. ΑΥΤΙΚΑ ΓΑΡ ΤΡΕΧΕΙ ὉΡΚΟΣ . Κατασκευάζων πῶς ἡ δικαιοσύνη ὑπερφέρει τῆς ὕβρεως , φησί . Σκολι - ῶν γὰρ | ||
ὑπάρχει βασιλέων καὶ ἀρχόντων , ὅτι καὶ ἡ ὅρασις αὐτοῦ ὑπερφέρει πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων . ὁ δὲ Ἰσαὰκ |
καὶ εἴσεαι ἅσς ' ἐθέλησθα . καὶ νεύρων ἀλεγεινὰ πάθη λεπιδωτὸς ἀμύνει . Δοιὼ δ ' Ἠελίου χρυσότριχε λᾶε πέλονται | ||
μὲν ἐγένετο ἱέραξ , Ἑρμῆς δὲ ἶβις , Ἄρης δὲ λεπιδωτὸς ἰχθύς , Ἄρτεμις δὲ αἴλουρος , τράγῳ δὲ εἰκάζεται |
. ὢ πᾶσαν μὲν γῆν καὶ θάλατταν , ὅση μὲν βατή , τροπαίων , ὅση δὲ ἄβατος , δόξης καὶ | ||
γλυκύτατα ἰάματα . τοῦ αὐτοῦ . ἀνδρὶ σοφῶι πᾶσα γῆ βατή : ψυχῆς γὰρ ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος . |
Λευκοὺς λίθους ἔχοντες αὐχοῦσιν μέγα . Λυγκέως ὅμοιος : οὗτος ὀξυδερκέστατος γέγονεν , ὡς καὶ τὰ ὑπὸ γῆν ὁρᾶν . | ||
πρὸς σκύλακος ἢ λαγωδαρίου ποδώκειαν ; ὁ μὲν γὰρ ἀνθρώπων ὀξυδερκέστατος πρὸς ἱεράκων ἢ ἀετῶν ὄψιν ἀμβλυωπέστατος . ἀκοαῖς γε |
καὶ πρὸς αὐτὸν συγκρινομένη τὸν ζέφυρον , ὃν οἱ πολλοὶ τίγριδος ἔφασαν γεννητῆρα μάτην διαφημίσαντες , ὡς οὐκ ἔστιν ἄρρεν | ||
καὶ ὀνύχων εἴσω ποιήσαιτο . Ῥητέον δέ τοι καὶ περὶ τίγριδος , ἣν ἡ φύσις ἐμοὶ δοκεῖν ἐν ζώοις ἐμόρφωσεν |
γε τοῖς ἄνω μικρὸν τούτων διηγεῖται περὶ τοῦ Ἐρεχθέως ὡς θρέψειε μὲν αὐτὸν ἡ θεὸς , τέκοι δ ' ἡ | ||
ἔσεσθαι , ἥτις τῶν πόλεων βοῦν ἡγεμόνα κάλλιστον τῷ θεῷ θρέψειε . παρήγγειλε δὲ καὶ ὡς στρατευσομένοις εἰς τὸν περὶ |
τοῖς ἄλλοις εἰωθότων , ἀλλ ' ἔρως ὁ οὐράνιος καὶ ἀκήρατος καὶ θεῖος ὄντως , ἐξ οὗ πᾶσαν ἀρετὴν φύεσθαι | ||
διαχωρέει : ἡ δὲ ἰκμὰς ἀπ ' αὐτῶν ἰσχυρὴ καὶ ἀκήρατος προσγινομένη ἰσχύν τε παρέχει τῷ σώματι πολλὴν καὶ αὔξην |
πρέμνον ἀκήρατον : ἀμφὶ δ ' ἄρ ' αὐτῷ σμερδαλέος δέδμητο δράκων : ταὶ δ ' ἄλλοθεν ἄλλαι πτώσσουσαι θρασὺν | ||
Τηλέμαχος δ ' , ὅθι οἱ θάλαμος περικαλλέος αὐλῆς ὑψηλὸς δέδμητο , περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ , ἔνθ ' ἔβη εἰς |
καὶ φυτῶν ἐλάττων ὑπάρχεις ; καλὸν ἄρα σοι γενέσθαι ξύλῳ μαντικῷ καὶ τῶν ἀεροφοίτων τὴν πτῆσιν λαμβάνειν . ὁ ποιῶν | ||
ἐγένοντο , ποιμένος τινὸς ἐν τῷ Παρνασσῷ ἐκ Κασταλίας τῷ μαντικῷ πνεύματι κατασχομένου , καὶ χρόνῳ ὕστερον ἐξεμισθώσαντο Ἀλκμαιωνίδαι τὸ |
ἐπιλέγειν τοῖς ἀληθεστάτοις μὲν , οὐ πιστευομένοις δέ . Ἀλεκτρυὼν ἐπιπηδᾷ : ἐπὶ τῶν ἀγενῶς ἀναμαχομένων τὴν ἧτταν ⋮ Οἱ | ||
. εἰ δὲ καὶ δι ' ὀλίγου χρόνου ἴδοι , ἐπιπηδᾷ ἀτρέμα , ὥσπερ ἀσπαζομένη , καὶ τῷ ἀσπασμῷ ἐπιφθέγγεται |
πατρὸς τυμβωρύχος : Οἷον τυμβωρύχου πατρός . 〚 ἐπειδὴ ὁ χθόνιος λέγεται μὲν καὶ ὁ γήϊνος : λέγεται δὲ καὶ | ||
' εἴη τελευτά ? . [ ] γετε ? χώρας χθόνιος ? ? μνοις ! ! ! ! ! ! |
. εἰκότως οὖν καὶ γῇ τῇ πρεσβυτάτῃ καὶ γονιμωτάτῃ μητέρων ἀνέδωκεν ἡ φύσις οἷα μαστοὺς ποταμῶν ῥεῖθρα καὶ πηγῶν , | ||
. ἀντίθεον δὲ Πελασγὸν ἐν ὑψικόμοισιν ὄρεσσι γαῖα μέλαιν ' ἀνέδωκεν , ἵνα θνητῶν γένος εἴη . κοῦραί τ ' |
θεοὶ νεμεσῶσι καὶ ἀνέρες , ὅς κεν ἀεργὸς ζώει , κηφήνεσσι κοθούροις εἴκελος ὀργήν , οἵ τε μελισσάων κάματον τρύχουσιν | ||
