χρησάμενος φωνῇ τοῦτο ποιεῖν προσέταξε . Φυξίῳ ἐκ πάντων : Φύξιος Ζεὺς παρὰ Θεσσαλοῖς , ἤτοι ἐπειδὴ τὸν ἐπὶ Δευκαλίωνος
, φησίν , ἡ Κίρκη τὸν Ἰάσονα φόνον δεδρακότα . Φύξιος μὲν Ζεὺς ὁ βοηθῶν τοῖς φυγάσι καὶ πρὸς ὃν
9299440 Ξενιος
Ἑταιρεῖος , πρὸς δὲ τούτοις Ἱκέσιός τε καὶ Φύξιος καὶ Ξένιος καὶ Κτήσιος καὶ Ἐπικάρπιος καὶ μυρίας ἄλλας ἐπικλήσεις [
δεομένοις , Φύξιος δὲ διὰ τὴν τῶν κακῶν ἀπόφυξιν , Ξένιος δέ , ὅτι δεῖ μηδὲ τῶν ξένων ἀμελεῖν μηδὲ
8641235 Ἑταιρειος
βασιλεὺς ἐπονομάζεται , Πολιεύς τε καὶ Ὁμόγνιος καὶ Φίλιος καὶ Ἑταιρεῖος , πρὸς δὲ τούτοις Ἱκέσιός τε καὶ Φύξιος καὶ
εὐθύ . Ἐπιστρεφέως . ἐπιμελῶς . Ἐλῶν . ἐλάσας . Ἑταιρεῖος . ὁ Ζεύς . Ἐπαμησάμενος . ἀνακινήσας . Ἐνωμοτία
8241493 Ἐπικαρπιος
τούτοις Ἱκέσιός τε καὶ Φύξιος καὶ Ξένιος καὶ Κτήσιος καὶ Ἐπικάρπιος καὶ μυρίας ἄλλας ἐπικλήσεις [ ἔχων ] πάσας ἀγαθάς
; καὶ πῶς ἔτι Σωτὴρ καὶ πῶς Ὑέτιος καὶ πῶς Ἐπικάρπιος ; καὶ μήν , ἂν ἐνταῦθά που θῶμεν τὴν
8166726 Ὁμογνιος
μόνος θεῶν πατὴρ καὶ βασιλεὺς ἐπονομάζεται , Πολιεύς τε καὶ Ὁμόγνιος καὶ Φίλιος καὶ Ἑταιρεῖος , πρὸς δὲ τούτοις Ἱκέσιός
βασιλεὺς ἐπονομάζεται καὶ Πολιεὺς καὶ Φίλιός τε καὶ Ἑταιρεῖος καὶ Ὁμόγνιος , πρὸς δὲ τούτοις Ἱκέσιός τε [ καὶ Φύξιος
8086173 Πολιευς
πόλεως Αἰγυπτίας ] . ὁ οἰκήτωρ πολίτης καὶ πολιεύς . Πολιεύς γὰρ ὁ Ζεὺς τιμᾶται , ἀπὸ τῆς πόλιος γενικῆς
ἀφ ' οὗ τὸ Γλαυκώπιον καὶ Γλαυκῶπις . καὶ Ζεὺς Πολιεύς καὶ Ἀθηνᾶ Πολιάς „ . τὸ ἐθνικὸν Ἀλαλκομενιεύς καὶ
7961896 Φιλιος
πατὴρ καὶ βασιλεὺς ἐπονομάζεται , Πολιεύς τε καὶ Ὁμόγνιος καὶ Φίλιος καὶ Ἑταιρεῖος , πρὸς δὲ τούτοις Ἱκέσιός τε καὶ
διὰ τὴν τοῦ γένους κοινωνίαν θεοῖς τε καὶ ἀνθρώποις , Φίλιος δὲ καὶ Ἑταιρεῖος , ὅτι πάντας ἀνθρώπους ξυνάγει καὶ
7274328 παραθηκων
χρηματιστικοῖς ζῳδίοις εὑρεθῶσι , καὶ θησαυρῶν εὑρετὰς ποιοῦσιν ἢ ἐκ παραθηκῶν ὠφελουμένους δανειστικούς . Ἀφροδίτη καὶ Ἥλιος σύμφωνοι καὶ ἐπίδοξοι
ἔχουσιν . ἐὰν δὲ καλῶς τὸ σχῆμα τύχῃ , καὶ παραθηκῶν κυριεύσουσιν ἢ θησαυρῶν εὑρετὰς ἀποτελεῖ εὐχρημάτους καὶ θεῷ εὐχαριστοῦντας
7268550 ἀλυσιτελως
τῶν ἐπιθυμούντων τῶν ἀλλοτρίων . Γάμος Αἰγύπτου : ἐπὶ τῶν ἀλυσιτελῶς γαμούντων ⋮ Αἴγυπτος καὶ Δαναὸς ἦσαν ἀδελφοὶ ἀπ '
ἐπὶ τῶν ἀσυγκρίτως ὑπερεχόντων . Αἰγύπτου γάμος : ἐπὶ τῶν ἀλυσιτελῶς γαμούντων . Αἴγυπτον γὰρ καταλιπόντα τὴν γαμετὴν δι '
7255371 βεβαιοτατος
κατὰ δύναμιν συμμαχήσειν . Καὶ ἦν αὐτοῖς τοῦτο ὅρκων ὁ βεβαιότατος . Ἐπὶ κνάφου ἕλκων : διαφθείρων . Τὸ γὰρ
Θεῷ δὲ οὐδὲν ἄδηλον οὐδὲ ἀκατάληπτον : ἰσχυρογνωμονέστατος γὰρ καὶ βεβαιότατος . Πῶς οὖν , τῆς αὐτῆς ὑπούσης αἰτίας ,
7165941 ἐνεβαλετε
ψυχὴν ποιοῦσαν δειλίαν . διερροθήσατ ' ] διὰ τοῦ θορύβου ἐνεβάλετε . διερροθήσατ ' ] ἐκινήσατε . διερροθήσατ ' ]
σπουδαίους καὶ συντόνους διερροθήσατε καὶ ἐκινήσατε καὶ διὰ τοῦ θορύβου ἐνεβάλετε τοῖς πολίταις ἄψυχον κάκην , ἤτοι δειλίαν : τοῦτο
7020500 γαμοισιν
ἵσταται οἰδαίνουσα , αἱ δ ' ἐν ἀτεκμάρτοισι καὶ ἀσκέπτοισι γάμοισιν ἀθρόαι ἔκ τ ' ἐγένοντο καὶ ἔτραφον ἔκ τ
σκότια κρύπτεται . σὲ δ ' , ὦ τέκνον , γάμοισιν ἤδη κλύω ζυγέντα παιδοποιὸν ἁδονὰν ξένοισιν ἐν δόμοις ἔχειν
7006931 πολυτεκνιας
γάρ φασιν ἀπὸ γένους τε καὶ κάλλους καὶ πλούτου καὶ πολυτεκνίας καὶ τῶν ἐοικότων , ἀνάπαλίν τε ψεκτέον ἀπὸ δυσγενείας
τὰς μὲν εὐπειθείας χάριν τὰς δ ' ἄλλας ἡδονῆς καὶ πολυτεκνίας : εἰ δὲ μὴ σωφρονεῖν ἀναγκάσαιεν , πορνεύειν ἔξεστι
6973097 πολυθρυλλητους
, συστάσεων καὶ τιμῶν καταξιουμένους , εὐπόρους φιλοσυνήθεις ἐπιψόγους καὶ πολυθρυλλήτους , ἀνεπιμόνους δὲ ταῖς φιλίαις καὶ ἀστάτους ταῖς πράξεσι
καὶ πρὸς ταῦτα ἄν τις ἀποβλέψας ἐπιστήσειε καὶ πρὸς τὰς πολυθρυλλήτους αὖ μάλιστα Πριαμικὰς τύχας : ταῦτα γὰρ εἰ καὶ
6970503 Ὑμεναι
