| μοναδικὸν τῶν ἐπιρρημάτων . φέρε γὰρ οὕτω φάναι ἐπ ' ὀνοματικῆς συντάξεως , ταχὺ ἐλθὸν παιδίον ὤνησεν ἡμᾶς , ταχέος | ||
| μετ ' εὐθείας ἑνικῆς , ἐν τῷ Λεσβόθεν μετὰ τῆς ὀνοματικῆς ἐννοίας καὶ ἡ ἔξ πρόθεσις , ἐν τῷ Αἴαντε |
| γενόμενα ἐπιρρήματα μιᾶς ἐννοίας ἐστὶ παρεμφατικά , οὐ δεόμενα παραθέσεως προθετικῆς , αἱ μέντοι γενικαί , ἐχόμεναι συντάξεως τῆς πρὸς | ||
| , πότερον ἥνωται καὶ τύπος ἐστὶν ἐπιρρηματικός , ἢ ἐκ προθετικῆς συντάξεως ἐπιρρήματος ἔννοιαν παρίστησι , καθάπερ ἔστιν ἐπινοῆσαι ἄπειρα |
| αὐτῶν Ἰωάννου Χάρακος . Πρῶτος δὲ κείσθω ὁ περὶ τῶν μονοσυλλάβων : τὰ εἰς ων μονοσύλλαβα καὶ ὀξύνεται καὶ προσθέσει | ||
| τὸ τ ἐν τῷ ῥήματι . Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ μονοσυλλάβων ῥημάτων . Τηλοῦ . παρὰ τὸ τέλος τελοῦ ἐστὶ |
| ἄθετος καὶ εὔθετος καὶ ἵημι ἑτὸς καὶ ἄφετος καὶ δίδωμι δοτὸς καὶ Ἡρόδοτος , καὶ δέδεμαι δετός , οὕτως σχῆμι | ||
| ' ἀδικήμασί τισι τῆς οἰκίας ἐκβληθείς , ἐκποίητος δὲ ὁ δοτὸς εἰς ποιητά . ἀπεκήρυξε καὶ ἐπικήρυξε διαφέρει . κηρύξαι |
| ἀρσενικῶν ὀνομάτων , ὡς ἐπὶ τοῦ Φοῖνιξ , ἀλλὰ καὶ προθέσεων , ὡς ἐπὶ τῆς ἔξ , καὶ ἐπιρρημάτων , | ||
| , καὶ μετοχῶν , ὡς ἐπὶ τοῦ τύπτων , καὶ προθέσεων , ὡς ἐπὶ τοῦ σύν ἔν , καὶ ἐπιρρημάτων |
| βιβαστός βιβασθός καὶ ῥῆμα ἐξ αὐτοῦ βιβάσθω καὶ ἡ μετοχὴ βιβάσθων . ἢ ἀπὸ τοῦ βιβῶ βιβάθω καὶ πλεονασμῷ τοῦ | ||
| ἐποιχόμενος Σαρπηδόνος ἀμφιμάχεσθαι : αὐτὰρ ἔπειτα μετὰ Τρῶας κίε μακρὰ βιβάσθων Πουλυδάμαντ ' ἔπι Πανθοΐδην καὶ Ἀγήνορα δῖον , βῆ |
| ' εἰς τὸ ἀμυνέμεναι καὶ τιμωρῆσαι δοτικῇ , ὅ τι κατάχρησίς ἐστιν . Ἄλλως : τὸ ἀμύνω ποτὲ μὲν λαμβάνεται | ||
| ' εἰς τὸ ἀμυνέμεναι καὶ τιμωρῆσαι δοτικῇ , ὅ τι κατάχρησίς ἐστιν . Ἄλλως : τὸ ἀμύνω ποτὲ μὲν λαμβάνεται |
| ἐστινἄλλως . τε αἱ δύο προσώπων ἐμφατικαὶ συνθέσεις καὶ ἐξ ἑνικῆς συνθέσεως πλῆθος ὑπαγορεύουσιν καὶ ἐκ πληθυντικῶν ἓν παρεμφαίνουσιν : | ||
| οὖν Ἀρίσταρχον ἐπιμέμφεσθαί φασι τὰ σχήματα , καθὸ ἀφ ' ἑνικῆς συντάξεως τῆς ἑαυτόν πληθυντικὴ ἐγένετο ἡ ἑαυτούς , μάρτυρά |
| κατὰ Μειδίου , καὶ ἐν τῷ κατὰ τῶν Πατροκλέους παίδων Δεινάρχου . Πλινθεῖον : ὁ τόπος ἐν ᾧ πλίνθος πλάττεται | ||
| ὁ δὲ Καλλίμαχος , οὐδ ' ἱκανὸς ὢν κρίνειν , Δεινάρχου νομίζει . . . . ὑπὲρ ὄνου σκιᾶς . |
| Πάνυ μὲν οὖν . Τέχνη ἄρα ἐστὶν ἡ παρασιτική . Τέχνη , ὡς ἔοικεν . Καὶ μὴν κυβερνήτας μὲν ἀγαθοὺς | ||
| καὶ ὥσπερ ἐν τῷ Περὶ εὑρέσεων βιβλίῳ ἐπιγραφῆς οὔσης Ἑρμογένους Τέχνη περὶ εὑρέσεων : περὶ τῶν ἐξ ὑπολήψεως προοιμίων , |
| ἐκ τῶν ἀρχῶν πρόεισι τῶν γεωμετρικῶν , τὸ ὅλον τοῦτο πειραστικὸς συλλογισμὸς ἐν μαθήμασιν : εἰ δὲ ἀπό τινων κοινοτέρων | ||
| ὡς ἂν γραφεῖεν οὐ γεωμετρικός . ὅθεν συνθλίβει μὲν ὁ πειραστικὸς εἰς ἀντιφάσεις τὸν προσποιούμενόν του ἐπιστήμονα εἶναι καὶ ἐπ |
| καὶ τροπὴν τοῦ τ εἰς θ , οὕτως οὖν καὶ βιβαστός καὶ τροπῇ βιβασθός καὶ ῥῆμα ἐξ αὐτοῦ βιβάσθω ἐβίβασθον | ||
| ἐρεκτός ἐρέχθω , ἀϊστός ἀΐσθων : οὕτως καὶ παρὰ τὸ βιβαστός βιβάσθων . παραιτητέον δὲ καὶ τοὺς ὀξύνοντας ὡς δεύτερον |
| γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω . τί θαλαττοκοπεῖς : ἐθαλαττοκράτουν | ||
| . ἐξολῶ : Ἐξολοθρεύσω . Θ . . ἀφανίσω , φθερῶ , ὄντας κακούς . . ἀνασχετὸν : Ὑπομονητόν . |
| τέσσαρα νῦν τοῦ χοροῦ μαθὼν μέρη τὴν ἔξοδον τὸ πέμπτον ἀκροῶ μέρος , ὅπερ μετ ' ἐμμέλειάν ἐστιν εἰς τέλος | ||
| φορῶ φορέσω , καὶ ἡ δευτέρα τὸ α ὡς τὸ ἀκροῶ ἀκροάσω , γελῶ γελάσω : τέως δὲ ὡς ἐπὶ |
| παραδείγματα τῶν παρωνύμων , ἱερός Ἱέρων Ἱέρωνος , ἁβρός Ἅβρων Ἅβρωνος , πλατύς Πλάτων Πλάτωνος , κράτος , Κράτων Κράτωνος | ||
| . καὶ αὐτὸς γάρ εἰμι τοῦ γένους τοῦ Βουσέλου . Ἅβρωνος γὰρ τοῦ Βουσέλου υἱέος ἔλαβεν τὴν θυγατριδῆν Καλλίστρατος , |
| ἀγροῦ καρπός . Ἀλλὰ πάλιν γενόμενον τὸ τοιοῦτον ὑποστρέφει εἰς κτητικὴν ἀντωνυμίαν τὴν ἀπὸ τοῦ ἐμός . οὐ γὰρ ἄλλως | ||
| . δι ' ὃ κἀκεῖνο τὸ ἀνάγνωσμα οὐκ ἐγκλινόμενον τὴν κτητικὴν ἀντωνυμίαν σημαίνει , οἱ δὲ οἳ ἐβλάφθησαν : ἐγκλιτικῶς |
| Ἅβρωνος βίος : ἐπὶ τῶν πολυτελῶν : τοιοῦτος γὰρ ὁ Ἅβρων , ἐξ οὗ καὶ τὸ ἁβρὸς καὶ ἁβροδίαιτος . | ||
| Ἅβρωνος βίος : ἐπὶ τῶν πολυτελῶν εἴρηται ἡ παροιμία . Ἅβρων γάρ τις ἐγένετο πλούσιος καὶ ἁβροδίαιτος . Δύναται δὲ |
| τροπῇ τοῦ μ εἰς τὸ β , ὡς ἐπὶ τοῦ βλώσκω , . * . Βόα : εἴρηται περὶ τούτου | ||
| καὶ νοῶ νοΐσκω : ἐκ τούτων δὲ κατὰ κρᾶσιν θρώσκω βλώσκω νώσκω καὶ Αἰολικῶς γνώσκω : Αἰολεῖς γάρ , φησί |
| . καὶ κατὰ τοῦτο ἄρα τὰ προκείμενα μόρια οὐκ ἔχεται ἐπιρρηματικῆς παραγωγῆς . ἔστι δὲ καὶ παρὰ Ἀλκμᾶνι καὶ κατὰ | ||
| βίηφι : εἰ δὲ μὴ τῇδε ἔχει , τὸ τηνικαῦτα ἐπιρρηματικῆς ἔχεσθαι συντάξεως τὰ μόρια , ὡς ἐπὶ τοῦ χαλκόφι |
| ὥσπερ τεχνικοῖς γράφει λόγοις . οὐ τυγχάνει γὰρ τοῦτο τῶν παρωνύμων , ἐκ ῥήματος δὲ τυγχάνει παρηγμένον , ὡς ἀλλαχοῦ | ||
| . ὡσαύτως δὲ καὶ ἐκ πλειόνων . λαμβανομένων οὖν τῶν παρωνύμων τοῖς συντιθεμένοις λόγοις καὶ πολλαπλασιαζομένων πρὸς ἀλλήλους γίνεται ἀριθμὸς |
| δι ' αἰθέρος . . . ΑΜΕΡΣΗιΣ . Ἀπὸ τοῦ ἀμέρδω τὸ ἀφανίζω : τοῦτο δὲ ἀπὸ τοῦ ἀμῶ τὸ | ||
| τοῦ ζ εἰς δ μέρδω καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀμέρδω , . , . * . 〚 Ἀμέρσαι : |
| τῶν ὁμοίων . . Οὐκ ἀπεμφαῖνον μέντοι ἐστὶν καὶ τὸ συντασσόμενον ῥῆμα ἐπὶ τὸν κτήτορα συντείνειν , εἰ σημαίνοι ὕπαρξιν | ||
| . , εὕρῃ , καταλάβῃ . σημείωσαι τὸ ἐπιτυγχάνω δοτικῇ συντασσόμενον , ὅπερ γενικῇ ὤφειλε συντάσσεσθαι , ὥσπερ καὶ τὸ |
| διαφέρει διάλεξις διαλέκτου , ὅτι διάλεκτος μέν ἐστι φωνῆς χαρακτὴρ ἐθνικός , διάλεξις δὲ τῆς συνήθους φωνῆς ἐκτροπὴ ἐπὶ τὸ | ||
| διάλεκτος καὶ διάλεξις : διάλεκτος μὲν γάρ ἐστι φωνῆς χαρακτὴρ ἐθνικός , διάλεξις δὲ τῆς συνήθους φωνῆς ἐπὶ τὸ σεμνότερον |
| πολλοῖς διέστηκεν ἰδιώμασιν . ἀλλὰ καὶ προεκτεθείμεθα ὅτι ἀντὶ τῶν ὑποτακτικῶν ἄρθρων ἀθροιστικὸς σύνδεσμος παρα - λαμβάνεται , καὶ οὐχὶ | ||
| δέοντα καιρὸν παραστήσομεν . . Ἑξῆς ῥητέον καὶ περὶ τῶν ὑποτακτικῶν ἄρθρων , ἅπερ οὐ μόνον τάξει καὶ φωνῇ διαφέρει |
| καὶ δόκησις . Αἶσα , ταυτὸν σημαίνει τῇ μοίρᾳ . Κλέος , λαμβάνεται καὶ ἀντὶ τῆς δόξης καὶ ἀντὶ τῆς | ||
| τῷ ὕδατι , καὶ μὴ ὁλοτελούς . οὕτως Ἡρακλείδης . Κλέος . παρὰ τὸ κλείειν . ἐγὼ δέ σε κλείω |
