. καὶ εἶπον πρὸς τὸν δεσπότην : κύριε , τί ἔπλασας τὸν ἄνθρωπον καὶ εἰς κρίσιν παρέδωκας ; καὶ εἶπεν
: Ἐγὼ δήπου τὰ τοιαῦτα οἶδα , ὑπὲρ ὧν σὺ ἔπλασας πρὸς ἐμέ : κἀπὶ τούτοις διεξιών : Αὗται αἱ
5150069 ἀγεις
φωνῆς . . ὅ με προἕηκε πυθέσθαι ὅν τινα τοῦτον ἄγεις βεβλημένον : οὕτως ἀντὶ τοῦ ἤγαγες . ἤλλακται δὲ
, νέον φάος ὄψεαι ἥβας . καὶ τί μοι ἕδνον ἄγεις γάμου ἄξιον , ἢν ἐπινεύσω ; πᾶσαν τὴν ἀγέλαν
5124549 διατριβεις
, ἐνέγκω τὰς σανίδας καὶ τὰς γραφάς . οἴμοι , διατρίβεις κἀπολεῖς τριψημερῶν . ἐγὼ δ ' ἀλοκίζειν ἐδεόμην τὸ
τὸ γραφεῖον , ἐν ᾧ ἔγραφον . Γ οἴμοι ⌈ διατρίβεις Γ [ διατρίψεις ] : ἐπειγόμενος εἰς τὸ δικάζειν
5041336 ποθουντα
μήπω κεκορεσμένον γάλακτος : βρέφος γὰρ ἐξετέθη . φιλόμαστον ] ποθοῦντα μαστόν . βιότου προτελείοις ] ἐν ταῖς ἀρχαῖς τῆς
, εἰς ἔργον ἄγε τὴν ἐπιθυμίαν . ὄψει γὰρ ποθῶν ποθοῦντα . ποθεινὸς δέ μοι γέγονας ἀπὸ τῆς νίκης ἣν
4875864 ὁτιη
' ἐν οἴνῳ συμπόται σοφώτατοι . Ὀρθῶς γ ' , ὁτιὴ νήφοντες οὐχ ὑγιαίνομεν . Ἢν τοὺς Ἀθηναίους ἐγὼ πείσω
ὁμίχλη κατέχει πάντων ἀγαθῶν ἀνάμεστος . Ἆρ ' οἶσθ ' ὁτιὴ πρὸς ἄνδρας ἐστί σοι μάχη , οἳ τὰ ξίφη
4844020 ἡκεις
ἁλίων ἐρετμῶν . μῶν καὶ σὺ καινὸς ποντίας ἀπὸ χθονὸς ἥκεις , Ὀδυσσεῦ ; ποῦ ' στι σύλλογος φίλων [
, φροντίζοι τε τῶν δεόντων . ἀλλὰ σύ γε πόρρω ἥκεις διαφθορᾶς . οὐκοῦν ἀναγκαῖον τομάς τε καὶ καύσεις καὶ
4825261 ἐντευθενι
εἰς τὴν ἐδώδιμον χρείαν , ὡς ἐν Ὄρνισιν Ἀριστοφάνης ὀξύβαφον ἐντευθενὶ προσθοῦ λαβὼν ἢ τρύβλιον , κἀν ταῖς Φρυνίχου Μούσαις
: αὕτη γὰρ ἀφανίζει τὴν προϋπάρξασαν ὕλην τῶν ξύλων . ἐντευθενὶ τὴν πατρίδ ' : Ἐρωτηματικῶς . δύναιο δ '
4825159 μεσημβριης
νύκτα αἴρειν : τῇ δ ' ὑστεραίῃ πάλιν προστίθεσθαι μέχρι μεσημβρίης , καὶ ἐπιπινέτω οἶνον γλυκὺν , μέλιτι τὸν οἶνον
ὁρίζει ὁ Ἅλυς ποταμός ” [ ὃς ] ῥέων ἀπὸ μεσημβρίης μεταξὺ Σύρων „ τε καὶ Παφλαγόνων ἐξίει „ κατὰ
4810174 ἐκβεβηκοτα
Καιρὸν εἰ φθέγξαιο ] * Αἰσθόμενος ἑαυτὸν ὁ Πίνδαρος ἀκαίρως ἐκβεβηκότα , φησίν : εἰ φθέγξαιο , ὦ θυμέ ,
ὑπὸ κόλλοψι μαστροποῖς ποιῶν , ὑπὸ τοῦτον ὑπέμυξ ' εὐθὺς ἐκβεβηκότα , τὴν δεξίαν ἐνέβαλον , ἐμνήσθην Διὸς Σωτῆρος ,
4790515 φερεις
κομίσας τὴν ἔγχελυν δός μοι αὐτὴν προσειπεῖν . Γ εἰ φέρεις ] εἰ ὄντως φέρεις . Γ ἀκούσας τὰ περὶ
. Ἔπειτ ' ἀνέκραγον πάντες : Ὦ μιαρώτατε , σπονδὰς φέρεις τῶν ἀμπέλων τετμημένων ; Κἀς τοὺς τρίβωνας ξυνελέγοντο τῶν
4762369 ταυτηνι
πρὶν ὑφ ' ὁτουοῦν ἐληλέγχθαι , κατ ' αὐτὸς σαυτοῦ ταυτηνὶ φέρεις τὴν ψῆφον . Ἐγὼ δὲ , ὦ ἄνδρες
ὄντακαὶ ἐν ἅπαντι τῷ χρόνῳ τούτῳ ἔτι εἰς τὴν ἡμέραν ταυτηνὶ εὐδοκιμῶν οὐδὲν πέπαυται , καὶ οὐ μόνον Πρωταγόρας ,
4743488 γινωσκεις
, Ἐκ τοῦ κρασπέδου τὸ πᾶν ὕφασμα : Ἐκ γεύματος γινώσκεις : Τὸν Αἰθίοπα ἐκ τῆς ὄψεως : Ἐκ τῶν
] πολλὰ εἴρηκας . ἐτητύμως ] ἀληθῶς . οἶσθα ] γινώσκεις . ἄλυξις ] ἐκφυγή . ξένοι ] ὦ .
