡς ἐπὶ τῆς ἔξ , καὶ ἐπιρρημάτων , | ||
, καὶ μετοχῶν , ὡς ἐπὶ τοῦ τύπτων , καὶ προθέσεων , ὡς ἐπὶ τοῦ σύν ἔν , καὶ ἐπιρρημάτων |
ἐτυψάτην Πληθ . ἐτύψαμεν ἐτύψατε ἔτυψαν Ἀορίϲτου βʹ Ἑν . ἔτυπον ἔτυπεϲ ἔτυπε Δυ . ἐτύπετον ἐτυπέτην Πληθ . ἐτύπομεν | ||
, ἐδάρην ἐδάρης , τέτυφα τέτυφας , ἔτυψα ἔτυψας , ἔτυπον ἔτυπες . ἔτι καὶ τὰ τρίτα ὁμοτονεῖ τοῖς δευτέροις |
ἐνεργείας καὶ πάθους : τύπτω μὲν γὰρ ἐνέργειαν σημαίνει , τύπτομαι δὲ πάθος : καὶ ὅτι ἀεὶ καθ ' ἑτέρου | ||
τοῦ τρίτου καὶ κρᾶσιν ποιούμενον τῶν φωνηέντων , ὡς τὸ τύπτομαι τύπτῃ τύπτεται : καὶ ὅσα μὲν εἶχον τὴν ἐνεργητικὴν |
, κατὰ ῥήματοϲ λεγόμενον ἢ ἐπιλεγόμενον ῥήματι . Τῶν δὲ ἐπιρρημάτων τὰ μέν ἐϲτιν ἁπλᾶ , τὰ δὲ ϲύνθετα : | ||
τὴν ευ ἐβάρυναν τὸ ἐπίρρημα . [ Τὰ τοπικὰ τῶν ἐπιρρημάτων τρεῖς ἔχει διαστάσεις , τὴν ἐν τόπῳ , τὴν |
ἀποβάλῃς τὸ ε καὶ τρέψῃς τὸ α εἰς ω μέγα τύψω γίνεται . Τὸ ἐὰν τύπω χρόνου μέν ἐστιν ἀορίστου | ||
ἔχουσιν : ὥσπερ γὰρ ἐπὶ τοῦ τύπτω ὁ μέλλων ἐστὶ τύψω διὰ τοῦ Ψ , οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ λείβω |
ἀπόστολοι καὶ διδάσκαλοι τοῦ κηρύγματος τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ . Διατί οὖν , φημί , κύριε , αἱ παρθένοι καὶ | ||
καθαρὸν ληγόντων ὀνομάτων , κλίνεται δὲ ἰσοσυλλάβως κοχλίας κοχλίου . Διατί ; ὅτι τὰ εἰς ας καθαρὸν ὀνόματα ὑπὲρ δύο |
. Τὰ διὰ τοῦ ωλη ὀξύτονα ὑπὲρ δύο συλλαβὰς ἀπὸ ῥημάτων γινόμενα διὰ τοῦ ω μεγάλου γράφονται : οἷον , | ||
ἁγίῳ ἀνδρὶ ἐν λόγοις ἐκολάκευσέ με , μετὰ δόλου διὰ ῥημάτων ἐπαινοῦσα τὴν σωφροσύνην μου ἐνώπιον τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς , |
γενόμενα ἐπιρρήματα μιᾶς ἐννοίας ἐστὶ παρεμφατικά , οὐ δεόμενα παραθέσεως προθετικῆς , αἱ μέντοι γενικαί , ἐχόμεναι συντάξεως τῆς πρὸς | ||
, πότερον ἥνωται καὶ τύπος ἐστὶν ἐπιρρηματικός , ἢ ἐκ προθετικῆς συντάξεως ἐπιρρήματος ἔννοιαν παρίστησι , καθάπερ ἔστιν ἐπινοῆσαι ἄπειρα |
ἐστινἄλλως . τε αἱ δύο προσώπων ἐμφατικαὶ συνθέσεις καὶ ἐξ ἑνικῆς συνθέσεως πλῆθος ὑπαγορεύουσιν καὶ ἐκ πληθυντικῶν ἓν παρεμφαίνουσιν : | ||
οὖν Ἀρίσταρχον ἐπιμέμφεσθαί φασι τὰ σχήματα , καθὸ ἀφ ' ἑνικῆς συντάξεως τῆς ἑαυτόν πληθυντικὴ ἐγένετο ἡ ἑαυτούς , μάρτυρά |
γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω . τί θαλαττοκοπεῖς : ἐθαλαττοκράτουν | ||
. ἐξολῶ : Ἐξολοθρεύσω . Θ . . ἀφανίσω , φθερῶ , ὄντας κακούς . . ἀνασχετὸν : Ὑπομονητόν . |
. ξυνεδεδέατο : συνδεδεμένοι ἦσαν : ἀπὸ τοῦ δέω τὸ δεσμεύω : ὁ παθητικὸς ὑπερσυντελικὸς , ἐδεδέμην : τὸ τρίτον | ||