| ἐγκλινομένη καὶ ἀναστρεφομένη γενικῇ δοτικῇ καὶ αἰτιατικῇ . Ἡ ἀπό ἐγκλινομένη καὶ ἀναστρεφομένη γενικῇ . Ἡ ὑπέρ ἐγκλινομένη καὶ ἀναστρεφομένη | ||
| , τοῦτο γὰρ δασύνεται : καὶ τὸ ἡμῖν οὖν ἀντωνυμία ἐγκλινομένη καὶ συστελλομένη παρ ' Ἴωσι δασύνεται , παρὰ γὰρ |
| καὶ αἱ ἄλλαι ἐγκλίσεις : ἀλλ ' ἀπὸ τῶν ἰδίων μετοχῶν : τὸ γὰρ τύπτοιμι ὁ εὐκτικὸς ἐνεστὼς οὐκ ἀπὸ | ||
| σύνταξις , καθ ' ὃν ἐπεδείξαμεν λόγον ἐν τῷ περὶ μετοχῶν . μετὰ μὲν οὖν κυρίων , ἡνίκα οὕτω φαμέν |
| τέλος . ἄμεινον ἐκδέξασθαι , ὡς ἐκ παραθέσεως προθετικῆς καὶ ἀρθρικῆς συντάξεως παρυφίστατο χρονικὴ σύνταξις , τῶν λέξεων κατὰ τὴν | ||
| τοῖς ἄρθροις τοῦ ποιητοῦ ; ἔχων γοῦν ἐκεῖσε ἀφορμὴν τῆς ἀρθρικῆς γραφῆς , ἀπαιτοῦντος τοῦ λόγου τὸ ἄρθρον , πρὸς |
| μόνης τῆς μαι συλλαβῆς γίνεται ἀπὸ τοῦ ἐὰν τύπω ἐὰν τύπωμαι . Καὶ περὶ μὲν οὖν τῶν ὑποτακτικῶν εἰρήσθω μέχρι | ||
| τυψώμεθοντύψησθοντύψησθον . Πληθ . Ἐὰν τυψώμεθατύψησθετύψωνται . Ἑνικά . Ἐὰν τύπωμαι : ὁμοίως τῷ πρώτῳ κανονίζεται , εἴτε ἀπὸ ἐνεργητικοῦ |
| φθορὰν ἢ ὑπὸ φαρμάκων δριμέων ἢ ὑπὸ ῥεύματοϲ ἢ ἐξ ἀποϲτημάτων ϲυρραγέντων . εἰ μὲν οὖν πρόχειροϲ εἴη ἡ ἕλκωϲιϲ | ||
| τῷ περὶ παρωτίδων λεχθεῖϲι καὶ τοῖϲ λεχθηϲομένοιϲ ἐν τῷ περὶ ἀποϲτημάτων χρηϲτέον . Οἴνου Ἀδριανοῦ καλοῦ # κ , ῥοὸϲ |
| . ὡς παρὰ τὸ βήσω βῆσσα καὶ ἄξω ἄξα καὶ ἄμαξα , οὕτως καὶ παρὰ τὸ φρῶ , ὃ παρὰ | ||
| βλῶ βλήσω : βλήτρον : καὶ πλεονασμῶ τοῦ σ . ἄμαξα ἐκ τοῦ ἄγω , ἄξω : ἄξα : καὶ |
| παρ ' Ἀλκμᾶνι , ὃ τὴν μὲν πρώτην ἔχει ἰαμβικὴν ἑξάσημον ἢ ἑπτάσημον , τὰς δὲ ἑξῆς δύο ἰωνικὰς ἑξασήμους | ||
| Ἀφρόδιτα : τοῦτο δὲ τὴν μὲν πρώτην συζυγίαν ἔχει τροχαϊκὴν ἑξάσημον ἢ ἑπτάσημον , τὴν δὲ δευτέραν χοριαμβικήν , τὴν |
| ἐκβαλὼν τῆς ἁμίλλης , ⌈ ἀπὸ τοῦ ἁλίζω , τὸ συναθροίζω . οὐ κυλισθῆναι ποιήσας , ὥς τινές φασιν . | ||
| ἐκ δὲ τοῦ ἀολλής γίνεται ἀολλίζω , σημαίνει δὲ τὸ συναθροίζω . . . . ἀοσσητήρ : ὁ ἄνευ ὄσσης |
| δὲ τὸ ἐξ αὐτοῦ μεταλαμβανόμενον , οὗτος γάρ . . Κἀκεῖνο δὲ προσθετέον , ὡς ἐνέλειψεν ἡ εὐθεῖα τῷ τ | ||
| τῶν ἀντωνυμιῶν , πάντοτε ὁριζομένων , ταῦτα ἐκάλεσαν ἀοριστώδη . Κἀκεῖνο δ ' εὔηθες τὸ λέγειν , ἄρθρα ἀντὶ ἀντωνυμιῶν |
| Ἰχνευταὶ πολλὰ περὶ Θεοπόμπου λέγεται . Ἀρητάδου τέ ἐστι Περὶ συνεμπτώσεως πραγματεία , ἐξ ὧν τοιαῦτα πολλὰ ἔστι γνῶναι . | ||
| τὸ δοτικὴν ἀντὶ γενικῆς παρειλῆφθαι . . Εἴπομεν καὶ περὶ συνεμπτώσεως τῆς τῶν ἄρθρων , ὡς τὰ ὑποτακτικὰ ταῖς κτητικαῖς |
| ἑξετέ ' ἀδμήτην . καὶ χρῆν ἀναγινώσκειν ὡς ἀξιοῖ ὁ Ἀσκαλωνίτης . τροχοὶ ὀξυτόνως καὶ τρόχοι βαρυτόνως διαφέρουσι παρὰ τοῖς | ||
| : Δίδυμος , Τρύφων , Ἀπολλώνιος , Ἡρωδιανός , Πτολεμαῖος Ἀσκαλωνίτης , καὶ οἱ φιλόσοφοι Πορφύριος , Πλούταρχος καὶ Πρόκλος |
| τρίτα τῆς δευτέρας καὶ τρίτης συζυγίας τῶν δευτέρων καὶ τρίτων ὁριστικῶν τῶν αὐτῶν συζυγιῶν , καθάπερ διεφώνησαν τὰ ἄλλα ὑποτακτικά | ||
| τῇ παραληγούσῃ : γίνονται δὲ τὰ παθητικὰ εὐκτικὰ ἀπὸ τῶν ὁριστικῶν παθητικῶν τροπῇ τῆς μαι εἰς μην : ἐὰν οὖν |
