ἐρέττουσιν , ἀλλ ' ἐπέχουσι τὴν εἰρεσίαν καὶ ἐφορμίζονται τῷ κρημνῷ . τὸ δὲ γύναιον ἀπὸ τῆς οἰκίας οἷον ἐκ
μῆκος πεντάπλεθρον , ἐτρέφετο δὲ ἐν χωρίῳ κοίλῳ , ἐν κρημνῷ βαθεῖ , τείχει ὑψηλῷ ὑπὲρ τῶν ἄκρων περιβεβλημένος :
7454452 χωματι
νύμφη , καὶ ἀνέτρεψε τὸν ποταμὸν , καὶ τὴν γῆν χώματι ὠχύρωσεν : ἡ δὲ νύμφη Προσοπέλεια τὴν κλῆσιν ,
τὰς διατριβάς , ὄρυγμα ποιησάμενοι , ἐπικαλύπτουσιν ἄνωθεν καλάμῃ καὶ χώματι : ὑπὸ δὲ τὴν τῶν καλάμων μηχανὴν ἱστάναι κάτω
7146779 ὑψηλῳ
χάρακα . καὶ μετὰ τοῦθ ' ὁ Κοίντιος περιταφρεύσας αὐτὸν ὑψηλῷ χάρακι καὶ πύργοις πυκνοῖς περιλαβών , ἐπεὶ κάμνοντα ἔμαθε
τούτῳ τὰ ὅπλα , καὶ τὴν ἄλλην δύναμιν ἀσφαλῶς ἀναβιβάσαντες ὑψηλῷ χάρακι καὶ βαθείᾳ τάφρῳ τὴν παρεμβολὴν ὠχυρώσαντο . εἰ
7060183 ἐρυμνον
ἔπτατο καλὰ θύρετρα τείχεος εὐρυμενοῦς , ὑπεφαίνετο δ ' ἄλσος ἐρυμνόν . Αὐτὰρ ἐγὼν ὑπὲρ οὐδὸν ἔβην : τῆμος δέ
δὲ ταύτῃ τῇ παραλίᾳ ἐστὶν ἡ Τίριζις ἄκρα , χωρίον ἐρυμνόν , ᾧ ποτε καὶ Λυσίμαχος ἐχρήσατο γαζοφυλακίῳ . πάλιν
7040757 δονακα
] δ ' ἐν Οἰδίποδι : τόν θ ' ὑμνοποιόν δόνακα [ ὃν ἐκφύει Μέλας ] ? ποταμὸς ἀηδόν '
, ἐπ ' Ἀξιοῦ πόρον , Βόλβης θ ' ἕλειον δόνακα , Πάγγαιόν τ ' ὄρος , Ἠδωνίδ ' αἶαν
6960796 ἀντηχει
κυνὶ , πανταχοῦ . στένεται : ἠχεῖ , ἠχεῖται , ἀντηχεῖ . δρίος : δάσος ἢ ὄρος , ἢ δρυμών
. περίχωρος : ὁ πλησίον τόπος , ὅλος ὁ τόπος ἀντηχεῖ ἐκ τῆς φωνῆς τῶν αἰγῶν . ἰωῇς : κραυγαῖς
6905276 λοφος
Ἐννέπετε , Κρονίδαο Διὸς μεγάλοιο θύγατρες ἔστι τις ἠνεμόεις ὀλίγος λόφος οὕνεκά οἱ Κρονίδης ὅστε μέγα πᾶσιν ἀνάσσει ἄντρον ἐνὶ
εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσα , ἔχουσα καθ ' οὗ πήγνυται ὁ λόφος ' . . . . αὐλῶνες : οἱ ἐπιμήκεις
6849909 πετρωδη
αὐτὴν καὶ διὰ τὸ ἀποκόπτειν τὰς ἀγκύρας τραχὺν ὄντα καὶ πετρώδη τὸν βυθόν . Κἂν κατ ' αὐτὸν δέ τις
τὰ τείχη σαλεῦσαι . τῶν δὲ Καρχηδονίων ἀντιμαχομένων διὰ τὸ πετρώδη εἶναι τὸν τόπον , δύο μῆνας πολιορκήσας καὶ ἀπογνοὺς
6815930 ὑφορμον
, ἐν ὧι Ἡράκλεια ἡ ὑπὸ Λάτμωι λεγομένη , πολίχνιον ὕφορμον ἔχον . ἐκαλεῖτο δὲ πρότερον Λάτμος ὁμωνύμως τῶι ὑπερκειμένωι
στάδιοι λʹ . ἀκρωτήριόν ἐστιν ὑψηλόν : ἔχει ὕδωρ καὶ ὕφορμον . Ἀπὸ Κριοῦ Μετώπου περίπλους εἰς Βίεννον στάδιοι ιβʹ
6791513 ὀροφον
, ὡς ἑτέρων ἂν τοιούτων ἐπιτεθέντων εἰς αὐτὸν ἀναβαίνειν τὸν ὄροφον . οἰηθείη μὲν ἄν τις οὐκ εἶναι τούτων ὑπερβολήν
ὁδοῦ ναός ἐστιν Ἥρας οὐκ ἔχων ἔτι οὔτε ἄγαλμα οὔτε ὄροφον : τὸν δὲ ἀναθέντα Προῖτον εἶναι τὸν Ἄβαντός φασι
6766881 ἡπλωμενον
παράωρον , ἤγουν ἠμελημένον , ἠφανισμένον . ἤγουν ἔκλυτον , ἡπλωμένον . . ἄτιμον , ἀπόβλητον , μηδεμιᾶς φροντίδος ἀξιούμενον
μέγα , μακρότητα . ἧκε : ἔβαλεν . Ἐκτάδιον : ἡπλωμένον , ἐξηπλωμένον . Ἐπόρουσε : ὥρμησεν . ἔσπασε :
6766110 ἐξαισιον
παρεκελεύοντο σημαίνειν καὶ τὸ παρ ' ἑκατέροις πλῆθος ἐναλλὰξ ἐπαλαλάζον ἐξαίσιον ἐποίει βοήν : πάντες δὲ μετὰ σπουδῆς ἐλαύνοντες τὸ
νεῶν θραυομένων , αἱ μὲν ἐκ τῶν ἐμβολῶν ἀναρρηττόμεναι λακίδες ἐξαίσιον ἐποιοῦντο ψόφον , ὁ δὲ παρὰ τὴν μάχην παρήκων
6723068 στρωμνην
ἐν ταῖς ἀκάνθαις * ἰός : φάρμακον * κοῖτον : στρωμνήν * αὐαλκέου [ ] : ξηραίνοντος τοῖς ἀνθρώποις [