φέρωμεν οἱ προτεταγμένοι τὸν νυμφίον , ὦνδρες . Ὑμήν , Ὑμέναι ' , ὤ . Ὑμήν , Ὑμέναι ' ὤ
κρατήσας καὶ πάρεδρον Βασίλειαν ἔχει Διός . Ὑμὴν ὤ , Ὑμέναι ' ὤ . Ἕπεσθέ νυν γαμοῦσιν , ὦ φῦλα
6962108 μυρσινινου
διηθήματι τῆς εἰρημένης γῆς . καὶ καταχρίσαντα πλύμασι μολύβδου μετὰ μυρσινίνου ἐλαίου ἢ μηλίνου ἢ στύμμασιν , ὁμοίως τὸ προπεπτωκὸς
ἀδίαντον καὶ λάδανον ἴσα λειώσας μετ ' ἐλαίου ὀμφακίνου ἢ μυρσινίνου , ἢ σχινίνου ἐπίχριε . ἄλλο . λάδανον ἀποβρέξας
6958061 διερροθησατ
πλέον κακόν . καὶ νῦν πολίταις τάσδε διαδρόμους φυγὰς θεῖσαι διερροθήσατ ' ἄψυχον κάκην : τὰ τῶν θύραθεν δ '
διερροθήσατ ' ] ἐκινήσατε . διερροθήσατ ' ] ἠχήσατε . διερροθήσατ ' ] διεγείρατε . διερροθήσατ ' ] ἐνεβάλετε .
6954382 δυσαιανη
ἀπώλλυτο στρατὸς δαμασθεὶς ναΐοισιν ἐμβολαῖς . ἴυζ ' ἄποτμον δαΐοις δυσαιανῆ βοάν , ὡς πάντᾳ πᾶν κακῶς † ἔθεσαν :
. βόα , θρήνησον . ἄποτμον ] ἀθλίαν . . δυσαιανῆ ] γρ . δυσεανῆ , ἤγουν πολυποίκιλον . .
6947858 ἀρετηι
οὐ βασιλεὺς ἀλλ ' οἰκονόμος ἀγαθὸς ἀντὶ τῆς ἐπ ' ἀρετῆι δόξης ἀπέλιπε πλεῖστα χρήματα τῶν πρὸ αὐτοῦ βασιλευσάντων :
ἀναιρεῖσθαι . ἐθαυμάζετο δὲ καὶ παρὰ τοῖς πολλοῖς ἐπὶ πάσηι ἀρετῆι : καὶ δὴ ἑπτάκις πολιτῶν ἐστρατήγησε , τῶν ἄλλων
6947678 ἐπικεχειρηκεν
τοῦ ζωγράφου ἀλλὰ γὰρ ἀποστερεῖν με τῆς τέχνης ὁ συκοφάντης ἐπικεχείρηκεν , ὥσπερ ἂν εἰ καὶ τοῦ γελᾶν ἐξεῖργε καὶ
μάλα σαφὲς τοῦτό γε , ὅτι ταῦθ ' ἕνεκα τούτων ἐπικεχείρηκεν . Τί οὖν ; ἆρ ' οὐκ ἐν μὲν
6941514 ἰσοτιμως
, τοὺς πλείους τῶν συμμάχων ἔχοντες ὑπηκόους , ἡμῖν δὲ ἰσοτίμως προσφερόμενοι εἰκότως ἤχθοντο , τῶν μὲν πλειόνων συμμάχων εἰκόντων
ἢ κατὰ τὴν γινωσκομένην φύσιν αὐτὸ οἶδεν ἢ χειρόνως ἢ ἰσοτίμως , οἷον ὁ ἄνθρωπος τὸ λευκὸν τὸ ἐν τῷ
6920382 δουρικλυτοις
: οἱ γὰρ Πέρσαι Ἀσσύριοι ἐκαλοῦντο τὸ πρότερον . . δουρικλύτοις δὲ : τοῖς ἐνδόξοις κατὰ τὸ δόρυ , τοῖς
καὶ πολυναύτης , Σύριόν θ ' ἅρμα διώκων , ἐπάγει δουρικλύτοις ἀνδράσι τοξόδαμνον Ἄρη . δόκιμος δ ' οὔτις ὑποστὰς
6916549 γραπτων
καὶ εὐφημίαν καὶ ἀγορασμοὺς καὶ προκοπὰς διά τε λόγων καὶ γραπτῶν καὶ ἐμποριῶν καὶ μισθαρνιῶν , εἰ δὲ ὕπαυγος εἴη
λόγον ἀνώμαλον καὶ ταραχώδη καθιστᾶσι . τοῖς δὲ μετὰ τῶν γραπτῶν λόγων ἀγωνιζομένοις , ἂν ἄρα τι χωρὶς τῆς παρασκευῆς
6873923 Ὑβρις
ἡ ψῆφος νικᾷ . Τῶν ἀχαρίστων αἱ δωρεαὶ ἀνατρέπονται . Ὕβρις ὕβριν ἔτικτε καὶ ψόγος ψόγον . Ὑγρὰ νύξ :
σκέλισμα βλέπε . Τὰ μεγάλα κέρδη μεγάλας ζημίας προξενοῦσιν . Ὕβρις ἔρωτα λύει . Ὕδωρ ἱστάμενον ὄζει . Φαγέτω με
6873900 διτης
ὁ μὲν ἀκριβὴς ἥλιος ἐπὶ μὲν τοῦ τῆς Ἀφρο - δίτης Διδύμων μοίρας κδ γʹ , ἐπὶ δὲ τοῦ τοῦ
ἐν ἰδίῳ οἴκῳ ἢ ὑψώματι μετὰ Διὸς καὶ Ἀφρο - δίτης συγγενικῷ γάμῳ ζευγνύουσιν ἀπὸ πατρός : Ἀφροδίτη ἐν ἰδίῳ
6873235 εὐεπιβολους
πλανωμένων ἀστέρων , οἷς οἰκείως καὶ αὐτοὶ τὰς ψυχικὰς κινήσεις εὐεπιβόλους ἔχουσι καὶ διερευνητικὰς καὶ τῶν ἰδίως καλουμένων μαθημάτων περιοδευτικάς
, νοεροὺς καὶ περὶ τὰς τῶν πράξεων ἀφορμὰς εὐφυεῖς καὶ εὐεπιβόλους ἀποτελοῦσιν , ἀπαραμόνους δὲ καὶ ψύχοντας τὰς πρώτας πράξεις
6873107 νεμετωρ
ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλει μαινομένᾳ φρενί , τώς νιν Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων . τέταρτος ἄλλος , γείτονας πύλας ἔχων
καὶ κακῶς διατίθεται ἐπὶ τοῖς παρ ' ἀξίαν νεμομένοις . νεμέτωρ ] ὁ πάντα διανέμων καὶ διοικῶν . νεμέτωρ ]
6860917 δυσθρηνητον
ἀθλίαν , δυστυχῆ . βοάν ] η . δυσαιανῆ ] δυσθρήνητον : αἰάζω γὰρ τὸ θρηνῶ . δαΐοις ] πολεμικοῖς
κράζε , φώνει . φώνει . δυστυχῆ . δυστυχέστατον . δυσθρήνητον . θρηνητικὴν . πολεμικοῖς . πολεμίοις . διακεκομμένοις ἢ
6856053 ἰσονειρον
βοηθήσει ἄνθρωπος ; οὐδὲ προεσκόπησας ἀσθενέσι χαριζόμενος ; τὸ δὲ ἰσόνειρον ὅτι σκιαῖς ὀνείρων οἱ ἄνθρωποι παρεμφερεῖς κατὰ Πίνδαρον .