| συστέλλονται . βέλτιον δὲ οὕτως ὁρίσασθαι . ῥυθμός ἐστιν ἀναλογία χρονικὴ τῶν πρὸς τοὺς σφυγμοὺς μερῶν ποιὰν σχέσιν ἐχόντων πρὸς | ||
| Ἄμεινον ἐκδέξασθαι ὡς ἐκ παραθέσεως προθετικῆς καὶ ἀρθρικῆς συντάξεως παρυφίστατο χρονικὴ σύνταξις , τῶν λέξεων κατὰ τὴν συνοῦσαν παράθεσιν τὰ |
| . , : ὅτι δὲ οὐδὲ τῇ ὑπ ' ἀλλήλων ἐκθλίψει βιαζόμενα κινεῖται , δείκνυσιν ἐφεξῆς . ταύτης δὲ γεγόνασι | ||
| βλεφάρων ἀποϲτήματα θεραπευτέον , τὰ μὲν ἐντὸϲ ἀποκορυφοῦντα ἀποτομίᾳ καὶ ἐκθλίψει τοῦ ὑγροῦ . εἶτα ἐγχυματίζειν ἅλμῃ καὶ ἄνωθεν ἐπιθέντα |
| ὄνυξ . Ὀτρύνω . πλεονασμῷ τοῦ τ , ὄρω , ὀρύνω , καὶ ὀτρύνω . Ὁδεῖνα . ὅδε , ὅδει | ||
| , ὁ παθητικὸς ἄχνυμαι καὶ ἀχνύμενος , ὥσπερ ὀρῶ ὀρύω ὀρύνω ὄρνυμι ὄρνυμαι ὀρνύμενος ' . . . . ἄχος |
| ἐπτερωμένους τοὺς νικητὰς καὶ ἐπηρμένους ποιεῖ : ἐκ τῶν παλαιῶν σχολίων . τὸ προοίμιον ἀπὸ τῆς πατρίδος τοῦ νικητοῦ : | ||
| καὶ ἴσους τοῖς λοιποῖς θεοῖς ἀπεργαζόμενος : ἐκ τῶν παλαιῶν σχολίων . Ὅθεν περ καὶ ὁμηρίδαι . ὃν τρόπον , |
| εἰς ως μετοχῶν καὶ μετοχικῶν , μετοχῶν μέν , οἷον τετυφώς τετυφότος , πεποιηκώς πεποιηκότος , μετοχικῶν δέ , οἷον | ||
| φυλάττει τὸ ω μέγα καὶ ἐπὶ γενικῆς , τὸ δὲ τετυφώς οὐ φυλάσσει , διότι ἐκεῖνος ὄνομά ἐστι , τοῦτο |
| διάθεσιν μεταστήσειεν , συμπαραλαμβανομένης γενικῆς μετὰ τῆς ὑπό προθέσεως , δέρομαι ὑπὸ Τρύφωνος , τιμῶμαι ὑπὸ Θέωνος . Καὶ αὕτη | ||
| τὰ τῆς συντάξεως , ἵσταμαι ὑπὸ σοῦ ἵστημι σέ , δέρομαι ὑπὸ σοῦδέρω σέ , ἕλκομαι ὑπὸ σοῦ ἕλκω σέ |
| καὶ δυνάμενοι συντελεῖν . Φίλιππος μὲν οὖν ὁ Ἀμύντου , πραγματικὸς ἀνὴρ γενόμενος , οὐδέποτε ἐν ταῖς τοιαύταις περιστάσεσιν ἐφείσατο | ||
| , ἁπάσαις τε συλλήβδην κεκοσμημένον ἀρεταῖς : καὶ ὁ μὲν πραγματικὸς τύπος αὐτῷ τοιοῦτος . ὁ δὲ λεκτικὸς πῇ μὲν |
| ἐστιν : ἔνθεν γὰρ καὶ ταῖς ἐν δευτέρῳ προσώπῳ νοουμέναις ἁπάντοτε κλητικαῖς σύνεστιν . . Πρόκειται δὲ ὡς τὸ πλέον | ||
| εἶναι τὸ παρακαταθήκη : καὶ δεδομένου τοῦ ὅτι ἐν συνθέσει ἁπάντοτε μετὰ τῶν ῥημάτων αἱ προθέσεις , δοθείη ὅτι καὶ |
| κεχλαδὼς , ὁ πλήθων : παράγωγον χλάζω : καὶ ἀναδιπλασιασμὸς καχλάζω . τὸ οὖν χλῶ ῥηματικὸν χλώσα : ἐπεκτάσει τοῦ | ||
| τοῦ ο ὄχλος . ἐκ δὲ τοῦ χλῶ καὶ τὸ καχλάζω κατὰ ἀναδιπλασιασμόν . . . , : ἀκωκή : |
| τὰ μὴ οὕτως ἔχοντα . Τῆς ποιήσεως ἡ μὲν ἀμίμητος ἱστορική παιδευτική ὑφηγητική θεωρητική ἡ δὲ μιμητική τὸ μὲν ἀπαγγελτικόν | ||
| δρᾶσαι τὰ εἰρημένα . Τρία δὲ γένη περιόδων ἐστίν , ἱστορική , διαλογική , ῥητορική . ἱστορικὴ μὲν ἡ μήτε |
| διὰ τοῦ ιος ὀνόματα προπαροξύτονα παρ ' ἐνεστῶτα ἢ μέλλοντα παρηγμένα διὰ τοῦ ι γράφονται , οἷον † ἄγω ἅγιος | ||
| παρὰ μέλλοντα τῆς τρίτης συζυγίας τῶν περισπωμένων διὰ τοῦ υω παρηγμένα τὴν τρίτην ἀπὸ τέλους ἔχει διὰ τοῦ ω μεγάλου |
| : ἀπὸ βασιλέως Ἀθηναίου Κόδρου , ὃς δοκεῖ πρεσβύτατος καὶ εὐγενέστατος γεγενῆσθαι . Πρὸς λέοντα δορκὰς ἅπτεται μάχης : ἐπὶ | ||
| δὲ τὴν Κύπρον Εὐαγόρας ὁ Σαλαμίνιος , ὃς ἦν μὲν εὐγενέστατος , τῶν γὰρ κτισάντων τὴν πόλιν ἦν ἀπόγονος , |
| * ἑρπηστᾶο : ἑρπετοῦ * ἔβρυξεν : ἔφαγεν ἔλαβεν ἔδακεν βρύχω σημαίνει τὸ συνερείδειν τοὺς ὀδόντας μετὰ ψόφου ἔδακε : | ||
