. ἐν δὲ τούτοις ἐστὶ καὶ τὸ Μάσιον , τὸ ὑπερκείμενον τῆς Νισίβιος ὄρος καὶ τῶν Τιγρανοκέρτων . ἔπειτα ἐξαίρεται
ἐπ ' αὐτοῦ τοῦ κρημνοῦ τοῖχον , προβιβάσας παραδόξως τὸ ὑπερκείμενον τοῦ κρημνοῦ . χρυσοῦν τε κριὸν τῇ Ἀφροδίτῃ τῇ
7362415 χωμα
γαστέρας , καὶ πολλοὶ καὶ ἀπώλλυντο , μέχρι ποτὲ τὸ χῶμα ἠγέρθη καὶ τὰ τείχη τῶν πολεμίων τύπτοντες μηχαναῖς μέρος
, ἐν ἀριστερᾷ εἰς Ἀκαδημίαν ἀπιόντων , οὐ μέγα τὸ χῶμα καὶ ἡ στήλη χαμαί : πλὴν ἀλλ ' ἔστεπταί
6815023 ἑπτασταδιον
περὶ ἑβδομήκοντα καὶ ἑκατόν . ἐνταῦθα δ ' ἔστι τὸ ἑπταστάδιον ὅπερ ἔζευξε Ξέρξης , τὸ διορίζον τὴν Εὐρώπην καὶ
: τὴν ναῦν . ζυγὸν ἀμφιβαλών ] ἐγεφύρωσε γὰρ τὸ ἑπταστάδιον ταῖς ναυσὶ συνδήσας αὐτὰς καὶ γῆν ἐπιβαλὼν , ὥστε
6806798 περιβολον
ἔχωνται . Ἀφικόμενοί τε μέχρι Τύσκλου πόλεως , μαθόντες τὸν περίβολον τῆς Ῥώμης ὅλον πληθύοντα ὅπλων , καὶ πρὸ τῶν
τοῦ παλαιοῦ τείχους : τὶ μέρος δηλονότι . ἢ τὸν περίβολον . βοηθήσαντες : συνδραμόντες ἐπὶ βοήν ἐβιάζοντο : ἤγουν
6791917 ἀπεχον
τὸ δὲ λοιπὸν πλῆθος ἐν τῷ παρακειμένῳ τόπῳ κατεστρατοπέδευσεν , ἀπέχον τῆς πόλεως σταδίους δώδεκα . μετὰ δὲ ταῦτα Ἰμίλκων
Φαληρῷ θάλασσα , ὡσαύτως δὲ καὶ Μυλασεῦσιν ἐπίνειον σταδίους ὀγδοήκοντα ἀπέχον ἐστὶν ἀπὸ τῆς πόλεως : Μαντινεῦσι δὲ ἐκ μακροτάτων
6733487 διεχον
αὐτῶν ἀνάπλους : εἶθ ' ὕστατον τὸ ἱερὸν ἀκρωτήριον , διέχον τῶν Γαδείρων ἐλάττους ἢ δισχιλίους σταδίους : τινὲς δ
ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος ἐκ Δήλου ἀφιδρυμένον , Ταναγραίων πολίχνιον Αὐλίδος διέχον σταδίους τριάκοντα , ὅπου μάχῃ λειφθέντες Ἀθηναῖοι προτροπάδην ἔφυγον
6692933 στενοτατον
καὶ ἐπέχει σταδίους τριηκοσίους καὶ δισχιλίους καὶ δισμυρίους ἵναπερ τὸ στενότατον αὐτοῦ . ποταμοὶ δὲ τοσοίδε εἰσὶν ἐν τῇ Ἰνδῶν
ἐπώμοσαν . οἳ δὲ τὸ δέρμα περιτέμνοντες ἐς ἱμάντα ἕνα στενότατον περιέθηκαν , ἔνθα νῦν ἐστιν ἡ Καρχηδονίων ἀκρόπολις :
6663671 χασμα
νῦν ἐς τοσοῦτον λελέχθω . Παρὰ τοῖς Ἀριανοῖς τοῖς Ἰνδικοῖς χάσμα Πλούτωνός ἐστι , καὶ κάτω τινὲς ἀπόρρητοι σύριγγες καὶ
καὶ προορᾶν , ὡς μὴ ἐς βόθρον ἢ τάφρον ἢ χάσμα κατενεχθείη ὁ ἵππος , ὅτε γε δι ' ἕλους
6656335 ὀρος
κόλπου μέχρι Σερβωνίδος λίμνης , παρ ' ἣν τὸ Κάσιον ὄρος [ τείνει ] : ταύτης ὦν ἄπο οἱ ἑξήκοντα
. . . . π γοʹ ια ∠ ʹδ Μέλαν ὄρος . . . . . . . . .
6619370 ὑψηλον
ἐμοὶ τηλουρὸν δοκεῖ λέγειν , οὐχὶ τὸν Καύκασον μακρὸν καὶ ὑψηλὸν ὄντα : οὐ γὰρ ἂν εἶπε τὸ πέδον :
, ἐπιβουλευόμενον πρᾶγμα , ἀπλήρωτος ἐπιθυμία , πολυπόθητον ταλαιπώρημα , ὑψηλὸν πτῶμα , ἀργυρικὸν σύνθεμα , παρερχόμενον εὐτύχημα . Μισούμενον
6615135 ἀκρωτηριον
λιμένα ἔχει . Ἀπὸ Ματάλης εἰς Σουλίαν στάδιοι ξεʹ : ἀκρωτήριόν ἐστιν ἀνέχον πρὸς μεσημβρίαν : λιμήν ἐστι : καλὸν
. Ἀπὸ τοῦ Ἡρακλείου εἰς τὸ Δρέπανον στάδιοι ζʹ : ἀκρωτήριόν ἐστιν ὑψηλὸν τοῦ Ἡρακλείου , ἔχον θῖνα ἄμμου λευκῆς
6593713 ῥειθρον
ὁρμῆσαν τὸ τῆς λίμνης ὕδωρ ἐμβάλλοι εἰς τὸ τοῦ Πηνειοῦ ῥεῖθρον , καὶ τὴν πρότερον λιμνάζουσαν χώραν ἅπασαν γεγυμνῶσθαι καὶ
πλάγια μᾶλλον διδόναι τοῖς ὕδασιν ἢ ἀναθλίβειν κατὰ τὸ ἀρχαῖον ῥεῖθρον εἰς τὴν κρήνην : νοτίζεσθαι δ ' ἀναγκαῖον ἐπικλύσαντος
6536643 Κερας
τῶν κεκαυμένων , ὡς τό γε ξηραίνειν κοινὸν ἅπασιν . Κέρας ἐλάφου καὶ αἰγὸς κεκαυμένον καὶ πεπλυμένον ξηραντικῆς δυνάμεώς ἐστιν
ἐπηρεφὴς ὕλαις . Καθ ' ὃ δὲ λήγει μὲν τὸ Κέρας , ἄρχεται δ ' ὁ τοῦ Πόντου προκείμενος ἰσθμός
6525511 πετρωδες
ὅθεν μὲν διορύσσειν ἤρξαντο δῆλόν ἐστιν , ἐς δὲ τὸ πετρῶδες οὐ προεχώρησαν ἀρχήν : μένει δὲ ὡς πεφύκει καὶ
μέρους τῷ Ἑλικῶνι καὶ αὐτό : ἐπίνειον δ ' ἔχει πετρῶδες περιστερῶν μεστόν , ἐφ ' οὗ φησιν ὁ ποιητὴς
6508081 νοτιον
βόρειον γένηται , τὸ δὲ φθινό - πωρον ἔπομβρον καὶ νότιον , κεφαλαλγίαι ἐς τὸν χειμῶνα γίνονται , καὶ βῆχες
ἤτοι τὸ ἀνατολικώτερον , ὁ Ἰνδικὸς ὠκεανός : τὸ δὲ νότιον ἡ Ἐρυθρὰ θάλασσα ἢ τὸ κῦμα τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης
6427874 στενωτατον
εἰς εὖρος δὲ πεντακοσίων . τοῦ δ ' Ἑλλησπόντου τὸ στενώτατον ἑπταστάδιόν φησι , μῆκος δὲ τετρακοσίων . . .