4739936 Τμωλον
τινες ὀρείχαλκον καλοῦσι : γίνεται δὲ ψευδάργυρος καὶ περὶ τὸν Τμῶλον . ταῦτα δ ' ἐστὶ τὰ χωρία , ἃ
' εἰσί , συμμετασχήσω χορῶν . Ἀσίας ἀπὸ γαίας ἱερὸν Τμῶλον ἀμείψασα θοάζω Βρομίωι πόνον ἡδὺν κάματόν τ ' εὐκάματον
4695917 κομιζον
〛 〚 βινεῖν : Συνουσιάζειν , γαμεῖν . ὅτι οἱ κομίζον - τες τὴν ἡλικίαν τὸ συνουσιάζειν ἀρχὰς ἔχουσι τοῦ
κρύφα ὑπηρετικὸν ἐκπέμψας , ὡς ἐξ Ἀθηνῶν ἐκέλευσε καταπλεῖν , κομίζον ἐπιστολὴν πεπλασμένην , ὡς Ἀθηναίων αὐτὸν ἐπανήκειν κελευόντων .
4692885 κατηραμεν
τε βακχείας μολών . ἡμεῖς δ ' ἐκεῖσε τίνι τρόπωι κατήραμεν ; ἐμάνητε , πᾶσά τ ' ἐξεβακχεύθη πόλις .
ἐπικαλουμένους αὐτόν . Ἤδη δὲ μετὰ πέμπτην τοῦ πλοὸς ἡμέραν κατήραμεν ἐν τῇ νήσῳ τῆς Κύπρου κατὰ τὸν ὅρμον τῆς
4688950 ἀφιξαι
, καὶ οὕτω δὴ σὺ ἀναλαβὼν τὸν λόγον δεῦρ ' ἀφῖξαι . Ὀρθότατα , εἶπον , ἐμνημόνευσας . Πάλιν τοίνυν
τῆς εὐεπείας οὕνεκ ' . Ἀλλὰ φράζ ' ὅτου χρῄζων ἀφῖξαι χὤ τι σημῆναι θέλων . Ἀγαθὰ δόμοις τε καὶ
4686212 παραφερειν
πιτάρια ἔγκολλα , ὑπὸ τὸν ζῳδιακὸν ἔγκολλα ἐλέγομεν ἔσεσθαι , παραφέρειν δεήσει ὑπὸ τὰ κατὰ διάμετρον τοῦ ζῳδιακοῦ ὁμοίως μέσα
ἀθρόαν ὅλῳ τῷ σχήματι δύναται προσάπτειν , ἀλλὰ θάτερον δεῖ παραφέρειν ἐπὶ τὴν τῶν ἐφεξῆς προσβολὴν , τουτέστιν ἢ τὴν
4674368 δητ
δοίδυκα καὶ κιβώτιον . Λίθινον ; Μὰ Δί ' οὐ δῆτ ' , οὐχὶ τό γε κιβώτιον . Σὺ δὲ
θεῶν μέγας , ἄξειν νιν ὑπτίασμα κειμένου πατρός . τί δῆτ ' ἐγὼ κάτοικτος ὧδ ' ἀναστένω ; ἐπεὶ τὸ
4657841 εἰσειμι
πράγματα παρασχὼν ὑμῖν καὶ διοχλήσας . ἀλλ ' ἐγὼ μὲν εἴσειμι , ὅταν εἰσίω , ὅπως ἄν τι νουθετήσαιμι καὶ
καὶ νεκρός , νυνὶ δὲ πλουτεῖς . Εὐκαταφρόνητος τῇ στολῇ εἴσειμι καὶ ταῦτ ' εἰς γυναῖκας . Ὡς ἡδὺ πρᾶος
4619088 παραδοθεισαν
σώζει τὸ ζῶον ἐκ τῆς ἀναπνοῆς . τὴν μὲν οὖν παραδοθεῖσαν ἡμῖν ἱστορίαν περὶ ψυχῆς διεληλύθαμεν , τὰ μὲν οἷς
τίθησι : Πολυνείκης δ ' ἀπήντησεν δορί , πληγὴν σιδήρωι παραδοθεῖσαν εἰσιδών , κνήμην τε διεπέρασεν Ἀργεῖον δόρυ : στρατὸς
4603737 τουσδ
θεῷ : Τῷ Πλούτω . . ἀναθεῖναι : Ἀναθῆσαι . τούσδ ' οὓς ἔχω : Τούτους οὕστινας κρατῶ . .
ὦ Ζεῦ Νεμέας τῆσδ ' ἄλσος ἔχων , τίνος ἐμπορίαι τούσδ ' ἐγγὺς ὁρῶ πελάτας ξείνους Δωρίδι πέπλων ἐσθῆτι σαφεῖς
4591545 ἐρχομαι
τε καὶ Κλυταιμήστρας τόκος , ὄνομα δ ' Ὀρέστης : ἔρχομαι δὲ πρὸς Διὸς μαντεῖα Δωδωναῖ ' . ἐπεὶ δ
ἔργων τῶν ἐκ τῆς τέχνης , ἐπ ' αὐτὸ δὴ ἔρχομαι τὸ κεφάλαιον ὧν προὐθέμην . Ἆρα εἴ τις ὑψοῦ
4583471 φυτευσας
ἐκ παίδων † ἀμνημοσύναν , οὐ κοινὰν τεκέων τύχαν οἴκοισι φυτεύσας δεσποίναι : πρὸς δ ' Ἀφροδίταν ἄλλαν θέμενος χάριν
μᾶλλον φυτευτέον . ἐγὼ δὲ δι ' ὅλου τοῦ Ἰουλίου φυτεύσας σῦκα ἐπέτυχον σφόδρα , καὶ μεταφυτεύσας καὶ ἀρδεύσας εἶχον
4579151 ἠλεγχον
ἄχθος μεῖζον οὐδὲ δώμασιν κτῆσις κακίων οὐδ ' ἀνωφελεστέρα . ἤλεγχον : οὕτω γὰρ κακὸν δούλων γένος : γαστὴρ ἅπαντα
ἄρχω ἦρχον , ἄγω ἦγον , ἅπτω ἧπτον , ἐλέγχω ἤλεγχον , ἐν οἷς καὶ τὸ ἰξεύω ἴξευον ἐπεὶ οὐκ
4577149 κἀς
, νῦν καλλίνικοι τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν , φίλαι , γενησόμεσθα κἀς ὁδὸν βεβήκαμεν , νῦν ἐλπὶς ἐχθροὺς τοὺς ἐμοὺς τείσειν
γὰρ κακοῖσι πλείον ' οἶκτον ἐμβαλῶ . ἦ μὲν τύραννος κἀς τύρανν ' ἐγημάμην , κἀνταῦθ ' ἀριστεύοντ ' ἐγεινάμην
4573030 στειχ
: βαῖν ' ἐκ θαλάμων κυπαρισσοτρόφων ἔξω , Μανῆ : στεῖχ ' εἰς ἀγορὰν τούς τε μαθητὰς τοὺς ὡραίους ,
' ] † ἀπὸ τοῦ Καυκάσου ἀντολὰς ] † ἀνατολάς στεῖχ ' ] πορεύου ἀνηρότους γυίας ] ἤγουν τὰ ὄρη
4564664 εἰπας
ζήσονται τῷ θεῷ . Διατί , φημί , κύριε , εἶπας περὶ τῶν τηρούντων τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ : Ζήσονται τῷ
χοαὶ ἐπὶ τῶν νεκρῶν : οἷον : εἰς τί τοῦτο εἶπας : ἐνέχυρον τῆς σωτηρίας ἡμῖν : λείπει τὸ ἕνεκεν
4559767 βλεπεις
ὑπὲρ ὧν πονεῖς . οὐ γὰρ εἰς χρυσόν γε σὺ βλέπεις , ἀλλ ' ἐπαίνων ἐρᾷς : ὃ καὶ ἡνίκα
δὲ καὶ ἐπὶ ταύτης τὸ ἐπίγραμμα τόδε : ὕδατα ταῦτα βλέπεις φοβερά , ξένε , τῶν ἄπο χερσὶ λουτρὰ μὲν
4559107 ἠλθες
εἰς ἐμὲ εὐπρεπῆ λόγον : διὰ τί ἀποθανόντος Ἀλεξάνδρου οὐκ ἦλθες εἰς ἐμέ : ἀνοίκειον τοῦτο τοῦ ὑποκειμένου . ἔδει
σὰ χεῖρον διάθῃ . Οὐκ ἄδηλον ὅτι δι ' ὅσων ἦλθες πόλεων , πάσας ἐνέπλησας τῶν ὑπὲρ ἡμῶν λόγων .