τοῦ ι , γίνεται δ ' ἐκ τοῦ δέω τὸ δεσμεύω δοὸς , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι δοιὸς , ἡ |
εἰς ω , νοέομαι νοοῦμαι , χρυσόομαι χρυσοῦμαι , βοάομαι βοῶμαι . Τύπτῃ : πᾶν πρῶτον ἔχον τὸ μ καὶ | ||
λέγῃ ἐὰν λέγωμαι λέγῃ , ἐὰν βοῶ βοᾷς βοᾷ ἐὰν βοῶμαι βοᾷ , ἐὰν χρυσῶ χρυσοῖς χρυσοῖ ἐὰν χρυσῶμαι χρυσοῖ |
πόθεν παράγονται : πάντως δὲ καὶ αὗται ἀπὸ τῶν ὁριστικῶν κανονίζονται ῥημάτων . Ὁ τύπτων ἀπὸ τοῦ ἐνεργητικοῦ ὁριστικοῦ ἐνεστῶτος | ||
προτέτακται , διότι ἐκ ταύτης αἱ ἄλλαι ἐγκλίσεις γίνονται καὶ κανονίζονται . Καὶ περὶ μὲν τῶν ἀπαρεμφάτων τοσαῦτα . Διατί |
στῶτος : τὸ μὲν γὰρ τύπτω δισύλλαβον , τὸ δὲ τέτυφα τρισύλλαβον , ὁ δὲ ὑπερσυντέλικος ἐπεὶ κατὰ πολὺ παρῆλθε | ||
ἀπὸ τοῦ ὁριστικοῦ ἐνεργητικοῦ παρακειμένου τοῦ τέτυφα : τὸ γὰρ τέτυφα τραπέντος τοῦ α εἰς ω καὶ καταβιβασθέντος τοῦ τόνου |
τό , δῆλον ὡς καὶ ὅ . Ἐδείχθη ὡς ἀπὸ ἐγκλινομένων οὐ παράγονται αἱ κτητικαί . καὶ οἱ ἀξιοῦντες οὖν | ||
φωνῆς ἡ τοῦ ἄρθρου πρόσθεσις γίνεται , σαφὲς κἀκ τῶν ἐγκλινομένων καὶ κατὰ τὴν φωνήν , Δίωνος ἡ ἐκφώνησις μεγίστη |
θέσει , ἀπὸ τῆς αὐτῆς ἄρχεται ὁ παρακείμενος , ἠγόραζον ἠγόρακα , ἔφθειρον ἔφθαρκα : ἐὰν δὲ ἀπὸ βραχείας ἄρχηται | ||
τοῦτον ; “ ὁ ἔμπορος : ” ἑξήκοντα δηναρίων τοῦτον ἠγόρακα , πεποίηκεν δὲ δαπάνας δέκα πέντε : ἴσωσόν μοι |
, ὑπολαμβάνω , τεκμαίρομαι , ἀποστρέφομαι , οἰωνοσκοπῶ ὀρνεοσκοπῶ , ἰξεύω , ὀρνεοσκοπῶ , ἡλιάζομαι , ἀπάρτιον ποιῶ , συμμαχῶ | ||
ω ι υ , ἡβῶ ἥβων , ὠθῶ ὤθουν , ἰξεύω ἴξευον , ὑδρεύω ὕδρευον , τρία δὲ μεταβολικά , |
καὶ δεικανῶ . βαρύνεται δὲ ταῦτα : λείπω λιμπάνω , λήβω λαμβάνω , μήθω μανθάνω , δήκω δαγκάνω , φεύγω | ||
τὴν αὐτὴν φυλάττει τῷ ἐνεστῶτι : τύπτω τέτυμμαι τύμμα : λήβω λέλημμαι λῆμμα : τοῦτο συστέλλουσι τινὲς , καὶ διὰ |
λαβόν , ὁ φαγών τὸ φαγόν . Τῶν εἰς ΩΝ βαρυτόνων τὰ οὐδέτερα ὁμοτονοῦσι ταῖς κλητικαῖς τῶν ἀρσενικῶν : ὁ | ||
Τὰ εἰς ΩΝ σύνθετα ἀπὸ ἁπλῶν , συντεθειμένα ῥητὰ ἀπὸ βαρυτόνων βαρύνονται : Ἀνακρέων Χα - μαιλέων . τὰ δὲ |
: ἐποιούμην ἐποιοῦ , ἐνικώμην ἐνικῶ . Τῶν εἰς ΜΗΝ εὐκτικῶν τὰ δεύτερα πρόσωπα εἰς Ο καταλήγουσι καὶ ἢ προπαροξύνονται | ||
προστακτικῶν : καιρὸς δ ' ἂν εἴη καὶ περὶ τῶν εὐκτικῶν εἰπεῖν . Διατί μὲν γὰρ καὶ αὕτη ἡ ἔγκλισις |
οὗ καὶ τὸ ἴημι : μνίω τὸ ἐσθίω : τίω διφορεῖται περὶ τόνον οὐ περὶ γραφήν : λίω καὶ αὐτὸ | ||
σεσημείωται διὰ τῆς οι διφθόγγου γραφόμενον : τὸ γὰρ κοινὸς διφορεῖται : ἐπὶ μὲν γὰρ τῆς πόλεως βαρύνεται καὶ διὰ |
τὸ ἀμείνων ἀμείνονος : τοῦτο γὰρ συγκριτικὸν ὂν τὴν τῶν συγκριτικῶν κλίσιν ἐφύλαξεν . Τὰ εἰς ρων ὑπὲρ δύο συλλαβὰς | ||