κεκρυμμένον ἔχων ἢ κόθουρος ὁ ἀργὸς ἀπὸ τοῦ κάθημι . κηφήνεσσι κοθούροις : κηφήν ἐστι ζῷον μελισσῶν ἀργότατον καὶ ἄκεντρον |
μυξωτῆρσι κύνες δὲ πανίχνια σημήναντο . ναὶ μὴν ἀνθρώποισι πέλει περιδέξιος ὥρη χειμερίη , στείβουσί τ ' ἀμοχθήτοισιν ὀπωπαῖς , | ||
. περιώσιον περιωσίως . περιδώσομαι συνθήσομαι . περιτροπέων περιτρεπόμενος . περιδέξιος οἱ μὲν περισσῶς δεξιὸς περὶ τὴν τοῦ δόρατος βολήν |
ἀνεμώλια πάντ ' ἀγορεύειν ; Οὐδέ σε παρθενικὴ καὶ ἀκήρατος ἀμπέχει αἰδώς , ἀλλά σε λύσς ' ὀλοὴ περιδέδρομε : | ||
ἀκούουσαν . ἣ ] ἥτις . νιν ] αὐτόν . ἀμπέχει ] περικαλύπτει . εἶμι ] † πορεύσομαι . κόσμον |
ὅτ ' ἐστρατήγει τῆς πόλεως : τοῦτο δέ ἐστι τρόπος ἄδολος . . . Εἰ δὲ τοῦτον ἴδοις δικαστικῶν θρόνων | ||
δοκιμάζεται δ ' ὕδατι διατριβόμενος τοῖς δακτύλοις : ὁ γὰρ ἄδολος ἀνίεται καὶ γαλακτοῦται . Πάνακες Ἀσκλήπιον καὶ Χειρώνειον ἀνίησιν |
χαρίζονται τοῖς κεκτημένοις τὰς βοῦς καὶ οἱ τῶν ποιμνίων ἐπιμεληταὶ πιαίνουσιν αὐτὰ ἐς τὸ τῶν πεπαμένων κέρδος νόσους τε ἀφαιροῦσι | ||
, οὐκ ἐξ ἧς αἱ γαστρὸς ἡδοναὶ πιμπλαμένης τὸ σῶμα πιαίνουσιν , ἀλλ ' ἀφ ' ἧς διάνοια ἐντρεφομένη καὶ |
οἵγε οὐδὲ αὐτοὶ ἑαυτοῖς ἀρέσκονται . Μήτε ἀκούσιος ἐνέργει μήτε ἀκοινώνητος μήτε ἀνεξέταστος μήτε ἀνθελκόμενος : μήτε κομψεία τὴν διάνοιάν | ||
τῶν ἰδίων δικῶν κοινωνεῖν κατὰ δύναμιν ἅπαντας : ὁ γὰρ ἀκοινώνητος ὢν ἐξουσίας τοῦ συνδικάζειν ἡγεῖται τὸ παράπαν τῆς πόλεως |
. καὶ μάλιστα ἐὰν κακοποιὸς ἐπιφέρῃ τὴν ἀκτῖνα καὶ εἰ μαρτυρήσει δὲ ἢ ἐναντιωθῇ τῷ ζῳδίῳ , ἔσται ὁ θάνατος | ||
εἰ γὰρ παθών γέ σου τάδ ' ἡσσηθήσομαι , οὐ μαρτυρήσει μ ' Ἴσθμιος Σίνις ποτὲ κτανεῖν ἑαυτὸν ἀλλὰ κομπάζειν |
πᾶν , ἡ δὲ ἑτέρα κύριος , καθ ' ἣν ἀνῆπται τῶν ὅλων τὸ κράτος . θεὸς δὲ οὐκ ἀνθρώπων | ||
ἄλλον ἔμμεναι ἀνθρώπων . τί νύ τοι τόσα κήδε ' ἀνῆπται ; ἦ ῥα θεοὺς ὀλοῇσι παρήλιτες ἀφραδίῃσιν , μαντοσύνας |
καὶ δεήσεσιν αὐτός τε καὶ ὁ υἱὸς αὐτοῦ , ὃν πεποιήκει Καίσαρα , περιθέοντες ἵπποις ἐποχούμενοι , τὸν στρατὸν ἀνέπειθον | ||
καὶ κήυξιν εἶπεν ἀγρώσταις : “ κἀμὲ πτερωτὴν εἴθε τις πεποιήκει . ” τῇ δ ' ἐντυχὼν ἔλεξεν αἰετὸς σκώπτων |
ἐπῃσθόμην πρὸς ἔξοδον στείχουσα , Παλλάδος θεᾶς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος . Καὶ τυγχάνω τε κλῇθρ ' ἀνασπαστοῦ πύλης χαλῶσα | ||
, κακηγορίστερος παρὰ Φερεκράτει , καὶ κακηγορίστατος παρὰ Ἐκφαντίδῃ . προσήγορος , εὐπροσήγορος , ἀπροσήγορος , δυσπροσήγορος , προσαγόρευσις , |
ἐστὶ ζῷον Γ ἡ φώκη . Ὅμηρος : φωκάων ἁλιοτρεφέων ὀλοώτατος ὀδμή . Γ Λαμίας ὄρχεις Γ : δραστικοὶ γὰρ | ||
κέχυντο βίῃ ῥοπάλοιο δαμέντα . Πρόσθε δέ οἱ δέδμητο κύων ὀλοώτατος ἄλλων Ὄρθρος , ἀνιηρῷ ἐναλίγκιος ὄβριμον ἀλκὴν Κερβέρῳ ὅς |
κατὰ τὰς ὁρμητικάς τε καὶ γνωστικὰς ἐνεργείας , ἀλλ ' ἐνδέδεται ὅμως καὶ αὐτὴ τῷ σώματι καὶ ἔχει τι αὐτοῦ | ||
κορυφαῖς Αἴτνας παρισούμενον ἤ τινι νάσων ἃς Αἰγαῖον ὕδωρ Κυκλάδας ἐνδέδεται , τοίχοις ἀμφοτέρωθεν ἰσοπλατές ; ἦ ῥα Γίγαντες τοῦτο |
καὶ διώκων , Περίανδρός σφεα ἀπετέλεε . Μιῇ δὲ ἡμέρῃ ἀπέδυσε πάσας τὰς Κορινθίων γυναῖκας διὰ τὴν ἑωυτοῦ γυναῖκα Μέλισσαν | ||
