ἡ μὲν οὖν προαίρεσις οὕτω καλὴ καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ἠγαπημένη : νομίζων δ ' οὐδὲν εἶναι προὔργου τῶν σπουδαιοτάτων
γυναῖκες , ἠγαπημένη καὶ μισουμένη , καὶ τέκωσιν αὐτῷ ἡ ἠγαπημένη καὶ ἡ μισουμένη , καὶ γένηται υἱὸς πρωτότοκος τῆς
7746537 μισουμενη
ἀνθρώπῳ δύο γυναῖκες , μία αὐτῶν ἠγαπημένη καὶ μία αὐτῶν μισουμένη , καὶ τέκωσιν αὐτῷ καὶ γένηται υἱὸς πρωτότοκος τῆς
κακοὶ , δύσκολοι , καὶ οἱ διεστραμμένοι . Ἐχθομένη : μισουμένη , μεμισημένη . σκολόπενδρα : ψαλίς . ὀσμύλος :
7101157 τεκωσιν
' ᾖ : ἐπὶ στείραισι τοὺς ταύρους ἀφέντες , ἵνα τέκωσιν , ὥς τινες : στείρας δὲ εἶπε τὰς οὔπω
γυναῖκες , μία αὐτῶν ἠγαπημένη καὶ μία μισουμένη , καὶ τέκωσιν αὐτῷ ἡ ἠγαπημένη καὶ ἡ μισουμένη καὶ γένηται ὁ
6500364 ἠγαπημενης
τῇ πικρίᾳ , καὶ ἔσῃ εὑρισκόμενος μετὰ τῆς σεμνότητος τῆς ἠγαπημένης ὑπὸ τοῦ κυρίου . βλέπε οὖν μήποτε παρενθυμηθῇς τὴν
τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ , οὐ δυνήσεται πρωτοτοκεῦσαι τῷ υἱῷ τῆς ἠγαπημένης ὑπεριδὼν τὸν υἱὸν τῆς μισουμένης τὸν πρωτότοκον , ἀλλὰ
6179288 μισουμενης
λαθεῖν τοὺς μισουμένους , πρὸς δὲ καὶ τὸ μέγεθος τῆς μισουμένης πολὺν ποιεῖ τὸν λόγον . καὶ γὰρ εἰ προσεπταίκαμεν
ἐμοῦ καὶ τῶν ἐμῶν πόνων καὶ τῆς Τροίας τῆς μεγάλως μισουμένης : ἀφανεῖς ἂν ὄντες : νῦν , φησὶ ,
5087464 πρωτοτοκος
κέκληνται . καὶ ὁ μὲν ἔχων τὸν αʹ ὡροσκοποῦντα ἔσται πρωτότοκος ἢ πρωτότροφος , φρόνιμος , βαθύς , πεπαιδευμένος ,
αὐτοὺς ⌈ ἀπὸ τοῦ τείχους ⌉ ὁ υἱὸς Φαραὼ ὁ πρωτότοκος . Καὶ ἰδὼν τὴν Ἀσενὲθ ἐμμανὴς ἐγένετο ἐπ '
5083513 πρωτοτοκον
ἐπάταξα πᾶν πρωτότοκον ἐν γῇ Αἰγύπτῳ , ἡγίασα ἐμοὶ πᾶν πρωτότοκον ἐν Ἰσραήλ ” . ὁ καταπεφευγὼς ἐπὶ θεὸν καὶ
λίθου Βενιαμήν . Καὶ ἐπένθησε Φαραὼ τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν πρωτότοκον καὶ ἐκ τῆς λύπης ἐμαλακίσθη . Καὶ ἀπέθανεν Φαραὼ
4722244 πατηρ
τοῦ δεῖνος . ἀπόκριναι ἀπροαίρετον , οὐ κακόν . ὁ πατὴρ τὸν δεῖνα ἀποκληρονόμον ἀπέλειπεν [ ] . τί σοι
δίδου καὶ μὴ ἀπαίτει : πᾶσα γὰρ θέλει δίδοσθαι ὁ πατὴρ ἐκ τῶν ἰδίων χαρισμάτων . Μακάριος ὁ διδοὺς κατὰ
4677284 ἀποθανῃ
νέμουσι : ἐκ δὲ τούτων ἕνα μάλιστα , ὅστις ἐπεὰν ἀποθάνῃ , πένθος μέγα παντὶ τῷ Μενδησίῳ νομῷ τίθεται .
μέγας ” , ἴσον τι τούτῳ φησίν : ἕως ἂν ἀποθάνῃ ὁ πάντων κοινὸς ἀγχιστεύς , ᾧ μόνῳ καὶ τὰ
4506513 γυνη
ἀτρεκέως ταῦτα : περὶ δὲ τῆς λειότητος , εἰ ἑτέρη γυνὴ ψαύσειε τῶν μητρέων κενεῶν ἐουσέων , οὐ γὰρ ἄλλως
ἔχει δὲ οὕτως : “ σὲ δ ' ἄλλη τις γυνὴ κεκτήσεται , σώφρων μὲν οὐκ ἂν μᾶλλον , εὐτυχὴς
4450565 ἐπιδικος
κἂν νῦν διαμάρτωσι τοῦ ἀγῶνος , δόξῃ δὲ ὁ κλῆρος ἐπίδικος εἶναι , ἀντιγραψάμενοι δὶς περὶ τῶν αὐτῶν ἀγωνίζωνται .
