μόνης τῆς μαι συλλαβῆς γίνεται ἀπὸ τοῦ ἐὰν τύπω ἐὰν τύπωμαι . Καὶ περὶ μὲν οὖν τῶν ὑποτακτικῶν εἰρήσθω μέχρι
τυψώμεθοντύψησθοντύψησθον . Πληθ . Ἐὰν τυψώμεθατύψησθετύψωνται . Ἑνικά . Ἐὰν τύπωμαι : ὁμοίως τῷ πρώτῳ κανονίζεται , εἴτε ἀπὸ ἐνεργητικοῦ
7960957 ἁλοαν
δεινῶς καὶ δυσθεράπευτα ἔχοντας τὰ σώματα ἁλισπάρτους καλεῖ . . ἁλοᾶν δασύνεται , τὸ ἐπὶ τῆς ἅλω πατεῖν : ἀλοιᾶν
κατ ' ἐπερώτησιν λεγόμενον . ἁλοᾶν καὶ ἀλοιᾶν διαφέρει . ἁλοᾶν μὲν γὰρ δασέως τὸ ἐπὶ τῆς ἅλω πατεῖν καὶ
7895487 κλαδειας
πάλιν τῷ ἔαρι κλαδεύειν ἀναγκαῖον . Ἄρχεσθαι δὲ δεῖ τῆς κλαδείας οὐ πρωΐ , ἀλλ ' ὅταν ὑπὸ τοῦ ἡλίου
ἀμπέλῳ , καὶ ποταποῖς χάραξι προσδεσμεῖν . κγʹ . περὶ κλαδείας . κδʹ . πρὸς εὐφορίαν ἀμπέλων καὶ καλλιοινίαν .
7870352 Κλεος
καὶ δόκησις . Αἶσα , ταυτὸν σημαίνει τῇ μοίρᾳ . Κλέος , λαμβάνεται καὶ ἀντὶ τῆς δόξης καὶ ἀντὶ τῆς
τῷ ὕδατι , καὶ μὴ ὁλοτελούς . οὕτως Ἡρακλείδης . Κλέος . παρὰ τὸ κλείειν . ἐγὼ δέ σε κλείω
7854087 φθειριασεως
σῶμα , τὰ δ ' ἐπὶ πιτυριάσεως καὶ ψώρας καὶ φθειριάσεως ἢ κονίδων ἐνοχλουσῶν . ῥυπτικὰ μὲν οὖν ἐστι νίτρον
ιαʹ περὶ κριθῆς . ιβʹ περὶ λιθιάσεως . ιγʹ περὶ φθειριάσεως . ιδʹ περὶ τριχιάσεως . ιεʹ περὶ φαλαγγώσεως .
7814808 Τερηδων
ὑπὸ τῶν αὐτέων , καὶ διαφεύγει ὑπὸ τῶν αὐτέων . Τερηδών : ὅταν τερηδὼν γένηται ἐν τῷ ὀστέῳ , ὀδύνη
δὲ κέρατα ἀπὸ τῶν κερασφορούντων ζώων κεκλημένα . τϞεʹ . Τερηδών ἐστιν ὀστοῦ κατάτρησις ἀπὸ φθορᾶς . τὸ δὲ ὄνομα
7810042 Ἰαδος
εἰς υ ῥύαξ . οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ Περὶ τῆς Ἰάδος διαλέκτου . . . , : κόρυς : παρὰ
ποιητῶν , κατοικῶν δ ' ἐν Ὠλένῳ τῆς τότε μὲν Ἰάδος , νῦν δ ' Ἀχαΐας καλουμένης . εἶχε δὲ
7785683 βοωμαι
εἰς ω , νοέομαι νοοῦμαι , χρυσόομαι χρυσοῦμαι , βοάομαι βοῶμαι . Τύπτῃ : πᾶν πρῶτον ἔχον τὸ μ καὶ
λέγῃ ἐὰν λέγωμαι λέγῃ , ἐὰν βοῶ βοᾷς βοᾷ ἐὰν βοῶμαι βοᾷ , ἐὰν χρυσῶ χρυσοῖς χρυσοῖ ἐὰν χρυσῶμαι χρυσοῖ
7759405 ἐκκρουσαντες
τῆς συνόδου τοῦ καταγομένου ἔτους ἕως τῆς γενεθλιακῆς ἡμέρας καὶ ἐκκρούσαντες τετραετηρίδας τὸ περίλοιπον σημειούμεθα . τρίτῳ δὲ λόγῳ λαμβάνειν
πάλιν τὰς αὐτὰς ἐπὶ τὰς δεδομένας ὥρας τῆς ἀποκυήσεως καὶ ἐκκρούσαντες ἀνὰ τξʹ τὰς λοιπὰς ἡγεῖσθαι γνώμονα ὡροσκοπικόν : ἔπειτα
7758441 Δωτιας
δʹ Μεσσηνιακῶν ” αὐδὴν εἰσάμενος Δωτηίδι Νικοτελείῃ ” . καὶ Δωτιάς , ὡς Ἰλιάς τοῦ Ἰλιεύς . Σοφοκλῆς ἐν Πηλεῖ
δʹ Μεσσηνιακῶν ” αὐδὴν εἰσάμενος Δωτηίδι Νικοτελείῃ ” . καὶ Δωτιάς , ὡς Ἰλιάς τοῦ Ἰλιεύς . Σοφοκλῆς ἐν Πηλεῖ
7739658 νεης
] [ δρόσον ] [ ] [ εὐεπιάων ] ἄμμι νέης ? μέλπουσα [ ] δίδου [ ] τινὰ ?
