γὰρ τῶν πόρρω καὶ ἀνέκαθέν μου κακῶν ψαύσεις καὶ ὑπομνήσεις ὀνειδίζουσά μοι ; ἀντὶ τοῦ : καὶ τὰ δυστυχηθέντα τῇ
γὰρ τῶν πόρρω καὶ ἀνέκαθέν μου κακῶν ψαύσεις καὶ ὑπομνήσεις ὀνειδίζουσά μοι ; ἀντὶ τοῦ : καὶ τὰ δυστυχηθέντα τῇ
5289423 ὀργιλη
, ἔπαρέ την : ἔσται γὰρ ὑπερήφανος ἡ γυνὴ καὶ ὀργίλη , μὴ πειθομένη τῷ ἀνδρί , τοῦτον δὲ λοιδοροῦσα
Καλλίστην , ὕστερον δὲ Θήραν . ζαμενής : ἡ ἄγαν ὀργίλη καὶ πικρά . τὸ δὲ ἐπίθετον ἐκ τῆς ἱστορίας
5213575 λοιδορουσα
δὲ μάλιστα δούλοις γυνὴ μὴ παρόντος ἀνδρὸς βοῶσά τε καὶ λοιδοροῦσα καὶ πᾶν ὅ τι προστάξειεν ὀξέως βουλομένη πληροῦσθαι ,
Ἀθηναίους , ὦ μόνοι ὦτοι τῶν Ἑλλήνων , ἔφη , λοιδοροῦσα ἐκείνους ὡς ῥᾷον ἀπατωμένους οἷς ἀκούουσιν . . .
5174290 πειθομενη
ὀργιζομένη τὸν ἄνδρα , ἀναιδής , μήτε λόγῳ μήτε ἔργῳ πειθομένη τῷ ἀνδρί , ἀλλὰ λοιδοροῦσα καὶ ὀνειδίζουσα αὐτόν ,
γυναικὸς κρατεῖν . σωφρονοῦσα μὲν οὖν καὶ πάντα τῷ γεγαμηκότι πειθομένη γυνὴ κυρία τοῦ οἴκου τὸν αὐτὸν τρόπον ἦν ,
5090539 σῳ
' ἀκαμάτοισιν ἐτεκτήναντο Κύκλωπες , δώσω ἐελδομένῃ : σὺ δὲ σῷ κρατερόφρονι θυμῷ αὐτὴ χεῖμ ' ἀλεγεινὸν ἐπ ' Ἀργείοισιν
, ἀτὰρ δόρυ Μηριόνῃ ἥρωϊ πόρωμεν , εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλοις : κέλομαι γὰρ ἔγωγε . Ὣς ἔφατ
4954424 εἰπουσα
πεπωκότα ὡς εἶδεν , λαμπρὸν ἀνωλόλυξε καὶ τὴν θεὸν προσεκύνησεν εἰποῦσα χάριν οἶδά σοι , ὦ πολυτίμητε Ἄρτεμι , ὅτι
τῇ ἰδίᾳ θυγατρὶ ὁ πατήρ , ἀπόρρητόν τι ἡ μήτηρ εἰποῦσα τῷ υἱῷ ἀπήγξατο , πυνθάνεται ὁ πατὴρ τὸ ἀπόρρητον
4826955 κλεπτῃ
τὰ ' κείνου φαγόντων . ὁ οὖν Κάνδιδος εὑρὼν ἀφορμὴν κλέπτῃ λυσιτελοῦσαν φύλαξ μὲν ὧν ἐπιστεύθη κακὸς ἦν , ἐχθροὺς
, ἐάν τις ἢ τὴν πόλιν προδιδῷ ἢ τὰ ἱερὰ κλέπτῃ , κριθέντα ἐν δικαστηρίῳ , ἂν καταγνωσθῇ , μὴ
4766714 φοβουμενη
' ἐν ἡμέραι . οἴμοι : προσῆλθεν ἐλπίς , ἣν φοβουμένη πάλαι τὸ μέλλον ἐξετηκόμην γόοις . ἀτὰρ τίς ἁγών
παρ ' αὐτοῦ , ἐπιθυμοῦσα μὲν τῆς ἐνθάδε οἰκήσεως , φοβουμένη δὲ τὸν Φρυνίωνα διὰ τὸ ἠδικηκέναι μὲν αὐτή ,
4745150 τεξεται
οὖν τις στέψῃ μετ ' αὐτοῦ γυναῖκα δυστοκοῦσαν , πάραυτα τέξεται ἀπόνως . ἐὰν δὲ ἐν ταῖς καθάρσεσι δυσκολαίνει τις
χαρήσῃ Ϛ οὐ δεῖ σε δανείσασθαι ἄρτι . περίμεινον ζ τέξεται ταχυθάνατον θῆλυ η κινηθήσῃ τοῦ τόπου σου ταχὺ ἐπὶ
4719337 κορη
μοι δραχμῆς . οὐ φιλοτάριχος οὐδαμῶς εἰμ ' , ὦ κόρη . οἷα δ ' ἡ χώρα φέρει διαφέροντα πάσης
Ἄρτεμιν . ἐλάμβανε δὲ τὴν ἱερωσύνην τῆς θεοῦ τότε ἔτι κόρη παρθένος . Ἀριστοκράτης δέ , ὥς οἱ πειρῶντι τὴν
4714016 δεσποινα
ἕσπεο : σὺν δὲ τύχᾳ ναίεις Μεταπόντιον , ὦ χρυσέα δέσποινα λαῶν : ἄλσος τέ τοι ἱμερόεν Κάσαν παρ '
ἀνδρὶ πρεσβύτῃ τέκνα δίδωσιν ὅστις οὐκέθ ' ὡραῖος γαμεῖ : δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή . ὦ γῆρας , οἷον
4698198 θρηνουσα
χρόνον ὁ παῖς αὐτῆς ἄταφος μένει , βαρὺ ἀναστένουσα καὶ θρηνοῦσα εὖ μάλα λιγέως ὦ τέκνον εἶπεν , ἀλλὰ σὺ
: ἐμοὶ δὲ ἀποθανεῖν καλῶς ἔχει σωφρονούσῃ . Ταῦτα ἔλεγε θρηνοῦσα καὶ μηχανὴν ἐζήτει τελευτῆς . Ὁ δὲ Ἱππόθοος ὁ
4692800 κατεφλεξεν
