ὁμοίως δὲ οὐδὲ τῶν ἄλλων οὐθέν , οἷον εἰ ὁ οὐδὸς θέσει , οὐκ ἐκ τοῦ οὐδοῦ ἡ θέσις ἀλλὰ
οἱ ὄφεις εἰς τὸ χωρῆσαι τὸ σῶμα ὥσπερ ἔλυτρον : οὐδὸς δ ' ἀμφοτέρους ὅδε χείσεται . . . πύργῳ
7984305 ἀφητορος
οὐδός , ὁ τοξότης : οὐδ ' ὅσα λάϊνος οὐδὸς ἀφήτορος ἐντὸς ἐέργει . εἴρηται ταῦτα δὲ γίνεται κατὰ τροπὴν
. καὶ ὁ τοξότης : οὐδ ' ὅσα λάϊνος οὐδὸς ἀφήτορος ἐντὸς ἐέργει . εἴρηται παρὰ τὸ ἵημι ἕτης καὶ
7695156 λαινος
, καθάπερ Ὅμηρός τε εἴρηκεν „ οὐδ ' ὅσα ” λάινος οὐδὸς ἀφήτορος ἐντὸς ἐέργει Φοίβου Ἀπόλλωνος „ Πυθοῖ ἐνὶ
οὓς οὐκ ἂν ἐμπλήσειέ ποτε ἕως θανάτου οὐδ ' ὅσα λάινος οὐδὸς ἀφήτορος ἐντὸς ἐέργει ; Ἡ ὕαινα , ὡς
7513050 ἐεργει
ἔλαμψε . ἔγχος βʹ : δόρυ . καὶ ξίφος . ἐέργει γʹ : χωρίζει . κατέχει . ἀποσοβεῖ . ἐέρση
με παραστάς κηδεμόνων : οὐ γάρ σφε δόμων κατὰ τεῖχος ἐέργει , καὶ λίην πάντες γε πέρην πιτυώδεος Ἰσθμοῦ ναίους
7258571 χεισεται
Φιλόξενος . Ὅμηρος : „ οὐδὸς δ ' ἀμφοτέρους ὅδε χείσεται „ . καὶ μετὰ περισσοῦ τοῦ ο : Καλλίμαχος
τὸ σῶμα ὥσπερ ἔλυτρον : οὐδὸς δ ' ἀμφοτέρους ὅδε χείσεται . . . πύργῳ ἔπι προὔχοντι φαεινὴν ἀσπίδ '
7253223 ἐνοσις
' , ἐκλύετε ; περγάμων γε κτύπον . ἔνοσις ἅπασαν ἔνοσις ἐπικλύζει πόλιν . ἰὼ ἰώ , τρομερὰ τρομερὰ μέλεα
στεφθεῖσα χλόα νάρθηκας εἰς ἱεροὺς ῥόμβου θ ' εἱλισσομένα κύκλιος ἔνοσις αἰθερία βακχεύουσά τ ' ἔθειρα Βρομίωι καὶ παννυχίδες θεᾶς
7179183 λαϊνος
ἡ φλιά . καὶ ὁ τοξότης : οὐδ ' ὅσα λάϊνος οὐδὸς ἀφήτορος ἐντὸς ἐέργει . εἴρηται παρὰ τὸ ἵημι
πόλις Κρήτης . Πυθῶνί : Ὅμηρος : οὐδ ' ὅσα λάϊνος οὐδὸς ἀφήτορος ἐντὸς ἐέργει | Φοίβου Ἀπόλλωνος Πυθοῖ ἔνι
7132155 ἀσπετος
Ὀλυμπίου εἰσὶν ἀοιδοί , ἃς ἐν χέρσῳ θρέψε Διὸς παῖς ἄσπετος ὄμβρος , λευκοτέρας χιόνος , ἔσθειν δ ' ἀμύλοισιν
ἂν δ ' ὀλοὸν σύριγξ ' ἐπὶ δ ' ἔβραχεν ἄσπετος αἰθήρ : Δένδρεα δ ' ἐσμαράγησε , κραδαινόμεν '
7069785 τρηχυ
: ἄκρος , ὑψηλός , ἰσχυρός ὑψηλός * τρηχύν : τρηχύ . * πρηών : ἔξοχον ἐξοχή * ἐέργει :
τὸ δέρμα μαλθαζούϲηϲ : ξηρὸν δὲ τόδε καὶ ῥυϲὸν καὶ τρηχύ , [ καὶ ] ἐπὶ δὲ μᾶλλον ἐν τοῖϲι
7040018 ἀμυδις
ὀστέα κεῖνα μετ ' ἀνδράσιν Ἀψυρτεῦσιν . Οἱ δ ' ἄμυδις πυρσοῖο σέλας προπάροιθεν ἰδόντες τό σφιν παρθενικὴ τέκμαρ μετιοῦσιν
. Τρώων δὲ κλαγγή τε καὶ ἄσπετος ὦρτο κυδοιμὸς θυνόντων ἄμυδις : θηεῦντο δὲ μέρμερα ἔργα ὅσς ' ἄνδρες ῥέξαντες
7021998 οὐρος
τοὺς ἀνάντεις τόπους . οὐρίαχοι ὁ οὔραχος τοῦ δόρατος . οὖρος ὁ φύλαξ , καθὸ συνήθως : “ οὖρος Ἀχαιῶν
, ἀλλὰ προσεπισφραγιζόμενος τὸ τῆς ἐξουσίας προσέθηκεν , Ἧι λιγὺς οὖρος ἐπιπνείῃσιν ὄπισθεν , τῇ νηὶ δὴ λέγων τῇ πλεούσῃ
6994207 ἀλημονος
ἐκβεβλημένος . στυγερώτατος : μισητότατος . Αἰνός : ἀπηνός . ἀλήμονος : πλανητοῦ . Ἄτην : βλάβην . Λοξῇσι :
οὔρεα Παγγαίοιο Φυλλίδις ἀντέλλοντα φιλήνορος ἔδρακε τύμβον καὶ δρόμον ἐννεάκυκλον ἀλήμονος εἶδε κελεύθου , ἔνθα διαστείχουσα κινύρεο , Φυλλίς ,
6986125 αἰγλη
τὸ λίαν γίνεται αἴγλη : πάνυ γάρ ἐστιν ὁρμητικὴ ἡ αἴγλη . οὕτως εὗρον ἐν Ἐπιμερισμοῖς τοῦ Ψαλτῆρος . σημαίνει