τηλοῦ χθονὸς εἴσατο Λυγκεύς τὼς ἰδέειν , ὥς τίς τε νέης ἐνὶ ἤματι μήνην ἢ ἴδεν ἢ ἐδόκησεν ἐπαχλύουσαν ἰδέσθαι
7738572 μερω
δὲ τὸ μείρω , τὸ μερίζω , γίνεται ὁ μέλλων μερῶ κέρσω καὶ σπείρω σπερῶ σπέρσω . . . +
στεροῦμαι . ὥσπερ ἀπὸ τοῦ σκαίρω καὶ παρὰ τὸ μείρω μερῶ γίνεται μερίζω καὶ κατὰ συγκοπὴν καὶ τροπῇ τοῦ ζ
7719881 καλλωπιζω
κεκαδμένον : κεκοσμημένον . κεκοσμημένον . ἀπὸ τοῦ κάζω τὸ καλλωπίζω . γράφεται δὲ καὶ κεκασμένον . σύγκειται δὲ τὸ
. Διαπορηθέντες , διαποροῦντες . Διαπρέπω τὸν δεῖνα , ἤτοι καλλωπίζω . Πλάτων ἐν Γοργίᾳ : „ φύσιν ψυχῆς ὧδε
7710939 τυπω
διδασκῆσαι γὰρ ἀπὸ τοῦ διδασκῶ περισπωμένου , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ τυπῶ τυπήσω , ἀπὸ δὲ τοῦ διδάσκω διδάξω : οὕτω
μέσος μέλλων δεύτερος ἀπὸ τοῦ ἐνεργητικοῦ δευτέρου μέλλοντος ; τοῦ τυπῶ γίνεται , τροπῇ τοῦ ω μεγάλου εἰς τὴν ου
7708055 Ἱκανως
παράκοπον ] Παρακεκομμένην μέρος τοῦ νοῦ . : ἄδην ] Ἱκανῶς . : γεγυμνάκασιν ] Παρήλασαν . : παρθένου :
τὴν μνήμην , δοίης δὲ τῷ παντὶ τὴν ἀθανασίαν . Ἱκανῶς ἡμῖν ηὖκται . Ἀλλ ' ἴωμεν . Εἰ σὸν
7701047 στελω
χασμώδεις ὄντες ἐκτείνωσι τὰς χεῖρας . Ἀριστοφάνης Ἀχαρνεῦσι : „ στέλω , κέχηνα , σκορδινῶμαι , πέρδομαι . „ ὅπερ
θέρω . Θρώσκω . ἀπὸ τοῦ θέρω θερίσκω , ὡς στέλω στελίσκω . μεταθέσει τοῦ ο εἰς ω , καὶ
7670208 γεννητικης
, πλὴν ὅτι ἀρσενόθηλυν αὐτὴν ὑπεστήσατο πρὸς ἔνδειξιν τῆς πάντων γεννητικῆς αἰτίας . . . ὁ Χρόνος οὗτος ὁ δράκων
ζῳδίου , καὶ οὕτως λαβὼν ἀπ ' αὐτοῦ ἕως τῆς γεννητικῆς ἡμέρας τε καὶ ὥρας τὸ γενόμενον πλῆθος τῶν ἡμερῶν
7667904 Ναρυξ
δὲ καὶ Φαλωρία καὶ Ναρύκειον καὶ Θρονίτιδες πόλεις Λοκρίδος . Νᾶρυξ : τινὲς δὲ Ναρύκειον τὴν πόλιν φασίν : ἐξ
ὀκτωκαιδεκάτῳ Ῥωμαϊκῆς ἀρχαιολογίας . τὸ ἐθνικὸν Ναρνιάτης ὡς Καυλωνιάτης . Νᾶρυξ , πόλις Λοκρίδος , θηλυκῶς λεγομένη . τινὲς δὲ
7658926 Ἑβδομος
ἐν ἔτει ἑκατοστῷ εἰκοστῷ ἑβδόμῳ ζωῆς αὐτοῦ , λέγων : Ἕβδομος υἱὸς ἐγενόμην τῷ Ἰακώβ , καὶ ἤμην ἀνδρεῖος ἐπὶ
, ἀλλ ' ἐν τῷ μέσῳ , οἷον Βδέλλα , Ἕβδομος , τούτου χάριν ὡς πλείονας συντάξεις καταδεξάμενον προετάγη τοῦ
7654844 Λαυνας
ἔλεξαν , ἀπὸ τῆς Ἀνίου τοῦ Δηλίων βασιλέως θυγατρός , Λαύνας καὶ τῆςδε ὀνομαζομένης , ἧς ἀποθανούσης νόσῳ περὶ τὸν
ἀδελφὸς ὢν Ἀσκανίου , μετὰ τὸν Αἰνείου θάνατον γενόμενος ἐκ Λαύνας τῆς Λατίνου θυγατρός . . . . . .
7646006 Ἑλικωνιας
Λυρνήσσιος , καὶ θηλυκὸν Τελμησσιάς , ὡς τοῦ Ἑλικώνιος τὸ Ἑλικωνιάς . ἔστι καὶ ἄκρα Λυκίας οὕτω λεγομένη Τελμησσιάς ,
καὶ Κασσώπιος καὶ Κασσωπία . ἀπὸ τοῦ Κασσώπιος Κασσωπιάς ὡς Ἑλικωνιάς . Ἡρόδωρος δὲ Κασσωποὺς αὐτούς φησιν , ἴσως κακῶς
7643549 στρυφνης
πέφυκεν , ἔξωθεν δ ' οὔ , σύνθετον ὑπάρχον ἐκ στρυφνῆς καὶ πικρᾶς δυνάμεως . ὅσα οὖν ἀνευρίσκεται λιτρώδη καὶ
οὔσης ἐπιρροῆς , μετρίως στυφούσης , σφοδροτέρας δέ , τῆς στρυφνῆς . διακλύσματα μὲν οὖν μέτρια τά τε διὰ τῶν
7638811 Ὀλυμπιακης
ἐν εἰρήνῃ καταστήσασθαι τὴν πολιτείαν . ἔοικε δὲ καὶ τῆς Ὀλυμπιακῆς ἐκεχειρίας ἡ ἐπίνοια πρᾴου καὶ πρὸς εἰρήνην οἰκείως ἔχοντος
τοῦ Κρόνου παῖδα Δία ὑμνεῖν . πιθανώτερον γὰρ τῆς νίκης Ὀλυμπιακῆς οὔσης τὸν Ὀλύμπιον Δία παρὰ τῷ Ὀλυμπιονίκῃ ὑμνεῖσθαι .
7634102 ἀμερδω
δι ' αἰθέρος . . . ΑΜΕΡΣΗιΣ . Ἀπὸ τοῦ ἀμέρδω τὸ ἀφανίζω : τοῦτο δὲ ἀπὸ τοῦ ἀμῶ τὸ
τοῦ ζ εἰς δ μέρδω καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀμέρδω , . , . * . 〚 Ἀμέρσαι :
7627118 καθολ
καὶ ὁ τῷ μάντει διδόμενος μισθὸς ὀβολός . , Περὶ καθολ . προσῳδίας . . . . , . .
