κόρυμβα καταπλήσσουσιν ἐχέτλης . ἀλλ ' ὅταν αἰγυπιὸς γαμψώνυχος ἀκρίδα μάρψῃ , δὴ τότε λοίσθιον ὀμβροφόροι κλάγξουσι κορῶναι . νίκη
' ὁπόταν ] αὕτη ἐστὶν ἡ ἀρχὴ τοῦ χρησμοῦ . μάρψῃ ] λάβῃ . βυρσαίετος ] τὸν Κλέωνα λέγει .
7478315 θηρ
τήνδε μικρὸς ὢν τίσω . ” γελάσας δ ' ὁ θὴρ παρῆκε τὸν ἱκέτην ζώειν : καὶ φιλαγρευταῖς ἐμπεσὼν νεηνίσκοις
. ἀλλὰ διεψεύσθης , σεσοφισμένε : δὴ γὰρ ὁ μὲν θὴρ ἦε δράκων , σὺ δὲ θήρ , οὐ σοφὸς
7045771 αἰθαλοεσσαν
αἰθαλόεσσαν δέ φησιν αὐτήν , ἐπεὶ μελανόγειός ἐστιν . * αἰθαλόεσσαν : ὑδατόεσσαν * βόσκει : τρέφει ἅρπην : ἅρπη
κεφαλῆςὅτι τὴν ἀπὸ πυρὸς τέφραν κόνιν λέγει . διὸ καὶ αἰθαλόεσσαν αὐτὴν λέγει . . δμωαὶ δ ' , ἃς
7025424 γεραιος
τε καὶ Ἱππόθοον καὶ δῖον Ἀγαυόν : ἐννέα τοῖς ὃ γεραιὸς ὁμοκλήσας ἐκέλευε : σπεύσατέ μοι κακὰ τέκνα κατηφόνες :
ἀυπνοσύνη ἀλεγεινή . Ὣς φάτο : τὸν δ ' ὁ γεραιὸς ἀγασσάμενος προσέειπεν : Αὐτὸς ὅπως ἐθέλεις μεταδαίνυσο , πείθεο
6978062 ἐξερυσας
ἀπὸ ῥῖνα τάμῃσι καὶ οὔατα νηλέϊ χαλκῷ μήδεά τ ' ἐξερύσας δώῃ κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι . ” ὣς φάτο ,
τοῦ τριμελοῦς νόμου . . . : * * [ ἐξερύσας ] τινὰ μοῖραν ἑῆς πολυειδέος ἀλκῆς ? ? [
6964656 χερι
σοὺς πόνους . ὑμῶν δὲ μή τις ἀσπίδ ' ἄρηται χερί : ἐγὼ γὰρ † ἕξεω † τοὺς μέγ '
οὐ δῆτ ' , ἐπεί σφας τῆιδ ' ἐγὼ θάψω χερί , φέρους ' ἐς Ἥρας τέμενος Ἀκραίας θεοῦ ,
6891878 οἰμωξας
νηῒ μελαίνῃ . ὣς ἐφάμην , ὁ δέ μ ' οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ : [ διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν '
ὀστέον ἤλυθ ' ἀκωκή : γνὺξ δ ' ἔριπ ' οἰμώξας , θάνατος δέ μιν ἀμφεκάλυψε . Πήδαιον δ '
6839319 δομον
: ὀλοὴ γὰρ ἐπ ' αὐτῷ μοῖρα τέτυκται . μηδὲ δόμον ποιῶν ἀνεπίξεστον καταλείπειν , μή τοι ἐφεζομένη κρώξῃ λακέρυζα
. σὰ δ ' ἔριςοὐκ ἔρις ἀλλὰ φόνωι φόνος Οἰδιπόδα δόμον ὤλεσε κρανθεῖς ' αἵματι δεινῶι , αἵματι λυγρῶι .
6831993 λαιφος
: καὶ τἄλλα διὰ τὸ πλῆθος ἐῶ : σεσημείωται τὸ λαῖφος καὶ αἶσχος διὰ τῆς αι διφθόγγου γραφόμενα : γέγονε
ἔτος : θέρος : μέγεθος : στέλεχος : σεσημείωται τὸ λαῖφος , ὃ δηλοῖ τὸ ἱμάτιον : καὶ τὸ αἶσχος
6821776 κυκωμενον
] ἄπισχε , μηδὲ τοῦτον ἐμβάληις [ ] ν ἵσταται κυκώμενον [ ] χης ? ? : ἀλλὰ σὺ προμήθεσαι
καὶ λόχον ἀνδροφόνων φεύγειν ἄπο ληϊστήρων , καὶ πολιὸν Νηρῆα κυκώμενον ἐξυπαλύξαι ἐσθλὴ κουραλίοιο βίη θνητοῖσιν ὀπάσσει . Γλαυκὴν δ
6805174 ἀγ
δ ' αὖτ ' ἀναφαίνεται αἰπὺς ὄλεθρος . ἀλλ ' ἄγ ' ἀριστῆας Δαναῶν κάλει , ἤν τις ἀκούσῃ .