αὐτοὺς κύματα μακρὰ φέροντο : περὶ στεροπῇσι δ ' ἀνάσσης αἴγλη μαρμαίρεσκε διὰ κνέφας ἀίσσουσα . Οἳ δ ' ἄποτον
6944383 πετρη
τῆς λείας , ὅπερ καὶ θηλυκῶς λέγεται , οἷον : πέτρη γὰρ λίς ἐστι περιξεστῇ εἰκυῖα . Λίσπη : ἐκτετριμμένη
πᾶσα μὲν ὕλη , πᾶσα δ ' ἄρ ' ὀκριόεσσα πέτρη ποταμῶν τε ῥέεθρα πνοιαί τε λιγέων ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀέντων
6939304 κιων
, ἤτοι φέρει μόχθον καὶ πόνον ἐν ἄλλοις : τουτέστι κίων τῆς οἰκίας οὖσα πονεῖ καὶ αὐτὴ σὺν τοῖς ἄλλοις
οὔσης . ἀγυιεῦ ] ἐν ταῖς ὁδοῖς ἱστάμενος . ἀγυιεὺς κίων εἰς . . . ἀμφοῖν . ἔστι δὲ ἴδιον
6922806 κιρκος
στίλβων : στιλβανός : οἰκτίρμων : σκιρτῶ : κιρνῶ : κίρκος : θίῤῥον τὸ τρυφερόν : ἰλκαγλοιός , ῥύπος :
τάχα μοῦνος ἐναντίον ἰσοφαρίζοι αἰετὸς αἰθερίοισιν ἐπιθύνων γυάλοισιν , ἢ κίρκος ταναῇσι τινασσόμενος πτερύγεσσιν , ἢ δελφὶς πολιοῖσιν ὀλισθαίνων ῥοθίοισι
6913996 πελωρ
στιβαρὸν δ ' ἔχεν ὄζον ἐλαίης τόξα τε , τοῖσι πέλωρ τόδ ' ἀπέφθισεν ἰοβολήσας . ἤλυθεν οὖν καὶ κεῖνος
ὅπλά τε πάντα . Ἦ , καὶ ἀπ ' ἀκμοθέτοιο πέλωρ αἴητον ἀνέστη χωλεύων : ὑπὸ δὲ κνῆμαι ῥώοντο ἀραιαί
6910555 πτεροεντος
ἐρατεινῆς . ἢν δ ' αὐτοὺς Κρόνος αἰνὸς ἐπὶ ζώου πτερόεντος δέρκητ ' , ἠὲ καὶ αὐτοὶ ἐνὶ πτερόεντι πέλωνται
ὄμμα τιταίνει γυμνὸν ἐπισσείουσα κάρη κυανάμπυκι κισσῷ , ὡς ἥγε πτερόεντος ἀναΐξασα νόοιο Κασσάνδρη θεόφοιτος ἐμαίνετο : πυκνὰ δὲ χαίτην
6908785 πρωονες
στεροπηγερέτα Ζεύς , ἔκ τ ' ἔφανεν πᾶσαι σκοπιαὶ καὶ πρώονες ἄκροι καὶ νάπαι , οὐρανόθεν δ ' ἄρ '
νήνεμος αἰθήρ : ἔκ τ ' ἔφανεν πᾶσαι σκοπιαὶ καὶ πρώονες ἄκροι καὶ νάπαι : οὐρανόθεν δ ' ἄρ '
6903906 χαλκεος
ἀνάεδνον αἰτεῖ τὴν Κασσάνδραν . . οὐδ ' ἤρκεσε θώρηξ χάλκεος : ἡ διπλῆ ὅτι χαλκοῖ οἱ θώρηκες , πρὸς
: ] ἐννέα δ ' αὖ νύκτας τε καὶ ἤματα χάλκεος ἄκμων ἐκ γαίης κατιών , δεκάτῃ κ ' ἐς
6899323 μυχοιο
καὶ πέτρῃσιν ἐπηρεφές , ἔνθεν ἀυτμή πηγυλίς , ὀκρυόεντος ἀναπνείουσα μυχοῖο , συνεχὲς ἀργινόεσσαν ἀεὶ περιτέτροφε πάχνην , οὐδὲ μεσημβριόωντος
ἀγκοίνῃς τε μένουσιν . ἄδμωες δ ' ὁρόωντες ἔσω κοίλοιο μυχοῖο ἀγρομένους τάχα πάντες ἐπί σφισιν ὡρμήθησαν , δαιτὸς ἐελδόμενοι
6899136 ἀεικης
, ὁ μὴ εἴκων : εἴκω [ εἰκής ] καὶ ἀεικής , ἀφ ' οὗ τὸ ἀεικέα λοιγὸν ἀμῦναι ,
. Ἀεικίσσωσιν [ ] : ὡς εὐγενής εὐγενίζω , οὕτως ἀεικής ἀεικίζω , ὅπερ ἀπὸ τοῦ εἴκω . ἢ παρὰ
6891141 περιβρεμεται
διὰ τὸ μέλος εὐφραῖνον . καὶ ἐν τοῖς ἑξῆς οὗ περιβρέμεται Θρηϊκία χελιδών . Θ . . . 〚 ἃ
τε σκολιή τε καὶ ἄσχετος , ἧχι θάλασσα συρομένη μακρῇσι περιβρέμεται σπιλάδεσσιν , Ἀονίῳ τμηθεῖσα πολυγλώχινι σιδήρῳ . πρὸς δὲ
6890069 ὑψιπετης
Ὀρέστην : ἡ διπλῆ πρὸς τὴν ὁμωνυμίαν . . αἰετὸς ὑψιπέτης ἐπ ' ἀριστερὰ λαὸν ἐέργων : ἡ διπλῆ ὅτι
παρὰ τάφρῳ . ὄρνις γάρ σφιν ἐπῆλθε περησέμεναι μεμαῶσιν αἰετὸς ὑψιπέτης ἐπ ' ἀριστερὰ λαὸν ἐέργων φοινήεντα δράκοντα φέρων ὀνύχεσσι
6883802 τυμβος
ἀλλὰ φυγεῖν θάνατος . Εὐθυμάχων ἀνδρῶν μνησώμεθα , τῶν ὅδε τύμβος , οἳ θάνον εὔμηλον ῥυόμενοι Τεγέαν αἰχμηταὶ πρὸ πόληος
ἐν ταῖς κυνηλασίαις καὶ θεύσεσι τῶν κυνῶν ἐτίμων αὐτόν . τύμβος δὲ γείτων : ἡ Λητοῦς ἀδελφὴ Ἀστερία φεύγουσα τὴν