4554486 ἀφιημ
. μῆλά τε γάρ τοι ἐγώ καὶ βοῶν ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημ ' ἀγˈρούς τε πάντας , τοὺς ἀπούρας ἁμετέρων τοκέων
δ ' ὄντ ' ἀποδίδωμι τῆι κόρηι : τροφεῖ ' ἀφίημ ' , οὐδὲν ἀξιῶ λαβεῖν . εὑρισκέτω τὸν πατέρα
4549653 Στας
ὁ ὄφις δῆλον . ἀντήσηται : μετάσχῃ , συμμεταλάβῃ . Στάς : σταθείς . ῥηγμῖνος : αἰγιαλοῦ , αἰγιαλῷ ,
ὁ ὄφις δῆλον . ἀντήσηται : μετάσχῃ , συμμεταλάβῃ . Στάς : σταθείς . ῥηγμῖνος : αἰγιαλοῦ , αἰγιαλῷ ,
4544233 δεδρακας
. Θησεῦ , ξύνισμεν πάνθ ' ὅς ' Ἀργείαν χθόνα δέδρακας ἐσθλὰ δεομένην εὐεργετῶν χάριν τ ' ἀγήρων ἕξομεν :
; Ἄνδρ ' ἐδεξάμην ἐραστὰ τῆσδε τῆς ξυνουσίας . Καὶ δέδρακας τοῦτο τοὔργον ; Καὶ δεδρακώς γ ' ἥδομαι .
4539609 Εἰδον
ὅσα ἐάν σοι δείξω . ἔμβλεπε οὖν τοῖς λοιποῖς . Εἶδον ἓξ ἄνδρας ἐληλυθότας ὑψηλοὺς καὶ ἐνδόξους καὶ ὁμοίους τῇ
ποιηταί , ψευδολόγοι καὶ διὰ σχημάτων ἐξαπατῶντες τοὺς ἀκροωμένους . Εἶδον ἀνθρώπους ὑπὸ τῆς σωμασκίας βεβαρημένους καὶ φορτίον τῶν ἐν
4518933 ἀναξεις
Καὶ ἐφ ' ἑκάστου μέν τι ἕν , εἰς ὃ ἀνάξεις , καὶ τόδε πᾶν εἰς ἓν τὸ πρὸ αὐτοῦ
, καὶ τότ ' ἔπειτ ' ἄλλοισι μεθ ' ἡρώεσσι ἀνάξεις . [ . . . . . . .
4509640 Χθες
εἶναι δοκεῖ . ἀλλὰ θεραπείᾳ τοὺς πόνους αὐτῷ συγκαλύψωμεν . Χθὲς παιδαγωγὸς ἦν ὁ σήμερον ὑπὸ παιδὸς ἀγόμενος , καὶ
χρώμενοι τῷ τολμήματι ἰσόρροπον τῇ πράξει τὴν τιμωρίαν ἐκτίσουσιν . Χθὲς Καρίωνος περὶ τὸ φρέαρ ἀσχολουμένου εἰσέφρησα εἰς τοὐπτάνιον :
4482154 τεθεαμαι
ἂν ἴσως εἴης ᾐσθημένος . Πάνυ μὲν οὖν καὶ ταῦτα τεθέαμαι κἀκεῖνα πολλῶν ἀκήκοα . Καὶ μὴν χηνοβωτίας γε καὶ
, ἔνια μὲν ὁμαλῶϲ , ἔνια δὲ ἀνωμάλωϲ ϲύγκειται . τεθέαμαι γὰρ ἤδη τινὰϲ ἔχονταϲ κοιλίαν μὲν ψυχράν , κεφαλὴν
4474336 ἀφιξομαι
περὶ ὁτέων γράφεις , καὶ ἢν κελεύῃς , παρὰ σὲ ἀφίξομαι ἐς Σῦρον . ἦ γὰρ ἂν οὐ φρενήρεες εἴημεν
' αἰσχυνῶ γε Κρησίους δόμους οὐδ ' ἐς πρόσωπον Θησέως ἀφίξομαι αἰσχροῖς ἐπ ' ἔργοις οὕνεκα ψυχῆς μιᾶς . μέλλεις
4467154 κατεβαλετο
ἀνεῖλεν ὁ Ἀχιλλεύς . γεφύρωσέ τ ' Ἀτρεάδαισι νόστον : κατεβάλετό τε γέφυραν , φησί , τῆς ἀνακομιδῆς τοῖς Ἀτρείδαις
ἀνεῖλεν ὁ Ἀχιλλεύς . γεφύρωσέ τ ' Ἀτρεάδαισι νόστον : κατεβάλετό τε γέφυραν , φησί , τῆς ἀνακομιδῆς τοῖς Ἀτρείδαις
4458508 ἀπερχομαι
] ὅλους ἐποίει δηλονότι ἀγορητάς . ἄνειμι ] ἀνέρχομαι , ἀπέρχομαι , ἀπελεύσομαι , μετελεύσομαι , ἀνελεύσομαι . ἐντεῦθεν ]
γὰρ ἄν με ἔπεμπον πάλιν πρὸς ὑμᾶς . νῦν δὲ ἀπέρχομαι πρὸς μὲν Λακεδαιμονίους ὑφ ' ὑμῶν διαβεβλημένος , Σεύθῃ
4450112 δευρο
