' ὧν θυσίαν οὐκ ἐποίησαςῥέζειν γὰρ τὸ θύειν : τουτέστι σπένδε πρῶτον καὶ τότε ἔσθιε : μηδὲ μὴν λούσῃ ἐὰν
ὡς ἀνόητον καὶ ἀνοήτων ἐπιστατήσοντα . Κοαλέμῳ ] ἀνοήτῳ . σπένδε ] θύε . τῷ Κοαλέμῳ ] τῇ ἀνοίᾳ .
5363061 φασθαι
καί ποτέ μιν στυφελιζομένου σκύλακος παριόντα φασὶν ἐποικτῖραι καὶ τόδε φάσθαι ἔπος : “ παῦσαι , μηδὲ ῥάπιζ ' ,
: καὶ αὐτοῦ τῆς δεξιᾶς χειρὸς ἔθιγεν . οὐδέ τι φάσθαι : προσληπτέον τὸν καί : ὅμως δὲ καὶ λαλῆσαι
5192522 Χαρικλεις
ὁλόκληρος ἀρετὴ φύεται . καὶ σὺ δ ' , ὦ Χαρίκλεις , μηδὲν ἀχθεσθῇς , εἰ ταῖς Ἀθήναις ἡ Κόρινθος
ἐκεχειροτόνησο καί σε χαλκῶν ἀνδριάντων ἐν ταῖς ἀγοραῖς , ὦ Χαρίκλεις , ἐτίμων . σχεδὸν γὰρ οὐδὲ αὐταὶ περὶ αὑτῶν
5190723 κελευω
παῖδας : οὐ μὴν ψυχροῦ πόματος εἰς τὸ παντελὲς εἴργειν κελεύω τοὺς τοιούτους παῖδας , ἀλλ ' ἐπὶ τοῖς σιτίοις
τὸ μεῖζον ἦλθε : τὰς θνητῶν δ ' ἐγώ χαίρειν κελεύω θεῶν ἄτερ προθυμίας ὦ δύστηνοι καὶ πολύμοχθοι ματέρες Ἅιδῃ
5096812 κλεπτῃ
τὰ ' κείνου φαγόντων . ὁ οὖν Κάνδιδος εὑρὼν ἀφορμὴν κλέπτῃ λυσιτελοῦσαν φύλαξ μὲν ὧν ἐπιστεύθη κακὸς ἦν , ἐχθροὺς
, ἐάν τις ἢ τὴν πόλιν προδιδῷ ἢ τὰ ἱερὰ κλέπτῃ , κριθέντα ἐν δικαστηρίῳ , ἂν καταγνωσθῇ , μὴ
5024680 ἡμαρτηκας
δ ' , ἔφη , οὐ πείσας σοι χρῆσαι οὐχ ἡμάρτηκας ; ὁ δέ , Τί γὰρ ἥμαρτον ; εἶπεν
; ὃ μόνον ἦν κατὰ τὸν τόπον ἁμάρτημα , τοῦτο ἡμάρτηκας . ἐπεί τοι τοῦτ ' αὐτὸ καὶ ἐγὼ Ῥούφῳ
4921457 καταθυμιος
: τόδε γὰρ θέτο Μῶσα λίγεια , τῶι γὰρ Ἰθωμάται καταθύμιος ἔπλετο Μοῖσα ἁ καθαρὰ † καὶ ἐλεύθερα σάμβαλ '
ἢ δουλοσύνης ; σὺ δὲ εἶ καταθύμιος μὲν Κροτωνιήτῃσι , καταθύμιος δὲ καὶ τοῖσι ἄλλοισι Ἰταλιώτῃσι : φοιτέουσι δέ τοι
4867369 φρονωσι
τοῖς μὲν γὰρ ὑπὲρ ὑμῶν λέγουσι δικαίως ὅς ' ἂν φρονῶσι τοῦτον τὸν τρόπον προσφέρεται , τοῖς δὲ πεπρακόσιν αὑτοὺς
δοῦλοι γεγονότες ἀντ ' ἐλευθέρων , καὶ μηδὲν ἔτι μεῖζον φρονῶσι τῆς τύχης . τί οὖν ἔτι μέλλεις , ἀλλ
4848307 μαινεσθαι
ὡς Φοῖβος ὁ τοῦ φοιβᾶν τοὺς μάντεις , ὅ ἐστι μαίνεσθαι , αἴτιος καὶ πολύμοχθος Ἄρης [ . ] :
τῆς Σπάρτης ἀνασταθέντας . Ὅταν τοίνυν ὁρᾷς κἀκεῖνα , μήτε μαίνεσθαι ὑπολάβῃς αὐτοὺς μήτε εἴπῃς , ὡς οὐδεμιᾶς ἕνεκα αἰτίας
4810237 ἀνελαιον
ὥστε ἑνωθῆναι . ἐχέτω δ ' ὀλίγον ἁλῶν καὶ ἔστω ἀνέλαιον . γίνεται δὲ καὶ ἀπὸ μαλάχης ῥόφημα , τῶν
λαθύριον καὶ αὖχον ἀλεστά : τὸ δὲ ἄρτυμα τῶν τοιούτων ἀνέλαιον καὶ κύμινον τριπτόν . Ἐκ δὲ τῶν ὀπωρῶν σταφίδας
4762260 παραινεσαι
' ἰσχάδων ὁρμαθόν . Ἆρα προὐφείλω τι χρηστὸν τῇ πόλει παραινέσαι ; Εἰ δ ' ἐγὼ γυνὴ πέφυκα , τοῦτο
, περιαγωγάς , νοήματα ἐννοήματα , ἐνθυμήματα . συμβουλεῦσαι , παραινέσαι , ὑφηγήσασθαι εἰσηγήσασθαι , διδάξαι , πεῖσαι , γνώμην
4757292 πεφυλαξο
διὰ στυγερῆς ἔριδος καὶ ἀνάλκιδος ἄτης εἰσαφικάνουσιν , τὴν δὴ πεφύλαξο μάλιστα . τὸ δὲ κεφάλαιον ἦν ὅτι μεγίστην πρόνοιαν
' ἀνιήσει . εἰθίζου δὲ δίαιταν ἔχειν καθάρειον ἄθρυπτον καὶ πεφύλαξο τοιαῦτα ποιεῖν , ὁπόσα φθόνον ἴσχει . μὴ δαπανᾶν
4748178 ἐμοιγ
ἔφη , ὦ Θεοδότη , ἔστι σοι ἀγρός ; Οὐκ ἔμοιγ ' , ἔφη . Ἀλλ ' ἄρα οἰκία προσόδους
τι καινὸν ἕλοιτο πόσις λέχος , ἦ μάλ ' ἂν ἔμοιγ ' ἂν εἴη στυγηθεὶς τέκνοις τε τοῖς σοῖς .