: τῷ ξηρῷ χόρτῳ * στορέσας : στρώσας τὴν χορτώδη στρωμνήν * ἀκρέσπερος : ἐπιμελούμενος τῶν ἔργων , ὡς ἀκρέσπερον
6719096 ῥοδῳ
, καὶ εἰσὶν αὐτοῦ χροιαὶ δύο , ἣ μὲν τῷ ῥόδῳ ἐοικυῖα : ἐκ τούτου δὲ ὁ πλεκόμενος στέφανος κυρίως
, ἴον καὶ νάρκισσος καὶ ῥόδον . μία μὲν τῷ ῥόδῳ καὶ τῷ ναρκίσσῳ ἡ κάλυξ ὅσον εἰς περιγραφήν ,
6703886 Κερας
τῶν κεκαυμένων , ὡς τό γε ξηραίνειν κοινὸν ἅπασιν . Κέρας ἐλάφου καὶ αἰγὸς κεκαυμένον καὶ πεπλυμένον ξηραντικῆς δυνάμεώς ἐστιν
ἐπηρεφὴς ὕλαις . Καθ ' ὃ δὲ λήγει μὲν τὸ Κέρας , ἄρχεται δ ' ὁ τοῦ Πόντου προκείμενος ἰσθμός
6680988 κισσῳ
τινὲς μὲν ὄφεσιν , αἳ δὲ μίλακι καὶ ἀμπέλῳ καὶ κισσῷ : κατεῖχον δὲ ταῖς χερσὶν αἳ μὲν ἐγχειρίδια ,
ἥτε θεῷ πληγεῖσα παρήορον ὄμμα τιταίνει γυμνὸν ἐπισσείουσα κάρη κυανάμπυκι κισσῷ , ὡς ἥγε πτερόεντος ἀναΐξασα νόοιο Κασσάνδρη θεόφοιτος ἐμαίνετο
6679754 ἐλεφαντι
τίς χρεία Φειδίᾳ τῆς τέχνης , μὴ προστιθέντι αὐτὴν τῷ ἐλέφαντι καὶ τῷ χρυσῷ ; Σοφὸς ἦν δήπου καὶ ὁ
εἴρηται μὲν καὶ ἑτέροις , ἐντυχεῖν δὲ καὶ οὗτοί φασιν ἐλέφαντι περὶ Τάξιλα μεγίστην τῶν ἐν Ἰνδοῖς πόλιν , ὃν
6675877 κρηπιδι
τοὺς μεγάλους ἄθλους ἐγεῖραι τὴν πόλιν ἐπ ' Αἰγύπτῳ βουλόμενος κρηπίδι μόνῃ τὴν ἐπιθυμίαν ἐπλήρωσεν . . . ] ]
ἐν τῇ πόλει , τήν τε λίμνην ὀρύξαι καὶ κρηπιδῶσαι κρηπίδι λιθίνῃ , τό τε ῥεῦμα τοῦ ποταμοῦ εἰς αὐτὴν
6665876 αἰγιαλος
ἔχουσι , πέλαγος . Ἐπέδραμον : ἐπιτρέχουσιν . αἰγιαλοῖσι : αἰγιαλὸς παρὰ τὸ αἶα ἡ γῆ καὶ τὸ γείτων καὶ
* κρόκῃσι κρόκαις , αἰγιαλοῖς . κρόκη δὲ λέγεται ὁ αἰγιαλὸς ἀπὸ τοῦ κείρω τὸ κόπτω κερόκη καὶ κρόκη ,
6659904 καταστικτος
οὗτος τὸν Μωσὴν Ἄλφα καλεῖσθαι , διότι ἀλφοῖς τὸ σῶμα κατάστικτος ἦν , καὶ καλεῖ τοῦ ψεύδους τὸν Φίλωνα μάρτυρα
καὶ κυμβάλων στελλόμενοι ἐς τὰς μάχας : καὶ ἐσθὴς αὐτοῖσι κατάστικτος ἐοῦσα , καθάπερ τοῦ Διονύσου τοῖσι βάκχοισιν : Ἡρακλέος
6650715 δασει
διασείουσαν τοὺς σφῆκας : οἱ δὲ προσέρχονται τῷ τῶν τριχῶν δάσει . ὅταν δὲ ἀναπλασθῶσιν αὐτῷ , προσαράττουσι τὴν οὐρὰν
λογιστικὸν ἐπισκιάζουσαι καὶ κωλύουσαι προφανῆμεν αὐξηθέν . ἐγκαταδεδύκαντι δὲ τῷ δάσει τούτῳ παντοῖαι κακότατες ἐκβοσκόμεναι καὶ κωλύουσαι καὶ μηδαμῶς ἐῶσαι
6646147 κρημνοις
ἐπειδὴ δὲ παρεγενήθησαν εἴς τι πεδίον κύκλῳ λόφοις ὑψηλοῖς καὶ κρημνοῖς περιειλημμένον , ἐνταῦθα οἱ Λευκανοὶ πάσῃ τῇ δυνάμει διέκλεισαν
Πρόπτωσις δὲ μήτρας γίνεται πληγαῖς τε κατὰ τῶν νεφρῶν καὶ κρημνοῖς καὶ ἀμέτροις ἐξωθήσεσιν ἐπὶ τῷ κύειν τε καὶ τῶν
6637320 προαστειον
τῶν ἔργων τῶν ἑαυτοῦ τὸ ἐντιμότατον ἔνειμε . καὶ τὸ προάστειον τοῦτο δὴ τὸ πολυύμνητον , τὴν Δάφνην , Σέλευκος
παλαιοῦ τείχους μέρος διακόψας , καθ ' ὃ ἦν τὸ προάστειον , ἕτερον τεῖχος καινὸν προσῳκοδόμησεν , ᾧ περιέβαλε τὸ
6635776 πεπυρακτωμενον
τῆς Αἴτνης ἤμενος ] καθήμενος Μυδροκτυπεῖ ἤτοι χαλκεύει μύδρον καὶ πεπυρακτωμένον σίδηρον : μύδρος δὲ γίνεται ἀπὸ τοῦ μὴ ἔχειν
τὸ αὐτὰ διάφορα ὄντα ἓν γενέσθαι . μύδρον : τὸν πεπυρακτωμένον σίδηρον , παρὰ τὸ μύρεσθαι καὶ διαρρεῖν . πρηόσιν
6616476 Ὀρος
. Φησὶν Εὔδοξον ἱστορεῖν , ὅτι ἐν τῇ κατὰ Ἱερὸν Ὄρος θαλάττῃ τῆς Θρᾴκης ἐπιπολάζει κατά τινας χρόνους ἄσφαλτος .