ὁ Ξάνθος : ” ἑστῶτός μου τὴν κεφαλὴν ὁ ἥλιος κατέφλεξεν ἄν , τοὺς δὲ πόδας μου ἐν τῷ οὐρεῖν
τὰς Ῥωμαίων ναῦς ἐωθεῖτο καὶ ἐλυμαίνετο καὶ ὀλίγου τὸν στόλον κατέφλεξεν . μετὰ δὲ οὐ πολὺ Κηνσωρῖνος μὲν ἐς Ῥώμην
4655927 τεκουσα
τὴν φήμην αἰδουμένη , / τὸν μὲν Σύρισκον ἀφαντοῖ , τεκοῦσα δὲ τὸ βρέφος / ἐν τοῖς ἀγροῖς ἐκτίθεται :
' ἐφώνει “ δυστυχὴς ἀποθνῄσκω : τὰ σπλάγχνα γάρ , τεκοῦσα , πάντα μου πίπτει . ” ἡ δ '
4549183 νυμφιῳ
μὲν ἐοικυίας τῇ νύμφῃ παρθένους , αἱ δὲ προσομοίους τῷ νυμφίῳ μνηστῆρας εὔχοντο κτήσασθαι , τὸ δὲ πλῆθος ὠμωμόκει τῶν
μὲν τῶν ἀρρένων ξυνωρίδα παιδεύσει , τὸ δὲ θῆλυ συνάψει νυμφίῳ καὶ τὴν παστάδα κοσμήσει λόγον ᾄδων γαμήλιον , φαντάζεσθε
4547520 ποθῳ
μὴ ἀγαπᾷ τὴν ἐφ ' ἑαυτῶν ἰδίαν στάσιν , ἀλλὰ πόθῳ τῆς ἀρχαίας φύσεως εἰς ἓν συννένευκεν , ταῦτα κατὰ
, καὶ τοὺς ἄλλους συνεπιλήψεσθαι λογισμῷ τε τῆς ἐλευθερίας καὶ πόθῳ τῆς πολιτείας . ἔτι γὰρ ᾤοντο τὸν δῆμον εἶναι
4542949 δανεισῃ
: Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Διονυσοδώρου . ὅταν τις ναυτικὸν δανείσῃ δάνειον ἐπὶ τῷ καὶ ἐνθένδε πλεῦσαί ποι κἀκεῖθεν ἐνθάδε
ἀπόδημος : ἔγημε γάρ Ϛ οὐκ ἀποδώσεις ἃ ὀφείλεις ζ δανείσῃ καὶ εὐθὺς αὐτὰ δαπανήσεις η τέξεται μετὰ κινδύνου κόρην
4528472 ἀγγελῳ
καλόν ἐστι τῷ ἀγγέλῳ τῆς δικαιοσύνης ἀκολουθεῖν , τῷ δὲ ἀγγέλῳ τῆς πονηρίας ἀποτάξασθαι . τὰ μὲν περὶ τῆς πίστεως
. βλέπεις οὖν , φησίν , ὅτι καλόν ἐστι τῷ ἀγγέλῳ τῆς δικαιοσύνης ἀκολουθεῖν , τῷ δὲ ἀγγέλῳ τῆς πονηρίας
4506996 τυπτουσα
. 〛 ἐᾶν : Καταλιμπάνειν . . ἡ τὴν κεφαλὴν τύπτουσα δηλ . λέγει . αἱ γὰρ γυναῖκες , ὅταν
Λητὼ δὲ μεταβαλοῦσα πάντας ἐποίησε βατράχους : καὶ λίθῳ τραχεῖ τύπτουσα τὰ νῶτα καὶ τοὺς ὤμους κατέβαλε πάντας εἰς τὴν
4503839 θαλαμῳ
ὁδοί τε βραχεῖαι . κεῖνο κεῖν ' ἆμαρ διαίτασεν : θαλάμῳ δὲ μίγεν ἐν πολυχˈρύσῳ Λιβύας : ἵνα καλλίσταν πόλιν
πῶς γάρ φησιν εἰς Ἀΐδαο δόμον , καὶ πάλιν ἐν θαλάμῳ κατέβα ; καὶ ἐξηγούμενοι περιττεῦον λαμβάνουσι τὸ ἐν θαλάμῳ
4473928 ἁγνος
ἄμφω γὰρ ἑνὸς ὀνόματα κύρια : τὸ δὲ ἄγνος καὶ ἁγνὸς καὶ ἀργὸς καὶ Ἄργος ἕτερα . ποικίλη δὲ καὶ
δέρμα ἰχνεύμονος ἢ φώκης ἢ ἐλάφου ἢ γυπὸς καὶ φόρει ἁγνὸς ὤν . εἰ δὲ καὶ χρυσώσῃς ἔξωθεν , κάλλιον
4453027 κομιζουσα
σταυρῷ τὸν ἄνδρα τηρούσης . ἡ γὰρ τριήρης ἡ Χαιρέαν κομίζουσα πλανωμένῳ τῷ κέλητι περιπίπτει καὶ τὸ μὲν πρῶτον ὡς
ἐκροφῆσαι τὸν ἐγκέφαλον : διὸ καὶ ἀπεστράφη ἡ Ἀθηνᾶ τότε κομίζουσα αὐτῷ τὴν ἀθανασίαν . τὸ μὲν οὖν ἀπὸ πατρὸς
4450000 ἐπιστασα
πρωτεῖα τῷ Πλούτῳ . Ἀλλ ' ἐὰν τούτου ἤδη ἀνακηρυττομένου ἐπιστᾶσα ἡ Ἡδονή , τῇ ἔνι μὲν φιλότης , ἔνι
καὶ ἀκολάστως εἶχε ξυνῆν τε οὐδ ' ὡς λαθεῖν : ἐπιστᾶσα γὰρ ἡ μήτηρ τῇ εὐνῇ τῆς μὲν ἄμφω ,
4431250 βαθυστερνου
, θρέπτειραν ἐυστεφάνου Διονύσου . κλῦθι , θεά , πόντοιο βαθυστέρνου μεδέουσα , κύμασι τερπομένη , θνητῶν σώτειρα μεγίστη :
βάσσαισιν Ἰσθμοῦ δεξαμένῳ στεφάνους , τὰ δὲ κοίλᾳ λέοντος ἐν βαθυστέρνου νάπᾳ κάρυξε Θήβαν ἱπποδˈρομίᾳ κρατέων : ἀνδρῶν δ '
4420519 λιπαρει
κρατεῖν ; τοῦτ ' οὐκέτ ' ἂν πύθοιο , μηδὲ λιπάρει . ἦ πού τι σεμνόν ἐστιν ὃ ξυναμπέχεις .