ἥδονται καί σφιν γίνεται ἅπερ τοῖς ἀφροδισιάζουσιν . π . καθολ . προσ . . . [ , . ]
7608701 Αἰαιος
πόλις Θρᾴκης προσεχὴς τῇ Παλλήνῃ . Αἰσαῖος , ὡς Αἶα Αἰαῖος . Αἰσύμη , πόλις Θρᾴκης . Ὅμηρος ” τόν
πόλις Ἰβηρίας πλησιόχωροι Καρχηδόνος . τὸ ἐθνικὸν Ἀλθαῖος , ὡς Αἰαῖος , ἢ Ἀλθαιάτης , ἢ Ἀλθαιανός . . .
7605118 συναλοιφης
ἁνύειν : δασύνουσιν οἱ Ἀττικοί . καὶ δῆλον ἐκ τῆς συναλοιφῆς . καθήνυσαν γάρ . ἀσύφηλος ὕβρις : ἡ μετὰ
λέγοντες ὡς χρυσῆν . πῶς ἔδοξεν ὁ Ἡγέλοχος ἐκ τῆς συναλοιφῆς γαλῆν εἰπεῖν ; τὸ μὲν γὰρ περισπωμένως προενέγκασθαι οὐ
7604009 Κανονιζων
οἷς σὺν θεῷ καὶ ἡ πρᾶξις . Τῷ Αἴαντι . Κανονίζων τὴν δοτικὴν ἀπὸ τῆς γενικῆς αὐτὴν κανονίζει λέγων ,
ἐν οἷς σὺν θεῷ ἡ πρᾶξις . Ὦ Αἶαν . Κανονίζων τὴν κλητικὴν ἀπὸ τῆς γενικῆς αὐτὴν κανονίζει λέγων ,
7599506 ὀφιι
ἂν δύνηται πόλεος ἔν τ ' ἀρχαῖσιν ᾖ . τῷ ὄφιι καὶ ἐν συναιρέσει ὄφι , τῷ ὄφεϊ καὶ ἐν
ὄφι . Ἄξιόν ἐστι ζητῆσαι , διατί ὥσπερ ἀπὸ τοῦ ὄφιι γίνεται ὄφι κατὰ κρᾶσιν τῶν δύο ιι εἰς ἓν
7599379 σκαριζω
τίς ὀμφαλητόμος σὲ τὸν διοπλῆγα ἔψησε κἀπέλουσεν ἀσκαρίζοντα ; σκαίρω σκαρίζω καὶ ἀσκαρίζω . Ἡρωδιανὸς Περὶ παθῶν , . ,
ἀσκαρίζειν : σκαίρω τὸ συνεχῶς κινοῦμαι . ἐξ οὗ παράγωγον σκαρίζω , ὡς στένω στενάζω . καὶ ὡς σκαλίζω ἀσκαλίζω
7593628 Χηλης
Κάνωβος κρύπτεται . ὡρῶν ιε : ὁ λαμπρὸς τῆς νοτίου Χηλῆς ἑῷος δύνει . Αἰγυπτίοις ἐπισημαίνει . Εὐκτήμονι καὶ Φιλίππῳ
. δʹ . ὡρῶν ιε : ὁ λαμπρὸς τῆς βορείου Χηλῆς κρύπτεται . Αἰγυπτίοις καὶ Καλλίππῳ χειμάζει , δυσαερία .
7592991 Λαμπη
, πόλις Πελοποννήσου , πλησίον Ἄργους , ὡς Φίλων . Λάμπη . . . ἔστι καὶ τρίτη τῆς Ἀργολίδος ,
ἀπὸ Ἰουδαίου Σπάρτωνος ἐκ Θήβης μετὰ Διονύσου ἐστρατευκότος . : Λάμπη , πόλις Κρήτης , Ἀγαμέμνονος κτίσμα , ἀπὸ Λάμπου
7575025 ἀφοριζω
δίδωμι , δαμάζω , ἀπατενίζω , πελεκῶ , νουθετῶ , ἀφορίζω , διπλασιάζω , ἀφοσιῶ . α : . ,
: Νίκανδρος : καὶ ἀφόρδια πάντα . εἴρηται παρὰ τὸ ἀφορίζω ἀφορίζιον καὶ ἀφορίδιον καὶ κατὰ συγκοπὴν ἀφόρδιον , τὸ
7570788 κορυνης
γὰρ Περιφήτην τὸν Ἡφαίστου καὶ Ἀντικλείας , ὃς ἀπὸ τῆς κορύνης ἣν ἐφόρει κορυνήτης ἐπεκαλεῖτο , ἔκτεινεν ἐν Ἐπιδαύρῳ .
λέγ ? ' α ! ! ! ἐκ ? ? κορύνης ? ? [ οἴζομαι ? ? ? ? λαριμ
7552820 Παλληνιος
, ἡ δὲ Παλλήνη διὰ τοῦ α τέσσαρα , Παλληνεύς Παλλήνιος Παλληναῖος Παλληνίτης . Πελόπη , κώμη Λυδίας πρὸς τῇ
Εὐξείνῳ πόντῳ , ὡς Ἀρριανός . τὸ ἐθνικὸν Ἀλμήνιος ὡς Παλλήνιος , ἢ Ἀλμηνίτης ὡς Σινωπίτης . Ἄλμος , πόλις
7548053 συναινω
ὦμεν . κατὰ τοῦτο δ ' , οὔ φημι οὐδὲ συναινῶ . Τὰ ἐξ ἁμαξῶν : ἐπὶ τῶν ἀπερικαλύπτως σκωπτόντων
γενικὴν εὕρηται σπανίως . 〛 ὁμολογῶ σοι : Ἀντὶ τοῦ συναινῶ σοι . . συμφωνῶ σοι , ὅμοιά σοι λέγω
7544542 ὑποτυπωσεως
, οἷς ἂν δυνώμεθα χρώμενοι , καὶ διὰ τῆς καλουμένης ὑποτυπώσεως . ἔστι δὲ ἡ ὑποτύπωσις κεφάλαιον ὑπ ' ὄψιν
καὶ πτερωτὰ καὶ γαμψώνυχα καὶ ὁλόσφυρα : τοιαύτης γὰρ τῆς ὑποτυπώσεως γινομένης εὐεπίγνωστος μᾶλλον καὶ ἡ τῶν κατὰ μέρος γένηταί
7542762 οἰωνιζομαι
ἀστειεύομαι , ἀστειεύομαι , εἰκαιολογῶ , ὀσφραίνομαι , οἴομαι , οἰωνίζομαι , βοηθῶ , διαμαρτύρομαι , ἐργάζομαι , καταφιλῶ ,
πίνειν δεήσει τήμερον πρὸς κλεψύδραν κρουνιζόμενον . ἀμφότερα δ ' οἰωνίζομαι : ἔστιν δ ' ἐλέφας . ἐλέφαντας περιάγει ;
7540857 ἀλοιαν
τὸ ἀλιτῶ ἀλιτός . ἢ ὁ ἀνδροφόνος : παρὰ τὸ ἀλοιᾶν , τὸ τύπτειν , ἔνθεν καὶ πατραλοίας . .