6875924 ἀυτμη
χαλκοβατὲς δῶ ἔμπης ἐς γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἵκετ ' ἀυτμή . ἡ διπλῆ περιεστιγμένη ὅτι Ζηνόδοτος γράφει θύρας ἐπιθεῖσα
χαλκοβατὲς δῶ ἔμπης ἐς γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἵκετ ' ἀυτμή . γίνεται δὲ μύρα κάλλιστα κατὰ τόπους , ὡς
6865186 αἰα
μιν ἄλλυδις ἄλλῃ ἐσκέδασεν διὰ τυτθά : περίαχε δ ' αἶα καὶ αἰθήρ , ἐκλύσθη δ ' ἄρα πᾶσα περίδρομος
* ἵξεται : εἰσίξεται ἡ αἶσα ἐλεύσεται * αἶσα : αἶα . * ἤτοι : δηλονότι ἀλλ ' ἤτοι θέρεος
6864936 ὀροφη
. ὄρφνη ἡ νὺξ ἡ ὀρφανὴ φωτὸς , ἢ καὶ ὀροφή τις οὖσα καὶ ἀποσκίασις . εἰδώλοισιν : ὁμοιώμασι ,
στατοὶ χιτῶνες , οἱ γὰρ συρόμενοι συρτοί . ὄροφος καὶ ὀροφή : ἡ στέγη . ὅσιον χωρίον : τὸ βέβηλον
6860543 ἀστυφελικτος
[ ! ! ! ! ] ? [ ! ] ἀστυφέλικτος ? ? [ ] ? ? ἰχθύβοτος [ ]
, σφαίρης κέντρον ἐοῦσα μετάρσιον : ἐκ δὲ Βορῆος ἄξων ἀστυφέλικτος , ἰσόρροπος , ὀρθὸς ὁδεύων , ἀκροπαγὴς ἑκάτερθεν ἀερτάζων
6853301 ἱμασθλην
καὶ θαλεροὺς γύμνωσε βραχίονας : ἁλλομένη δὲ δεξιτερῆι φαέθουσαν ἀνηέρταζεν ἱμάσθλην , καὶ δρόμον Ὡράων ἑξάζυγον ἡνιοχεύει πρωτοφανεῖς ἐλάουσα συνήθεας
ἱερείας προπολούσας . γέντο ἔλαβεν : “ γέντο δ ' ἱμάσθλην . ” τίθεται δὲ ἡ λέξις κατὰ συγκοπὴν ἀντὶ
6851432 ὑπεξ
' ἐνὶ γαίῃ χηλὰς σκηρίπτοντε πανημέριοι πονέονται τοῖς ἴκελοι ἥρωες ὑπὲξ ἁλὸς εἷλκον ἐρετμά . Ἦμος δ ' οὔτ '
δήμωι τρέψας οὔτ ' ἀδίκοις ' ἀνδράσι πειθόμενος . Νεβρὸν ὑπὲξ ἐλάφοιο λέων ὣς ἀλκὶ πεποιθώς ποσσὶ καταμάρψας αἵματος οὐκ
6820213 δεδορκεν
πανταχῆ βλέπεται καὶ βοᾶται ὁ Ὀλυμπιακὸς ἀγών . τὸ γὰρ δέδορκεν , ἀντὶ παθητικοῦ τοῦ βλέπεται . ἵνα ταχυτὰς ποδῶν
ἀκταῖς Ἑλώρου , ἔνθ ' Ἀρείας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι , δέδορκεν παιδὶ τοῦθ ' Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ :
6818545 ἑκαθεν
, τί σοι φάμενος ἢ τί ῥέξας τύχοιμ ' ἂν ἕκαθεν οὐρίσας , ἔνθα ς ' ἔχουσιν εὐναί , σκότῳ
κύστιος κεῖνται . Κύστις δὲ νευρώδης οὔλη καὶ μεγάλη : ἕκαθεν δὲ κύστιος μετοχὴ , εἰς ὃ πέφυκε . Καὶ
6815121 στεφανη
βέλους δ ' αἱ ἀκίδες ὄγκοι καὶ πώγωνες καλοῦνται . στεφάνη δὲ εἶδος ἂν εἴη περικεφαλαίας , ὥσπερ καὶ κέρως
καὶ τὴν ἄτοκον : “ βοῦν ἥτις ἀρίστη . ” στεφάνη ἐπὶ μὲν τῆς κυκλοτεροῦς καταφορᾶς “ ὅντε κατὰ στεφάνης
6812456 ἀερταζων
τὸν λέοντά φασι θῆρα , ὡς καὶ Καλλίμαχος : θηρὸς ἀερτάζων δέρμα κατωμάδιον . αἰθόμενος : καιόμενος τῷ λιμῷ .
αἴγλην . Καὶ φλόγα κουφίζων κυρτούμενος ἵσταται Ἄτλας αὐξιβίους σπινθῆρας ἀερτάζων ἐπὶ κόρσηι , κρᾶτα παρακλίνων καὶ ἐς ἠέρα χεῖρας
6805839 προχοῃσιν
σφετέρῃς μιχθέντες ἀνάσσαις , τῶν καὶ νῦν γένος ἐστὶν ἐπὶ προχοῇσιν Ἄληκος . τοὺς δὲ μεθ ' ἑξείης Μεταπόντιοι :
, ἀγχόθι πηγάων καλλιρρόου Ἠριδανοῖο , οὗ ποτ ' ἐπὶ προχοῇσιν ἐρημαίην ἀνὰ νύκτα Ἡλιάδες κώκυσαν , ὀδυρόμεναι Φαέθοντα :
6795444 ἀπειριτος
καὶ Αἰακίδην προσέειπεν : Ὦ Ἀχιλεῦ , περὶ δή μοι ἀπείριτος ἤλυθεν αὐδὴ οὔασιν , ὡς πολέμοιο συνεσταότος μεγάλοιο .