κατηγορήσειν , ἤν τις εἰσάγῃ γραφήν . ἴθι νυν , ἄγ ' αὐτὼ δεῦρο . ταῦτα χρὴ ποιεῖν . τουτὶ
6799040 μολῃ
προσιδεῖν ἐθέλεις ὅντινα κεῖται , δέρκου θαρσῶν : ὁπόταν δὲ μόλῃ δεινὸς ὁδίτης , τῶνδ ' ἐκ μελάθρων πρὸς ἐμὴν
τύραννον ἐμπορεύεται , κείνου ' στὶ δοῦλος , κἂν ἐλεύθερος μόλῃ , ” ἐνέβαινεν ἐς τὸ σκάφος . καὶ ἐν
6798445 αἰετον
μέσον διὰ κίον ' ἐλάσσας : καί οἱ ἐπ ' αἰετὸν ὦρσε τανύπτερον : αὐτὰρ ὅ γ ' ἧπαρ ἤσθιεν
αἰόλον ἵππου , θαύμασαν ἀμφιχυθέντες , ἅτ ' ἠχήεντες ἰδόντες αἰετὸν ἀλκήεντα περικλάζουσι κολοιοί . τοῖσι δὲ τετρηχυῖα καὶ ἄκριτος
6796855 φασγανῳ
ἀγλαὸς υἱός , πρόσθεν ἕθεν φεύγοντα μεταδρομάδην ἔλας ' ὦμον φασγάνῳ ἀΐξας , ἀπὸ δ ' ἔξεσε χεῖρα βαρεῖαν :
παχείῃ ἁψάμενος λίσσεσθαι , ὃ δ ' αὐχένα μέσσον ἔλασσε φασγάνῳ ἀΐξας , ἀπὸ δ ' ἄμφω κέρσε τένοντε :
6793006 ὁδιτης
, ὅσον ἕβδομον ἦμαρ ὁδεύσας ἴφθιμος καὶ κραιπνὸς ἀνὴρ ἀνύσειεν ὁδίτης . ἔστι δέ τις κατὰ μέσσα περίτροχος ὕδασι λίμνη
[ , ] [ ἄστατος ] ἱππήεσσι καὶ αὐτοκέλευστος ? ὁδίτης ? [ ] φεύγων ? ? [ ἐγγὺς ]
6784967 στονοεντι
ἑκὰς ἤιεν : ἦ γὰρ ἔμελλε κεῖσθαι ὁμῶς Τιτῆσι δαμεὶς στονόεντι κεραυνῷ , εἰ Διὸς ἀθανάτοιο παρ ' ἐκ νόον
γαῖα φάνη σχεδὸν ἠδὲ καὶ ἄστυ , τοὶ δὲ μόγῳ στονόεντι τετρυμένοι ἅψεα πάντα ἐξ ἁλὸς ἀίσσουσι μέγ ' ἀχνύμενοι
6777066 δομονδε
νῦν τοῦτο φίλον μακάρεσσι θεοῖσι , νοστῆσαι Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε δόμονδε , Ἑρμείαν μὲν ἔπειτα , διάκτορον Ἀργεϊφόντην , νῆσον
μὲν ἔπειτ ' ἀπονιψάμενοι χεῖράς τε πόδας τε εἰς Ὀδυσῆα δόμονδε κίον , τετέλεστο δὲ ἔργον . αὐτὰρ ὅ γε
6768138 βαλλει
: Ἀρριανός : ὁ δὲ ὑποτεμόμενος αὐτὸν ἐν ξυναγκείᾳ τινὶ βάλλει κατὰ νώτου τὸν ἄνθρωπον . . . . ὀκνεῖν
αὐτῷ ἀναφύονται πολλοὶ ἄνδρες ὡπλισμένοι . ὁ δὲ Κάδμος δείσας βάλλει αὐτοὺς λίθοισιν . οἱ δὲ δοκέοντες ὑφ ' ἑαυτῶν
6765816 ἀνωγει
Χρομίος Πύλιος , πρὸς τὰ Πυλαιμένους . . τοὺς γὰρ ἀνώγει σφοὺς ἵππους ἐχέμεν μηδὲ κλονέεσθαι ὁμίλῳ . ” μηδέ
, οὔ σε μάχης μόνον ἔργ ' ἐφέπειν χερὶ Φοῖβος ἀνώγει , ἀλλ ' ἀπάτῃ μὲν ἔχει γαῖαν Μεσσηνίδα λαός
6751366 ἱκηται
' εἰσαΐουσαι ἐξ ἐμέθεν , μὴ πατρὸς ἐς οὔατα μῦθος ἵκηται : τὸν ξεῖνόν με κέλονται ὅτις περὶ βουσὶν ὑπέστη
δόμοισι , μὴ δή μοι Τροίηθε κακὴ φάτις οὔαθ ' ἵκηται σεῖο καταφθιμένοιο κατὰ μόθον . Οὐ γὰρ ὀίω ἐλθέμεναί
6747143 ὁγε
' ὕπερθεν νηίου ἀφλάστοιο μετήορος ἀίξασα : τὸν δ ' ὅγε , κεκλιμένον μαλακοῖς ἐνὶ κώεσιν οἰῶν , κινήσας ἀνέγειρε
δ ' ἑὸν σφετέροισι κασιγνήτοισιν ὄπασσε : βῆ δ ' ὅγε Μαιναλίης ἄρκτου δέρος ἀμφίτομόν τε δεξιτερῇ πάλλων πέλεκυν μέγαν
6746003 ἑλῃ
. Μαζούσιος δὲ γυναικὶ οὐ μίγνυται , εἰ μὴ πολεμίαν ἕλῃ . Τιβαρηνοὶ , τῶν γυναικῶν τεκουσῶν , αὐτοὶ τὰς
ἂν χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις τὰ μέγιστ ' ἀέθλων ἕλῃ τόλμᾳ τε καὶ σθένει , καὶ ζώων ἔτι νεαρόν
6741233 βαθυστερνου
, θρέπτειραν ἐυστεφάνου Διονύσου . κλῦθι , θεά , πόντοιο βαθυστέρνου μεδέουσα , κύμασι τερπομένη , θνητῶν σώτειρα μεγίστη :
βάσσαισιν Ἰσθμοῦ δεξαμένῳ στεφάνους , τὰ δὲ κοίλᾳ λέοντος ἐν βαθυστέρνου νάπᾳ κάρυξε Θήβαν ἱπποδˈρομίᾳ κρατέων : ἀνδρῶν δ '
6739166 Ἀιδα
δίκη πρότερον φήμης τὸν δυσκέλαδόν θ ' ὕμνον Ἐρινύος ἀχεῖν Ἀίδα τ ' ἐχθρὸν παιᾶν ' ἐπιμέλπειν . ἰώ .
πˈρὶν ὥρας . εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε πὰρ χθόνιον Ἀίδα στόμα , Ταίναρον εἰς ἱερὰν Εὔφαμος ἐλθών , υἱὸς
6727821 πλαγκτον
Περιστροφάδην : συστρεπτικῶς , διατρεπτικῶς . πλεκτόν : εἰς . πλαγκτόν : εἰς τὸν πεπλανημένον . εἱλίσσοιτο : συστρέφοιτο .
Περιστροφάδην : συστρεπτικῶς , διατρεπτικῶς . πλεκτόν : εἰς . πλαγκτόν : εἰς τὸν πεπλανημένον . εἱλίσσοιτο : συστρέφοιτο .