δὲ προπαροξυτόνως τὸ κατ ' ἐπερώτησιν λεγόμενον . ἁλοᾶν καὶ ἀλοιᾶν διαφέρει . ἁλοᾶν μὲν γὰρ δασέως τὸ ἐπὶ τῆς
7537094 τελισκω
τοῦ ι διὰ τὴν σύνταξιν : σεσημείωται τὸ εὑρίσκω : τελίσκω : γαμίσκω : κυΐσκω : ὀφλίσκω , ἀφ '
, , : ὡς γάρ φησιν Ἡρακλείδης , καθὰ τελῶ τελίσκω Ἰακῶς καὶ θορῶ θορίσκω καὶ μολῶ μολίσκω , ἐξ
7535776 τυπτωμαι
: ῥητέον δὲ ἤδη περὶ τῶν παθητικῶν . Τὸ ἐὰν τύπτωμαι χρόνου μέν ἐστιν ἐνεστῶτος καὶ παρατατικοῦ παθητικοῦ ὑποτακτικοῦ ,
ε ψιλοῦ ἐν τῇ παραληγούσῃ γραφόμενα , τὸ δὲ ἐὰν τύπτωμαι καὶ ἐὰν τύπτηται μακροχρονοῦνται διὰ τοῦ ω μεγάλου καὶ
7527506 ἐτυπην
τἀτρακτυλλίδες ἐντί . κακῶς ἁ πόρτις ὄλοιτο : εἰς ταύταν ἐτύπην χασμεύμενος . ἦ ῥά γε λεύσσεις ; ναὶ ναί
ἀόριστον ἐνεργητικὸν τὸ ἔτυπον , καὶ δεύτερον ἀόριστον παθητικὸν τὸ ἐτύπην καὶ μέσον δεύτερον ἀόριστον τὸ ἐτυπόμην . Πάλιν ἔχεις
7526078 ἀπαρτιζω
κρεμάμενον εἶπε : Καταβαίνεις καὶ ἀπαγγέλλεις ; ἢ ἀναβαίνω καὶ ἀπαρτίζω σε . Λιμόξηρος ἰατρὸς ἰδὼν ἄρτον εἰς τρύπην κείμενον
εἰ φαρμακοῦμαι Ϙβ εἰ λαμβάνω ληγᾶτον Ϙγ εἰ ὃ ἐπιβάλλομαι ἀπαρτίζω καὶ πληρῶ Ϙδ εἰ θεωρῶ τὴν πατρίδα μου Ϙε
7525982 ωντ
το ? ? ! ! ! ! ! ! ! ωντ ? ! ἐ ! ! ! | ! !
[ [ ] ως ! ! ! [ [ ] ωντ ! ! ! [ [ ] λυθροναγ ? ?
7523687 βαρυτονοι
ἔτι . Αἱ εἰς ον μετοχαὶ οὐδετέρου γένους οὖσαι , βαρύτονοι μὲν οὖσαι ἢ ὀξύτονοι διὰ τοῦ ο μικροῦ γράφονται
ῥήματος τῷ ὀνόματι λόγος ἅπας ἀποτελεῖται . Συζυγίαι δέ εἰσι βαρύτονοι μὲν ἕξ , περισπώμεναι δὲ τρεῖς , εἰς ΜΙ
7520572 ἀθροιζω
ἀθρῶ . ἢ ἀπὸ τοῦ ἀθρῶ . . . . ἀθροίζω : ἐκ τοῦ θροῦς ἢ θρόος , ὃ ,
θρόος , ὃ , συναίρεσιν καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἀθροίζω . . . . ἄθηλον : τὸ μὴ τεθηλακός
7520301 Λολλιανου
ἐκεῖνος [ ] ἀνθρώπων [ ] εδοκει ? . [ Λολλιανοῦ ] Φοινεικικῶν ? [ ] [ ] στερ [
πολιτικῶν προσειπὼν λόγων καὶ ῥητορικῆς ὄφελος . ὁ ἀνὴρ οὗτος Λολλιανοῦ μὲν ἀκροατής , Ἡρώδου δὲ οὐκ ἀνήκοος . ἐβίω
7518108 Γνης
Τὸ δὲ Ἴγνης Ἴγνητος ἔχει καὶ ἄλλην ἀπολογίαν , ὅτι Γνής Γνητός ἦν , ὥσπερ Κρής Κρητός , καὶ ἐγένετο
τῷ κανόνι ὑπὲρ μίαν συλλαβήν διὰ τὸ Κρής Ἐτεόκρης καὶ Γνής Ἴγνης : ταῦτα γὰρ τῷ λόγῳ τῶν μονοσυλλάβων ἀναβιβάζουσι
7514867 τιο
αὔλακος . ἀμφιτιττυβίζετε : Ποιὸν ἦχον ἀποτελεῖτε . 〚 τιὸ τιό : Ἡ δευτέρα στροφὴ κώλων ιγʹ . ὧν τὸ
ἰτώ ὀξυτόνως προφέρονται κατὰ μίμησιν ὀρνέου φωνῆς . Ὁμοίως καὶ τιό , τιό , τιό . Ὁμοίως καὶ τορό ,
7514205 Αἰολικης
ἐπὶ τὰς νήσους . ΛΥΔΙΑ . Ἀπὸ Ἀντάνδρου καὶ τῆς Αἰολικῆς τὸ κάτω ἦν πρότερον μὲν δι ' αὑτὴν ἡ
δέ φησιν Ἄνδροκλον τῆς τῶν Ἰώνων ἀποικίας , ὕστερον τῆς Αἰολικῆς , υἱὸν γνήσιον Κόδρου τοῦ Ἀθηνῶν βασιλέως , γενέσθαι
7508337 ἀφανισειν
αἰδοῦς καὶ κοσμιότητος ἀναστήσεις . ἀναπλήσειν : ἀντὶ τοῦ ” ἀφανίσειν “ . ἀναπλήσειν ] ἀναπληρώσειν . εἰσιέναι ] ἀντὶ
πορθήσεις καὶ ἀφανισμούς . . λαπάξειν ] ἐκπορθήσειν . . ἀφανίσειν , πορθήσειν . . τήνδε ] τὴν τῶν Θηβαίων
7499366 πολυσημ
, . . α . . Ἀκμή : . Περὶ πολυσημ . Ἀκμῆτες : μὴ κεκοπιακότες : παρὰ τὸ κάμω
. . . , . Ἀκειόμενον : . * Περὶ πολυσημ . ? Ἀκεσταί : εὐθεράπευτοι , εὐίατοι : αἱ
7498326 προφασιζομαι
. σκήπτομαι : Ἀντὶ τοῦ προφασίζομαι . Θ . . προφασίζομαι τοῦτο ἤγουν τὴν ἐμπορίαν . . τί δαί :