γὰρ σκοπιὴν ἐς παιπαλόεσσαν ἀνελθὼν νῆσον , τὴν πέρι πόντος ἀπείριτος ἐστεφάνωται . αὐτὴ δὲ χθαμαλὴ κεῖται : καπνὸν δ
6779856 πνοιῃσι
τόρνωσε : κατεσκεύασεν . τὰ μέν : τὰ ἱστία . πνοιῇσι : τοῦ ἀνέμου δηλονότι , καὶ ἀναπνοαῖς τῶν ἀνέμων
ἐξόπιθε ῥιπῇσιν ἐλαυνόμενοι μογέουσιν . ἀλλ ' ἁλιεὺς στέλλοιτο λίνον πνοιῇσι πετάσσας οὔριον , ἐς Βορέην μέν , ἐπὴν Νότος
6773191 λαοσσοος
εἰς ἑτάρους ἀλέεινε . Τοὺς δ ' ὁπότ ' Εὐρύπυλος λαοσσόος εἰσενόησε χαζομένους ἅμα πάντας ἀπὸ στυγεροῖο κυδοιμοῦ , αὐτίκα
καὶ ὄλβιος ὅς κ ' ἐφίκηται . τὰς ἐμὲ κηρύσσειν λαοσσόος Ἀργειφόντης ἀνθρώποισιν ὄρινε , μελιγλώσσοιο κελεύσας φθόγγον ἀπὸ στήθεσφιν
6767063 ὀχος
ἄλοχον ὡς πατρὸς βίαι ; οἰκεῖος αὐτὸν ὤλες ' ἁρμάτων ὄχος ἀραί τε τοῦ σοῦ στόματος , ἃς σὺ σῶι
Ὄχθαι . τὰ χείλη τῶν ποταμῶν τὰ ἐξέχοντα . ἔχω ὄχος ἔξοχος , καὶ θηλυκὸν ὄχη , καὶ πλεονασμῷ τοῦ
6766388 αὐλη
ἔχουσαν ἐν αὑτῇ , οἰκουμένην . διαφέρει δὲ σταθμὸς καὶ αὐλή : ὁ μὲν γὰρ σταθμὸς οἰκητήριον θρεμμάτων , ἡ
, εἴποι ἄν Ζηνός που τοιήδε γ ' Ὀλυμπίου ἔνδοθεν αὐλή . ὁ δὲ κόλαξ τοῦτο τὸ ἔπος κἂν περὶ
6759515 εὐρυς
ἔμελλεν ἐκτελέειν : τῶ καί μιν ἐυφρονέοντ ' ἀνὰ θυμὸν εὐρὺς ἀγάσσατο λαός : ὃ δ ' ἐν μέσσοισιν ἔειπεν
πάντες Ἀχαιοὶ ἄλλοι ὁμῶς ἄλλῃσιν ἐπάλξεσιν : ἔβραχε δ ' εὐρὺς αἰγιαλὸς καὶ νῆες , ἐπεστενάχοντο δὲ μακρὰ τείχεα βαλλομένων
6757927 ὀρουσε
δὲ δρακόντων εἰσαλλομένων , οἱ βʹ κάπετον , εἷς δὲ ὄρουσε βοήσας . τὸ δὲ σχῆμα ὅμοιον τῷ : οἱ
πάτρην καὶ πόσιν ἑλκηθεῖσα παρασπαίροντα θυηλαῖς , εἰς ἅλα ποσσὶν ὄρουσε καὶ ἣν ἠλλάξατο μορφὴν γρήιον Ὑρκανίδεσσιν ἐειδομένη σκυλάκεσσιν :
6756453 δουρικλυτος
ἄλλυδις ἄλλον . τῶν δ ' ἄρ ' ἔλοψ κρείων δουρικλυτὸς ἡγεμόνευεν , οὗ πλήρης περ ἐὼν κρατερῶς παλάμῃ ἐπορέχθην
ς ' ἔβαλόν περ . Τὸν δ ' αὖ Μηριόνης δουρικλυτὸς ἀντίον ηὔδα : Αἰνεία χαλεπόν σε καὶ ἴφθιμόν περ
6750752 ἐναλιγκιος
, ὁ δ ' ἐξ εὐνῆς ἀνορούσας ἔσσυτο χαιτήεντι φυὴν ἐναλίγκιος ἵππῳ : ἡ δ ' αἰδοῖ χῶρόν τε καὶ
δ ' αὕτως ἑτέρωθεν ἐὺς πάις Ἠριγενείης Ἀργείους ἐδάιζε κακῇ ἐναλίγκιος Αἴσῃ , ἥ τε φέρει λαοῖσι κακὸν καὶ ἀεικέα
6748299 τετανυσται
οὐδ ' ἀλλήλων ἀλέγουσι . νῆσος ἔπειτα λάχεια παρὲκ λιμένος τετάνυσται , γαίης Κυκλώπων οὔτε σχεδὸν οὔτ ' ἀποτηλοῦ ,
. ἄλλως : ἡ δὲ μύουρος οὐρὰ ἐπὶ τῇ ὁλκῇ τετάνυσται . πεδανή , ταπεινή : νῦν δὲ μικρὰ καὶ
6747630 θοωτερος
* ὁμώσεται : ὁμοιοῦται ὁμοιωθήσεται * παυροτέρη : μικροτέρα * θοώτερος : ταχύτερος * ἵξεται : ἐπέρχεται * αἶσα :
μὲν ὑπέρτερος , ἅψεα δ ' αὖτε μηκεδανός , πάντεσσι θοώτερος ὦκα λύκοισι : τὸν μέροπες κίρκον τε καὶ ἅρπαγα
6739744 παμφανοωντα
. . . . ἅρματα δ ' ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα : ἡ διπλῆ , ὅτι τὰ ὀχήματα ἅρματα λέγει
θηρῶν , ἐκ δ ' ἄρ ' ἀπήρτηται πτίλα μυρία παμφανόωντα , οἰωνῶν τε διηερίων περικαλλέα ταρσὰ γυπάων πολιῶν τε
6734497 ἀκτινεσσιν
' ἀνερχόμενος μακάρων ἐπὶ ἔργα καὶ ἀνδρῶν ἠέλιος πρώτῃσιν ἐπιφλέγει ἀκτίνεσσιν . τῷ γαίης ναέται μὲν ὑπὸ χρόα κυανέουσι ,
ἀντὶ τοῦ νεωστί : ἢ μετοχὴ ἀντὶ ῥήματος : αἰνῶς ἀκτίνεσσιν ἐοικότες , ἀντὶ τοῦ ἐοίκασιν : ἢ ἄρθρον ἀντὶ
6732790 εὐνη
οὐχ ὑποτάσσεται δὲ τὸ ο , ἡνίκα ὑποτάσσηται , οἷον εὐνὴ , αὐλή . κραιπνή : ταχεῖα . Γηθοσύνη :
: ἀμοιβὴ ἀμοιβαῖος : σπουδὴ σπουδαῖος : τροπὴ τροπαῖος : εὐνὴ εὐναῖος . Τὰ διὰ τοῦ μαιος , εἴτε κύρια
6731950 ὁπποσον
μινυνθάδιον θαλέθουσα , καὶ τόσον αὐτῆς κάρτος , ἐφ ' ὁππόσον ἔμπνοός ἐστιν : εἰ δέ κ ' ἀποπνεύσῃ ,
δοιοὶ δ ' ἄρ ' ἐπ ' ἀκροτάτοισι κορύμβοις , ὁππόσον ἐκ μεσάτοιο γεγωνότος ἀμφοτέροισιν εἰσαΐειν ἑκάτερθε διπλῶν ἀκρόπτερα φωτῶν
6731219 γεντο
αὐτὴν ταύτην πανοπλίαν ἀνειληφέναι τὴν Ἀθηνᾶν . καὶ ὅτι τὸ γέντο ἐκ τῶν συμφραζομένων νοεῖται τεταγμένον ἀντὶ τοῦ ἔλαβεν .
