| ἔστι δὲ ἡ χρεία αὐτῆς καὶ οὗπερ ἕνεκα τοῖς ῥήτορσιν ἐπιτετήδευται αὕτη : ἤτοι γὰρ τὴν ὑπόθεσιν ἅπασαν ὁ ῥήτωρ | ||
| ἀντιπάθειαν καὶ κατὰ ἀπόῤῥοιαν ξυμπαθεῖ ἢ ἀντιπαθεῖ καὶ ὁκόσα ἀναιτιολογήτως ἐπιτετήδευται τοῖς ἐμφύχοισι , ποίαις τε ἕκαστον ἐμπειρίαις καὶ τέχναις |
| καταφρονοῦσι . τοιαῦτα διελέγετο καὶ ποιῶν ἐφαίνετο , ὄντως νόμισμα παραχαράττων , μηδὲν οὕτω τοῖς κατὰ νόμον ὡς τοῖς κατὰ | ||
| ΑΝ ΤΙΣ ΜΙΝ ΒΛΑΠΤΗι . Ἐάν τις τὸ δίκαιον βλάπτῃ παραχαράττων . Οὕτω γὰρ βλάπτει ὁ σκολιῶς τοῦτο πράττων , |
| φασιν οὐκ ἄλογον ὅσῳπερ ἰσχυρότερα : τάχα γὰρ καί τισι πρόσφορον τὸ ὅλον ὥσπερ τοῖς φοίνιξιν εἴπερ καὶ οἱ ἅλες | ||
| ἁρμόδιον , ἀνήθου ἀφέψημα , ὃ καὶ σύνθετόν ἐστι καὶ πρόσφορον : μετὰ δὲ τὸ πιεῖν , ἄρτον εἰς ὕδωρ |
| συμφωνίαν , πραότης μὲν ἐν ταῖς ἀνεκστασίαις ὑπὸ ὀργῆς , ἀφοβία δὲ ἐν ταῖς ἀνεκπληξίαις ὑπὸ τῶν προσδοκωμένων δεινῶν , | ||
| αἰδὼς καὶ πίστις καὶ εὐστάθεια , ἀπάθεια , ἀλυπία , ἀφοβία , ἀταραξία , ἁπλῶς ἐλευθερία . τίνων μέλλεις ταῦτα |
| ἄλλως : ὁ δέ ἀντὶ τοῦ καί , τουτέστιν : εὐγένεια καὶ μωρία ἔνεστί σοι : καὶ ξυνθανοῦμαι : καὶ | ||
| νυμφίων , ἀποροῦσαι δὲ ὑπὸ πενίας . μικρὸν γὰρ ἡ εὐγένεια νῦν . ἐνθυμηθεὶς οὖν ὡς ἐμοί τε αἰσχύνην ἔχει |
| ὁ Ζεὺς οὐ καταιβάτης μόνον , ἀλλὰ καὶ ἱκέσιος καὶ μειλίχιος . ποιήσας τοίνυν τὸ τοῦ καταιβάτου πρὸς τοὺς βαρβάρους | ||
| ἐπιμε - λείας ὁπόσης ἔτυχον πρὸς αὐτοῦ , ὅτι τε μειλίχιος καὶ εὐόμιλος καὶ τὸ μεγαλουργὸν ἔχοι τῷ δικαίῳ ἀνακεκραμένον |
| εἰκὸς εἰσδέξεται : γραφέας μὲν καὶ δημιουργοὺς ἀγαλμάτων , ἐπὶ εὐφροσύνῃ ὀφθαλμῶν : μυροπώλας δὲ καὶ ὀψοποιούς , χυμῶν καὶ | ||
| τοὺς συγγενεῖς . ἄλλως : τουτέστιν ἐν θυμηδίᾳ διάγων καὶ εὐφροσύνῃ . ἀλλ ' ἐν ἕκτᾳ πάντα λόγον : ἀλλ |
| κόσμου ἢ χρείας χάριν . κάλλος μὲν γὰρ τοῖς λόγοις περιτίθησι διὰ τῆς ποικιλίας καὶ μεταβολῆς τοῦ λόγου καὶ σεμνοτέραν | ||
| εἰς δύο , σῶμα καὶ ψυχήν . καὶ τῇ ψυχῇ περιτίθησι νομοθετικὴν καὶ δικαστικὴν , τῷ δὲ σώματι ἰατρικὴν καὶ |
| τοῦ Κρόνου συμπροσγενόμενος ἐπὶ τὸ ἀσελγέστερον καὶ ἀκαθαρτότερον ἢ καὶ ἐπονειδιστότερον ἑκάστῳ τῶν ἐκκειμένων πέφυκε συνεργεῖν , ὁ δὲ τοῦ | ||
| εἰ δὲ ἐπονείδιστον ἀθλητῇ μισθοῦ ξυγχωρῆσαι τὸν Ὀλυμπίασι κότινον , ἐπονειδιστότερον βασιλεῖ χρημάτων προέσθαι τὸν στέφανον τῆς ἀρετῆς . καὶ |
| ἐλέφαντι ξυνὰ μυρία καὶ ἰδέῃ καὶ χροιῇ καὶ μεγέθεϊ καὶ βιοτῇ : ἀτὰρ οὐδὲ ἄλλῳ τῳ ἴκελα , οὔτε τὸ | ||
| , ἤγουν τῇ ἐκ τῶν τεχνῶν γενομένῃ τρυφηλῇ καὶ ἁβρᾷ βιοτῇ , καὶ πρὸς αὐτὴν ἡμᾶς ἐφελκούσῃ , δίκην γυναικὸς |
| τὸ κάλλος ἀκμαιότερον τῆς ἡδονῆς , καὶ μὴ παρέχον σχολὴν εὐφραίνεσθαι , ἀλλὰ ἐπαινεῖν : ἀλλ ' ἔπαινος σὺν ἡδονῇ | ||
| χαλεπόν , οὐκ εἴα τελέως με μέγα φρονεῖν οὐδ ' εὐφραίνεσθαι ἐκπεπταμένως . νῦν δ ' ἢν τελευτήσω , καταλείπω |
| λύρα δέ σφι βˈρέμεται καὶ ἀοιδά : καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις αἰενάοις ἐν τραπέζαις : ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος | ||
| : ἐν ᾗ Αἰγίνῃ ἡ Θέμις ἡ τοῦ Διὸς πάρεδρος ἀσκεῖται καὶ θρησκεύεται . ἐπαινεῖ δὲ αὐτοὺς ὡς φιλοξένους , |
| πέπυσμαι , ἀκήκοα , ἔμαθον , ἴδον . . 〚 εὐφημία ῎στω : Εἴσθεσις περιόδου ἀμοιβαίας στίχων λϚʹ . ὧν | ||