ἑλόμενοι σφίσι τὸν Κάλλιππον τοῦτον ἡγεῖσθαι . καταλαβόντες δὲ ᾗ στενώτατον ἦν , τῆς ἐσόδου τῆς ἐς τὴν Ἑλλάδα εἶργον
6424914 ἐπιμηκες
, ἄνθος κρόκῳ ὅμοιον , σπέρμα λευκὸν καὶ πυρρόν , ἐπίμηκες , γεγωνιωμένον . Κολχικόν λήγοντος τοῦ φθινοπώρου ἀνίησιν ἄνθος
καὶ ὁ οἰκοδόμος ἀπὸ μεταφορᾶς τούτου τεῖχος , ἀντὶ τοῦ ἐπίμηκες ποιεῖ : καὶ ἐλαύνει ἵππον , ἀντὶ τοῦ ἐπ
6391365 μεσαιτατον
ὑπάρχειν , ὑφ ' ᾧ πυρώδης στεφάνη : καὶ τὸ μεσαίτατον πασῶν περὶ ὃ πάλιν πυρώδης : τῶν δὲ συμμιγῶν
τὸν ὁρίζοντα καὶ νυχθήμερον ἀποτελεῖ : τὸ ἥμισυ ἄρα καὶ μεσαίτατον τῆς γῆς ιβʹ ὡρῶν ἔχει διάστημα . Ἐπὶ δὲ
6391046 ὑψηλοτατον
ἐπὶ τὴν Κυλλήνην ἀναβαίνοντες , ὄρος δὲ ἐν τῇ Πελοποννήσῳ ὑψηλότατον , καὶ θύοντες τῷ καθωσιωμένῳ ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ
ἄλσος Λητῷον : εἶτα Λώρυμα παραλία τραχεῖα , καὶ ὄρος ὑψηλότατον τῶν ταύτῃ Φοῖνιξ : πρόκειται δ ' ἡ Ἐλαιοῦσσα
6353192 περιξ
αὐτοῦ μερῶν ψαύει προσκλύζον Μυοσόρμου , Ὀρθοῦ ὅρμου καὶ τῶν πέριξ πόλεων . πρόσκειται δὲ αὐτοῖς κατὰ τὰ Σφαιρικὰ πρὸς
τῶν ἀφρύκτων κριθῶν οὕτως Ἀττικοὶ καλοῦσι . ἀμφίδιον : τὸ πέριξ τοῦ τῆς μήτρας τραχήλου . αἰολᾶται : πλανᾶται .
6326135 ναυσταθμον
πύλας καὶ φηγὸν ἵκανεν . ” Καὶ μὴν τό γε ναύσταθμον τὸ νῦν ἔτι λεγόμενον πλησίον οὕτως ἐστὶ τῆς νῦν
ἱδρυμένον : ἔχει δ ' , ὥς φασι , τὸ ναύσταθμον ὀρυκτόν : εἶθ ' ὁ Εὐρώτας ἐκδίδωσι μεταξὺ Γυθείου
6266675 Κωρυκιον
ἀναγαγεῖν τι καὶ τὸ ἀναβῆναι , δηλοῖ τὸ εἰς τὸ Κωρύκιον ἀνενείκαντο , ἤγουν ἀνέβησαν . . . . .
αὐτὸν διὰ τῆς θαλάσσης εἰς Κιλικίαν καὶ παρελθὼν εἰς τὸ Κωρύκιον ἄντρον κατέθετο . ὁμοίως δὲ καὶ τὰ νεῦρα κρύψας
6260673 πορθμος
μὲν γάρ ἐστιν ὁ μεταξὺ δύο θαλασσῶν πορεύσιμος τόπος , πορθμὸς δὲ τὸ ἀνάπαλιν : καὶ πέριξ ἀφρόν : ἀναφυσηθέν
× . στενὴν δὲ πορθμοῦ συνδρομὴν λέγει , ἐπειδὴ ὁ πορθμὸς μέσος κεῖται τοῦ τε Ἀδριατικοῦ καὶ τοῦ Τυρσηνικοῦ πελάγους
6222487 περιφερες
ἐπεστραμμένων , ἔλαθε Λαίλιος ἐπὶ θάτερα τοῦ Κώθωνος ἐς τὸ περιφερὲς αὐτοῦ μέρος ἀνελθών . βοῆς δ ' ὡς ἐπὶ
ἐν αὐτῷ . υληʹ . Ἧλός ἐστιν ἕλκος ἐν πέλματι περιφερὲς καὶ τετυλωμένον . υλθʹ . Ἐκκρίνεται τὸ σπέρμα ,
6211923 κωνοειδες
ἐν δευτέρῳ τῶν Φυσικῶν καὶ Ἀπολλόδωρος . γίνεσθαι μέντοι τὸ κωνοειδὲς τοῦ ἀέρος πρὸς τῇ ὄψει , τὴν δὲ βάσιν
τοῦ ἡμίσους λάμπεται , ἵνα καὶ τὸ ἀπορρέον αὐτῆς σκίασμα κωνοειδὲς ἀποτελῆται , τὸ δὲ ἐπὶ θάτερα ἀντεκβαλλόμενον ἐπ '
6202282 ὀνομαζομενον
' ἡντινοῦν ἐπετελέσατο , τάφον δ ' αὑτῷ κατεσκεύασε τὸν ὀνομαζόμενον λαβύρινθον , οὐχ οὕτω κατὰ τὸ μέγεθος τῶν ἔργων
Κατορύσσουσι δὲ κατ ' ἐνιαυτὸν γραῦν κατάκριτον , παρὰ τὸν ὀνομαζόμενον λόφον Θηρόγονον : ἅμα γὰρ τὴν πρεσβῦτιν ἑρπετῶν πλῆθος
6163641 ὀχυρον
τῶν Αἰσκυλίνων καλουμένων πυλῶν μέχρι τῶν Κολλίνων , χειροποιήτως ἐστὶν ὀχυρόν . τάφρος τε γὰρ ὀρώρυκται πρὸ αὐτοῦ πλάτος ᾗ
δὲ καταληφθεῖσιν ἡμῖν ἐν τῇ πολεμίᾳ . τὸ δὲ Πηλούσιον ὀχυρόν , ἔνθα οὔτε Τυρίους οὔτε Μήδους οὔτε πάντας ἀνθρώπους
6151053 στενον
τὸ ἄρρωστον εἶναι τὸν σφυγμὸν καὶ σκληρὸν καὶ βραχὺν καὶ στενὸν καὶ ἄγαν ἁπάντων τῶν ἐπὶ πολὺ μάλιστα χρονισάντων φρενιτικῶν
δή . ἐν στενῷ ] μεταξὺ Σαλαμῖνος καὶ Αἰγίνης τὸ στενὸν ἦν . παίοντ ' ] παράλογον τὸ δυϊκόν .