τρ ! ! ! [ ] ! αμαν . ] λιπάρει ] πίθοιϲ : ] ! ! [ ] υ
4420406 δυστυχει
λόγος οὕτως : τί τὸ αὐτὸ θηρίον ἐν παντὶ τόπῳ δυστυχεῖ περὶ τὰ πολεμικὰ καὶ ἐν γῇ καὶ ἐν ναυμαχίᾳ
οὐκ ἀντιθεραπεύεται , ἐλέγχει τὸ ἄνισον . Ὁ φίλος λανθάνων δυστυχεῖ , ὁ κόλαξ μὴ λανθάνων . Φιλία βασανιζομένη κρατύνεται
4413233 δουλη
δοῦλον αὐτὸν καλεῖ , Γ διὰ τὴν Κοισύραν , ἥτις δούλη ἦν , ὥς φησιν ἐν Νεφέλαις . Γ ἐπὶ
γὰρ ἡ ἐλευθέρα παρ ' Ἀττικοῖς , παῖς δὲ ἡ δούλη . Μένανδρος ἐν Δακτυλίῳ ἐπὶ τοῦ † δάου †
4411862 ὡρασι
τινος λαβὼν ὀφείλεθ ' ὅσα δεδωκὼς ἦν πάλαι . Μὴ ὥρασι * μετὰ τῶν κακῶν ἵκοιθ ' ὁ τοὺς θέρμους
. ὅτι Ποσειδῶνος εὕρημα οἱ ἐρέβινθοι . ΘΕΡΜΟΙ . μὴ ὥρασι μετὰ τῶν κακῶν ἵκοιθ ' ὁ τοὺς θέρμους φαγών
4408252 ἡλιε
κοτύλῃ , χαλκῆν μυῖαν , ἔξεχ ' ὦ φίλ ' ἥλιε , τρυγοδίφησις , μηλολάνθη , χελιχελώνη , σκανθαρίζειν ,
. ναί , δέσποτα μακρόθυμε , πολυέλεε κύριε , νοητὲ ἥλιε , βασιλεῦ τῆς δόξης , τῶν κατ ' ἐμὲ
4399230 παρεστωσα
ἐν τοῖς ἧττον ἐλέγχεσθαι δυναμένοις μέρεσιν ἀπέκρυψεν . ἡ δὲ παρεστῶσα πλησίον ἡμῶν ζάκορος ἀπίστου λόγου καινὴν παρέδωκεν ἱστορίαν :
ἐὰν ἐξαναστῇ . τῆς δὲ γυναικὸς [ ἐτύγχανε γὰρ αὐτῷ παρεστῶσα ] πυνθανομένης : „ καὶ πόθεν αὐτὰ ἀποδώσεις „
4377625 φορτῳ
, ἔνθα μηδὲν μήτ ' αὐτῇ συμβαίῃ δεινὸν μήτε τῷ φόρτῳ μήτε μὴν τοῖς ἐμπλέουσι . Τοῦτο ὥσπερ κανών ἐστιν
, ὑβριστής τ ' ὤλεσε Λὶψ ἄνεμος νηί τε σὺν φόρτῳ τε : κόνιν δέ σου ἀμφιμέλαιναν δέξαντ ' οἰζυροί
4369784 θαρσει
μὲν ἀληθείας τότε , ἀναμιμνήσκεται δὲ ἐνθάδε ἐκείνων : καὶ θαρσεῖ μὲν τότε , σφάλλεται δὲ νῦν . Ἡ δὲ
ἀργύριον ἦι , πάντα θεῖ κἠλαύνεται . ὅ τοι κακὸς θαρσεῖ μάλ ' αὐτόθεν [ ἔπειτα φεύγει ] . γυναικάνδρεσσι
4360308 ἁγνη
θεοὶ ῥεῖα ζώοντες , ἕως μιν ἐν Ὀρτυγίῃ χρυσόθρονος Ἄρτεμις ἁγνὴ οἷς ' ἀγανοῖσι βέλεσσιν ἐποιχομένη κατέπεφνεν . ὣς δ
πρὸ τοῦ ἱεροῦ ὦ μεγίστη θεῶν , μέχρι μὲν νῦν ἁγνὴ μένω νομιζομένη σή , καὶ γάμον ἄχραντον Ἁβροκόμῃ τηρῶ
4353397 φιλη
οὖν τοῦ τιμιωτέρου οὕτω καλείσθωσαν , ὡς τὸ Τεῦκρε , φίλη κεφαλή . Ἐπειδὴ ἔγνωμεν τὰ σημαινόμενα τῶν διαφορῶν ,
δωροδοκῆσαι λέγεται . πόλις δὲ Λέσβου τῆς νήσου Μιτυλήνη , φίλη μὲν Ἀθηναίοις καὶ σύμμαχος , ὕστερον δὲ νεωτερίσασαν καὶ
4341238 ἀνδρι
τάδε ἀναπίμπλαμεν ; οἵτινες παραφρονήσαντες καὶ ἐκπλώσαντες ἐκ τοῦ νόου ἀνδρὶ Φωκαιέϊ ἀλαζόνι , παρεχομένῳ νέας τρεῖς , ἐπιτρέψαντες ἡμέας
ἠβουλήθη τὸ τοῦ Ἀπόλλωνος λέχος διαφυλάξαι καθαρὸν καὶ κατὰ νόμους ἀνδρὶ συνελθεῖν . Τὸ δὲ ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφιδίαν οὕτω λέγε
4333098 περιπτυχαι
εἶδεν , ἀνέκραγεν : Ἀπόλωλα , πέπλων μ ' ὤλεσαν περιπτυχαί . : Ἀποφάρσις , ἡ ἑταίρα , ὡς Ἡγήσανδρος
τὸν ἥδιστον κέρα . ἀπόλωλα : πέπλων μ ' ὤλεσαν περιπτυχαί . κακός σε δαίμων καὶ κακὴ τύχη λάβοι .
4332779 νυμφιος
, πάντας ἐψυχαγώγησεν : ἦν δὲ διθυραμβοποιός . καὶ ὁ νυμφίος Φιλόξενε , εἶπε , καὶ αὔριον ὧδε δειπνήσεις :
, εἰ γάμου χρῄζεις , μηδ ' ἄγριος θὴρ ἀλλὰ νυμφίος γίνου . ” ὁ δὲ πτερωθεὶς τῇ δόσει τε
4318392 Πηλει
. . . ἧς ὁ Κύκνος ἐβασίλευσε . Σοφοκλῆς ἐν Πηλεῖ . καὶ ἐν Ποιμέσι ” βοὴν κυκνῖτιν „ .