δραίνω ἢ δράω . ἄκικυν ] φαύλην ἰσχύν . . ἰσόνειρον ] ὅτι σκιαῖς ὀνείρων οἱ ἄνθρωποι παρεμφερεῖς , κατὰ
6839997 φιλοθηρος
, φιλοκερδής , φιλόδωρος , φιλόπαις φιλότεκνος φιλόστοργος φιλογύνης , φιλόθηρος φιλόμουσος , φιλοσώματος φιλόψυχος , φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος ,
τῶν περὶ τὰ πολεμικά , φιλογυμναστής τέ τις ὢν καὶ φιλόθηρος . Ἔστι γάρ , ἔφη , τοῦτο τὸ ἦθος
6834198 Εὐφροσυνη
τοῖς δεξιοῖς τοῦ Ἀπόλλωνος . ὦ σεβασμία Ἀγλαΐα καὶ ὦ Εὐφροσύνη φίλη τῶν μολπῶν , θυγατέρες τοῦ κρατίστου τῶν θεῶν
ἢ σβεσθῆναι τὸ πνευμάτιον ἢ μεταστῆναι καὶ ἀλλαχοῦ καταταχθῆναι . Εὐφροσύνη ἀνθρώπου ποιεῖν τὰ ἴδια ἀνθρώπου , ἴδιον δὲ ἀνθρώπου
6824880 ἐπινυκτιδας
λιβάνῳ , ἢ γάλακτι , ἢ ῥοδίνῳ ἐνσταγέντα : καὶ ἐπινυκτίδας ἰᾶται . τοῖς πράσοις τακεροῖς πάνυ χρῆσθαι προσήκει .
μετώπου καταπλασσομένου μετ ' ὄξους καὶ ῥοδίνου , καὶ πρὸς ἐπινυκτίδας σὺν οἴνῳ , πρὸς δὲ σηπεδόνας καὶ ἕρπητας καὶ
6815787 Ἀνεμους
ἀναγκαίως ἔχον : ἐπὶ τῶν ἐξ ἀνάγκης τι ποιούντων . Ἀνέμους γεωργεῖν : ἐπὶ τῶν πονούντων καὶ μηδενὸς μετεχόντων .
: ἐπὶ τῶν κακὰ ἑαυτοῖς ἐπισπωμένων . Ἄπληστος πίθος . Ἀνέμους γεωργεῖν : ἐπὶ τῶν πονούντων καὶ μηδενὸς μεταλαγχανόντων .
6815319 πανδοκουσα
ὑποδεχομένη . πάντα πόνον τῆς παιδικῆς ἡλικίας ὑποδεχομένη . . πανδοκοῦσα παιδίας ὄτλον ] δεχομένη παιδεύσεως κακοπάθειαν , πόνον .
ἡ ] αὕτη . νέους ] ὑμᾶς ὄντας . . πανδοκοῦσα ] ὑπομείνασα καὶ προσδεχομένη ἅπασαν παιδεύσεως κακοπάθειαν . .