κομόωντε , χρυσὸν δ ' αὐτὸς ἔδυνε περὶ χροΐ , γέντο δ ' ἱμάσθλην χρυσείην εὔτυκτον , ἑοῦ δ '
6730366 Εὐξεινοιο
ἀυτῆς , ἐσσυμένως μάλα πᾶσαν ἀνεπλήμμυρε θάλασσαν ὅσση ἀπ ' Εὐξείνοιο κατέρχεται Ἑλλήσποντον , καί μιν ἐπ ' ἠιόνας Τροίης
πρὸς ἀντολίην βορέην ἐπικέκλιται ἰσθμός , ἰσθμὸς Κασπίης τε καὶ Εὐξείνοιο θαλάσσης . τῷ δ ' ἐνὶ ναιετάουσιν ἑωθινὸν ἔθνος
6724594 ἠγνοιησεν
, ἦς δ ' αἰπόλος , οὐδέ κέ τίς νιν ἠγνοίησεν ἰδών , ἐπεὶ αἰπόλῳ ἔξοχ ' ἐῴκει . ἐκ
' ὑπ ' αὐτοῦ πάντοθεν ἐκ κευθμῶν , οὐδ ' ἠγνοίησεν ἄνακτα : γηθοσύνῃ δὲ θάλασσα διίστατο , τοὶ δὲ
6723794 ἐλαιος
δρομαῖος : τὸ φύλαιος : δείλαιος προπαροξύτονα , καὶ τὸ ἐλαιὸς ὀξύτονον , κατὰ τόνον μόνον διήλλαξεν . Τὰ διὰ
δρομαῖος : τὸ φύλαιος : δείλαιος προπαροξύτονα , καὶ τὸ ἐλαιὸς ὀξύτονον , κατὰ τόνον μόνον διήλλαξεν . Τὰ διὰ
6721415 σμαραγει
, ὡς ὅτε κῦμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης αἰγιαλῷ μεγάλῳ βρέμεται , σμαραγεῖ δέ τε πόντος . Ἄλλοι μέν ῥ ' ἕζοντο
δὲ κλάγξας πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο . Αἰγιαλῷ μεγάλῳ βρέμεται , σμαραγεῖ δέ τε πόντος . Σκέπτετ ' ὀιστῶν τε ῥοῖζον
6719625 ἡγ
ἀποιχομένου Ἀχέροντος δίνας ἀπροφάτους ψυχὴν ἐπιδέδρομε λήθη : ἀλλ ' ἥγ ' ἔμπεδον αἰὲν ἀμειβομένη μεμόρηται , ἄλλοθ ' ὑποχθονίοις
ἐκ δίφροιο πόδες καὶ γούναθ ' ὕπερθεν , ἀλλ ' ἥγ ' ἐς κεφαλὴν ἴση δύετ ' ἀρνευτῆρι μειρομένη γονάτων
6719488 ἀμφεκαλυψε
. [ ἔνθ ' ἦ τοι τοὺς μὲν θανάτου τέλος ἀμφεκάλυψε ] τοῖς δὲ δίχ ' ἀνθρώπων βίοτον καὶ ἤθε
φησιν οὐ γάρ πώ ποτέ μ ' ὧδε ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε καὶ τὰ ἑξῆς . καὶ ἐπὶ τῆς Ἑλένης οὐ
6719059 εἰσοροων
, ἀσπίδι γιγνώσκων αὐλώπιδί τε τρυφαλείῃ , ἵππους τ ' εἰσορόων : σάφα δ ' οὐκ οἶδ ' εἰ θεός
, σὺν δὲ στόμα πάμπαν ἐρείδει : φαίης κ ' εἰσορόων ἤ μιν βαθὺν ὕπνον ἰαύειν , ἠὲ καὶ ἀτρεκέως
6717268 ἀγελῃσι
περ ἀμύνων . ὡς δ ' ὁπότ ' ἀμφ ' ἀγέλῃσι νεηγενέεσσιν ἰώπων ἠὲ φάγροι ἢ σκῶπες ἀρείονες ἠὲ καὶ
καὶ Νίκανδρος : ὡς δ ' ὁπότ ' ἀμφ ' ἀγέλῃσι νεηγενέεσσιν ἰώπων . ὅτι τοὺς εἰς τὸ ἀπανθρακίζειν ἐπιτηδείους
6713644 θυελλα
ἀπὸ τοῦ ἄω ἄελλα , οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ θύω θύελλα . Ὀψέ : μόλις . ἀπολήξασα : παύσασα ,
καταντίον Ἀτρυτώνης , δὴ τότε παύσατο κῦμα , κατευνήθη δὲ θύελλα σμερδαλέη , καὶ χεῦμα κατεπρήυνε γαλήνη . Οἳ δὲ
6710496 ὑψοθι
πέλαγος πεφόρητο ἐντενές , ἠύτε τίς τε δι ' ἠέρος ὑψόθι κίρκος ταρσὸν ἐφεὶς πνοιῇ φέρεται ταχύς , οὐδὲ τινάσσει
, ὅσον τέ περ ἥμισυ κύκλου ἀρχομένης ἀπὸ νυκτὸς ἀείρεται ὑψόθι γαίης . Ἀπορεῖται δή , πῶς καὶ ἐν ταῖς
6703247 ἀκρεμονεσσιν
δὲ καὶ εἰσέτι νῦν κεν ἴδοισθε πεπτάμενον λασίοισιν ἐπὶ δρυὸς ἀκρεμόνεσσιν : τὸν μὲν ἔπειτ ' ἔρρεξεν ἑῇς ὑποθημοσύνῃσιν Φυξίῳ
τιταινόμενος δ ' ἀπὸ ῥίζης ἑρπύζει , πάντῃ δὲ περιρρέει ἀκρεμόνεσσιν : ὣς ὅ γε γηθόσυνος λιπαροὺς περιβάλλετ ' ἐλαίης
6701106 χρυσεῃσιν