ἐπίκληρος ἂν ἦν ἡ θυγάτηρ αὐτοῦ , οὐδὲ ὁ κλῆρος ἐπίδικος . Ὡς τοίνυν ἔλαχε ταύτας τὰς λήξεις , ἀναγνώσεται
4443157 ἀκυρος
μαρτυρούντων λαθοῦσα διαμένει , κακοποιῶν δὲ σὺν κινδύνῳ φανερωθήσεται καὶ ἄκυρος ἔσται . τὸ δ ' αὐτὸ Ἥλιος καὶ Σελήνη
σκεψαμένους εἴ τις ἀναγέγραπται νόμος ἐναντίος ἑτέρῳ νόμῳ , ἢ ἄκυρος ἐν τοῖς κύριοις , ἢ εἴ που εἰσὶ νόμοι
4371251 ἀποκηρυκτος
ῥᾳδίως , μηδὲ τῶν νηῶν καταφρονεῖν : ταῦτα μὲν ὁ ἀποκήρυκτος : ἀκολούθου δὲ ὄντος καὶ τὴν ἑτέραν ἀποδοῦναι γνώμην
ὁμολογούμενος : διὸ καὶ τὴν καταφορὰν οἰκείαν ἕξει . Ὁ ἀποκήρυκτος ἐπιείκειαν ὑποκρίνεται τῷ λόγῳ , καὶ πρὸς τοὺς δικαστὰς
4357074 μητηρ
φρονήσειν Χαιρέαν , ὅταν πλουτῇ μὲν αὐτός , ἡ δὲ μήτηρ γάμον πολυτάλαντον ἐξεύρῃ αὐτῷ ; μνησθήσεται ἔτι , οἴει
δὲ ὁ τοῦ ἀνδρὸς πατὴρ τῇ νύμφῃ καὶ ἑκυρὰ ἡ μήτηρ , οἷον τῇ Ἑλένῃ , φησίν , ὁ Πρίαμος
4316353 κοινωνος
μόνον πατρὶ ἐπεβούλευες , ἀλλὰ καὶ φιλοῦντι καὶ εὐεργετηκότι , κοινωνὸς τῆς βασιλείας ὢν τοῖς ἔργοις καὶ διάδοχος προφανθεὶς ,
ξυμμάχων ὑπερστατεῖ . εἴπερ γ ' ἀπ ' ἀρχῆς πραγμάτων κοινωνὸς ἦν . αἰδοῦ σὺ πρύμναν πόλεος ὧδ ' ἐστεμμένην
4313690 Ἰακωβ
ταῖς λαγῶσί μου ἐπὶ μῆνας ἑπτά : καὶ εἰ μὴ Ἰακὼβ ὁ πατὴρ ἡμῶν προσηύξατο περὶ ἐμοῦ πρὸς Κύριον ,
Μακάριοί εἰσιν οἱ πατέρες ἡμῶν , Ἀβραὰμ , Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ , ὅτι ἐξῆλθον ἐκ τοῦ κόσμου τούτου , καὶ
4273009 Φιλομηλη
: ἀηδόνος : Πρόκνη καὶ Φιλομήλη ἐγένοντο ἀδελφαί : ἡ Φιλομήλη συνῴκει ἀνδρὶ , καὶ ἔτεκε τέκνον : ὁ γοῦν
μὲν Δωριεῖς τὰ εἰς η τρέπουσιν εἰς α μακρόν , Φιλομήλη Φιλομήλα , οἱ δὲ Ἴωνες τοὐναντίον εἰς α βραχύ
4264624 ἐμεσατω
, εἶτα λουσαμένη φάκιον πιοῦσα καὶ μέλι καὶ ὄξος ξυμμίξασα ἐμεσάτω , καὶ ῥοφέειν ἄλευρον δοῦναι , καὶ ἐπιπιεῖν οἶνον
μέλι καὶ ὄξος μίξας : ἐπὴν δ ' ἐμπλησθῇ , ἐμεσάτω : ἔπειτα λουσάμενος θερμῷ , ἐπὴν ψυχθῇ , πιέτω
4256399 τεξεται
οὖν τις στέψῃ μετ ' αὐτοῦ γυναῖκα δυστοκοῦσαν , πάραυτα τέξεται ἀπόνως . ἐὰν δὲ ἐν ταῖς καθάρσεσι δυσκολαίνει τις
χαρήσῃ Ϛ οὐ δεῖ σε δανείσασθαι ἄρτι . περίμεινον ζ τέξεται ταχυθάνατον θῆλυ η κινηθήσῃ τοῦ τόπου σου ταχὺ ἐπὶ
4225457 Ῥαχηλ
' ἣν συμβαίνει τὰ πρεσβύτερα καὶ ἡγεμονεύοντα ἀγαθὰ καρποῦσθαι , Ῥαχὴλ δέ , καθ ' ἣν τὰ ὡς ἂν ἐκ
ὁρᾷς ὅτι καὶ τῇ ἐπὶ τῶν εἰδώλων καθεζομένῃ αἰσθήσει τῇ Ῥαχὴλ νομιζούσῃ ἐκ τοῦ νοῦ τὰ κινήματα εἶναι ἐπιπλήττει ὁ
4199103 ἐπικληρος
ἐπίκληρον εἶναι τὴν Ἀθηναίαν : Εἰ μὴ ἦν γνησιωτέρα . ἐπίκληρος δέ ἐστιν ἡ μὴ ἔχουσα ἀδελφοὺς ἑτέρους συγκληρονόμους ,
ἀδελφῆς , ἡ μήτηρ ἡ ἐμὴ ἐπὶ παντὶ τῷ οἴκῳ ἐπίκληρος ἐγένετο . Καὶ οὕτω μὲν ἐξ ἀρχῆς ἅπαντα ταυτὶ
4185463 ὑπακουσῃ
μὴ μαρτυρῆσαι . . . . χιλίας ] ἐὰν μὴ ὑπακούσῃ πρὸς τὴν μαρτυρίαν , ὡς τούτου ἐπιτιμίου ὡρισμένου τοῖς
αἰτίας πονηρᾶς . Βούλομαι δὲ κἀκεῖνο προειπεῖν , ἐὰν ἄρα ὑπακούσῃ ὁ Μισγόλας τοῖς νόμοις καὶ ὑμῖν . Εἰσὶ φύσεις
4159128 Ἰσαακ
ἔτι τοὺς πόδας ἀνθρώπου ξενιζομένου πρὸς ἡμᾶς . ἀκούσας δὲ Ἰσαὰκ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ λαλοῦντος ταῦτα , ἐδάκρυσεν , καὶ
' ὑμῶν . Καὶ εἰ μὴ δι ' Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τοὺς πατέρας ἡμῶν , εἷς ἐκ τοῦ
4133629 Πιξωδαρος
, ἡ δὲ τοῦ Ἑκατόμνω θυγάτηρ Ἄδα , ἣν ὁ Πιξώδαρος ἐξέβαλεν , ἱκετεύει τὸν Ἀλέξανδρον καὶ πείθει κατάγειν αὐτὴν
ἡ γυνὴ Ἄδα διεδέξατο νόσῳ τελευτήσαντα : ἐξέβαλε δὲ ταύτην Πιξώδαρος , ὁ λοιπὸς τῶν Ἑκατόμνω παίδων : περσίσας δὲ
4131949 ὀφλοντα
' ὃ προσγράψαι σαφῶς ὤκνησεν τὴν δ ' ἀρχὴν τὸν ὀφλόντα φυλάττειν τέως ἂν καταστήσῃ τοὺς ἐγγυητάς ; πότερ '
Λυκοῦργος ἐν τῷ Κατ ' Ἀριστογείτονος , ἀντὶ τοῦ χιλίας ὀφλόντα . . . . . . . . .