γαῖα καθέξει : ἡ διπλῆ ὅτι συνεβίω ἡ Θέτις τῷ Πηλεῖ καὶ ὅτι οὐκ ἀπεκόμιζον τὰ ὀστᾶ τῶν τετελευτηκότων ἐπὶ
4312659 ἀλγυνει
γάρ , ὥσπερ ἡ παροιμία , πόνος μονωθεὶς οὐκέτ ' ἀλγύνει βροτούς . πέλας δὲ ταύτης δεινὸς ἵδρυται Κράγος ἔνθηρος
τὸν τυγχάνοντα . ἀλγύνει ] εὑρεθείς τινι ἀλγύνει ἐκεῖνον . ἀλγύνει ] λυπεῖ . θ ἀλγύνει ] λυπεῖ ἕτερον .
4310256 ἐπιτολμησαι
ὡρικωτέρας . καὶ τὰ μὲν πρῶτα ἐγκαρτερεῖν , τελευτῶντα δὲ ἐπιτολμῆσαι τῷ λέχει τῷ ξένῳ καὶ ὁμιλεῖν αὐτῇ : τῇ
πασῶν : καὶ τὰ μὲν πρῶτα ἐγκαρτερεῖν , τελευτῶντα δὲ ἐπιτολμῆσαι τῷ λέχει τῷ ξένῳ καὶ ὁμιλεῖν αὐτῇ . τῇ
4308873 νεκρῳ
ἐν κόρυθι βριαρῇ : ὃ δ ' ἄρα πρηνὴς ἐπὶ νεκρῷ κάππεσεν , ἀμφὶ δέ μιν θάνατος χύτο θυμοραϊστής .
ἀλλήλων ἀποθανεῖν , ἔργασαι τοῦτο , μεῖναί με σωφρονοῦσαν τῷ νεκρῷ . Ταῦτα ηὔχετο , καὶ προῄεσαν τῆς ὁδοῦ ,
4307246 Τυχη
, ἐμοὶ δὲ ἀντὶ πύργου , τὸν θεῖον ἥρπασεν ἡ Τύχη , τὸν μὲν πρότερον , ἡ δὲ οὐκ ἐνεγκοῦσα
φρέαρ ἐκοιμᾶτο . μέλλοντος δὲ αὐτοῦ ὅσον οὔπω καταπίπτειν ἡ Τύχη ἐπιστᾶσα καὶ διεγείρασα αὐτὸν εἶπεν : „ ὦ οὗτος
4291202 ἑκουσα
περικαλλοῦς καὶ περιμαχήτου ἡδονῆς ἐστι τὰ μεγάλα μυστήρια : ἅπερ ἑκοῦσα ἀπεκρύψατο δέει τοῦ μὴ γνόντα σε ἀποστραφῆναι τὴν εἰς
: κοὐδέποθ ' ἑκοῦσα τἀνδρὶ τὠμῷ πείσομαι . κοὐδέποθ ' ἑκοῦσα τἀνδρὶ τὠμῷ πείσομαι . Ἐὰν δέ μ ' ἄκουσαν
4269714 δυν
ὡς εἴ τε πυρὸς σέλας , ἐν δέ οἱ ἦτορ δῦν ' ἄχος ἄτλητον : ὃ δ ' ἄρα Τρωσὶν
λαμπέσθην ὡσεί τε πυρὸς σέλας , ἐν δέ οἱ ἦτορ δῦν ' ἄχος ἄτλητον : ὁ δ ' ἄρα Τρωσὶν
4264398 τροφος
τροφῆς θρέψαι τραφῆναι , τροφεύς , εὔτροφος ἔντροφος σύντροφος , τροφός τρόφιμος , παρατρέφεσθαι συντρέφεσθαι ἀποτρέφεσθαι ὑποτρέφεσθαι . ἀπὸ δ
δὲ ἡ μὲν συγγενὴς Αἰνείου λέγεται γενέσθαι , ἡ δὲ τροφός . τελευτῶντες δὲ ἀφικνοῦνται τῆς Ἰταλίας εἰς Λωρεντόν ,
4261892 ξενῳ
μαθόντες , δικάζεσθαι μὲν τοῖς γείτοσι πολλοῖς οὖσιν ἢ τῷ ξένῳ οὐκ ἐδοκιμάζομεν , δεδιότες μὴ συκοφάνται δόξωμεν τοῖς πολλοῖς
, καταλείπει δὲ ἔχουσαν ἐν τῇ γαστρὶ παρὰ Λυκόρτᾳ , ξένῳ μὲν ὄντι αὐτοῦ , παροικοῦντι δὲ ἐν πόλει Φηγίᾳ
4246715 θρασεια
γόμφοισιν ἐμπρίων † μιμούμενος † λυμεῶνι σώματος θαλάσσαι : ἤδη θρασεῖα καὶ πάρος λάβρον αὐχέν ' ἔσχες ἐμ πέδαι καταζευχθεῖσα
. ἡ δὲ ἑρμηνεία καὶ πάνυ πως ἁρμόζει , εἰ θρασεῖα εἴη καὶ τετολμημένη , καὶ ἥ τε λέξις πολλὴν
4242036 μεθημερινοις
ἔχων καὶ ξύλον ; ἢ ὡς ἡ μήτηρ σου τοῖς μεθημερινοῖς γάμοις ἐν τῷ κλεισίῳ τῷ πρὸς τῷ Καλαμίτῃ χρωμένη
συνηθείᾳ φαμὲν τὸν κακουργότατον . Ὡς ἡ μήτηρ σου τοῖς μεθημερινοῖς γάμοις ἐν τῷ κλισίῳ τῷ πρὸς τῷ Καλαμίτῃ χρωμένη
4239897 πεπρωται
χθὲς ἄδικοι χεῖρες ἐνέπρησαν , τόνδε σοὶ τὸν ἄνδρα ἀναστῆσαι πέπρωται . ” θαυμάσαντος δὲ τοῦ βασιλέως τὸν λόγον ”
νῦν λυθῆναί με ἀλλὰ μετὰ πολλὰς πημονάς κρᾶναι ] τελέσαι πέπρωται ] μεμοίρασται μυρίαις ] πολλαῖς πημοναῖς ] βλάβαις δύαις
4237478 γαμουντι
. Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα . Δέσποινα γὰρ γαμοῦντι νυμφίῳ γυνή . Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας
αὔτ ' ἀνείλετο ; Ἄρχιππος δ ' εἰπὼν ἐν Ἡρακλεῖ γαμοῦντι ἀνδρῶν ἄριστος καὶ μάλιστ ' ἐμοὶ ξένος , ἀτὰρ