4745681 Λυαιωι
ποίει δὲ ληνὸν οἴνου , καὶ χρυσέους πατοῦντας ὁμοῦ καλῶι Λυαίωι Ἔρωτα καὶ Βάθυλλον . Τὸν ἄργυρον τορεύσας Ἥφαιστέ μοι
Σατύρους γελῶντας καὶ χρυσέους Ἔρωτας καὶ Κυθέρην γελῶσαν ὁμοῦ καλῶι Λυαίωι . Καλλιτέχνα , τόρευσον ἔαρος κύπελλον ἤδη : τὰ
4661499 ἁδιστον
ἰσωνία κόγχος , ἃν τέλλιν καλέομες : ἐστὶ δ ' ἅδιστον κρέας . τὴν τελλίναν δὲ λεγομένην ἴσως δηλοῖ ,
δαιμόνων . Καὶ γίνεταί γα τᾶνδε τᾶν χοίρων τὸ κρῆς ἅδιστον ἂν τὸν ὀδελὸν ἀμπεπαρμένον . Ἤδη δ ' ἄνευ
4648202 ἐχθαιρῃ
ἔσθιε καὶ σῇ γαστρὶ δίδου χάριν , ὄφρα σε λιμὸς ἐχθαίρῃ , Κοννᾶς δὲ πολυστέφανός σε φιλήσῃ ” . λέγει
Ἔσθιε καὶ σῇ γαστρὶ δίδου χάριν , ὄφρα σὲ λιμός ἐχθαίρῃ , Κοννᾶς δὲ φιλοστέφανός σε φιλήσει . Οὗτοι δ
4631611 ὁμοσπονδον
δὲ τὰ ἱερὰ οὐ θέλων αὐτὸν προσιέναι , οὐδ ' ὁμόσπονδον γενέσθαι , μήπω δικασθέντα , ἐκέλευσε συγκλεισθῆναι τά τε
πρὸς δὲ τὰ ἱερὰ οὐ θέλων αὐτὸν προσιέναι οὐδ ' ὁμόσπονδον γενέσθαι μήπω δικασθέντα ἐκέλευσε συγκλεισθῆναί τε τὰ ἱερὰ καὶ
4604518 μαρψῃ
κόρυμβα καταπλήσσουσιν ἐχέτλης . ἀλλ ' ὅταν αἰγυπιὸς γαμψώνυχος ἀκρίδα μάρψῃ , δὴ τότε λοίσθιον ὀμβροφόροι κλάγξουσι κορῶναι . νίκη
' ὁπόταν ] αὕτη ἐστὶν ἡ ἀρχὴ τοῦ χρησμοῦ . μάρψῃ ] λάβῃ . βυρσαίετος ] τὸν Κλέωνα λέγει .
4566415 μολῃ
προσιδεῖν ἐθέλεις ὅντινα κεῖται , δέρκου θαρσῶν : ὁπόταν δὲ μόλῃ δεινὸς ὁδίτης , τῶνδ ' ἐκ μελάθρων πρὸς ἐμὴν
τύραννον ἐμπορεύεται , κείνου ' στὶ δοῦλος , κἂν ἐλεύθερος μόλῃ , ” ἐνέβαινεν ἐς τὸ σκάφος . καὶ ἐν
4563731 παθηι
καταστὰς πρὸς αὐτόν , φοβηθεὶς μὴ καταληφθῆι καὶ κακόν τι πάθηι , παραυτίκα μὲν ἀπέφυγεν [ ] εἰς Κύζικον ,
: τὸν δ ' ὀλίγος στενάχει καὶ μέγας ἤν τι πάθηι : λαῶι γὰρ σύμπαντι πόθος κρατερόφρονος ἀνδρὸς θνήσκοντος ,
4560075 ἑψητε
: παραινέσαι δὲ σφῷν τι βούλομαι σοφόν : ὅταν φακῆν ἕψητε , μὴ ' πιχεῖν μύρον . καὶ ὁ Σώπατρος
. Παραινέσαι δὲ σφῶν τι βούλομαι σοφόν : ὅταν φακῆν ἕψητε , μὴ ' πιχεῖν μύρον . Εἶθ ' ἥλιος
4524695 μεδωμεθα
” . . . . . , . σπείσαντες κοίτοιο μεδώμεθα : τοῖο γὰρ ὥρη . ἤδη γὰρ φάος οἴχεθ
ἀνέρος εἴδεται ἀλκή . Νῦν δ ' ἄγε δὴ κοίτοιο μεδώμεθα μηδ ' ἀνὰ νύκτα πίνωμεν : χαλεπὸς γὰρ ἐπειγομένῳ
4519636 θορυβῃ
καὶ περίεργος ᾖ καὶ ἐπεσβόλος καὶ δυσμεναίνῃ τοῖς ἀρίστοις καὶ θορυβῇ τὰς ἐκκλησίας . Ἀλλὰ γὰρ ἐν καιρῷ ὁ Θερσίτης
δυνατὸν τοὺς ἀνοήτους τούτων γνώμας προδιδάσκειν . Ὑπὸ τοιούτων ἀνδρῶν θορυβῇ : χἠμεῖς οὐδὲν σθένομεν πρὸς ταῦτ ' ἀπαλέξασθαι σοῦ
4512086 τυχηι
? [ μ ' ] ἀποσφάττουσιν εὐθύς , ἂν [ τύχηι ] , κλέψαντά ? ? [ τι . ἀλλὰ
ἢν δ ' οὖν , ὃ μὴ γένοιτο , χρήσωνται τύχηι ; οἵδ ' οὐ προδώσουσίν σε , μὴ τρέσηις
4511343 θρασυνου
' : ὁ δ ' αἰεὶ ξυντυχὼν ἐπίσταται . μηδὲν θρασύνου μηδὲ τοῖς σαυτοῦ κακοῖς τὸ θῆλυ συνθεὶς ὧδε πᾶν
ἥδιστα , ἀλλὰ τὰ βέλτιστα τοῖς πολίταις . . μὴ θρασύνου . . μὴ κακοῖς ὁμίλει . . χρῶ τοῖς
4500770 ἡγου