θωῦμα μὲν καὶ ὁ πρόνηος μέγα παρέχεται θύρῃσί τε ἤσκηται χρυσέῃσιν : ἔνδοθεν δὲ ὁ νηὸς χρυσοῦ τε πολλοῦ ἀπολάμπεται
, καὶ “ ὠκέα Ἶρις , ” καὶ “ ὠκυπέτα χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε . ” ὠλέναι πήχεις : ἀφ '
6700382 χρυσειῳ
: χὢ μὲν ἔλυσε πέδιλον Ἀδώνιδος , οἳ δὲ λέβητι χρυσείῳ φορέοισιν ὕδωρ , ὃ δὲ μηρία λούει , ὃς
εἰπὼν παλάμῃσι δέπας πολυχανδὲς ἀείρας Μέμνονα προφρονέως στιβαρῷ δείδεκτο κυπέλλῳ χρυσείῳ , τό ῥα δῶκε περίφρων Ἀμφιγυήεις Ἥφαιστος κλυτὸν ἔργον
6691114 λευγαλεη
μοῦνον ῥινὸς ἔην , ὀλοὴ δὲ παρηίδας ἄμπεχ ' ἀυτμὴ λευγαλέη ῥυπόωντος : ἀνιηρὸν δέ μιν ἄλγος δάμνατο : κοῖλαι
' ἄυσαν , ἄφαρ δ ' ἕλε τοὺς μὲν ἀνίη λευγαλέη , τοὺς δ ' ἠὺ καὶ ἀγλαὸν ἔλλαβε χάρμα
6688595 ἀπειρεσιων
τάλας , ἔμελλες χρόνῳ στερεόφρων ἄρ ' ἐξανύσσειν κακὰν μοῖραν ἀπειρεσίων πόνων . Τοῖά μοι πάννυχα καὶ φαέθοντ ' ἀνεστέναζες
δὲ δαίνυται ὅν κ ' ἐθέλῃσι , κρινάμενος τὸν ἄριστον ἀπειρεσίων παρεόντων . Ἀλλ ' ἔμπης καὶ τοῖσιν ἀνάρσιοι ἀντιφέρονται
6683078 δαπεδοιο
ἐτυμολογοῦσι δὲ τοῦτο παρὰ τὴν ῥοπὴν καὶ τὸ ἀλοιᾶν . δαπέδοιο δὲ ἐκ τῆς ῥίζης . στύπος : τὸ στέλεχος
δέρμα λέοντος : τὴν δ ' ὅγε , χαλκοβαρεῖ ῥοπάλῳ δαπέδοιο τινάξας νειόθεν , ἀμφοτέρῃσι περὶ στύπος ἔλλαβε χερσίν ἠνορέῃ
6678378 ἐπεβησετο
φρεσὶ θυμὸς ἰάνθη . Σπερχόμενος δ ' ὃ γεραιὸς ἑοῦ ἐπεβήσετο δίφρου , ἐκ δ ' ἔλασε προθύροιο καὶ αἰθούσης
χαμᾶζε θορὼν ἔναρα βροτόεντα ἐν χείρεσς ' Ὀδυσῆϊ τίθει , ἐπεβήσετο δ ' ἵππων : μάστιξεν δ ' ἵππους ,
6677455 κρυφιος
: πρὸ δέ γε ταύτης αὐτὸ τὸ ὄν , ὁ κρύφιος τῷ ὄντι διάκοσμος . Ἔτι οὖν μειζόνως ἡ τούτου
μέμνηταί τί που . καὶ δεῦρό γ ' ὡς σὲ κρύφιος ἐζήτει μολεῖν . χρυσὸς δὲ σῶς ὃν ἦλθεν ἐκ
6676654 γηρυς
: οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς θρόος οὐδ ' ἴα γῆρυς . ἔθος δέ ἐστι Πινδάρῳ , μὴ οἷς προοιμιάζεται
δόμοισιν . ἔστι δέ τις Κλεόνικος , ὃν ἀθάνατος λάχε γῆρυς , οὔτε πονητάων ἀδαήμων οὔτε θεάτρων , ᾧ καὶ
6673648 γενεθλη
ἀμφοτέρῃσι : ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ . γενέθλη : γενεά . Ἑτέρη : ἢ γῆ ἢ ἡ
βοτήρ . . . . . γενέθλη : γενὴ καὶ γενέθλη : . . . παρὰ τὸ γεννῶ , ἀφ
6664266 τροχος
ποτὲ μὲν κυκλοειδεῖς φαίνονται , ποτὲ δὲ παρεσπασμένοι . ἔστω τροχὸς ὁ ΑΒΓΔ , καὶ διήχθωσαν διάμετροι αἱ ΒΑ ,
. Ἔστι καὶ ἰχθὺς ῥόμβος λεγόμενος : ἔστι καί τις τροχὸς ῥόμβος λεγόμενος , ὃν στρέφοντες καὶ ἱμαντίῳ τύπτοντες ἐκτύπουν
6663583 Ἁρμονιης
αὖ περὶ χῶρον ἴδοις περιηγέα τύμβον , τύμβον , ὃν Ἁρμονίης Κάδμοιό τε φῆμις ἐνίσπει : κεῖθι γὰρ εἰς ὀφίων
μὲν οὐδ ' αἴης λάσιον μένος οὐδὲ θάλασσα : οὕτως Ἁρμονίης πυκινῶι κρύφωι ἐστήρικται Σφαῖρος κυκλοτερὴς μονίηι περιηγέι γαίων .
6663398 ἐβραχεν
ἦσαν ταῖς ψυχαῖς , εὐειδεῖς δὲ καὶ εὔσαρκοι ; . ἔβραχεν ἄξων ; . ἤτοι ὁ μὲν Περίφαντα πελώριον ἐξενάριζεν
. ἑά βʹ : τὰ ἑαυτοῦ . καὶ ἀγαθά . ἔβραχεν βʹ : ἤχησεν . ἐφώνησεν . . βράχε .