6727077 ὁνδε
δ ' αὔτως Εὔμαιος ἐπεύξατο πᾶσι θεοῖσι νοστῆσαι Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε δόμονδε . αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τῶν γε νόον νημερτέ
νῆσον ἐρήμην κάλλιπεν : τὴν δ ' ἐθέλων ἐθέλουσαν ἀνήγαγεν ὅνδε δόμονδε . ” χωρὶς δὲ τούτων ὁ Ἐρατοσθένης ἑαυτῷ
6704308 τιναξας
: κατέκλυσε γὰρ αὐτὸν δαίμων τις ὡσεὶ λαῖφος ἀκάτου θοᾶς τινάξας κατέκλυσε τοῖς ὀλεθρίοις καὶ λάβροις κύμασι τοῦ πόντου :
λέοντος : τὴν δ ' ὅγε , χαλκοβαρεῖ ῥοπάλῳ δαπέδοιο τινάξας νειόθεν , ἀμφοτέρῃσι περὶ στύπος ἔλλαβε χερσίν ἠνορέῃ πίσυνος
6696690 θοου
' οὗ καὶ ἁλίσκεται ἐπεγκεράσαιο ] κέρασον ἐπεγκεράσαιο ] ἕνωσον θοοῦ ] τοῦ ταχέος δορπήια ] τροφή κέπφου ] οἰωνοῦ
θηρὸς ὅπως ὀλοοῖο τὸν ἀργαλέης δόλος ἄγρης μάρψῃ νυκτὸς ἰόντα θοοῦ ποδός , ὃς δ ' ὑπ ' ἀνάγκης τειρόμενος
6689440 ἑλωρ
δορίληπτοι πέρνανται σφιγχθέντες ἀεικελίοις ὑπὸ δεσμοῖς , δηθάκι καὶ θήρεσσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γένοντο , ἢ πότ ' ἐν ἠερίοισιν
ὑπερήνορι θυμῷ δοιοὺς ἐξαλάωσε γόνους , προβλῆσί τε πέτραις θηρσὶν ἕλωρ προὔθηκε γυναίων εἵνεκα φίλτρων : τοὺς δὲ καὶ ἀσκηθεῖς
6681153 οὑνεκεν
ῥανεῖ χοάς , τριαύχενος μήνιμα δειμαίνων θεᾶς , λευστῆρα πρῶτον οὕνεκεν ῥίψας πέτρον Ἅιδῃ κελαινῶν θυμάτων ἀπάρξεται . Σὺ δ
πόλιν τάνδ ' εὐκλεΐξαι , σιγαλὸν ἀμαχανίαν ἔργῳ φυγών : οὕνεκεν , εἰ φίλος ἀστῶν , εἴ τις ἀντάεις ,
6672278 βαλεειν
κρήδεμνον τανύσσαι . † ) τὸ τανύσσαι ἀπαρέμφατον διὰ τὸ βαλέειν . . Ο . ἂψ ἀπολυσάμενος βαλέειν εἰς οἴνοπα
κε μὴ ἔλθῃσιν ἄναξ τεὸς ὡς ἀγορεύω , δμῶας ἐπισσεύας βαλέειν μεγάλης κατὰ πέτρης , ὄφρα καὶ ἄλλος πτωχὸς ἀλεύεται
6657299 δεγμενος
, ἐμπίδος * ἀήθεα : ἀσυνήθη κακοήθη μὴ συνήθη * δέγμενος : δεχόμενος λαβών δεδεγμένος , διωκόμενος * ἔνθα :
κατασκευάζων , πᾶσαν εὐφροσύνην καὶ ἡδονὴν αὐτοῖς ἐξέτεινεν . Ἰάσων δέγμενος : οὐχ ὡς πάντας ὑποδεδεγμένου τοῦ Ἰάσονος τοὺς περὶ
6655480 νεκυν
ἀκταὶ ὁμῶς ῥηγμῖσιν ἀπειρέσιον βοόωσι : τοῖος ἄρ ' ἀμφὶ νέκυν Δαναῶν στόνος αἰνὸς ὀρώρει μυρομένων ἄλληκτον ἀταρβέα Πηλείωνα .
τι καὶ σὲ διδάσκειν ἤθελε : φεῦ , κείνου καὶ νέκυν ἀντιάσαι . Πλοῦτον μὲν πλουτοῦντος ἔχεις , ψυχὴν δὲ
6655041 οἰωνοισιν
μετεκίαθεν ὅσσοι ἔναιον Ἄργος , ἐπεὶ δεδαὼς τὸν ἑὸν μόρον οἰωνοῖσιν ἤιε , μή οἱ δῆμος ἐυκλείης ἀγάσαιτο : οὐ
γονῆες ῥίπτους ' ἐς βαθὺ κῦμα βορήν τ ' ἔμεν οἰωνοῖσιν . ἔμπαλι δ ' ἀρητοὶ παῖδες τοκέεσσι γένοντο εὐτραφέες
6654457 μενοινων
προσέννεπεν ἀκάματος Ζεύς . Ἧστο γὰρ ἀχνύμενος κραδίην καὶ πολλὰ μενοινῶν , οὕνεκεν ἤμελλον Πριάμου πόλιν ἐξαλαπάξειν Ἀργεῖοι , τοῖς
ἄγγος ὕπερθε κοῖλον ἐπεσμαράγησεν , ὁ δ ' οὐκέτι πολλὰ μενοινῶν ἐκφυγέειν δύναται στιβαρὸν σκέπας , ὄφρα ἑ κοῦρος μάρψῃ
6649454 διεκ
[ , ] εἰ μὴ Ἀθήνη λάβρον [ ἐπεβρόντησε ] διὲκ νεφέων καταβᾶσα [ ] : πληξαμένη θέναρι [ ]
μνηστῆρες ἀγαυοὶ χεῖρας ἀνασχόμενοι γέλῳ ἔκθανον . αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ἕλκε διὲκ προθύροιο λαβὼν ποδός , ὄφρ ' ἵκετ ' αὐλὴν
6641801 ἀμειψῃ
, ἐπεί νιν μέγαν ἄρας δίδυμα καὶ τριπλᾶ παλίμποινα θέλων ἀμείψῃ . ἴσθι δ ' ἀνδρὸς φίλου πῶλον εὖ -
υἱὸν ἔθνει πεπένθηκας . ἄμειψαι τοὺς μετὰ σοῦ λελυπημένους , ἀμείψῃ δέ , ἐὰν λυπούμενος παύσῃ , τάχιον ἐὰν μὴ
6640604 Ἡρακληα
' Ἀλκμήνην ἴδον , Ἀμφιτρύωνος ἄκοιτιν , ἥ ῥ ' Ἡρακλῆα θρασυμέμνονα θυμολέοντα γείνατ ' ἐν ἀγκοίνῃσι Διὸς μεγάλοιο μιγεῖσα
Σεμέλης οὐδ ' Ἀλκμήνης ἐνὶ Θήβῃ , ἥ ῥ ' Ἡρακλῆα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα : ἣ δὲ Διώνυσον Σεμέλη τέκε
6639127 ὁπποτε
αὐτῷ πότμος ὁμοῖος ἑσπέσθαι παρὰ βωμὸν ἀληθέος Ἀπόλλωνος ὕστερον , ὁππότε μιν ζαθέου δηλήμονα νηοῦ Δελφὸς ἀνὴρ ἐλάσας ἱερῇ κατέπεφνε