| . ἤκουσάς που , ὦ παῖ Ἀρίστωνος , καὶ Εὐριπίδου εὐφημία γὰρ παρὰ σπονδαῖσι κάλλιστον . πατρόθεν αὐτὸν καλέσας ὁ |
| , ὁμοῦ τῆς ἐπιστασίας αὐτῶν μετείληχε καὶ τὴν κοινωνίαν ἡμῖν προξενεῖ πρὸς αὐτοὺς ἀδιαίρετον . Ἔνια μὲν οὖν τῶν τοιούτων | ||
| τοῦ εὐδόξου εἰ τύχοι , ὅτι δόξαν πολλὴν τὸ πραχθὲν προξενεῖ τῇ πόλει ἢ ἀδοξίαν καὶ ὕβριν : ἀπὸ τοῦ |
| λέως εὐδαίμονος αὕτη ἡ τέχνη ἐπιδιδοῦσα , καὶ ἀνάγκη ἀρετὴν ἔντιμον εἶναι παρ ' οἷς φιλοσοφία σπουδῆς ἀξιοῦται , ἐν | ||
| ἅμα καὶ μὴ προθυμοῖτο τό γε αὑτοῦ μέρος , εἰς ἔντιμον χώραν καταφανεῖς ἄγων αὐτούς , ἑορτάς τε αὐτοῖς γίγνεσθαι |
| τὸ ἀντιγράφειν τῷ Λυσίου λόγῳ καὶ ἁμιλλᾶσθαι βασκάνου τινὸς καὶ φιλονείκου νέου ἔοικεν εἶναι , κωμῳδοῦντος τὸν ῥήτορα καὶ εἰς | ||
| τὸ παντάπασιν ἀνανταγώνιστον . ἐρεθίζεται γὰρ ἀεὶ ῥᾳδίως ὑπὸ τοῦ φιλονείκου πρὸς τὸ φιλόπονον ἡ ψυχή . διὰ τοῦτο οὐκ |
| ἀγαθὸς οἰκονόμος , εἰδὼς ὅτι οὐδὲν οὕτω λυσιτελές τε καὶ κερδαλέον ἐστίν , ὡς τὸ μαχόμενον τοὺς πολεμίους νικᾶν , | ||
| ὡς εἰκὸς κοὐκ ἀπὸ τρόπου τὸν παραβλῶπα καὶ φιλοκερδῆ καὶ κερδαλέον , βραδίστατον πρὸς τὰ κρείττονα , λιχνωδέστατον δὲ πρὸς |
| διαφθείρειν αὐτοὺς ἐσπούδαζον . οὐκοῦν ἐντεῦθεν ἐξενέγκατε νόμον , ὡς εὐτυχοῦσι μὲν ὀργίζεσθαι τοῖς ἐχθροῖς , ἐπταικόσι δὲ ἐπαμύνειν . | ||
| ἄξιον σχῇς θέας ” . Ὁ αὐτὸς ἔφη τὴν παιδείαν εὐτυχοῦσι μὲν εἶναι κόσμον , ἀτυχοῦσι δὲ καταφύγιον . Ὁ |
| Λακωνισμὸς ἡ πρὸς τοὺς Λάκωνας . , . . † ἄτυφον : ἐν Φαίδρῳ τὸ ἀβλαβές , ἐπὶ τὸ τῦφον | ||
| , ἔτι δὲ ὀλιγοδεΐαν , ἀφέλειαν , εὐκολίαν , τὸ ἄτυφον , τὸ νόμιμον , τὸ εὐσταθές , καὶ ὅσα |
| δικαιοσύνῃ ἰσότης καὶ εὐγνωμοσύνη , τῇ δὲ ἀνδρείᾳ ἀπαραλλαξία καὶ εὐτονία . Ἀρέσκει δ ' αὐτοῖς μηδὲν μεταξὺ εἶναι ἀρετῆς | ||
| ἠξιώθησαν , τοῖς δὲ οὐδὲ μικρὰν ἰσχὺν ἐλπίσασι μεγίστη προσεγένετο εὐτονία . μαθέτωσαν δὴ πάντες οὗτοι μηδενὶ προσέρχεσθαι γνώμῃ τῶν |
| ἐξ ἀπόρων εὐπόρους ἀποφήναντες ; ἐκεῖνο μὲν γὰρ ἀπερίσκεπτονἵνα μὴ μανιῶδες ἐπ ' ἀνδρῶν , οὓς ἡ Ἑλλὰς ἐθαύμασεν , | ||
| . ἡ δ ' ἔνθεον σχάσασα : αὕτη ἀνοίξασα τὸ μανιῶδες στόμα αὐτῆς καὶ μαντικόν . δοκεῖ γὰρ ὁ αὐτὸς |
| μὴ τὸ τῆς ψυχῆς κακὸν ἐκβάλοι . κρηπὶς εὐσεβείας ἡ φιλανθρωπία σοι νομιζέσθω . κακὰ μείζω πάσχει διὰ τὸ συνειδὸς | ||
| οἱ νομάδες , οἷς θηριώδης ὁ βίος καὶ οὐ νενόμισται φιλανθρωπία , οὗτοι μὲν ἴσασι πόνων ἀνακωχὴν ἑορτὴν ἄγοντες τῇ |
| . ποιηταῖς . Οἶον ἀποιχομένων ] οἶον καὶ μόνον τὸ αὔχημα τῆς δόξης , ἤτοι ἡ ἀρετὴ καὶ ὁ ἔπαινος | ||
| πατέρων . . . : μετέρχεται ἐπὶ τὸ δίκαιον κεφάλαιον αὔχημα : τὸ φρόνημα αὔχημα ἐκάλεσεν ἀπὸ ἀμαθίας εὐτυχοῦς : |
| , μεγαλοπρεπές . καὶ δημεραστία , φιλοδημία , πραότης , ἐπιείκεια , εὔνοια , προθυμία , φιλοτιμία , μεγαλοπρέπεια . | ||
| ' ἐλπίδας . τοιγαροῦν Νέρωνος μὲν ἀοίδιμος ἡ πρὸς Μουσώνιον ἐπιείκεια , πρὸς Ἀλέξανδρον δὲ ὑπὲρ Καλλισθένους ἔτι καὶ νῦν |
| , ταῦτ ' ἤδη συμβουλεύσω . Οὐ μικρὰν ἄν μοι δοκεῖτ ' , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , ζημίαν νομίσαι , | ||
| καὶ ὑποτακτικὸν ἔχει προσγραφόμενον τὸ ι . ὡς δή μοι δοκεῖτ ' ἂν ] τοῦτο τὸ νόημα ἐπισφραγίζεται μὲν τὰ |
| περισπούδαστον ἦν . ἐκείνη γάρ , ὅσους τῶν μίμων αὐτῇ διαπρέπειν ἡ φήμη κηρύττει , κἂν πόρρω που τύχωσιν ὄντες | ||