| Ἐρίβροχοι : ὀξύβρυχοι ἀπὸ τοῦ ι ἐπιτατικοῦ μορίου καὶ τοῦ βρύχω . Δαμῆναι : σφαχθῆναι . Αἰχμητῇσι : τοῖς πολεμισταῖς |
| περὶ ἀνδρείας , μαιευτικός : Λύσις ἢ περὶ φιλίας , μαιευτικός . τῆς ἕκτης ἡγεῖται Εὐθύδημος ἢ ἐριστικός , ἀνατρεπτικός | ||
| ἠθικός . τῆς πέμπτης ἡγεῖται Θεάγης ἢ περὶ φιλοσοφίας , μαιευτικός : Χαρμίδης ἢ περὶ σωφροσύνης , πειραστικός : Λάχης |
| καὶ Λιβάνιος : ” ὡς τὰ αὐτὰ ἐφροντίζομεν “ . τελῶ λέγεται τὸ πληρῶ , ἀφ ' οὗ καὶ τέλος | ||
| καὶ τελευτὴ ὁ θάνατος : τελῶ καὶ τὸ γίνομαι , τελῶ καὶ τὸ μυοῦμαι καὶ τὸ διδάσκομαι , ὡς ἐνταῦθα |
| τῶν Ἀθήνησι ῥητόρων Δημοσθένης ἐπεφεύγει , καταδεδικασμένος ὡς εἰληφὼς τῶν Ἁρπαλείων χρημάτων . ἀντὶ δὲ τοῦ Λεωσθένους κατεστάθη στρατηγὸς Ἀντίφιλος | ||
| οὔτ ' ἔχθρας οὐδεμιᾶς ἕνεκα . Κατὰ Φιλοκλέους ὑπὲρ τῶν Ἁρπαλείων : τί χρὴ λέγειν τὸ πρὸς τῶν . Κατὰ |
| ἑλκόμενοι ἦχον ἀποτελοῦσιν , ὡς δοκεῖν καχλάζειν . ὁ τρόπος ὀνοματοποιΐα . καχλάζοντα : ἀντὶ τοῦ ἠχοῦντα . ὁ δὲ | ||
| ἐστὶ λέξις κατὰ παραγωγὴν τοῦ καθωμιλημένου ἐξενηνεγμένη , λέγεται δὲ ὀνοματοποιΐα ἑπταχῶς : κατὰ ἐτυμολογίαν , κατὰ ἀναλογίαν , κατὰ |
| σημαίνει δὲ τὸ αὐξάνω . παρὰ τὸ μολῶ γίνεται παράγωγον μολίσκω , ὡς γελῶ γελίσκω καὶ γαμῶ γαμίσκω : καὶ | ||
| , καθὰ τελῶ τελίσκω Ἰακῶς καὶ θορῶ θορίσκω καὶ μολῶ μολίσκω , ἐξ ὧν τὸ θρώσκω , ἔτι δὲ καὶ |
| . ξυνεδεδέατο : συνδεδεμένοι ἦσαν : ἀπὸ τοῦ δέω τὸ δεσμεύω : ὁ παθητικὸς ὑπερσυντελικὸς , ἐδεδέμην : τὸ τρίτον | ||
| τοῦ ι , γίνεται δ ' ἐκ τοῦ δέω τὸ δεσμεύω δοὸς , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι δοιὸς , ἡ |
| μνημονευσάντων ἐνδόξων προσώπων ὡς ἀληθῆ τιμώμενα . Ὅρος σαφηνείας . Σαφήνειά ἐστιν ἡ ἐναργὴς τῶν πραγμάτων διδασκαλία μηδὲν ἐξ ἑρμηνείας | ||
| μνημονευσάντων ἐνδόξων προσώπων ὡς ἀληθῆ τιμώμενα . Ὅρος σαφηνείας . Σαφήνειά ἐστιν ἡ ἐναργὴς τῶν πραγμάτων διδασκαλία μηδὲν ἐξ ἑρμηνείας |
| βραδέωϲ κινεῖται ὁ ὀφθαλμὸϲ ἢ οὐδόλωϲ . ὅταν δὲ ἐκ βιαίαϲ πληγῆϲ κατὰ κεφαλῆϲ γιγνομένηϲ ἢ καταπτώϲεωϲ ἀπορραγῇ τῆϲ ϲυμφυΐαϲ | ||
| ψῦξιν : ὅταν δὲ ὑπὸ πληρώϲεωϲ ὑγρῶν γένηται λυγμόϲ , βιαίαϲ δεῖται κενώϲεωϲ . τοῦτο δὴ ὁ πταρμὸϲ ἐργάζεται : |
| , τοιγαροῦν ἴωμεν ἐπὶ τὴν ἐξήγησιν . Κατὰ τί διαφέρει γεωγραφία χωρογραφίας ; ὅτι ἐν μὲν τῇ γεωγραφίᾳ τὰ καθόλου | ||
| , πόλεων καὶ ἄλλων πραγμάτων . περίοδός ἐστι περιφορά , γεωγραφία πάσης τῆς γῆς , ἔχουσα διαγράμματα τῆς ἠπείρου καὶ |
| γενική , οὐ συνούσης τῆς ὑπό προθέσεως , ὡς τὸ κυριεύω σοῦ , καὶ δοτική , ὡς τὸ παλαίω σοί | ||
| τοῦ ἄνασσε σύνταξις τὴν γενικὴν ἀπῄτησεν . οὕτως ἔχει τὸ κυριεύω , δεσπόζω , κρατῶ , ἄλλα πλεῖστα τῆς ἴσης |
| τὴν τοῦ ῥυθμοῦ , πρὸς δὲ τούτοις ἔκ τε τῆς ῥυθμικῆς καὶ τῆς ἁρμονικῆς πραγματείας καὶ τῆς περὶ τὴν κροῦσίν | ||
| χρῆσίν τινα τὴν μελοποιίαν εὕρομεν οὖσαν , ἐπί τε τῆς ῥυθμικῆς πραγματείας τὴν ῥυθμοποιίαν ὡσαύτως χρῆσίν τινά φαμεν εἶναι . |
| , τὸ ὁμοιῶ . ὥσπερ παρὰ τὸ πήσσω πάγιος , ἁρμόζω ἁρμόδιος , οὕτω καὶ παρὰ τὸ εἴκω εἴκιος . | ||
| οἱ ἐπὶ ὁμονοίᾳ διδόμενοι . παρὰ τὸ ἀρῶ , τὸ ἁρμόζω , καὶ τὸ ὁμοῦ . . . . , |