γε δώσεις πλείοσιν ἢ ἔχομαι : ἡ γὰρ δίκη , ὁππότε πάτρης ἧς ἀπέῃσιν ἀνὴρ τόσσον χρόνον ὅσσον ἐγὼ νῦν
6634297 ἀντιον
λαμπροί , βλέφαρα ἐκπεπετασμένα παχέα , παχύπους , παχύρρινος , ἀντίον ὁρῶν , ἄνω τείνων ἑαυτόν , πυρρὸς τὴν χροιάν
, ἀλλ ' οὔ τι πρήσσει : θαμέες γὰρ ἄκοντες ἀντίον ἀΐσσουσι θρασειάων ἀπὸ χειρῶν , καιόμεναί τε δεταί ,
6633472 ὁποτ
οἵους ἄνδρας ἀπώλεσας μάχεσθ ' ἀγαθούς γε καὶ εὐπατρίδας , ὁποτ ' ἔδειξαν οἵων πατέρων ἔσαν . Ἐπὶ πυγὴν τρέχει
ὕπερ φορέοιτ ' ἀνέμοιο . Καί ποτε καὶ κέπφοι , ὁποτ ' εὔδιοι ποτέωνται , ἀντία μελλόντων ἀνέμων εἰληδὰ φέρονται
6628617 ἐγγυθι
. ἀλλ ' ἴομεν : μάλα γὰρ νὺξ ἄνεται , ἐγγύθι δ ' ἠώς , ἄστρα δὲ δὴ προβέβηκε ,
ἀπήμονα φορβήν : ὀψὲ δέ μιν νόος ὦρσε καὶ ἤγαγεν ἐγγύθι πότμου : αὐτίκα δὲ τρέσσας ἀνεχάσσατο : πολλάκι δ
6628219 πεμπε
μὲν ὡς φίλος , τοῦτο δὲ ὡς ἄρχων Τύρου . πέμπε δὴ πρὸς αὐτὸν ἐπιστολὴν ὑπὲρ τοῦ δόντος σοι τὴν
. ὅταν οὖν τὰ αὑτοῦ μετὰ σοῦ θῆται καλῶς , πέμπε ἡμῖν αὐτὸν γέμοντα τῶν παρ ' ἡμέραν σοὶ πραττομένων
6624586 φασγανωι
ὦ γεραιέ , μῦθον : οὐ γὰρ εὖ φρονεῖς . φασγάνωι λευκὴν φονεύων τῆς ταλαιπώρου δέρην . ὦ τάλαιν '
, μὴ δόλος τις ἦι . ὡπλισμένος δὲ χεῖρα τῶιδε φασγάνωι τὰ πίστ ' ἐμαυτῶι τοῦ θράσους παρέξομαι . ὠή
6622849 θηκεν
αἰεί . Ὡς ὄφελον τόδε νῶιν ἐνὶ πτολέμῳ τις ἄεθλον θῆκεν , ὅτ ' ἀμφ ' Ἀχιλῆι δεδουπότι δῆρις ὀρώρει
ἀντιφέρεσθαι τοξοφόρῳ περ ἐούσῃ , ἐπεὶ σὲ λέοντα γυναιξὶ Ζεὺς θῆκεν , καὶ ἔδωκε κατακτάμεν ἥν κ ' ἐθέλῃσθα .
6618128 μεθεπων
μαιόμενος βαλιᾶς ἑλεῖν τέκος : κᾆτ ' ὦκα βοᾶς ἀκοὰν μεθέπων ὅ γ ' ἄφαρ λάσιον νιφοβόλων ἀν ' ὀρέων
πρόσθε μὲν εἷς ἐλάφοισιν ἐπὶ στίχας ἡγεμονεύει , οἷα κυβερνητὴρ μεθέπων οἰήϊα νηός : τῷ δ ' ἕτερος κατὰ νῶτον
6609341 μετοπισθε
οἳ δ ' αὖτις ἀροτρεύεσκον ἀρούρας , τῶν δὲ πέδον μετόπισθε μελαίνετο : τοὶ δ ' ἐφέποντο αἰζηοὶ μετὰ τοῖσι
ἄγοντες δαιτυμόνες ῥηγμῖσιν ἐπειγόμενοι πελάουσιν : ἄλλοι δ ' αὖ μετόπισθε διωκόμενοι προθέουσι θηλυτέραις ἀγέλῃσιν , ἐπεὶ φιλότητος ἔρωτι ἑλκόμεναι
6602839 ἐκεκλετο
ἀκροώμενον , οἷόν ἐστι καὶ τοῦτο : Ἕκτωρ δὲ Τρώεσσιν ἐκέκλετο μακρὸν ἀύσας νηυσὶν ἐπισσεύεσθαι , ἐᾶν δ ' ἔναρα
' Ἀτρεΐδης εἶχε ξανθὸς Μενέλαος . Ἀντίλοχος δ ' ἵπποισιν ἐκέκλετο πατρὸς ἑοῖο : ἔμβητον καὶ σφῶϊ : τιταίνετον ὅττι
6587611 ἀντια
μέν : ὁ μὲν ἔχις * θοός : ταχύς θοὸς ἀντία θύνει : ὁ ἔχις ἀντίον τρέχει ὀρθῶς καὶ συντόμως
ἐπιφερόμενον παρ ' αὐτοῦ : ὁ δεξιτερὴν αἰεὶ τανύοντι ἔοικεν ἀντία δινωτοῖο Θυτηρίου : μεταξὺ γὰρ τῆς δεξιᾶς χειρὸς καὶ
6587559 μεταϊξας
πολλὰ δὲ μερμήριζε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν , ἠὲ μεταΐξας θάνατον τεύξειεν ἑκάστῃ , ἦ ἔτ ' ἐῷ μνηστῆρσιν
προθυμία , περιφραστικῶς ἡ μύραινα . Χηλῇσι : ὄνυξιν . μεταΐξας : ὁρμήσας . ἐπαΐξας : ἐπιστραφείς . δολιχῇσι :
6583114 κελευθοις
γὰρ κατὰ τὴν σελήνην ἐμέτρουν τὸν ἐνιαυτόν ἐνιχρίμπτουσα ] προσπελάζουσα κελεύθοις ] ταῖς ὁδοῖς θρόον ] λαλιάν θρόον ] θόρυβον
μελέεσσι καὶ ὄμμασιν ἀδρανέοντα ἐνδυκέως μεθέπων προσπτύσσεται , ἔν τε κελεύθοις χεῖρ ' ὀρέγων καὶ πᾶσιν ἐν ἔργμασιν αὐτὸς ἀμύνων
6582094 θαρσαλεως
εἶναι καὶ ἐξαριθμείτω τὰ περιεστηκότα δεινά , ἀλλὰ τοῖς ἐναντίοις θαρσαλέως ἀντιταττέσθω , καταφρονήσας τοῦ περιεστηκότος κινδύνου : μᾶλλον γὰρ
Ὁκόταν δὲ μέλλῃ ἀποθνήσκειν , ὀξύτερά τε ὁρῇ καὶ φθέγγεται θαρσαλέως , καὶ πιέειν καὶ φαγέειν αἰτέει , καὶ ἢν
6578500 δαινυμενος
ἀλέγων ξείνης φιλίης πανάθεσμος , εἰναλίους ἑτάρους δάπτει στομάτεσσι δαφοινοῖς δαινύμενος : τοὶ δ ' αἶσαν ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶντες ,
Ἱππῶνάξ φησί που : θύννον τε καὶ μυττωτὸν ἡμέρας πάσας δαινύμενος , ὥσπερ Λαμψακηνὸς εὐνοῦχος , κατέφαγεν . ἵππουροι .