Τοῦτ ' ] Τὴν Αἴτνην . Ἐφέπεις ] Διοικεῖς . Ὄρος ] Ἐνταῦθα γὰρ ἱερὸν αὐτοῦ . Εὐκάρποιο ] Πολυκάρπου
6610048 φρουρει
αἱ ἐν ῥοδωνιαῖς κάλυκες . καὶ τὸ μὲν περικείμενον ἔλυτρον φρουρεῖ τὸ ἔνδον , καὶ δίκην ἕρκους περιέρχεται , ἰδεῖν
Ἀράγου ποταμοῦ τεττάρων ἡμερῶν ὁδὸν ἔχουσα ἐφ ' ἕνα , φρουρεῖ δὲ τὸ πέρας τῆς ὁδοῦ τεῖχος δύσμαχον : ἀπὸ
6609995 καταρρυτον
, ἀπὸ οἰκιστοῦ Τήνου . ἐκλήθη καὶ Ὑδρόεσσα διὰ τὸ κατάρρυτον εἶναι , καὶ Ὀφιοῦσσα . Ἀριστοτέλης ἐν τῷ περὶ
πλησίον Ἱππωνίου πόλεως ἄλσος τι δείκνυσθαι , κάλλει διάφορον καὶ κατάρρυτον ὕδασιν , ἐν ᾧ καὶ τόπον τινὰ εἶναι καλούμενον
6609408 ὀρει
ὅλμῳ ἢ θυΐᾳ , καὶ πλείστην ποιήσας ἀνθρακιὰν ἐν τῷ ὄρει ἐν ᾧ διάγουσιν , ἀνέμου δηλαδὴ πνέοντος , ἐκ
γηλόφῳ ἕστηκεν ἢ πᾶσα ἐν πεδίῳ ἢ πῆ μὲν ἐν ὄρει πῆ δὲ ἐν πεδίῳ . ἂν μὲν τοίνυν πᾶσα
6583140 ἐπιθημα
ἰσχνότης . Νίκανδρος δὲ ἀντὶ τῆς ἐκμαλθάξεως αὐτὴν τέθεικεν . ἐπίθημα ἔχειν : ἀντὶ τοῦ πῶμα ἔχειν . ἰδίως γὰρ
εὐρόουϲ ποιέειν . τέγξιϲ κεφαλῆϲ ὁκοῖον ἡ ἐν καύϲοιϲι . ἐπίθημα ἐϲ θώρηκα καὶ μαζὸν ἀριϲτερὸν ὁκοῖον ἐν ϲυγκοπῇ .
6569196 δεσμῳ
ἀπολύσαντες ἐς τὸν κρημνὸν κάτω ἀφῆκαν ὡς ἦν ἐν τῷ δεσμῷ , τὴν δὲ παρθένον ἔνδον κατέδησαν , εἶτα ἐδείπνουν
δακτύλιον : ὅτι δεῖ τὸν βίον ἐπιτηδεύειν καὶ μὴ δεῖ δεσμῷ προσάπτειν αὐτόν . Μία πρᾶξις ἀρετῆς οὐ ποιεῖ εὐδαίμονα
6567086 ἐπωμις
ἐοῦσιν ἐκπέσῃ ὁ ὦμος , καὶ μὴ ἐμβληθῇ , ἡ ἐπωμὶς ἀσαρκοτέρη γίνεται , καὶ ἡ ἕξις λεπτὴ ἡ κατὰ
ἐοῦσιν ἐκπέσῃ ὁ ὦμος , καὶ μὴ ἐμβληθῇ , ἡ ἐπωμὶς ἀσαρκοτέρη γίνεται , καὶ ἡ ἕξις λεπτὴ ἡ κατὰ
6566139 Λερνην
] † διὰ τὸ ἐν ὑψηλῷ τινι τόπῳ κεῖσθαι τὴν Λέρνην , ἄκρην εἶπεν ἄκρατος ] † μὴ κεκραμένος ἀλλὰ
Δημήτηρ καὶ Κόρη καὶ Σάραπις καὶ Ποσειδῶν καὶ ὁ τὴν Λέρνην κατέχων Ἴακχος καὶ πολλοὶ πρὸς τούτοις ἕτεροι δαίμονες ,
6566098 ἱναπερ
τὸ συνεστάναι τῷ Λαβδάλῳ : Λάβδαλον τόπος ἐν Σικελίᾳ . ἵναπερ καθεζόμενοι : ὅπου πολιορκοῦντες . τὸν κύκλον : ἤτοι
. ἀπὸ δὲ τῶν Ἀθηνῶν ὁρμηθέντες τὸν Πρύτανιν παρημείψαμεν , ἵναπερ καὶ τὰ Ἀγχιάλου βασίλειά ἐστιν . καὶ οὗτος ἀπέχει
6561201 παρηκων
Οὐενδικὸν κόλπον ἐξίασιν , ὅστις ἀπὸ τοῦ Οὐϊστούλα ποταμοῦ ἄρχεται παρήκων ἐπὶ πλεῖστον . Ἀπὸ δὲ τοῦ Ῥουδῶνος ποταμοῦ ἑξῆς
ἐκδέχεται συναφὴς αἰγιαλὸς ἐπιμήκης καὶ κόλπος ἐπὶ δισχιλίους ἢ πλείονας παρήκων σταδίους , Νομάδων τε καὶ Ἰχθυοφάγων κώμαις παροικούμενος ,
6560587 κρανεσι
: αὐτοὶ δὲ προβάτου φραξάμενοι δέρματι καὶ τελαμῶσι περισφιγξάμενοι πάντοθεν κράνεσί τε χαλκοῖς τὰς κεφαλὰς καλυφάμενοι , χείλη δὲ μόνα
: αὐτοὶ δὲ προβάτου φραξάμενοι δέρματι καὶ τελαμῶσι περισφιγξάμενοι πάντοθεν κράνεσί τε χαλκοῖς τὰς κεφαλὰς καλυφάμενοι , χείλη δὲ μόνα
6560313 ἀνεμῳ
Εἰδόμενος : ὁμοιούμενος . πρηστῆρι : ἀνέμῳ , κεραυνῷ , ἀνέμῳ φυσητῆρι : πρηστὴρ ἀπὸ τοῦ πρήθω τὸ καίω .