ἐκτραπέλους μυρμηκιάς . κἂν ἐντύχῃ πού μοι βαδιζούσῃ μόνῃ , ἀπέδυσε κἀνέδυσε χορδὰς δώδεκα . καὶ Ἀριστοφάνης ὁ κωμικὸς μνημονεύει |
ὕπνου φησίν . ἄλλως : ἀντὶ τοῦ ὕπνον , παρόσον ἀφεγγής ἐστι . κατέχευας , ὦ κιθάρα , ἁπαλὸν καὶ | ||
ἔα . τίς ἀχώ , τίς ὀδμὰ προσέπτα μ ' ἀφεγγής , θεόσυτος , ἢ βρότειος , ἢ κεκραμένη ; |
παῖδα . Ἦσαν δὲ τῷ Κροίσῳ δύο παῖδες , τῶν οὕτερος μὲν διέφθαρτο , ἦν γὰρ δὴ κωφός , ὁ | ||
οὐχ ὑπήκουσαν , οὐ πάντες , ἀλλ ' οὓς εἶχεν οὕτερος δαίμων . πρὸς δή μιν ὧδ ' ἔφησε παῖς |
περιεργίαν . νῦν μέντοι τὴν τέχνην δηλῶν φησι : σοφίην παιδεύεται . σκέπαρνος : εἶδός ἐστι δεσμοῦ ὁ σκέπαρνος , | ||
λοιπῶν ζώιων τοῦτο ὁρᾶσθαι συμβαῖνον , ὅσα ὑπ ' ἀνθρώπων παιδεύεται , ἀλλ ' εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τόν τε σκύλακα |
Ἀρτέμιδι , τὸν ἀέρα τῇ σελήνῃ , ὅτι ὁ μὲν σταθερός , ἡ δὲ πολυκίνητος , τὸν δὲ Ἑρμῆν τῇ | ||
εἰς ρος ὀνόματα ἰσοσύλλαβα , οἷον μιάναι μιαρὸς , σταθῆναι σταθερός . οὕτω καὶ στῆναι στερὸς , καὶ πλεονασμῷ τοῦ |
καὶ ἡ Φρυγία . . . . τάων καὶ Βορέης ἠράσσατο : ἡ διπλῆ ὅτι ἐλλείπει τὸ τινῶν , τούτων | ||
γείνατο δὲ ῥαδαλῇς ἐναλίγκιον ἀρκεύθοισι Βυβλίδα . τῆς ἤτοι ἀέκων ἠράσσατο Καῦνος . * * * * * * * |
Ἰνδῷ ποταμῷ οἱ νότιοι Σκύθαιοἱ καὶ Ἰνδοσκύθαι καλούμενοικατοικοῦσιν , ὅστις Ἰνδικὸς κατέναντι τῆς ἐρυθρᾶς θαλάσσης κατέρχεται ταχὺν ῥοῦν ἐπὶ τὸν | ||
πολλῶν τῶν θηρίων τῆς μητρὸς συλλαβούσης τίκτεται . ὅτι ὁ Ἰνδικὸς πάνθηρ μύρου ὄζων διὰ τῆς εὐωδίας τὰ θηρία ἐφελκόμενος |
γε τῆς μὲν μητρὸς οὕτως εἴχετο ὥσπερ οἱ πρὸς τῷ μαστῷ παῖδες , τὸν δὲ ἀδελφὸν ὡς παῖδα ἠσπάζετο , | ||
τῶν Ἠλείων τοὺς στρατηγούς , νήπιον παῖδα ἔχουσαν ἐπὶ τῷ μαστῷ , λέγειν ὡς τέκοι μὲν αὐτὴ τὸν παῖδα , |
καὶ ἔπειτα πρὸς ἑαυτόν : αἰσχύνεται γὰρ καὶ ἑαυτόν . ἄμητος καὶ ἀμητὸς διαφέρει . ἄμητος γὰρ ὁ καιρὸς τοῦ | ||
: αἶψά τε φυλόπιδος πέλεται κόρος ἀνθρώποισιν . . . ἄμητος δ ' ὀλίγιστος , ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς , |
. Ἀλλ ' οἵτε ὀξεῖς ὥσπερ [ ] οὗτος καὶ ἀγχίνοι [ καὶ ] μνήμονες ὡς τὰ πολλὰ καὶ πρὸς | ||
γιγνόμενον : ἀλλ ' οἵ τε ὀξεῖς ὥσπερ οὗτος καὶ ἀγχίνοι καὶ μνήμονες ὡς τὰ πολλὰ καὶ πρὸς τὰς ὀργὰς |
, ἔχειν δὲ τὰ πτερὰ αὐτοῦ φασι στίγματα ὑπόλευκα . ἀναφαίνει τε δύο ἀπὸ τῶν ὀφρύων παρ ' ἑκάτερον τὸν | ||
, προσέτι τε τὴν λαμπροτάτην πόλεων πασῶν ὁπόσας ὁ Ζεὺς ἀναφαίνει , τὰς Ἀθήνας λέγω . ἐπιλείποι δ ' ἄν |
καὶ Δαρειὰν κεκλημένον . ἢ τὴν Δαρείαν ψυχὴν ἀναπέμψει ὁ Ἅιδης τοῦ τάφου ἔξωθεν . θεομήστωρ δὲ κικλήσκετο : θεομήστωρ | ||
δὲ οἱ δώδεκα θεοὶ οὗτοι : Ζεύς , Ποσειδῶν , Ἅιδης , Ἑρμῆς , Ἥφαιστος , Ἀπόλλων , Δημήτηρ , |
ἰσχνὸς ὁ κλέπτης , ὑπόξηρος , σύμμετρος , οὐλόθριξ , εὐγένειος , ποικιλογνώμων , ὑπόχλωρος . ἐὰν δὲ Ἥλιος ἢ | ||
ἰσχνότερος καὶ ἐντονώτερος τὸ βλέμμα καὶ λυπηρός , ὕπωχρος , εὐγένειος , πυρσόθριξ , ὠτοκαταξίας . ὁ δ ' ἡγεμὼν |
τῷ λογισμῷ τὰς ἀπαρχὰς τῆς εὐφορίας ὧν ἤνθησεν , ὧν ἐβλάστησεν , ὧν ἐκαρποφόρησεν ἡ ψυχὴ καλῶν , ἐπιδεικνυμένους ἄντικρυς | ||