| διδασκαλία καὶ μάθησις διανοητική ἐστι , πᾶσα διδασκαλία καὶ μάθησις διανοητικὴ ἐκ προϋπαρχούσης γίνεται γνώσεως : ἡ ἀποδεικτικὴ ἄρα ἐκ | ||
| μὲν γάρ . Εἰπὼν ὅτι πᾶσα διδασκαλία καὶ πᾶσα μάθησις διανοητικὴ ἐκ προϋπαρχούσης γίνεται γνώσεως , καὶ πιστωσάμενος τοῦτο καὶ |
| ἐν Ὑπομνήματι Βοιωτίας σχόλιον . ἀπὸ τοῦ Ἀζεύς Ἀζείδης τὸ πατρωνυμικὸν καὶ ἐκεῖθεν Ἀζεΐδαο , . , . . . | ||
| δηλούμενον , ᾧ λόγῳ καί τινα ἕτερα σχήματα . φαμέν πατρωνυμικὸν καὶ τὸ ἐν χαρακτῆρι πατρωνυμικὸν καί τι ἐν δηλουμένῳ |
| ὁριστικῆς προφορᾶς , καὶ μάλιστα ἐπὶ παρῳχημένου χρόνου , ὁ τυραννοκτονήσας τετίμηταιΔεδείξεται . δὲ ὡς καὶ πλήθους ἔσθ ' ὅτε | ||
| μέλλοντος ἀοριστωδῶς νοεῖται καθ ' ἣν προεκτεθείμεθα τήρησιν , ὁ τυραννοκτονήσας τιμηθήσεται , πάνυ εὐλόγως , εἴγε τὰ γινόμενα καὶ |
| σὸν πλοῦτον ἐκ τῆς ἐπικαρπίας αὔξων . μῆλα δὲ νῦν καταχρηστικώτερον πᾶσαν τὴν τῶν τετραπόδων κτῆσιν ἀρχαΐζων φησί . καὶ | ||
| τῇ θαλάσσῃ θηρία , παρὰ τὸ ἐν ἁλὶ κινεῖσθαι , καταχρηστικώτερον δὲ πᾶν θηρίον : κνώδαλον ὅττι , δίοιτο : |
| Καλλίας ὁ Ἱππονίκου , Κριτέας ὁ Καλαίσχρου , Ἀλκιβιάδης παρὰ Προνόμου τοῦ μεγίστην ἐσχηκότος δόξαν . Ἀριστόξενός τε καὶ Ἐπαμεινώνδας | ||
| φησὶ μαθεῖν τὴν αὐλητικὴν οὐ παρὰ τοῦ τυχόντος , ἀλλὰ Προνόμου , τοῦ μεγίστην ἐσχηκότος δόξαν . . . . |
| ἐσχατώτατον : οὐδὲ ἀμεινότερον , καλλιώτερον , κρειττότερον ῥητέον : συγκριτικοῦ γὰρ συγκριτικὸν οὐ γίνεται . Εὑρέσθαι , οὐχ εὕρασθαι | ||
| ἥλιε . Περὶ τὰ Εἴδη : ὡς εἴτις ἁπλοῦν ἀντὶ συγκριτικοῦ τάξειεν , οἷον , δῖα θεάων , ἀντὶ τοῦ |
| ἐξ αὐτοῦ ὄνομα , ἆτος . ἀνάσχεο , παρὰ τὸ σχῆμι , ὁ μέλλων σχήσσω : ὁ παρακείμενος , ἔσχηκα | ||
| , πρόσμεινον . σχέω , σχῶ καὶ ῥῆμα εἰς μι σχῆμι : ὁ βʹ ἀόριστος ἔσχην , ἡ μετοχὴ ὁ |
| : πλεύσεως . ὀϊζύος : κόπου . μογέουσιν : μογέω κακοπαθῶ . Δυσκελάδοισι : δυσήχοις . συνιππεύοντες : συμπεριπατοῦντες , | ||
| . τάλας : τάλας : παρὰ τὸ τάλλω , τὸ κακοπαθῶ , ἔνθεν Ἡσίοδός φησιν ” ἐτρέφετ ' ἀτάλλων ” |
| Ἡρακλέους , καὶ Διόμεια ἑορτή . καὶ ἐν ἑτέρᾳ παραγωγῇ κτητικῶς ἀνδρόμεος , ὡς κέρτομος κερτόμεος : ὁ δὲ ἵετο | ||
| ἔθυον . . . ΠΟΛΕΜΗΙΑ . Τὸ πολεμήϊον πολέμειον ἦν κτητικῶς , καὶ διαλύσει πολεμέϊον , καὶ ἐκτάσει πολεμήϊον . |
| προσοψημάτων . μινυρομένη : Ἀντὶ τοῦ ἠρέμα ᾄδουσα . τῶν Ἰωνικῶν : Τῶν τρυφηλῶν . Ἴωνες τρυφηλοί . προσελκύσαι . | ||
| ἀπὸ Πριήνης τε καὶ Ἀχιλλείου καὶ ἀπὸ νήσων καὶ τῶν Ἰωνικῶν πόλεων , οἱ μέν τινες καταλιπόντες ἐν τῷ σίτῳ |
| ] τις ? ? ? οὔτε δῆμος ⋮ οὔτ ' ἔτης ἀνήρ , τοιάνδε ? μοῖραν ⋮ παρὰ [ ] | ||
| πόλις ] ? τις ? ? οὔτε δῆμος οὔτ ' ἔτης ? ἀνὴρ τοιάνδε ? μοῖραν παρὰ [ ] ? |
| καὶ κλητικήν , οἷον ὁ Τίρυνς ὦ Τίρυνς , ἡ ἕλμινς ὦ ἕλμινς , ὁ μάκαρς ὦ μάκαρς , ἡ | ||
| ἑλμίνθων γένεσις . Περὶ πλατείας ἕλμινθος . Καὶ ἡ πλατεῖα ἕλμινς πλεονάζει μὲν ἐπὶ πυρετῶν , γίνεται δὲ καὶ ἐν |
| μήτηρ ὑπολαβοῦσα εἶπεν : „ ὦ τέκνον , ὡς ἤδη καταμανθάνω , οὐ μόνον ὄψεως ἐστέρησαι , ἀλλὰ καὶ ἀκοῆς | ||