Τὸ μὴ δικαίως εὐσεβεῖν φέρει ψόγον . Τὴν ἐπιμέλειαν παντὸς ἡγοῦ κυρίαν . Τὸ μηδὲν ἀδικεῖν καὶ καλοὺς ἡμᾶς ποιεῖ
δ ' ἐς τυράννους ἐστί σοι λελεγμένα , πᾶν κέρδος ἡγοῦ ζημιουμένη φυγῆι . κἀγὼ μὲν αἰεὶ βασιλέων θυμουμένων ὀργὰς
4486520 λωϊον
Εἴ κεν ἐπικτήτου μοίρης λάχος Ἀπόλλων ἥμισυ δάσσωνται , πολὺ λώϊον ἔσσεται αὐτοῖς ; Ποίῳ δὲ καὶ ἄλλῳ λέγεις Ἀπόλλωνι
. λ , . . , . . . : λώϊον : . . . τὸ δὲ λῷον γέγονεν ἀπὸ
4476235 βεβαιοις
τῆς τε δυνάμεως ἐνδεᾶ πρᾶξαι τῆς τε γνώμης μηδὲ τοῖς βεβαίοις πιστεῦσαι τῶν τε δεινῶν μηδέποτε οἴεσθαι ἀπολυθήσεσθαι . καὶ
Βραδὺς πρὸς ὀργὴν ἐγκρατὴς φέρειν γενοῦ . Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις . Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν , ἵνα δίκαιος
4471310 νομιεις
Τιτᾶσι : Κόρυδον τὸν χαλκότυπον πεφύλαξο , ἢν μὴ σοὶ νομιεῖς αὐτὸν μηθὲν καταλείψειν , μηδ ' ὄψον κοινῇ μετὰ
γὰρ εὖ ποιεῖν χαίρεις καὶ τὸν ἐπεσταλκότα ἐμὲ παρεῖναί τε νομιεῖς καὶ κοινωνεῖν τοῖς πρέσβεσι τῆς σπουδῆς . Εἰ τοῖς
4470031 ἐθελῃ
ἐκβαλεῖν αὐτὸν ἐκ τῆς νήσου , ἢν φλυαρῇ καὶ μὴ ἐθέλῃ ἀφεὶς τὴν εἰρωνείαν εὐωχεῖσθαι . Πλάτων δὲ μόνος οὐ
δὲ καὶ εἰς κλήρωσιν ἐλθοῦσα δευτέρου βίου αἱρεῖται ὃν ἂν ἐθέλῃ , πῶς ἐκ θηρίου εἰς ἄνθρωπον εἴσεισιν ; οὐ
4451299 ἀστοις
ἀλλ ' εὐτυχοίης , νόστιμον δ ' ἔλθοις δρόμον . ἀστοῖς δὲ πάσηι τ ' ἐννέπω τετραρχίαι χοροὺς ἐπ '
γὰρ αὐτὸς ἦν , φησίν , ἐντροπῆς ἄξιος ὁμιλῶν τοῖς ἀστοῖς , ἢ αὐτὸς ἐνετρέπετο ἐν τῷ τοῖς ἀστοῖς ὁμιλεῖν
4449111 γλυκερωτερον
' ἀγαθὴ κουροτρόφος : οὐ γὰρ ἔγωγε ἧς σαρκὸς δύναμαι γλυκερώτερον ἄλλο ἰδέσθαι . ὀπταλέος δ ' εἰσῆλθε πελώριος ἱππότης
, φησί . οὔτε γὰρ ὕπνος οὔτ ' ἔαρ ἐξαπίνας γλυκερώτερον : οὔτε ὁ ὕπνος ἡμῖν γλυκύτερος οὔτε τὸ ἔαρ
4440915 Ἐμοι
ἐγὼ δ ' ἐπὶ σπλάγχν ' εἶμι καὶ θυλήματα . Ἐμοὶ μελήσει ταῦτά γ ' : Ἀλλ ' ἥκειν ἐχρῆν
καλῶς τὴν ἐμπολὴν οὕτως ὅπως ἂν μὴ φέρων κατάξῃ . Ἐμοὶ μελήσει ταῦτ ' , ἐπεί τοι καὶ ψοφεῖ λάλον
4409338 πεμψῃ
δὲ πένης ἐσθῆτα ἢ ἄργυρον ἢ χρυσὸν παρὰ τὴν δύναμιν πέμψῃ πλουσίῳ , τὸ μὲν πεμφθὲν ἔστω δημόσιον καὶ καταπραθὲν
φίλων , ὡς ἐὰν ἐπιστροφὴν ἡ πόλις ποιήσηται καὶ πρέσβεις πέμψῃ , δίκην ἐκεῖνοι δώσουσιν . ταῦτα μὲν τοίνυν τότε
4405256 ἐσθιε
καὶ ἀφετῆρος τῆς μολόχης ὡρμημένος . οὐ μόνον οὖν μὴ ἔσθιε μηδὲ ἀφάνιζε τὰς τοιαύτας παρατηρήσεις , ἀλλὰ καὶ αὖξε
νῷν . Τί δὲ δὴ ' γώ ; Τὴν Σίβυλλαν ἔσθιε . Οὔτοι μὰ τὴν Γῆν ταῦτα κατέδεσθον μόνω ,
4404310 ἡδυτερον
καθαρθεῖσι , μάλιστα δὲ τοῖς ἐπὶ πλέον κενωθεῖσι τό τε ἡδύτερον καὶ βαθύτερον ἐθέλειν καθεύδειν . μετὰ δὲ τοὺς ὕπνους
θερμῷ κεραννύντας ὡς οἶνον διδόναι , ὡς ἂν τῷ κάμνοντι ἡδύτερον φαίνοιτο . Ἐπιτήδειον δέ ἐστι τοῖς τοιούτοις , τό
4395336 παιζειν
φιλημάτων . . . . . . ἀγεννῶς οὐκ ἐῶ παίζειν . τίθημι κοττάβεια σφῷν ἐγὼ τασδί τε τὰς κρηπῖδας
Ἄρτι . πρὸ ὀλίγου χρόνου πεποιημένος . Ἀρτιάζειν , τὸ παίζειν ἄρτια ἢ περιττὰ καρύοις ἢ ἀστραγάλοις τοιούτοις . Πλάτων