4129586 ὁριῳ
ἐν πέντε τούτοις θεωρουμένουτριγώνῳ τε καὶ οἴκῳ καὶ ὑψώματι καὶ ὁρίῳ καὶ φάσει ἢ σχηματισμῷ τουτέστιν ὅταν ἕν τι ἢ
τοῦ ἀνθρώπου . πολλάκις δὲ τυγχάνει διάφορά τινα ἐν τῷ ὁρίῳ τοῦ ἀστέρος ἢ ἐν τῇ κυβερνήσει τοῦ σώματος τοῦ
4127709 ζημιουσθω
' ὀρθώσεως . ἐλάττω δὲ ζημιώσας σμικροτέραν . γρ . ζημιούσθω : πατριάρχου ? ἐλάττω δὲ ζημιούσθω σμικροτέραν . ζημιώσῃ
δικα - στηρίῳ παραδότω , ἐὰν δὲ ὄφλῃ , θανάτῳ ζημιούσθω . ὁπόσων δ ' ἂν μαρτυρίαι ἁλῶσιν δίκῃ ,
4122254 ἐπιγνουσα
καὶ θυγατέρες Ἀντιγόνη καὶ Ἰσμήνη . Ὕστερον δὲ ἡ Ἰοκάστη ἐπιγνοῦσα , ὅτι τῷ παιδὶ παρεμίγη , ἑαυτὴν ἀνήρτησεν .
. κακία δὲ ψυχῆς ἀγνωσία . ψυχὴ γάρ , μηδὲν ἐπιγνοῦσα τῶν ὄντων μηδὲ τὴν τούτων φύσιν , μηδὲ τὸ
4092116 προτελευτᾳ
οἷον Νικηφόρος , Μαρία : ἄρτια ιδʹ . ἡ γυνὴ προτελευτᾷ . πάλιν Θεόδωρος καὶ Εἰρήνη : ιγʹ , ὁ
. πάλιν Θεόδωρος καὶ Εἰρήνη : ιγʹ , ὁ ἀνὴρ προτελευτᾷ . ] Περὶ ἀπωλείας . Ψήφισον τὸ ὄνομα τοῦ
4076326 ἐνιει
κατόχοιο , ᾗ τόνδ ' αἱρήσεις , ὠσὶν δ ' ἐνίει ποθέουσιν : ἀμφοῖν γὰρ φιλίας ἥδ ' ἀρχή ,
ὕδατος τρίψας σὺν ἐλαίῳ , καὶ ἐλθὼν ἐπὶ τὸν τόπον ἐνίει τῇ θαλάσσῃ , καὶ δοκοῦν ὅτι , . .
4075610 δεσποτης
ἀντὶ τοῦ εἰσεφέρετο . ] αὐτὸς : Ἀντὶ τοῦ ὁ δεσπότης . τῷ Διονύσῳ φησί . . ὁ Ξανθίας πρὸς
, ἔφη , „ ἐπὶ πολὺν χρόνον χρηστὸς κληθῆναι ἢ δεσπότης ἐπ ' ὀλίγον „ . Ἀνταγόρας ὁ ποιητὴς ἀκρόασιν
4070593 κιρκου
Ἁρπυίαις ἴσην . τὸν δ ' αὖ τέταρτον αὐθόμαιμον ὄψεται κίρκου καταρρακτῆρος , ὅν τε συγγόνων τὰ δευτερεῖα τῆς δαϊσφάλτου
ὄρνιν ἐν παντευχίᾳ : ὃς ἦρι μὲν φανέντι διαπαλεῖ πτερὸν κίρκου λεπάργου : δύο γὰρ οὖν μορφὰς φανεῖ παιδός τε
4050577 Νικαρετη
δὲ περὶ τῆς μητρὸς ἀκούσατε . ἐμοὶ γάρ ἐστιν μήτηρ Νικαρέτη Δαμοστράτου θυγάτηρ Μελιτέως . ταύτης τίνες οἰκεῖοι μαρτυροῦσιν ;
ἐπιδεῖξαι . Ἑπτὰ γὰρ ταύτας παιδίσκας ἐκ μικρῶν παιδίων ἐκτήσατο Νικαρέτη , Χαρισίου μὲν οὖσα τοῦ Ἠλείου ἀπελευθέρα , Ἱππίου
4049528 ὑπακουῃ
πρὸ τροφῆϲ ὕϲϲωπον πίνειν ἢ πήγανον . ἐὰν δὲ μὴ ὑπακούῃ , πάλιν δοτέον τὸ διὰ τῆϲ ϲκαμμωνίαϲ καὶ τοῦ
, ἐὰν καὶ τὰ τῆς ἡλικίας συνᾴδῃ καὶ ἡ δύναμις ὑπακούῃ . τέτανος δὲ καὶ ὀπισθότονος καὶ ἐμπροσθότονος περὶ τὰ
4036503 ἐλλοβιον
τάριχος αὑτῷ οὕτω μέγα ὠψωνηκέναι χθὲς ἐλέγετο ἢ τῇ γυναικὶ ἐλλόβιον ἐωνῆσθαι πέντε δραχμῶν ὅλων ; τἀμὰ οὗτοι σπαθῶσι τοῦ
μὲν ὁ φιλόσοφος Ἀριστοκλῆς πρότερον ἐκαλεῖτο καὶ ἐτέτρητο τὸ οὖς ἐλλόβιον φορήσας ὅτ ' ἦν μειρακίσκος , Πυθιὰς δὲ ἡ
4033832 καταλελειμμενη
. ἐπίκληρος μέν ἐστιν ἡ ἐπὶ παντὶ τῷ κλήρῳ ὀρφανὴ καταλελειμμένη , μὴ ὄντος αὐτῇ ἀδελφοῦ : ἐπίπροικος δὲ ἡ
ἀνδρῶν σύστημα : ἐπίκληρος δέ ἐστιν ἡ ἐπὶ κλήρῳ παντὶ καταλελειμμένη παῖς , ὀρφανὴ πατρὸς καὶ μητρός , ἀδελφῶν τε
4030265 κυριος
βεβαιότητι διανοίας κατεξανισταμένων : ” ἐλάλησε ” γάρ φησι „ κύριος τῷ Ἀαρὼν λέγων : οἶνον καὶ σίκερα οὐ πίεσθε
Ἀχιλλέως αἴσθοιτο σωζομένην αὑτοῦ τὴν πατρίδα : ἀλλ ' ἐπεὶ κύριος Ἀχιλλεὺς ῥύσασθαί τε καὶ διαφθεῖραι τὴν πόλιν , βέλτιον
4023986 ἐξαυγος
αὐτοῦ καὶ ἡ παίδευσις καὶ τεύξεται ἀξίας : εἰ δὲ ἔξαυγός ἐστιν ὁ Ζεύς , πλειόνων τεύξεται ἀγαθῶν . Τῇ