| διδασκαλία ἐστίν ; ἄρτι γὰρ δή , ἔφην ἐγώ , καταμανθάνω ᾗ με ἐπηρώτησας ἕκαστα : ἄγων γάρ με δι |
| ἐγώ μοι δοκῶ , ὦ Σώκρατες , τούτου πάνυ σοι σύμψηφος εἶναι . ὁ δὲ δὴ ” ἥρως “ τί | ||
| γενέσθαι Θηβαίοις , μηδ ' ἐπὶ Λακεδαιμονίους ἡμᾶς ἀποκλῖναι ; σύμψηφος ὑμῖν ἐγώ . καὶ τί κεκράγαμεν εἰκῆ καὶ φιλονεικοῦμεν |
| δὲ τὸ μείρω , τὸ μερίζω , γίνεται ὁ μέλλων μερῶ κέρσω καὶ σπείρω σπερῶ σπέρσω . . . + | ||
| στεροῦμαι . ὥσπερ ἀπὸ τοῦ σκαίρω καὶ παρὰ τὸ μείρω μερῶ γίνεται μερίζω καὶ κατὰ συγκοπὴν καὶ τροπῇ τοῦ ζ |
| ὁμοτονεῖ τοῖς ἰδίοις ὁριστικοῖς : νικῶ ἐγώ νικῶ σύ , κρεμῶ ἐγώ κρεμῶ σύ . τὰ μέντοι τρίτα εἴτε εἰς | ||
| ἐπ ' ἄκρων τοῦ δένδρου ὤν , ἢ παρὰ τὸ κρεμῶ ἀκρέμων , ὁ κρεμώμενος , . , , . |
| ὁ σοφιστὴς καὶ [ ὁ ] ἀσπαλιευτὴς ἅμα ἀπὸ τῆς κτητικῆς τέχνης πορεύεσθον . Ἐοίκατον γοῦν . Ἐκτρέπεσθον δέ γε | ||
| ἐν τούτοις τῆς γενικῆς ἡ κτῆσις μηνύεται καὶ οὐ τῆς κτητικῆς ἀντωνυμίαςἔτι . γε μὴν καὶ ἐκ τῶν παρατιθεμένων ἄρθρων |
| . . . 〚 Ἄλλως . σαρκασμοπιτυοκάμπτης συνετέθη παρὰ τὸ σαρκασμὸς καὶ τὸ πίτυς καὶ τὸ κάμπτω . ἔστι δὲ | ||
| σαρκασμὸς καὶ τὸ πίτυς καὶ τὸ κάμπτω . ἔστι δὲ σαρκασμὸς εἰρωνεία δακνηρὰ καὶ βαρύτης , ὅθεν καὶ τὴν κλῆσιν |
| μὲν τῷ πρώτῳ οἰκιστῇ , ἀδελφὸς δὲ Στησαγόρου ὁμομήτριος καὶ ὁμοπάτριος . οὗτος οὖν , ὄντων αὐτῷ παίδων ἐξ Ἀττικῆς | ||
| καὶ ἀληθῶν ἐπιστωσάμεθα : οὑτοσὶ δ ' ἐκείνου συγγενής , ὁμοπάτριος καὶ ὁμομήτριος ἀδελφὸς καὶ τρόπον τινὰ δίδυμος , καθ |
| τὸ κοιμᾶσθαι . Καταχήνη . ἡ κόσμησις . χαίνω χήνη καταχήνη . Κελαρύζω . κερίζω , κελαρίζω . Κλαγγή . | ||
| ἡ Λυσικράτους : σιμὸς καὶ αἰσχρὸς ὁ Λυσικράτης . . καταχήνη : Κατάγελως . τῶν πλουσίων . . Γ . |
| , κατὰ ῥήματοϲ λεγόμενον ἢ ἐπιλεγόμενον ῥήματι . Τῶν δὲ ἐπιρρημάτων τὰ μέν ἐϲτιν ἁπλᾶ , τὰ δὲ ϲύνθετα : | ||
| τὴν ευ ἐβάρυναν τὸ ἐπίρρημα . [ Τὰ τοπικὰ τῶν ἐπιρρημάτων τρεῖς ἔχει διαστάσεις , τὴν ἐν τόπῳ , τὴν |
| ἁνύειν : δασύνουσιν οἱ Ἀττικοί . καὶ δῆλον ἐκ τῆς συναλοιφῆς . καθήνυσαν γάρ . ἀσύφηλος ὕβρις : ἡ μετὰ | ||
| λέγοντες ὡς χρυσῆν . πῶς ἔδοξεν ὁ Ἡγέλοχος ἐκ τῆς συναλοιφῆς γαλῆν εἰπεῖν ; τὸ μὲν γὰρ περισπωμένως προενέγκασθαι οὐ |
| : χαλκέοισιν ἐξαυστῆρες ἐγχειρούμενοι . . . , . : ἐξαυστήρ : κρεάγρα . . Ὀνομαστ . ; : τὰ | ||
| τῆς ἐν προθέσεως τὸ ἐπίῤῥημα ἔμπλην . Ἐξαυστηρίκυω . αὔσω ἐξαυστήρ . Ἐπυράκτεον . πῦρ πυρὸς πυράζω πυράξω : ὄνομα |
| παρὼν ἄεισα νομεῦσι : μηκέτ ' ἐπὶ γλώσσας ἄκρας ὀλοφυγγόνα φύσω . τέττιξ μὲν τέττιγι φίλος , μύρμακι δὲ μύρμαξ | ||
| ζεύγω ζεύξω ζεύγλη , τρώγω τρώξω τρώγλη , οὕτω φύω φύσω φύτλη . . , : χείμεθλα : * * |
| ἐν ἱεραῖς βίβλοις ἱλαστήριον . τούτου μῆκος μὲν καὶ πλάτος μεμήνυται , βάθος δ ' οὐδέν , ἐπιφανείᾳ γεωμετρικῇ μάλισθ | ||
| ἅπερ ἐν τοῖς γραφεῖσι περὶ τοῦ κατ ' αὐτὸν βίου μεμήνυται , τεττάρων ἄθλων ἐξαιρέτων τυγχάνει , [ τυχὼν ] |
| ἑτὸς καὶ ἄφετος καὶ δίδωμι δοτὸς καὶ Ἡρόδοτος , οὕτως δίδημι δετὸς καὶ δετή , ἡ ἐκ δεδεμένων δᾴδων λαμπάς | ||
| ὀξύτονα ὄντα : οἷον , δετός : ἀπὸ γὰρ τοῦ δίδημι , ὃ δηλοῖ τὸ δεσμεύω : θετὸς ἀπὸ τοῦ |