4394914 ἐπιληψιμον
. αἰδείσθω σου τὸν βίον ὁ κόσμος . μηδενὶ σεαυτὸν ἐπιλήψιμον δίδου . κακῶς ζῶντα μετὰ τὴν ἀπαλλαγὴν τοῦ σώματος
εἰρῆσθαι , ὡς εἶναί τε νοῆσαι τοῖς ἀκούουσι καὶ μὴ ἐπιλήψιμον εἶναι τῷ λέγοντι : οἷον τὸν μαινόμενον φεύγειν ὁ
4390747 κελευε
, ὡς ἐλάχιστον καὶ ὑδαρέστατον δίδου , καὶ περιπατέειν ὀλίγα κέλευε : ἢν δὲ δυνατὸς ᾖ , πλεῖστα . Ξυμφέρει
δεῖ : στεῖχ ' ἐπ ' Ἠλέκτρας ἰὼν πύλας : κέλευε πάντας ἀσπιδηφόρους ἵππων τ ' ἀπαντᾶν ταχυπόδων ἐπεμβάτας πέλτας
4389711 σοισι
κακῶν . ἀλλ ' ἀθλίως πράσσουσιν εὐτυχὴς μολὼν μετάδος φίλοισι σοῖσι σῆς εὐπραξίας , καὶ μὴ μόνος τὸ χρηστὸν ἀπολαβὼν
σοῖσι μηλονόμας ἐν νομοῖς γενέσθαι , δοχμιᾶν διὰ κλειτύων βοσκήμασι σοῖσι συρίζων ποιμνίτας ὑμεναίους . σὺν δ ' ἐποιμαίνοντο χαρᾶι
4386149 ἑλῃ
. Μαζούσιος δὲ γυναικὶ οὐ μίγνυται , εἰ μὴ πολεμίαν ἕλῃ . Τιβαρηνοὶ , τῶν γυναικῶν τεκουσῶν , αὐτοὶ τὰς
ἂν χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις τὰ μέγιστ ' ἀέθλων ἕλῃ τόλμᾳ τε καὶ σθένει , καὶ ζώων ἔτι νεαρόν
4377735 λυπηθῃς
οὐχί ; καὶ καλῶς ἠφευμένος : ὁ χοῖρος ἕψου μηδὲ λυπηθῇς πυρί . καὶ ἔτι : θύσας δὲ χοῖρον τόνδε
: τὸ ἐπιτηδείως συνοικεῖν : σὺ δ ' ἄν τι λυπηθῇς , ἀπὸ πατρίδος καὶ πλούτου καὶ τύχης ὑβρίζεις τὸν
4372134 πινε
' οὖν ἀκούσας καὶ μαθὼν ἐμοῦ πάρα εὔφραινε σαυτὸν , πίνε , τὸν καθ ' ἡμέραν βίον λογίζου σὸν ,
Ἀγχιάλην ἔδειμεν ἡμέρῃ μιῇ . σὺ δ ' ἔσθιε , πίνε , ὄχευε , ὡς τά γε ἄλλα οὐδὲ τούτου
4337335 Θαυμαστον
περιοίκους ἅπαντας ἱκανὸν εἰς τὴν ἑαυτῶν χρείαν συντιθέναι τάριχος . Θαυμαστὸν δέ ἐστι τὸ μὴ παραλλάττειν τὸ τοῦ Ὀλύνθου μνημεῖον
μόνα : πεπαίδευται γὰρ αὐταύτας ὕπο . Καὶ πάλιν : Θαυμαστὸν ὦν οὐδὲν ἐμὲ ταῦθ ' οὕτω λέγειν , οὐδ
4325608 γνωθι
τὸν οὐρανὸν κάτωθεν ἐκ γῆς ἀνέχων . σὺ γοῦν ἀκούων γνῶθι ταῦτ ' ἀλληγόρως : ὄρος γὰρ Ἄτλας Λιβύης ἐν
, πειθόμενος ἐμοί τε καὶ τῷ ἐν Δελφοῖς γράμματι , γνῶθι σαυτόν , ὅτι οὗτοι ἡμῖν εἰσιν ἀντίπαλοι , ἀλλ
4324905 ἐπιτιμωντα
διδάσκαλον τῇ ἡμέρᾳ μὲν σεμνὸν καὶ σκυθρωπὸν καὶ τοῖς νέοις ἐπιτιμῶντα , νύκτωρ δὲ περικαλύπτοντα τὴν κεφαλὴν τριβωνίῳ καὶ περὶ
εἰ ῥᾴδιόν γε αὐτῷ φαίνεται , καὶ ἅμα ὁρῶν αὐτὸν ἐπιτιμῶντα , ἐκέλευεν ἥντινα βούλεται δύναμιν λαβόντα τὸ ἐπὶ σφᾶς
4322664 Καλον
τὸν λόγον καὶ λεγέτω περὶ φιλανθρωπίας ὅτι καλὸν χρῆμα : Καλὸν δ ' οὕτω ἐγὼ οὔπω ἴδον ὀφθαλμοῖσιν , οὐδ
μὴ βίᾳ ἀλλ ' ἑκόντας πάντας πάντα τὰ δίκαια ; Καλὸν μὲν ἡ ἀλήθεια , ὦ ξένε , καὶ μόνιμον
4317902 θἠμερᾳ
κακόν μοι μέγα τι προπεφυραμένον . Ποῖόν τι ; Τῇδε θἠμέρᾳ κριθήσεται εἴτ ' ἔστ ' ἔτι ζῶν εἴτ '
ὑπ ' ἐμᾶς πτέρυγος ἐν φοναῖς ὄλλυται . Τῇδε μέντοι θἠμέρᾳ μάλιστ ' ἐπαναγορεύεται : Ἢν ἀποκτείνῃ τις ὑμῶν Διαγόραν
4317711 ἐπιτρεπε
σου συνιστάμενον θυμὸν καὶ ταράσσειν τὴν ψυχὴν φυλάσσου μηδὲ πάντα ἐπίτρεπε τῆι γλώσσηι πρήγματ ' αἰεί . φυλάσσειν οὖν ?