4225588 τιτθη
μητρὸς αὐτῶν γενομένη . ὑπὲρ μὲν οἴνου μηδὲ γρῦ , τίτθη , λέγε : ἂν τἄλλα δ ' ᾖς ἄμεμπτος
Δωδωναῖε „ . καὶ Κρατῖνος Ἀρχιλόχοις ” Δωδωναίῳ κυνὶ βωλοκόπῳ τίτθη γεράνῳ προσεοικώς ” . καὶ τὸ θηλυκὸν Δωδωνίς ἀπὸ
4221762 ἀμειβομαι
δῆλον ὡς οὐκ ἀτιμάσεις ἐπιστολὴν οὗ τιμᾷς τοὺς λόγους . ἀμείβομαι δέ σε τῷ μέγα φρονεῖν , ὅτι δοκεῖς εἶναι
' , ὅκοι πόδες φέρωσιν , ὀφθαλμοὺς . . . ἀμείβομαι Μούσῃσι πρὸς θύρῃς ᾄδων , καὶ δόντι καὶ μὴ
4213484 ἀντιπραττουσης
προσέθηκε τῷ λόγῳ τὸ εἰς ὅσον ἐγχωρεῖ . δυνάμεως γὰρ ἀντιπραττούσης , οὐκ ἂν παραληφθείη οὐχ ὅτι λουτρὸν , ἀλλ
κατὰ τέχνην . Φύσεως χρεία διὰ τί ; ἐπειδὴ φύσεως ἀντιπραττούσης πάντα κενά . Τί δὲ εἰ φύσιν τις ἔχοι
4212845 ἐνδυσα
βασιλέως στολὴν ἐνδῦναι : ἐθρήνει γὰρ ἰσχυρῶς τὸν Κῦρον : ἐνδῦσα δὲ ἐφάνη καλλίστη γυναικῶν , καὶ παραχρῆμα ὁ Ἀρταξέρξης
καὶ ἡ λυσιωιδὸς εἰσῆλθεν ἐστεφανωμένη τὸν τῆς Ἀρετῆς στέφανον , ἐνδῦσα καὶ τὴν πορφυρᾶν ἐσθῆτα . γέλωτος οὖν πολλοῦ καταραγέντος
4211935 πλησιασει
δύο , οἷς καὶ ὕσπληξ καὶ ἄλλο ὄστρακον ἐπικείσεται . πλησιάσει δὲ πάντως ὁ κόσσυφος ὁ τροφῆς ὀρεγόμενος καὶ ἐν
ἂν δέοιτο ψυχῆς ; Καὶ τὸ σῶμα τῷ πέρατι αὐτοῦ πλησιάσει τῇ ψυχῇ , οὐχ αὑτῷ . Πολλὰ δὲ καὶ
4209738 τεθνηκοτι
ῥίπτοντι Δωτιεὺς ἀνὴρ ἀγχοῦ προσῆψεν Ἔλατος ἐν δισκήματι μηδὲ τῷ τεθνηκότι τὸν ζῶντ ' ἐπαρκεῖν αὐτὸν ὡς θανούμενον ὡς †
μὴ πρὸ χειρῶν : ἕτεραι Τρῳάδες φέρουσι σκῦλα Φρυγῶν τῷ τεθνηκότι : θανῇ γὰρ οὐ θανοῦσα : καίτοι συνθαπτομένη τῷ
4209373 υἱει
οὕνεκ ' ἄρ ' αὐτὴν κεῖνος ἐνὶ Τρώεσσιν ἑῷ πάρος υἱέι δίῳ Εὐρυμάχῳ ἀτίταλλεν ἐνὶ μεγάροισιν ἄκοιτιν . Ὃς δ
πεφραδέτην , ὅσα περ πέπρωτο γενέσθαι ἀμφὶ Κρόνῳ βασιλῆι καὶ υἱέι καρτεροθύμῳ : πέμψαν δ ' ἐς Λύκτον , Κρήτης
4206207 βακχευμασιν
γυναικῶν . καὶ μύροις ἐλούετο καὶ ἔφασκεν ὅτι : κἀν βακχεύμασιν οὖς ' ἥ γε σώφρων οὐ διαφθαρήσεται . κωμῳδῶν
ἀεί ] τοῦτο : σκοπεῖν χρή : καὶ γὰρ ἐν βακχεύμασιν οὖς ' ἥ γε σώφρων οὐ διαφθαρήσεται . ὁρᾶις
4204643 χρῃζεις
τε καὶ φυλάξεται στίβος : σὺ δ ' εἴ τι χρῄζεις , φράζε δευτέρῳ λόγῳ . Ἀχιλλέως παῖ , δεῖ
ἂν εἴπῃς ἱστορούμενος βραχύ . Λέγ ' , εἴ τι χρῄζεις : καὶ γὰρ οὐ σιγηλὸς εἶ . Τὴν αἰχμάλωτον
4202976 παρθενος
. . ὡς ὄφελεν καὶ Φρίξον , ὅτ ' ὤλετο παρθένος Ἕλλη , κῦμα μέλαν κριῶι ἅμ ' ἐπικλύσαι :
εὔδαιμον γένος κυοφορεῖν , Ἰσαάκ . ἡ δ ' ἀεὶ παρθένος ὑπὸ ἀνδρός , ᾗ φησι , συνόλως οὐ γινώσκεται
4193959 κακη
] , σιγᾶν . γυνὴ γὰρ τἄλλα μὲν φόβου πλέα κακή τ ' ἐς ἀλκὴν καὶ σίδηρον εἰσορᾶν : ὅταν
. Ξ φίλου ] ἐνταῦθα τὸ πατρός . ἐχθρά ] κακή . ἐχθρά ] ἡ μισητή . Ξ γράφεται τελεῖ
4192006 μορῳ
πρὸς τῶν μάγων πεπονθότος τιμωρέειν ἐμοί , οὗτος μὲν ἀνοσίῳ μόρῳ τετελεύτηκε ὑπὸ τῶν ἑωυτοῦ οἰκηιοτάτων : τούτου δὲ μηκέτι
τυχοῦσα : παύσει . ἢ σχήσει : τίνι μόρῳ : μόρῳ μὲν τῷ θανάτῳ , πότμῳ δὲ τῇ προφάσει .
4184370 φιλτατον
εἶτα βαρύφωνος γέρων , τηθίδος πατήρ , ἔπειτα γραῦς καλοῦσα φίλτατον . ὃ δ ' ἐπινεύει πᾶσι τούτοις . οὐθεὶς
βλέπεις τ [ καὶ πρῶτον αὐτὴν κατὰ μόνας [ τὸν φίλτατον καὶ τὸν γλυκύτατον [ ] ! οτρ ? ?