Ἀγχιάλη Δικταῖον ἀνὰ σπέος , ἀμφοτέρῃσιν δραξαμένη γαίης Οἰαξίδος , ἐβλάστησεν . ] Ὅτι δὲ νύμφη τις Οἰαξίδος γῆς δραξαμένη |
αὐτὸν ὁδεύειν : ἐπὶ δὲ τῆς κοινῶς νοουμένης ὁδοῦ “ ἐπειὴ φάς ' ἀρισφαλέ ' ἔμμεναι ὁδόν . ” οὖλον | ||
χρωμένους . . . : Ὅμηρος [ Α ] : ἐπειὴ μάλα πολλὰ μεταξὺ οὔρεά τε σκιόεντα ταῦτα : τὸ |
καὶ σιμὴν , ἐσθλοί . Χαροποὶ , μεγάλοι , κεφαλὴ σμικρὴ , αὐχὴν λεπτὸς , στήθεα στενὰ , εὐάρμοστοι . | ||
εἰ ἔχοι , ἐρυθρὰ ἐπιφαινόμενα ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε : γαστὴρ σμικρὴ , ἄλλοτε μεγάλη , οἷον , βήσσουσα γὰρ ἐτύγχανεν |
κελεύει . οὐκ ἀθεεὶ ὅδ ' ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει : ἔμπης μοι δοκέει δαΐδων σέλας ἔμμεναι αὐτοῦ κὰκ | ||
, γινώσκω δὲ καὶ αὐτός , ὅ τοι πινυτὴ φρένας ἵκει , τοὔνεκά τοι ἐρέω καὶ ἐπὶ μέγαν ὅρκον ὀμοῦμαι |
περιπέπταται ἀμφὶ καλιήν , ἄλλοτε δ ' εὐτύκτοισι περὶ προθύροισι ποτᾶται αἰνὰ κινυρομένη τεκέων ὕπερ : ὣς ἄρα κεδνὴ μύρετο | ||
ἐκγόνους τοσοῦτον ἐν ταῖς δυσδαιμονίαις παρορᾷ : ὑπερκείμενον : ἀέρι ποτᾶται : ἐπεὶ διὰ γλωσσαλγίας ἥμαρτεν ὁ Τάνταλος , σιωπῇ |
ταχυτέρα καὶ κουφοτέρα ἐστὶ τῆς πνοῆς . καὶ εὐλόγως : ταχύτατος γάρ ἐστιν ὁ ζέφυρος τῶν λοιπῶν ἀνέμων , ὡς | ||
. Μετὰ τοῦτον δὲ τὸν Εὐφράτην εἰς ἀνατολὴν Τίγρις ὁ ταχύτατος πάντων τῶν ποταμῶν καὶ καλὰ ῥεύματα ἔχων φέρεται , |
ἐδόθη ἡ διαιρετικὴ , καὶ ἐν Σοφιστῇ δὲ ἀμφιβληστρικῷ ὀργάνῳ ἀπεικάζει αὐτήν . Οὐ γὰρ δυνατὸν ἔχειν ἐπιστήμην πραγμάτων ἄνευ | ||
ἔχειν ἀπολαύειν . καίτοι σοφώτερόν τε εἶναι εἰκὸς ὅστις ἑαυτὸν ἀπεικάζει τῷ σοφωτάτῳ , καὶ μακαριώτερον ὑπάρχειν ὃς ἂν ὅτι |
δείδιθι μαιμώωσαν ἔσω ἁλὸς ἠδὲ καὶ ἄλλα ἄστρα τά που μογεροῖσι πέλει δέος ἀνθρώποισι δυόμεν ' ἢ ἀνιόντα κατὰ πλατὺ | ||
υἱὸν φῶτ ' Ἀσκληπιάδην πατρὶς ἔθρεψε Γέλα , ὃς πολλοὺς μογεροῖσι μαραινομένους καμάτοισι φῶτας ἀπέστρεψεν Φερσεφόνης ἀδύτων . . . |
ῥυπασμάτων . Κυθήρης : μίξεως . Ἔκλυον : ἱστορία . πολυκτεάνων : πολλὰ κτήματα ἔχων . Ἀγελαῖον : ἀγελισμόν . | ||
, καθαρῆς τ ' ἐράουσι Κυθείρης . ἔκλυον ὡς προπάροιθε πολυκτεάνων τις ἀνάκτων καλὸν ἔχεν πεδίοις ἵππων ἀγελαῖον ὅμιλον : |
καὶ τούτους εἰδέναι , τὴν δὲ σύμπασαν τέχνην αὐτὸς ἑωυτὸν ἐδιδάξατο , θείᾳ φύσει κεχρημένος , καὶ τοσοῦτον ὑπερβεβηκὼς τῇ | ||
ταῖς νόσοις φάρμακα παισί τε ἑαυτοῦ παρέδωκε καὶ τοὺς ξυνόντας ἐδιδάξατο , τίνας μὲν δεῖ προσάγειν πόας ὑγροῖς ἕλκεσι , |
ἀγγρίζειν , τὸ ὀδυνᾶν . . . . , . ἀγέρωχος : ῥητορικὴ γερουχεῖν . οὕτως Ὠρίων . . . | ||
ἄλλων ἁπάντων ὁ τῶν ἐμῶν πώλων ἔξαρχος πῶλος ἱερὸς καὶ ἀγέρωχος , οἵους Ἡλίῳ θεῷ Νισαῖοι πώλους πωλεύουσι : τοῦτον |
ὀλόμαν , ὀλόμαν ἀποχηρωθεὶς τᾶς λοχευομένας ἐκ τοῦ γὰρ ἐσορᾶν γίγνετ ' ἀνθρώποις ἐρᾶν οἶνος καὶ φρονέοντας ἐς ἀφροσύνας ἀναβάλλει | ||
ἰδέηϲ : ἀλλὰ καὶ αἰνότατοι καὶ οἴκτιϲτοι , ἔνθα μάλιϲτα γίγνετ ' Ἄρηϲ ἀλεγεινὸϲ ὀϊζυροῖϲι βροτοῖϲι . τάμνειν ὦν αὐτίκα |
τῆς σμίλακος ἄνθος . καὶ Ὅμηρος μὲν ἅπαντα τὰ ἄνθη λείρια κέκληκε , Θεόφραστος δὲ τὸν νάρκισσον καλεῖ λείριον . | ||
κόμη , φύλλα ἢ φύλλα * λείρια : ἄνθη ταῦτα λείρια δ ' ὡς ἴα : ὡς τὰ ἴα αὐτὴν |