| μὴ μόνον ἥρωσι διαπρέπειν αὐτοὺς , ἀλλὰ καὶ ἡρωΐσι γυναιξὶ διαπρέπειν πάλαι , ἀρχῆθεν . τίς ἀπόδειξις ὅτι καὶ γυναιξί |
| τοιαῦτα , γονέων ἀμελεῖν , ἀδελφῶν ἀφροντιστεῖν , φίλοις μὴ συνδιατίθεσθαι , πατρίδα ὑπερορᾶν καὶ τὰ παραπλήσια : οὔτε δὲ | ||
| θέλω καὶ τῷ νεύοντι καὶ κινουμένῳ παρὰ φύσιν οὐ βούλομαι συνδιατίθεσθαι . τί θαυμαστὸν οὐ παρ ' ὑμῖν ἐξηυρημένον διαπράττεται |
| τε καὶ ἀπέκλυσε ταῦτα . Ὅστις , ἀμπελουργέ , μὴ θεοφιλῆ σε ἡγεῖται σφόδρα , αὐτὸς ἀπήχθηται τοῖς θεοῖς : | ||
| καλλίστᾳ δρόσῳ , τόν τε Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον τάνδε πόλιν θεοφιλῆ ναίοισι : Λάμπων δὲ μελέταν ἔργοις ὀπάζων Ἡσιόδου μάλα |
| τυγχάνει . Ταῦτα δὴ αὐτῇ ὁ θεῖος καὶ ἀναγωγὸς ἔρως περιποιεῖ : διὸ τῷ κατὰ ἀνάλυσιν τρόπῳ πως χρώμενος ἦλθεν | ||
| καὶ κλόνον , ἅπερ ἐναντιώτατά ἐστι βεβαιότητι ψυχῆς , ἣν περιποιεῖ χαρὰ συνώνυμος Ἐδέμ . τοῦ δὲ εἰς ἐπίκρισιν ἐναντίου |
| ἔπαινος , σεμνολογία , λαμπρότης , φαιδρότης , κόσμος , καλλωπισμός , σύστασις , γνωρισμός , εὐφημία . τὰ δ | ||
| ἐνταῦθα . χρυσεοστόλμους ] χρυσῷ κεκαλλωπισμένους : στολμὸς γὰρ ὁ καλλωπισμός . κἀμὸν ] ἤγουν καὶ ἐμοῦ . εὐνατήριον ] |
| δικαιοσύνῃ , εὐσεβείᾳ , πρᾳότητι , ἐπιεικείᾳ , συνέσει , καρτερίᾳ , τῷ τῶν καλῶν ἔρωτι , τῇ πρὸς τὰ | ||
| γενναίως καὶ πολὺν ἀντεῖχον ἀμφότεροι χρόνον : ἐμπειρίᾳ μὲν καὶ καρτερίᾳ κρείττους ὄντες οἱ Ῥωμαῖοι τῶν ἐναντίων , πλήθει δὲ |
| , οὗ ἅμα καὶ δεινότερος τοῖς ἐχθροῖς φανεῖται διὰ τὴν εὐσχημοσύνην . ἐμοὶ μὲν οὖν , ὦ Λυσίμαχε , ὥσπερ | ||
| κατὰ τὴν ἰσχὺν οὕτως ἔχειν . Τί δὲ κατ ' εὐσχημοσύνην , ὦ Ἱππία ; οὐ τοῦ βελτίονος σώματός ἐστιν |
| ἀλλήλους λέγειν , ἃ νύκτωρ παρὰ τῶν γεωργῶν ἤκουσαν . ἐπονείδιστον δὲ ἦν τοῦτο τῷ ἀδικοῦντι , ὥστε καὶ πολλοῖς | ||
| ἐπαινεῖται δὲ ἡ τοῦ φίλου . ἔτι δὲ καὶ ἐκεῖθεν ἐπονείδιστον εἶναι ἐδόκει ἡ ἡδονή . καὶ γὰρ οὐδεὶς ἂν |
| ὅλα ἐγχειριζόμενοι ὀρθῶς ποιήσουσιν ἐπεὶ καὶ μισθὸς αὐτῶν τῷ ἔργῳ πρόσεστιν . ἀλλ ' οὐκ ἀφ ' ἑνός , οἶμαι | ||
| αὐτῷ μνησθῇς , ἃ πάντες ἴσασιν ὅτι τούτων οὐδὲν αὐτῷ πρόσεστιν , καὶ ἀπίθανον εἶναι δοκεῖ καὶ περὶ τῶν ἄλλων |
| Ὑποτέτακται δὲ τῇ ἀνδρείᾳ καρτερία : θαρραλεότης : μεγαλοψυχία : εὐψυχία : φιλοπονία . Καρτερία ἐστὶν ἐπιστήμη ἔμμονος τοῖς ὀρθῶς | ||
| Ἅιδου καταδίκοις προσόμοια . καίτοι τίς προθυμία λαμπροτέρα , τίς εὐψυχία φανερωτέρα τίνων Ἑλλήνων ἢ καθάπαξ εἰπεῖν ἀνθρώπων ἐξετάζοντι φανήσεται |
| γενναῖα . ἀγελιδόν : ἠθροισμένως . ἡνωμένως . ἀγεννία : ἀνανδρία , δειλία . ἀγέραστος : ἄτιμος . ἀγέλαιος δὲ | ||
| ἢ τελευτῆσαι καλῶς . ἀκολουθεῖ δὲ τῇ δειλίᾳ μαλακία : ἀνανδρία : ἀπόνοια : φιλοψυχία [ : ὕπεστι δέ τις |
| δισώματον ἔσπασε χροιήν , ἣ θνητοὺς μαίνει φαντάσμασιν ἠερίοισιν , ἀλλοκότοις ἰδέαις μορφῆς τύπον † ἐκπροφαίνουσα , ἄλλοτε μὲν προφανής | ||
| ἐπισχεθείσης τῆς χολῆς καὶ τοῖς μελαγχολικοῖς ἑάλωσαν πάθεσι καὶ παρανοίαις ἀλλοκότοις . Τούτων οὕτως ἐπιφανέντων , εἴτε πυρέττοιεν εἴτε καὶ |
| καὶ ἀντερείσασθαι γνώμην ὀχυρωσάμενον καὶ ἀναφραξάμενον τῇ ἑαυτοῦ καρτερίᾳ καὶ ὑπομονῇ , δυνατωτάταις ἀρεταῖς . ὥσπερ γὰρ τὸ κείρεσθαι διττόν | ||