Βαλίαν , τὼ ἅμα πνοιῇσι πετέσθην , τοὺς ἔτεκε Ζεφύρῳ ἀνέμῳ Ἅρπυια Ποδάργη βοσκομένη λειμῶνι παρὰ ῥόον Ὠκεανοῖο . ἐν
6557277 πλωτος
τοὺς ἀνθρώπους ἔστε ἐπὶ τὴν Περσίδα γῆν , εἰ δὴ πλωτός τέ ἐστιν ὁ ταύτῃ πόντος καὶ τὸ ἔργον οὐκ
ὡς εἴρηται , διὰ τοῦ τος κλίνονται , οἷον πλώς πλωτός , φώς φωτός , χρώς χρωτός : οἱ δὲ
6547914 φαραγγι
, ἐάν τε ἐν ἀγρίοις τοῖς ὄρεσιν ἐάν τε ἐν φάραγγι , καὶ μέντοι καὶ ἐν αὐλῶνι . εἶτα ἀνεφλέχθη
, τὰ δὲ ἔξωθεν δεινῶς ἀπότομον κρημνοῖς ὀρθίοις καὶ βαθείᾳ φάραγγι ποταμοῦ κύκλῳ περιρρέοντος , πολὺν ψόφον τε καὶ ἦχον
6535561 βαρβαρικῳ
γένος αὐτὸ αὑτῷ οἰκεῖον εἶναι καὶ συγγενές , τῷ δὲ βαρβαρικῷ ὀθνεῖόν τε καὶ ἀλλότριον . Καλῶς γε , ἔφη
γένους τῷ | Ἑλληνικῷ , τοῦ δ ' Ἑλληνικοῦ τῷ βαρβαρικῷ , καὶ τοῦ μὲν στρατιωτικοῦ τῷ κατὰ πόλεις ,
6531110 ἀλσος
Χωρεῖτέ νυν ἱερὸν ἀνὰ κύκλον θεᾶς , ἀνθοφόρον ἀν ' ἄλσος παίζοντες οἷς μετουσία θεοφιλοῦς ἑορτῆς . Ἐγὼ δὲ σὺν
τε ἀπεδέδεικτο καὶ φυτὰ καὶ νεὼς ἐδέχετο καὶ ταχὺ τὸ ἄλσος ἔθαλλε καὶ ἀραῖς ἰσχυραῖς ἐφρουρεῖτο . καὶ πάντα ἦν
6530713 πυκνοις
Ζεύς οἱ μὲν εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀξιοῦσι καταφεύγειν κοτίνοις τότε πυκνοῖς περιπεφραγμένην , Θεμιστοκλῆς δὲ πρὸς τὰς τριήρεις κελεύει μετασκευάζεσθαι
γυναῖκες : αἵδε , Γοργόνων δίκην , φαιοχίτωνες καὶ πεπλεκτανημέναι πυκνοῖς δράκουσιν : οὐκέτ ' ἂν μείναιμ ' ἐγώ .
6527944 ἀναλογουν
ὅτι τὸ εὖτε οὐκ ἔστι χρονικὸν ἀλλ ' ὁμοιωματικόν , ἀναλογοῦν τῷ ἠύτε . . ἡ διπλῆ , ὅτι τινὲς
τῆς κοιλίας οἱονεὶ κύστις . σπλάγχνον δ ' οὐκ ἔχει ἀναλογοῦν . τροφῇ δὲ χρῆται ἔστιν ὅτε καὶ τοῖς τῶν
6527812 Παμφυλιῳ
Κύπρος περιορίζεται πάντοθεν πελάγει , καὶ ἀπὸ μὲν δύσεως τῷ Παμφυλίῳ πελάγει κατὰ περιγραφὴν τοιαύτην : Ἀκάμας ἄκρα . .
νῆσος μεγάλη [ καὶ ἐπιφανεστάτη , κειμένη ] ἐν τῷ Παμφυλίῳ κόλπῳ , [ καθώς φησιν ὁ περιηγητὴς Διονύσιος ”
6520921 ἁλουργεσι
περιττῶς ἐξειργασμένα ταῖς τέχναις : ἦσαν δὲ καὶ οἱ τοῖχοι ἁλουργέσι καὶ διαχρύσοις ἐμπεπετασμένοι ὕφεσι . καὶ δώδεκα τρίκλινα διαστρώσασα
. χρῶνταί γε μὴν οἱ ἁλιεῖς καὶ φοινικοῖς ἐρίοις καὶ ἁλουργέσι καὶ φελλοῖς καὶ ξύλοις : καὶ σιδήρου καὶ ἄλλων
6517846 πεποικιλμενη
τούτου μονόλιθος ἦν ὀροφή , φάτναις διαγεγλυμμένη καὶ γραφαῖς διαφόροις πεποικιλμένη . εἶχε δὲ τῆς πατρίδος τῆς ἑκάστου τῶν βασιλέων
ποικίλον πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένον , οὕτω καὶ αὕτη πᾶσιν ἤθεσιν πεποικιλμένη καλλίστη ἂν φαίνοιτο . καὶ ἴσως μέν , ἦν
6516126 περιστυλος
. ἔχεται δὲ τῆς ἀγορᾶς ναὸς ἀρχαῖος στοαῖς ἐν κύκλῳ περίστυλος , ὁ δὲ ὄροφος κατερρύηκε τῷ ναῷ καὶ ἄγαλμα
τοῖς ἐπιγενομένοις . εἰσελθόντι μὲν γὰρ τὸν περίβολον οἶκος ἦν περίστυλος , ἑκάστης πλευρᾶς ἐκ τετταράκοντα κιόνων ἀναπληρουμένης , καὶ
6515513 τριπλῳ
συκῆς εἰς τρία ἔσχισται τριπετεῖ ] ἤγουν τρίσχιστον τριπετῆ ] τριπλῷ νέκταρι ] οἴνῳ γλυκεῖ μίξαις ] μῖξον αὐανθεῖσαν ]
ἔνθα καὶ ἡ Βύρσα ἦν , ἐπὶ τοῦ αὐχένος , τριπλῷ τείχει . τούτων δ ' ἕκαστον ἦν ὕψος μὲν
6507423 λιμνη
τε καὶ Ἴμβρου παιπαλοέσσης ἔνθορε μείλανι πόντῳ : ἐπεστονάχησε δὲ λίμνη . ἣ δὲ μολυβδαίνῃ ἰκέλη ἐς βυσσὸν ὄρουσεν ,
ἡ λίμνη οὐκ ἔχειν εἴσπλουν ἐστὶ φαίνουσα . Ἡ δὲ λίμνη αὕτη ἐστὶ μεγάλη , τὸ περίμετρον ἔχουσα ὡς σταδίων
6493937 παλιρροιαις
λέγονται κύματα ἐξερχόμενα καὶ πάλιν εἰσερχόμενα . διαύλοις οὖν ταῖς παλιρροίαις τῶν κυμάτων . δίαυλοι δὲ τὰ ἔνθεν καὶ ἐκεῖθεν
καὶ τοὐναντίον ἀφαυαίνουσι : καὶ πελαγῶν ἐργάζονται τροπὰς ἐξαναχωρούντων ἢ παλιρροίαις χρωμένων : εὐρεῖς γὰρ ἔστιν ὅτε κόλποι θαλάττης ὑποσυρείσης