ἐφεξῆς δὲ τῷ κατὰ φύσιν σχήματι διάπλασσε καὶ μετὰ ταῦτα ἐπίτρεπε τῇ φύσει πωρῶσαι τὸ κατεαγὸς ἐν τούτῳ τῷ σχήματι
4316329 Μη
Γαλάτεια , τὸν Σικελὸν τοῦτον ποιμένα φασὶν ἐπιμεμηνέναι σοί . Μὴ σκῶπτε , Δωρί : Ποσειδῶνος γὰρ υἱός ἐστιν ,
φάρμακον . . . Καὶ ἀλλαχοῦ φησὶν ἡ Μαρία : Μὴ θέλε ψαύειν χειροῖν : οὐκ εἶ γένους Ἀβραμιαίου :
4312771 ἀνελῃς
. Μὴ τοίνυν , ὦ βασιλεῦ , δόξαν οὕτω καλὴν ἀνέλῃς , ἀλλ ' ἐνθυμοῦ μέν , ὡς ἐοικέναι δεῖ
καὶ εὐγενείᾳ ὑψουμένους αἱ σαὶ χεῖρες ἤτοι σὺ καταξανεῖς καὶ ἀνέλῃς . λέγει δὲ τὸν Ἕκτορα διὰ τὸ ἀνελεῖν τὸν
4312408 εὐξῃ
ἀκούσῃς : . Δημοκρίτου ἡ ὑποθήκη . Μηδὲν κατὰ βοὸς εὔξῃ : μὴ πάντα ἐπιτρέπειν ταῖς εὐχαῖς . Μηδὲν ἔξωθεν
πρῶτον καὶ τότε ἔσθιε : μηδὲ μὴν λούσῃ ἐὰν μὴ εὔξῃ καὶ σπείσῃς . ἀνεπιρρέκτων : ἀντὶ τοῦ ἀθύτων λεβήτων
4309132 Μηδεν
αὐτῷ ἐξευρίσκειν ἄλλοτε ἄλλας , προσφόρους τῇ παρούσῃ τροφῇ . Μηδὲν οὖν ἡγοῦ τοὺς υἱέας τοὺς ἐμούς , τὸν Μαχάονα
αἰαῖ . Ὦ παῖ , τί δακρύεις ; Φεῦ . Μηδὲν μέγ ' ἀΰσῃς . Ἀπολεῖς . Πῶς ; Εἰ
4302540 ἐγγυα
τῶν ἑπτὰ σοφῶν πρῶτος ἔφυ σοφίᾳ . ἀπεφθέγξατο , “ ἐγγύα , πάρα δ ' ἄτα . ” ἔστιν αὐτοῦ
Ἀττικοί . ἐγγύη , πάρα δ ' ἄτη . παροιμία ἐγγύα , πάρα δ ' ἄτα , ἐπὶ τῶν ῥᾳδίως
4298647 λωιον
ἄλλο σε λάθει : τὸ δ ' ἄρ ' ἦς λώιον ἔμμεναι ξέννον τὼν χαλέπων παῖδος ἐρώτων προγενέστερον . τῷ
μέγα θυμὸν ἀέξει θάρσος , ὅ πέρ τε πέλει πολὺ λώιον ἀνθρώποισιν . Ἀλλ ' ἄγ ' ἀριστῆες μὲν ἐὺν
4268868 ἀπολυθησεσθαι
γνώμης μηδὲ τοῖς βεβαίοις πιστεῦσαι τῶν τε δεινῶν μηδέποτε οἴεσθαι ἀπολυθήσεσθαι : καὶ μὴν καὶ ἄοκνοι πρὸς ὑμᾶς μελλητὰς καὶ
ἐπὶ τῆς πρώτης κλήσεως ὑπὸ τῶν ὀκτὼ καὶ ἐνενήκοντα λόχων ἀπολυθήσεσθαι τὸν ἄνδρα , εἰ δὲ μή γ ' ὑπὸ
4267630 Δοκιμαζε
Ἀρετὴν ἐπαίνει . Κακοὺς μίσει . Τὸν κρατοῦντα τίμα . Δοκίμαζε φίλους . Ὅμοιος σαυτῷ γίνου . Ἐπαγγέλλου μηδενί .
, ἄχρις ἂν τὸ θεῖον ἀναχωρήσῃ ἐκ τῆς ὑδραργύρου . Δοκίμαζε δὲ τὴν ὑδράργυρον οὕτως . Λαβὼν αὐτὴν , βαλὼν
4265319 λῳον
ὅτι τὰ μὲν κατὰ τὴν τούτων βούλησιν πραττόμενα ἐπὶ τὸ λῷον ἐκβαίνει , τὰ δὲ παρὰ θεὸν ἀλυσιτελῆ ὑπάρχει τοῖς
Δελφῶν μαντειῶν , αἵτινες θυσίαι καὶ θεοῖς οἷστισιν ἄμεινον καὶ λῷον θυούσῃ τῇ πόλει γίγνοιντ ' ἄν : πότε δὲ
4260456 προφερε
νυμφίος . παίζει δέ . ὕπεχ ' ὧδε δεῦρο : πρόφερε τὸ ἀλάβαστρον , φησίν , ἐξ οὗ ἀλείφονται οἱ
πίφαυσκε Δόλων ὃν ἐπέφνομεν ἡμεῖς . ἀλλ ' ἄγε δὴ πρόφερε κρατερὸν μένος : οὐδέ τί σε χρὴ ἑστάμεναι μέλεον
4259751 ἐκπιειν
, ἢ καὶ ὑπὸ σφέων αὐτῶν , δοκέουσι πολὺ ἂν ἐκπιεῖν . Ὕδωρ ψυχρὸν , δοθὲν ἵνα ἀπεμέσῃ , ὠφελέει
ἐκποθῇ . εἶθ ' ὅταν τὸν οἶνον αὐτὰς αἰτιώμεθ ' ἐκπιεῖν , λοιδοροῦνται κὠμνύουσι μὴ ' κπιεῖν ἀλλ ' ἢ
4255193 τελευτησασιν
: Λέγεται δὲ καὶ τάδε , μνημήια ὅτι Ἰνδοὶ τοῖς τελευτήσασιν οὐ ποιέουσιν , ἀλλὰ τὰς ἀρετὰς γὰρ τῶν ἀνδρῶν
φησίν , κατασκευάσας Ἅρπαλος , ὃ μηδὲ τοῖς ἐν Κιλικίᾳ τελευτήσασιν ὑπὲρ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἐλευθερίας γέγονεν . ὅτι φιλεῖ
4251555 ἐχηις
χεῖρα . ἐροῦσι πολλοί : πολλὰ σαυτὸν ἀσπάζου , ἐπὴν ἔχηις τι : πάντα σοι φίλων πλήρη : πλουτοῦντα γάρ
, μὴ τὰ μαλακὰ μῶσο , μὴ τὰ σκλήρ ' ἔχηις . καὶ πιεῖν ὕδωρ διπλάσιον χλιαρόν , ἡμίνας δύο