ἐστι πολιτικὸν ἀνάθημα : ἀλλὰ ξένος τις πάλαι ποτὲ ἀφίκετο δεῦρο , ἀνὴρ ἔμφρων καὶ δεινὸς περὶ σοφίαν , λόγῳ
τοῖς λόγοις . νῦν οὖν ἐπεὶ δέδοκταί σοι τοὺς νεανίσκους δεῦρο κομίσαι χαίρω τε , καὶ πέμψον οὕςτινας βούλει σὺν
4445753 πευσῃ
τούτους κέλευθον ] ὁδόν ἐγκόνει ] † ἤγουν σπουδαίως τρέχε πεύσῃ ] μαθήσῃ ἄν : ἐνταῦθα γὰρ τὸ ἂν σύναπτε
σοι δεῖ καὶ ἀνθρώπων φωνῆς , τὰ μὲν πολλὰ Γυμνασίου πεύσῃ λέγοντος , παρ ' ἡμῶν δὲ τοσοῦτον εἰρήσεται ,
4442035 ἑωρακας
κυρίου , ὅτι παρώργισαν αὐτόν . τοὺς δὲ ἑτέρους οὓς ἑώρακας πολλοὺς κειμένους , μὴ ὑπάγοντας εἰς τὴν οἰκοδομήν ,
βοθύνους μὲν γὰρ οἵους ὀρύττουσι τοῖς φυτοῖς οἶδ ' ὅτι ἑώρακας , ἔφη . Καὶ πολλάκις ἔγωγ ' , ἔφην
4432816 εὐλιμενα
λιμέσι μέχρι δεῦρο , ἐντεῦθεν δ ' ἤδη τὰ ἑξῆς εὐλίμενα καὶ χώρα ἀγαθὴ τῶν τε Λεητανῶν καὶ Λαρτολαιητῶν καὶ
ἐκβολαὶ συνελθοῦσαι † καὶ πάντα καταρρεόντων ἐκ τῆς Αἴτνης εἰς εὐλίμενα στόματα : ἐνταῦθα δὲ καὶ τὸ τῆς Ξιφονίας ἀκρωτήριον
4420610 ἐμους
' Εὐμάθει τούτῳ , μεταπεμψάμενος τοὺς οἰκείους καὶ φίλους τοὺς ἐμοὺς Εὐμάθης ἐνεφάνισε τὰ χρήματα , ἃ ἦν μοι παρ
ὅτι δεῦρο ἀνιὼν οὐχὶ τὼ ὀφθαλμὼ τοῦ ἀετοῦ ἐνεθέμην τοὺς ἐμοὺς ἐξελών : ὡς νῦν γε ἡμιτελὴς ἀφῖγμαι καὶ οὐ
4413567 δευτ
συνέθυσαν . διόπερ ἔφη : ὦ Κύπρου δέσποινα , τεὸν δεῦτ ' ἐς ἄλσος φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον Ξενοφῶν τελέαις
βαίνειν ὀρχηστικῶς , οὓς καὶ βητάρμονας λέγει ὁ ποιητής „ δεῦτ ' ἄγε Φαιήκων βητάρμονες , ὅσσοι ἄριστοι . „
4403370 λαλειϲ
[ ὁρῶ ; τί βούλει , τηθία ; τί μοι λαλεῖϲ ; πατὴρ ἐμόϲ ; ποῦ ; παιδίον , Κράτεια
τί ] φήιϲ ; πέπονθαϲ ἀγάθ ' ; ὑπὲρ ταύτηϲ λαλεῖϲ [ ; ! ] ν ? ἔλεγ ' ἐμοὶ
4402466 διεκεισθε
εἶτα ἧκε πάλιν ἐπὶ τὴν ἀφήγησιν πρῶτον μὲν ὑμεῖς οὕτω διέκεισθε καὶ τὰ ἑξῆς . τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ ἔστι
ἔγωγ ' ἐπολιτευόμην πω τότε , πρῶτον μὲν ὑμεῖς οὕτω διέκεισθε : οὐδὲν γὰρ ἐπηκολούθησε θετικὸν τῇ ἀναιρέσει . Τό
4392517 καλεσει
Ἤγαγεν ὁ θεὸς τὰ ζῷα πρὸς τὸν Ἀδὰμ ἰδεῖν τί καλέσει αὐτά : οὐ γὰρ ἐνδοιάζει θεός . Ἀλλότριον γὰρ
, εἴ τις ἐστὶν αἴσθησις τὴν συσκευὴν ταύτην θεώμενος , καλέσει μοί τις τὴν Ἀριστάρχου μητέρα : νῦν ἐπὶ τοῦ
4379352 ἡξεις
ἐμοὶ φέρει . Ἤδη σε ἔχειν ἡγοῦμαι τὸ ὡς ταχέως ἥξεις ἀκούσας καὶ συγχαίρω τῷ τε βασιλεῖ τοῦ σοῦ τάχους
τοῦ γάμου λόγον , ἐν ᾧ τὸν θεὸν ὕμνησας , ἥξεις ἐπὶ τὰ τῶν γαμούντων ἐγκώμια . κοινὰ δὲ τὰ
4369485 Ποθος
ἐμαυτὸν ἐξαίφνης πόθος τὴν καρδίαν ἐπάταξε πῶς οἴει σφόδρα . Πόθος ; πόσος τις ; Σμικρός , ἡλίκος Μόλων .