6493531 χωμα
γαστέρας , καὶ πολλοὶ καὶ ἀπώλλυντο , μέχρι ποτὲ τὸ χῶμα ἠγέρθη καὶ τὰ τείχη τῶν πολεμίων τύπτοντες μηχαναῖς μέρος
, ἐν ἀριστερᾷ εἰς Ἀκαδημίαν ἀπιόντων , οὐ μέγα τὸ χῶμα καὶ ἡ στήλη χαμαί : πλὴν ἀλλ ' ἔστεπταί
6487644 εὐμεγεθη
τοῖς δικτύοις φασὶ τοὺς προειρημένους περιλαμβάνειν ἀγκῶσι μεγάλοις αἰγιαλοῦ κύκλον εὐμεγέθη : γίνεσθαι δὲ τὸν προειρημένον λίθον ἐκ κόγχης στρόμβῳ
τοσαύτης εὐδαιμονίας . Φιλοτησίαι τὸ ἐπὶ τούτῳ , καὶ σκύφον εὐμεγέθη τινὰ αἰτήσας προὔπιέν σοι τῷ διδασκάλῳ , ἢ ὁτιδήποτε
6481156 Ἀκεσινης
τὸ πᾶν ὕδωρ Ἀκεσίνην παρέχεται καλούμενον : αὖθις δὲ ὁ Ἀκεσίνης οὗτος ξυμβάλλει τῷ Ὑδραώτῃ , καὶ παραλαβὼν τοῦτον ἔτι
ὡς δὲ συνέμιξεν ὁ Ὑδραώτης τῷ Ἀκεσίνῃ , ὅτι ὁ Ἀκεσίνης κρατεῖ τοῦ Ὑδραώτου [ ἐν ] τῇ ἐπωνυμίᾳ ,
6477173 πεδιαδα
εἰς τὸν Ὠκεανὸν ἀφορίζει τὴν Ἰνδικήν : πολλὴν δὲ διεξιὼν πεδιάδα χώραν δέχεται ποταμοὺς οὐκ ὀλίγους πλωτοὺς , ἐπιφανεστάτους δὲ
ποταμῶν ῥεόντων διὰ τῆς Γαλατίας καὶ τοῖς ῥείθροις ποικίλως τὴν πεδιάδα γῆν τεμνόντων , οἱ μὲν ἐκ λιμνῶν ἀβύσσων ῥέουσιν
6475987 Καϋστρου
λέπας , τόθι Κίλβιν ἀεργοί ἵπποι χιλεύουσι καὶ ἀντολαί εἰσι Καΰστρου . Νῦν δ ' ἄγε τοι ῥίζας ἐρέω ὀφίεσσιν
' ἑκάστην ἐκδοὺς ποίημα . Μετὰ δὲ τὴν ἐκβολὴν τοῦ Καΰστρου λίμνη ἐστὶν ἐκ τοῦ πελάγους ἀναχεομένη καὶ ἐφεξῆς ἄλλη
6472646 ποταμῳ
τὰ νοήματα : ταῦτα γὰρ ἐννήχεται καὶ ἐγγίνεται ὡς ἐν ποταμῷ τῷ λόγῳ , ζῴοις ἐοικότα καὶ ψυχοῦντα αὐτόν :
ὅσον σταδίους ἑξήκοντα . ἔστι δὲ καὶ πόλις ὁμώνυμος τῷ ποταμῷ , μέγιστον τῶν βαρβάρων ἐμπόριον μετὰ τὸ Παντικάπαιον .
6471720 κατασκιον
. ἐσμοί : τάξεις , πλήθη . Σκιάουσιν : ἢ κατάσκιον ποιοῦσιν . ἄλυτον : ἀδιάλυτον , οἷον μὴ ἀναλυόμενον
τὸ δὲ δέκατον ὄρος εἶχε δένδρα μέγιστα , καὶ ὅλον κατάσκιον ἦν , καὶ ὑπὸ τὴν σκέπην τῶν δένδρων πρόβατα
6471191 σχοινῳ
ἐκτὸς τῆς θαλάσσης . ἐνέχονται : δεσμοῦνται . Μηρίνθῳ : σχοίνῳ . πολυδινέϊ : πολυκινήτῳ . πεπτηυῖαι : κείμεναι :
τῷ περιφερεῖ στρογγύλῳ σκάφει δὲ ἤτοι λιμένι τῶν Λαιστρυγόνων , σχοίνῳ : σχοῖνος δὲ εἶδος φυτοῦ μεθ ' οὗ πλέκουσι
6461590 Μεθανα
Ἐπίδαυρος πόλις καὶ λιμὴν , Πρασία πόλις καὶ λιμὴν , Μέθανα πόλις καὶ λιμήν . Εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλαι πολλαὶ
πανταχόθεν . μεταξὺ δὲ Τροιζῆνος καὶ Ἐπιδαύρου χωρίον ἦν ἐρυμνὸν Μέθανα καὶ χερρόνησος ὁμώνυμος τούτῳ : παρὰ Θουκυδίδῃ δὲ ἔν
6453796 σχιζομενη
τρῆμα κοινὸν στρογγύλον ἴσον εὖρος τῷ πάχει τοῦ νεύρου : σχιζομένη δ ' αὐτίκα τῷ μὲν ἑτέρῳ τῶν μερῶν ὀπίσω
ἄλλῳ [ καὶ ἄλλῳ ] πλάτει , μετὰ δὲ ταῦτα σχιζομένη καὶ τελευτῶσα εἰς δύο κόλπους πελαγίους , τὸν μὲν
6447728 συνηρεφης
ἦμεν . μικρὸν δὲ ἄπωθεν τῶν ἐπαυλίων πέτρα τις ἦν συνηρεφὴς κατὰ κορυφὴν δάφναις καὶ πλατανίστοις , ἑκατέρωθεν δὲ μυρρίνης
ἦν γάρ τις οὐ πολὺ ἀπέχων ἱερὸς χῶρος ὕλῃ βαθείᾳ συνηρεφὴς , καὶ πέτρα κοίλη πηγὰς ἀνιεῖσα : ἐλέγετο δὲ
6447636 λιθινον
, εἰς Σέριφον ἦλθε καὶ δείξας ταύτην τῷ Πολυδέκτῃ , λίθινον αὐτὸν ἐποίησεν . καὶ τοῦτο δὲ γελοιότερον , ἄνδρα
διαβοήσας εἶπεν ὁ Χαρικλῆς , Οὐκοῦν τὸ θῆλυ , κἂν λίθινον ᾖ , φιλεῖται . τί δ ' , εἴ
6447275 διειλημμενην
Οὐδ ' ὁπωστιοῦν , ἔφη . Ἀλλὰ [ καὶ ] διειλημμένην γε οἶμαι ὑπὸ τοῦ σωματοειδοῦς , ὃ αὐτῇ ἡ
δὲ τὴν πομπὴν πέμπουσιν ἕπονται τελείαν ἐξ ἀγέλης βοῦν ἄγοντες διειλημμένην δεσμοῖς τε καὶ ὑβρίζουσαν ἔτι ὑπὸ ἀγριότητος . ἐλάσαντες
6442484 πελτην
τὸ κράνος ἐλάμβανε πληγάς , οὐκ ὀλίγας δὲ εἰς τὴν πέλτην ἐδέχετο : τέλος δὲ τοξευθεὶς ὑπὸ τὸν μαστὸν ἔπεσεν