6656707 ἠϊξεν
δέ τε πολλοὶ ἀπὸ σπινθῆρες ἵενται : τῷ ἐϊκυῖ ' ἤϊξεν ἐπὶ χθόνα Παλλὰς Ἀθήνη , κὰδ δ ' ἔθορ
ἑκηβολίην ἀναφαίνει λαμπάδα κουφίζουσα , καὶ εἵματα φαιδρὰ βαλοῦσα λευκοχίτων ἤϊξεν ἐπὶ δρόμον Ἠριγενείης . Νὺξ δὲ μελαγκρήδεμνος ἀφεγγέα κῶνον
6652823 χρυσεος
ἤθροισα σποράδην τὸ πρὶν ἀειδόμενον : ἡμέτερος γὰρ κεῖνος ὁ χρύσεος ἦν πολιήτης εἴπερ Ἀθηναῖοι Σμύρναν ἐπῳκίσαμεν . φασὶ δ
εἰρημένα μοῦνα : ἐν μὲν γὰρ Θήβῃσι τῇσι Βοιωτῶν τρίπους χρύσεος , τὸν ἀνέθηκε τῷ Ἀπόλλωνι τῷ Ἰσμηνίῳ , ἐν
6652464 κολωνη
* . Ἄθως : † Ἥρη δὲ νισομένοισιν Ἄθω ἀνέτειλε κολώνη : ἀκρωτήριον Θρᾴκης . Σοφοκλῆς : † Ἄθω †
παλαιαὶ ὁμολογοῦνται ἐπώνυμοι αὐτῶν : ἐν δὲ τῷ Ἰλιακῷ πεδίῳ κολώνη τις ἔστιν ” ἣν ἤτοι ἄνδρες „ Βατίειαν κικλήσκουσιν
6652335 ἀπιθησε
ἁρπάξαις ἀρούρας δεξιτερᾷ προτυχὸν ξένιον μάστευσε δοῦναι , οὐδ ' ἀπίθησέ ἱν , ἀλλ ' ἥρως ἐπ ' ἀκταῖσιν θορών
τῆς νεὼς τὴν βῶλον παρὰ Τρίτωνος λαβεῖν . οὐδ ' ἀπίθησέ νιν : παθητικῶς : οὐκ ἀπειθῆ αὐτὸν πεποίηκε πρὸς
6650244 ἐφανεν
' ἐπεὶ ἐς πεδίον [ εἰσωποὶ ] ? δ ' ἔφανεν [ ] ? [ [ ] ρεστεοντ [ !
μεγάλοιο κινήσῃ πυκινὴν νεφέλην στεροπηγερέτα Ζεύς , ἔκ τ ' ἔφανεν πᾶσαι σκοπιαὶ καὶ πρώονες ἄκροι καὶ νάπαι , οὐρανόθεν
6649792 τρυφαλεια
: παρὰ τὸ ἅλα ἁλικός καὶ ἁλυκός , ὡς τριφάλεια τρυφάλεια . . . . ἅλυσις : παρὰ τὸ λύω
φωνῆς : ἤχων μέν , οἷον λίγξε βιός . αὐλῶπις τρυφάλεια χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα . φωνῆς δὲ τὸ τοιοῦτον ,
6647150 ἐννεπεν
γηΐνοις . ἠέ : παρό . Δηθύνων : βραδύνων . ἔννεπεν : εἶπεν . Ἐκόμισσας : ἐπιμελήσω : γνώμη ,
τὸν ἐχθρόν παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ ' ἔννεπεν . πλεῖστα νικάσαντά σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος
6642573 ὁδευει
[ , ἥδε μὲν ἡ ὁ ] δὸς εἰς Αἴγυπτον ὁδεύει [ , εἰ δὲ ] ὁδεύεις εἴκοσιν ἡμέρας [
ἀεὶ τηροῦντα νόμοισιν , οἷσιν ἄνωθε φέρων μέγαν οὐρανὸν αὐτὸς ὁδεύει , καὶ φθόνον † οὐ δίκαιον † ῥοίζου τρόπον
6640033 νειοθεν
τὴν βρύχιον καὶ βαθεῖαν . τὸ δὲ βρύχιον ἀντὶ τοῦ νείοθεν καὶ ἀπὸ τοῦ βυθοῦ . . ᾖσαν δὲ καὶ
ῥόος παλίνορσος [ ] , ὅπῃ πιτυώδεος [ ] ὕλης νείοθεν ἐρρίζωντο συνήλικες ἔρνεσι νύμφαι . τοῖα δ ' Ἁμαδρυάδων
6639458 ἐπιλαμπεται
νεφέλῃ κεκαλυμμένοι : οὐδέ ποτ ' αὐτοὺς ἠέλιος φαέθων ” ἐπιλάμπεται , ἀλλ ' ἐπὶ νὺξ ὀλοὴ τέταται . „
Ἀνδρομέδης ὑπὸ μητρὶ κεκασμένον . καὶ πάλιν : δ ' ἐπιλάμπεται ἀστὴρ τοῦ μὲν ἐπ ' ὀμφαλίῳ , τῆς δ
6637562 ἰνδαλλονται
δικλίδ ' ἐπιπλήσσοντες ἀνακρούουσιν ὀχῆας , τοῖοί οἱ μουνὰξ ὑποκείμενοι ἰνδάλλονται ἀστέρες . Ἡ δ ' αὕτως ὀλίγων ἀποτείνεται ὤμων
βόσιός τε χατίζει , γυμναὶ δ ' ἡμερίδες περὶ βότρυσιν ἰνδάλλονται , δὴ τότε καὶ θηρᾶν πικρὴν ἐπὶ μῆτιν ὑφαίνει
6635930 λαινον
' ἀγορεῦσαι : πάντῃ γὰρ περὶ τεῖχος ὀρώρει θεσπιδαὲς πῦρ λάινον . Ἀργεῖοι δὲ , καὶ ἀχνύμενοί περ , ἀνάγκῃ
ἵκηται , πήγνυται ἀμφὶ ῥέεθρα , πέλει δ ' ἄρα λάινον οὖδας . Ἀλκαίῳ δ ' ἐπόρουσε Μέγης Φυλήιος υἱός
6635792 οὐρανιωνων
ἀντὶ τοῦ ὅτι . οὐρανός ὁ κατηστερισμένος πᾶς τόπος . οὐρανιώνων τῶν ὑπὸ τὴν Οὐρανοῦ ἀρχὴν τεταγμένων . οὔλιος ἀστήρ
γυμνώσας καὶ γαστέρα σήματα φαίνει , ὅττι γένος περίφοιτον ἀειφανὲς οὐρανιώνων οὔτε πολυρραφέος μεθέπει σπείρημα χιτῶνος οὔτε χαμαιγενέων ἐπιδεύεται :