6141896 καταντικρυ
τὸ ἰθὺς τοπικῶς τίθησιν , ἀντὶ τοῦ ἐπ ' εὐθείας καταντικρὺ τῶν νεῶν . . . . κρόσσας μὲν πύργων
Ἀντίου κεκομίσθαι , ἑτέρους δ ' ἐκ Ταρακινῶν καὶ τῶν καταντικρὺ νήσων Ποντίων , ἄλλους δ ' ἐκ Πύργων :
6125571 ὑψηλοτερον
ἀδύνατον ἦν διαμένειν τοσοῦτο πλῆθος ὕδατος : εἰ δ ' ὑψηλότερον τόπον ἐπεῖχεν ὁ ποταμὸς τῶν ἀραιωμάτων , ἀδύνατον ἦν
καὶ τὸ ἀποσεμνύνειν πολιτικόν , ἀλλὰ τὸ ἀνασεμνύνειν πολιτικώτερον καὶ ὑψηλότερον . . , . ἀνδρεῖος πρὸς δωροδοκίαν : ὁ
6110800 λοφος
Ἐννέπετε , Κρονίδαο Διὸς μεγάλοιο θύγατρες ἔστι τις ἠνεμόεις ὀλίγος λόφος οὕνεκά οἱ Κρονίδης ὅστε μέγα πᾶσιν ἀνάσσει ἄντρον ἐνὶ
εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσα , ἔχουσα καθ ' οὗ πήγνυται ὁ λόφος ' . . . . αὐλῶνες : οἱ ἐπιμήκεις
6086735 ἰσθμον
δὲ μυχὸν τοῦ Ἀραβίου κόλπου μὴ ᾔδει , μηδὲ τὸν ἰσθμὸν τὸν κατ ' αὐτόν , πλάτος ἔχοντα οὐ πλειόνων
ἡμέρας καὶ ἡμίσεως . Ἀπὸ δὲ Νέας πόλεώς ἐστιν εἰς ἰσθμὸν στάδια ρπʹ πεζῇ πρὸς τὴν ἑτέραν θάλασσαν τὴν πρὸς
6045602 κοιλον
μηχανὴν ἐμφερείας . διὰ τὸ ἄνω εἶναι τοῦ ἄρθρου τὸ κοῖλον , ὡς καὶ τῆς μύλης τὸ ὕπερθεν , καὶ
κατὰ σφυροῦ : εἶτα ἀντίαν λοξὴν κατὰ σφυροῦ ὑπὸ τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς καὶ τῆς πτέρνης καὶ ἐγκύκλιον κατὰ σφυροῦ
6040481 ὀρους
, καὶ ἡ Χίος ὑπὸ τὴν πέζαν τοῦ ὑψηλοῦ Πεληναίου ὄρους . Λέγει δὲ πρὸς τὸ Πεληναῖον ὄρος εἶναι τὴν
, τῇ δὲ ὄρος ὑπερύψηλον ἦν καὶ κρημνοὶ πρὸς τοῦ ὄρους , ὥστε οὐδὲ ἐπὶ τεσσάρων ἀσπίδων ἂν τῷ στρατεύματι
6009462 Οἰτη
ναʹ ληʹ γʹʹ ιβʹʹ ἐφ ' ἧς γραμμῆς ἔστιν ἡ Οἴτη τὸ ὄρος , οὗ τὸ μέσον ἐπέχει μοίρας νʹ
ὁππότ ' ἔτλη μέγα ἔργον , ὅλη δ ' ἀμφέστενεν Οἴτη ζωοῦ καιομένοιο , μίγη δέ οἱ αἰθέρι θυμὸς ἄνδρα
6001314 ἐμβολον
Θηβαίους ἔταξε καὶ πρὸς Μαντινείας τοὺς πάντας Βοιωτούς , ὥσπερ ἔμβολον ποιήσας καὶ ἐπάγων τῇ τάξει τῶν Λακεδαιμονίων , ἢ
ηʹ φησίν , ὅτι οὐκ ἐνέθηκεν ἐν τῷ ἄξονι τὸν ἔμβολον , καὶ οὕτως ἐκκυλισθέντος τοῦ τροχοῦ ἐκπεσεῖν τὸν Οἰνόμαον
5995058 κρημνωδες
τοῦ τε λόφου καὶ τῶν ἔνδοθεν περιαυλισμάτων ἐπὶ μέγα ἐκτεινόμεναι κρημνῶδες ἀτεχνῶς καὶ δυσέμβολον οὐχ ἧσσον ἀπεδείκνυσαν τὸ χωρίον .
ἄστρα ἐθηεῖτο : καὶοὐ γὰρ ἐς μνήμην ἔθετοθηεύμενος ἐς τὸ κρημνῶδες ἐκβὰς καταπίπτει . Μιλησίοισι μέν νυν ὁ αἰθερολόγος ἐν
5976081 ὀρυξαι
ἀλλ ' εἶμ ' ὀρυκτόν : ἀλλὰ πορεύομαι ἐπὶ τὸ ὀρύξαι τάφον : ὡς σύντομ ' ἡμῖν : ἵνα συντόμως
συμφύτου : ἔστι δὲ ῥίζα τὸ σύμφυτον εὑρεθῆναί τε καὶ ὀρύξαι χαλεπή . στρωμνὴν δὲ ὑποβάλλεται τρίχας καὶ ἔρια .