: ἀπαρασχημάτιστα γὰρ τοῖς τρισὶ γένεσιν . ἀλλὰ μήποτε ὁμοτυπίᾳ συγκριτικῶν ταῦτα ὑπάγονται . οὕτως Φιλόξενος εἰς τὰ Περὶ συγκριτικῶν |
, τὸ ὁμοιῶ . ὥσπερ παρὰ τὸ πήσσω πάγιος , ἁρμόζω ἁρμόδιος , οὕτω καὶ παρὰ τὸ εἴκω εἴκιος . | ||
οἱ ἐπὶ ὁμονοίᾳ διδόμενοι . παρὰ τὸ ἀρῶ , τὸ ἁρμόζω , καὶ τὸ ὁμοῦ . . . . , |
βίβλῳ κατέταξεν , κατὰ μέρος ἐπισκοπήσωμεν ἀπὸ τοῦ τύπτω καὶ λείβω τὴν ἀρχὴν ποιησάμενοι , ἀφ ' ὧν καὶ αὐτὸς | ||
παρακείμενος τὸ Φ , τύπτω , τύψω , τέτυφα , λείβω λείψω λέλειφα , γράφω , γράψω γέγραφα : καὶ |
τὸ ἔρχομαι , καὶ τὸ παθητικὸν ἵκομαι , καὶ ὁ παρατατικὸς ἱκόμην ἵκου ἵκετο , καὶ κατὰ συγκοπὴν , ἷκε | ||
τὸ πληρῶ , καὶ τὸ παθητικὸν πλῆμαι , καὶ ὁ παρατατικὸς ἐπλήμην , ἔπλησο , ἔπλητο , καὶ ἀφαιρέσει τοῦ |
μετοχῆς τοῦ ὁριστικοῦ παθητικοῦ αʹ ἀορίστου , ἥτις ἐστὶν ὁ τυφθεὶς καὶ κλίνεται τοῦ τυφθέντος τοῦτο παράγει , τρέπον τὸ | ||
. Οὗτος γὰρ ὁ Ἀντισθένης Κυνικὸς ἦν φιλόσοφος ὅς , τυφθεὶς καὶ πληγεὶς τὸ πρόσωπον , λαβὼν χαρτίον καὶ ἐγγράψας |
Ἰχνευταὶ πολλὰ περὶ Θεοπόμπου λέγεται . Ἀρητάδου τέ ἐστι Περὶ συνεμπτώσεως πραγματεία , ἐξ ὧν τοιαῦτα πολλὰ ἔστι γνῶναι . | ||
τὸ δοτικὴν ἀντὶ γενικῆς παρειλῆφθαι . . Εἴπομεν καὶ περὶ συνεμπτώσεως τῆς τῶν ἄρθρων , ὡς τὰ ὑποτακτικὰ ταῖς κτητικαῖς |
κύνες : ἔραμαι : ἀντὶ τοῦ ἐρῶ , παθητικὸν ἀντὶ ἐνεργητικοῦ . οἰκείως δὲ τῇ μεσότητι ἐχρήσατο : Θεσσαλὸν ὅρπακ | ||
] τὸν ὠνησάμενον . τὸν ἀγοράσαντα : τὸ παθητικὸν ἀντὶ ἐνεργητικοῦ καὶ . . . μὲν ] σχῆμα ἀποθετικόν ταῦτα |
τῷ κανόνι : ὁ γὰρ κανὼν περὶ τῶν εἰς ας ἀρσενικῶν , ὡς εἴρηται , διαλαμβάνει καὶ περὶ τῶν ἐχόντων | ||
τὴν ει δίφθογγον κίρναται : τὸ γὰρ ι εὑρίσκεται τελικὸν ἀρσενικῶν ὀνομάτων : οἷον , ὅμηροι : ἄνθρωποι : εἰς |
βοῶμαι βοᾷ βοᾶται ἐὰν βοῶμαι ἐὰν βοᾷ ἐὰν βοᾶται , χρυσοῦμαι χρυσοῖ χρυσοῦται ἐὰν χρυσῶμαι ἐὰν χρυσοῖ ἐὰν χρυσοῦται . | ||
ι καταλήγει , οἷον τύπτομαι τύπτῃ , τέτυμμαι τέτυψαι , χρυσοῦμαι χρυσοῖ , οὕτως οὗν καὶ βοᾷ καὶ πειρᾷ , |
ἢ σχοίνου ἄνθους . ταῦτα γὰρ πρὸς εὐοσμίαν συμβάλλεται . Καθόλου δὲ ἐπὶ μὲν τοῦ πάνυ καλοῦ γεωργουμένου οἴνου συμφέρει | ||
. Ἀμαραντῶν δὲ περισπωμένως , ὥς φησιν Ἡρωδιανὸς ἐν τῇ Καθόλου . ἔστι δὲ Ἀμαραντὸς πόλις ἐν Πόντῳ : ὡς |
τοῦ χρόνου τοῦ παρεδρεύοντος σεσημειώσεταιὅθεν . διακριτέον , πότερον ἐν προσθέσει ἐστὶ τοῦ ς τὸ οὕτως ἢ ἐν ὑφαιρέσει τοῦ | ||
ἠξίουν βαρυτονεῖν , οἰόμενοι ἀπὸ τῆς τέο τῇ τοῦ υ προσθέσει γεγενῆσθαι . Ἡ χρῆσις παρ ' Ἐπιχάρμῳ καὶ Σώφρονι |
νεωστὶ κοπεῖσι , τοῖς νεωστὶ πεπλεγμένοις παρὰ τὸ στέφω τὸ πλέκω . κομῶντα : στεφανούμενον , περιφραστικῶς αὐτοῦ στεφανοφοροῦντος κλανεως | ||