σπέρμα , καὶ πηγάνου σπέρμα , καὶ κανάβεως , καὶ νυμφαίας ῥίζαν , καὶ λοιπὰ εἴδη προειρημένα ἐν τῷ περὶ | ||
ἡμέρου , μυριόφυλλον , ναρκίσσου ἡ ῥίζα , νευράς , νυμφαίας ἡ ῥίζα , ξύρεως ἢ ξυρίδος ἡ ῥίζα , |
ἑκηβολίαις ἀπολεῖ τοὺς δυσμενεῖς . ἀναπαύσεται κατακλινεὶς ὡς λέων ἢ σκύμνος λέοντος , μάλα καταφρονητικῶς δεδιὼς οὐδένα , φόβον τοῖς | ||
θυμῷ , ἀλλ ' αὐτοῦ μίμναζε παρέστιος ἐξέτι τυτθοῦ , σκύμνος ἀεξηθείς , ὀλίγον βρέφος , ἤθεσι παιδὸς σύντροφος : |
μὴ διακλύζοιτο , διαλέγεσθαι οὐχ οἷός τε ἦν , καὶ πικρὴ λίην ἦν τὰ πολλά : ἔστι δ ' ὅτε | ||
ἀνθρώπων τερπωλῆς ἐπέβημεν ὅλῳ ποδί , σὺν δέ τις αἰεί πικρὴ παρμέμβλωκεν ἐυφροσύνῃσιν ἀνίη : τῶ καὶ τούς , γλυκερῇ |
βοῶν ἐπὶ νῶτον ἵκηαι ἔνδρυον ἑλκόντων μεσάβων . ὁ δὲ τυτθὸς ὄπισθε δμῶος ἔχων μακέλην πόνον ὀρνίθεσσι τιθείη σπέρμα κατακρύπτων | ||
: τὺ δ ' οὐκ ἴσος ἐσσὶ μελίσσαις , ὃς τυτθὸς μὲν ἔεις τὰ δὲ τραύματα ἁλίκα ποιεῖς ; Εὐνίκα |
ἡ γὰρ νῦν οὖσα ἱερὰ πόλις , ἐν ᾗ καὶ ἅγιος νεώς ἐστι , μακρὰν ὥσπερ θαλάττης καὶ ποταμῶν συνῴκισται | ||
ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης τῆς μεγάλης , ὅσοι ἔσονται λαὸς ἅγιος : τότε αὐτοῖς δοθήσεται πᾶσα εὐφροσύνη τοῦ παραδείσου , |
. καὶ ὁ μὲν βουκόλος καὶ βουτρόφος ἂν λέγοιτο καὶ βουφορβός , ὥσπερ ὁ ὑποζευγνὺς αὐτὰς βοηλάτης , ὁ δὲ | ||
ἀπὸ τῶν εἰς ΒΟΣ ληγόντων , ὀξύνεται : ἐρεμβός κολοβός βουφορβός ἱπποφορβός . τὸ δὲ ἔφηβος ἄνηβος παραλήγουσι τῷ Η |
ἄλλως : οὐ προσηνὴς ὡς χρυσός , ἀλλὰ τὸ εἶδος χρυσοφαής : φύσιν ὀρεσκόων : φύσιν ἔχων θηρός , ἀντὶ | ||
Εἰ δέ τις ἀπορήσειε , πῶς οὖν τὸ παμφαής καὶ χρυσοφαής καθαριεύοντα οὐκ ἔχουσι συνῃρημένην εὐθεῖαν , λέγομεν ὅτι ὡς |
: ἢ τῇ ὀρθούσῃ τὰς γυναῖκας ἐν τῷ τοκετῷ : ἔφορος γὰρ λοχείας : * * τῇ Ἀρτέμιδι δηλονότι . | ||
νῆσον . ὁ γενέθλιος ἀκτίνων : ὁ Ἥλιος , ὁ ἔφορος τῆς γενέσεως πάντων . ἔνθα Ῥόδῳ ποτὲ μιχθείς : |
καὶ διεχρήσατο ἐς κατάπληξιν ἑτέρων . ἐπί τε τὰ πλήθη παρερχόμενος ἐδημαγώγει καὶ τοὺς δεσμώτας αὐτῶν ἐξέλυεν , οὓς ὁ | ||
μέθυσός ἐστιν . ΓΘ Κοννᾶς ] οὗτος αὐλητὴς ἦν μέθυσος παρερχόμενος εἰς συμπόσια συνεχῶς ἐστεμμένος . πίνειν ἐν τῷ πρυτανείῳ |
ἔχουσαν ἐν αὑτῇ , οἰκουμένην . διαφέρει δὲ σταθμὸς καὶ αὐλή : ὁ μὲν γὰρ σταθμὸς οἰκητήριον θρεμμάτων , ἡ | ||
, εἴποι ἄν Ζηνός που τοιήδε γ ' Ὀλυμπίου ἔνδοθεν αὐλή . ὁ δὲ κόλαξ τοῦτο τὸ ἔπος κἂν περὶ |
χωριστὴ κατά τι δὲ ἀχώριστος , τὴν μὲν ἐνέργειαν ἑαυτῆς γινώσκουσα , οὐκέτι δὲ καὶ τὴν οὐσίαν , καὶ χωριστὴ | ||
ὡς ἀλλότριον κρίνουσα τοῖς ἐν αὐτῇ ἀληθέσι τὸ ψεῦδος , γινώσκουσα , ὅταν τις προσαγάγῃ , ὅ τι παρὰ τὸν |
τούτων ἐμπύροις δυνάμεσιν αὐαινόμενος . τίνα οὖν ἄκη τοῦ καύματος πετραίη σκιά ; τοιαύτη δὲ ἡ ὑπὸ ταῖς πέτραις ἐν | ||
τε χρὼς ὑπὸ καύματος : ἀλλὰ τότ ' ἤδη εἴη πετραίη τε σκιὴ καὶ βίβλινος οἶνος μάζα τ ' ἀμολγαίη |
, γρηγορεῖ οὐ δεῖ : χρὴ γὰρ ἐγρήγορα λέγειν καὶ ἐγρήγορεν . Αὐθέντης μηδέποτε χρήσῃ ἐπὶ τοῦ δεσπότου , ὡς | ||
οὕτω , πᾶν ἄρα τὸ ἐγρηγορὸς καθεύδει καὶ τὸ καθεῦδον ἐγρήγορεν . εἰ γὰρ ὁ ὕπνος πάθος τί ἐστι τοῦ |