5951728 κρημνῳ
ἐρέττουσιν , ἀλλ ' ἐπέχουσι τὴν εἰρεσίαν καὶ ἐφορμίζονται τῷ κρημνῷ . τὸ δὲ γύναιον ἀπὸ τῆς οἰκίας οἷον ἐκ
μῆκος πεντάπλεθρον , ἐτρέφετο δὲ ἐν χωρίῳ κοίλῳ , ἐν κρημνῷ βαθεῖ , τείχει ὑψηλῷ ὑπὲρ τῶν ἄκρων περιβεβλημένος :
5951567 κολπον
αἷμα . τὸ γὰρ οἴεσθαι διαπεφυκέναι λεπτὸν ὑμένα διαφράσσοντα τὸν κόλπον , τοῦτον δὲ ῥήγνυσθαι κατὰ τὰς διακορήσεις καὶ ὀδύνην
ιηʹ νζʹ ∠ ʹʹ δʹʹ Πρὸς οἷς παρὰ τὸν Εὐλίμενον κόλπον Πάρισοι καὶ πόλις Πετουαρία κʹ γοʹʹ νϚʹ γοʹʹ Ὑπὸ
5949112 ἀποτομον
καὶ Λουκιανὸς , θυννῶδες τὸ ἐνθύμημα , ἀντὶ τοῦ , ἀπότομον καὶ σκληρόν . Θύραζε Κᾶρες , οὐκ ἔτ '
ἅτε πρέπουσαν ὁ ποιητὴς προσῆψεν ἑαυτῷ , τὴν δ ' ἀπότομον ἀπειλὴν τῷ θυμῷ τοῦ ἡγεμόνος ἐξαπίνης οὐδὲν προδηλώσας περιέθηκεν
5939981 ἐμπροσθιον
. τῆς δὲ παρ ' ἑκάτερα τούτων πιλουμένης , τὸ ἐμπρόσθιον καὶ ὀπίσθιον μέρος ἐξ ἀνάγκης κυρτοῦται . καὶ εἴποτέ
κυκλοτερῆ περιείλησιν ἐργαζόμενοι τοπικήν , λοξὴν ἄγομεν καταβολὴν κατὰ τὸν ἐμπρόσθιον τόπον τοῦ ἀγκῶνος , καθ ' ὃν αἱ φλεβοτομίαι
5935368 ἐπανεστηκος
ἄν τις δυνηθείη ; εἰ δέ τις πᾶν ἐθέλοι τὸ ἐπανεστηκὸς ὀστοῦν ἐκκόπτειν , γυμνώσει τὴν μήνιγγα πᾶσαν καὶ σπασμῷ
. οὗ τὸ μὲν πρὸς τοὺς δακτύλους μετὰ τὸ κοῖλον ἐπανεστηκὸς , στῆθος ποδός . εἶτα οἱ δάκτυλοι , ἰσάριθμοι
5932855 νοτιωτερον
καρπὸν ἀέξειν . τῆς δ ' ἂν ἴδοις προτέρω , νοτιώτερον οἶμον ὁδεύσας , Ἀραβικοῦ κόλπου μύχατον πόρον , ὅστε
Ἡρόδοτός φησιν . ὅθεν Κλύσμα λέγεται . . Εὐξείνου πόντου νοτιώτερον : ἀντὶ τοῦ κατὰ νότιον μέρος ἐξ ἐναντία τοῦ
5929888 ἐρυμα
: εἴρηται δὲ ἀντίθεσις , ὅτι ἀντιτίθησιν ὁ φεύγων ὥσπερ ἔρυμά τι δίκην ῥεύματος φερομένου τοῦ διώκοντος : ἐπειδὴ καὶ
δὲ ἐδῄωσαν τούς [ τε ] ἀγροὺς καὶ ἐλθόντες ἐπὶ ἔρυμά τι τῶν Συρακοσίων καὶ οὐχ ἑλόντες αὖθις καὶ πεζῇ
5893804 λοφον
μὲν ἀμφὶ τοὺς εἴκοσι καὶ τέτταρας σταδίους ἀπὸ θαλάττης διελθοῦσα λόφον τινὰ προσανατρέχει , ἔνθα ὑπὸ καμάτου μοχθήσασα καθέζεται .
πεφονευμένης τὸν ἐπίβουλον ἐπεδίωκον : γενόμεναι δὲ κατὰ τοῦτον τὸν λόφον καὶ ἀπελπίσασαι τῆς συλλήψεως , διὰ τὴν συμπάθειαν μυκηθμὸν
5888079 ὑπερανω
δὲ φωτός , ἢ τοῦ ἑτέρου καταλαμβανομένου ὑπὸ νυκτὸς πολὺ ὑπεράνω τῆς σκιᾶς τῆς γῆς ὄντος . Τὸ δὲ τὴν
ἄλλα πάντα ἴσα , τοῦ ᾠοῦ τὸ ἡμίτομον καὶ ἀστὴρ ὑπεράνω καὶ ἀκόντιον ἐν τῇ χειρὶ καὶ ἵππος ἑκατέρῳ λευκός
5884089 ὑψος
δέδεικται , ὅτι , ἐὰν δύο πρίσματα ὑπὸ τὸ αὐτὸ ὕψος , καὶ τὸ μὲν ἔχει βάσιν παραλληλόγραμμον , τὸ
τὸ δὲ εὖρος ᾗ πλατύτατον λʹ πηχῶν : τὸ δὲ ὕψος σὺν τῷ τῆς σκηνῆς ἀναστήματι μικρὸν ἀπέδει τεσσαράκοντα πηχῶν
5880448 ἐδαφος
ᾧ καὶ διασκευάσεις τὴν παροῦσαν τύχην , ὅτι πέπτωκεν εἰς ἔδαφος , καὶ μάλιστα ἐκείνων μνημονεύσεις ἃ πρὸς τὴν χρείαν
πῦρ κατακαῖον τοὺς ἁμαρτωλούς . καὶ κατήγαγόν με εἰς τὸ ἔδαφος τῆς ἀπωλείας , καὶ ἴδον ἐκεῖ τὸ δωδεκάπληγον τῆς
5873191 Λευκης
κόλπου δὶς τοσοῦτον . Περιοικεῖται δὲ κύκλῳ . Ἀπὸ δὲ Λευκῆς ἀκτῆς εἰς Λαοδαμάντειον λιμένα πλοῦς ἥμισυ ἡμέρας . Ἀπὸ
χρηστήριον : καὶ ὕδωρ ἔχει παρὰ τὸ ἱερόν . Ἀπὸ Λευκῆς Ἀκτῆς ἐπὶ Ζύγριν στάδιοι ζʹ : νησίον ἐστί :
5869899 Ῥιον
ναῦς : καὶ ἥνπερ ἔλαβον ναῦν , ἀνέθεσαν ἐπὶ τὸ Ῥίον τὸ Ἀχαϊκὸν παρὰ τὸ τροπαῖον . μετὰ δὲ ταῦτα
ἑκατέρωθεν ἀκταί : προϊοῦσαι δὲ πλέον τελέως συμπίπτουσι κατὰ τὸ Ῥίον καὶ τὸ Ἀντίρριον , ὅσον δὴ πέντε σταδίων ἀπολείπουσαι
5868493 ἐπινειον
Λᾶς νʹ δʹʹ λεʹ Γύθιον νʹ γʹʹ λεʹ ιβʹʹ Τρινασὸς ἐπίνειον νʹ γʹʹ ιβʹʹ λεʹ Ϛʹʹ Εὐρώτα ποτ . ἐκβολαί
πηγὴ Βουλίοις ἐστὶ καλουμένη Σαύνιον . ἐς δὲ Κίρραν τὸ ἐπίνειον Δελφῶν ὁδὸς μὲν σταδίων ἑξήκοντά ἐστιν ἐκ Δελφῶν :
5861487 ἀπηλιωτικον
νότιον , συνοικοδεσποτεῖται δὲ καὶ ὑπὸ τοῦ Κρόνου διὰ τὸ ἀπηλιωτικόν : τὸ δὲ κατὰ τοὺς Διδύμους καὶ τὰς Χηλὰς
ἐστι καὶ οἰκοδεσποτεῖται μὲν προηγουμένως ὑπὸ τοῦ Κρόνου διὰ τὸ ἀπηλιωτικόν , συνοικοδεσποτεῖται δὲ καὶ ὑπὸ τοῦ Διὸς διὰ τὸ
5852149 Σαρωνικου
] ἡ τοῦ Κιθαιρῶνος . Αἰγίπλαγκτον ] ὄρος Μεγαρίδος . Σαρωνικοῦ ] κόλπος περὶ Τροιζῆνα . Σαρωνικοῦ ] κόλπος .