καὶ κρυβήσεται ἀπ ' αὐτῶν καὶ νοσήσει . εἰ δὲ ἔξαυγός ἐστιν ὁ Ζεύς , καὶ εὐτυχήσει . Ὅτε δὲ
4014183 μετεχετω
: ὁ παισὶν αὑτοῦ μητρυιὰν ἐπεισάγων μήτ ' εὐδοκιμείσθω μήτε μετεχέτω λόγου παρὰ τοῖς πολίταις , ὡς ἐπείσακτον κακόν κατὰ
, καρκίνος δὲ ταρακτικός , ἀστακοῦ δὲ ὅσον εἰς ἡδονὴν μετεχέτω , τῶν δὲ ὀστρέων πορφύρας καὶ κήρυκας μᾶλλον προκριτέον
4010875 συνεμιγη
. μητρὸς ] ὑπό . . ἤτοι τῆς Ἰοκάστης : συνεμίγη γὰρ τῷ υἱῷ αὐτῆς Οἰδίποδι . . τοιγὰρ θέλους
, ὅπου φησὶν Ἡσίοδος εἶναι τὴν Ἔχιδναν . ταύτῃ δὲ συνεμίγη ὁ Τυφών . καὶ ἐγεννήθη ἐξ αὐτῶν ἑτέρα Ἔχιδνα
4009893 ἐπιδικαζεσθαι
ὁ καὶ παρὰ Σόλωνι κείμενος . ἐκέλευε γὰρ τῇ ἐπικλήρῳ ἐπιδικάζεσθαι τὸν ἔγγιστα γένους , ὡσαύτως δὲ καὶ τὴν ἐπίκληρον
ἐπιδικάζεσθαι τὸν ἔγγιστα γένους , ὡσαύτως δὲ καὶ τὴν ἐπίκληρον ἐπιδικάζεσθαι τῷ ἀγχιστεῖ , ᾧ ἦν ἀνάγκη συνοικεῖν ἢ πεντακοσίας
3994430 συνᾳδῃ
βάλε καὶ λόγοις με , Κύπρι , ἵνα πᾶν μέλος συνᾴδῃ , ἀκοή , φρένες σὺν ὄψει . Ὁ πόθος
πολυάνθρωπος χορός , ἐκ διαφερόντων φθόγγων ἀνακεκραμένων ἓν μέλος ἐναρμόνιον συνᾴδῃ , τὰ μὲν ἐνδόσιμα τῶν νοημάτων ἐμπνεόντωνἡγεμόνες γὰρ τοῦ
3967531 ἑβδομηκοστῳ
' ὧν ἁπάντων οἱ νικήσαντες ἐθριάμβευσαν . Τετρακοσιοστῷ δὲ καὶ ἑβδομηκοστῷ [ καὶ ἑβδόμῳ ] τῆς πόλεως ἐπὶ πολὺ λοιπὸν
' ἑνὶ χειμῶνι καὶ θέρει . Τῷ δὲ ἑξακοσιοστῷ καὶ ἑβδομηκοστῷ καὶ ὀγδόῳ τῆς πόλεως ἔτει , τὰ μακεδονικὰ μὲν
3967288 ὁμομητριῳ
αὐτὴ πάθοι , Γλαύκωνι τὰ ὄντα ἐδίδου , ἀδελφῷ ὄντι ὁμομητρίῳ : καὶ ταῦτ ' ἐν διαθήκαις ἐνέγραψε . Χρόνων
δέησιν . Καὶ ἐγὼ εἶπον : Τῷ ἀδελφῷ ὑμῶν τῷ ὁμομητρίῳ τί ἦν ὄνομα ; οὐ γὰρ μέμνημαι . παῖς
3959604 πατρι
ῥαφεύς . τρίτον γὰρ ὄντα μ ' ἔλιπε , κἀθλίῳ πατρὶ συνεξελαύνει τυτθὸν ὄντ ' ἐν σπαργάνοις : τραφέντα δ
ὑμεῖς γεγόνατεδεύτερον δὲ δὴ ποιεῖσθε βασιλέα τὸν τῷ μὲν ἐμῷ πατρὶ ταὐτὸν κεκτημένον ὄνομα , ὑὸν δὲ Διονυσίου , χάριν
3952126 λυθῃ
δὲ τῆϲ φύϲιοϲ ὁ δεϲμόϲ , τουτέϲτι ὁ τόνοϲ , λυθῇ , τότε γίγνεται τὸ πάθοϲ . κατάρχει δὲ αὐτέου
. διώκοντος οὖν τοῦ κυνὸς τὴν ἀλώπεκα , ἵνα μὴ λυθῇ τὸ πεπρωμένον , τοὺς δύο λίθους ὁ Ζεὺς ἐποίησεν
3950976 Ἰωσηφ
παίδων Ἰωσὴφ ἔμπροσθε τοῦ πυλῶνος , καὶ οὕτως προσεκύνησαν τῷ Ἰωσὴφ κατὰ τὸν τύπον τοῦ Φαραώ . Οὐ μόνον δὲ
συγγένεια αὐτοῦ πλὴν τῆς θυγατρὸς αὐτῶν Ἀσενὲθ καὶ προσεκύνησαν τῷ Ἰωσὴφ ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τὴν γῆν . Καὶ κατέβη Ἰωσὴφ
3943337 τιτρωσκῃ
πήγνυται ἐπὶ τῆς γῆς , τὸ δὲ ἄνω , ἵνα τιτρώσκῃ : ὅσαι , φησὶν , ἦσαν τετοκυῖαι , τὰ
, τοῦτον παῖδα μετὰ τὴν σφαγὴν ἐγνώρισα . νῦν ὄντως τιτρώσκῃ , νῦν τὴν καιρίαν λαμβάνεις , παιδίον : καλέσω
3920056 συμμισγειν
σὺν ταῖς τέχναις ὡς ἔπος εἰπεῖν πάντα σχεδὸν ἀπωλώλει ; συμμίσγειν οὖν ἀλλήλοις οὐκ ἦν οἶμαι σφόδρα δυνατόν : σίδηρος
δέῃ βοηθῆσαι ἐάν τε ἅμα πάντα δέῃ , ῥᾳδίως ὑπάρχῃ συμμίσγειν ἀλλήλοις καὶ μὴ δρόμῳ πόρρωθεν παραγίγνωνται . Πρὸ δὲ
3914443 τοινδε
ἐτύμως δακρυχέων ἐκ φρενός , ἃ κλαιομένας μου μινύθει , τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν . πάρεστι δ ' εἰπεῖν ἐπ '
, δῆλον , ὡς ἡ κλίσις ἐντός , τοῦδε , τοῖνδε , οἵδε , τῶνδε , τοῖσδε , τούσδε .