ὡς ἐκ πάνυ λαμπρᾶς οὐσίας τὸν ἄθλιον χλαμύδιον ἁρπάσαντα καὶ πέλτην οἴχεσθαι στρατευσόμενον : Βακχὶς δὲ ἡ τὸν ἐραστὴν φιλοῦσα
6442276 χελωναις
νήσους κατοικοῦντες βάρβαροι κατὰ τοῦτον τὸν καιρὸν ἠρέμα προσνήχονται ταῖς χελώναις : πρὸς ἑκάτερον δὲ μέρος πλησιάσαντες , οἱ μὲν
στρατευμάτων , ὁ σὸς στρατηγὸς καὶ πάλιν Νικηφόρος κριοῖς , χελώναις , σφενδόναις ἐπιτρέπει βάλλειν τὸ τεῖχος , τὰς ἐπάλξεων
6440920 Σικελη
' εἰς ἄνεμον τεκμαίρεται ὁλκὸν ἑκάστη , Τυρρηνὴ ζέφυρον , Σικελὴ νότον , Ἀδριὰς εὖρον . αὐτὰρ ὑπὲρ Σικελῆς χθονὸς
καὶ ἡ μὲν Τυρσηνικὴ νεύει ἐπὶ ζέφυρον , ἡ δὲ Σικελὴ τὸν ὅρμον καὶ τὴν ὁλκὴν ἔχει ἐπὶ νότον ,
6436530 χασμα
νῦν ἐς τοσοῦτον λελέχθω . Παρὰ τοῖς Ἀριανοῖς τοῖς Ἰνδικοῖς χάσμα Πλούτωνός ἐστι , καὶ κάτω τινὲς ἀπόρρητοι σύριγγες καὶ
καὶ προορᾶν , ὡς μὴ ἐς βόθρον ἢ τάφρον ἢ χάσμα κατενεχθείη ὁ ἵππος , ὅτε γε δι ' ἕλους
6429093 χρυσεη
ὁ νηὸς χρυσοῦ τε πολλοῦ ἀπολάμπεται καὶ ἡ ὀροφὴ πᾶσα χρυσέη . ἀπόζει δὲ αὐτοῦ ὀδμὴ ἀμβροσίη ὁκοίη λέγεται τῆς
δὲ τοῦ κρίκου τῆς θύρας “ ἀργύρεον δ ' ὑπερθύριον χρυσέη τε κορώνη . ” ἐπὶ δὲ τῆς τοῦ τόξου
6424112 ὑφαλοις
μετ ' ἐξουσίας αὐταῖς : τοὺς γὰρ νικηθέντας ἐλάσας ταῖς ὑφάλοις αὐτὰς πέτραις ἐναποκλείει . Τῇ πείρᾳ δὲ τοῦτο μαθόν
τὸν Μυὸς ὅρμον , ὄντως δὲ ἀκάθαρτον : καὶ γὰρ ὑφάλοις χοιράσι καὶ ῥαχίαις ἐκτετράχυνται καὶ πνοιαῖς καταιγιζούσαις τὸ πλέον
6420147 κλειθρον
Κύπριοι κατὰ τὸν ἄλλον λιμένα τὸν ἐκ Σιδῶνος φέροντα οὐδὲ κλεῖθρον τοῦτόν γε ἔχοντα εἰσπλεύσαντες εἷλον εὐθὺς ταύτῃ τὴν πόλιν
μέλαινα δὲ βοῦς ἐκ πελάγους πρὸς αὐτοὺς διενήχετο καὶ τὸ κλεῖθρον τοῦ στόματος ὑποδῦσά τε καὶ ἐς τὴν πόλιν ἐσδραμοῦσα
6416190 λασιῳ
ἡδονὰς πάσας δ ' ἐπιθυμίας χορηγίαις ἀφθόνοις ἀνάψασιν ὥσπερ φλόγα λασίῳ ὕλῃ κεχυμένῃ . κατὰ δὲ τὸν μέγαν κατακλυσμὸν ὀλίγου
δέμας ἄμμορον , ἡ δέ νυ χροιή οἵη περ τάπιδος λασίῳ ἐπιδέδρομε τέρφει : κράατι δ ' ἐμβαρύθει , ἐλάχεια
6416021 γεφυρα
δὲ τοῖς τελείοις ἔοικεν ἡ μαθηματικὴ ὥσπερ κλῖμάξ τις καὶ γέφυρα διαβιβάζουσα ἡμᾶς ἀπὸ τῶν πάντῃ ἐνύλων ἐπὶ τὰ πάντῃ
Μαιάνδρῳ κατὰ τὸ πρὸς τῇ Φρυγίᾳ μέρος , ἐπέζευκται δὲ γέφυρα : χώραν δ ' ἔχει πολλὴν ἐφ ' ἑκάτερα
6413628 βαθειαις
τῆς Σπάρτης ἐπὶ τοῦ πολέμου τοῦ πρὸς Δημήτριον τάφροις τε βαθείαις καὶ σταυροῖς τετειχισμένης ἰσχυροῖς , τὰ δὲ ἐπιμαχώτατα καὶ
μεγάλη ᾖ , ἢ ὅλον τὸ δέρμα διαιροῦντας πολλαῖς καὶ βαθείαις ἀμυχαῖς καὶ ἐάσαντας ἀπορρυῆναι τὸ αἷμα τῶν φαρμάκων ἐπιτιθέναι
6411092 ἱστιῳ
, τῆς ἱστοκεραίας παθούσης τι δεινόν : ἔοικε γὰρ τῷ ἱστίῳ καὶ τῇ καταρτίῳ τῆς νεὼς ὅλης διὰ τὰς βύρσας
ἐπανήγοντο , λαθόντες τὸν Σύφακα . ἀλλ ' ὃ μὲν ἱστίῳ χρώμενος παρέπλευσεν αὐτοὺς ἀδεῶς καὶ κατήχθη , ὁ δὲ
6409246 ἀνιεισα
καὶ ὁ ἀκούων , ἦ μάλα δή τινα Κύπρις Ἀχαιϊάδων ἀνιεῖσα Τρωσὶν ἅμ ' ἑσπέσθαι , τοὺς νῦν ἔκπαγλ '
ἐκεῖθεν ἱερὸς χῶρος ὕλῃ βαθείᾳ συνηρεφὴς καὶ πέτρα κοίλη πηγὰς ἀνιεῖσα , ἐλέγετο δὲ Πανὸς εἶναι τὸ νάπος , καὶ
6406022 γηλοφῳ
Ἀλέξανδρος ἔχων τοὺς ἀπὸ τῶν ἵππων καταβεβηκότας πεζοὺς πρὸς τῷ γηλόφῳ ἦν . καὶ οὗτοι ἐπιγενόμενοι μόγις ἐξέωσαν τοὺς Ἰνδοὺς
ἑκάστην σχήματα ἀδύνατον περιλαβεῖν , ἢ πᾶσα ἐν ὄρει καὶ γηλόφῳ ἕστηκεν ἢ πᾶσα ἐν πεδίῳ ἢ πῆ μὲν ἐν
6405120 Κορυδαλλος
. Ὑπὲρ δὲ τῆς ἀκτῆς ταύτης ὄρος ἐστὶν ὃ καλεῖται Κορυδαλλός , καὶ ὁ δῆμος οἱ Κορυδαλλεῖς : εἶθ '
πόλις Ῥοδίων . Ἑκαταῖος Ἀσίᾳ . τὸ ἐθνικὸν Κορυδαλλεῖς . Κορυδαλλός , δῆμος τῆς Ἱπποθοωντίδος φυλῆς . ὁ δημότης Κορυδαλλεύς
6400031 ὑπονομον
φλυκτὶς φλύκταινα ἐπιμήκης , μάλιστα περὶ βουβῶνας καὶ μασχάλας . ὑπόνομον ἕλκος , ὃ καὶ βάθος ἔχει καὶ κόλπους .