τοῦ εκω δισύλλαβα βαρύτονα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφονται : πλέκω : τέκω : κρέκω : δέκω . Τὰ διὰ |
ε εἰς ο τύπτονται γίνεται . Ὁ παθητικὸς παρατατικὸς ὁ ἐτυπτόμην ἀπὸ τοῦ παθητικοῦ ἐνεστῶτος τοῦ τύπτομαι γίνεται , τρεπομένου | ||
, φησίν , ἐν δείπνῳ , ἐγὼ δὲ ἐν ἱερομηνίᾳ ἐτυπτόμην : ἢ κατὰ τόπον , ὡς ἐνταῦθα , ὁ |
, πωτῶ : τὸ σώχω : τρώχω : κλώσω : σκώπτω : οὐ ταύτης τύχοντα τῆς παραγωγῆς , διὰ τοῦ | ||
τοῦ αο εἰς ω μέγα , ὦχρος : σεσημείωται τὸ σκώπτω διὰ τοῦ ω μεγάλου γραφόμενον : τὸ ὤκλασα : |
. οὐδὲ γὰρ ἡ σύνθεσις αὐτῶν , τῶν δὲ προεκκειμένων πτωτικῶν , οἷς παρείπετο ἀναβιβάζειν μὲν τὸν τόνον , εἰ | ||
θεματικώτερον ἐκλίθησαν , οὐ δυναμένης τῆς ἐγώ κατὰ λόγον τῶν πτωτικῶν τὴν ἐμοῦ γενικὴν παραδέξασθαι , οὐδὲ μὴν τῆς ἐμοῦ |
ρῶν : καὶ γὰρ καὶ προοιμίων τύπους ἡμᾶς διδάσκει καὶ διηγήσεων , ἤδη δὲ καὶ αὐτῶν τῶν ἀγώνων : προοιμίων | ||
τοῦ λόγου μερῶν ἐστι δεκτική , προοιμίων τε λέγω καὶ διηγήσεων τῶν ἐν τῇ ἐξετάσει [ τε ] λέγω τῶν |
] ἔαν εἴπω τι τοιοῦτον , εἰ εἴπω σοί τι τυφθήσομαι ὑπὸ σοῦ . ⌈ ἐνδίκως [ ἐν δίκῃ ] | ||
, τύποιντο . Ἑνὶ κανόνι κανονίζονται πάντες οἱ μέλλοντες : τυφθήσομαι τυφθησοίμην , τυπήσομαι τυπησοίμην , τύψομαι τυψοίμην , τυποῦμαι |
] εἰσβολὴ ἐντεῦθεν ἐπὶ τὸ συμφέρον : τὸ δὲ σχῆμα προδιόρθωσις . τρίτον προοίμιον , μᾶλλον δὲ εἰσβολὴ τῶν ἀγώνων | ||
πάντα εἰς ἑαυτὸν ἀνάγων φορτικὸς εἶναι δοκῇ . τὸ σχῆμα προδιόρθωσις . μὴ συνιέναι ] σημείωσαι ὅτι διενήνοχε σύνεσις φρονήσεως |
' εἰς τὸ ἀμυνέμεναι καὶ τιμωρῆσαι δοτικῇ , ὅ τι κατάχρησίς ἐστιν . Ἄλλως : τὸ ἀμύνω ποτὲ μὲν λαμβάνεται | ||
' εἰς τὸ ἀμυνέμεναι καὶ τιμωρῆσαι δοτικῇ , ὅ τι κατάχρησίς ἐστιν . Ἄλλως : τὸ ἀμύνω ποτὲ μὲν λαμβάνεται |
αὐτῶν Ἰωάννου Χάρακος . Πρῶτος δὲ κείσθω ὁ περὶ τῶν μονοσυλλάβων : τὰ εἰς ων μονοσύλλαβα καὶ ὀξύνεται καὶ προσθέσει | ||
τὸ τ ἐν τῷ ῥήματι . Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ μονοσυλλάβων ῥημάτων . Τηλοῦ . παρὰ τὸ τέλος τελοῦ ἐστὶ |
οὐ γὰρ , ὡς τινὲς , ὦ ἐμοὶ , καὶ συναλοιφῇ ὤμοι . πῶς γὰρ τῇ δοτικῇ ἐπεφέρετο εὐθεῖα , | ||
φρῶ ἡ φρήν . παρὰ τὸ ἴω καὶ προΐω , συναλοιφῇ φρῶ . καὶ φρὴν , ἐφ ' ἧς προΐεται |
ἐς τὴν παρεξειρεσίαν καὶ ἀπέβαλε τὴν ἀσπίδα . † Καὶ ἀναδίπλωσις δέ που εἰργάσατο μέγεθος , ὡς Ἡρόδοτος δράκοντες δέ | ||
τινὸς λόγου , ἢ πλειόνων λέξεων ἐπαναλαμβανομένων , ὃ καὶ ἀναδίπλωσις καλεῖται , οἷόν ἐστι τοῦ δ ' ἐγὼ ἀντίος |