6575314 φραζεο
προσαλλομένη τῇ Γαλατείᾳ ἡ κύων σπαράξῃ τὸν καλὸν χρόα . φράζεο , μὴ τᾶς παιδός : φώνησόν σου τὴν κύνα
. τόσσοι μὲν φῶτες περὶ Κάσπια κύματ ' ἔασιν : φράζεο δ ' ἐκ Κόλχων καὶ Φάσιδος ἐς δύσιν ἤδη
6569713 ὀλοον
σπαράξομαι κόμαν , οὐκ ἐμῶι ' πιθήσομαι κάραι κτύπημα χειρὸς ὀλοόν ; ὦ πόλις , διπλῶν τέκνων μ ' ἐστέρησε
ἢ τανύει τὸ ἄκρον ἐκτείνει * ἄκρην : οὐράν * ὀλοόν : φθαρτικόν * ἐπώδυνον : ὀδυνηρόν * ἔπλετο :
6567500 προσηυδα
ὅτι ἰδίως ἀγγελέουσα προσηύδα : ἐχρῆν γὰρ ἀγγελέουσα ἧκε καὶ προσηύδα . . , . . . . . πότε
: Ἥρῃ δ ' οὐκ ἔχαδε στῆθος χόλον , ἀλλὰ προσηύδα : αἰνότατε Κρονίδη ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες : πῶς
6565903 ἐτωσια
αὔρῃ μαψιδίῃ : Κῆρες δὲ μάλα σχεδὸν ἑστηυῖαι πολλὸν καγχαλάασκον ἐτώσια μητιόωντι . Καὶ τότε Μυρμιδόνεσσιν Ἀχιλλέος ἄτρομος υἱὸς θαρσαλέον
γένυν δ ' ἀνεμώλιον αὔτως ἐγχρίμπτει , στερεοῖσι δ ' ἐτώσια μαίνετ ' ὀδοῦσιν : οἱ δὲ πάλιν γενύεσσιν ἀπηνέος
6560135 ἱκηαι
: ἆσσον ἴθ ' ὥς κεν θᾶσσον ὀλέθρου πείραθ ' ἵκηαι . Τὸν δ ' οὐ ταρβήσας προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ
σόφος Ἀρχέστρατος : λάμβανε δ ' ἐκ Γαίσωνος ὅταν Μίλητον ἵκηαι , κεστρέα τὸν κέφαλον καὶ τὸν θεόπαιδα λάβρακα .
6559153 γουνατ
ἀποστρέψοντας . . ” ” . . . λαιψηρὰ δὲ γούνατ ' ἐνώμα φευγέμεναι : τοὶ δ ' αἶψα διώκειν
ἀμφοτέροισι τάνυσσαν ἄρρηκτόν τ ' ἄλυτόν τε , τὸ πολλῶν γούνατ ' ἔλυσεν . Ἔνθα μεσαιπόλιός περ ἐὼν Δαναοῖσι κελεύσας
6558948 θηρι
: κεῖνος γὰρ πρόμαχός τε καὶ οὔατα καὶ φάος ἰχθὺς θηρὶ πέλει : κείνῳ δ ' ἀΐει , κείνῳ δὲ
μὲν γυῖα † φέρεσκον . Πάντῃ δ ' ἀμφιθέεσκεν ἀναιδέι θηρὶ ἐοικώς , ὅς τε βαθυσκοπέλοιο διέσσυται ἄγκεα βήσσης ἀφριόων
6555648 ἐξοπιθεν
Κρητῆρα . Φθάμενος δὲ Κύων πόδας αἴνυται ἄλλους , ἕλκων ἐξόπιθεν πρύμναν πολυτειρέος Ἀργοῦς . Ἡ δὲ θέει γαίης ἱστὸν
' ὀλίγον φησί : δὲ Κύων πόδας αἴνυται ἄλλους ἕλκων ἐξόπιθεν πρύμναν πολυτειρέος Ἀργοῦς . ἡ δὲ θέει γαίης ἱστὸν
6553179 πιθησας
οἶκον δὲ νέεσθαι : Μαίον ' ἄρα προέηκε θεῶν τεράεσσι πιθήσας . τοῖος ἔην Τυδεὺς Αἰτώλιος : ἀλλὰ τὸν υἱὸν
ἡμῖν ἱκάνει . ” πίσυρας τέσσαρας . πίσυνοι πεποιθότες . πιθήσας πιστεύσας . πίνακας τὰ θραύματα τῆς νεώς . πινυτήν
6547194 χὠ
' ὅδε μὲν δώσει δίκην : προσέρχεται γὰρ ὁ πρύτανις χὠ τοξότης . Τουτὶ πονηρόν . Ἀλλ ' ὑπαποκινητέον .