κατὰ θάλατταν ἐμπορίαν ποιούμενος . . σκήπτομαι : Ἀντὶ τοῦ προφασίζομαι . Θ . . προφασίζομαι τοῦτο ἤγουν τὴν ἐμπορίαν
7496980 δερομαι
διάθεσιν μεταστήσειεν , συμπαραλαμβανομένης γενικῆς μετὰ τῆς ὑπό προθέσεως , δέρομαι ὑπὸ Τρύφωνος , τιμῶμαι ὑπὸ Θέωνος . Καὶ αὕτη
τὰ τῆς συντάξεως , ἵσταμαι ὑπὸ σοῦ ἵστημι σέ , δέρομαι ὑπὸ σοῦδέρω σέ , ἕλκομαι ὑπὸ σοῦ ἕλκω σέ
7495540 ἐτυφθην
εἰς ς ὀξύτονον ποιεῖ τὴν μετοχήν , ἐτετύφειν τετυφώς , ἐτύφθην τυφθείς , ἐτίθην τιθείς . Δυϊκά . Τιθέντε ,
παθητικοῦ , κανονίζεται δὲ ἀπὸ τοῦ αʹ παθητικοῦ ἀορίστου τοῦ ἐτύφθην : ἐὰν γὰρ ἐκβάλῃς τὸ ε καὶ τρέψῃς τὸ
7494621 Ἀλοπη
καὶ Θεόπομπος ἐν δʹ καὶ Ἀναξιμένης ἐν δʹ Φιλιππικῶν . Ἀλόπη : Λυκοῦργος ἐν τῷ περὶ τῆς ἱερείας . Κερκυόνος
' αὐτῶν πρὸς τιμὴν τοῦ βασιλέως . . . . Ἀλόπη : Λυκοῦργος ἐν τῶι Περὶ τῆς ἱερείας . Κερκυόνος
7493367 ἐτυπον
ἐτυψάτην Πληθ . ἐτύψαμεν ἐτύψατε ἔτυψαν Ἀορίϲτου βʹ Ἑν . ἔτυπον ἔτυπεϲ ἔτυπε Δυ . ἐτύπετον ἐτυπέτην Πληθ . ἐτύπομεν
, ἐδάρην ἐδάρης , τέτυφα τέτυφας , ἔτυψα ἔτυψας , ἔτυπον ἔτυπες . ἔτι καὶ τὰ τρίτα ὁμοτονεῖ τοῖς δευτέροις
7490604 κανονιζει
Ἀποροῦσι δέ , τί δήποτε τὰ πρῶτα ἐκ τῶν ὑστέρων κανονίζει , φημὶ δὴ τὰ δυϊκὰ ἀπὸ τῶν πληθυντικῶν :
Κανονίζων τὴν εὐθεῖαν τῶν δυϊκῶν ἀπὸ τῆς δοτικῆς τῶν ἑνικῶν κανονίζει αὐτὴν λέγων , ὅτι πᾶσα δοτικὴ ἑνικῶν εἰς ι
7487758 Σαλπην
Μνασέαν συνταξάμενον τὰ ἐπιγραφόμενα παίγνια διὰ τὸ ποικίλον τῆς συναγωγῆς Σάλπην οἱ συνήθεις προσηγόρευον . Νυμφόδωρος δὲ ὁ Συρακόσιος ἐν
προσηγόρευον . Νυμφόδωρος δ ' ὁ Συρακούσιος Λεσβίαν φησὶ γενέσθαι Σάλπην τὰ παίγνια συνθεῖσαν . Ἄλκιμος δ ' ἐν τοῖς
7484069 Γαρου
ρμαʹ . Ῥοδομήλου σκευασία ρμβʹ . Μουστακίων σκευασία ρμγʹ . Γάρου νηστικοῦ σκευασία ρμδʹ . Θυμιάματος μοσχάτου σκευασία ρμεʹ .
ϲήϲαϲ δίδου κοχλιάριον α ϲὺν ὀξυκράτῳ : καθαίρει ἀδιαϲτρόφωϲ . Γάρου καθαρτικοῦ ϲκευαϲία . Ϲκαμμωνίαϲ ⋖ δ πεπέρεωϲ κόκκοι ν
7481512 δαμαζω
ε διερός . γαμούς : γάμος παρὰ τὸ δαμῶ τὸ δαμάζω δάμος καὶ γάμος , ὁ δαμαστικὸς τῶν θηλειῶν ,
, καταστάζω , μετοχετεύω , διαιρῶ διασκορπίζω , δίδωμι , δαμάζω , ἀπατενίζω , πελεκῶ , νουθετῶ , ἀφορίζω ,
7479823 κς
/ . ἐπὶ τὰς ὑποστάσεις : ἔσται ὁ μὲν αος κς , ὁ δὲ βος ρλϚ . κε . Δοθέντα
! ! [ ] [ ] ! [ ! ] κς ? [ ! ] : [ ] [ ]
7474974 Ἀστυδαμειας
μητρὸς αὐτοῦ Ἀστυδαμείας εἰς Ἀμύντορα : Ἀμύντωρ γὰρ ὁ τῆς Ἀστυδαμείας πατήρ . εἶναι . ἀπόγονοι Ἀμύντορος . . Τὸ
δ ' ἐν δευτέρῳ Ἐπιτομῶν Καύκωνός φησι τοῦ Ποσειδῶνος καὶ Ἀστυδαμείας τῆς Φόρβαντος γενέσθαι τὸν Λεπρέα , ὃν τὸν Ἡρακλέα
7473234 Μακραν
; Τραχεῖαν ] Τὴν σκληρὰν καὶ δειλήν . Ἄνευθε ] Μακράν . Ἐγχέων ] Ἤγουν τὰ ἔγχη . Ἀκμὰν ]
τῆς προθέσεως . : , : τὴν Λευκὴν . , Μακράν , . : . . . , : ;
7471499 ͵͵α
ἀριστερῶν μερῶν , μέχρι τῶν στενῶν τοῦ Ἀραβίου κόλπου στάδιοι ͵͵α ͵αχοʹ . Ἀπὸ δὲ τῶν στενῶν τοῦ Ἀραβίου κόλπου
τὸ μὲν ἀρκτῷον αὐτῆς ἄκρον ἀπὸ τοῦ ἀρκτῴου ὁρίζοντος σταδίους ͵͵α ͵δσνʹ : τὸ δὲ δυτικὸν αὐτῆς ἄκρον [ ἀπὸ
7468834 βουλευομαι
τὸ σύμβολον . ἔγνως : ἄκουσον δ ' ὡς καλῶς βουλεύομαι . εἰ μὲν γὰρ ἐς γυναῖκα σωφρονεστέραν ξίφος μεθεῖμεν
. . κατορθώσωμεν : Ἃ βουλόμεθα . Θ . ἃ βουλεύομαι . . σφαλῶμεν : Ἀστοχήσωμεν , ἀποτύχωμεν τούτου .