3909358 ἀπαις
παιδίον ἐς Μυσίαν Τεύθραντι τῷ βασιλεῖ . ὁ δὲ Τεύθρας ἄπαις ὢν τὴν μὲν Αὔγην γυναῖκα ποιεῖται , τὸν δὲ
πατρός , ἀποδοχῆς ἐτύγχανε τῆς μεγίστης . ὁ δὲ Τεύθρας ἄπαις ὢν ἀρρένων παίδων τὴν θυγατέρα Ἀργιόπην συνῴκισε τῷ Τηλέφῳ
3906863 κινδυνευεσθαι
αὐτοὶ ἐπιθέμενοι κρατήσωσιν . καὶ περὶ μὲν τούτου ἡμῖν ἀφείσθω κινδυνεύεσθαι : ὡς δὲ ἐπ ' ὠφελίᾳ τε πάρεσμεν τῆς
: εἰ δὲ οἱ πολέμιοι κρατήσειαν αὐτῶν , οὐδὲν μέγα κινδυνεύεσθαι τῇ πόλει , ἐὰν ἕνα πολίτην ἀπολέσῃ καὶ τιμὴν
3894522 συνηλθε
κινούμενοι , ἐπὰν οἴνου πλείονος ἐμφορηθῶσιν . ὡς δὲ πᾶν συνῆλθε τὸ πλῆθος , τῶν τε ἵππων ἀπέβησαν , φαρέτρας
ἡγεῖται κύκλου , διότι κρίσει γε πάντα συγκρίνας ἔχει : συνῆλθε γὰρ πρὸς αὐτὸ τοῦτο συγκριθείς , ἐξ οὗ γε
3889077 ἀποκηρυκτῳ
νηὶ χειμαζομένῃ κωλύεται δεσπόζειν αὐτῆς . ἡ προβολὴ τοῦ ῥητοῦ ἀποκηρύκτῳ ὄντι σοι οὐ μέτεστι τῶν πατρῴων . Ἡ διάνοια
τὴν ναῦν , τοῦ δὲ ἐναντιουμένου ἀντεγκληματικὴ , οἷον ὅτι ἀποκηρύκτῳ ὄντι σοι οὐ δίκαιον τῆς οὐσίας μετέχειν τῆς πατρικῆς
3886990 κληρονομος
δὲ τοῦ πατρὸς τοῦ τούτων ‖ τελευτήσαντος Δημοχάρης ὁ ὑὸς κληρονόμος τῶν ἐκείνου κατέστη . Τούτου δὲ παιδὸς ἀποθανόντος καὶ
πέντε ἐτῶν κελεύει δικάσασθαι τοῦ κλήρου , ἐπειδὰν τελευτήσῃ ὁ κληρονόμος . Οὐκοῦν δυοῖν τὰ ἕτερα προσῆκε τῇ γυναικί ,
3877971 ἀδελφης
: ἤρας ἐκείνης , ὦ πλούσιε ; ἔασον ὑπὸ τῆς ἀδελφῆς τυχεῖν τῶν νομιζομένων κειμένην : ἀλλήλοις ἐπὶ τοῦ τάφου
δι ' ἃ οἱ πολλοὶ ᾠήθησαν , διὰ τὴν τῆς ἀδελφῆς ἀτιμίαν τῆς κανηφορίαςἐπεὶ τοῦτό γε εὔηθεςἀλλὰ τὸν μὲν Ἁρμόδιον
3871190 ἐρσενος
δὲ αὐτοῦ καταλείπει : ἐτύγχανε γὰρ ἄπαις ἐὼν ὁ Κηφεὺς ἔρσενος γόνου : ἐπὶ τούτου δὴ τὴν ἐπωνυμίην ἔσχον .
ἡμίονος γὰρ ἔτεκε ἡμίονον διξὰ ἔχουσαν αἰδοῖα , τὰ μὲν ἔρσενος , τὰ δὲ θηλέης : κατύπερθε δὲ ἦν τὰ
3848706 χρονισῃ
παρακεντήσεως , οὐ κατ ' ἀρχὰς , ἀλλ ' ὅταν χρονίσῃ : ἔχει δὲ ἀπάτην τὸ πάθος τοῦτο . ἔστι
βὴξ ῥευματισμός ἐστιν ἀρτηρίας τραχείας καὶ θώρακος : ἐὰν δὲ χρονίσῃ , καὶ πνεύμονος . ἁρμόζει δὲ καταρροφεῖν ἐπ '
3836674 προικος
μῖξιν ἀμφοτέρων , τὸ δ ' ὑπὸ γῆν τὸ τῆς προικὸς καὶ τὸν τοῦ γάμου λόγον : ὁ μὲν Κρόνος
συνοικοῦσιν . διηγήσεται , πόσας εὐπορούσας οἰκίας ἀνάλωσε κάλλος ἄνευ προικὸς εἰσελθόν . σοὶ μὲν ἡ μήτηρ τοιαῦτα : τὴν
3836659 Ἱδριευς
τάφος : φθίσει δ ' ἀποθανούσης διὰ πένθος τοῦ ἀνδρὸς Ἱδριεὺς ἦρξε : καὶ τοῦτον ἡ γυνὴ Ἄδα διεδέξατο νόσῳ
ὢν κατὰ νόμον τῶν Καρῶν ξυνῴκει . καὶ ὁ μὲν Ἱδριεὺς τελευτῶν ταύτῃ ἐπέτρεψε τὰ πράγματα , νενομισμένον ἐν τῇ
3834528 ληψεται
καὶ ⌈ τοῦτο ποιῶν οὐκ ἔστι τρόπος , ὅπως οὐ λήψεται ⌈ τήμερον [ σήμερον ] ⌈ τὶ πρᾶγμα ἤγουν
ἂν αἴσχιον ἢ δαπανηρότερον ; ἀντὶ ποίου δὲ ἀδικήματος ταύτην λήψεται δίκην ; ἀλλὰ καλεῖν μὲν δεήσει καὶ τἄλλα ποιεῖν
3833859 γυναικι
δ ' ἐγὼ γυναικὸς εἰς οἶνον γράφω . Ἀξιόνικος : γυναικὶ δὴ πίστευε μὴ πίνειν ὕδωρ . καὶ ὅλα δὲ
τοῦ οἴνου , ἔπειτα λήγειν , ὡσαύτως δὲ καὶ τῇ γυναικὶ ἡ θέρμη ἐξαΐσσει πρὸς τὴν γονὴν τοῦ ἀνδρὸς ,
3820165 γαμηλιῳ
γαμεῖ ; λάθριοι τὸ λοιπὸν ἄρ ' ἐπιθυμίαι κακαί , γαμηλίῳ λέχει τε μοιχὸς ἐντρυφῶν , καὶ φαρμακεῖαι , καὶ
θεοῦ τούτου τὴν στάσιν παύσαντος καὶ συνάψαντος ὁμονοίᾳ καὶ τελετῇ γαμηλίῳ τὸν οὐρανὸν πρὸς τὴν γῆν , ἅπαντα διεκρίθη καὶ
3817732 Μασιστης
γὰρ δοκέει ἐμοί , μὴ ἔχε γυναῖκα . Ὁ δὲ Μασίστης ἀποθωμάσας τὰ λεγόμενα λέγει τάδε : Ὦ δέσποτα ,