: κοὐκ ἔστ ' ἄελπτον οὐδέν , ἀλλ ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες . Κἀγὼ γάρ ,
6545921 ἀπανευθε
δέ τοι κἂν τήνδε καταγράψαιμι θάλασσαν , οὐ μὲν ἰδὼν ἀπάνευθε πόρους , οὐ νηῒ περήσας : οὐ γάρ μοι
ἔτι ζώοντος ἀταρβέος Αἰακίδαο . Τρῶες δ ' αὖτ ' ἀπάνευθε γεγηθότες ὄβριμον ἄνδρα Εὐρύπυλον κύδαινον ἐνὶ κλισίῃσι καὶ αὐτοί
6542986 Ὀδυσευς
ἔσφαζον , πολλὸς δὲ πίθων ἠφύσσετο οἶνος : αὐτὰρ διογενὴς Ὀδυσεύς , ὅσα κήδε ' ἔθηκεν ἀνθρώποις ' ὅσα τ
τοῖς ἑξῆς , λέγων βέβληται μὲν ὁ Τυδείδηςοὔτασται δ ' Ὀδυσεύς . . . . πυρὸς δηίοιο θέρωνται : ὅτι
6542644 μενεαινων
φοβεύμεναι ἢ σύες ὄμβρον , εἰ μὴ Ἄρης ἀλεγεινὸς ἀρηγέμεναι μενεαίνων Τρωσὶ φιλοπτολέμοισι κατήλυθεν Οὐλύμποιο κρύβδ ' ἄλλων μακάρων .
θαλερὸν κατὰ δάκρυον εἴβων , πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας ὀρέξασθαι μενεαίνων : ἀλλ ' οὐ γάρ οἱ ἔτ ' ἦν
6542579 ἀμειλιχον
: ἐν δ ' ἄρα χειρὶ ἄλλοτε μὲν δόρυ πάλλεν ἀμείλιχον , ἄλλοτε δ ' αὖτε εἷρπεν ἄνω : τὸν
, ἠέριοι πεζοί τε συνέστιοι εἰλαπινασταί , αἷμα μέλαν πίνοντες ἀμείλιχον εἶχον ἐδωδήν , καὶ τῶν μὲν κλαγγὴ φόνον ἔπνεεν
6540566 ὀφρ
' ἐπιβαίην : ὑπέρβατόν ἐστι . τὸ δὲ ἑξῆς : ὄφρ ' ἐπιβαίην νηός , ἐπιβάντι δὲ τῆς νηὸς ἡ
μήδετο θυμός , εἰ μή σφεας κατέρυξε θεῶν νόος , ὄφρ ' Ἀχιλῆος ἔλθοι ἀπὸ Σκύροιο θοὸς πάις , ὅν
6532245 ἁλαδ
καὶ λέγει ὃς κέλεαι πολέμοιο συνεσταότος καὶ ἀυτῆς νῆας ἐυσέλμους ἅλαδ ' ἕλκειν , ὄφρ ' ἔτι μᾶλλον Τρωσὶ μὲν
αἰπὺς ὄλεθρος ἐπιρρέπῃ : οὐ γὰρ Ἀχαιοί σχήσουσιν πολέμου νηῶν ἅλαδ ' ἑλκομενάων , ἀλλ ' ἀποπαπτανέουσιν , ἐρωήσουσι δὲ
6530887 ἁνικ
: ὅτε γὰρ πλεῖν μέλλουσιν , ἀνάγουσι τὰς ἀγκύρας . ἁνίκ ' ἄγκυραν : τὸν Τρίτωνά φησιν αὐτοῖς συντετυχηκέναι ἀναγομένοις
δ ' ἐπί οἱ Κρονίων Ζεὺς πατὴρ ἔκˈλαγξε βροντάν , ἁνίκ ' ἄγκυραν ποτὶ χαλκόγενυν ναῒ κριμνάντων ἐπέτοσσε , θοᾶς
6530633 Ἀρηα
ὁμοῦ λωβήτορι πότμῳ . ὡς δ ' ὅτε δυσμενέεσσιν ἐπιστήσωνται Ἄρηα , φροῦδον ἐελδόμενοι ῥαῖσαι πόλιν , οὐδ ' ἀνιεῖσι
στόμα λευγαλέοιο [ ] πολέμοιο ? μάχεσθαι [ ] θοῦρον Ἄρηα [ ] ! ν ἄγριόν ἐστι [ ] !
6530515 ἐναρα
ἔστω φειδωλή , ἵνα εἴδομεν εἴ κεν Ἀχιλλεὺς νῶϊ κατακτείνας ἔναρα βροτόεντα φέρηται νῆας ἔπι γλαφυράς , ἦ κεν σῷ
συνεπλήρωσε . ἔναρα σκῦλα . ἐναρίζει κυρίως μὲν σκυλεύει : ἔναρα γὰρ τὰ σκῦλα : “ οὐδέ μιν ἐξενάριξεν :
6524185 βροτοεντα
σκοπὸν εἵλομεν . . νηὶ δ ' ἐνὶ πρύμνῃ ἔναρα βροτόεντα Δόλωνος θῆκ ' Ὀδυσεύς , ὄφρ ' ἱρὸν ἑτοιμασσαίατ
χάζεο , λεῖπε δὲ νεκρόν , ἔα δ ' ἔναρα βροτόεντα : οὐ γάρ τις πρότερος Τρώων κλειτῶν τ '
6517836 ἀκορητος
: ἀλλὰ γὰρ ἔοικεν ὁ ἀνὴρ νίκης μὲν οὐκ εἶναι ἀκόρητος , ἀλλὰ καὶ ἑκὼν κατατίθεσθαι , τῶν δὲ φιλοσοφίας
] ! νακου ? ? υἱός [ ] ν ? ἀκόρητος ? ἀϋτᾶς : [ ] ας ! ! !
6517101 ἐκφυγεειν
οὔτι πέλει σθένος οὐδέ τις ἀλκὴ τρηχείαις γενύεσσιν ὑπερφιάλως ἐρύσαντα ἐκφυγέειν , ἅτε πῶλον ἀποπτυστῆρα χαλινῶν : ἀλλ ' αἰεὶ
τε κυκλώσαντο ἱέμενοι ] μάρψαι ? , ταὶ δ ' ἐκφυγέειν καὶ ἀλύξαι . ἔς τε Κεφαλλήνων ] ἀγερώχων φῦλον
6514011 φασγανον
τοῦ φάσαι , ὅ ἐστι φονεῦσαι : ὅθεν καὶ τὸ φάσγανον . νεαλὲς δὲ τὸ νεωστὶ ἑαλωκός , οἷον ἰχθύς
ἀθˈρόοι , ἐν χερὶ δ ' Ἀμφιτρύων κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων φάσγανον ἵκετ ' , ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς . τὸ γὰρ
6513798 ἐτραπεν
ποτὶ ταὔλιον ἷξον ἰόντες . Ἠέλιος μὲν ἔπειτα ποτὶ ζόφον ἔτραπεν ἵππους δείελον ἦμαρ ἄγων : τὰ δ ' ἐπήλυθε
, νεφέλῃ εἰλυμένος ὤμους , ὃς τούτου βέλος ὠκὺ κιχήμενον ἔτραπεν ἄλλῃ : ἡ διπλῆ , ὅτι Ζηνόδοτος ἠθέτηκεν αὐτόν
6512859 ἀντα
φοινισσομένη , κοκκίνη ἐρυθραινομένη ἐρυθραίνουσα * εἴδεται : φαίνεται * ἄντα : ἄντικρυς * πελιδνή : ὠχρά μέλαινα μολιβδομελάνη .