4181110 ἐδεσματι
κατὰ τὴν κοιλίαν . εἰ δὲ θελήσαις ὡς τροφίμῳ μόνον ἐδέσματι χρῆσθαι τῇ σαρκὶ τούτου , προαφεψήσας ἐν ὕδατι μεταθήσεις
ἀγγεῖον γέμον μέλιτος ζέοντος . καὶ τὸ μὲν ὄνομα τῷ ἐδέσματι προσέθηκε τὸ φύλλον , ἡ δὲ μῖξις πάντα ἐξ
4174071 ἀνελῃς
. Μὴ τοίνυν , ὦ βασιλεῦ , δόξαν οὕτω καλὴν ἀνέλῃς , ἀλλ ' ἐνθυμοῦ μέν , ὡς ἐοικέναι δεῖ
καὶ εὐγενείᾳ ὑψουμένους αἱ σαὶ χεῖρες ἤτοι σὺ καταξανεῖς καὶ ἀνέλῃς . λέγει δὲ τὸν Ἕκτορα διὰ τὸ ἀνελεῖν τὸν
4170662 φιλης
οὐ πλεύσεις καλῶς β ὁ συνεχόμενος ἀπολυθήσεται γ ἀπαλλαγήσῃ τῆς φίλης ὅτε οὐκ ἐλπίζεις δ γενήσῃ ἐπίσκοπος ὅτε οὐκ ἐλπίζεις
: ὅθεν μοι πρώτα φάτις : ὅθεν , ἐκ τῆς φίλης δηλονότι . ὅπου πρῶτον ἔμαθον τὴν Φαίδραν κακουμένην ἔσω
4170472 ἀεκοντος
' αὐτοῦ χωόμενον κατὰ θυμὸν ἐϋζώνοιο γυναικὸς τήν ῥα βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρων : αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ἐς Χρύσην ἵκανεν ἄγων ἱερὴν
ἐτήτυμον , ὄφρ ' ἐῢ εἰδῶ , ἤ σε βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρα νῆα μέλαιναν , ἦε ἑκών οἱ δῶκας ,
4167064 αἰχμαλωτῳ
τε πλοῦτος δοκεῖ ἀγαθὸν τῷ πλουτήσαντι καὶ ἡ ἐλευθερία τῷ αἰχμαλώτῳ , δόξειεν ἂν ἀγαθὸν εἶναι τὸ μοιχεῦσαι ἢ τὸ
οἷοι νῦν βροτοί εἰσιν . Αὐτίκα ἐν πρώτῳ λόγῳ ἐπὶ αἰχμαλώτῳ ἐρασταὶ δύο , ὁ μὲν θρασὺς καὶ ἐπιμανής ,
4165008 δακνῃ
δίαιτα χρηστὴ ἔστω , ὡς μὴ τὸ οὖρον δριμὺ γενόμενον δάκνῃ τε καὶ ἐρεθίζῃ τὰ ἕλκη . Παρηγορεῖν δὲ καὶ
. Οὕτω δὲ ἰσχυρά ἐστιν , ὥσθ ' ὁπόταν τι δάκνῃ , τιτρώσκει οὐκ ἀνθρώπου δέρμα μόνον , ἀλλὰ καὶ
4161035 ἐκκειμενῳ
ἐν ἀριστερᾷ , ἵν ' ἐκκλίνοι τὸν ἀτμὸν τοῦ πυρὸς ἐκκειμένῳ τῷ γόνατι ἀφιστὰς τὴν χεῖρα . πρόσωπα δὲ ὀφείλεται
τῶν ὀρέων τιθεῖ . Ὡς δὲ τρίτη ἡμέρη τῷ παιδίῳ ἐκκειμένῳ ἐγένετο , ἤιε ἐς πόλιν ὁ βουκόλος , τῶν
4160220 κρυπτουσα
λίθους μὴ εὕροι εἰς τὸ ἀμύνεσθαι καὶ διωκομένη καταληφθείη , κρύπτουσα τὴν κεφαλὴν ὅλον νομίζει κρύπτειν τὸ σῶμα καὶ διασπαράττεται
, ᾧ καθωμολόγητο ὑπὸ τοῦ πατρὸς ἐπὶ γάμῳ , καὶ κρύπτουσα τὸ πάθος ἀπόρρητον ἐπειδὴ [ δὲ ] τῶν ἀπὸ
4159997 νυμφη
ἡ τροφὸς Ποσειδῶνος . . . εἴρηται δὲ Ἄρνη ἡ νύμφη πρότερον Σινόεσσα καλουμένη , ὅτι τὸν Ποσειδῶνα λαβοῦσα παρὰ
: νύμφη , τροφὸς Ποσειδῶνος , εἴρηται δὲ Ἄρνη ἡ νύμφη Σινόεσσα καλουμένη , ὅτι τὸν Ποσειδῶνα λαβοῦσα παρὰ τῆς
4149842 νομισασα
μελλόντων : ἀρτηθεῖσα γὰρ καὶ ἐκκρεμασθεῖσα ἐλπίδος χρηστῆς καὶ ἀνενδοίαστα νομίσασα ἤδη παρεῖναι τὰ μὴ παρόντα διὰ τὴν τοῦ ὑποσχομένου
ἐπὶ κακοποιΐᾳ ἐπέσχεν ὥσπερ φειδομένη ; ῥητέον οὖν ὅτι ὥσπερ νομίσασα πάντα ἐξεληλυθέναι τὰ κακὰ τὸ πῶμα τῷ πίθῳ ἐπέβαλεν
4149370 μητηρ
φρονήσειν Χαιρέαν , ὅταν πλουτῇ μὲν αὐτός , ἡ δὲ μήτηρ γάμον πολυτάλαντον ἐξεύρῃ αὐτῷ ; μνησθήσεται ἔτι , οἴει
δὲ ὁ τοῦ ἀνδρὸς πατὴρ τῇ νύμφῃ καὶ ἑκυρὰ ἡ μήτηρ , οἷον τῇ Ἑλένῃ , φησίν , ὁ Πρίαμος
4149263 Περση
ἔχοι πεῖραν τῶν κατὰ θάλατταν . τύνη δ ' ὦ Πέρση : σὺ δὲ ὦ Πέρση τῶν γεωργικῶν ἔργων ἀεὶ
κατὰ παρολκὴν κεῖται . Ὁ δὲ νοῦς τοιοῦτος : ὦ Πέρση , μὴ ἀργὸς ἐν ταῖς ἀγοραῖς καὶ τοῖς πωλητηρίοις