βαρύτονά τε καὶ περισπώμενα : ὡς ἔχει τὸ τήκω : δήκω , ἐξ οὗ τὸ δαγκάνω : ἤκω τὸ παραγίνομαι | ||
δὲ ἡμιφώνου περισπῶνται . καὶ βαρύνονται μὲν ταῦτα : τήκω δήκω , μεθ ' ὧν καὶ τὸ ἥκω : περισπᾶται |
ἐγὼ δ ' ἅμ ' ἡμέραι βοῦς εἰς ἀρούρας ἐσβαλὼν σπερῶ γύας . ἀργὸς γὰρ οὐδεὶς θεοὺς ἔχων ἀνὰ στόμα | ||
κείρω , κερῶ : μείρω , μερῶ : σπείρω , σπερῶ : φθείρω , φθερῶ : δείρω , δερῶ : |
ἡ τύψις . Διὰ τοῦτο καὶ ἐκ τοῦ παθητικοῦ παρακειμένου κανονίζεται ὁ τοιοῦτος χρόνος , διότι ὥσπερ ἐκεῖνος παρακειμένην ἔχει | ||
πρώτης τῶν περισπωμένων εὑρίσκεται . Ἡ δὲ δευτέρα τὸ ἵστημι κανονίζεται μὲν ὁμοίως τῇ πρώτῃ , γεννᾶται δὲ ἀπὸ τῆς |
βιβαστός βιβασθός καὶ ῥῆμα ἐξ αὐτοῦ βιβάσθω καὶ ἡ μετοχὴ βιβάσθων . ἢ ἀπὸ τοῦ βιβῶ βιβάθω καὶ πλεονασμῷ τοῦ | ||
ἐποιχόμενος Σαρπηδόνος ἀμφιμάχεσθαι : αὐτὰρ ἔπειτα μετὰ Τρῶας κίε μακρὰ βιβάσθων Πουλυδάμαντ ' ἔπι Πανθοΐδην καὶ Ἀγήνορα δῖον , βῆ |
ποιεῖ τὴν μετοχήν , ἐτετύφειν τετυφώς , ἐτύφθην τυφθείς , ἐτίθην τιθείς . Δυϊκά . Τιθέντε , τιθείσα . Πληθ | ||
καταλύων τὰς θυσίας . ἐγὼ δ ' εἰ μὲν νόμους ἐτίθην περὶ τῆς ἀναγραφῆς , ἡγούμην ἂν ἐξεῖναι Νικομάχῳ τοιαῦτα |
τὰ ὀξύτονα : ὅθεν οὐ παράδοξον καὶ ἀπὸ τοῦ Στάφυλος βαρυτόνου ὠνομάσθαι καὶ τὸ θῆλυ βαρυτονεῖν σταφύλην . Τινὲς δὲ | ||
ἤτοι ἀπὸ περισπωμένου ἢ ἀπὸ ὀξυτόνου ἐγκεκλίσθαι : ἀπὸ γὰρ βαρυτόνου ἀδύνατον : πῶς , ἦλθέ πως , Ἀρίσταρχός ποτε |
Ἀποροῦσι δέ , τί δήποτε τὰ πρῶτα ἐκ τῶν ὑστέρων κανονίζει , φημὶ δὴ τὰ δυϊκὰ ἀπὸ τῶν πληθυντικῶν : | ||
Κανονίζων τὴν εὐθεῖαν τῶν δυϊκῶν ἀπὸ τῆς δοτικῆς τῶν ἑνικῶν κανονίζει αὐτὴν λέγων , ὅτι πᾶσα δοτικὴ ἑνικῶν εἰς ι |
σήπω , ἔσαπον : λήβω , ἔλαβον : δήκω , ἔδακον : λήχω , ἔλαχον : τήκω , ἔτακον : | ||
. δαφοινήν : ἄγαν φονικήν . Ἕλον : ἔλαβον , ἔδακον . Νηδύν : γαστέρα , ἔλαβον : νηδὺς ἀπὸ |
τῇ γε μὴν σημασίᾳ παθητικά : καὶ τοὔμπαλιν ἔρχομαι πορεύομαι ἵσταμαι , ἃ τῇ μὲν φωνῇ παθητικά , οὐ μέντοι | ||
; ἐγὼ πρῶτος , ἐπειδὰν ἴδω σε , διψῶ καὶ ἵσταμαι μὴ θέλων , τὸ ἔκπωμα κατέχων : τὸ μὲν |
ἐστιν : ἔνθεν γὰρ καὶ ταῖς ἐν δευτέρῳ προσώπῳ νοουμέναις ἁπάντοτε κλητικαῖς σύνεστιν . . Πρόκειται δὲ ὡς τὸ πλέον | ||
εἶναι τὸ παρακαταθήκη : καὶ δεδομένου τοῦ ὅτι ἐν συνθέσει ἁπάντοτε μετὰ τῶν ῥημάτων αἱ προθέσεις , δοθείη ὅτι καὶ |
: τότε λογισμόν [ εὔψυχος αρως [ ! ! ] ζῆς [ ὄνειδος αὕτη τοῦτο [ ἀθάνατον εὖ παθοῦσα [ | ||
Πάριος Θέτιος : ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ῥημάτων , πεινῆς διψῆς ζῆς [ ἀλλὰ ] καὶ τὰ ὅμοια , λέγεται κοινά |
δὲ κανονίζομεν τὴν δοτικὴν τῶν πληθυντικῶν ἐκ τῆς εὐθείας τῶν ἑνικῶν , ἡνίκα μὴ δύναται κανονισθῆναι ἐκ τῆς δοτικῆς τῶν | ||