6810374 χαλεπηι
ἀλευόμενος , ὑβρίζηι πλούτωι κεκορημένος , οἱ δὲ δίκαιοι τρύχονται χαλεπῆι τειρόμενοι πενίηι ; Ταῦτα μαθών , φίλ ' ἑταῖρε
Μήποτ ' ἐπὶ σμικρᾶι προφάσει φίλον ἄνδρ ' ἀπολέσσαι πειθόμενος χαλεπῆι , Κύρνε , διαβολίηι . εἴ τις ἁμαρτωλῆισι φίλων
6810290 προσαπτομενα
δοκοῦσι δὲ πάντες εἶναι φυλακτήρια περίαπτα καὶ ὠκυτόκια , μηρῷ προσαπτόμενα . Λίθος ὀφίτης ὁ μέν τίς ἐστι στιβαρός ,
ταύτην ἀπὸ μὲν τῆς δύσεως ὁρίζει τὰ Πυρηναῖα ὄρη , προσαπτόμενα τῆς ἑκατέρωθεν θαλάττης τῆς τε ἐντὸς καὶ τῆς ἐκτός
6808224 ἀνασκευας
ταραχώδης ἔσται ὁ χρόνος . ἐν δὲ τοῖς τοῦ Ἑρμοῦ ἀνασκευὰς πραγμάτων ἐξ ἀρχῆς , ὕστερον δὲ περιγενέσθαι ποιεῖ καὶ
δὲ τόποις Κρόνου ψύξεις πραγμάτων καὶ ἀποβολὰς καὶ ἀρχαίων πραγμάτων ἀνασκευὰς καὶ ἔχθρας . ἐν δὲ Ἄρεως οἴκοις θορύβους καὶ
6807868 Χαρικλω
αἱ τοῦ Κενταύρου ἁγναὶ κόραι ἀνέθρεψαν . πὰρ Χαρικλοῦς : Χαρικλὼ γυνὴ Χείρωνος , θυγά - τηρ Ἀπόλλωνος ἢ ὥς
ὑφ ' ὧν ἐτράφη ὁ Ἀχιλλεύς : ὧν ἡ μὲν Χαρικλὼ γυνὴ Χείρωνος , Φιλύρα δὲ μήτηρ . λίπτοντα :
6807005 δημιουργουσιν
τὸν τρόπον , ἀλλὰ διὰ τὴν μέθην φαίνωνται τοιοῦτοι , δημιουργοῦσιν αὐτοὺς πίνοντας ἐν ἐκπώμασιν μεγάλοις , καί μοι δοκοῦσι
ἄλλα σιτοπόνων τε καὶ ὀψαρτυτῶν περιεργίαι κατὰ γαστρὸς τῆς ταλαίνης δημιουργοῦσιν . ὁ γοῦν Διογένης ἰδών τινα τῶν λεγομένων ἀπελευθέρων
6802252 ἑρμαφροδιτος
καὶ ] ἡμίανδρος καὶ ἡμιγύναιξ καὶ διγενὴς καὶ θηλυδρίας καὶ ἑρμαφρόδιτος καὶ ἴθρις , οὗ ἡ ἰσχὺς τεθέρισται . Ἱππῶναξ
θέσις . Ὀργίσας . μαλάξας . Ἀνδρόγυνος . ἄνανδρος , ἑρμαφρόδιτος . Ἐνάριες . οἱ ὁπλῖται . Τόρνον . τὸ
6800042 διματωρ
βροτοῖς αὐδώμενος οὐδεὶς φιλοπότης ἐστὶν ἄνθρωπος κακός : ὁ γὰρ διμάτωρ Βρόμιος οὐ χαίρει συνών ἀνδράσι πονηροῖς οὐδ ' ἀπαιδεύτῳ
νεώτερον . οὐδεὶς φιλοπότης ἐστὶν ἄνθρωπος κακός : ὁ γὰρ διμάτωρ Βρόμιος οὐ χαίρει συνὼν ἀνδράσι πονηροῖς οὐδ ' ἀπαιδεύτῳ
6799704 Γονεις
. Ἕπου θεῷ . Νόμῳ πείθου . Θεοὺς σέβου . Γονεῖς αἰδοῦ . Ἡττῶ ὑπὲρ δικαίου . Γνῶθι μαθών .
Μίσει διαβολάς . Μὴ ᾖς ἐπαχθής . Θεὸν σέβου . Γονεῖς αἰδοῦ . Φίλοις βοήθει . Μηδενὶ φθόνει . Ἀλήθειαν
6799495 φυλακτεαι
προσέλθωσι , φυσῶνται κοιλίην , οἷον Δαμναγόρας . Αἱ μεταβολαὶ φυλακτέαι : ὀλιγοσιτίη , ἄκοπον , ἄδιψον . Πᾶς λεπτυσμὸς
ἢ μᾶλλον ὡς πρόγραμμα τοῦτο ἀναγνωστέον , ὅτι αἱ μεταβολαὶ φυλακτέαι , αἱ κατὰ τὰ ἐπιτηδεύματα , κατὰ τὰ ἤθη
6798795 κανθαριδαϲ
ϲτυπτηρίαϲ ϲχιϲτῆϲ , χαλκάνθου , ἀλόηϲ ἀνὰ # α , κανθαρίδαϲ ε : ὄξει λειώϲαϲ ποίει κολλούρια . Ἄλλο .
ἄλλοιϲ τραχυϲμοῖϲ τῆϲ ἐπιφανείαϲ πινόμενον ἁρμοδιώτατον . καὶ πρὸϲ τοὺϲ κανθαρίδαϲ πιόνταϲ ἢ βούπρηϲτιν καὶ ὅλωϲ πρὸϲ τὰ ϲήποντα καὶ
6796323 Ὁσια
ἐπιφανὴς εἰς πανήγυριν , ἔνθα Ἁρμοδίου καὶ Ἀριστογείτονος εἰκόνες . Ὅσια . τὰ ἰδιωτικὰ καὶ μὴ ἱερά . Ὀσταφίδα οὐχ
ἀλλὰ θαυμάζων αὐτήν . Ὁσία , κλυτὰν χέρα ] * Ὅσια δὲ τὰν χέρα γράφε : οὕτω γὰρ ἔχει πρὸς
6795629 εὐτρεπων
, ἵνα τὸ πνεῦμα θᾶσσον ἐπέλθοι . γενομένων δὲ πάντων εὐτρεπῶν ἑκατέροις οἱ στρατηγοὶ διέθεον παρακαλοῦντες αὐτοὺς καὶ ὑπεμίμνησκον οἳ
οὐκ ἔλαττον τῶν δισχιλίων . ἀμφοτέρων δὲ πρὸς τὴν μάχην εὐτρεπῶν γενομένων τοῖς μὲν φρονήμασι καὶ ταῖς προθυμίαις , ἔτι
6795345 εὐοδωθησεται
ἐξουσιαστῶν καὶ βασιλέων : ἐγχειρισθήσεται δὲ καὶ πράξεις ὠφελίμους καὶ εὐοδωθήσεται ἐν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καὶ ταῖς οἰκονομίαις . ὅτε
ζῳδίῳ ἀγαθυνομένη , πάντα ὅσα προκατάρξεται ἐν ἐκείνῳ τῷ ἔτει εὐοδωθήσεται : εἰ δὲ κεκακωμένη ἐστίν , δηλοῖ συνοχὰς κατὰ
6793348 Βιον
Τὰ κατὰ Πάνθειαν τὴν Βαβυλωνίαν : Τὰ κατὰ Ἀριάδνην : Βίον Ἀπολλωνίου τοῦ Τυανέως : Πύθωνα ἢ Ἀλεξανδριακόν : καὶ
: ἐπὶ τῶν εὐδαιμονιζόντων ἐπὶ πολυτελεῖ καὶ ἡδεῖ βίῳ . Βίον ἀκανθώδη : τὸν τραχὺν καὶ σκληρόν . Βιβλίον τοὐμὸν
6790698 κατεδειξε
. πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα τῶν χρησίμων εἰς τὰς στρατείας κατέδειξε , περὶ ὧν μακρὸν ἂν εἴη γράφειν . ἡ
. . . Ὀρφεὺς μὲν γὰρ τελετάς θ ' ἡμῖν κατέδειξε φόνων τ ' ἀπέχεσθαι , Μουσαῖος δ ' ἐξακέσεις
6786612 ἐμῃσιν
τευ ἄλλου . ἀλλ ' ἔμεν ' ἀπροτίμαστος ἐνὶ κλισίῃσιν ἐμῇσιν . εἰ δέ τι τῶνδ ' ἐπίορκον ἐμοὶ θεοὶ
δ ' στίχοι . ὁ μὲν πρῶτος ὅτι ἀντὶ τοῦ ἐμῇσιν ἔχει τὸ ᾗσιν , ὅπερ ἐστὶ τρίτου προσώπου ,
6776236 κατακαυματων
Πρὸϲ τοὺϲ ὑπὸ μαϲτίγων πληγένταϲ . ιγʹ . Τρίχαϲ ἐκ κατακαυμάτων φυῆναι . ιδʹ . Πρὸϲ ἀποϲύρματα . ιεʹ .