7464573 ἑπτακαιδεκατος
, ὃς ἔγημε θυγατέρα Ἀλκμήνης Λαονόμην , ἀφ ' οὗ ἑπτακαιδέκατος ὢν ὁ Βάττος [ ὁ καὶ Ἀριστοτέλης ] ἀποικίαν
ἑπτακαιδεκάτῃ γενεᾷ ἀπὸ Εὐφήμου : Βάττος γὰρ ἀπ ' αὐτοῦ ἑπτακαιδέκατος : ἃ Πίνδαρος κατὰ λεπτὸν ἱστορεῖ . Ἀγκομίσαιθ '
7462732 προθετικης
γενόμενα ἐπιρρήματα μιᾶς ἐννοίας ἐστὶ παρεμφατικά , οὐ δεόμενα παραθέσεως προθετικῆς , αἱ μέντοι γενικαί , ἐχόμεναι συντάξεως τῆς πρὸς
, πότερον ἥνωται καὶ τύπος ἐστὶν ἐπιρρηματικός , ἢ ἐκ προθετικῆς συντάξεως ἐπιρρήματος ἔννοιαν παρίστησι , καθάπερ ἔστιν ἐπινοῆσαι ἄπειρα
7457278 ἀλινδηθρα
κολυμβῶ κολυμβήσω κολυμβήθρα , οὐρήσω οὐρήθρα , τὸ δ ' ἀλινδήθρα σημαίνει τὴν κυλίστραν . . . + + .
τοῦ ἀποβαίνω , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ κρεμῶ κρεμάθρα καὶ ἀλινδῶ ἀλινδήθρα . ἀλλογνοεῖν καὶ ἠλλογνόουν : τὸ μὴ σαφῶς τι
7456689 ἀειλα
, καὶ ἀείζωον ἕλκος . , . . , . ἄειλα : τὰ πολύσκια χωρία κατὰ στέρησιν τῆς ἕλης .
ἥλιον θάλποντα κἀκχέοντα ? ? ? [ ] βλαστημὸν θέρος ἄειλα ἄνω ποταμῶν ἄχνη . . καπνός ἀπτῆνα , τυτθόν
7456617 Πηγασευς
τῆς πόλεως ῥεῖ Χρυσαόρας λεγόμενος . τὸ ἐθνικὸν Μασταυρεύς ὡς Πηγασεύς . εἴρηται καὶ Μασταυρίτης . Μαστιανοί , ἔθνος πρὸς
Δύνδασον καὶ Κάλυνδα ὁρμῆσαι ” . τὸ ἐθνικὸν Δυνδασεύς ὡς Πηγασεύς . Δυρβαῖοι , ἔθνος καθῆκον εἰς Βάκτρους καὶ τὴν
7454958 τυφθησομαι
] ἔαν εἴπω τι τοιοῦτον , εἰ εἴπω σοί τι τυφθήσομαι ὑπὸ σοῦ . ⌈ ἐνδίκως [ ἐν δίκῃ ]
, τύποιντο . Ἑνὶ κανόνι κανονίζονται πάντες οἱ μέλλοντες : τυφθήσομαι τυφθησοίμην , τυπήσομαι τυπησοίμην , τύψομαι τυψοίμην , τυποῦμαι
7449992 Πλακεντινος
, πόλις Ἰταλίας . ὁ πολίτης Ἀρρεντῖνος , ὡς Πλακεντία Πλακεντῖνος . Ἀρρήτιον , πόλις Τυρρηνίας . τὸ ἐθνικὸν Ἀρρητῖνος
. Φαβεντία , πόλις Ἰταλίας . τὸ ἐθνικὸν Φαβεντῖνος ὡς Πλακεντῖνος . Φάγρης , πόλις Θρᾴκης . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ καὶ
7448441 ἀνθω
τὸ ΛΑ ἐπιτατικόν . ὡς ἀπὸ τοῦ χαίρω χάρεια καὶ ἀνθῶ ἄνθεια καὶ κρατῶ κράτεια , οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ
Ὠρίων , . , . ? Ἀνθήλη : παρὰ τὸ ἀνθῶ ἀνθήσω ἀνθήλη , , . . α . Ἀνθ
7443547 ταυτοποδια
. ὀκτάχρονος δὲ εἷς , ἐκ τεσσάρων μακρῶν , σπονδειακὴ ταυτοποδία ἢ δισπόνδειος . Ἀκατάληκτα καλεῖται μέτρα , ὅσα τὸν
ἐκ μακρᾶς καὶ βραχείας καὶ μακρᾶς καὶ βραχείας , τροχαϊκὴ ταυτοποδία ἢ διτρόχαιος : ἐκ βραχείας καὶ μακρᾶς καὶ βραχείας
7441924 ῥυω
: καὶ τὸ φύλλον αὐτοῦ οὐκ ἀπορρυήσεται . ἀπὸ τοῦ ῥύω ῥυήσω , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔρρυον , ὁ παθητικὸς
τὰ ἀπὸ τῆς ἕκτης τῶν βαρυτόνων , κύω κυΐσκω , ῥύω ῥυΐσκω , καὶ τὰ ἀπὸ τῆς τρίτης τῶν περισπωμένων
7422094 τυφθω
ην εἰς ω μέγα , καταβιβάσῃς δὲ καὶ τὸν τόνον τυφθῶ γίνεται . Ὁμοίως ἀπὸ τοῦ ἐτύπην γίνεται τὸ ἐὰν
εἰς ω μετὰ περισπωμένης τὸ ὑποτακτικὸν ποιεῖ , τυφθείς ἐὰν τυφθῶ , διδούς ἐὰν διδῶ . ἐὰν τυφθῇςτυφθῇ . Δυϊκά
7417048 Συνηγορια
. Ἀποστασίου πρὸς Ἀρχέστρατον : πολλὰ καὶ ἀγαθὰ γένοιτο . Συνηγορία Ἡγελόχῳ ὑπὲρ ἐπικλήρου : ὥσπερ καὶ ἡμῶν ἕκαστος .