ἐγίνετο κομιδὴ ἐς Σάρδις . Πορευομένων δὲ κατ ' ὁδὸν Μασίστης ὁ Δαρείου παρατυχὼν τῷ πάθεϊ τῷ γεγονότι τὸν στρατηγὸν
3813032 κληρονομειν
τῆς κοινῆς εὐδαιμονίας τῆς πόλεως μετεῖχον , ταύτης δὲ μὴ κληρονομεῖν . Οὐ μόνον τοίνυν ἡ πόλις ὑμῶν οὕτως ἔσχεν
τῷ ἐμβεβατευκέναι εἰς τὴν οὐσίαν , τούτοις τεκμηρίοις χρώμενοι φήσουσι κληρονομεῖν , ἀναγκαῖον ἴσως καὶ περὶ τούτων ἐστὶν εἰπεῖν καὶ
3811572 δυνηθῃ
ὑποκλέπτειν δυναμένων τὸν χολώδη χυμόν . ἀλλ ' ἵνα τοῦτον δυνηθῇ κενῶσαι καλῶς , ὑγροτέρας δεῖται τροφῆς πρῶτον : εὐκράτοις
οὖν καὶ ἐκ τῆς προδοθείσης σοι ταύτης μεθόδου εὐκόλως ἂν δυνηθῇ διαγιγνώσκειν ἅπαν ῥῆμα ποίας ἐγκλίσεώς ἐστι καὶ ποίας διαθέσεως
3810394 ὡροσκοπησῃ
ἡ μονομοιρία ἢ ἡμερινῆς οὔσης τῆς γενέσεως τὸ ἀντίθετον τούτου ὡροσκοπήσῃ ζῴδιον ἢ τὸ τετράγωνον , νυκτὸς τὴν μονομοιρίαν τῆς
κατὰ τὴν πανσέληνον ἢ σύνοδον ἢ καί τις τῶν κακοποιῶν ὡροσκοπήσῃ ἢ ἐπίδῃ τὴν πανσέληνον ἢ τὴν σύνοδον ἀπόντων τῶν
3806753 κληρονομον
Ἡγήσανδρος , Ἀρχίππην ἠγάπησε τὴν ἑταίραν , καὶ τοῦ βίου κληρονόμον κατέλιπεν . Ὅτε δὲ γηραιῷ ὄντι τῷ Σοφοκλεῖ συνῆν
ἄνδρες , πότερον δεῖ τὸν ἐκ ταύτης τῶν Φιλοκτήμονος εἶναι κληρονόμον καὶ ἐπὶ τὰ μνήματα ἰέναι χεόμενον καὶ ἐναγιοῦντα ,
3803771 φερνη
ἐμαυτῆς δὲ γονεῦσιν , ἵνα τοῦτο λείπῃ : φερνάς : φερνὴ ἡ προίξ . λάβετε , φησὶ , τὴν ἐμὴν
ἐπὰν ἤδη διοικεῖν ἱκαναὶ ὦσι τὰ περὶ τοὺς οἴκους : φερνὴ δ ' ἐστίν , ἂν ἀδελφοὶ ὦσι , τὸ
3799603 ὑβρισθεντα
δὲ ἡγησάμενος εἶναι καὶ αἰσχρὸν περιιδεῖν οὕτως ἀνόμως καὶ βιαίως ὑβρισθέντα τὸν νεανίσκον , ἐπιλαμβάνομαι αὐτοῦ . οὗτοι δέ ,
τε τοῦτ ' εἰπεῖν , ἐγὼ νῦν φεύγω , εἴπερ ὑβρισθέντα μηδεμιᾶς δίκης τυχεῖν ἐστί τις συμφορά . δέομαι οὖν
3794719 κηδεσται
, τοῦτο ψηφίσασθαι . Πρῶτον μὲν οὖν , ᾧ τρόπῳ κηδεσταὶ ὑμῖν ἐγένοντο , διδάξω ὑμᾶς . στρατηγῶν γὰρ Κόνων
αὐτῷ στερκτέα καὶ ἐκείνῳ οὐκ ἀμελητέα , εἰ μὲν ἀξιωθησόμεθα κηδεσταὶ ὑμῶν γενέσθαι , ὅτι σοὶ μὲν υἱός ἐστιν ,
3788327 συνοικων
. ἐπεὶ δὲ νεότητι μὲν ἐπανθῶν , γυναικὶ δὲ μὴ συνοικῶν ἔπαθόν τι πρὸς κόρην τοιαύτην ἀνδρὸς ὁμοῦ καὶ μνηστῆρος
, ἀδιάστροφος αἰεί , ὠγύγιος , πολύπειρος , ἀβλάπτως πᾶσι συνοικῶν τοῖς νομίμοις , ἀνόμοις δὲ φέρων κακότητα βαρεῖαν .
3787826 Ἀδαμ
παράδεισον , ἐξήνθησαν τὰ φυτὰ τά τε τοῦ κλήρου τοῦ Ἀδὰμ καὶ τοῦ κλήρου τοῦ ἐμοῦ πάντα καὶ ἐστηρίζοντο ,
ἐξ ὧν ἔφαγον . Καὶ ἐβόησα φωνῇ μεγάλῃ λέγουσα : Ἀδὰμ Ἀδάμ , ποῦ εἶ ; ἀνάστα ἐλθὲ πρός με
3781685 διαθεμενος
δὲ Κάσσιος πολλὴν κατηγορίαν πρὸς τοὺς πρέσβεις κατ ' αὐτῶν διαθέμενος πρῶτον ἔφη δεῖν αὐτοὺς τὰ τῶν κεκρατημένων τε καὶ
' ἀρετὴν περιττοῦ τινος ὀνόματος τετυχηκότα , λάβρως ἐπιδραμὼν καὶ διαθέμενος τῷ λόγῳ , τελευτῶν εἰς Κλαύδιον καταλύει τὴν συγγραφὴν
3780066 μητρι
τὸ μὴ καλῶς γενόμενον οὔποτε ἐπαινέσομεν οὐδὲ ἄνοιμοι παῖδες καλὸν μητρὶ λόχευμα : . . λόχευμα . τὸ γέννημα *
ἐκείνην δῶρα δέξασθαι τάδε . ἴθ ' ὡς τάχιστα : μητρὶ δ ' ὧν ἐρᾶι τυχεῖν εὐάγγελοι γένοισθε πράξαντες καλῶς
3774343 Ἀβρααμ
οὖς σου δικασώμεθα . καὶ εἶπεν ὁ θεός : ἐρώτησον Ἀβραὰμ τὸν πατέραν ὑμῶν , ποῖον υἱὸν δικάζεσθαι ἐν πατρί
ἀπερινόητον καὶ ἀκατάληπτον : ὥστε τὸ „ ὤφθη κύριος τῷ Ἀβραὰμ „ λέγεσθαι ὑπονοητέον οὐχ ὡς ἐπιλάμποντος καὶ ἐπιφαινομένου τοῦ
3771401 ὑποστησονται
Ῥωμαίους , παρὰ τῶν Ἰταλῶν πρεσβεία ἀφίκετο λέγουσα ὡς οὐχ ὑποστήσονται , εἰ μή γε σφίσι τοὺς Βανδήλους διαλλάξοιεν .