Ἔρως δ ' ἀεὶ πλέκει μευ ἐν καρδίηι καλιήν . Πόθος δ ' ὃ μὲν πτεροῦται , ὃ δ '
4354202 ἀφικομην
ἄν . ὅτε γὰρ κατ ' ἀρχὰς εἰς Συρακούσας ἐγὼ ἀφικόμην , σχεδὸν ἔτη τετταράκοντα γεγονώς , Δίων εἶχε τὴν
τὸ μειράκιον , ἵνα μὴ τούτῳ μαχοίμην , ἐπειδὴ δὲ ἀφικόμην πάλιν , ἦγον αὐτὸν ἐπὶ τὴν οἰκίαν τὴν Σίμωνος
4344099 ἡκοντ
' ἔχει πόλις . οὐδ ' οἶδεν Εὐρυσθεύς σε γῆς ἥκοντ ' ἄνω ; οὐκ οἶδ ' , ἵν '
εἴσιθι . Ἡ γὰρ θεός ς ' ὡς ἐπύθεθ ' ἥκοντ ' , εὐθέως ἔπεττεν ἄρτους , ἧψε κατερικτῶν χύτρας
4339297 ζητουμενους
διὰ κενῆς σὺ μόνος εὕρηκας τέχνην . χορδῆς ὀβελίσκους ἡμέρας ζητουμένους δύ ' ἐχθὲς ὠμοὺς εἰς τὸ πῦρ ἀποσβέσας καὶ
λύκον διακενῆς σὺ μόνος εὕρηκας τέχνην . χορδῆς ὀβελίσκους ἡμέρας ζητουμένους δύ ' ἐχθὲς ὠμοὺς εἰς τὸ πῦρ ἀποσβέσας ,
4337023 πορευου
προῖκα ἔδωκεν ὁ Τυνδάρεως : στεῖχ ' ὡς ἀθορύβως : πορεύου , ὅπως ὁ προσελθών μοι λόγος τοῦ γήρως τοῦ
παράγραφος , ἐπὶ δὲ τῶι τέλει κορωνίς . κομίζου ] πορεύου . Κασάνδραν ] τήν . ἀμηνίτως ] ἀοργήτως .
4320161 λαλεις
σιγὴν ἔχω ; γύναι , τί μοι τραχεῖα κοὐκ εἰθισμένως λαλεῖς ; ἄπολις ἄοικος , πατρίδος ἐστερημένος , πτωχὸς πλανήτης
. Οὐκὶ μὴ λαλῆσι σύ . Κατάρατο , τολμᾷς ἀποτανουμένη λαλεῖς ; Ὦ παρθέν ' , οἰκτίρω σε κρεμαμένην ὁρῶν
4312690 ἡκω
παράγραφος καὶ ἐπὶ τῶι τέλει κορωνὶς εἰσιόντος τοῦ χοροῦ . ἥκω ] ἦλθον . σεβίζων ] τιμῶν . Κλυταιμήστρα ]
: Ὅμηρος : ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς : παρὰ τὸ ἥκω γίνεται ῥηματικὸν ὄνομα ἠκή , ὃ σημαίνει τὴν ὀξύτητα
4309195 ἡξω
βελτίω τὰ πράγματα . ἄγαμαι κεραμέωϲ αἴθωνοϲ ἐϲτεφανωμένου . ἱμάνταϲ ἥξω δεῦρο πυκτικοὺϲ ἔχων . κἀν ποίᾳ πόλει τοϲοῦτοϲ ὢν
αὐτὸς ἱστορεῖ , εἰς τὸ λοιπόν , εἶπεν , οὐχ ἥξω πρὸς σέ , ἂν οὕτως ὑποδέχῃ , ἵνα μήτε
4304742 ποτηρι
μέγας χωρῶν μετρητήν , κυμβίον , σκύφοι , ῥυτά . ποτήρι ' ἡ γραῦς , ἄλλο δ ' οὐδὲ ἓν
μέγας χωρῶν μετρητήν , κυμβίον , σκύφοι , ῥυτά : ποτήρι ' ἡ γραῦς , ἄλλο δ ' οὐδὲ ἓν
4304510 ἠρειδεν
' οὐ δῆθ ' . Ὁ δὲ χορός γ ' ἤρειδεν ὁρμαθοὺς ἂν μελῶν ἐφεξῆς τέτταρας ξυνεχῶς ἄν : οἱ
χερσίν , ἁνίκ ' ἀμφὶ Πύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν , ἤρειδεν δέ νιν ἀργυρέῳ τόξῳ πολεμίζων Φοῖβος , οὐδ '
4301568 συντασσε
συντάξαι , τὸ λειβομένα προσέθηκαν . σὺ δέ γε οὕτω σύντασσε : στένω σε , ὦ Προμηθεῦ , τὰς τύχας
θ ἡμέτερον + εἰ μὲν πανδίκως γράψεις πρὸς τὸ κλύετε σύντασσε : τοῦτο γὰρ ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν ἀντιγράφων εὕρηται
4300358 χρυσεους
, ὡς ὅτε καὶ ὁπότε κατασκευάζομεν μέγαρον θαητὸν ὑποστήσαντες τοὺς χρυσέους κίονας ἐν τῷ εὐτυχεῖ προθύρῳ τοῦ θαλάμου . .
, νυνὶ ἐν δυσωδίᾳ ὑπάρχεις : σὺ εἶ ὁ τοὺς χρυσέους λύχνους ἐπὶ τὰς ἀργυρᾶς λυχνίας ἔχων , νυνὶ δὲ
4299542 καταμεινας
ἄλλοι , ἐνθάδε τοὺς Χοᾶς ἄγων ἀπελείφθη καὶ τοῖς Διονυσίοις καταμείνας ἐχόρευεν , ὡς ἅπαντες ἑωρᾶθ ' οἱ ἐπιδημοῦντες .