| καὶ τὴν ποσότητα τῆς τροφῆς , ἤτοι ἐπὶ τῇ αὐτῶν ὑπομονῇ , ἤτοι ἐπὶ τῇ ἀναιρέσει τοῦτο ἐνδείξονται . τὸ |
| , ὦ δικαιότατε δέσποτα Κωνσταντῖνε , τὸ τερπνὸν τῆς πορφύρας ἀπάνθισμα , καὶ κατευοδοῖο παρὰ θεοῦ , καὶ τῶν ἐχθρῶν | ||
| , Στονυχία , Λαμπαδώ . θεῖος ἄωτος : ἄωτος τὸ ἀπάνθισμα τῶν ἡρώων , οἷον οἱ πρῶτοι τῶν ἡρώων . |
| εὔλογα . ἢ τί γὰρ παθὼν Εὐθύδημος ἄνδρα γέροντα παρώξυνεν ἀόργητον καὶ θυμοῦ κρείττονα , σκύφον οὕτω βαρὺν ἐν τῇ | ||
| ἐκ δ ' ἐγέλασσε : τὸ ἄθυμον δηλοῖ καὶ τὸ ἀόργητον τοῦ Διός . * Ἥφαιστον δ ' ἐκέλευσε : |
| τοιαῦτ ' ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖς , μηδ ' ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασιν : οὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς | ||
| μάχεσθαι καὶ κινδυνεύειν ὑπὲρ αὑτῶν ἀναγκάσουσι δώροις τε καὶ ἐπαίνοις ματαίοις , ἕως ἂν ἀποθάνῃς . οἶμαι δέ σε μηδὲ |
| διὰ τὸ συνεργεῖν ταῖς πράξεσι . καλὸν οὖν , ὅκα εὐτυχία παρῇ τῷ νόῳ , ὥσπερ ὠρίῳ ἀνέμῳ θέοντα , | ||
| νόσος πασῶν : φθειρῶν γὰρ ἤνθησεν , ἥ τε πρότερον εὐτυχία δοκοῦσα ἐς τοιοῦτο περιῆλθεν αὐτῷ τέλος . τὸ δὲ |
| Ἑταιρεῖος , πρὸς δὲ τούτοις Ἱκέσιός τε καὶ Φύξιος καὶ Ξένιος καὶ Κτήσιος καὶ Ἐπικάρπιος καὶ μυρίας ἄλλας ἐπικλήσεις [ | ||
| δεομένοις , Φύξιος δὲ διὰ τὴν τῶν κακῶν ἀπόφυξιν , Ξένιος δέ , ὅτι δεῖ μηδὲ τῶν ξένων ἀμελεῖν μηδὲ |
| σημαίνει καὶ ἐπικερδεῖς , τῆς δὲ Σελήνης ἐξ ἀποκρούσεως φερομένης μικροψυχίας παρέχει καὶ παρ ' ἐλαχίστων προσώπων καὶ ἀηδίας γυναικὸς | ||
| ἀκαταστασία καὶ θόρυβοι ἰσχυροί . Καὶ ἐν μὲν ἰδίῳ ζῳδίῳ μικροψυχίας καὶ κενὰς ἀγγελίας , εἰ δὲ . . . |
| ἰατρείας μισθοῦ στερόμενον σπάνει τῆς τροφῆς ἀποθανεῖν . ὅτι ὃ κομμωτική κτλ . ►σώματος παραδείγματα γυμναστική ἰατρική εἴδωλα κομμωτική ὀψοποιϊκή | ||
| ὅτι ὃ κομμωτική κτλ . ►σώματος παραδείγματα γυμναστική ἰατρική εἴδωλα κομμωτική ὀψοποιϊκή ψυχῆς παραδείγματα νομοθετική δικαστική εἴδωλα σοφιστική ῥητορική◄ ἅτε |
| ὑγίεια , ἡδονή , κάλλος , ἰσχύς , πλοῦτος , εὐδοξία , εὐγένεια : καὶ τὰ τούτοις ἐναντία , θάνατος | ||
| ὑγίεια τοῦ σώματος , τὸ δὲ εὐτυχία , τὸ δὲ εὐδοξία , τὸ δὲ εὐπορία . Αἱ τέχναι εἰς τρία |
| κεῖνος ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσι γίνεται , ὃς πενίῃ εἴκων ἀπατήλια βάζει . ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα θεῶν ξενίη τε τράπεζα | ||
| Ἰθάκης ἐς δῆμον ἵκηται , ἐλθὼν ἐς δέσποιναν ἐμὴν ἀπατήλια βάζει : ἡ δ ' εὖ δεξαμένη φιλέει καὶ ἕκαστα |
| ἁρπαγαί , ψευδομαρτυρίαι , ὑποκρίσεις , διπλοκαρδία , δόλος , ὑπερηφανία , κακία , αὐθάδεια , πλεονεξία , αἰσχρολογία , | ||
| , τὸ πληγῆναι πολλάκις , εἰς δὲ τὴν τύχην αὐτὴν ὑπερηφανία , βαρύτης , μικρολογία . ἀδικώτατά μοι δοκοῦσιν ἐγκαλεῖν |
| , οὕτω κἀνταῦθα ἡ φυσικὴ ἀρετὴ προϋπάρχει τῆς κυρίας , εὐφυΐα τις οὖσα καὶ αὐτὴ πρὸς ὑποδοχὴν τῆς κυρίως ἀρετῆς | ||
| εὐφυὴς εὐθιξίας , ἐπιμονῆς , μνήμης , ἐν οἷς ἡ εὐφυΐα : ὁ δὲ εὐμαθὴς ἀκροάσεως , ἡσυχίας , προσοχῆς |
| συνεχῶς ἐνεργῇ , τουτέστιν ἵνα ἐνδελεχῶς ἐνεργείᾳ ᾖ αἰσθητικὸς καὶ διανοητικός . τοῦτο γὰρ κρεῖττον τοῦ δυνάμει , εἴπερ αἱ | ||
| ἄλογος ὤν . ὅτι οὖν μὴ ἄλογος : πᾶς ἄνθρωπος διανοητικός , οὐδὲν διανοητικὸν ἄλογον , οὐδεὶς ἄρα ἄνθρωπος ἄλογος |