4146133 ταμια
μὴ ταμία ] . Ταμίᾳ ] Βασιλεῖ . Ὄφρα μὴ ταμία ] * ὅς γέ τις οὐ ταμίᾳ χρὴ γράφειν
κατέλιπον παρ ' οἷς ἦν ἡ δαίς : καὶ ἡ ταμία λαβοῦσα εἶχεν , ἵνα ἄν τις ἀφίκηται ξένος ,
4144577 Μοιραις
χρύσεον κέρας τρίψει γέμοντα μαλθακῆς ὑπ ' ὠλένης . Ἕρμιππος Μοίραις : οἶσθά νυν ὅ μοι ποίησον ; τήνδε νῦν
αὐτὸς μὲν προαπαλλαξόμενος , σοῦ δὲ εἰς τόδε ἀμυνοῦντος . Μοίραις δὲ ἄρα οὐ ταὐτὰ ἐψήφιστο . ἀλλ ' ἐγὼ
4142183 ζυθῳ
ἢ ζ ἐπίβαλλε φοίνικας πατητοὺς καὶ ἅμα λεάνας δὸς ἐν ζύθῳ πίνειν προλούσας τὴν γυναῖκα , λέγω δὲ νῆστιν ,
οἶνον ὃν δὴ καλοῦσι Λιβυκόν , ᾧ δὴ καὶ τῷ ζύθῳ τὸ πολὺ φῦλον χρῆται τῶν Ἀλεξανδρέων : σκώπτονται δὲ
4141939 Παλαιστρα
μετρίαν γὰρ ἐλήλυθεν ὁδόν . ταῦτα εἰπόντος τὸ παιδισκάριον ἡ Παλαίστρα ἄγει με καὶ δείκνυσί μοι κάλλιστον οἰκημάτιον : καί
ἑαυτοὺς εὖ πρὸς τὴν νύκτα , λέγει πρός με ἡ Παλαίστρα : Τοῦτο μὲν πάντως δεῖ σε μνημονεύειν , ὦ
4136769 κυνι
: ἐγώ εἰμι ἡ ἐν τῷ ἄστρῳ τῷ ἐν τῷ κυνὶ ἐπιτέλλουσα : ἐμοὶ Βούβαστος ἡ πόλις ᾠκοδομήθη . χαῖρε
τῶν Διογένη καὶ Ἀντισθένη καὶ Κράτητα ἐπιγραφομένων καὶ ὑπὸ τῷ κυνὶ ταττομένων , οἳ τὸ μὲν χρήσιμον ὁπόσον ἔνεστι τῇ
4136671 γενῃ
' , ὦ οὗτος , σοί γε , κἂν θύλαξ γένῃ , οὐ προσελεύσομαι . ” ὁ λόγος δηλοῖ ,
ἐσίγησεν . “ ἀλλὰ δέομαί σου , Διονύσιε , μὴ γένῃ τοῖς τυμβωρύχοις ὅμοιος μηδὲ ἀποστερήσῃς με πατρίδος καὶ συγγενῶν
4135037 παρκατελεκτο
ὅ μιν ἑκάεργος ἀνήρπασε Φοῖβος Ἀπόλλων : τῇ ὅ γε παρκατέλεκτο χόλον θυμαλγέα πέσσων ἐξ ἀρέων μητρὸς κεχολωμένος , ἥ
, τὸ κοιμῶμαι , οἷον : τῷ δ ' ἄρα παρκατέλεκτο γυνή : ῥηματικὸν ὄνομα , λέγεται , ὃν καὶ
4133934 γαμῳ
ἔαρος , εἶτα μετοπώρου . Ἐπίχαρμος δ ' ἐν Ἥβας γάμῳ : αἰ δὲ λῇς , σαργοί τε χαλκίδες τε
τὸ ὁρῶσα συναπτέον τὸ ἀστεργάνορα παρθενίαν εἰσορῶς ' ] βλέπουσα γάμῳ ] τοῦ Διός δαπτομέναν ] δαμαζομένην δυσπλάνοις ] κακῶς
4132661 τηιδ
θανεῖν καὶ ς ' , ὦ τάλαιν ' , ἔδοξε τῆιδ ' ἐν ἡμέραι . οἴμοι : προσῆλθεν ἐλπίς ,
? π ? ! [ ] ! [ ϲεμνὸν διακυϲοϲαλεύων τῆιδ ' : ἐμοὶ δαλ ? [ μακρὸϲ γὰρ ἄγαν
4132578 μεμηνε
Ὠκεανοῖο ῥέεθρα δύεθ ' ὑποπτώσσουσα περικλυτὸν Ὠρίωνα ἠέρα συγκλονέουσα , μέμηνε δὲ χείματι πόντος : τῇ εἰκὼς οἴμησεν ὅπῃ †
ἐπιτηδεύμασιν ἐξ ἀρχῆς εὐθὺς κεχωρισμένων . ὅταν τοίνυν λέγῃς ὅτι μέμηνε , προστίθει καὶ ὅτι γυνὴ οὖσα μέμηνε , καὶ
4125909 ἐπιτευξῃ
νικήσεις γάρ ζ οὐχ ἕξεις ἐλπίδα πίστεως τὸ σύνολον η ἐπιτεύξῃ τῆς ἐπικλήσεως ταχέως θ κατασταθήσῃ κληρικὸς βραδέως ι οὐ
ληγούσης πάντως σελήνης : ἐν ἄλλῳ γὰρ ποιῶν καιρῷ οὐκ ἐπιτεύξῃ . Κόρης παρθένου τὸ πρῶτον ἐκ τῶν καταμηνίων ῥάκος
4120530 παιδι
ἀνδρὸς ἐξέστω μαρτυρῆσαι μόνον . δούλῃ δὲ καὶ δούλῳ καὶ παιδὶ φόνου μόνον ἐξέστω μαρτυρεῖν καὶ συνηγορεῖν , ἐὰν ἐγγυητὴν
τότε παρ ' αὐτὴν τοῦ παιδὸς τὴν ἀποκήρυξιν ἀνατιθεὶς τῷ παιδὶ τὰ γιγνόμενα καὶ ὡς ἄκων , παρ ' ὧν
4120189 φρονουντι
πνεύματος εἶσι χειμών . παῖδες , φρονεῖν χρή : ξὺν φρονοῦντι δ ' ἥκετε πιστῷ γέροντι τῷδε ναυκλήρῳ πατρί .