οἷς οὐκ ἐποίησε κρίνεται , ὡς ὁ χειροτονηθεὶς πρεσβευτὴς καὶ καταμείνας τῷ μὴ λαβεῖν παρὰ τοῦ ταμίου τὰ ἐφόδια :
4294639 ὀρνιθοθηρα
δέλεαρ ἐσθίων ἔλαθεν ἐμπεσὼν εἰς τοὺς βρόχους . τοῦ δὲ ὀρνιθοθήρα προσδραμόντος καὶ συλλαβόντος αὐτὸν ἔφη : ” ὦ οὗτος
λόγοις πιστεύσας παρελθὼν εἰς τὸν βρόχον ἑάλω . τοῦ δὲ ὀρνιθοθήρα ἐπιδραμόντος ἐκεῖνος εἶπεν : ” ὦ οὗτος , εἰ
4292023 ἐρευνωμεν
γένη καὶ δεσποτικὰ γράμματα καὶ συνόλως σώματα παρελθόντες ψυχῆς φύσιν ἐρευνῶμεν . εἰ μὲν γὰρ πρὸς ἐπιθυμίας ἐλαύνεται ἢ ὑφ
' ἄν , τοῦτο δὴ τὰ νῦν λέγωμέν τε καὶ ἐρευνῶμεν . Οὐκέτι νόμους , ὦ Μέγιλλε καὶ Κλεινία ,
4285998 πιομενοι
. ὡσπερεὶ αὐτὰ τὰ ποτήρι ' , οὐ τὸν οἶνον πιόμενοι . Σωσικράτης Φιλαδέλφοις : λεπτὴ δὲ κυρτοῖς ἐγγελῶσα κύμασιν
ἴασιν : οὐκ ἔδει δέ , ἀλλ ' εἰς κρήνην πιόμενοι πορεύονται . . περιστένεται δέ τε γαστήρ : ἡ
4285050 παιζουσιν
ἡμεῖς καὶ πάντες ὅσοι παίζουσι τοῦτο ποιοῦσιν ἢ τούτου γε παίζουσιν ἐφιέμενοι . Καὶ κινδυνεύει , εἴτε τις παῖς εἴτε
, τά τ ' ἔνδον εὐτρεπῆ ποίει λαβών . οἷα παίζουσιν φίλαι παρθένοι Λυδῶν κόραι , κοῦφα πηδῶσαι κόμαν ,
4283421 ἰξυν
λοιπῷ τὸν Γλαῦκον δηλοῖ τὰ οὐραῖα ἐξηρμένα καὶ πρὸς τὴν ἰξὺν ἐπιστρέφοντα , τὸ δὲ μηνοειδὲς αὐτῶν ἁλιπορφύρου τι ἄνθος
ἔπειτα νηδύα , τῇ δ ' ἐφύπερθε συνήρμοσε νῶτα καὶ ἰξὺν ἐξόπιθεν , δειρὴν δὲ πάρος , καθύπερθε δὲ χαίτην
4280440 ὁπλοφορους
αὐτοί τε γοῦν ὡπλισμένοι οἴονται ἀνάγκην εἶναι διάγειν καὶ ἄλλους ὁπλοφόρους ἀεὶ συμπεριάγεσθαι . ἔπειτα δὲ οἱ μὲν ἰδιῶται ,
] ἔνθεν , ἐκ τῶν ὀδόντων , ἐξεκύησεν ἡ Γῆ ὁπλοφόρους ἄνδρας . εἰσὶ δὲ οὗτοι οἱ ἐξ αὐτῶν ὑπολειφθέντες
4270980 πονειται
τῶν στοιχείων , αὕτη δὲ ἀπὸ τῶν συγγραμμάτων περὶ οἷς πονεῖται . γράμματα γὰρ καὶ ταῦτα προσηγορεύετο , καθὰ καὶ
καὶ τέρψεως εὐτρεπιζόμενοι . καὶ ἑκάτερος μὲν περὶ τροφῆς ἥμισυ πονεῖται , ἀμφότεροι δὲ περὶ πᾶσαν . ἔστι δὲ καὶ
4269483 πεμψει
' ἀτρύγετον , οὐχ ἵππων νώτοισιν ἐφήμενος : ἀλλά σε πέμψει ἀγλαὰ Μουσάων δῶρα ἰοστεφάνων . πᾶσι δ ' ,
. ἐγὼ οὖν τοῦτον ὑπολαμβάνω τὸν θρίαμβον ἱερώτερον , ὃν πέμψει διὰ τῶν σωθέντων καὶ φυλαχθέντων , ἢ εἰ λάφυρα
4256083 ἐπεπονθει
μὲνἐπὶ δυσμαῖς γὰρ ἦν ὁ ἥλιοςἀπήλασαν τὰς ἀγέλας οἴκαδε καὶ ἐπεπόνθει Χλόη περιττὸν οὐδέν , ὅτι μὴ Δάφνιν ἐπεθύμει λουόμενον
ἀνιηροῖο χόλοιο , ἔκπαγλον τὸ πάροιθε χολούμενος , ὅσς ' ἐπεπόνθει . Οἳ δέ μιν αἶψ ' ἐπὶ νῆα καὶ
4255889 περσεπολιν
Παλλάδα περσέπολιν κλήιζω πολεμαδόκον ἁγνάν παῖδα Διὸς μεγάλου δαμάσιππον Παλλάδα περσέπολιν δεινὰν θεὸν ἐγρεκύδοιμον αἵ τε ποταναῖς ὁμώνυμοι πελειάσιν αἰθέρι
' ἐδίδασκεν τὼ μηρὼ μὴ ξυνέχοντας , ἢ “ Παλλάδα περσέπολιν δεινάν ” ἢ “ τηλέπορόν τι βόαμα ” ,
4252424 εἰσοραν
ἦν θάσσων ἄνω , καὶ τὸν ξένον μὲν οὐκέτ ' εἰσορᾶν παρῆν , ἐκ δ ' αἰθέρος φωνή τις ,
ἔσωσα δῆτά ς ' ἐξέπεμψά τε χθονός ; ὥστ ' εἰσορᾶν γε φέγγος ἡλίου τόδε . οὔκουν κακύνηι τοῖσδε τοῖς
4252322 ἐτερατευσατο
λίαν , ἢ οὐ κράζοντες : περὶ ὧν Ἡσίοδος πρῶτος ἐτερατεύσατο . φύλαξαι δὲ καὶ τὸν μουνῶπα στρατὸν , ἤτοι
μεταβολάς , οἷς πολλὰ ἐκεῖνος πρὸς ἰδιώτας ἀνθρώπους τοὺς Φαίακας ἐτερατεύσατο . τούτοις οὖν ἐντυχὼν ἅπασιν , τοῦ ψεύσασθαι μὲν
4251918 πρῳην
μὴ ὑπῆρχε γραμματικός , καὶ νῦν φαμεν ὅτι γέγονε γραμματικὸς πρῴην μὴ ὤν . ὥστε φαίνεται τὸ συμβεβηκὸς ἐγγὺς τοῦ