| ὁ βόθρος , οἱονεὶ ὄρυχός τις ὤν , εἰς ὃν καταβάλλεται τὸ φυτόν . ὄρχατος δὲ οἱονεὶ ἔρχατος , διὰ | ||
| Πένθος δὲ πιτνεῖ ] κρύπτεται , ἀφανίζεται , καταφέρεται , καταβάλλεται . * καταβάλλεται : * * καταβάλλεται , ἀφανίζεται |
| τὴν ἕλκωσιν . Ὥσπερ γὰρ καὶ τῶν ῥιζῶν ἐν τῇ σκαπάνῃ τιτρωσκομένων χείρω γίνεται , πολλάκις δὲ καὶ νοσεῖ καὶ | ||
| καὶ τὴν πίειραν θέρους ἐργάζεσθαι καὶ τοῖς ἀρότροις καὶ τῇ σκαπάνῃ , τὴν δὲ ξηρὰν καὶ μανὴν καὶ τὴν λεπτὴν |
| τούτων ἐρίζομεν καὶ μαχόμεθα , ὧν δ ' ἐξῆν ἡμῖν ἐπιεικείᾳ χρωμένοις ἀπολαύειν παρ ' οὐδὲν ποιούμεθα , καὶ ταῦθ | ||
| εἴδεσι τοῦ λόγου , ὥσπερ ἐνταῦθα εἰς δέον κέχρηται τῇ ἐπιεικείᾳ καὶ τῷ ἤθει , ἐπεὶ καὶ τὸ διδόναι τι |
| θέμιν βοῆσαι τοῖς προκειμένοις ὅτι διὰ τῆς θέμιδος τὸν δία ἐπεκαλεῖ το διὰ τὸ εἶναι διὸς τὴν θέμιν : λέγει | ||
| θέμιν βοῆσαι τοῖς προκειμένοις ὅτι διὰ τῆς θέμιδος τὸν δία ἐπεκαλεῖ το διὰ τὸ εἶναι διὸς τὴν θέμιν : λέγει |
| βασιλεῖς οἰκείωσιν , τοιοῦτόν τι τῆς καταρχῆς μὴ ὑποφαινούσης , ὁμιλήσει ἄρχουσιν . δεῖ δὲ καὶ τὸν ἐπιστήμονα εἰδέναι εἰ | ||
| : ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ , ποίαις ὁμιλήσει τύχαις , ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών , ὅσσους |
| εἰμὶ δειλότατος . οὐδαμῶς πάντων ] ἀπὸ Πενία ] ἡ πτωχεία καὶ ἔνδεια παραχρηστικῶς ἐξωλέστερον ] ἐξολοθρευτικώτερον παρὰ πολύ ] | ||
| ἐστὶν ἵνα ἔχῃ τὴν ἐφήμερον ζωήν : ὥστε ἄλλο ἐστὶ πτωχεία καὶ ἄλλο πενία . παράξενος γὰρ ἔνι ὁ βίος |
| τὸν μὲν Βιγίλαν ῥᾳδίως ἐπὶ τῇ κατ ' αὐτοῦ ἁλῶναι πράξει ἀποροῦντα αἰτίας , ἐφ ' ᾗπερ τὸ χρυσίον κομίζοι | ||
| βουλεῦσαι θάνατον : καὶ τοὺς μὲν ἄλλους υἱοὺς ἔχειν τῇ πράξει συνεργούς , Πρίαμον δὲ μόνον ἐναντιοπραγοῦντα : τοῦτον γὰρ |
| ' ἐκ τοῦ ἴσου διαλλαγῇ καὶ τῇ φιλανθρωπίᾳ αὐτὸ τὸ πλεονεκτικὸν κατακρατήσῃ παρὰ τὴν ἐλπίδα τοῦ κεκρατημένου . δῆλον γὰρ | ||
| ἕξουσι γὰρ τὸ τολμηρὸν καὶ ἐπίφοβον καὶ τυραννικὸν καὶ τὸ πλεονεκτικὸν καὶ τὸ ἀναιρετικὸν καὶ τὸ ἀλλοτρίων ἐπιθυμεῖν καὶ παρανόμοις |
| γνώριμοι . ναυτιλίῃσι : πομπαῖς τῶν πλοίων . τετιμημένε : τετιμημένον . σοι : διά σου , ἀπό σου . | ||
| : ἐὰν δὲ ἁλῷ , ἐὰν μὲν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον ὑπὸ τῶν εὐθύνων , ὥσπερ ἀνάγκη , ἁπλῶς θνῃσκέτω |
| καὶ ἐπὶ τῶν λοιπῶν δὲ ἀρετῶν οὕτως ἀκούειν παραγγέλλουσι . Σωφροσύνην δ ' εἶναι ἐπιστήμην αἱρετῶν καὶ φευκτῶν καὶ οὐδετέρων | ||
| γὰρ ἔρις μακάρεσσιν ἔην , οὐκ ἂν πόλος ἔστη . Σωφροσύνην ἀσκεῖν , αἰσχρῶν δ ' ἔργων ἀπέχεσθαι . μὴ |
| ἄλλῳ βίῳ βιοὺς ἐτελεύτα , μὴ ἀνόητόν τε καὶ ἠλίθιον θάρρος θαρρήσει . τὸ δὲ ἀποφαίνειν ὅτι ἰσχυρόν τί ἐστιν | ||
| μεγαλόθυμος θυμοειδής , ἴτης , εὔτολμος . καὶ τὰ ὀνόματα θάρρος θάρσος , ἀνδρεία , γενναιότης , ἀοκνία , ἄδεια |
| , συννοίας καὶ κατηφείας ἀμέτοχος ὤν , ἄλυπόν τε καὶ ἄφοβον ζωὴν καρπούμενος , αὐστηροῦ καὶ αὐχμηροῦ βίου μηδ ' | ||
| , καὶ ἐπιδεικνύτω τις τοῖς ἀρχομένοις ἑαυτὸν ἄξιον ἀρχῆς , ἄφοβον δεικνὺς καὶ σχῆμα καὶ πρόσωπον καὶ λόγους . Οἱ |
| νόσου καὶ ὑγείας οὐδέν ἐστι μέσον : εἰ γὰρ καὶ νομίζεται εἶναι μέσον ἡ ἀνακόμισις κατὰ τοὺς ἰατρούς , οἳ | ||