αὐτοὺς ὅπλοις μᾶλλόν τε καὶ σιδήρῳ , καὶ ἁλόντες πολέμῳ ὑποστήσονται φόνον τε καὶ διαρπαγὴν καὶ δουλείαν καὶ ὅσα πολέμου
3766554 ἐρωσης
, τῆς μὲν ὑπὸ γῆς , τῆς δὲ ἄνω γῆς ἐρώσης αὐτοῦ . Φυτοῦ ἑτέρου κλάδος ἐπιφύεται πρέμνῳ , προσήκων
Ἀλλ ' οὖν μάλιστα διψῶν ἀπέθανεν τῆς γυναικός , ἐρῶν ἐρώσης ἀπολειπόμενος . . . οὐθὲν εἰπεῖν οὔτε ποιῆσαι πρὸς
3766241 αὐτομαθες
. ἐν ταύτῃ τῇ χώρᾳ καὶ γένος ἐστί σοι τὸ αὐτομαθές , τὸ αὐτοδίδακτον , τὸ νηπίας καὶ γαλακτώδους τροφῆς
ἐκείνης μὲν γὰρ τὸ ἔγγονον διδακτόν , ταύτης δὲ πάντως αὐτομαθές ἐστι . μὴ θαυμάσῃς δ ' , εἰ πάντα
3765536 Πεντεφρη
αὐτῷ περὶ Ἀσενέθ . Καὶ ἀπέστειλε Φαραὼ καὶ ἐκάλεσε τὸν Πεντεφρῆ καὶ τὴν Ἀσενέθ . Καὶ ἐθαμβήθη Φαραὼ ἐπὶ τῷ
πόλει ἐκείνῃ , Ἰωσὴφ ἀπέστειλεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ ἄνδρας δώδεκα πρὸς Πεντεφρῆ τὸν ἱερέα Ἡλιουπόλεως λέγων : πρὸς σὲ καταλύσω σήμερον
3756944 γαμουμενης
τε ἑξῆς ὁ συγγραφεὺς ὅτι δεῖπνον κατεσκεύασεν ὁ Κότυς ὡς γαμουμένης αὐτῷ τῆς Ἀθηνᾶς καὶ θάλαμον κατασκευάσας ἀνέμενεν μεθύων τὴν
, τήθη δὲ τίς , τὸν δὲ τρόπον αὐτῆς τῆς γαμουμένης , μεθ ' ἧς βιώσεται μήτ ' ἐξετάσαι μήτ
3756646 κατωρυξα
αὐτὸς κλαίει . ὁ δὲ εἶπε κἀγὼ οὖν γυναῖκα καλὴν κατώρυξα , καὶ ὅταν κλαύσω τῆς λύπης κουφίζομαι . ἡ
ἐγώ ποτε ἐν Αἰγύπτῳ τιμωρῶν τῷ Ἀγχιάλου φόνῳ εἰς τάφρον κατώρυξα καὶ κύνας αὐτῇ συγκαθεῖρξα ; Τίς οὖν ἡ μεταβολή
3756473 ἐπιληψεται
. ἀλλ ' ἐπιλήψεται μὲν αὑτοῦ . . . , ἐπιλήψεται δὲ τῶι Ἀπόλλωνι χαλεπαίνοντος ὑπὲρ τοῦ πρώτου τῶν Ἀχαιῶν
χρίει , ἀφόβως καὶ ἀκινδύνως σκορπίων καὶ τῶν λοιπῶν ἑρπετῶν ἐπιλήψεται . αἱ δὲ ῥαφανίδες σκορπίοις ἐπιτεθεῖσαι παραχρῆμα αὐτοὺς διαχρῶνται
3748678 γραφηται
. ῥέζομεν ἀμπλακίῃσιν : ἀντὶ τοῦ ἁμαρτίαις . ἐὰν δὲ γράφηται ἀτροπίῃσιν , ἀμετατροπίαις . ὁ δὲ νοῦς : ἁμαρτάνουσα
Ἑρμῆν . διαπλήσσοντες διασχίζοντες . ἐὰν δὲ σὺν τῷ ι γράφηται , ἔσται διαβαίνοντες . διαίνειν βρέχειν . διατρύγιος ἔγκαρπος
3740093 Ἀλκινους
' ἐπὶ βοῦν ἴτω , καὶ τὰ ἑξῆς . Καὶ Ἀλκίνους δὲ τοὺς τρυφερωτάτους ἑστιῶν Φαίακας καὶ τὸν Ὀδυσσέα ξενίζων
, βαρύνονται δὲ ἡνίκα ὦσι σύνθετα , οἷον εὔχρους εὔπλους Ἀλκίνους : ἐπειδὴ οὖν τὸ ὀδούς παραλόγως ὀξύνεται , τούτου
3739471 Εὐα
τὴν περὶ τὰς πυγὰς ἐνταῦθα κατέμειναν . . . . Εὖα : πόλις Ἀρκαδίας : Θεόπομπος ἐν Ϛ . .