πρὸς Εὐβουλίδην ἐφέσει . . . , . , . Συνηγορία Ἡγελόχῳ ὑπὲρ ἐπικλήρου : ὥσπερ καὶ ἡμῶν ἕκαστος .
7415427 ἀτιω
, καὶ φυλάττοντα τὴν ει δίφθογγον : τὸ ἐσθίω : ἀτίω : ἀΐω : τὸν τόνον ἀμείψαντα , τὴν διὰ
, γίνεται παρὰ τὸ τίω , τὸ τιμῶ , καὶ ἀτίω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ζ ἀτίζω . εἰ δὲ σημαίνει
7411303 Ἀρκαδιος
: ῥαΐδιος ῥηΐδιος : φωρίδιος : μαψίδιος : σχέδιος : Ἀρκάδιος : νυμφίδιος : ὠμίδιος καὶ ἐπωμίδιος : εἰ γὰρ
ἱστήκει μείς . λέγουσι δὲ τὸ μεῖς ὁ Ὧρος καὶ Ἀρκάδιος καὶ ὁ Εὐδαίμων ἄκλιτον εἶναι : ἡ γενικὴ ὡς
7409419 ἐθνικος
διαφέρει διάλεξις διαλέκτου , ὅτι διάλεκτος μέν ἐστι φωνῆς χαρακτὴρ ἐθνικός , διάλεξις δὲ τῆς συνήθους φωνῆς ἐκτροπὴ ἐπὶ τὸ
διάλεκτος καὶ διάλεξις : διάλεκτος μὲν γάρ ἐστι φωνῆς χαρακτὴρ ἐθνικός , διάλεξις δὲ τῆς συνήθους φωνῆς ἐπὶ τὸ σεμνότερον
7406682 βλησω
. . Βλείμην : ἔστι βλῶ βλῆμι , ὁ μέλλων βλήσω , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἐνεργητικὸς ἔβλην , τὸ δεύτερον
. . , . : ἀμφίβληστρον : παρὰ τὸ βλῶ βλήσω βλῆτρον καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ * * * .
7403232 ὑποχωρω
συγκοπὴ καὶ πλεονασμὸς , ὄμβρος . Οἶκος . παρὰ τὸ ὑποχωρῶ οἶκος : ὑφ ' ὂν χωροῦμεν . Ἡρωδιανὸς ἐν
. ἀναχασσάμενος : ἀπὸ τοῦ ἀναχάζω , ὃ σημαίνει τὸ ὑποχωρῶ . . . . ἀναβέβρυκεν : ἀναπέπωκεν . ἂν
7402022 Ἀγησαρχου
μὲν ἦν Φαιστίου , οἱ δὲ Δωσιάδα , οἱ δὲ Ἀγησάρχου . Κρὴς τὸ γένος ἀπὸ Κνωσοῦ , καθέσει τῆς
. . . . . Ἐπιμενίδης Φαίστου ἢ Δωσιάδου ἢ Ἀγησάρχου υἱὸς καὶ μητρὸς Βλάστας , Κρὴς ἀπὸ Κνωσσοῦ ἐποποιός
7400951 τυφθεντος
γενικῆς τῆς μετοχῆς τοῦ παθητικοῦ αʹ ἀορίστου , ἥτίς ἐστι τυφθέντος : τροπῇ γὰρ τοῦ τος εἰς ην καὶ ἐκβολῇ
' ὀξείας τάσεως καὶ διὰ τοῦ ΝΤ κλινομένην : τυφθείς τυφθέντος ἐὰν τυφθῶ , τυπείς τυπέντος ἐὰν τυπῶ , τιθείς
7396112 μαριες
μάριες . ῥαφανίδων ἑψανῶν , γογγυλίδων ἐσκευασμένων ἐν ἅλμῃ πέντε μάριες : καππάρεως ἐσκευασμένης ἐν ἅλμῃ , ἐξ ἧς τὰς
ἐν ἅλμῃ , ἐξ ἧς τὰς ἀβυρτάκας ποιοῦσι , πέντε μάριες : ἁλῶν δέκα ἀρτάβαι . Αἰθιοπικοῦ κυμίνου ἓξ καπέζιεςἡ
7395885 ἀλινδω
ἢ παρὰ τὸ ἅλις καὶ τὸ δινῶ καὶ κατὰ συγκοπὴν ἀλινδῶ . οὕτως Μεθόδιος , . , , . ,
ἀπὸ τοῦ ἀποβαίνω , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ κρεμῶ κρεμάθρα καὶ ἀλινδῶ ἀλινδήθρα . ἀλλογνοεῖν καὶ ἠλλογνόουν : τὸ μὴ σαφῶς
7393464 παραπολωλας
κοσμοῦσα τὸν ναόν , τέκνον . ὁρᾷς ; ἀκαρὴς γὰρ παραπόλωλας ἀρτίως . δαιμόνων ἀλαστόρων οὐδὲ λόγον ὑμῶν οὐδ '
κυρίως ἐπὶ οἱουδήποτε ἐλαχίστου : Μένανδρος : ὁρᾷς ; ἀκαρὴς παραπόλωλας ἀρτίως . παρὰ τὸν καιρὸν καὶ τὴν στέρησιν ἀκαίραιόν
7393201 καταγομενου
περιττὸν τῶν δʹ ἀριθμῶν σημειωσάμενοι λαμβάνομεν ἀπὸ τῆς συνόδου τοῦ καταγομένου ἔτους ἕως τῆς γενεθλιακῆς ἡμέρας καὶ ἐκκρούσαντες τετραετηρίδας τὸ
αἱρούμεθα , διὰ μὲν τῆς κορυφῆς ἀγομένου τοῦ ἐπιδέσμου , καταγομένου δ ' ἐντεῦθεν ἐπ ' ἄκραν τὴν κάτω γένυν