| πάντα καὶ πέρα σταθμῶν . ἔχεις παρ ' ἡμῶν οἷάπερ νομίζεται . σοί τοι λέγουσα παύεται σαφῆ λόγον . ἐντὸς |
| ' ἂν εὐξαίμην , εἴ ποτε διανοηθείην ἀδικεῖν , ἐπιλιπεῖν τἀδικεῖν , καὶ εἴπερ ζῆν ἀνάνδρως , ἐπιλιπεῖν τὸ ἀκολασταίνειν | ||
| λόγον ἔχοντα , πλούτου , δόξης , ἡδονῆς , καὶ τἀδικεῖν ἐπαινοῦντα ὡς αἴτιον ἑκάστου τῶν εἰρημένων πολυαργύρους γὰρ καὶ |
| καὶ φιλοκίνδυνον μετ ' εὐταξίας καὶ ἐπιστήμονα τῶν στρατιωτικῶν καὶ φιλόκαλον περὶ ὅπλα καὶ φιλότιμον ἐπὶ πᾶσι τοῖς τοιούτοις , | ||
| πρᾴως , ἐλπὶς ἂν ἦν τὸν θεὸν ἅτε φιλάρετον καὶ φιλόκαλον καὶ προσέτι φιλάνθρωπον τἀγαθὰ αὐτόματα παρασχεῖν ἐξ ἑτοίμου τῷ |
| ἢ ἀπελέγξῃ φιλίᾳ ἢ αἰδοῖ ἢ φόβῳ διδοὺς πλέον ἢ εὐσεβείᾳ , τοῖς αὐτοῖς ἐπιτιμίοις ἔνοχος ἔστω : διαφέρει γὰρ | ||
| κρατεῖν ἕτοιμοι ἦσαν τὴν αὐτίκα φιλονεικίαν ἐκπιμπλάναι . ὥστ ' εὐσεβείᾳ μὲν οὐδέτεροι ἐνόμιζον , εὐπρεπείᾳ δὲ λόγου , οἷς |
| τομάς . ὁ μὲν οὖν ἀστεῖος ἐλάλει τῇ διανοίᾳ τὰ ἀστεῖα ὄντως , ὁ δὲ φαῦλος ἑρμηνεύει ἔστιν ὅτε παγκάλως | ||
| , ὅπως ἄν τις ἐθέλῃ , τοῦτο διέξιμεν πάλιν . ἀστεῖα μὲν οὖν λέγειν ἐκ τούτου τοῦ τόπου ἔστιν , |
| , ὁ δὲ Πηλεὺς ἐν Φθίᾳ . ἀφραδίῃ δὲ ἤτοι ἀνοίᾳ ἢ κακοβουλίᾳ . λιασθείς : ἀντὶ τοῦ φυγών . | ||
| τὸν δειλὸν ὡς ἀνδρεῖον θαυμάζων , οὗτος δικαιότατα χρῆται τῇ ἀνοίᾳ τοῦ κολακευομένου : τάχιστα γὰρ ἂν οἶμαι ἀπόλοιτο πειθόμενος |
| , ἐμοὶ δὲ οἰμωκτόν ” . Ὁ αὐτὸς ἐρωτηθεὶς τί δυσκολώτατον ἐν βίῳ εἶπε : „ τὸ πᾶσιν ἀρέσαι „ | ||
| τῶν δ ' ἁπάντων ἴσθ ' ὅτι πτωχὸς ἀδικηθείς ἐστι δυσκολώτατον [ . πρῶτον μέν ἐστ ' ἐλεινός , εἶτα |
| τὴν ὁρμὴν ἐλάμβανεν ἐπιθυμίᾳ γνώσεως τῶν ὑπ ' αὐτοῦ λεχθησομένων προαχθείς , πολλάκις ἐπιστρέψας τὸ πρόσωπον τῇδε καὶ τῇδε καὶ | ||
| τοῦ πατηθῆναι τὴν σταφυλὴν ῥεύσας . πεπολέμωται ὁ εἰς ἔχθραν προαχθείς . πίτυρα Ἀττικοί . πεττύκια τὰ λεπτὰ περιτμήματα τῶν |
| ἔκριζον : ἀπορριζῶν τὴν ἁμαρτίαν . εὐεπίης : εὐλαλοῦς . εὐπάθεια : εὐτροφία , σπατάλη . ἐνάλιος : θαλάσσιος . | ||
| αἷς ἄξιον σεμνύνεσθαι , τὰ δὲ περὶ αὐτὸν ἢ ἡ εὐπάθεια σώματος ἢ ἡ τῶν ἐκτὸς ἀφθονία , ἐφ ' |
| βροτοῖς αὐδώμενος οὐδεὶς φιλοπότης ἐστὶν ἄνθρωπος κακός : ὁ γὰρ διμάτωρ Βρόμιος οὐ χαίρει συνών ἀνδράσι πονηροῖς οὐδ ' ἀπαιδεύτῳ | ||
| νεώτερον . οὐδεὶς φιλοπότης ἐστὶν ἄνθρωπος κακός : ὁ γὰρ διμάτωρ Βρόμιος οὐ χαίρει συνὼν ἀνδράσι πονηροῖς οὐδ ' ἀπαιδεύτῳ |
| χρησάμενος φωνῇ τοῦτο ποιεῖν προσέταξε . Φυξίῳ ἐκ πάντων : Φύξιος Ζεὺς παρὰ Θεσσαλοῖς , ἤτοι ἐπειδὴ τὸν ἐπὶ Δευκαλίωνος | ||
| , φησίν , ἡ Κίρκη τὸν Ἰάσονα φόνον δεδρακότα . Φύξιος μὲν Ζεὺς ὁ βοηθῶν τοῖς φυγάσι καὶ πρὸς ὃν |
| ἀθάνατοι πέμψουσιν , ὅθι ξανθὸς Ῥαδάμανθυς , τῇ περ ῥηΐστη βιοτὴ πέλει ἀνθρώποισιν : οὐ νιφετός , οὔτ ' ἂρ | ||
| ΕΣΚΕΔΑΣ ' . Ἀντὶ τοῦ ἡ ἐκ τῶν τεχνῶν τρυφηλὴ βιοτὴ ἐσκέδασεν καὶ ἐσκόρπισεν , ἤγουν εἰς φῶς ἐξήγαγε , |
| ἀχθόμενος καθ ' ἑαυτόν . ἔστι δὲ καὶ ὁ ἐπίφθονος φθονερός . διαφέρει δὲ βασκάνου : ὁ γὰρ βάσκανος ὑπὸ | ||
| τὸ δεξιὸς γίνεται δεξιερός , ὡς ἄριστος ἀριστερός , φθόνος φθονερός , μόγος μογερός , καὶ πλεονασμῷ τοῦ τ δεξιτερός |
| τὰ πράγματα ἀνασκησία , ἀμελετησία , ἀμέλεια , βλακεία , νώθεια , ἀθυμία , ῥᾳθυμία , ὀλιγωρία , ἀνανδρία , | ||
| ὄκνος , ἔκλυσις , ἀθυμία , ῥᾳθυμία , ἀνανδρία , νώθεια , νωθρότης , ὀλιγωρία , ἀμέλεια , ὑπτιότης . |