| ἔστιν αὕτη ἡ τοῦ κάλως κάλωος κλίσις , ἀλλ ' ἐπέκτασις : ἔστι γὰρ ὁ κάλως τοῦ κάλω ἀττικῶς , | ||
| ἀλλὰ τηλικουτοισί καὶ τοιουτοισί : κατὰ πτῶσιν γὰρ γίνεται ἡ ἐπέκτασις , οἷον τοιοῦτοι καὶ τηλικοῦτοι , τοιουτοιΐ καὶ τηλικουτοιΐ |
| τε βαρύτονον καὶ τὸ περισπώμενον : ὀπτὴρ ὁ σκοπός : ὄτλος ὁ μόχθος , ὁ πόνος : ὄτλημα ἡ κακοπραγία | ||
| καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς ὀτραλέως . . , : ὄτλος : παρὰ τὸ τλῶ , τὸ κακοπαθῶ , ῥηματικὸν |
| : ἐκ τοῦ φημί φήσω πέφηκα πέφημαι πέφησαι φάσις καὶ ἀφασία , πλεονασμῷ τοῦ μ διὰ τραχύτητα ἀμφασία . . | ||
| ἀφωνία : ἐκ τοῦ φημί φήσω πέφηκα πέφαμαι φάσις καὶ ἀφασία : παρὰ τὸ μὴ δύνασθαι λέγειν . . . |
| η , καὶ γίνεται ἀπὸ τοῦ ἀγκύλον καὶ τοῦ μήδω μήσω τὸ βουλεύω , ὁ παρακείμενος μέμηκα , ὁ παθητικὸς | ||
| μερίζω , ὁ μεμερισμένος ἑκάστῳ . Μήλη . παρὰ τὸ μήσω μέλλοντα . μήδω δὲ , οὗ παθητικὸν μήδομαι , |
| ἡ τραγῳδία καὶ ἡ κωμῳδία . μάθοις δ ' ἂν Τηλεκλείδου λέγοντος ὧδε : „ τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων | ||
| γὰρ ἐς τὴν χλαμύδα κατεθέμην ποτέ καὶ τὸν πέτασον . Τηλεκλείδου δ ' ἐν Ἀμφικτύοσιν εἰπόντος δουλοπό - νηρον ῥυπαρὸν |
| ἢ ἀσθένειαν . τί δὲ δή κτλ . . τύπος θεολογικὸς ὅτι ὁ θεὸς ἀμετάβλητος . εἱλήσεων . τῶν ὑπὸ | ||
| ἢ οὐδὲ ὅλως . τοιοίδε που κτλ . . τύπος θεολογικὸς ὅτι πάντων ἀγαθῶν ὁ θεὸς αἴτιος : τῶν κακῶν |
| ἀντίξουν ἐμοί , λιποῦσα γαῖαν εἰς μυχοὺς εἶμι χθονός , ἄϊστος , ἀφανής , πύματα Ταρτάρου βάθη . Ἰδού , | ||
| ἴσα ἐστὶ καὶ ὅμοια τοῖς πᾶσι . δαίμων δ ' ἄϊστος : τουτέστιν οὐκ ἔστι προφανὴς ὁ δαίμων τοῖς ἀνθρώποις |
| αʹ περίοδος ἐξ ἰαμβικῆς καὶ τροχαϊκῆς συζυγίας : ἡ μέντοι τροχαϊκὴ συζυγία τρίβραχυν ἔχει τὸν πρῶτον πόδα , ἤτοι χορεῖον | ||
| τὸ ιαʹ προσοδιακὸν παρὰ τὴν ἰαμβικὴν συζυγίαν . τὸ ιβʹ τροχαϊκὴ διποδία , ὅ ἐστι μονόμετρον . ἡ δὲ ἐπῳδὸς |
| , οὕτως καὶ παρὰ τὸν τείρω ἐνεστῶτα τὸν σημαίνοντα τὸ καταπονῶ ὁ μέλλων τερῶ , ὡς κείρω κερῶ , γέγονε | ||
| Ἔγωγε , εἶπεν ὁ νε - ανίσκος , καὶ ἔλαφον καταπονῶ καὶ σῦν ὑφίσταμαι . ὄψει δὲ αὔριον , ἂν |
| κεκαδμένον : κεκοσμημένον . κεκοσμημένον . ἀπὸ τοῦ κάζω τὸ καλλωπίζω . γράφεται δὲ καὶ κεκασμένον . σύγκειται δὲ τὸ | ||
| . Διαπορηθέντες , διαποροῦντες . Διαπρέπω τὸν δεῖνα , ἤτοι καλλωπίζω . Πλάτων ἐν Γοργίᾳ : „ φύσιν ψυχῆς ὧδε |
| ἐν τῇ περὶ τοῦ Λάχης διδασκαλίᾳ , ἡνίκα περὶ τοῦ Ἀριφράδης διελαμβάνομεν : ὥσπερ γὰρ ἀπὸ τοῦ φαίνω γίνεται Ἀριστοφάνης | ||
| α καὶ ὅμως εἰς ους ἔχει τὴν γενικήν , οἷον Ἀριφράδης Ἀριφράδους : εἰς ους δὲ ἔχει τὴν γενικήν , |
| καὶ τινά . τὶς ; τινές ; , . τίςποτε τινόςποτε καὶ ἐπὶ θηλυκοῦ τὸ αὐτό , οὐδετέρου δὲ τίποτε | ||
| γενικαὶ διὰ τῆς κλίσεως τῶν προηγουμένων θέσεων , ὡς τὸ τινόςποτε καὶ τινοςδήποτε καὶ τοιοῦδε . Ποιότης ῥημάτων ἐν πόσοις |
| τἀτρακτυλλίδες ἐντί . κακῶς ἁ πόρτις ὄλοιτο : εἰς ταύταν ἐτύπην χασμεύμενος . ἦ ῥά γε λεύσσεις ; ναὶ ναί | ||
| ἀόριστον ἐνεργητικὸν τὸ ἔτυπον , καὶ δεύτερον ἀόριστον παθητικὸν τὸ ἐτύπην καὶ μέσον δεύτερον ἀόριστον τὸ ἐτυπόμην . Πάλιν ἔχεις |