ἐπειδὴ ἐὰν ἀποβληθῇ τὸ σύμφωνον , συνεμπίπτει τῇ δοτικῇ τῶν ἑνικῶν , ὅπερ ἐστὶν ἄτοπον : ἄλλως τε δὲ πᾶσα |
Ῥωμαίων διαλέκτου . . , : ὀπωπή : παρὰ τὸ ὄπτω ῥῆμα γίνεται ὄνομα ῥηματικὸν ὀπή , ὡς κόπτω κοπή | ||
, κλέπτω κλέβδην , κρύπτω κρύβδην , γράφω γράβδην , ὄπτω ὄβδην καὶ ἐσόβδην . καὶ παρὰ τοὺς εἰς ξω |
ἀλλὰ ποδάρκη καὶ ποδώκη . . , πτολίπορθος Ἀχιλλεύς . πτ . Ἀχ . Θ Ο Φ Ω . Θ | ||
καὶ τὸ ἔτυπτον ὁ παρατατικὸς ἐπειδὴ ἀμφότεροι [ εἰς ] πτ ἐν ταῖς τελευταίαις συλλαβαῖς ἔχουσι , διὰ τοῦτο συγγενεῖς |
τὸ βόα βόασκε : καὶ τὸ εἱστήκειν εἱστήκεα καὶ τὸ ἐτετύφειν ἐτετύφεα : τὰ δὲ πληθυντικὰ εἱστήκεμεν καὶ ἐτετύφεμεν καὶ | ||
τετύπατον τετύπατον Πληθ . τετύπαμεν τετύπατε τετύπαϲι Ὑπερϲυντελίκου Ἑν . ἐτετύφειν ἐτετύφειϲ ἐτετύφει Δυ . ἐτετύφειτον ἐτετυφείτην Πληθ . ἐτετύφειμεν |
τὸν ἐσθίοντα πολλά . , . . , . ἀγκράτος ἐλαύνω : εἶπε Ξενοφῶν κατὰ συγκοπὴν ἀντὶ τοῦ ἀνὰ κράτος | ||
καὶ γίνεται ἀπὸ τοῦ οἴω τὸ κομίζω . ἐλαύνει : ἐλαύνω ἐπὶ σιδήρου , ἐπὶ τόξου , ἐπὶ συνουσίας , |
οὗ μέλλων εἰδήσω : τοῦ εἰδῶ παράγωγον εἴδημι , ὡς τιθῶ τίθημι , δεύτερον πρόσωπον εἴδης , ἐπεκτάσει εἴδησθα , | ||
θ ' οἷ θέλεις σπεύδῃς , ἐγώ τε τἄνδον ἐξαρκῆ τιθῶ . Αὐτοῦ γε πρῶτον βαιὸν ἀμμείνας ' , ὅπως |
μέρος ἐπιβολὴν ἤδη τινὰ παρατηρήσεως ἔτυχεν ἐξαιρέτου σινωτικά τε καὶ παθητικὰ σχήματα διὰ τῶν ὡς ἐπίπαν κατὰ τὰς ὁμοιοσχήμονας θέσεις | ||
διαιρῶν φησι τῶν ζητημάτων τὰ μὲν εἶναι ἠθικὰ τὰ δὲ παθητικὰ τὰ δὲ πραγματικὰ τὰ δὲ μικτά : τούτους γὰρ |
μοναδικὸν τῶν ἐπιρρημάτων . φέρε γὰρ οὕτω φάναι ἐπ ' ὀνοματικῆς συντάξεως , ταχὺ ἐλθὸν παιδίον ὤνησεν ἡμᾶς , ταχέος | ||
μετ ' εὐθείας ἑνικῆς , ἐν τῷ Λεσβόθεν μετὰ τῆς ὀνοματικῆς ἐννοίας καὶ ἡ ἔξ πρόθεσις , ἐν τῷ Αἴαντε |
πρὸ τέλους συλλαβὴν εἰς φωνῆεν ἢ φωνήεντα λήγουσαν περισπᾶται , ὑπεσταλμένων τῶν ἐχόντων τὴν ΟΥ δίφθογγον ἢ τὸ Ε ἐν | ||
. Πᾶσα μετοχὴ εἰς Σ λήγουσα ἀρσενικὴ μακροκατάληκτος ὀξύνεται , ὑπεσταλμένων τῶν μετοχῶν τοῦ πρώτου ἀορίστου ἐνεργητικοῦ , περὶ οὗ |
τοῦ Ψ , οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ λείβω λείψω καὶ τέρπω τέρψω καὶ γράφω γράψω καὶ κόπτω κόψω διὰ τοῦ | ||
φ ἢ π ἢ πτ , οἷον λείβω † γράφω τέρπω κόπτω : ἡ δὲ δευτέρα διὰ τοῦ γ ἢ |
καί φαμεν , ὅτι τὸ διαφόρως χρῆσθαι τῇ ποικιλίᾳ τῶν λέξεων ποικίλον καὶ τὸ κάλλος τοῦ λόγου ποιεῖ . τὰ | ||
ταῖς τότε γινομέναις νίκαις . . Πρωταίνιον ] ἐκ δύο λέξεων ταυτοσημάντων συνετέθη τὸ πρωταίνιον , ἐκ τοῦ πρῶτος καὶ |