| , ἅ ἐστι μὲν ἀμφότερα τοῦ ἀνδρείου , καὶ τὸ θαρραλέον καὶ τὸ ἄφοβον , ἀλλὰ μᾶλλον εἰδοποιεῖται ὁ ἀνδρεῖος | ||
| παθημάτων προσδόκημα τὸ μὲν πρὸ τῶν ἡδέων ἐλπιζόμενον ἡδὺ καὶ θαρραλέον , τὸ δὲ πρὸ τῶν λυπηρῶν φοβερὸν καὶ ἀλγεινόν |
| παραμυθήσασθαι , καὶ συμφορὰν κουφίσαι : ἀγαθὴ καὶ ἐν θυσίαις παραστάτις , καὶ ἐν δαιτὶ σύσιτος , καὶ ἐν πολέμῳ | ||
| τούτοις ἤρξατο κονίεσθαι κατ ' αὐτοῦ ἡ ὑπέρμαχος μὲν καὶ παραστάτις ἀδικουμένων τιμωρὸς δ ' ἀνοσίων καὶ ἔργων καὶ ἀνθρώπων |
| τε καὶ ἐλευθέροις ἰσοτίμως ἐδίδοτο , οὐδὲν πλεονεκτήματος τεκμήριον ἐλευθέροις δωρουμένη , οὐδὲ μὴν δούλοις ὀνειδίζουσα τὸ τῆς τύχης ὑποδεές | ||
| , ἡ ζείδωρος ἄρουρα , ἤγουν ἡ τὰ πρὸς ζωὴν δωρουμένη γῆ . Ἄρουρα γὰρ κυρίως ἡ ἠροτριασμένη γῆ . |
| δύναμιν : ἀνθ ' ὧν αὐτὸν ἡ βουλὴ ὑπαντήσει τε φιλανθρώπῳ ἐδέξατο , καὶ θριάμβου πομπῇ ἐτίμησεν . Ἐν δὲ | ||
| δὲ τὰ μὲν ἀνατάσει καὶ φόβῳ , τὰ δὲ παρακλήσει φιλανθρώπῳ χρησάμενον μαθεῖν ἀκριβῶς παρ ' αὐτῶν τὴν ὅλην ἐπιβουλήν |
| ἐπιθυμίας ταύτης ἐλάττω , σημεῖον δέ : οὐδεὶς γοῦν οὓς ἀγαπᾷ καὶ οἷς ἀγαθόν τι συμβούλεται , τούτοις κακῶς ἀκούουσιν | ||
| τῆς μὲν γὰρ ὁ πολὺς ὅμιλος ἀνθρώπων τὴν συνουσίαν ὑπερφυῶς ἀγαπᾷ δελέατα καὶ φίλτρα ἐξ ἑαυτῆς ἐπαγωγότατα ἐνδιδούσης ἀπὸ γενέσεως |
| Τοῦ αὐτοῦ ] . Τῶν ἡδέων τὰ σπανιώτατα γινόμενα μάλιστα τέρπει . Τοῦ αὐτοῦ . Εἴ τις ὑπερβάλλοι τὸ μέτριον | ||
| ] μοι ? ? ? χόνδρος ? [ ] . τέρπει δέ μ ' οὕτως οὐδὲν ? [ ] ? |
| καὶ ὁμιλήσει βασιλεῦσι καὶ ἄρχουσι καὶ ἐν εὐεξίᾳ ἔσται καὶ οἴησιν ἕξει περὶ αὐτοῦ καὶ τῷ οἰκείῳ λογισμῷ ἀρκεσθήσεται μὴ | ||
| ἐστίν . Τί πρῶτόν ἐστιν ἔργον τοῦ φιλοσοφοῦντος ; ἀποβαλεῖν οἴησιν : ἀμήχανον γάρ , ἅ τις εἰδέναι οἴεται , |
| , ἀλλὰ τοσοῦτον . Ταὐτὸν οὖν ἐστιν ἐπιστήμῃ τε καὶ ἀνεπιστημοσύνῃ ὑγιεινοῦ , καὶ ἐπιστήμῃ τε καὶ ἀνεπιστημοσύνῃ δικαίου ; | ||
| παντελὴς ἀναισθησία , τὸ δὲ διπλοῦν , ὅταν μὴ μόνον ἀνεπιστημοσύνῃ τις συνέχηται , ἀλλὰ καὶ οἴηται εἰδέναι ἃ μηδαμῶς |
| κατὰ δύναμιν συμμαχήσειν . Καὶ ἦν αὐτοῖς τοῦτο ὅρκων ὁ βεβαιότατος . Ἐπὶ κνάφου ἕλκων : διαφθείρων . Τὸ γὰρ | ||
| Θεῷ δὲ οὐδὲν ἄδηλον οὐδὲ ἀκατάληπτον : ἰσχυρογνωμονέστατος γὰρ καὶ βεβαιότατος . Πῶς οὖν , τῆς αὐτῆς ὑπούσης αἰτίας , |
| παρακολουθεῖ ἔκκρισις . οὐδαμῶς γὰρ ἐν τοῖς διαχωρήμασιν ἐπὶ τούτων ἀναμέμικται ξύσματά τε καὶ αἷμα , ἐπάνω δὲ τῆς κόπρου | ||
| οὐδὲ εἰλικρινὲς τούτων κατεστήσατο τοῖς ἀνθρώποις ἡ φύσις , ἀλλὰ ἀναμέμικται πανταχοῦ τὰ λυπηρὰ τοῖς ἡδέσιν , ἑκάτερον ἐν ἑκατέρῳ |
| τοῦ τάφου ἐπιγεγραμμένον ἔχει : πιὲν φαγὲν καὶ πάντα τᾷ ψυχᾷ δῶμεν : κἀγὼ γὰρ ἕστακ ' ἀντὶ Βακχίδα λίθος | ||
| φόβοι , ἐξαμμέναι μὲν ἐκ σώματος , ἀνακεκραμέναι δὲ τᾷ ψυχᾷ : καὶ ἐξαγγελλόμεναι ὀνόμασι ποικίλοις : ἔρωτες γὰρ καὶ |
| ῥύονται καὶ πόθον ὀξυβελῆ στικτοὶ σκάροι , οὐδ ' ἐνὶ μόχθοις ἀλλήλους λείπουσιν , ἀλεξητῆρι δὲ θυμῷ πολλάκι μὲν πληγέντος | ||
| οἱ μεταλλεύοντες μόνοι ἀλλὰ καὶ οἱ τὰ μεταλλευθέντα συναγείροντες μυρίοις μόχθοις θηρεύωσι τὴν περίβλεπτον ταύτην πολυκτησίαν . δείγματος μὲν οὖν |
| τοῦτο , εἴπερ τι ἄλλο , ἔδοξε δημοτικόν τε καὶ φιλέταιρον πρᾶξαι Ἀλέξανδρον . οἱ δὲ παραλαβόντες ἀπῆγον τὴν αὑτοῦ | ||