ἐμπίδες , τὰ δὲ ἄλλα ἔχουσιν , οἷον κύων , ψιττακός , μύρμηξ , χελιδὼν καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα . | ||
: προνοοῦνται γὰρ τοῦ ἑαυτῶν βίου . Οἷον κύων , ψιττακός , ἵππος , ὄνος καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα . |
καὶ ὅταν ἤρχετο ὁ λέων , ἢ λύκος , ἢ πάρδαλις , ἢ ἄρκος , ἢ πᾶν θηρίον ἐπὶ τὴν | ||
ὑπὸ τοῖς ἵπποις καὶ θηρία ἄνω θέοντα , τῇ μὲν πάρδαλις , κατὰ δὲ τὸν Πολυδεύκην λέαινα . ἀνωτάτω δὲ |
μέλλων πτώξω , καὶ πτὼξ , ἀποβολῇ τοῦ ω . Πίθηκος . παρὰ τὸν πιθήσω μέλλοντα . ἀπὸ τοῦ πιθῶ | ||
μὴ φοβοῦ τὰ κύματα : χρησμὸς οὗτος Ἰάσονι δοθείς . Πίθηκος ὁ πίθηκος κἂν χρυσᾶ ἔχῃ σάνδαλα : ἐπὶ τῶν |
σὺν Ὀρσέᾳ δέ νιν κωμάξομαι τερπνὰν ἐπιστάζων χάριν . Μᾶτερ Ἀελίου πολυώνυμε Θεία , σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν | ||
ταύτην τὴν Εὐθυμένους ὄντος αὐτῶν συγγενοῦς . . . Μᾶτερ Ἀελίου πολυώνυμε Θεία : ἀκολούθως τῷ Ἡσιόδῳ : καὶ γὰρ |
ἕλεν . ἃ τέκε λαγέτας ἓξ : ἥτις Ἱπποδάμεια . λαγέτας , ἡγεμόνας . τῶν λαῶν ἡγουμένους . λέγει δὲ | ||
ἕλεν δ ' Οἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον : ἔτεκε λαγέτας ἓξ ἀρεταῖσι μεμαότας υἱούς . νῦν δ ' ἐν |
. . δʹ Ἀγάπησις . . . . . . Τέρψις : εὐφροσύνη : εὐθυμία . αʹ Τέρψις μὲν οὖν | ||
Ἀσμενισμὸς μὲν οὖν ἐστιν ἡδονὴ ἐπὶ ἀπροσδοκήτοις ἀγαθοῖς . βʹ Τέρψις δὲ ἡδονὴ δι ' ὄψεως ἢ δι ' ἀκοῆς |
αὐτῆς ἐκόμπαζεν : καὶ ἡμεῖς τοιαῦτα ἀπεκρινάμεθα , ἐξ ὧν εἰκάζομεν εὐφρανεῖσθαι αὐτήν . Τότε μὲν οὖν ἀπελθόντες ἐπὶ ναῦν | ||
αἰσθήσει καὶ πάθεσι καταλαμβανόμεθα , ταῦτα δὲ μαντείαις καὶ δόξαις εἰκάζομεν , ἐν αἷς πολὺ τὸ ἀπατηλόν : καὶ ὅτι |
ἡ τοιαύτη ψυχή . ἕπεται δὲ αὐτῇ καὶ ἀρετῶν συμφύτων μυρίος θίασος , ὕψος ψυχῆς , μεγαλοπρέπεια γνώμης , ἐλευθέρα | ||
καὶ ῥημάτων σύγκειται , μηδὲν ἱκανῶς βεβαίως εἶναι βέβαιον : μυρίος δὲ λόγος αὖ περὶ ἑκάστου τῶν τεττάρων ὡς ἀσαφές |
λιθώδης , ὑπόλιθος , ὑπόπετρος , ὑπόψαμμος , ἄφορος , ἄσπορος , ἀβαθής , ξηρά , δυσήροτος , ἄκαρπος , | ||
, ἀρκτώιης ἐνόησα πολύστροφον ὁλκὸν ἀπήνης , ὅττι φαεινομένους φύσις ἄσπορος ἄμμιγα παύροις ἀστέρας εἰς ἓν ἄγειρεν ἀλήμονας εἰς ῥάχιν |
ὡς ἴστωσαν οἱ θεοὶ καὶ ἥρωες , οὔτ ' ἐγὼ χείριστος οὐδ ' ἀπιστότατος φανήσομαι τῶν διαβληθέντων . Καὶ μὴν | ||
: ἀσθενεῖ , διὰ τὴν δίψαν . κύντατος : ὁ χείριστος , ὁ αἴσχιστος . παίφασσε : ἐψηλάφα , ἐνθουσιωδῶς |
λόγοις . φωνῇ . * τόν . * ξενοδόχον . στήριγμα : * * ἑδραίωμα . τῆς ἐν Σικελίᾳ πόλεως | ||
ἔνδοθεν : ὄντες , οὖσαι . ἕρκος : περίφραγμα , στήριγμα . Νειρίτης : κοχλίας . κήρυξ : κογχύλη [ |
ἀνέρες ἠδὲ γυναῖκες : ὃ δ ' ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰεὶ θρῴσκων ἄλλοτ ' ἐπ ' ἄλλον ἀμείβεται , οἳ δὲ | ||
δ ' ἐμοί κἄγωγε τὰς σὰς βακκάρεις τε καὶ μύρα θρῴσκων κνώδαλα καὶ παλτὰ κἀγκυλητὰ καὶ χλῆδον βελῶν Καπανεύς † |
παράλειψιν τοῦ μ ἀβρότη : ἀμβρότη γὰρ ἦν , οἷον ἀθανάτη . ἢ ἀβρότη , καθ ' ἣν βροτοὶ οὐ | ||
ἠδ ' ὀχέεσθαι ἄλλῳ γ ' ἢ Ἀχιλῆϊ , τὸν ἀθανάτη τέκε μήτηρ . ἀλλ ' ἄγε μοι τόδε εἰπὲ |