] ὄρος Μεγαρίδος . Σαρωνικοῦ ] κόλπος περὶ Τροιζῆνα . Σαρωνικοῦ ] κόλπος . κάτοπτρον ] τὸ κατόψιον . Ἀραχναῖον
5848745 ἐξαισιον
παρεκελεύοντο σημαίνειν καὶ τὸ παρ ' ἑκατέροις πλῆθος ἐναλλὰξ ἐπαλαλάζον ἐξαίσιον ἐποίει βοήν : πάντες δὲ μετὰ σπουδῆς ἐλαύνοντες τὸ
νεῶν θραυομένων , αἱ μὲν ἐκ τῶν ἐμβολῶν ἀναρρηττόμεναι λακίδες ἐξαίσιον ἐποιοῦντο ψόφον , ὁ δὲ παρὰ τὴν μάχην παρήκων
5848234 ἱδρυμενον
οὐρεῖται : καὶ τὸ μέν τι τοιοῦτον , τὸ δὲ ἱδρυμένον : ἄλλο τοιοῦτον ὀλίγον , ἐπὶ πλατὺ διεσκεδασμένον :
δὲ Κλέαρχος ἐν δευτέρῳ τῶν Παροιμιῶν , ὅτι Ἡρακλῆς ἰδὼν ἱδρυμένον τὸν Ἄδωνιν ἔφη : οὐδὲν ἱερόν : οὐ γὰρ
5825514 συμφυες
, ἡμικυκλίου ὄντος τοῦ ΞΟΠ , περὶ μέσον τὸ Ο συμφυὲς τῷ κανόνι μοιρογνωμόνιον ἔστω , ὥστε τὸ ἄκρον αὐτοῦ
ἄλλου , παρὰ τίνος ψυχὴ καὶ τὸ ἐπακτὸν καὶ τὸ συμφυὲς τῇ οὐσίᾳ αὐτῆς κάλλος ἔχει ; Ἐπεὶ καί ,
5824117 Καϋστρου
λέπας , τόθι Κίλβιν ἀεργοί ἵπποι χιλεύουσι καὶ ἀντολαί εἰσι Καΰστρου . Νῦν δ ' ἄγε τοι ῥίζας ἐρέω ὀφίεσσιν
' ἑκάστην ἐκδοὺς ποίημα . Μετὰ δὲ τὴν ἐκβολὴν τοῦ Καΰστρου λίμνη ἐστὶν ἐκ τοῦ πελάγους ἀναχεομένη καὶ ἐφεξῆς ἄλλη
5821775 ἀκρωτηριου
περίπλους ἀπὸ τοῦ Ναυστάθμου λιμένος μέ - χρι τοῦ Κῶρυ ἀκρωτηρίου τοῦ μέρους τοῦ προειρημένου τῆς ἐντὸς Γάγγου Ἰνδικῆς σταδίων
τοῦ ἐκτεθειμένου πρὸς τῇ Αἰγύπτῳ πέρατος μέχρι τοῦ κατὰ Φαρὰν ἀκρωτηρίου , ὃ ἐπέχει μοίρας . . . . .
5813679 ἑσπεριον
, τοῦ ἄρα ἡλίου ἐπὶ τοῦ κʹ ὄντος τὸ εʹ ἑσπέριον ἀνατέλλει : ἀπὸ ἄρα ἑῴας ἐπιτολῆς ἐπὶ ἑσπερίαν ἐπιτολὴν
εὐρυνθεῖσα τιταίνεται Ἀδριὰς ἅλμη πρὸς βορέην , αὖτις δὲ πρὸς ἑσπέριον μυχὸν ἕρπει , ἥντε καὶ Ἰονίην περιναιέται ηὐδάξαντο .