ποιεῖ καὶ πρὸς ἐρυσιπέλατα καὶ πρὸς ἄλλας πλείστας διαθέσεις δίχα κατακαυμάτων . μίσυος , χαλκίτεως , ἰοῦ , ψιμυθίου ,
6773710 Εἰρηνα
ὁμογνωμονεῖν δὲ τῶι ποιητῆι καὶ τὸν Εὐριπίδην ἐν οἷς φησιν Εἰρήνα βαθύπλουτε , / καλλίστα μακάρων θεῶν , / ζῆλός
[ καὶ πάντα διῆπε ] ? ζώι ' ἁ φίλολβος Εἰρήνα . Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι ,
6767957 Ἀφρο
ἄρξει καὶ ἔσχατον καλῆς γυναικὸς τεύξεται , ἐὰν δὲ καὶ Ἀφρο - δίτη ἐπιμαρτυρήσῃ ἐπαφρόδιτος ἔσται καὶ φήμην ἕξει περὶ
ἔστι καὶ ἄκρα τῆς Αἰγύπτου , ἀφ ' ἧς ἡ Ἀφρο - δίτη καὶ Ἀρσινόη Ζεφυρῖτις , ὡς Καλλίμαχος .
6765712 ποτνιασθαι
ἤδη καὶ παλαιὰν οὖσαν καταλῦσαι . διὸ χρὴ τὸν θεὸν ποτνιᾶσθαι καὶ λιπαρῶς ἱκετεύειν , ὅπως τὸ ἐπίκηρον ἡμῶν γένος
ἐποδύρεσθαι ἀποδύρεσθαι , δεινοπαθεῖν , οἰμώζειν , ὀλοφύρεσθαι κατολοφύρεσθαι , ποτνιᾶσθαι , οἰκτίζεσθαι , καὶ κλαυθμός , δάκρυον , κλαυθμυρισμός
6763468 οὐριειν
οἱ δυστυχοῦντες δυστυχίαν φαντάζεσθαι , οἱ δὲ εὐτυχοῦντες εὐτυχίαν . οὐριεῖν : οὐριοδρομεῖν . παρὰ τὸ Ὁμηρικὸν τοῖος γὰρ νόος
οἱ δυστυχοῦντες δυστυχίαν φαντάζεσθαι , οἱ δὲ εὐτυχοῦντες εὐτυχίαν . οὐριεῖν : οὐριοδρομεῖν , παρὰ τὸ Ὁμηρικὸν , Τοῖος γὰρ
6762244 ῥευμαϲιν
ὀϲτέον μὴ ϲαρκούμενον , ἐλαφρῶϲ αὐτὸ ξύϲομεν . Ἐπί τε ῥεύμαϲιν ὀφθαλμῶν χρονίοιϲ ἐπί τε τῷ ϲκοτωματικῷ πάθει τὰϲ ὄπιϲθεν
δὲ τούτουϲ : λουτρὰ γὰρ τοῖϲ μὲν εἰϲ τὴν γαϲτέρα ῥεύμαϲιν ἐπιτηδειότατα , τὰϲ δὲ αἱμορραγίαϲ καὶ τοὺϲ ἱδρῶταϲ δεινῶϲ
6758777 ἐσαναν
ξείνων δ ' εὖ πρασσόντων : ξείνων , φίλων . ἔσαναν ἀντὶ τοῦ ἐχάρησαν , ἀπὸ τῶν σαινόντων ζώων .
αὐτῶν γλυκεῖαν οὖσαν ἱλαρῶς οἱ ἀγαθοὶ προσδέχονται καὶ ἀφθόνως . ἔσαναν : ἐχάρησαν . ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν σαινόντων κυνῶν
6756775 δαψιλειας
θρεπτικῶν καταστάσεις , εὐαερίας τε καὶ αἰθρίας καὶ ὑδάτων γονίμων δαψιλείας καὶ εὐπλοίας καὶ ἐπιτυχίας καὶ ποταμῶν πλήρεις ἀναβάσεις ,
τέ ἐστιν αὐτῇ ἐρρωμένη πρὸς ἁπάσας γονὰς καὶ πάντα μετὰ δαψιλείας παρεχομένη , ὅσα φέρουσιν ὧραι σπερμάτων τε καὶ φυτῶν
6755823 φιλοκυβος
Νεφέλαις τούτου μέμνηται . Ἀμυνίας μὲν : ὧδε μὲν ὡς φιλόκυβος ⌈ ὁ Ἀμυνίας κωμῳδεῖται : ἐν ⌈ δὲ Σεριφίοις
φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης , φιλογεωργός , φιλόκυβος , φιλοχωρῶν φίλιππος , φιλοφροσύνη , τάχα καὶ φιλόφρων
6754802 ἐπικερδεις
καὶ δοξαστικοὺς καὶ σύστασιν ἔχοντας πρὸς ὑπερέχοντας , καὶ πράξεις ἐπικερδεῖς καὶ χαρὰν ἐπὶ οἰκείοις καὶ προκοπάς , ἔτι δὲ
ἐπιθεωρούντων τοὺς εἰρημένους τόπους ἢ ἐπιφερομένων αὐτοῖς ἐνδόξους ἕξουσι καὶ ἐπικερδεῖς τὰς ἐπὶ τῆς ξένης πράξεις καὶ τὰς ἐπανόδους ταχείας
6753569 ἀγαυρος
πετάλοισιν ἀγαυρόν : εὐαυξῆ εὐθαλῆ * ἀγαυρόν : ὑψηλόν . ἀγαυρὸς κυρίως ὑπερήφανος πεδόεσσα ἤτοι χαμαιπετής , χαμηλή : διὸ
πετάλοισιν ἀγαυρόν : εὐαυξῆ εὐθαλῆ * ἀγαυρόν : ὑψηλόν . ἀγαυρὸς κυρίως ὑπερήφανος πεδόεσσα ἤτοι χαμαιπετής , χαμηλή : διὸ
6752430 ἀοιδοις
χαίροντας ἀφικνεῦ . Αἰεὶ τοῦτο Διὸς κούραις μέλει , αἰὲν ἀοιδοῖς , ὑμνεῖν ἀθανάτους , ὑμνεῖν ἀγαθῶν κλέα ἀνδρῶν .