7392162 φυτευσεως
περὶ μυρσίνης . [ ηʹ . ] ζʹ . περὶ φυτεύσεως μυρσίνης . [ θʹ . ] ηʹ . περὶ
περὶ πίτυος . [ ιβʹ . ] ιαʹ . περὶ φυτεύσεως πίτυος . [ ιγʹ . ] ιβʹ . περὶ
7391933 ἀποτυγχανω
. Μεθόδιος , . , . . Ἁμαρτῶ : τὸ ἀποτυγχάνω : ἀπὸ τοῦ μάρπτω , τὸ καταλαμβάνω , ὅθεν
, , . . α . . Ἁμαρτάνω : τὸ ἀποτυγχάνω : ἀπὸ τοῦ ἁμάρτω ἁμαρτάνω , ὡς ἥδω ἁνδάνω
7386290 τετυπται
δεύτερον , καὶ ποῖα ἐνδείᾳ καὶ κράσει : τοῦ τοίνυν τέτυπται τρέποντος τὸ τ εἰς ς γίνεται πς , ἃ
: ἐνεστὼς καὶ παρατατικὸς τύπτεται τύπτεσθαι , παρακείμενος καὶ ὑπερσυντέλικος τέτυπται τετύφθαι [ ἀόριστος πρῶτος ἐτύφθη τυφθῆναι , ἀόριστος δεύτερος
7384992 Ἀρξομαι
' ἔδοξα μᾶλλον ἑτέρων τὰ περὶ τὸν βίον ἀκριβῶσαι . Ἄρξομαι δ ' ἀφ ' οὗπερ ἀναγκαῖον ἄρξασθαι . Μωυσῆς
τοῦ πράγματος : ταῦτα γὰρ καὶ ὅσια καὶ δίκαια . Ἄρξομαι δὲ ἐντεῦθεν . Ἐπειδὴ χορηγὸς κατεστάθην εἰς Θαργήλια καὶ
7384810 Κορυθος
χάλκεα ἐποίουν , ἐνδύματα . Κόρυθες : περικεφαλαῖαι : ἀπὸ Κόρυθός τινος Ἰβηρίου ἐκλήθη , ταύτην ἐφεύραντος πρῶτον . δοῦρα
χάλκεα ἐποίουν , ἐνδύματα . Κόρυθες : περικεφαλαῖαι : ἀπὸ Κόρυθός τινος Ἰβηρίου ἐκλήθη , ταύτην ἐφεύραντος πρῶτον . δοῦρα
7384229 συναθροιζω
ἐκβαλὼν τῆς ἁμίλλης , ⌈ ἀπὸ τοῦ ἁλίζω , τὸ συναθροίζω . οὐ κυλισθῆναι ποιήσας , ὥς τινές φασιν .
ἐκ δὲ τοῦ ἀολλής γίνεται ἀολλίζω , σημαίνει δὲ τὸ συναθροίζω . . . . ἀοσσητήρ : ὁ ἄνευ ὄσσης
7383876 Θετταλικως
Θετταλοὶ δὲ ὡς πολυφάγοι διεβάλλοντο , ὡς Κράτης : τριπήχη Θετταλικῶς τετμημένα . τοῦτο δ ' εἶπεν ὡς τῶν Θετταλῶν
; Ἔχοντες εὐπαθῆ βίον παρουσίαν τε χρημάτων . Ἔπη τριπήχη Θετταλικῶς τετμημένα . Ἡμίεκτόν ἐστι χρυσοῦ , μανθάνεις , ὀκτὼ
7381307 βλω
ἔστι βρῶ , τὸ δηλοῦν τὸ ἐσθίω : τοῦτο γίνεται βλῶ κατὰ τροπὴν τοῦ ρ εἰς τὸ λ καὶ κατὰ
ἀποβλύζων : ἀπεμῶν : τὸ δὲ βλύζω ἀπὸ τοῦ βάλλω βλῶ βλύζω . . . . ἁπλοῦς : ὥσπερ παρὰ
7380003 ἑτος
. ἄνετος : παρὰ τὸ ἵημι τὸ σημαῖνον τὸ πέμπω ἑτός καὶ ἄφετος καὶ ἄνετος . . . . ἀνέγναμψαν
ἐγένετο οὖν ἡ γενικὴ διὰ καθαροῦ τοῦ τος , οἷον ἑτός , οὐκ ἐφύλαττε τὸν χρόνον τῆς εὐθείας , ὅπερ
7378371 διαστελλομενης
λέγω τὸ μὲν μέσον σημεῖον κατὰ τὴν σύμπτωσιν τῆς ἀρτηρίας διαστελλομένης οὑτωσοῦν ἐπὶ τὰ ἔξω ῥεῖν καὶ πάλιν ἀπὸ τῶν
τῆς ἀποθεραπείας τρόπος οὐκ ἔναιμος , ἀλλὰ συσσαρκωτικὸς ἐπαγέσθω , διαστελλομένης σφόδρα τῆς διαιρέσεως ἢ τῶν διαιρέσεων πρὸς τὸ μὴ
7378029 χεσαι
ἀπάρτι . χεσείω ] ὀρέγομαι χεσεῖν : αἰολικῶς , ἐπιθυμῶ χέσαι . , παίζω . . ⌈ χεσείω ⌈ αἰολικὸν
. καὶ εἰ εὐσεβές ἐστι καὶ εἰ μὴ εὐσεβές , χέσαι ἔχω . ὡς ὑπὸ τοῦ φόβου προειλημμένος καὶ μὴ
7375515 Ταρραιου
, πόλις Κρήτης , Ἀγαμέμνονος κτίσμα , ἀπὸ Λάμπου τοῦ Ταρραίου . Τὸ ἐθνικὸν Λαμπαῖος . Κλαύδιος δὲ Ἰούλιος Λαμπέας
, πόλις Κρήτης , Ἀγαμέμνονος κτίσμα , ἀπὸ Λάμπου τοῦ Ταρραίου . τὸ ἐθνικὸν Λαμπαῖος . Κλαύδιος δὲ Ἰούλιος Λαμπέας

Back