5808008 ὀπισθοδομον
καὶ ἀναθήματα ἄλλα ἀνακεῖσθαι , παρήκει δὲ ὡς ἐπὶ τὸν ὀπισθόδομον ἀπὸ μέσου μάλιστα ἀρξάμενον τοῦ ναοῦ : καὶ λίθων
καταριθμούμενοι καὶ ὑποδεικνύντες ὅθεν εἴληπται τῶν τόπων ἕκαστος . τὸν ὀπισθόδομον ] οἶκος ὄπισθεν τοῦ νεὼ τῆς Ἀθηνᾶς , ἐν
5796931 δυσβατον
ἐνταῦθα διακινδυνεύειν : καὶ γὰρ στενὸν ἦν ταύτῃ ἐπιεικῶς καὶ δύσβατον τὸ χωρίον . ὁ δ ' Ἀγησίλαος ἰδὼν ταῦτα
πολλή τις ἤπειρος ἡ μέση , ἤ τι τοιοῦτον ὄρος δύσβατον , ἀφίημι τὴν αἰτίαν : εἰ δὲ πόλις ἡμᾶς
5794148 διηκον
. ἓν γὰρ ὑπάρχει πνεῦμα τὸ διὰ παντὸς τοῦ κόσμου διῆκον ψυχῆς τρόπον , τὸ καὶ ἑνοῦν ἡμᾶς πρὸς ἐκεῖνα
κατανέμεται τὴν Λιβύην , τό , τε τῶν Γαραμάντων , διῆκον ἀπὸ τῶν τοῦ Βαγράδα ποταμοῦ πηγῶν μέχρι τῆς Νοῦβα
5792947 προυχουσα
Ἐλίμειον Ἑρκύνιον Τυρακή Δῶρός τ ' ἀγχίαλός τ ' Ἰόπη προύχουσα θαλάσσης Μελίταια Σάταλα εἰς Ὑρκανίδα λίμνην μεσσοβαθὴς δ '
τειχίσαι : ἔστι δὲ ἄκρα ἀντιπέρας τῆς πόλεως , ἥπερ προύχουσα τοῦ μεγάλου λιμένος τὸ στόμα στενὸν ποιεῖ , καὶ
5788252 μηνοειδει
σημαίνουσιν εἰς ἕβδομον μῆνα ἀμφοτέρων ἀριθμουμένων . Ὅσαι μὲν ἅμα μηνοειδεῖ τῇ σελήνῃ πίπτουσιν , αὗται μὲν πνεύματα σημαίνουσιν εἰς
θηλύτητος , καὶ τὸν κερασφόρον αὐλὸν ἀνῆψαν αὐτῇ τῷ τε μηνοειδεῖ τοῦ σχήματος παραπλήσιον ὄντα καὶ βαρύτατον ἐπίσης προσλαμβανομένῳ κατὰ
5786232 κολπου
τοῖς ἀπὸ Νέστου ποταμοῦ μέχρι τοῦ ἐκτεθειμένου πέρατος τοῦ Μαλιακοῦ κόλπου , ὧν ἡ περιγραφὴ ἔχει οὕτως : μετὰ τὸν
τὸ τοῦ Βορυσθένους [ καὶ ] ὁ μυχὸς τοῦ Ταμυράκου κόλπου , [ τοῦ ] καὶ Καρκινίτου , καθ '
5782577 κυρτοειδη
ὀλιγόγονα , ἄλλα δ ' αἰνιγματώδη , τὰ μέν εἰσι κυρτοειδῆ , τὰ δὲ στεῖρα ἐκ τούτων , τὰ δὲ
γραμμαῖς , ὅ ἐστι ταῖς διατυπώσεσιν , ὡς κολποῦσθαι καὶ κυρτοειδῆ φαίνεσθαι ὅπου βορειότατον ὑπάρχει τὸ ἔσχατον μέρος τῆς Αἰγύπτου
5769632 περιπυστον
στόμα Νείλου , ἔνθα βορειότατος πέλεται μυχὸς Αἰγύπτοιο καὶ τέμενος περίπυστον Ἀμυκλαίοιο Κανώβου : Εὐρώπην δ ' Ἀσίης Τάναϊς διὰ
Ἐρώτων καὶ κραδίη πάφλαζεν ἀνικήτου πυρὸς ὁρμῇ . κάλλος γὰρ περίπυστον ἀμωμήτοιο γυναικὸς ὀξύτερον μερόπεσσι πέλει πτερόεντος ὀιστοῦ . ὀφθαλμὸς
5768811 στομιον
ὃς ἀδελφός ἐστι διανοίας : πηγὴ γὰρ λόγων διάνοια καὶ στόμιον αὐτῆς λόγος , ὅτι τὰ ἐνθυμήματα πάντα διὰ τούτου
ὑπὸ * * τῶν πτερυγωμάτων . τούτων δὲ ἀφέστηκε τὸ στόμιον ταῖς μὲν μᾶλλον , ταῖς δὲ ἧττον παρὰ τὰς
5767426 γεφυρα
δὲ τοῖς τελείοις ἔοικεν ἡ μαθηματικὴ ὥσπερ κλῖμάξ τις καὶ γέφυρα διαβιβάζουσα ἡμᾶς ἀπὸ τῶν πάντῃ ἐνύλων ἐπὶ τὰ πάντῃ
Μαιάνδρῳ κατὰ τὸ πρὸς τῇ Φρυγίᾳ μέρος , ἐπέζευκται δὲ γέφυρα : χώραν δ ' ἔχει πολλὴν ἐφ ' ἑκάτερα
5761177 γηϊνον
, κατ ' εἰκόνα δὲ τετυπῶσθαι θεοῦ , τὸν δὲ γήϊνον πλάσμα , ἀλλ ' οὐ γέννημα , εἶναι τοῦ
σῶμα , ἀλλὰ καὶ τοιόνδε σῶμα , οἷον πύριον ἢ γήϊνον καὶ ὅλως εἰπεῖν κεκοσμημένον τε καὶ πεποιωμένον . Τὰ
5759792 Καυκασου
λαμβάνει μῆκος ἐπὶ τῆς διὰ στηλῶν καὶ Κασπίων πυλῶν καὶ Καυκάσου γραμμῆς , ὡς ἂν εὐθείας , τὸ δὲ τῆς
, τοσοῦτον γὰρ ἐπέχει μέτρον τῆς γῆς ὁ ἀγκὼν τοῦ Καυκάσου , τὸ δὲ περὶ τοῦ ἐν τῇ ἡμεδαπῇ Ταύρου
5755770 λοφου
τῶν Ἀρκάδων οἱ μὲν τεθνᾶσιν , οἱ δὲ λοιποὶ ἐπὶ λόφου τινὸς πολιορκοῦνται . νομίζω δ ' ἔγωγε , εἰ
καιρὸν τῆς μάχης εἰδέναι . ἐπεὶ δὲ τὸ πλεῖστον τοῦ λόφου περιετετείχιστο , λοιπὸν δὲ ἦν ἀτείχιστον ὅσον πλέθρον αὔταρκες
5752523 ἀνετεινε
. εἰ μὲν ἐδίωκεν αὐτὴ ναῦν Ἑλληνίδα , τὸ βαρβαρικὸν ἀνέτεινε σημεῖον , εἰ δὲ ὑπὸ Ἑλληνίδος νεὼς ἐδιώκετο ,
μελλούσης δὲ πλήττειν τῆς Παλλάδος φοβηθεὶς ὁ Ζεὺς τὴν αἰγίδα ἀνέτεινε , Παλλὰς δὲ ἀναβλέψασα πρὸς τὴν αἰγίδα τρωθεῖσα ὑπὸ
5741594 νευον
εὔσαρκον , δολιχεῦον τὸ οὐραῖον , λάμπει τὸ πρόσωπον , νεῦον τὸ ἐπισκύνιον , ὀδόντες λευκοὶ καὶ καθαρώτατοι , σκελῶν
, ὃ δὴ κερκὶς καλεῖται , πεφυκὸς ἐντὸς παραρθρεῖ μόνον νεῦον ἢ πρὸς πλευρὰς ἢ εἰς τὸ ἐκτὸς μέρος .