θνατῶν κεχαρισμένος ἔλθω σὺν Μοίσαις : χαλεπαὶ γὰρ ὁδοὶ τελέθουσιν ἀοιδοῖς κουράων ἀπάνευθε Διὸς μέγα βουλεύοντος . οὔπω μῆνας ἄγων
6745042 Ἀγλαϊα
αὗται ἱδρυμέναι ἐν τοῖς δεξιοῖς τοῦ Ἀπόλλωνος . ὦ σεβασμία Ἀγλαΐα καὶ ὦ Εὐφροσύνη φίλη τῶν μολπῶν , θυγατέρες τοῦ
. ΧΑΡΙΤΕΣΤΕ ΘΕΑΙ . Χάριτές εἰσι τρεῖς : Πειθὼ , Ἀγλαΐα , καὶ Εὐφροσύνη : Ὧραι τρεῖς : Εὐνομία ,
6740305 παντολμος
. καὶ φιλοκίνδυνος , ῥιψοκίνδυνος , θρασύς , τολμηρός , πάντολμος , παρακινδυνευτικός , ἐθελοκίνδυνος , ῥᾳδιουργός , θερμουργός ,
, οὔτε ἀπιστῷ κομιδῇ . Τί γὰρ οὐκ ἂν ἐθελήσασα πάντολμος ψυχὴ ἐπιτεχνήσαιτο ; Διὰ μέσου δὴ ἥκων πίστεως καὶ
6738542 ἐπιβοητος
ἐκ διαδοχῆς οὖσα . διαβόητος ὁ ἐν ἀρετῇ ἐγνωσμένος , ἐπιβόητος ὁ μοχθηρὰν ἔχων φήμην . δικαστὴς ὁ κατὰ νόμον
, διέφθορας , διεφθάρης τὰς σαυτοῦ φρένας . διαβόητος καὶ ἐπιβόητος διαφέρει . διαβόητος μὲν γάρ ἐστιν ὁ ἐπ '
6736643 ῥᾳδιουργος
' ἂν εἴποις δικαστὴς ἄδικος , ἔκνομος παράνομος , ῥᾴδιος ῥᾳδιουργός , προπετής , εὐχερής δωροδόκος , εὐεξαπάτητος , εὔτρεπτος
Κρατῖνος Χείρωσιν . τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ Σωκράτους ὅρκοι . ῥᾳδιουργός : ὁ κακοῦργος : καὶ ῥᾳδιουργία : ἡ περὶ
6735471 ὑψιμεδων
Θρήϊκα χρυσολύρην τῇδ ' Ὀρφέα Μοῦσαι ἔθαψαν , ὃν κτάνεν ὑψιμέδων Ζεὺς ψολόεντι βέλει . Οἱ δὲ φάσκοντες ἀπὸ βαρβάρων
Μουσάων πρόπολον τῇδ ' Ὀρφέα Θρῇκες ἔθηκαν , ὃν κτάνεν ὑψιμέδων Ζεύς που ψολόεντι κεραυνῷ Οἰάγρου φίλον υἱόν , ὃς
6735296 ἐφιλατο
ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν : ἔξοχα γάρ μιν ἐφίλατο Παλλὰς Ἀθήνη : ὃς καὶ Ἀλεξάνδρῳ τεκτήνατο νῆας ἐΐσας
ποιμένι λαῶν . [ ] ν ? μερόπων ἀνθρώπων [ ἐφίλατο ] μητίετα Ζεύς . [ πολὺν ] δ '
6733900 ἀποτευγμα
, ὃ οὐκ ἔστιν ἀπότευγμα τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου ; ἀπότευγμα δὲ τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δοκεῖ σοι ,
μ εἰς β ἤμβλωκα . ἔκτρωμα , ἄμβλωσις καὶ ἠλιτόμηνον ἀπότευγμα . ἐξευρημένην ] ἀποδεδειγμένην , ἐπινοηθεῖσαν , τὸ ἐπινοηθέν
6729237 πατρωιαι
ὦ τεκοῦσα , καὶ σύ , σύγγονε , ἐν γῆι πατρώιαι , καὶ πόλιν θυμουμένην παρηγορεῖτον , ὡς τοσόνδε γοῦν
: . . . . δημιουργὸν γὰρ γενέσθαι τὸν Σωκράτην πατρώιαι τέχνηι χρώμενον τῆι λατυπικῆι Ἀριστόξενος ἱστορεῖ : καὶ Τίμαιος
6729233 γελα
. Ἡ Εἰδοθέα οὖν θυγάτηρ αὐτοῦ ἦν , καὶ οὖτε γελᾶ διὰ τὰ τέκνα , οὔτε κλαίει , ὡς δαίμων
. Ἡ Εἰδοθέα οὖν θυγάτηρ αὐτοῦ ἦν , καὶ οὖτε γελᾶ διὰ τὰ τέκνα , οὔτε κλαίει , ὡς δαίμων
6728661 ἐπεσκηψεν
τὸν Ἀμφιαράου παῖδα , ᾧ ὁ πατὴρ ἀνελεῖν τὴν μητέρα ἐπέσκηψεν , εἰ δὲ μή , ἔσται τὸν πατέρα λυπῶν
γάρ σε κῆρυξ ἢ γερουσία Φρυγῶν ἐλθοῦς ' ἀμύνειν οὐκ ἐπέσκηψεν πόλει ; ποῖον δὲ δώρων κόσμον οὐκ ἐπέμψαμεν ;
6728003 Ἀμπελωνας
δὲ τῶν κακοποιῶν τις ἐπίδῃ ἀνυπερθέτως τὸ τοιοῦτον συμβήσεται . Ἀμπελῶνας δὲ καὶ κήπους ἐν Ἰχθύσι καὶ Καρκίνῳ καὶ Ὑδροχόῳ
καὶ τῶν κακοποιῶν τις ἐπίδῃ ἀδηρίτως τὸ τοιοῦτον συμβήσεται . Ἀμπελῶνας δὲ καὶ κήπους ἐν Ἰχθύσιν , Καρκίνῳ , Ὑδροχόῳ
6726394 παρθενιοι
ἔτι παρθένος εἶναι . διὸ καὶ οἱ ἐξ αὐτῶν παῖδες παρθένιοι . ἢ ὅτι λαθραίως ἡ Πιτάνη διεκορεύθη καὶ ἔτεκεν
. εἶσι δὲ οἵδε : προσωδιακοί , ἀποστολικοὶ οἱ καὶ παρθένιοι , εἶσι δὲ καὶ παρὰ βαρβάροις σπουδαῖαι καὶ φαῦλαι
6721319 Βακχυλιδην
ὥσπερ ὁ πίθων . ταῦτα δὲ ἔνιοι τείνειν αὐτὸν εἰς Βακχυλίδην : εὐδοκιμῆσαι γὰρ αὐτὸν παρὰ τῷ Ἱέρωνι . ὃ
τὴν Μαντινέαν φησὶν εἶναι ἱερὰν Ποσειδῶνος , καὶ παρατίθεται τὸν Βακχυλίδην λέγοντα οὕτω : Ποσειδάνιον ὡς Μαντινέες τριόδοντα χαλκοδαιδάλοισιν ἐν
6716301 περιειμι
παρόντας ἡμᾶς . Ἄριστον γοῦν ἄγρυπνον αὐτὸν φυλάττειν : ἅπασαν περίειμι διαναστὰς ἐν κύκλῳ τὴν οἰκίαν . τίς οὗτος ;
ἐπίκειμ ' ὡσεὶ μέγα χρῆμά τι πράσσων , εἰ θνητῶν περίειμι πολυφθερέων ἀνθρώπων ; . . [ , . ]
6709013 ῥεζων
, παράνομα , ἄδικα : ὃς οὐκ ὄθετ ' αἴσυλα ῥέζων . παρὰ τὴν αἶσαν , ἢ παρὰ τὸ ἄσω
οὔ νύ τ ' Ὀδυσσεὺς Ἀργείων παρὰ νηυσὶ χαρίζετο ἱερὰ ῥέζων Τροίῃ ἐν εὐρείῃ ; τί νύ οἱ τόσον ὠδύσαο
6708849 ἀσπαστος
: ἀπὸ τοῦ ἀσπάζω , ἀφ ' οὗ ῥηματικὸν ὄνομα ἀσπαστός καὶ τὸ οὐδέτερον ἀσπαστόν . ὁ μέλλων ἀσπάσω ,
ὁ διὰ τῶν ὀδόντων ψόφος ποιός . ἀριδίκετος ὁ ἄγαν ἀσπαστός , παρὰ τὸ δικανᾶσθαι , ὅ ἐστι δεξιοῦσθαι .