τὸ ο . Τὸ τυπτοίμην χρόνου μέν ἐστιν ἐνεστῶτος καὶ παρατατικοῦ παθητικοῦ : γίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ ὁριστικοῦ παθητικοῦ ἐνεστῶτος | ||
. πάλιν γὰρ τὸ γράφειν , μεταληφθὲν ἐξ ἐνεστῶτος καὶ παρατατικοῦ κατὰ τὴν αὐτὴν φωνήν , ἐν τῇ προκειμένῃ συντάξει |
ἐς πάμπαν αὐτῆς μνήσεαι . Ἔνδοθεν δὲ ὁ νηὸς οὐκ ἁπλόος ἐστίν , ἀλλὰ ἐν αὐτῷ θάλαμος ἄλλος πεποίηται . | ||
, ἀλλὰ παράγωγα ἁπλᾶ , ἀπὸ τοῦ ἅπαξ κατὰ παραγωγὴν ἁπλόος καὶ ἐν συναιρέσει ἁπλοῦς , καὶ ἀπὸ τοῦ δίς |
ἀποβολῇ τοῦ ι Αἰολικῶς καὶ κατὰ διπλασιασμὸν τοῦ ρ γίνεται ἔρρω , ὡς κείρω κέρρω : οἱ δὲ Αἰολεῖς τὰ | ||
. οὕτω γοῦν καὶ φθείρω εἴρω , ἐξ οὗ Αἰολικῶς ἔρρω ὡς κείρω κέρρω , δείρω δέρρω : Αἰολεῖς γάρ |
φεύγειν ἠτυχηκότα φίλον . ταῦτα δὲ τρὶς ἤδη πρὸς σὲ βοῶ : τὸ μὲν πρῶτον ἐν γράμμασιν , ἔπειτα πρὸς | ||
ὡς διπλόος διπλόη , ὄγδοος ὀγδόη , ὡς ἔχει τὸ βοῶ βοήσω , γοῶ γοήσω : ἀκροῶ δὲ ἀκροάσω καὶ |
ς αὐτῶν ἡ μετοχή : τὸ ἐτυπτόμην τὸ μ ἔχει κλιτικόν . τυφθεῖσα , τυφθέν : ἀμφότερα γέγονεν ἀπὸ τῆς | ||
τῶν ἀπὸ ὁριστικῶν γινομένων , τῶν μὴ ἐχόντων τὸ μ κλιτικόν [ , τὸ τρίτον πρόσωπον ] πληθυντικῶν ὁμοφώνως ποιοῦσι |
λείβω καὶ τοῦ λείπω ὁ αὐτὸς μέλλων λείψω , λήγω λήχω λήξω : τὸ αὐτὸ καὶ ἐπὶ ἄλλων . Ὁ | ||
ἐνεστῶτος διὰ τοῦ τος κλίνεται , λείβω λέβης λέβητος , λήχω Λάχης Λάχητος : οὕτω κρατῶ Κράτης Κράτητος . Εἰ |
. ἀπεκαίνυτο : καίνω καινύω καίνυμι καίνυμαι ἐκαινύμην ἐκαίνυτο ὡς ὄρω ὀρύω ὀρνύω ὄρνυμι . . . . ἀπεβουκόλησα : | ||
ο , ὄνυξ . Ὀτρύνω . πλεονασμῷ τοῦ τ , ὄρω , ὀρύνω , καὶ ὀτρύνω . Ὁδεῖνα . ὅδε |
παράλειψις τὸ ἀξιόπιστον ἐνδείκνυται , καὶ μέρη ἂν εἴη τῆς παθητικῆς τε καὶ ἠθικῆς ἀποδείξεως τῇ τῆς ὑποκρίσεως ἀρετῇ πρέποντα | ||
ἔτυχε . τῇ δὲ δοτικῇ ἐπὶ πάσης χρείας πλὴν τῆς παθητικῆς προσθήσομεν τὸ ἔδοξεν ἢ τὸ ἐφάνη ἢ τὸ ἐπῆλθεν |
Αἰολεῖς , ἔνθεν ἡ στέρησις ἀγνοῶ : ἐκ δὲ τοῦ γνώσκω πάντως κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν τὸ γιγνώσκω . λέγει δὲ ὁ | ||
, τρώσω , τρώσκω , καὶ τιτρώσκω : γνώσω , γνώσκω , καὶ γιγνώσκω : θνήσω , θνήσκω : μνήσω |
ἐνεστῶτα τὸν σημαίνοντα τὸ καταπονῶ ὁ μέλλων τερῶ , ὡς κείρω κερῶ , γέγονε ῥηματικὸν ὄνομα κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ω | ||
, , . , . : κορμός : παρὰ τὸ κείρω . . . , : κορυθαίολος : αἰόλλω ῥῆμα |
καὶ κατὰ διπλασιασμὸν τοῦ ρ γίνεται ἔρρω , ὡς κείρω κέρρω : οἱ δὲ Αἰολεῖς τὰ εἰς ρω λήγοντα ῥήματα | ||
δασέων τὸ ἔρρω φησὶ γίνεσθαι καθ ' ὁμοιότητα τοῦ κείρω κέρρω Αἰολικοῦ . ὁμοίως οὖν καὶ ἐκ τοῦ πλευράξ ἀφῄρηνται |
δεύτερον , καὶ ποῖα ἐνδείᾳ καὶ κράσει : τοῦ τοίνυν τέτυπται τρέποντος τὸ τ εἰς ς γίνεται πς , ἃ | ||