τριόρχης γενόμενος , Ἄλκανδρος δὲ ὀρχίλος . Μεγαλήτωρ δὲ καὶ Φιλαῖος , ὅτι τὸ πῦρ φεύγοντες διὰ τοῦ τοίχου παρὰ | ||
δύο ὄρνιθες : καὶ ἔστιν ὁ μὲν αὐτῶν ἰχνεύμων , Φιλαῖος δ ' ὀνομάζεται κύων . ἡ δὲ μήτηρ αὐτῶν |
τοῖς ἀνθρώποις . τί σε ποιῶ , Ἐσδράμ , καὶ δικάζῃ μετ ' ἐμοῦ ; καὶ εἶπεν ὁ προφήτης : | ||
τις ἢ διχόθεν μισθοφορῇ ἢ ὀφείλων τῷ δημοσίῳ ἐκκλησιάζῃ ἢ δικάζῃ , ἢ ἄλλο τι ποιῇ ὧν οἱ νόμοι ἀπαγορεύουσιν |
ὕραξ , ὁ μῦς Αἰολικῶς : ἔοικε γὰρ ὁ μῦς ὑὶ καθάπερ καὶ παράγεται λιχμήρεας δὲ τοὺς περιλείχοντας ἠρήμωσεν ] | ||
τοῖς χρησομένοις αὐτῇ πέφυκε λυσιτελὴς εἶναι . ἐοίκασι δὲ τῇ ὑὶ τῇ Αἰσώπου οἱ τύραννοι ὑποπτεύ - οντες καὶ δεδοικότες |
οὕτω καλεῖται ὁ παρὰ τοῖς Κυζικηνοῖς τὴν Ἄρτεμιν θεραπεύων γυναικεῖος θίασος . καὶ Κυζικηνῶν θυγατέρας τὴν ὥραν διαπρεπεῖς τῇ Δαρείου | ||
ἄλλῳ , καθάπερ ἡγεμόνι πονηρῷ καὶ μαινομένῳ πονηρὸς καὶ ἀσελγὴς θίασος . ἔστι δὲ τούτων ὧν ἔφην βίων ὁ μὲν |
” ἐπισκέψεται ὁ θεὸς ” τὸ ὁρατικὸν γένος καὶ οὐ παραδώσει μέχρι παντὸς αὐτὸ ἀμαθίᾳ , τυφλῇ δεσποίνῃ , τὸ | ||
ἐκκόπτειν , γυμνώσει τὴν μήνιγγα πᾶσαν καὶ σπασμῷ τὸν κάμνοντα παραδώσει . Ὀστώδης ἐπίφυσις ἐν παντὶ μὲν γίνεται μέρει τοῦ |
ὁμοίως δὲ οὐδὲ τῶν ἄλλων οὐθέν , οἷον εἰ ὁ οὐδὸς θέσει , οὐκ ἐκ τοῦ οὐδοῦ ἡ θέσις ἀλλὰ | ||
οἱ ὄφεις εἰς τὸ χωρῆσαι τὸ σῶμα ὥσπερ ἔλυτρον : οὐδὸς δ ' ἀμφοτέρους ὅδε χείσεται . . . πύργῳ |
σκιεροὶ δὲ μυχοὶ χθαμαλαί τε χαράδραι στείνονται λιμένες τε καὶ ἠϊόνων ἐπιωγαὶ πάντοθεν εἰλομένων : ὁ δὲ δαίνυται ὅν κ | ||
' ἐγὼ δύναμαι συμβαλεῖν . : Ὑπὲρ δὲ τούτων τῶν ἠϊόνων Καμπανία πᾶσα ἵδρυται , πεδίον εὐδαιμονέστατον τῶν ἁπάντων : |
ἦθος , διὰ τὸ κολάζειν αὐτὸν ἐπὶ τῇ πανουργίᾳ . ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει : εὐθύφρονα ποιεῖ τὸν ταπεινωθέντα | ||
ἀέξει : ἀφανῆ πλουτεῖ . * ῥεῖα δέ τ ' ἰθύνει σκολιόν : τὸν ποικίλον τὸ ἦθος διὰ πανουργίαν σκολιὸν |
ἡρώεσσι . Θησέα δ ' , ὃς περὶ πάντας Ἐρεχθεΐδας ἐκέκαστο , Ταιναρίην ἀίδηλος ὑπὸ χθόνα δεσμὸς ἔρυκε , Πειρίθῳ | ||
πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ ἐν μεγάρῳ : πᾶσαν γὰρ ὁμηλικίην ἐκέκαστο κάλλεϊ καὶ ἔργοισιν ἰδὲ φρεσί : τοὔνεκα καί μιν |
ἄλλῳ οὕτως : ἀλθαίνει τότ ' ἔνερθε πυρὸς ζαφελοῖο κεραίης ἀλθαίνει ] ὑγιαίνει γέντα ] κρέατα γέντα ] τὰ μέλη | ||
ἱερὰ ἔργα μελίσσης ῥίζα τε χαλβανόεσσα καὶ ὤεα θιβρὰ χελύνης ἀλθαίνει τότε νέρθε πυρὸς ζαφελοῖο κεραίῃς : ἀλθαίνει καὶ γέντα |
: ἡ διπλῆ πρὸς τὸ ὃς Χρύσην ἀμφιβέβηκας ὅτι ἐστὶν ὑπερμαχεῖς . . ὅτι . ὅ . ἵνα μή τι | ||
κυρῇς . Σὺ ταῦτ ' , Ὀδυσσεῦ , τοῦδ ' ὑπερμαχεῖς ἐμοί ; Ἔγωγ ' : ἐμίσουν δ ' , |
οὐ γὰρ ἄν σε μυρίοις ὀνείδεσιν δάκοιμι : τοιόνδ ' ἐμπέφυκέ σοι θράσος ; ἔρρ ' , αἰσχροποιὲ καὶ τέκνων | ||
ἄλλως δὲ γινώσκει τὸ θεῖον , ὡς τοῖς ἤθεσιν αὐτῶν ἐμπέφυκέ τι τῆς ἀδίκου τῶν γεννησάντων προαιρέσεως κἂν ἡμᾶς λανθάνωσι |
τὸν υἱόν , ἐμοὶ δὲ τὸν πατέρα , ἐμοὶ δὲ ἐκένωσε τὴν παστάδα . δεῖ δέ σε , ὦ πάτερ | ||
μὲν ἐρήμων ἥξεις ἀγρῶν , οὓς τὸ πιέζεσθαι ταῖς εἰσπράξεσιν ἐκένωσε προστεθέντος ἑτέρου κακοῦ μείζονος , τῶν τὰ ἄντρα σφῶν |