πάντα τις ἔχοι , διεφθαρμένος δὲ εἴη καὶ νοσῶν τῷ φρονοῦντι , οὐχ αἱρετὸς ὁ βίος : οὐδὲν γὰρ ὄφελος
4112669 ἀλοχος
αἰὼν πότˈμον ἐφάψαις ὀρφανὸν γενεᾶς . ἔχεν δὲ σπέρμα μέγιστον ἄλοχος , εὐφράνθη τε ἰδὼν ἥρως θετὸν υἱόν , μάτρωος
ὁ πρόμαχος , οὐχ ὁ βασιλεύς . . . . ἄλοχος πολύδωρος : ἡ διπλῆ ὅτι ἕδνα ἐδίδοσαν οἱ παλαιοὶ
4111532 μητερ
δ ' Ἕλληνας ἄρχειν εἰκός , ἀλλ ' οὐ βαρβάρους μῆτερ , Ἑλλήνων : τὸ μὲν γὰρ δοῦλον , οἱ
σκωλήκων ; συνάρμοσον δέ μου βλέφαρα τῇ σῇ χερί , μῆτερ . ἂν δὲ μὴ συναρμόσῃ σου , ἀλλὰ βλέπων
4110698 προσμενει
, ὡς ἐὰν προσπελάσῃ ὄρνιθός τινος πτίλον , παραχρῆμα ἐκεῖ προσμένει , οἱ δὲ λοιποὶ διὰ τῶν λίνων ἤως διὰ
τεκοῦσα , καὶ ὑφορωμένη τοὺς κρυμοὺς τὴν ἐπιδημίαν τοῦ ἦρος προσμένει , οὐδ ' ἂν πρὶν ἢ πληρωθῆναι τρεῖς μῆνας
4108076 θαυμαζε
ἡμῶν τῷ δέρματι , παντάπασιν ἀσθενὲς ὑπάρχει . μὴ τοίνυν θαύμαζε , εἰ κάλαμοι ξηροὶ καὶ τρίχες εὐέκκαυτα μέν ἐστιν
καὶ ὅταν σου μᾶλλον γάλλοις καὶ κιναιδολόγοις μεταδιδῶσι , μὴ θαύμαζε : τιμᾷ γὰρ ἕκαστος τὸν πλησίον ἑαυτοῦ καὶ οὐ
4107199 ζηλοτυπιᾳ
ἅμα τὴν ψυχήν , αἰδοῖ καὶ ὀργῇ καὶ ἔρωτι καὶ ζηλοτυπίᾳ . ᾐσχύνετο τὸν ἄνδρα , ὠργίζετο τοῖς γράμμασιν ,
ὅπερ ἦν αὐτῇ σύννομον , ὡς ἂν εἴποι τις , ζηλοτυπίᾳ τῇ πρὸς τὸν παῖδα ὑπὲρ τῆς νύμφης ταῦτα πειρωμένου
4106700 γενησῃ
συμφέρει σοι γ οὐ φυγαδευθήσῃ . μὴ φοβοῦ δ οὐ γενήσῃ βιοπράγος τὸ σύνολον ε ἀγοράσεις ὃ ἐνθυμῇ καὶ μεταμεληθήσῃ
συνεχόμενος ἀπολυθήσεται ἄρτι ε ἀπαλλαγήσῃ τῆς φίλης καὶ μεταμεληθήσῃ Ϛ γενήσῃ ἐπίσκοπος ὅταν γηράσῃς ζ καταληφθήσῃ ἐπὶ μοιχείᾳ καὶ ζημιωθήσῃ
4101967 σπενδε
' ὧν θυσίαν οὐκ ἐποίησαςῥέζειν γὰρ τὸ θύειν : τουτέστι σπένδε πρῶτον καὶ τότε ἔσθιε : μηδὲ μὴν λούσῃ ἐὰν
ὡς ἀνόητον καὶ ἀνοήτων ἐπιστατήσοντα . Κοαλέμῳ ] ἀνοήτῳ . σπένδε ] θύε . τῷ Κοαλέμῳ ] τῇ ἀνοίᾳ .
4101451 ηὐχετο
, οὐ γὰρ ἐξηκούετο αὐτῶν ἡ φωνή , ἑκάστη λέγω ηὔχετο , ἔμμεν καὶ εἶναί σε πόσιν καὶ ἄνδρα αὐτῆς
δοκεῖ . ὁσάκις γοῦν ἔμελλεν ἐς τὴν ἐκκλησίαν παριέναι , ηὔχετο μηδὲν αὑτῷ ῥῆμα ἐπιπολάσαι τοιοῦτον , ὅπερ οὖν ἔμελλεν
4098776 Πτῳου
τὸν υἱόν τε τοῦ Πτώου πατρὸς ἤτοι τοῦ Ἀπόλλωνος . Πτῴου τε : Πτῷος ὁ Ἀπόλλων , ἐπειδὴ μυθεύονται τῇ
Μῦν , περιστρωφώμενον πάντα τὰ χρηστήρια , καὶ ἐς τοῦ Πτῴου Ἀπόλλωνος τὸ τέμενος . Τοῦτο δὲ τὸ ἱρὸν καλέεται
4097547 δακρυρροει
ἄλλοι γύαλα λεύσσοντες θεοῦ χαίρουσιν , ἐνταῦθ ' ὄμμα σὸν δακρυρροεῖ ; ὦ ξένε , τὸ μὲν σὸν οὐκ ἀπαιδεύτως
οὔτ ' ἐλάσσονα , ἀλλ ' αἰὲν ὠδίνουσα συμφορᾶς βάρος δακρυρροεῖ δύστηνος , ἐξ ὅτου πάτραν διήνεμον λέλοιπεν . Ἡ
4096807 φονευσω
οὐδὲ ἐς φόνον τοιοῦτον ὑπηρετήσω . Πολλῶν δὲ εἵνεκα οὐ φονεύσω μιν , καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ
Ὅμηρος [ . Α , ] νῦν ὕστατα λωβήσαιο . φονεύσω γάρ σε . σὸν ἔργον ὦ ' χελῶε :
4095952 παγκρατης
ποτε , τὰ δ ' ἄλλα συγχεῖ πάνθ ' ὁ παγκρατὴς χρόνος , ἄριστα δὴ ἀνθρώπων λέγοντι . ἐγκύκλιοι γὰρ
τριμέτρων ἀκαταλήκτων οβʹ , ὧν τελευταῖος : ἀμφοῖν γένηται τοῖνδε παγκρατὴς φονεύς . ἐπὶ ταῖς ἀποθέσεσι πάσαις καὶ ἐπὶ τῶι
4089525 γενησομαι
. Εἰπέ μοι , καὶ πῶς ἐγὼ ἀλλαντοπώλης ὢν ἀνὴρ γενήσομαι ; Δι ' αὐτὸ γάρ τοι τοῦτο καὶ γίγνει
Κομιδῇ μὲν οὖν . Οὔκουν ἐγώ τε οὐδὲν ἄλλο ποτὲ γενήσομαι οὕτως αἰσθανόμενος : τοῦ γὰρ ἄλλου ἄλλη αἴσθησις ,

Back