: ἐνεστὼς καὶ παρατατικὸς τύπτεται τύπτεσθαι , παρακείμενος καὶ ὑπερσυντέλικος τέτυπται τετύφθαι [ ἀόριστος πρῶτος ἐτύφθη τυφθῆναι , ἀόριστος δεύτερος |
οὐκ οἰητέον εἶναι συγκριτικά : θέματα δέ εἰσι συμπεπτωκότα τύποις συγκριτικοῖς . . . . . γεραίτερος : γεραίτερος : | ||
ἐν τῷ Πριαμίδην νόθον υἱόν . ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς συγκριτικοῖς ἔγκειται τὸ μᾶλλον , καὶ πολλάκις συμπαραλαμβάνεται ἡ τοῦ |
ἔργοις . οἷον , ταχέως ἅμα βοῆ . ἀνεσόβοω : σοβῶ ἐστὶ , τὸ ἐντρέχω . ἔνιοι δὲ τὸ ἐκδιώκω | ||
δολῶ : δονῶ : θολῶ : κροτῶ : κλονῶ : σοβῶ : στορῶ : τορῶ : φρονῶ : χολῶ : |
σφαῖρα . Καλλίμαχος : αἰράων ἔργα διδασκόμθʹ : παρὰ τὸ ῥαίω τὸ φθείρω κατὰ Δωριέας . φθαιρῶ , φθαίρα : | ||
τὸ υ ἐν τῷ νεύσω : γαίω τὸ γαυριῶ : ῥαίω : παλαίω : κεραίω : ὠλιλαίω : ἀγαίω : |
, οἷον ἥρως : ἴαμβος ἐκ ˘ καὶ – , τρίχρονος , οἷον Σόλων : σπανίως πάνυ τροχαῖος ἐκ – | ||
πρὸ τεσσάρων χρόνων τόνος πίπτει . ἐὰν δὲ εὑρεθῇ λέξις τρίχρονος , ἢ δίχρονος , ἢ μονόχρονος , τότε ἀναπέμπει |
καὶ κατὰ σύνθεσιν ἀπαφῶ , ἔνθεν τὸ ἀπαφίσκω , τὸ ἀπατῶ καὶ παραλογίζομαι . ἢ ἡ ἀπό τὸ ἄποθεν δηλοῖ | ||
δεῖνα ἀντὶ τοῦ σοφίαν διδάσκω . σοφίζομαι δὲ ἀντὶ τοῦ ἀπατῶ . Τὸ τὰ προσήκοντα πρὸς ἀνθρώπους ποιεῖν λέγεται δίκαιον |
, καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀμενηνὸς , ὡς τὸ πέτω πετεηνὸς καὶ πετεεινὸς , ἐξ οὗ καὶ ῥῆμα : | ||
. Ἄλλως ΚΑΙ ΕΠΙΤΝΟΝ ἉΛΩΗΝ . Τὸ πίτνω ἀπὸ τοῦ πέτω , πλεονασμῷ τοῦ νʹ : ἔστι δὲ καὶ πίτνω |
Λέγομεν δέ , καὶ ἡ μετοχὴ τοῦ δευτέρου ἀορίστου ἀεὶ συνάρχεται τῇ τοῦ πρώτου : ἦν οὖν τὸ ἀκόλουθον ἀπὸ | ||
ἐναλλάσσεται . . τά τε ὁμοιοκατάληκτα κατὰ τρίτα πρόσωπα οὔποτε συνάρχεται , ἡμῶνὑμῶνσφῶν , ἐμέσέἕ , καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων |
διὰ τὸ μηδὲ τὴν ὀπώραν τὴν σταφυλήν δεῖν ὀξύνεσθαι ἀλλὰ περισπᾶσθαι , οἷα τῶν τοιούτων εἰς λη θηλυκῶν ἃ παραλήγεται | ||
συνδέσμῳ τὸ ” πέλοιτο „ καταλλήλως λέγεται . οὐδὲ γὰρ περισπᾶσθαι δεῖ διὰ τὸ πληθυντικῶς ἐκφέρεσθαι τὸ „ ἀμφήριστα ” |
' οὗ καὶ ἡ μήνη . Μῆτις . παρὰ τὸ μήδω , μήσω μέλλων . ῥηματικὸν ὄνομα μῆσις . καὶ | ||
εἰ μὴ χαρακτὴρ κωλύσῃ , οἷον δεύκω Πολυδεύκης Πολυδεύκους , μήδω Διομήδης Διομήδους , πείθω Διοπείθης Διοπείθους , φαίνω Ἀριστοφάνης |
, καὶ ξάνησιν . νεῖν , κλώθειν , στρέφειν . στήμων κρόκη , στημονονητικὴ καὶ κροκονητική : Πλάτων δ ' | ||
ἐπὶ τῆς γενικῆς : μνήμων μνήμονος : κτήμων κτήμονος : στήμων στήμονος : γνώμων γνώμονος : τὸ Τίμων Τίμωνος : |