4244454 φιλτερον
ἀτυχῶν ἐν τῷ ὑπηρετεῖν : ἀλλ ' ὅτι τοῦ ζῆν φίλτερον ἄλλο : ὁ νοῦς : ἐγὼ , φησὶ ,
σελήνας δώδεκ ' ἐκπληρουμένας . οὐ γάρ τιν ' ἄλλον φίλτερον θάψω νεκρὸν τοῦδ ' οὐδ ' ἀμείνον ' εἰς
4244037 πεισῃς
μὴ γρύζῃς ] μηδὲ μικρόν τι λαλῇς ] δίμετροι . πείσῃς ] ἡμᾶς : ἀκούσομέν σου ] μονόμετρος . μέλλειν
. . μηδ ' ὅλως . . οὐδ ' ἢν πείσῃς : Ἐν ὑπερβολῇ λέγει , ὅτι κἂν πείσῃς ,
4227928 ὀλεσαι
ἐπὶ δυσκλείᾳ , σὲ τὸν ἱππομανῆ λειμῶν ' ἐπιβάντ ' ὀλέσαι Δαναῶν βοτὰ καὶ λείαν ἥπερ δορίληπτος ἔτ ' ἦν
ὀλίγον δακρύσομαι : ὡς ὄφελέν τις Ἀργείων ἐπὶ σοῖσι γόοις ὀλέσαι με καὶ αὐτήν . τίς γάρ μοι χρειὼ βιότου
4227471 πρηξαι
Ζεύς : δαιμονίη αἰεὶ μὲν ὀΐεαι οὐδέ σε λήθω : πρῆξαι δ ' ἔμπης οὔ τι δυνήσεαι , ἀλλ '
μοῦνοι καὶ ἐπιτυγχάνειν καὶ ἀτυχεῖν οἱ καλῶς τι καὶ κακῶς πρῆξαι ἐπιστάμενοι : ἐπιτυγχάνειν τε γὰρ τοῦτ ' ἐστὶ τὸ
4226967 κακοισι
αὐτοῖς . ἐν κακοῖσι ] ἐν δυστυχίαις . Ξ ἐν κακοῖσι ] ἤγουν ἐν συμφοραῖς . εὐεστοῖ ] εὐδαιμονίᾳ ,
ἄλλα ἃ δεῖ πάντα . λδʹ . Ἐπὶ τοῖσι μεγάλοισι κακοῖσι πρόσωπον ἢν ᾖ χρηστὸν , σημεῖον χρηστόν : ἐπὶ
4225429 κεἰ
ποτε . Πρὸς ταῦτα καὶ Κρέοντα πεμπόντων ἐμοῦ μαστῆρα , κεἴ τις ἄλλος ἐν πόλει σθένει : ἐὰν γὰρ ὑμεῖς
ἔγραψεν ἐν στήλῃ χαλκῆ . καὶ ἐν Βατράχοις [ ] κεἴ τις ἥμαρτε σφαλείς τι Φρυνίχου παλαίσμασιν . Ἄλλως .
4223164 βουλομενοισι
, λέγων : Ἄνδρες Πέρσαι , οὕτως ὑμῖν ἔχει : βουλομένοισι μὲν ἐμέο πείθεσθαι ἔστι τάδε τε καὶ ἄλλα μυρία
κρέα θερμὰ κυλίνδων : ὑποτριμματίων δ ' ὀχετοὶ τούτων τοῖς βουλομένοισι παρῆσαν , ὥστ ' ἀφθονία τὴν ἔνθεσιν ἦν ἄρδονθ
4219109 ἐσιδῃς
: αὐτὰρ ἐς Ἀμβρακίαν ἐλθὼν εὐδαίμονα χώραν τὸν κάπρον ἂν ἐσίδῃς ὠνοῦ καὶ μὴ κατάλειπε , κἂν ἰσόχρυσος ἔῃ ,
. αὐτὰρ ἐς Ἀμβρακίην ἐλθὼν εὐδαίμονα χώρην τὸν κάπρον ἂν ἐσίδῃς ὠνοῦ καὶ μὴ κατάλειπε , κἂν ἰσόχρυσος ἔῃ ,
4216371 ἰδμεναι
δαμάσσει . εἰ δὲ καὶ οὔνομα δῆθεν ἐπιθύεις γενεήν τε ἴδμεναι οἵτινές εἰσιν , ἕκαστά κε μυθησαίμην . τόνδε μέν
τὴν ὁδὸν ὥσπερ ἐγώ . Ὅστις τοι δοκέει τὸν πλησίον ἴδμεναι οὐδέν , ἀλλ ' αὐτὸς μοῦνος ποικίλα δήνε '
4215033 ἰδηι
τέρψας : πτωχεύει δὲ φίλους πάντας , ὅπου τιν ' ἴδηι . οὕτω , Δημόκλεις , κατὰ χρήματ ' ἄριστον
αὖός εἰμι τῶι δέει . οὕτως ἔχων γὰρ αὐτὸν ἂν ἴδηι μέ που τὸν διαβαλόντα , τυχὸν ἀποκτείνειεν ἄν .
4209439 τιμωρεειν
μέσον οὐδὲν τῆς ἔχθρης ἐστί . Καλὸν ὦν προπεπονθότας ἡμέας τιμωρέειν ἤδη γίνεται , ἵνα καὶ τὸ δεινὸν τὸ πείσομαι
δεινόν : αἵ τε γὰρ ὁδοὶ τουτέων εὐρέες καὶ ἱκαναὶ τιμωρέειν σφίσιν : πρὸς δὲ καὶ ἀσύστροφον τὸ ἀπιὸν αὐτέῃσι
4208206 μελειν
, ἄβροτον εἰς ἐρημίαν . Ἥφαιστε , σοὶ δὲ χρὴ μέλειν ἐπιστολὰς , ἅς σοι πατὴρ ἐφεῖτο , τόνδε πρὸς
ἐν μεγάλῳ ἀδύτῳ ῥωννύμενον : τοῦ γε μὴν ὅλως αὐτῇ μέλειν ἀνθρώπων καὶ τόδε μέγα τεκμήριον . θυόντων γὰρ αὐτῇ
4201513 τελωναις
. χάλκεον δὲ ἢ σιδήρεον ἢ λίθινον μέτωπον δοκεῖν ἔχειν τελώναις καὶ καπήλοις καὶ τοῖς μετὰ ἀναιδείας ζῶσιν μόνοις συμφέρει
ἕτερ ' ἐστὶ τοῖς ἐρῶσι καὶ τοῖς φιλοσόφοις καὶ τοῖς τελώναις . μειράκιον ἐρωμένην ἔχον πατρῴαν οὐσίαν κατεσθίει : τούτῳ
4197573 ἐπιτηδειοτερον