δὲ μεταξὺ Λαοδικείας καὶ Ἀπαμείας λίμνη , καὶ βορβορώδη καὶ ὑπόνομον τὴν ἀποφορὰν ἔχει πελαγία οὖσα : φασὶ δὲ καὶ
6391389 ἐπιχαλκος
, ἐπεί ἐστιν ὑπὸ τῷ χαλκῷ : λέγεται δὲ καὶ ἐπίχαλκος , τουτέστιν ἐφ ' ἑαυτῆς ἔχουσα τὸν χαλκόν .
Ἀριστοτέλης , ἥτις ἴτυν οὐκ ἔχει , οὐδ ' ἔστιν ἐπίχαλκος , οὐδὲ βοὸς ἀλλ ' αἰγὸς δέρματι περιπεπταμένη ,
6388063 πελτη
ὅτι ὁ μὲν ἀετὸς ἐπὶ πέλτη ἐπεποίητο ἑστὼς , ἡ πέλτη δὲ ξυλωτῆ ἐπέκειτο . . . ἐνῆν καὶ ταῦτα
τὸ πελταστικὸν δὲ κουφότερον μὲν τυγχάνει ὂν τοῦ ὁπλιτικοῦἡ γὰρ πέλτη σμικρότερον τῆς ἀσπίδος καὶ ἐλαφρότερον , καὶ τὰ ἀκόντια
6380179 δυσβατον
ἐνταῦθα διακινδυνεύειν : καὶ γὰρ στενὸν ἦν ταύτῃ ἐπιεικῶς καὶ δύσβατον τὸ χωρίον . ὁ δ ' Ἀγησίλαος ἰδὼν ταῦτα
πολλή τις ἤπειρος ἡ μέση , ἤ τι τοιοῦτον ὄρος δύσβατον , ἀφίημι τὴν αἰτίαν : εἰ δὲ πόλις ἡμᾶς
6367341 πετρα
μήτε χλιαρὰ μήτε πικρὰ , ἀλλ ' ἡδίστη . Ἀγέλαστος πέτρα : ἐπὶ τῶν λύπης προξένων ἡ παροιμία : ἐπ
τῶν κρημνῶν ῥίψαντες σφᾶς ἀπέθανον . εἴχετό τε Ἀλεξάνδρῳ ἡ πέτρα ἡ τῷ Ἡρακλεῖ ἄπορος γενομένη καὶ ἔθυεν ἐπ '
6364526 μελαιναις
σκηνὴ τριωρόφοις οἰκοδομήμασι , πεποικιλμένη παραπετάσμασι καὶ ὀθόναις λευκαῖς καὶ μελαίναις , βύρσαις τε παταγούσαις καὶ χειροτινάκτῳ πυρί , ὀρύγμασί
οὕτως Αἰγύπτιοι κατασκευάζουσι : καὶ τοὺς τοίχους δὲ λευκαῖς καὶ μελαίναις διαποικίλλουσι πλινθίσιν , ἐνίοτε δὲ καὶ τοῖς ἀπὸ τῆς
6362901 φαραγξ
σταθμὸν ἐποιοῦντο : τό τε γὰρ χωρίον ἀπόρρυτον ἑκατέρωθεν , φάραγξ βαθεῖα καὶ σύσκιος , καὶ διὰ μέσου ποταμὸς οὐ
ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων , αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν ; γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι
6361170 εὐκαρπον
, ἱεροδούλων κατοικίαν ἔχον τρισχιλίων σχεδόν τι καὶ χώραν ἱερὰν εὔκαρπον , παρέχουσαν πρόσοδον ἐνιαύσιον ταλάντων πεντεκαίδεκα τῷ ἱερεῖ :
ὁ φοινικών , μεμιγμένην ἔχων καὶ ἄλλην ὕλην ἥμερον καὶ εὔκαρπον , πλεονάζων δὲ τῷ φοίνικι , ἐπὶ μῆκος σταδίων
6356457 κρημνωδες
τοῦ τε λόφου καὶ τῶν ἔνδοθεν περιαυλισμάτων ἐπὶ μέγα ἐκτεινόμεναι κρημνῶδες ἀτεχνῶς καὶ δυσέμβολον οὐχ ἧσσον ἀπεδείκνυσαν τὸ χωρίον .
ἄστρα ἐθηεῖτο : καὶοὐ γὰρ ἐς μνήμην ἔθετοθηεύμενος ἐς τὸ κρημνῶδες ἐκβὰς καταπίπτει . Μιλησίοισι μέν νυν ὁ αἰθερολόγος ἐν
6354913 δρυμον
τῶι Κρητί ἐστι πεποιημένον : πάρ τε τρηχὺν Ἐλαιὸν ὑπὲρ δρυμόν τε Λύκοιο . 〚 ὡς δὲ ὁ Πανδίονος οὗτος
δύω καὶ ἐείκοσι πάσας . Πάρ τε τρηχὺν Ἐλαιὸν ὑπὲρ δρυμόν τε Λύκοιο Κλῦθί μοι εὐχάων Ἀρακυνθιὰς εὐπατέρεια . Αὐχένος
6351879 κατεβαλε
τοῦ ἅρματος , πλήξας ξίφει τὸν Οἰνόμαον ἀπὸ τοῦ δίφρου κατέβαλε , καὶ ταῦτα πράξας πρὸς Πέλοπα ἀπεχώρησεν . Πεσόντος
πλείους ἐγένοντο , ᾔσθοντο οἱ ἐκ τῶν πύργων φύλακες : κατέβαλε γάρ τις τῶν Πλαταιῶν ἀντιλαμβανόμενος ἀπὸ τῶν ἐπάλξεων κεραμίδα
6349650 εἰσπλουν
δὲ τὰς ἐσχατιὰς τῆς ὑπωρείας κεῖται λιμὴν σκολιὸν ἔχων τὸν εἴσπλουν , ἐπώνυμος Ἀφροδίτης . ὑπέρκεινται δὲ τούτου νῆσοι τρεῖς
ἀπεδοκίμασαν , δι ' ἑτέρου δὲ στόματος ἔγνωσαν ποιεῖσθαι τὸν εἴσπλουν . διὸ πλεύσαντες πελάγιοι πρὸς τὸ μὴ καθορᾶσθαι τὰς
6343198 κολπῳ
. . . κγ γοʹ λβ δʹ Καὶ ἐν Νουμιδικῷ κόλπῳ , Αὔδου ποταμοῦ ἐκβολαί . . . . .