6706633 σκωπτικος
Γ τὸν μισθὸν ] τὸν δικαστικόν . Γ Λυσίστρατος : σκωπτικός . Γ καὶ ἐν Ἀχαρνεῦσι Λυσίστρατός τ ' ἐν
λοπίδας μοι παρέσχηκε κεστρέως “ . ὁ σκωπτόλης ] ὁ σκωπτικός . δραχμὴν μετ ' ἐμοῦ λαβὼν : καθὸ εἰς
6706086 ἀναφαινει
, ἔχειν δὲ τὰ πτερὰ αὐτοῦ φασι στίγματα ὑπόλευκα . ἀναφαίνει τε δύο ἀπὸ τῶν ὀφρύων παρ ' ἑκάτερον τὸν
, προσέτι τε τὴν λαμπροτάτην πόλεων πασῶν ὁπόσας ὁ Ζεὺς ἀναφαίνει , τὰς Ἀθήνας λέγω . ἐπιλείποι δ ' ἄν
6700379 σιγως
φιλοῦσά γ ' ἧς ὕπερ μαντεύεται , ἢ καί τι σιγῶς ' ὧν σιωπᾶσθαι χρεών ; ἀτὰρ θυγατρὸς τῆς Ἐρεχθέως
φθόρον ] φθοράν . θΞ σιγῶς ' ] ἀπελθοῦσα . σιγῶς ' ] σιωπῶσα . Ξ ἀνασχήσῃ ] ὑπομείνῃ .
6700328 παιδολετωρ
Ἐρινὺν Ἔριν εἶπεν . ὑποκοριστικῶς Ἔριν εἶπε τὴν Ἐρινύν . παιδολέτωρ δ ' ἔρις : ὑποκοριστικῶς τὴν Ἐριννὺν Ἔριν εἶπεν
φρένας : οὐ γὰρ ἂν ἠράσατο τοῖς παισίν . θ παιδολέτωρ δ ' Ἔρις : ταῦτα παρορμᾷ : δῆλον δὲ
6699114 Ἑλλανικωι
νῦν καλεομένην Τυρσηνίην ἔκτισαν . Μυρσίλος δὲ τὰ ἔμπαλιν ἀποφαινόμενος Ἑλλανίκωι τοὺς Τυρρηνούς φησιν , ἐπειδὴ τὴν ἑαυτῶν ἐξέλιπον ,
καὶ τοῖς τραγικοῖς ποιηταῖς ἢ Κτησίαι τε καὶ Ἡροδότωι καὶ Ἑλλανίκωι καὶ ἄλλοις τοιούτοις . . . . , :
6699029 ἀπηγετο
, ἠλέει δὲ αὐτὴν ὁ Κλυτός . Καὶ ἡ μὲν ἀπήγετο εἰς Ἰταλίαν , ἡ δὲ Ῥηναία ἐλ - θόντι
εἴθ ' ὡς ὁ Φάβιος παραδέδωκε δέσμιος εἰς τὴν Ἄλβαν ἀπήγετο . Ῥωμύλος δ ' ἐπειδὴ τὸ περὶ τὸν ἀδελφὸν
6698992 ἐπιστατειν
δὲ βραβευτὰς καὶ ἐπιστάτας ὠνόμαζον , ὅθεν καὶ τὸ βραβεύειν ἐπιστατεῖν Σοφοκλῆς . καὶ τὸ μὲν πρὸ τοῦ στεφάνου συμπλέκεσθαι
, ἐν τῷδε . . . θεριζομένους . ἱερομνημονεῖν ] ἐπιστατεῖν τῶν ἱερῶν ἡμερῶν , ἱερομνήμων εἶναι . πυλαγόραι .