δεῖν , ἢ καιρὸν ἕτερόν τινα [ τοῦ παρόντος ] ἐπιτηδειότερον περιμένων ἀναβάλλεται τὸν παρόντα , μὴ κατοκνείτω φέρειν εἰς
, εἴ τι παχὺ καὶ γλίσχρον ἔνδον ἐστὶ , καὶ ἐπιτηδειότερον πρὸς κένωσιν τοῖς ἕλκουσι γίνεται . γινώσκειν δὲ δεῖ
4195118 παραινειν
καλῶν τούτων ἐγίγνωσκον , οὔτ ' ἂν τοὺς νομοθέτας τἀναντία παραινεῖν εἰ μὴ λυσιτελεῖν ὑπελάμβα - νον . ἐπεὶ δὲ
, τὸ μηδετέροις οἰκείως ἔχουσι τὰ ὑμέτερ ' αὐτῶν πράττειν παραινεῖν ὑμῖν : οὗ λυσιτελέστερον οὐδέν ἐστι τῇ πόλει ,
4194855 κερδιον
ὅτι διαλελυμένως τῇ ἀκροπόλει . . τῷ οὔ νύ τι κέρδιον ἥμιν ἔλπομαι ἐκτελέεσθαι , ἵνα μὴ ῥέξομεν ὧδε :
τοῖσι ἔπεσι : Γλαῦκ ' Ἐπικυδείδη , τὸ μὲν αὐτίκα κέρδιον οὕτω ὅρκῳ νικῆσαι καὶ χρήματα ληίσσασθαι : ὄμνυ ,
4193555 χαλεπαινοι
ἰδεῖν οὔτε ζῶσαν οὔτε τεθνεῶσαν ἀγαθόν . καὶ εἰ μὲν χαλεπαίνοι ἢ ὀργίζοιτο ἢ βλάπτοι τὸν ὁρῶντα τὸ ὄναρ ,
Ἐδέκωνος εἰρῆσθαι ὡς καὶ αὐτῷ ὁ Ἀττήλας περὶ τῶν φυγάδων χαλεπαίνοι : ἔδει γὰρ ἢ πάντας ἀπολαβεῖν ἢ πρέσβεις ἐκ
4192274 τειρομενοις
βλάβης ἐστίν . ἢ οὕτως : καὶ τοῖς ὑπὸ πολέμου τειρομένοις καὶ τετραμμένοις εἰς φυγὴν ὁ βωμὸς Ἄρης ἐστίν :
: τοῦ νοσοῦντος , πονοῦντος , καταδαμαζομένου , βλαπτομένου . τειρομένοις : ἀσθενοῦσιν . χροός : σώματος . ἐστήριξε :
4184205 χρεον
ὡς ἐγὼ εἰκάζω : νῦν ὦν ἄνδρα πάντα τινὰ ὑμέων χρεόν ἐστι γενέσθαι ἀγαθόν : κρέσσον γὰρ ποιεῦντάς τι καὶ
καὶ Θεσσαλῶν ἔμπειροί εἰμεν . Ἀλλ ' ἀναλαβόντας τὰ ὅπλα χρεόν ἐστι ἰέναι ὑμέας μὲν ἐς τόδε τὸ κέρας ,
4181378 κλαιειν
παραστατεῖ ] ἔρχεται . ἀείδειν ] λέγειν . μινύρεσθαι ] κλαίειν . ἀντίμολπον ] τὸ ἐναντιούμενον πρὸς τὸν ὕπνον .
' ἐγὼ οὐ κυνήσομαι τοιόνδε πῶμα , τὴν Κύκλωπος ἀμαθίαν κλαίειν κελεύων καὶ τὸν ὀφθαλμὸν μέσον ; ἄκου ' ,
4177591 ἐξαπατατω
' αὐτὸν παραμυθεῖται καὶ λέγει , Μηδείς σε τῶν σοφιστῶν ἐξαπατάτω , μηδ ' ἀθυμήσῃς ἐπὶ σαυτῷ . εἰ γὰρ
χρώμασιν οἷσιν εἴρηται : κακὰς εἶναι καὶ μέμφεσθαι . μὴ ἐξαπατάτω δέ σε αὐτὴ ἡ κύστις νόσημα ἔχουσα τῶν οὔρων
4177071 ελλ
? ! [ κακ [ κ [ ε ! [ ελλ ? [ ἐπ ' ⌊ ἁρμάτων τε καὶ Θρεϊκίων
Περσιδ ] [ ] [ ] ! [ ] [ ελλ ] [ του ] ? [ ] [ ]
4170603 δεδοικοτα
δὲ κρεῖσσόν ἐστι μὴ δεδοικότα παθεῖν τὸ μέλλον δεινὸν ἢ δεδοικότα . πάσης μὲν ὠμότητος ἀνάπλεων φόνον , παντὸς δὲ
ὁ παιδαγωγός , οἷα πάσχειν ἀνάγκη ; ταῦτ ' οὖν δεδοικότα ἐπιθαρρεῖν οἷόν τ ' ἔτι ἐξ ὅλης ψυχῆς ἐπιστατεῖν
4166337 μαστιγουν
γε ” ἔφη ” μὴ βασκήνωσιν Ἠλεῖοι , λέγονται γὰρ μαστιγοῦν καὶ φρονεῖν ὑπὲρ ἐμέ „ , πολλὰ δὲ καὶ
; ἀλλ ' οὐ δίκαιον . ἐπεὶ καὶ οἱ ἀθλοθέται μαστιγοῦν εἰώθασιν , ἤν τις ὑποκριτὴς Ἀθηνᾶν ἢ Ποσειδῶνα ἢ
4156040 τωιδε
; ὡς πρόσβασιν τῶνδ ' ὀρθίαν οἴκων ἔχει ῥυσῶι γέροντι τῶιδε προσβῆναι ποδί . ὅμως δὲ πρός γε τοὺς φίλους
καιρὸν ἔσθ ' ὅπου τιμᾶι θεός . λέγεται δὲ καὶ τῶιδε ἀντίος λόγος , ὡς ἄλλο τὸ δίκαιον καὶ τὸ
4152914 ἀφῃς
συσκευάζοιτο ὡς ἐμβαλῶν εἰς τὴν αὑτοῦ χώραν . ἐὰν οὖν ἀφῇς με , ὦ Κῦρε , τὰ τείχη ἂν πειραθείην
, αὕτη ἐγγύς ἐστι τῷ μὴ ἀνθρωπικὴ εἶναι . Ὅταν ἀφῇς πρὸς ὀλίγον τὴν προσοχήν , μὴ τοῦτο φαντάζου ,
4150670 καταφθιμενοιο
δ ' ἐναίσιμος ἥνδανε μῦθος : Ὑψιπύλην δ ' εἴσαντο καταφθιμένοιο Θόαντος τηλυγέτην γεγαυῖαν ἀνασσέμεν . ὦκα δὲ τόνγε πέμπον