ἐὰν ὦσιν ἐν ὄρει αἱ μεταδρομαί , ἐπικελεύειν τόδε , Εὖα κύνες , εὖ ' ὦ κύνες . ἐὰν δὲ
3738712 ἐπιμαστιδιον
κτείνει δὲ τοὺς Μεγάρας υἱεῖς , ὧν τὸν νεώτατον , ἐπιμαστίδιον ὄντα , ἀποσπάσας βίᾳ τῆς μητρὸς , ὀλίγου ἐδέησε
χρώμενος κοκκυβόας ὄρνις γηγενῆ βούβαλιν ψακαλοῦχοι μητέρες αἶγές τ ' ἐπιμαστίδιον γόνον ὀρταλίχων ἀναφαίνοιεν × – σὺ γὰρ γέροντα βουλεύεις
3736731 ἀδελφη
λογισμὸν ἡ φωνή . θεοῦ δὲ τοῦτο . πρόσταξις ἧκεν ἀδελφὴ τῆς προτέρας προστιθεῖσα θαλαττίῳ χλαμύδος βαφῇ λιθοκόλλητον ταινίαν φέρουσάν
. Παλεῦσαι γὰρ τὸ ἀπατῆσαι φασίν . Ἡ μωρία μάλιστα ἀδελφὴ πονηρίας ἔφυ . Ἡ συκάμινος συκαμίνῳ ῥύπτεται : πρὸς
3735048 φευγῃ
μῆλον πάντ ' ἔστιν ἐξευρεῖν , ἐὰν μὴ τὸν πόνον φεύγῃ τις , ὃς πρόσεστι τοῖς ζητουμένοις . δεδράμηκα εἰ
δυσανάκλητον δὲ ἐν συμφοραῖς . Ὅταν Περικλῆς μὲν οἴχηται , φεύγῃ δὲ Ἀριστείδης , ἀποθνήσκῃ δὲ Σωκράτης , ἀνίστηται δὲ
3732764 φθαρῃ
ζῆν αὐτά φασι καὶ μὴ ζῆν ὅταν διαμένῃ ταύτῃ ἢ φθαρῇ καθάπερ καὶ τὰ ὠά : συμβαίνει δὲ [ καὶ
ζῴων , ἐπὶ ἕτερον δὲ οὐδὲν γίνεται ἢ ἵνα μόνον φθαρῇ , οἷον τὸ τῶν μυιῶν γένος καὶ τῶν ψυλλῶν
3732024 Ἁγνιᾳ
δὲ τὴν μητέρα τὴν ἑαυτοῦ Φυλομάχην νομιζόμενον ἀνεψιὸν εἶναι Εὐβουλίδην Ἁγνίᾳ πρὸς πατρός , ἐκ τηθίδος γεγονότα Ἁγνίᾳ τῆς πρὸς
μηδέπω καὶ τήμερον ἔχοντ ' εἰπεῖν ὅ τι ὁ παῖς Ἁγνίᾳ προσήκει κατ ' ἀγχιστείαν , τί ἔτι δεῖ μαθεῖν
3718780 ἐπικληρου
τι καὶ παράδοξον λέγει με ἐπαγγέλλειν . . . . ἐπικλήρου ] ὅτι ἐπίκληρόν τινα συγγενῆ πρὸς γάμον ἔλαβεν ὁ
ἠμφεσβήτησεν οὔτε τοῦ κλήρου τοῦ Ἁγνίου οὔτε τῆς γυναικὸς τῆς ἐπικλήρου , ἣν ἐγὼ ἔχω ἐπιδικασάμενος , ἡγούμενοι οὐδ '
3716903 γυμνοτητος
ἔργον διανυόντων καὶ τῆς τάξεως καὶ τῆς καθαρότητος καὶ τῆς γυμνότητος : οὐδὲν γὰρ προκάλυμμα ἄστρου . Οἷος ὁ Σωκράτης
ἀεὶ συγγένειαν . Τὰ περὶ μέθης καὶ τῆς ἑπομένης αὐτῇ γυμνότητος εἰρημένα τῷ νομοθέτῃ διεξεληλυθότες πρότερον ἀρξώμεθα τοῖς λεχθεῖσι τὸν
3716622 ἀσπαζομενου
πολίταις λυσιτελῶν καὶ ὅπερ ἂν ἡ πόλις ἀπονέμῃ , τοῦτο ἀσπαζομένου . Τοῖς μέρεσι τοῦ ὅλου , ὅσα φύσει περιέχεται
αὑτοὺς ἧττον ἡμῖν ἐνοχλήσετε . “ Δημοχάρους δὲ τοῦ Λάχητος ἀσπαζομένου αὐτὸν καὶ φάσκοντος λέγειν καὶ γράφειν ὧν ἂν χρείαν
3714069 μετασχῃ
αἰτιατικὴ , τὸ ἔχω , ἢ τὸ λαμβάνω . . μετάσχῃ : Κοινωνήσῃ . . καὶ δή : Ἤδη .
μήπω τυχὸν αἰσθήσεως καὶ κινήσεως . ὅταν δὲ ἤδη τούτων μετάσχῃ , γίνεται ἐνεργείᾳ ζῷον . ὅταν δὲ ἐκκριθῇ καὶ
3713630 ἀστῳ
δύπτην ἐμπεπλεγμένον κάλοις . πόντου δ ' ἄυπνος ἐνσαρούμενος μυχοῖς ἀστῷ σύνοικος Θρῃκίας Ἀνθηδόνος ἔσται . παρ ' ἄλλου δ
τῇ πόλει . Καὶ πολύ γε . Τί φῄς ; ἀστῷ ἢ ξένῳ ; Ξένῳ . Ποδαπῷ ; Ἀβδηρίτῃ .
3710428 συνοικῃ
ἑλόντος . ἔστω δὲ καὶ ἐὰν ἡ ξένη τῷ ἀστῷ συνοικῇ κατὰ ταὐτά , καὶ ὁ συνοικῶν τῇ ξένῃ τῇ
θῆσσα καλεῖται , ἣν ὁ ἀγχιστεὺς ἐκδίδωσιν , ἂν ἑτέρᾳ συνοικῇ , ἢ πάντως γαμεῖ . ὁ μὲν οὖν ἀνὴρ
3703331 χαρτην
δεξιῶν δὲ αὐτῆς καὶ ἐξ ἀριστερῶν ἵσταντο δύο ἄγγελοι κρατοῦντες χάρτην καὶ μέλανα καὶ κάλαμον . πρὸ προσώπου δὲ τῆς
κατὰ προμήθειαν τῆς ψυχῆς εἶχον , ἀγνοοῦντος τοῦ ἀρχιερέως , χάρτην καὶ μέλαν ἐπὶ τῷ σημειώσασθαι τῶν λεγομένων ἃ ἂν
3703109 οἰκοδεσποτῃ
τύχῃ κακοδαιμονῶν ἢ ἐπιδύνων μήτε ἐναντιούμενος τῇ Σελήνῃ ἢ τῷ οἰκοδεσπότῃ αὐτῆς : τούτων γὰρ τῶν σχημάτων γινομένων ἐναντίαι καὶ
κατάγῃ ἐν ἐκκέντρῳ ζῳδίῳ καὶ κακοποιὸς ἐπῇ ἢ καὶ τῷ οἰκοδεσπότῃ τοῦ ζῳδίου μαρτυρήσῃ , ἀπρακτήσει καὶ ἐν δυστυχίαις διάξει
3699140 Λατινῳ
φανήσεσθαι , σίδηρον καὶ ξύλα καὶ τὰς γεωργικὰς παρασκευάς . Λατίνῳ δὲ , ὃς ἦν τότε βασιλεύς , πολεμοῦντι πρὸς
Ἕλληνας τῇ χώρᾳ συνοίκους : ἥκειν γὰρ αὐτοὺς μέγα ὠφέλημα Λατίνῳ καὶ κοινὸν Ἀβοριγίνων ἀγαθόν : Αἰνείᾳ τε οἱ πατρῷοι
3695734 παιδοποιια
ἄμητον περιμένει οὐκ ἐπισπείρων , καὶ ἡμῖν μέτρον ἐπιθυμίας ἡ παιδοποιία . εὕροις δ ' ἂν πολλοὺς τῶν παρ '
τοῖς γάμοις θυσιῶν τε καὶ ἱερῶν γενομένων . ἡ δὲ παιδοποιία καὶ φυλακὴ τῶν παιδοποιουμένων δεκέτις ἔστω , μὴ πλείω

Back