6635218 δυσαι
κυρίως δὲ ἁλιβδῦσαί ἐστι τὸ ἐν θαλάσσῃ διαφθαρῆναι ἤγουν ἁλὶ δῦσαι . καὶ Καλλίμαχος αἱ νῆσαι ἁλιδύουσαι . ἁλυβδῆσαι κυρίως
ἀάπτους : οὐ γάρ τοι θέμις ἐστὶν ἀπὸ κλυτὰ τεύχεα δῦσαι Ἡρακλέα κτείναντα , Διὸς θρασυκάρδιον υἱόν : ἀλλ '
6634180 περιμηκεα
: οὐδέ τι πρόσσω νίσσεται , ἀλλ ' ὀρέγοντα πέλας περιμήκεα δειρὴν γλώσσῃσιν μεμάασι περισσαίνειν , σκύλακες ὥς . πολλάκι
. Ὡς δ ' ὅτ ' ἀπ ' ἠλιβάτου σκοπιῆς περιμήκεα λᾶαν λάβρος ὁμῶς ἀνέμοισιν ἀπορρήξῃ Διὸς ὄμβρος , ὄμβρος
6634114 ἱκανε
ταῦτα ἐνταῦθα . . . . . Ἡφαίστου δ ' ἵκανε δόμον Θέτις ἀργυρόπεζα : ὅτι ἐν Ὀλύμπῳ τὸ χαλκεῖον
ἵκωνται : ὣς ἀπ ' Ἀχιλλῆος κεφαλῆς σέλας αἰθέρ ' ἵκανε : στῆ δ ' ἐπὶ τάφρον ἰὼν ἀπὸ τείχεος
6630144 Τιτηνες
ἐκέλευε , θεοὺς δ ' ὀνόμηνεν ἅπαντας τοὺς ὑποταρταρίους οἳ Τιτῆνες καλέονται . αὐτὰρ ἐπεί ῥ ' ὄμοσέν τε τελεύτησέν
εὐρὺν ἵκανε , μέχρις ἐπ ' Ἀιδονῆος ὑπερθύμοιο βέρεθρον : Τιτῆνες δ ' ὑπένερθε μέγ ' ἔτρεσαν . Ἀμφὶ δὲ
6627002 ἀτροπος
ὄφρ ' ἀφίκηται δήιον εἰς ἐνοπήν : τῷ δ ' ἄτροπος ἤντετο Μοῖρα ἥ οἱ ὑπέκλασε νόστον , ἀπειρέσιον δ
παρόντος [ ] ? ? [ γέγονεν ] ? ? ἄτροπος καὶ ? ? [ τὸ ὅλον ] [ οὐκ
6626686 πτερυγεσσιν
τε ζώει τε καὶ ἕρπει , εὐνάζων ἤμειψεν ὑπὸ χρυσέαις πτερύγεσσιν . Ἷξε δ ' ὑπὸ στυφελῶν Κόλχων εὐανθέα χῶρον
Πολλάκι δ ' ἀγριάδες νῆσσαι ἢ εἰναλιδῖναι αἴθυιαι χερσαῖα τινάσσονται πτερύγεσσιν : ἢ νεφέλη ὄρεος μηκύνεται ἐν κορυφῇσιν . Ἤδη
6619705 ὀχηες
δ ' ἀμφὶ πύλαι μύκον , οὐδ ' ἄρ ' ὀχῆες ἐσχεθέτην , σανίδες δὲ διέτμαγεν ἄλλυδις ἄλλη λᾶος ὑπὸ
, ἀπὸ τοῦ συνέχειν τὰς θύρας . λέγει δὲ καὶ ὀχῆες τὴν τοῦ θώρακος ζώνην συγκατέχοντας : “ ὅθι ζωστῆρος
6618664 κελαδοντι
. ἡβῷμ ' , ὡς ὅτ ' ἐπ ' ὠκυρόῳ κελάδοντι μάχοντο Φειᾶς πὰρ τείχεσσιν , Ἰαρδάνου ἀμφὶ ῥέεθρα .
μάχοντο Φειᾶς πὰρ τείχεσσιν , Ἰαρδάνου ἀμφὶ ῥέεθρα . ὠκυρόῳ κελάδοντι : ἡ διπλῆ ὅτι ἰδίως τὰ ἐπίθετα προτάξας τὸ
6616490 Ἀργολικος
. καὶ Ἀργολίς ἡ χώρα καὶ ἡ γυνή . καὶ Ἀργολικός καὶ Ἀργολική . καὶ Ἀργείωνες λέγονται ὡς Καδμείωνες ,
ἐνταῦθα ὅ τε Μεσσηνιακὸς καὶ ὁ Λακωνικὸς καὶ τρίτος ὁ Ἀργολικός , τέταρτος δ ' ὁ Ἑρμιονικὸς καὶ Σαρωνικός ,
6612095 ἰσχανοων
ὀκριόεντα : τραχέα τραχέα , ἀκρότομα τραχέα ἢ ὑψηλά * ἰσχανόων : ἐπιθυμῶν ἐπὶ κτίλα δὲ μῆλα τὰ ἥμερα καὶ
ἠελίοιο θερειτάτη ἵσταται ἀκτίς , οὔρεα μαιμώσσων ἐπινίσσεται ὀκριόεντα αἵματος ἰσχανόων καὶ ἐπὶ κτίλα μῆλα δοκεύων , ἢ Σάου ἠὲ
6609982 φαεινος
ἐκ θυμὸν ἕληται : ὣς τῶν κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινὸς ἄντην βαλλομένων : μάλα γὰρ κρατερῶς ἐμάχοντο λαοῖσιν καθύπερθε
τῶν πολλὰ ἀρωμένων . Ἀρίγνωτος σμάραγδος , ἐν τῷ σκότει φαεινὸς , ἐν τῷ φάει σκοτεινός : πρὸς τοὺς ἀποκρύπτοντας
6609958 ταρταρον
αὐτίχ ' ὁ μὲν ποταμόνδε καθήλατο , τύψε δὲ κώλοις τάρταρον ἰλυόεσσαν , ἄφαρ δ ' ἐφορύξατο γυῖα πηλῷ ,
χάλκεος ἄκμων ἐκ γαίης κατιών , δεκάτῃ κ ' ἐς τάρταρον ἵκοι . τὸν πέρι χάλκεον ἕρκος ἐλήλαται : ἀμφὶ
6608075 χαλκειος
ἄλλων † ὑπερέπλετο εἰν ἁλὶ νήσων : τοὺς δὲ Τάλως χάλκειος , ἀπὸ στιβαροῦ σκοπέλοιο ῥηγνύμενος πέτρας , εἶργε χθονὶ
Εὐηνίαν αὐτήν φησι καλεῖσθαι . . : Ἰοφῶσσα : ἡ χάλκειος , ὥς φησι Φερεκύδης . . . . ,

Back