| τοῖς τοιούτοις χρησιμώτερον γένος . εἰ δ ' ἐστὶ τὸ φιλέταιρον ἕν τι τῶν καλῶν , ἀνὴρ παράσιτος τοῦτο ποιεῖ |
| ἀποκρίσεσι : τιμᾷ δὲ καὶ δώροις αὐτὸν φιλοτίμοις τε καὶ ἐντίμοις , καὶ τέλος πατριάρχην καθίστησι καὶ ἀρχιερέα Χριστιανοῖς πολλαῖς | ||
| χαῦνοι εἰς μέσον φέρουσιν αὑτῶν τὴν ἠλιθιότητα , ἐπιχειροῦντες τοῖς ἐντίμοις , ὧν οὐδὲν αὐτοῖς μέτεστι . καὶ γὰρ λέγειν |
| , ὅσον τοῖς δικαίοις τὸ θεῖον συναγωνίζεται , τοσοῦτον τοῖς ἀδίκοις ἐναντιοῦται . ξυλευόμενός τις παρά τινα ποταμὸν τὸν ἑαυτοῦ | ||
| αἰσίων ἐπιθεσπίσαι : ἄνδρα δὲ μιαρὸν καὶ τοσούτοις ᾑμαγμένον φόνοις ἀδίκοις τίς ἔμελλε θεῶν ἢ δαιμόνων παρήσειν βωμοῖς τε προσιόντα |
| δὴν δὴ καὶ φίλοι ὦμεν : ἀτάρ τ ' ἄλλοισιν ὁμίλει ἀνδράσιν , οἳ τὸν σὸν μᾶλλον ἴσασι νόον . | ||
| . Δὴν δὴ καὶ φίλοι ὦμεν . ἔπειτ ' ἄλλοισιν ὁμίλει , ἦθος ἔχων δόλιον , πίστεος ἀντίτυπον . Οὔποθ |
| ἐξουσιαστῶν καὶ βασιλέων : ἐγχειρισθήσεται δὲ καὶ πράξεις ὠφελίμους καὶ εὐοδωθήσεται ἐν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καὶ ταῖς οἰκονομίαις . ὅτε | ||
| ζῳδίῳ ἀγαθυνομένη , πάντα ὅσα προκατάρξεται ἐν ἐκείνῳ τῷ ἔτει εὐοδωθήσεται : εἰ δὲ κεκακωμένη ἐστίν , δηλοῖ συνοχὰς κατὰ |
| ἐπιλιπεῖν τἀδικεῖν , καὶ εἴπερ ζῆν ἀνάνδρως , ἐπιλιπεῖν τὸ ἀκολασταίνειν , καὶ εἰ θρασέως μέντοι καὶ πανούργως , ἔνδειαν | ||
| τὰ τῶν νεκρῶν . Χαῖρε φίλον φῶς : γραῦς ἐθέλουσα ἀκολασταίνειν γυμνὴ , ἵνα μὴ τὴν ῥακίωσιν τοῦ σώματος ἐλέγχῃ |
| , δι ' ὧν τοσοῦτον πλῆθος ἀπώλεσα ἐν Ἑλλάδι . αἰακτὸς ] ποταπὸς θρηνητικός . . γέννᾳ ] τῶν Περσῶν | ||
| τοι . βόα νυν ἀντίδουπά μοι . οἰοῖ οἰοῖ . αἰακτὸς ἐς δόμους κίε . ἰὼ ἰώ [ Περσὶς αἶα |
| παραδείγμασιν , ἀλλ ' οἰκείοις , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , εὐδαίμοσιν ἔξεστι γενέσθαι . ἐκεῖνοι τοίνυν , οἷς οὐκ ἐχαρίζονθ | ||
| , φησί , τῶν Ἀθηναίων χάρισιν ἡρμοσμένος , ἐν ταῖς εὐδαίμοσιν Ἀθήναις , οὐκ ἐμέμψατο τὴν ἡνιοχικὴν χεῖρα . ἄλλως |
| μὴ ἀντέχεν μηδὲ κρατέν . καὶ διὰ τοῦτο συμβαίνει φεύγεν τἀγαθὰ τὼς ἀνθρώπως διὰ λύπαν , ἀποβάλλεν δ ' αὐτὰ | ||
| καὶ τἆλλα καὶ τὰ ἡδέα πράττειν , ἀλλ ' οὐ τἀγαθὰ τῶν ἡδέων . Πάνυ γε . Ἆρ ' οὖν |
| πράττουσι : καὶ ὁ τοιοῦτος ἐπιχαιρέκακος καλεῖται καὶ ἡ ἔλλειψις ἐπιχαιρεκακία : τῆς δὲ μεσότητος νεμέσεως καλουμένης , ὁ ἔχων | ||
| κήλησις μὲν οὖν ἐστιν ἡδονὴ δι ' ὤτων κατακηλοῦσα : ἐπιχαιρεκακία δὲ ἡδονὴ ἐπ ' ἀλλοτρίοις κακοῖς : τέρψις δέ |
| . Οὐκ ἦν ἄρα μούνοις ἀνθρώποις φίλον ἡ πατρὶς καὶ ἐράσμιον , ἀλλὰ καὶ θηρσὶν αὐτοῖς πόθος δριμὺς τῶν οἰκείων | ||
| Ἄρης ἢ ὁ Ἑρμῆς βλέψῃ ἔσται τὸ κλαπὲν εὔμορφον , ἐράσμιον , ποικίλως καὶ εὐτέχνως εἰργασμένον , ἐὰν δὲ ἄνευ |
| νῦν δὲ ἤ πού τις δαίμων ἤ τις ἀλιτήριος ἐμπεσὼν ἀνομίᾳ καὶ ἀθεότητι καὶ τὸ μέγιστον τόλμαις ἀμαθίας , ἐξ | ||
| αὐτῷ ἐπιορκίας προσάπτειν : σύγγνωθι , φησὶν , ἐπὶ τῇ ἀνομίᾳ τοῦ λόγου . εἰκὸς γὰρ ἀνθρώπους ὄντας ἁμαρτάνειν , |
| τὴν καρδίαν , καὶ ἐντεῦθεν ἄρχεται τὸ κακόν , καὶ μεταδίδωσι τῷ παντὶ δηλαδὴ σώματι . Γίγνεται δὲ ἀμήχανος περί | ||
| ἀφίησιν ἀδικεῖν [ ὁ νόμος ] : ἐξαιρέτου δὲ προνοίας μεταδίδωσι χήραις καὶ ὀρφανοῖς , ἐπειδὴ τοὺς ἀναγκαίους βοηθοὺς καὶ |