6698932 φορτικων
ἐπαγκρατίαζε , καὶ τὴν μάχην τοῦ σοφοῦ ἔνιοι τῶν ἐπιτυχόντων φορτικῶν ἀνδρῶν διέλυον . ἔδει δέ , εἴπερ ἀρετῇ συνετέθραπτο
ἁπάντων καὶ τρυφάτω μόνος καθ ' ἑαυτὸν κολακείας καὶ ἐπαίνων φορτικῶν ἀπηλλαγμένος : καὶ θεοῖς θυέτω καὶ εὐωχείτω μόνος ,
6695728 προσφιλεια
προσφίλεια ] ἀγάπη . προσφίλεια ] κατ ' εἰρωνείαν . προσφίλεια ] σχέσις , οἰκείωσις . θ προσφίλεια ] ἤγουν
. προσφίλεια ] οἰκείωσις : ἀπὸ τοῦ προσφιλὴς προσφίλεια . προσφίλεια ] ἡ φιλία , ἡ οἰκείωσις . προσφίλεια ]
6693863 θεομανες
θεοῖς ἐπιμαινόμενε : ἐπιστρατεύῃ γὰρ πατρίδι καὶ πατρῴοις θεοῖς . θεομανές ] θεοῖς ἐπιμαινόμενε . θεομανές ] μισητὸν τοῖς θεοῖς
] σώζειν . θ ναυκληρεῖν ] διεξάγειν . Ξ ὦ θεομανές τε : ὦ θεοῖς ἐπιμαινόμενε : ἐπιστρατεύῃ γὰρ πατρίδι
6689973 μειλιχιος
ὁ Ζεὺς οὐ καταιβάτης μόνον , ἀλλὰ καὶ ἱκέσιος καὶ μειλίχιος . ποιήσας τοίνυν τὸ τοῦ καταιβάτου πρὸς τοὺς βαρβάρους
ἐπιμε - λείας ὁπόσης ἔτυχον πρὸς αὐτοῦ , ὅτι τε μειλίχιος καὶ εὐόμιλος καὶ τὸ μεγαλουργὸν ἔχοι τῷ δικαίῳ ἀνακεκραμένον
6688522 στυγεει
ἐπὶ δὲ τοῦ μισεῖσθαι “ νῦν δ ' ἐμὲ μὲν στυγέει : ” ἀφ ' οὗ καὶ τὴν στυγερὴν μισητήν
Στυγὸς ὕδατος αἰπὰ ῥέεθρα . νῦν δ ' ἐμὲ μὲν στυγέει , Θέτιδος δ ' ἐξήνυσε βουλάς , ἥ οἱ
6684747 δουλικος
κήρυκα . . ᾑρημένην : κεχειροτονημένην . . κατωνάκη : δουλικὸς καὶ ἀνελεύθερος χιτών . προχειριοῦμαι : Εὐτρεπίσω . κἀξετάσω
περὶ ΔΑΜΟΦΙΛΟΥ λέγων τοῦ Σικελιώτου , δι ' ὃν ὁ δουλικὸς ἐκινήθη πόλεμος , ὅτι τρυφῆς ἦν οἰκεῖος , γράφει
6683578 ἀποτμον
, φησὶ , καὶ φώνει βοὴν δυσαιανῆ καὶ δυσθρήνητον , ἄποτμον καὶ κακόμορον , ἤτοι κακοθάνατον , τοῖς Πέρσαις τοῖς
ἅμιλλα κούραις . ἐγὼ δὲ σᾶι δυστυχίαι δάκρυσιν διοίσω πότμον ἄποτμον . ὦ τάλαινα μᾶτερ , ἔτεκες ἀνόνατα : φεῦ
6681772 ἀπαραμονους
μικρᾶς τύχης ἀναβιβαζομένους καὶ συγκοσμουμένους , πρὸς δὲ τὰς περικτήσεις ἀπαραμόνους καὶ εὐαλώτους ἢ ἐνδεεῖς κατά τινας χρόνους γινομένους καὶ
καὶ εἰς τὸν περὶ τέκνων ἢ σωμάτων τόπον οὐκ ἀγαθοὶ ἀπαραμόνους τε τὰς κτήσεις παρεχόμενοι καὶ ψυχικὰς ἀνίας ἐπάγοντες .
6680998 Ἐσχε
καὶ ἀστρολογούμενα καὶ γεωμετρούμενα καὶ ἕτερ ' ἄττα ἀξιόλογα . Ἔσχε δὲ καὶ θυγατέρας τρεῖς , Ἀκτίδα , Δελφίδα ,
καὶ ὕμνῳ . Ἕλῃ ] Ἐπικρατὴς γένηται . Δέδεκται ] Ἔσχε καὶ ἔλαβεν . Τὸ προοίμιον ἀπὸ τῆς πόλεως τοῦ
6679708 Ῥαμνος
καὶ διαφορητικῆς τῶν ἐκ τοῦ βάθους ἐστὶν ἡ ζύμη . Ῥάμνος ξηραίνει μὲν κατὰ τὴν δευτέραν ἀπόστασιν , ψύχει δὲ
Ἥλιος ἡνίχ ' ὁδεύῃ ἕβδομον ἱππεύσας τετράζυγον ἄντυγα πώλων . Ῥάμνος ἔχει πανάκειαν ἐν οἴκοισιν παναρίστην φυομένη φραγμοῖσιν ἀκανθῆεν πετάλειον
6679196 σιγησεται
δὲ Ἑρμῆς μετά τινος ἀγαθοποιοῦ ὡροσκοπῇ χρήματα λαβὼν ὁ ἐνάγων σιγήσεται , ἐὰν δὲ τὸν ὡροσκόπον ὁ Κρόνος βλάπτῃ ζημιωθήσεται
δὲ Ἑρμῆς μετά τινος ἀγαθοποιοῦ ὡροσκοπῇ χρήματα λαβὼν ὁ ἐνάγων σιγήσεται , ἐὰν δὲ τὸν ὡροσκόπον ὁ Κρόνος βλάπτῃ ζημιωθήσεται
6672693 ἀργματα
πολεμιστήρια . ἄραξε συνέτριψε , κατέβαλεν . ἀράρισκεν ἥρμοζεν . ἄργματα ἀπαρχάς . ἀρετήν τὴν κατὰ πόλεμον ἀνδρείαν . ὁτὲ
παρὰ τὸ ἄρχω ἦργμαι ἄργμα καὶ ἄπαργμα : Ὅμηρος : ἄργματα θῦσε θεοῖς αἰειγενέτῃσι . . . . ἀπαιωρήσας :
6672659 φονιαν
Ἰὼ ἰώ : ἔπαγ ' ἔπιθ ' ἐπίφερε πολέμιον ὁρμὰν φονίαν , πτέρυγά τε παντᾷ περίβαλε περί τε κύκλωσαι :
Τυνδαρίδαι ; καὶ σοί : Φοίβωι τήνδ ' ἀναθήσω πρᾶξιν φονίαν . τίς δ ' ἔμ ' Ἀπόλλων , ποῖοι
6672147 ἐπεζεσεν
τοῦτον εἰς φοινικίδα ; Οἷον αὖ μέλας τις ὑμῖν θυμάλωψ ἐπέζεσεν . Οὐκ ἀκούσεσθ ' , οὐκ ἀκούσεσθ ' ἐτεόν
λοτόδε ? [ ! ] ? πάθος ? ? [ ἐπέζεσεν ] [ ] οφλεγες ? [ ] ατον αὐτόμαργον
6670707 ἀνταποδιδοντων
κακοῦ κυνὸς ὗν ἀπαιτεῖς : ἐπὶ τῶν καλὰ ἀντὶ κακῶν ἀνταποδιδόντων . Ἄνθρακες ὁ θησαυρός : ἐπὶ τῶν ἐφ '
τῶν τοὺς ὁμοίους φυλαττομένων . Κῶνος ἀρτοξύει : ἐπὶ τῶν ἀνταποδιδόντων . Λάβρακας Μιλησίους : ὅταν ἐν ἀγορᾷ εἰς πλῆθος
6670545 Θερμαινει
δ ' ἄλλο τὸ ἔνδον ἀϲθενὲϲ ὑπάρχει . Μάραθρον . Θερμαίνει μὲν ἰϲχυρῶϲ , ὡϲ ἐκ τῆϲ τρίτηϲ ἤδη δύναϲθαι
πῶϲ ἐϲτι πρὸϲ τὰ διαφορήϲεωϲ ἰϲχυροτέραϲ δεόμενα . Μελάνθιον . Θερμαίνει μὲν καὶ ξηραίνει κατὰ τὴν τρίτην τάξιν , ἔοικε

Back