ἰσοφαρίζειν . ὀγδωκονταέτει παιδὶ Λεωπρέπεος , πόλις ἄνδρα διδάσκει σῆμα καταφθιμένοιο Μεγακλέος εὖτ ' ἂν ἴδωμαι , οἰκτίρω σε τάλαν
4149620 οἰνοφορον
ἔθος Σπάρτηι μελέτημά τε κείμενόν ἐστι : πίνειν τὴν αὐτὴν οἰνοφόρον κύλικα , μηδ ' ἀποδωρεῖσθαι προπόσεις ὀνομαστὶ λέγοντα ,
Ξενοφῶν , κεράμιον , ἀμφορεύς ἀμφορίσκος , σταμνίον , ἀγγεῖον οἰνοφόρον ὑάλου ἢ κεράμου πεποιημένον , πίθος ἢ πιθάκνη :
4148661 ἐπευχομαι
ἢ γράφεται τῷδε μέν , ἵν ' ᾖ οὕτως : ἐπεύχομαι τῷδε μὲν καὶ τούτῳ τῷ Ἐτεοκλεῖ ὥστε εὐτυχεῖν ,
, τοῖσι δὲ καὶ τούτοις , ἤγουν τοῖς πολεμίοις , ἐπεύχομαι δυστυχεῖν . τὸ δὲ ἰὼ πρόμαχ ' ἐμῶν δόμων
4148188 παραθες
φύλαξόν μοι αὐτά : μετὰ δὲ τὸ λούσασθαι καὶ ἀριστῆσαι παράθες μοι τὴν ὀπώραν . “ συνέβη δὲ κατὰ τὴν
τούτῳ γυμνάσας αὐτοῦ τὸν νοῦν ἡσύχασε . καί φησι ” παράθες μοι λεκάνην . “ θεὶς δὲ κενὴν τὴν λεκάνην
4135810 παραρρεοντα
χωρίον σίτου τε καὶ τῆς ἄλλης χορηγίας πλῆθος καὶ ποταμὸν παραρρέοντα δυνάμενον ἀσφάλειαν παρέχεσθαι τοῖς παρ ' αὐτὸν στρατοπεδεύουσι .
, ἀλλ ' οὗτός γε πρὸς τὸν ποταμὸν τὸν πλησίον παραρρέοντα ᾧ Κῦρός ἐστιν ὄνομα ἐλθὼν σὺν σπουδῇ καὶ ᾗ
4134377 πασχητε
οὖν , ὦ [ φίλοι ] , μὴ τὰ αὐτὰ πάσχητε [ ] τοῖς ? πολλοῖς ? ? καὶ ?
τραμέτρων καταληκτικῶν συγκείμενον , ὧν ὁ τελευταῖος ἤν τι καὶ πάσχητε , πάσχειν τοῖς σοφοῖς δοκήσετε . ἐπὶ τῷ τέλει
4126261 φιλταθ
ἀρσένων νόσον ταύτην νοσοῦμεν , ἀλλὰ προύστημεν καλῶς . ὦ φίλταθ ' Ἕκτορ , ἀλλ ' ἐγὼ τὴν σὴν χάριν
. ιγʹ αἰεὶ σφῷν κλέος ἔσσεται κατ ' αἶαν , φίλταθ ' Ἁρμόδιε καὶ Ἀριστόγειτον , ὅτι τὸν τύραννον κτανέτην
4125736 ποῃς
δύνῃ μόνος φέρειν καὶ μὴ ' πίδηλον τὴν τύχην πολλοῖς ποῇς . ἄνθρωπος ἀτυχῶν σῴζεθ ' ὑπὸ τῆς ἐλπίδος .
τὸ σῶμ ' ἔχειν . Οὐκοῦν κελητίζεις , ὅταν Φαίδραν ποῇς ; Ἀνδρεῖα δ ' ἢν ποῇ τις , ἐν
4125066 Μενελαε
ἡ τοῦ Πρωτέως θυγάτηρ ἐν Φάρῳ φησὶ πρὸς αὐτόν : Μενέλαε , εἴπερ βούλει μαθεῖν τὸ περὶ σὲ πᾶν ,
Ὣς φάμενον προσέειπεν ἐυμμελίης Ἀγαμέμνων : Μὴ νῦν , ὦ Μενέλαε , μέγ ' ἀχνύμενος περὶ θυμῷ σκύζεο μητιόωντι Κεφαλλήνων
4124800 ὑπαιτιος
ὁρμὴ καὶ τῆς ψυχῆς ἡ ἄλογος καὶ παρὰ φύσιν κίνησις ὑπαίτιος : ἑκάτερον γὰρ τούτων τί ἐστιν ἕτερον ἢ παλαιὸν
ἡ ὑποψία εἰς ἐμὲ ἰοῦσα , ἐγὼ δὲ ὑπὲρ ἐκείνων ὑπαίτιος ἐσόμενος σαφῶς ᾔδη . Τοῦ δὲ ἀκολούθου ἡ μαρτυρία
4122308 ἰχθυοπωλαις
ὅταν ἔλθω , πεπίστευκ ' : ἐμβλέπων γὰρ αὐτόθι τοῖς ἰχθυοπώλαις , λίθινος εὐθὺς γίνομαι , ὥστ ' ἐξ ἀνάγκης
ἁλοῦσιν , εἶτα κατεδηδεσμένοις εὐθὺς ταφῆναι , παραδοθέντες ἄθλιοι τοῖς ἰχθυοπώλαις τοῖς κακῶς ἀπολουμένοις σήπονθ ' , ἕωλοι κείμενοι δύ
4115835 συνεριθος
, ἡ δὲ εὐβουλία ὥσπερ τις συνεργός ἐστιν αὐτῆς καὶ συνέριθος , ἡ δὲ σύνεσις καὶ ἡ γνώμη ὥσπερ τινές
ἐδέσματα ἐπύργωσεν : ὕψωσεν κολάκων : εἰρώνων ἔδεισεν : ἐφοβήθη συνέριθος : συνεργός μηχανοδίφας : μηχανὰς ζητοῦντας κελαδῇ : ὑμνῇ
4114938 ἀκμαζουσων
τῶν νούσων , ἤν τι δοκέῃ κινέειν , κίνει , ἀκμαζουσῶν δ ' , ἡσυχίην ἄγειν βέλτιόν ἐστιν . οὐ
ἡλικιῶν μὲν τοιαῦτα οὖρα συνελόντα φαίνεται φάναι . Γυναικῶν δὲ ἀκμαζουσῶν τε καὶ εὐκράτως ἐχουσῶν οὖρα ἐνδέοντα πολλῷ φαίνεται τοῦθ

Back