5740965 ὑποκατω
πλάτος τριπλάσιοι , οἱ δὲ διαγώνιοι τετραπλάσιοι , οἱ δὲ ὑποκάτω τῶν ἐπάνω ἐπίτριτοι . τῇ αὐτῇ μεθόδῳ κεχρημένος ἐπ
διὰ τὸ ἐκ τῶν ὀργάνων γίνεσθαι . Χαλινά . τὰ ὑποκάτω τῶν γνάθων , οἷον χαιλινά τινα ὄντα , ὅτι
5739226 λιμενα
] ἤγουν πλοῦτε , περιφραστικῶς . διὰ τοῦτο δὲ εἶπε λιμένα πλούτου , ἢ διὰ τὸ τοὺς πλέοντας ἐν λιμένι
: εἶτα Μυὸς ὅρμον ὃν καὶ Ἀφροδίτης ὅρμον καλεῖσθαι , λιμένα μέγαν , τὸν εἴσπλουν ἔχοντα σκολιόν : προκεῖσθαι δὲ
5733194 Πηλουσιον
ὁ τοῦ στόλου τὴν ἡγεμονίαν ἔχων διέτριβε μὲν περὶ τὸ Πηλούσιον , ὡς δ ' ἐπύθετο τὴν τῆς γυναικὸς ἀναίρεσιν
ἐξοχὴν ἐκτεινομένην τοῦ Κασίου ὄρους , ὃ ἔστιν ὑπὲρ τὸ Πηλούσιον πρὸς τῇ Σερβωνίδι λίμνῃ . Τὴν δὲ ἑτέραν Σιδωνίαν
5726190 τειχισμα
καθάπερ οἱ δύο δράκοντες : ὁ δὲ κατὰ τὸ Αἰακοῦ τείχισμα ἐλθὼν δράκων κρατήσει , τουτέστιν οἱ προσβαλοῦντες κατ '
ἔπραξαν φονευόμενοι ὑπ ' αὐτῶν : οἳ δὲ ἐς τὸ τείχισμα τὸ ἐν τῇ Ἐρετρίᾳ , ὃ εἶχον αὐτοί ,
5719066 βασιμον
διὰ κρημνῶν ἀβάτων φερόμενον ἢ ἐν ἑλώδεσι τόποις διαφθειρόμενον ἐς βάσιμον καὶ εὔγεων πεδιάδα μετοχετεύοντες . Ἦν δὲ καὶ διττὸς
μὲν ὁ ἀὴρ , τῇς τῶν νεφελῶν κατηφείας ἀπαλλαττόμενος , βάσιμον δὲ καὶ πλωτῆρσι τὸ πέλαγος , καὶ φυτοῖς μὲν
5716942 φαραγγα
ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου , καὶ ἀνὰ μέσον αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν , οὐκ ἔχουσαν πλάτος , καὶ δι '
εἰκός ἐστιν ἀποκλίνειν : ἀναβάντων γάρ , φησι , τὴν φάραγγα διαδέχεται ὁ Λίθινος Πύργος , ἀφ ' οὗ εἰς
5716404 ἀνεχον
καὶ φάρμακον ἡ παρ ' ἐκείνου τιμή : καὶ τὸ ἀνέχον τοῦτο ἔστιν . ᾧ βούλομαι μὲν ἀμοιβήν τινα ἀντεισενεγκεῖν
: ὁ δὲ Φοίζων μνῆμά ἐστι λίθου περιεχόμενον κρηπῖδι , ἀνέχον δὲ οὐ πολὺ ὑπὲρ τῆς γῆς . κατὰ τοῦτο
5715476 εἰσπλουν
δὲ τὰς ἐσχατιὰς τῆς ὑπωρείας κεῖται λιμὴν σκολιὸν ἔχων τὸν εἴσπλουν , ἐπώνυμος Ἀφροδίτης . ὑπέρκεινται δὲ τούτου νῆσοι τρεῖς
ἀπεδοκίμασαν , δι ' ἑτέρου δὲ στόματος ἔγνωσαν ποιεῖσθαι τὸν εἴσπλουν . διὸ πλεύσαντες πελάγιοι πρὸς τὸ μὴ καθορᾶσθαι τὰς
5711842 Καλπην
, καὶ εὐρείας ποταμοῖο ἠιόνας πεδίον τε , βαθυρρείοντά τε Κάλπην δερκόμενοι παράμειβον , ὁμῶς ὅτ ' ἐπ ' ἤματι
χάριν , ἐπειδὴ κατὰ τὸν πορθμὸν ἐγένοντο τὸν κατὰ τὴν Κάλπην , νομίσαντας τέρμονας εἶναι τῆς οἰκουμένης καὶ τῆς Ἡρακλέους
5705614 Τυρρηνικον
εἰργάζετο συνεχῶς θάλατταν Ἑλληνικόν τε φόρτον εἰς Τυρρηνοὺς κομίζων καὶ Τυρρηνικὸν εἰς τὴν Ἑλλάδα φέρων καὶ γίνεται πάνυ πολλῶν χρημάτων
, ἄριστος τὰ πολεμικὰ , Πορσίναν βουλόμενος ἀνελεῖν ἐς τὸ Τυρρηνικὸν στρατόπεδον ἦλθεν , ἐσθῆτα ἔχων Τυρρηνίδα καὶ τῇ φωνῇ
5704132 ἱδρυται
: ἡ δὲ Ἀλουίων , ἐν ᾗ καὶ τὰ στρατόπεδα ἵδρυται , μεγίστη τέ ἐστι καὶ ἐπιμηκεστάτη : ἀρξαμένη γὰρ
καὶ Ἀρτεμίδωρος , ἐφ ' ἧς τὸ τοῦ Ἡρακλέους ἱερὸν ἵδρυται . ἠδὲ καὶ Ἀσσυρίης πρόχυσιν : πρόχυσιν ἔφη τῆς
5701584 ἀπωτερω
πρὸ τριάκοντά που ἡμερῶν αἱ προειρημέναι ἀσπίδες μετοικίζονται ἐς τὰ ἀπωτέρω τοῦ Νείλου χωρία , καὶ τοὺς ὄχθους τοὺς ὑπερέχοντας
οἱ ἄνδρες γέλωτί τε ἐς ἀλλήλους χρῶνται καὶ σκώμμασιν . ἀπωτέρω δὲ οὐ πολὺ ἀπὸ τοῦ Μυσαίου ἱερόν ἐστιν Ἀσκληπιοῦ
5699904 πορθμου
: ἀτὰρ σινόδοντα μὲν ὃν ζήτει παχὺν εἶναι : ἐκ πορθμοῦ δὲ λαβεῖν πειρῶ καὶ τοῦτον , ἑταῖρε . ταὐτὰ
' αὐτὸν ἐς τὴν Εὐρώπην διὰ τοῦ στενοῦ τῆς Προποντίδος πορθμοῦ , ἤδη τε τῷ Βυζαντίῳ προσπελάζοντα , φασὶν ἀντιπνοίᾳ
5697073 ἀλσος
Χωρεῖτέ νυν ἱερὸν ἀνὰ κύκλον θεᾶς , ἀνθοφόρον ἀν ' ἄλσος παίζοντες οἷς μετουσία θεοφιλοῦς ἑορτῆς . Ἐγὼ δὲ σὺν
τε ἀπεδέδεικτο καὶ φυτὰ καὶ νεὼς ἐδέχετο καὶ ταχὺ τὸ ἄλσος ἔθαλλε καὶ ἀραῖς ἰσχυραῖς ἐφρουρεῖτο . καὶ πάντα ἦν
5691680 χωριον
θηλυκῶς . τὸ ἐθνικὸν Πραίσιος καὶ Πραισιεύς . Πραιτετία , χωρίον ἐπὶ τοῦ Ἀδρία , ἧς ὁ οἰκήτωρ Πραιτετιανός καὶ
, τὸ τὴν πατρίδα μοι ταῦτα καὶ δεδέχθαι καὶ δεῖξαι χωρίον φίλτατον ποθεινοτάτην ὄψιν . ἀλλ ' οὐδὲ ὃ τρίτον
5691511 εὐρος
εὐδαίμονα , ὅταν ποταμὸν ἢ ὅθεν ῥεῖ , ὅσον τὸ εὖρος , ἀεὶ τὰ τοιαῦτα κάλλος προστίθησι τῷ λόγῳ .