ὀρνίθειον οἰκίσκον φέρεις ; παῖδες ἀγένειοι Κλεισθένης τε καὶ Στράτων πρῴην ἐρανιστὰς ἑστιῶν ἥψησα ἔτνος . δάπτοντα , μιστύλλοντα ,
4249145 ἐτολμησας
Θεμιστοκλέους - ⌋ βίου ἐπιλαμβάνεσθαι ⌊ - ⌋ ⌊ ⌋ ἐτόλμησας ⌊ σκέψαι ⌋ ⌊ ὦ Σώκρατες , τὰ ⌋
ἐπεθύμεις , ἀλλὰ τοῦ δοκεῖν ἐπιθυμεῖν τῶν λόγων . οὔκουν ἐτόλμησας οἰκέτην τῇδε καταλιπεῖν ἡμέραν μίαν . ἀλλ ' ἐγὼ
4248601 Μηθυμναιους
' ἀπὸ τῶν αὑτοῦ νεῶν λαβὼν ἐπιβάτας καὶ αὐτοὺς τοὺς Μηθυμναίους καὶ ὅσοι Μυτιληναίων φυγάδες ἐτύγχανον αὐτόθι , ἀπήντων ἐπὶ
ὅρων αὐτοὺς ἐξήλασαν ἐς ἄλλους ἀγρούς . Διωκόντων δὴ τοὺς Μηθυμναίους ἐκείνων ἡ Χλόη κατὰ πολλὴν ἡσυχίαν ἄγει πρὸς τὰς
4247760 ἐμαυτῃ
βλέπεις τότε , ὡς πικρὸν καὶ πολεμικόν : καὶ ἀπιστῶ ἐμαυτῇ καὶ λέγω Λάμια , σὺ μετὰ τούτου καθεύδεις ;
φράσσομαι ἅσς ' ἂν ἐμοί περ αὐτῇ : ἀντὶ τοῦ ἐμαυτῇ . Ἔνθεν οὖν λέγω ἐπὶ τῶν πλαγίων τὸ χρειῶδες
4247167 καινουργησαι
πεποιῆσθαι τὴν νομὴν τῶν κρεῶν καὶ τὰ περὶ τοὺς ἀνθρώπους καινουργῆσαι καὶ τὸ πῦρ κεκλοφέναι , ἱκανῶς κατηγόρηταί μοι ,
περιλαμβάνοντες . Μετὰ τὴν ἡρωϊκὴν γενεαλογίαν καὶ τοὺς καταλόγους ἐπεζήτησε καινουργῆσαι πάλιν ἑτέραν ὑπόθεσιν : καὶ δὴ καταχρησθέντων τῶν εἰς
4244417 περικαλλεας
ταὶ δ ' ἐκφόρεον καὶ ἀνάγκῃ . αὐτὰρ ἔπειτα θρόνους περικαλλέας ἠδὲ τραπέζας ὕδατι καὶ σπόγγοισι πολυτρήτοισι κάθαιρον . αὐτὰρ
νῦν νέκυας φορέειν καὶ ἄνωχθε γυναῖκας : αὐτὰρ ἔπειτα θρόνους περικαλλέας ἠδὲ τραπέζας ὕδατι καὶ σπόγγοισι πολυτρήτοισι καθαίρειν . αὐτὰρ
4243619 ἀναβαλομενοι
ἠξίουν . ἐπαινέσαντος δὲ τοῦ πλήθους τὸν λόγον οὐδὲν ἔτι ἀναβαλόμενοι τὸν παρασκευασθέντα νόμον ἀνέγνωσαν : κεφάλαια δὲ αὐτοῦ τάδε
αὐτοὺς μετεπέμποντο οἱ φίλοι , οὐκ ἦλθον ἐκ πλέονος , ἀναβαλόμενοι δὲ τὰς γυμνοπαιδίας ἐβοήθουν . καὶ ἐν Τεγέᾳ πυθόμενοι
4243177 ἐπεμψα
προτέρην ἀλαπάξηι [ [ ] αιεον ! ! Ἀχαιίδα φῶτας ἔπεμψα [ [ ] ! ναρομου [ ! ] !
τὸν ἀδελφὸν τὸν ἐμαυτοῦ καὶ τὸν ἀδελφιδοῦν καὶ τὸν ἰατρὸν ἔπεμψα , οὐκ ἐξομουμένους : οὐδὲ γὰρ ὁ νόμος ἐᾷ
4236112 υρα
] τα [ ] τ ? [ ] [ ] υρα ? ? [ ] [ ] οιχ [ ]
βασιλεῦ Ἰρικεπαῖγε σῶισόμ με Φάνητα ? : εἷς Διόνυσος σύμβολα υρα θεὸς διὰ κόλπου ν ἔπιον ὄνος βουκόλος γιας σύνθεμα
4235649 Τριτωνες
[ ἐκ τᾶς θαλάσσας τ [ Ναῦται βυθοκυματοδρόμοι , ἁλίων Τρίτωνες ὑδάτων , καὶ Νειλῶται γλυκυδρόμοι τὰ γελῶντα πλέοντες ὑδάτη
μεγέθει τοῦ παρὰ Ταναγραίοις ἀποδέοντα . παρέχονται δὲ ἰδέαν οἱ Τρίτωνες : ἔχουσιν ἐπὶ τῇ κεφαλῇ κόμην οἷα τὰ βατράχια
4227180 γεωργουμενη
λίαν ἐπιμελῶς , ἴρις τε ἡ παρὰ Δρίλωνα καὶ Νάρωνα γεωργουμένη τοὺς ποταμούς , οὗπερ δὴ Κάδμον ἀφικέσθαι τὸν Σιδόνιον
τρυγηφάνιον . ἐπίμορτος δὲ γῆ παρὰ Σόλωνι ἡ ἐπὶ μέρει γεωργουμένη , καὶ μορτὴ τὸ μέρος τὸ ἀπὸ τῶν γεωργῶν
4223387 δωσω
, ὁμηλικίη δ ' ἐμοὶ αὐτῷ : τοὔνεκα σοὶ προτέρῳ δώσω χρύσειον ἄλεισον . ” ὣς εἰπὼν ἐν χερσὶ τίθει
τὰ φθόρια τὴν Ἱπποκράτους προσκαλούμενοι μαρτυρίαν λέγοντος : “ οὐ δώσω δὲ οὐδενὶ φθόριον ” , καὶ ὅτι τῆς ἰατρικῆς
4222203 ἀπογεννησαι
τὸ ἑνῶσαν αὐτὸ τοῦτο καὶ τὰ ἄλλα στοιχεῖα , ὥστε ἀπογεννῆσαι τὸ εἶδος τῆς σαρκός ; εἰ μὲν οὖν εἴπωσιν
τὴν ἐκ τῶν πραγμάτων λύπην ἐμοὶ παρ ' ὑμῶν μηδεμίαν ἀπογεννῆσαι δυσμένειαν . οὐ γὰρ ἐγὼ κρατῶ τῆς τύχης ἀλλ
4220621 ἐχεις
Ἀττικὸν ἀντὶ τοῦ ναί . τοῦ δέει : Τίνος χρείαν ἔχεις . . τίνος χρῄζεις . . πρὸς : Εἰς
ὀλίγα . πρῶτον μέν , ἴδιον , φησίν , οὐδὲν ἔχεις ἀγαθόν , ἀλλ ' ὅ τι ἂν νομίσῃς ἔχειν