ἔχει κόπον Εἰλειθυίης , ἄγχι μάλ ' ἑζόμενος σφέτερον γόνον ἄντα δοκεύει : καί ῥ ' ὅτε νηπίαχον μητρὸς παρὰ
6512169 σταθεις
μοι . Παλάμᾳ ] Ἀντὶ βοηθείᾳ καὶ συνεργείᾳ . Πύλον σταθεὶς ] Ἀντὶ ὑπερμαχῶν τῆς Πύλου . Ἔρειδε ] Ἤγουν
ὁ Ἡρα - κλῆς φονεῦσαι αὐτήν . καὶ εἰς μάχην σταθεὶς καὶ τέμνων τὰς κεφαλὰς αὐτῆς μιᾶς κοπτομένης πολλαὶ ἀνεφύοντο
6509879 κταμενοιο
τῶν τριχῶν . * ἀμφὶ δὲ ποσσὶ πέδιλα βοὸς ἶφι κταμένοιο : ἐκ βοείων δερμάτων εἶναι κελεύει τὰ ὑποδήματα καὶ
ἔργα μετοιχόμενον , καί περ μέγα τειρόμενον κῆρ ἀμφὶ πατρὸς κταμένοιο : τὸ γὰρ προπάροιθε πέπυστο . Αἶψα δέ οἱ
6508258 ἑλκε
ὣς τῆνος δινοῖτο ποθ ' ἁμετέραισι θύραισιν . ἶυγξ , ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα . ἐς
βαίνεις τ ' εἰς Ἀίδαο δόμους κυφὸς διὰ γῆρας . ἕλκε ποδὸς τεταγὼν διὰ βηλοῦ θεσπεσίοιο . τίθει μαγείρωι μνᾶς
6502683 ὁπποτερος
τὰς ἐπὶ δόρπῳ κατθέμεθα κνίσης τε καὶ αἵματος ἐμπλήσαντες . ὁππότερος δέ κε νικήσῃ κρείσσων τε γένηται , τάων ἥν
, αὐτὰρ ἔπειτα κλήρους ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλον ἑλόντες , ὁππότερος δὴ πρόσθεν ἀφείη χάλκεον ἔγχος . λαοὶ δ '
6499116 μιμνε
κρύψας χθονὶ ἐλθὼν παλαιᾶς χοιράδος κοῖλον μυχὸν Σηπιάδος ἵζου : μίμνε δ ' ἔστ ' ἂν ἐξ ἁλὸς λαβοῦσα πεντήκοντα
νῆα κιὼν ἑτάροισιν ἐνίσπες μύθους ἡμετέρους , μηδ ' ἔκτοθι μίμνε πόληος . ” Ἴσκεν , ἀμαλδύνουσα φόνου τέλος οἷον
6497597 ὠκα
πολυφάρμακον ἀμφιβεβῶσα καπνὸν ὑπὸ σπλάγχνοισιν ἀναΐσσοντα δέχηται , ἀθρόος ἔνδοθεν ὦκα μέλας καταλείβεται ἰχώρ , ὅς τε γυναικοφόνος νεάτῃ μίμνων
' ἀποφθιμένοιο πάις Φυλῆος ἀγαυοῦ ὠρίνθη : μάλα δ ' ὦκα , λέων ὣς πώεσι μήλων , ἔνθορε : τοὶ
6497404 ἀνερα
οὐδ ' ἀγαθοῦ , μᾶλλον δὲ κακῶν ῥεκτῆρα καὶ ὕβριν ἀνέρα τιμήσουσι : δίκη δ ' ἐν χερσί : καὶ
ἢ καὶ ἐπαρκές θάλπε βαλὼν χύτρῳ σκαμμώνιον . οἷσι κορέσκων ἀνέρα καὶ θανάτοιο πέλας βεβαῶτα σαώσεις . Ἤν γε μὲν
6496133 νεκυων
τ ' οὔτις ἐπὶ προθύροις τομαῖος , † ἃ δὴ νεκύων πένθει πίτνει , οὐδὲ νεολαία † δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν
καὶ ἐνὶ φρεσὶ θήσω : ὅν τινα μέν κεν ἐᾷς νεκύων κατατεθνηώτων αἵματος ἄσσον ἴμεν , ὁ δέ τοι νημερτὲς
6491023 ἐτυψε
. ἐτετύπειμεν ἐτετύπειτε ἐτετύπειϲαν Ἀορίϲτου αʹ Ἑν . ἔτυψα ἔτυψαϲ ἔτυψε Δυ . ἐτύψατον ἐτυψάτην Πληθ . ἐτύψαμεν ἐτύψατε ἔτυψαν
τὸν ἀόριστον ἐκ τοῦ ἰδίου ὁριστικοῦ τρίτου προσώπου γίνεσθαι , ἔτυψε ἐκεῖνος τύψε σύ , ἀλλ ' ἐκρατήθη Συρακουσίῳ ἔθει
6481318 καλυψας
' ὀστέα λευκὰ βοὸς δολίῃ ἐπὶ τέχνῃ εὐθετίσας κατέθηκε , καλύψας ἀργέτι δημῷ . δὴ τότε μιν προσέειπε πατὴρ ἀνδρῶν
Λύγη γὰρ λέγεται ἡ σκιά . Ἐπηλυγασάμενος , σκεπάσας , καλύψας . ἠλύγη γὰρ ἡ σκιά . Ἔπηλυς . ὁ
6479745 ἀφαρ
' ἅμα τοῖσι γυνὴ κίεν : αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς δακρύσας ἑτάρων ἄφαρ ἕζετο νόσφι λιασθείς , θῖν ' ἔφ ' ἁλὸς
Αὐτὰρ ὃ οἷς ἑτάροισιν ἐπισπέρχων ἐκέλευεν ὕδατος ἐν πυρὶ θέντας ἄφαρ κρυεροῖο λέβητας θερμῆναι λοῦσαί τε νέκυν περί θ '
6477304 ὀνυχεσσι
σώματι κύρσας , ὅς τε μάλ ' ἐνδυκέως ῥινὸν κρατεροῖς ὀνύχεσσι σχίσσας ὅττι τάχιστα μελίφρονα θυμὸν ἀπηύρα : ἐμ μένεος