εἰσι τοῦ ναοῦ πόδες ἐννέα καὶ ἑξήκοντα καὶ ἑκατόν , εὖρος δὲ τρεῖς καὶ ἑξήκοντα , τὸ δὲ ὕψος τῶν
5688301 ἐνεχθεν
καὶ τὸ μ κέντρον τοῦ ἐπικύκλου , τὴν μο περιφέρειαν ἐνεχθέν , τὸν εζη ἐπίκυκλον ἐπὶ τὸν πρχ μετήνεγκε ,
χρήσασθαι δὲ ἔλεγον ἱμάτιον ἢ σκεῦος . νεαρὸν νεωστὶ ὕδωρ ἐνεχθέν : ἔγκειται γὰρ τὸ ἀρύειν , πρόσφατον δὲ τὸ
5686523 σκιερον
ὀλίγων τῶν αὐγῶν προσπιπτουσῶν καὶ διασπωμένου τοῦ φωτός , τὸ σκιερὸν μέλαν φαίνεται . καὶ τὸ νέφος ὅταν ᾖ πυκνὸν
κύκλος ἐν τῇ σελήνῃ ὁ παρὰ τὸν διορίζοντα τό τε σκιερὸν καὶ τὸ λαμπρὸν ὁ ΗΘΚ . καὶ ἐπεὶ διχοτόμου
5685643 πηχυαιον
δεκάπηχυ διάστημα ἐν ἑνὶ ἀμερεῖ διέρχεται χρόνῳ , τὸ λειπόμενον πηχυαῖον διάστημα τῆς αὐτῆς οὔσης κινήσεως ἐν δεκάτῳ μέρει τοῦ
δίπηχυ κατὰ πύκνωσιν , ἔφην , ἐπωνόμασται , τὸ δὲ πηχυαῖον κατὰ συνασπισμόν . γίνεται δὲ ἡ μὲν πύκνωσις ,
5668592 βορειον
Ἰβηρία τε πᾶσα καὶ Κελτίβηρες , ἐπὶ τὸν ἑσπέριον καὶ βόρειον ὠκεανὸν καὶ τὰς Ἡρακλέους στήλας τελευτῶντες . καὶ τούτων
μὴ ἁλμυρὸν τοῖς γευομένοις . Καὶ ὅλως ἔτος βέλτιον νοτίου βόρειον καὶ ὑγιεινότερον . Καὶ ὅταν ὀχεύωνται πρόβατα ἢ αἶγες
5667438 κεφαλιον
ἄρθρον , εἶτα καθιέναι τὴν ἀριστερὰν χεῖρα καὶ ἀπευθύναι τὸ κεφάλιον καὶ οὕτω κομίσασθαι τὸ ἔμβρυον . Εἰ δὲ ἀμφότεραι
δάκτυλον , τῇ δεξιᾷ δὲ πιέζων τὸ ἐπιγάστριον πειρᾶται τὸ κεφάλιον κατάγειν , οὐχ ὁρῶν ὡς ἐν τῷ ἀπευθυσμένῳ ὁ
5657477 παραπλευσαντι
μοτὼ καὶ λίβανος . Ἀπὸ δὲ Τάβαι μετὰ σταδίους τετρακοσίους παραπλεύσαντι χερσόνησον , καθ ' ὃν τόπον καὶ ὁ ῥοῦς
ἡ τῶν [ Λαμιέων πόλις ] . εἶθ ' ἑξῆς παραπλεύσαντι σταδίοις ἑκατὸν ὁ Ἐχῖνος ὑπέρκειται . τῆς δ '
5657428 Περσικον
τὸ ῥυππαπαί καὶ ἕτερα τοιαῦτα . ἀρτάβη : μέτρον ἐστὶ Περσικόν . οὕτως Ἡρόδοτος . ἀρτίστομος : ὁ σαφὴς καὶ
παραλαβὼν καὶ ἐξ αὐτῶν αὐξηθεὶς ἐσβάλλει ἐς τὸν πόντον τὸν Περσικόν , μέγας τε καὶ οὐδαμοῦ διαβατὸς ἔστε ἐπὶ τὴν
5652605 σωληνα
: αὐχμήν γὰρ τὸ ἐντελέστερον . τῷ σωλῆνι , τὸν σωλῆνα , ὦ σωλήν . Δυϊκά . Τὼ σωλῆνε ,
ἔχοντα μέσον ἐν τῇ ἄνω ἐπιφανείᾳ ἐναρμόζουσιν εἰς τοῦτον τὸν σωλῆνα τὸν εἰρημένον τύλον , ὥστε τὸ μὲν ἕτερον ἄκρον
5646165 πλατυ
κάτω γένηται , ὡϲ πρὸϲ τῷ μήλῳ , τὸ δὲ πλατὺ ἄνω πρὸϲ τὰϲ βλεφαρίδαϲ . εἶτα ἐκκοπτέον τὸ λαμβδοειδὲϲ
εἶναι ⋮ Λέγεται καὶ τοῦτο περὶ αὐτοῦ , ὅτι κάρφος πλατὺ καὶ στερεὸν ἐνδακὼν ἑαυτὸν ἐπιστρέφει , καὶ ἀντιπρόσωπος ὁμόσε
5645305 χωματος
φιλίαν οὖσαν . τότε μὲν δὴ οὐ πόρρω τοῦ ποιητοῦ χώματος κατὰ τὸν αἰγιαλόν , ἵνα σκέπη τῶν ἀνέμων ἐφαίνετο
πολλοὶ καὶ ἐς κελήτια ἐμβάντες ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ ἐποκείλαντες τοῦ χώματος τόν τε χάρακα οὐ χαλεπῶς διέσπασαν τὸν πρὸ αὐτοῦ

Back