4218948 Μουσηγετῃ
καὶ ἐπὶ Ἴστρου δίναις ἔτι μετὰ τῶν κύκνων ἐκεῖ τῷ Μουσηγέτῃ χορεύοντα καὶ ἰδεῖν ἐπόθησα , καί τινα ἐζήτουν καὶ
καὶ Ἡφαίστῳ , καὶ οἱ ἀμφὶ παίδευσιν Μούσαις καὶ Ἀπόλλωνι Μουσηγέτῃ καὶ Μνημοσύνῃ καὶ Ἑρμῇ , οἱ δὲ ἀμφὶ τὰ
4217213 δυστηνε
θρηνοῦσαν εἰσαγαγὼν τὸν Ἀστυάνακτα ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ῥιφέντα φησί : δύστηνε , κρατὸς ὥς ς ' ἔκειρεν ἀθλίως τείχη πατρῷα
δ ' ἐᾶτε πλουσίῳ χαίρειν γένει . Ἰοὺ ἰού , δύστηνε : τοῦτο γάρ ς ' ἔχω μόνον προσειπεῖν ,
4213744 πυρωσω
' ἑστιοῦχον ὄψομαι μόνον , μίαν παρείρας πλεκτάνην χειμάρροον στέγην πυρώσω καὶ κατανθρακώσομαι : νῦν δ ' οὐ κέκραγά πω
' ἑστιοῦχον ὄψομαι μόνον , μίαν παρείρας πλεκτάνην χειμάρροον στέγην πυρώσω καὶ κατανθρακώσομαι . νῦν δ ' οὐ κέκραγά πω
4212266 κατεκειμην
τὼ χεῖρε τούτῳ τῷ δαιμονίῳ ὡς ἀληθῶς καὶ θαυμαστῷ , κατεκείμην τὴν νύκτα ὅλην . καὶ οὐδὲ ταῦτα αὖ ,
πρὸ τοῦ τὴν δίκην ληχθῆναι , ἡνίκ ' ἀσθενῶν ἐγὼ κατεκείμην , καὶ οὐκ εἰδὼς εἰ περιφεύξομαι , πρὸς ἅπαντας
4211441 ᾠκισμενην
δὲ χώραν ἐν τόποις Βορειγόνων ὑπὲρ Λατίνους Δαυνίους τ ' ᾠκισμένην , πύργους τριάκοντ ' ἐξαριθμήσας γονὰς συὸς κελαινῆς ,
ἐνακισχιλίους . ἀπὸ δὲ Παντικαπαίου εἰς κώμην Καζέκα ἐπὶ θαλάττῃ ᾠκισμένην στάδιοι εἴκοσι καὶ τετρακόσιοι . ἐνθένδε ἐς Θεοδοσίαν πόλιν
4207430 ηὑρε
καὶ οὗτος δὴ ὃν ᾤετο πιστόν οἱ εἶναι ταχὺ αὐτὸν ηὗρε Κύρῳ φιλαίτερον ἢ ἑαυτῷ : παρὰ δὲ βασιλέως πολλοὶ
φρενῶν Πέρσας : πικρὰν δὲ παῖς ἐμὸς τιμωρίαν κλεινῶν Ἀθηνῶν ηὗρε , κοὐκ ἀπήρκεσαν οὓς πρόσθε Μαραθὼν βαρβάρων ἀπώλεσεν :
4207174 Δημοκλεους
τοῦ θερμοῦ ὕδατος . μιμνήσκεται δὲ πρὸς ταῦτα τῶν ὑπὸ Δημοκλέους λεγομένων σεισμούς τινας μεγάλους τοὺς μὲν πάλαι περὶ Λυδίαν
οὖσαν Δικαιογένους τοῦ καταλιπόντος τὰ χρήματα , ἀφείλετο δὲ τὴν Δημοκλέους γενομένην γυναῖκα ἃ Δικαιογένης ἀδελφὸς ὢν ἔδωκεν , ἀφείλετο
4202981 διαδους
ὁ δὲ δισχιλίους τῶν μισθοφόρων ἐπιλέκτους ἀναλαβὼν καὶ τοῖς ἡμίσεσι διαδοὺς δᾷδας ἡμμένας , τοὺς δ ' ἄλλους ἀντιτάξας τοῖς
ἑτέρῳ χρήσῃ μοι διακόνῳ : ὁ μὲν δὴ Φεραύλας οὕτω διαδοὺς ᾗ ἐτάχθη εὐθὺς ἐπεμελεῖτο τῶν εἰς τὴν ἐξέλασιν ὅπως
4202282 Ὁρατε
νὴ Δί ' ἐστὶ δῆτα . Τίς κἀστίν ποτε ; Ὁρᾶτε . Γιγνώσκει τις ὑμῶν ; Νὴ Δία ἔγωγε :
ὧν οὐδενὸς αὐτοὶ δοῦναι δίκην δίκαιον ἂν εἶναι φήσαιτε . Ὁρᾶτε δὲ κἀκεῖν ' , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , ὅτι
4201697 ἁπλοϊδας
χλαῖναι αἱ μὲν ἁπλοΐδες , ὡς Ὅμηρος δώδεκα δ ' ἁπλοΐδας , αἱ δὲ διπλαῖ , διπλῆν ἐκταδίην : ταύτας
δῶκα δέ οἱ κρητῆρα πανάργυρον ἀνθεμόεντα , δώδεκα δ ' ἁπλοΐδας χλαίνας , τόσσους δὲ τάπητας , τόσσα δὲ φάρεα
4200673 καθω
ὠνόμαζον , ὡς Πλάτων ἐν Ἑλλάδι βούλει τήνδε σοι πλεκτὴν καθῶ , κἄπειτ ' ἀνελκύσω σε δεῦρο ; πελέκεις ,
παῖς ἔνδον τὰς ἀλεκτρυόνας σοβεῖ . βούλει τήνδε σοι πλεκτὴν καθῶ κἄπειτ ' ἀνελκύσω σε δεῦρο ; εἴξασιν ἡμῖν οἱ
4192838 κλυετ
ὃν ἔκλυον εὔιππον χώραν ὕδασιν καλλίστοισι λιπαίνειν . ἰώ , κλύετ ' ἐμᾶς κλύετ ' αὐδᾶς , ἰὼ βάκχαι ,
καταλλαγὴν δορός κενὸν φάους κεχήλευμαι πόδας Κιμμερὶς θεά κλῃδοῦχος γυνή κλύετ ' οἰμωγῆς κνάπτειν κελεύω γλῶσσαν Κνώσια κῶλα οὔτ '
4192673 παρειμι
εἰ δ ' ἐγὼ [ ] ι τι προσέχεσθεμ [ πάρειμι τοῦτον πά [ ] α [ ! ] ἐγώ
οὐδ ' ἀνάγκῃ πρὸς σὲ παρεγενόμην , ἀλλ ' αὐθαίρετος πάρειμι . ἀνάσχου δέ μου μικρὸν ἀκοῦσαι . ἀνήρ τις

Back