εἰ μή μ ' Εὐρυνόμη τε Θέτις θ ' ὑπεδέξατο κόλπῳ Εὐρυνόμη θυγάτηρ ἀψορρόου Ὠκεανοῖο . τῇσι παρ ' εἰνάετες
6339626 ὀρειον
οὐδὲ γεωργοῦμεν εἴσω τείχους μείζονα χῶρον ἢ κατοικοῦμεν , οὐδὲ ὄρειον τὸ κάλλος τῆς πόλεως καὶ διεσπασμένον , ἀλλ '
: ἐπὶ τῶν τοὺς ὅρους καὶ τὸ μέτρον ὑπερβαινόντων : ὄρειον γὰρ ὄρος ἐστὶ , εἰς ὃ οἱ ὅροι τῶν
6333651 ὑπερυψηλον
τῶν Περσῶν : καὶ ἔδοξεν αὐτῷ ὀχυρὸν τὸ χωρίον : ὑπερύψηλόν τε γὰρ ἦν καὶ ἀπότομον πάντῃ καὶ τριπλῷ τείχει
, ἀλλὰ πιστεύοντες γὰρ τοῦ χωρίου τῇ ὀχυρότητι , ὅτι ὑπερύψηλόν τε ἦν καὶ πάντῃ ἀκριβῶς τετειχισμένον , οὐδὲν ξυμβατικὸν
6331519 κεραμῳ
οἶδε πολεμήϊα ἔργα ξυνεπελάβοντο : ἐβοήθησαν , συνεφήψαντο . τῷ κεράμῳ : ἤγουν ταῖς κεραμίσι . παρὰ φύσιν ὑπομένουσαι :
' ἡδυπρόσωπος , ὃν Ἥφαιστος κάμεν ἕψων , Ἀττικῷ ἐν κεράμῳ πέττων τρισκαίδεκα μῆνας . αὔταρ ἐπεὶ δόρποιο μελίφρονος ἐξ
6326019 ἑπτασταδιον
περὶ ἑβδομήκοντα καὶ ἑκατόν . ἐνταῦθα δ ' ἔστι τὸ ἑπταστάδιον ὅπερ ἔζευξε Ξέρξης , τὸ διορίζον τὴν Εὐρώπην καὶ
: τὴν ναῦν . ζυγὸν ἀμφιβαλών ] ἐγεφύρωσε γὰρ τὸ ἑπταστάδιον ταῖς ναυσὶ συνδήσας αὐτὰς καὶ γῆν ἐπιβαλὼν , ὥστε
6319193 ληϊον
τὸ λᾷον : κατάτεμνε , θέριζε . λᾷον δὲ τὸ λήϊον Δωρικῶς διὰ τοῦ α . κατάβαλλε τὸ λᾷον :
: ἐν δ ' ἄροσις λείη : μάλα κεν βαθὺ λήϊον αἰεὶ εἰς ὥρας ἀμόῳεν , ἐπεὶ μάλα πῖαρ ὑπ
6317259 βυσσινου
χῶμα , διὰ τὸ μὴ δύνασθαι ὀρύττειν . κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματος : τὸ τοῦ βυσσίνου πέπλου χῶμα παρακομίζουσα πρὸς
. μηχανήσομαι ] ἐκ μηχανῆς ποιήσω . θ τῷ τοῦ βυσσίνου πέπλου κόλπῳ τὴν γῆν παρακομίζουσα , ὡς ἐπιβάλλειν μέλλουσα
6316908 ὀροφη
. ὄρφνη ἡ νὺξ ἡ ὀρφανὴ φωτὸς , ἢ καὶ ὀροφή τις οὖσα καὶ ἀποσκίασις . εἰδώλοισιν : ὁμοιώμασι ,
στατοὶ χιτῶνες , οἱ γὰρ συρόμενοι συρτοί . ὄροφος καὶ ὀροφή : ἡ στέγη . ὅσιον χωρίον : τὸ βέβηλον
6313777 χειροπληθεις
: λίθους . ἵησι : πέμπει . Χερμάδας : λίθους χειροπληθεῖς . ἁψάμενος : ἀναδήσας , πέμψας , προσεγγίσας .
συμπεπηγέναι . εὑρίσκουσι δ ' ἀθρόας κατὰ μικρὰ πολλὰς ὅσον χειροπληθεῖς ἢ μικρῷ μείζους ὅταν ἀπαμήσωνται τἄνω : ἐλαφρὰ δὲ
6310717 ἐγκοιλον
κοτύλης δεούσας . Ἀπολλόδωρος δὲ ποτηρίου τι γένος ὑψηλὸν καὶ ἔγκοιλον . πᾶν δὲ τὸ κοῖλον κοτύλην ἐκάλουν οἱ παλαιοί
' ἀπολογίζεται . Ἀπολλόδωρος δὲ ποτηρίου τι γένος ὑψηλὸν καὶ ἔγκοιλον . πᾶν δὲ τὸ κοῖλον κοτύλην , φησίν ,
6310593 σιδηρα
αὐτὸν φλὸξ πυρός , καὶ ἐτάκησαν πάντα τὰ περὶ αὐτὸν σίδηρα , καὶ ἰάσατο κύριος τὸν Μανασσῆν ἐκ τῆς θλίψεως
ἔστι δὲ μία τῶν Αἰολίδων . λέγεται δέ , ὅτι σίδηρα διάφορα θέντες ἐν αὐτῇ ναῦται ἕωθεν εὑρήκασιν αὐτὰ ἐκ
6308567 νησιδια
σταδίους : ἡ δὲ Πόλα ἵδρυται μὲν ἐν κόλπῳ λιμενοειδεῖ νησίδια ἔχοντι εὔορμα καὶ εὔκαρπα , κτίσμα δ ' ἐστὶν
' αὕτη πρὸ τῆς Ἀντιπόλεως . ἄλλα δ ' ἐστὶ νησίδια οὐκ ἄξια μνήμης , τὰ μὲν πρὸ τῆς Μασσαλίας
6306650 πορθμῳ
Ἄργεννον ἄκρον λθʹ ∠ ʹʹ ληʹ Ϛʹʹ Μεσσήνη ἐν τῷ πορθμῷ λθʹ ∠ ʹʹ ληʹ λʹʹ Ὄρη δέ ἐστιν ὀνομαστὰ
ἐλέγετο εἶναι περὶ τὴν Ἰταλίαν , ὅ ἐστιν ἐν τῷ πορθμῷ . γ ἣν τέκε Φόρκῳ : Ἀκουσίλαος Φόρκυνος καὶ

Back