μὲν δὴ ὅδ ' αὐτὸς ἐγώ , πάτερ οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι . εἰ δὲ κατὰ τὸ πλέον παρὰ τὰς ἄλλας | ||
εἶπε τῇ Ὑψιπύλῃ . οὗτος ἐγώ : τὸ οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι δεικτικόν . χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ : αἱ δὲ |
ἀμοιβαίοιο χαράκτας σήματος : εἰ δέ κε τοῖσι καὶ Ἠέλιος συνέπηται , ἀσσοτέρω μαλεροῖο πυρὸς τέχνας μογέουσιν , χαλκὸν μαλθάσσοντες | ||
: . . ὅτῳ ἂν συνεχῶς τούτων ἀεὶ καλόν τι συνέπηται μόνῳ . τοῦ πατριάρχου τὸ βιβλίον : ὅτῳ ἂν |
καὶ ἄριστος τῶν ὑποδεεστέρων καὶ θηλειῶν αὐτοχειροτόνητος προβέβληται τύραννος : πέφρικεν οὖν ἐκεῖνον καὶ ὑποπτήσσει τὸ μὲν ἄρρεν ὡς ἄνακτα | ||
τυραννεύων ὄχ ' ἄριστος βαιοτέροις ταύροις καὶ θηλυτέρῃσιν ἀνάσσει : πέφρικεν δ ' ἀγέλη κεραὸν μέγαν ἡγεμονῆα : αἱ δ |
γὰρ παλαιὸς ὡς ὅτι ἀνδρὶ μὲν αὐλητῆρι θεοὶ νόον οὐκ ἐνέφυσαν , ἀλλ ' ἅμα τῷ φυσῆν χὠ νόος ἐκπέταται | ||
λόγος γὰρ παλαιὸς ὡς ὅτι ἀνδρὶ αὐλητῆρι θεοὶ νόον οὐκ ἐνέφυσαν , ἀλλ ' ἅμα τῷ φυσῆν χὡ νόος ἐκπέταται |
. ἐκεῖ πόλις εὐδαίμων καὶ λαμπρὰ καὶ τοῦ δύνασθαι λέγειν ἐπιμελουμένη καὶ χειμάδιον βασιλεῖ γεγενημένη πολλάκις ἐξώσθη τοῦ τῶν πόλεων | ||
ἀπόκειται ἡ κόπρος . Ἦν δὲ καὶ ἀρχή τις Ἀθήνησιν ἐπιμελουμένη τοῦ καθαίρεσθαι τὴν κόπρον . Καὶ παλιγκάπηλος καὶ μεταβολεύς |
σκάρος , λάβραξ , μύραινα , κεστρεύς , χρύσοφρυς , γόγγρος , μελάνουρος , ἀνθίας , σφύραινα : ταύτην δὲ | ||
δ ' ὁ μὲν κεστρεὺς ὑπὸ λάβρακος , ὁ δὲ γόγγρος ὑπὸ μυραίνης . ἡ δὲ λεγομένη παροιμία κεστρεὺς νηστεύει |
καὶ ἀνελθοῦσα ἀπηλλάττετο . ὀρχουμένης δὲ αὐτῆς καὶ παιζούσης ὁ τράγος μεμφόμενος αὐτὴν καὶ ὀνειδίζων ὡς τὰς ὁμο - λογίας | ||
ἄρτων καὶ οἱ μὴ καλῶς ἐσκευασμένοι παχύχυμοι καὶ ὁ καλούμενος τράγος καὶ τὰ διὰ γλεύκους καὶ σεμιδάλεως πέμματα καὶ λάγανα |
ξυλόχοιο : νάπη δ ' ἀνεφαίνετο πᾶσα θήρεσιν οὐκέτι τόσσον ἐπήρατος ὡς τὸ πάροιθε : πρέμνα δ ' ἀπαυαίνοντο βίην | ||
: ἄγχι δὲ Βοῦσος , Σαρδώ τ ' εὐρυτάτη καὶ ἐπήρατος εἰν ἁλὶ Κύρνος , ἥν ῥά τε Κορσίδα φῶτες |
οὕτω καλούμενος ἀποσοβητὴς τῶν κακῶν . ἀλεξητήριος ] διώκτης . ἀλεξιτήριος ] βοηθός . βάσις εὐκτική . φερώνυμος ὅ ἐστιν | ||
οὖν συμφώνως ἑαυτῷ τιμῷτο . ἀλεξητήριος ] ἀποσοβητής . θΞ ἀλεξιτήριος ] οὕτω καλούμενος ἀποσοβητὴς τῶν κακῶν . ἀλεξητήριος ] |
δὲ συὸς βλοσυρῆς , ἣ δ ' ἵππου χαιτηέσσης . εὔφορος ἥδε , ταχεῖα , περίδρομος , εἶδος ἀρίστη : | ||
ψυχροῦ νάματος ἀτμίδων τε καὶ ἀέρων , ὧν Ἰταλία μόνη εὔφορος . ” τοιαῦτα δή τινα τῷ μειρακίῳ ὑποτυπούμενοι ἤγειρον |
: ἡ ἐπιμαινομένη ἀνδράσιν ἢ ἐρῶσα ἄλλου καὶ ἄλλου . ἀνθρωπικὸς μῦθος : ὁ περὶ ἀνθρωπείων πραγμάτων . ἀθήρ : | ||
γεγηρακότας καὶ ἐθέλουσι καὶ ἐμελέτησαν : κελεύει δὲ αὐτοὺς νόμος ἀνθρωπικὸς οὐδὲ εἷς τοῦτο , ἀλλὰ αἰτία τούτων φύσις . |
παιδίῳ ἔγχεόν μοι τοῦ οἴνου πιεῖν , ὁμοίως ὁ παῖς πεύσεται ποίου . οὕτως ἡ ἐν ἑκάστοις ἐμπειρία τοῦ χρησίμου | ||
εἶπον , νῦν μὲν ἀνδρείως ἀγωνιζόμενον ὄψεται , νῦν δὲ πεύσεται , πῶς ἀπήλλαξαν οἱ Τρῶες . κἂν ἐκείνη μὴ |