αἰετὸς ὑψιπέτης ἐπ ' ἀριστερὰ λαὸν ἐέργων φοινήεντα δράκοντα φέρων ὀνύχεσσι πέλωρον ζωὸν ἔτ ' ἀσπαίροντα , καὶ οὔ πω
6474334 τυτθον
τοῦ γὰρ ἐσορᾶν γίγνετ ' ἀνθρώποις ἐρᾶν . Ἀπτῆνα , τυτθόν , ἄρτι γυμνὸν ὀστράκων . Ἀλλ ' ἢ τρίορχος
, ὥς σε περιπτύξω καὶ χείλεα χείλεσι μίξω . ἔγρεο τυτθόν , Ἄδωνι , τὸ δ ' αὖ πύματόν με
6474290 ὠκιστα
μέντοι καὶ χρυσοφαεῖς τινας . δακεῖν δὲ ἄρα καὶ ἀποκτεῖναι ὤκιστα δεινοὺς αὐτοὺς λέγει οὗτος . Ἐν τῷ ἐννάτῳ τῶν
τε νομὸν βόσκουσι τὸν αὐτόν : στέλλειν δ ' ὡς ὤκιστα καὶ εἰς φρένα πάντα λαβόντα . καὶ οὕτως ἐκτίσθη
6473669 θαλερων
φιλοξείνων θαλάμων κληῖδας ἀνεῖσα ἐξαπίνης Ἑλένη μετεκίαθε δώματος αὐλὴν καὶ θαλερῶν προπάροιθεν ὀπιπεύουσα θυράων ὡς ἴδεν , ὣς ἐκάλεσσε καὶ
ἄλλοφον , ἥ τε καταῖτυξ κέκληται , ῥύεται δὲ κάρη θαλερῶν αἰζηῶν . Μηριόνης δ ' Ὀδυσῆϊ δίδου βιὸν ἠδὲ
6472416 εὐτ
τοῖς μεγάλα φρονοῦσιν ἐπάγουσιν , ἀπροσδοκήτως καταβάλλοντες αὐτούς . . εὖτ ' ἂν ] ὁπηνίκα . . τέμενος ] τὸν
ἄλοχον Κρονίδαο Διὸς λάθον , ἀλλά οἱ Ἶρις πέφραδεν , εὖτ ' ἐνόησεν ἀπὸ μεγάροιο κιόντας : αὐτὴ γάρ μιν
6472259 ἀσπασιως
παλάμῃσιν οἴσομεν ἐς νῆας καὶ ἐς Ἑλλάδος ἱερὸν οὖδας ἄξομεν ἀσπασίως , ὅθι περ πάρος ἐμβασίλευες . Ὣς φάμενον μεγάλοιο
. Ἀχερουσιάδι ] ὁ Ἀπολλώνιος ἐν τῷ δευτέρῳ ποιήματι , ἀσπασίως ἄκρας Ἀχερουσίδος ὅρμον ἵκοιτο . . θαυμάζω ] ἀντὶ
6466703 ἐρητυσασκε
καὶ ἔξοχον ἄνδρα κιχείη , τὸν δ ' ἀγανοῖς ἐπέεσσιν ἐρητύσασκε παραστάς . πρὸς τὴν τάξιν τῶν ἑξῆς τὸ ἀντίσιγμα
βασιλῆα καὶ ἔξοχον ἄνδρα κιχείη τὸν δ ' ἀγανοῖς ἐπέεσσιν ἐρητύσασκε παραστάς : δαιμόνι ' οὔ σε ἔοικε κακὸν ὣς
6463230 παλισσυτος
τόξα καὶ ἰούς δέρμα θ ' ἑλὼν ῥόπαλόν τε , παλίσσυτος ὦρτο νέεσθαι . Τόφρα δ ' Ὕλας χαλκέῃ σὺν
ἀπὸ τοῦ πυρὸς ἀναρπάξασα ἔρριψεν ἐπὶ τοῦ ἐδάφους κράζοντα . παλίσσυτος : μετὰ δὲ ταῦτα οὐκέτι ἐξ ὑποστροφῆς παρεγένετο πρὸς
6455691 ἑην
ναυτιλίην τε διακριδὸν ἐξερέεινεν , ἠδ ' ὁπόθεν μετὰ γαῖαν ἑὴν καὶ δώματ ' ἰόντες αὔτως ἱδρύθησαν ἐφέστιοι : ἦ
ἐστὶ φίλους τ ' ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι οἶκον ἐϋκτίμενον καὶ ἑὴν ἐς πατρίδα γαῖαν , ὀψὲ κακῶς ἔλθοι , ὀλέσας
6453977 πυρσον
τούτων αὐτὴν καὶ πρῶτον ἤδη προσείπωμεν . ὦ τὸν ἐλεύθερον πυρσὸν ἀνθρώποις πᾶσιν ἀνάψασα : ὦ τὰς εὐτυχεῖς ὠδῖνας καὶ
ἔδωκεν , ὅταν ἀποβάντες ἐς τὴν ἀκρόπολιν παρέλθωσιν , ἆραι πυρσὸν καὶ τοῖς πολεμίοις ἐπιθέσθαι . τούτων πραχθέντων ἡ μὲν
6452865 αὐτικ
γε νόσφι γένηαι . ὣς ἐφάμην , ἡ δ ' αὐτίκ ' ἀμείβετο δῖα θεάων : διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν
, οὐδ ' ἀπίθησε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε : αὐτίκ ' Ἀθηναίην ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : αἶψα μάλ '
6452120 Κανδαονος
φονεὺς δρά - κωνλέγει δὲ τὸν Διομήδηνλαιμοτομήσας ῥαίσει τριπάτρου φασγάνῳ Κανδάονος . καὶ γὰρ Κανδάων καὶ ὁ Ὠρίων παρὰ Βοιωτοῖς
λαιμίσας ποιμανδρίαν στεφηφόρον βοῦν δεινὸς ἄρταμος δράκων ῥαίσει τριπάτρῳ φασγάνῳ Κανδάονος , λύκοις τὸ πρωτόσφακτον ὅρκιον σχάσας . σὲ δ

Back