καὶ καθ ' ἑαυτὸ πρόεισί τε καὶ ζῇ δύο ποσὶν ἐπισυρόμενον τὸ ἡμίτομον καὶ ἐκεῖνο καὶ τοῦτο . εἶτα ὅταν
τὸν ἐρεοῦν κεκρύφαλον ὠνόμαζον . σύρμα δὲ τραγικόν ἐστι φόρημα ἐπισυρόμενον , ἐπίρρημα δὲ κωμικὸν ταινιῶδες , τὸ μὲν πλάτος
5771113 ἑλκον
γὰρ σῶμα κινοῦν καὶ κινεῖται : ἢ γὰρ ὠθοῦν ἢ ἕλκον ἢ δινοῦν ἢ ὀχοῦν ἢ † ῥιπτούντων ἄλλος λόγος
γὰρ τῶν ἁπλῶν τε καὶ πρώτων μορίων , τὸ οἰκεῖον ἕλκον ἀπὸ τῆς οἰκονομηθείσης τροφῆς , κατέχει μὲν πρώτως ,
5752010 θραυει
περίεστι τοσοῦτον κράτος , ὡς ἀσινῆ μένειν κατενεχθέντα αὐτόν . θραύει γοῦν οὐδὲ ἕν , εἰ καὶ πέσοι κατὰ ῥωγάδος
διασπαράσσει , καὶ ξυναρπάζει βίᾳ ἄνευ χαλινῶν , καὶ ζυγὸν θραύει μέσον . πίπτει δ ' ἐμὸς παῖς , καὶ
5671232 μεριζων
τουτέστι τὸ νεῖκος . ἢ οὕτω : καὶ ἐνδατούμενος καὶ μερίζων αὐτό , δὶς καλεῖ τὸ ἐν τῇ τελευτῇ ὄνομα
τὸ ὄνομα αὐτὸ εἶτα ἐπάγων τὴν φερωνυμίαν . δατούμενος ] μερίζων . θΞ δατούμενος ] διακόπτων . δατούμενος ] μεριζόμενος
5649480 ὀστρακον
σμύρνα , χαλκῖτις , θεῖον , στυπτηρία σχιστή , σηπέας ὄστρακον , φλοιὸς λιβάνου , σκίλλα , ἀμμωνιακόν , ἰχὼρ
ἔκρυψε νέφεσιν , ἔνθεν εἰς ὄρος ῥίψας ἤραξεν αὐτῆς οὖλον ὄστρακον νώτων . ἡ δ ' εἶπεν ἐκψύχουσα “ σὺν
5603924 διατρεχει
σμικρὸν καὶ ἐκ τοῦ σμικροῦ ἐπὶ τὸ μέγα οἷον ὄγκον διατρέχει : καὶ ἡ ἀοριστία αὐτῆς ὁ τοιοῦτος ὄγκος ,
τῆς θαλάσσης , ἐξαπλοῖ , ἄνω ἀνατείνει . διαῤῥέει : διατρέχει , ἐξαπλοῦται , ὑψοῦται . Μέσος δὲ διαῤῥέει :
5574208 ταραξον
, καὶ ἔα ἡμέρας ζʹ : καὶ καθ ' ἑκάστην τάραξον τὸν βίκον : τῇ δὲ ἑβδόμῃ ἀποσειρώσας τὸ πᾶν
κοχλιάριον * μύρια : κατὰ πολύ πολλάκις * ταράσσειν : τάραξον * ἀπόερσον : ῥῖψον ἄφελε ἀπόρριψον , φθείρου διάφθειρε
5465626 χωρουν
δεῖ πλείω λέγειν : κινεῖται γὰρ ἤδη τὸ βάρβαρον στράτευμα χωροῦν ἐφ ' ἡμᾶς . ἀλλ ' ἄπιτε καὶ καθίστασθε
τὸν τόπον εἶναι σῶμα : ἔσται γὰρ σῶμα διὰ σώματος χωροῦν , εἰ τὰ κινούμενα ἐν τόπῳ κινεῖται . ἀλλὰ
5437375 πλαστιγγι
μάταιος ἐκ νυκτῶν φόβος κινεῖ ταράσσει καὶ διωκάθει πόλεως χαλκηλάτῳ πλάστιγγι λυμανθὲν δέμας . καὶ τοῖς τοιούτοις οὔτε κρατῆρος μέρος
Χάρις λάμπει περὶ σὰν πτέρυγα χρυσέαν , καὶ τὸ τεᾶι πλάστιγγι δοθὲν μακαριστότατον τελέθει : τὺ δ ' ἀμαχανίας πόρον
5404879 στελεχος
ἀκρεμόσιν : αἰεὶ δὲ πλείων καὶ βελτίων ἡ εἰς τὸ στέλεχος συρρέουσα τῆς εἰς τοὺς ἀκρεμόνας . Διαφέρουσι δὲ καὶ
μὲν κρανείᾳ : ὁ μὲν Ἴδας κρανείῳ δόρατι τὸ κοῖλον στέλεχος τῆς δρυὸς οὐτάσας τῶν διπτύχων ἤτοι τῶν Διοσκούρωνδίδυμοι *
5388427 ἐκδησαι
εἰρεσίῃ : κωπηλασίᾳ . προτέρωσε : ἐσωτέρω . ἀνάψαι : ἐκδῆσαι . ἔνθ ' οἵγ ' Ἐκβασίῳ : ἀπὸ τῆς
χεῖρας ὕπερθεν [ ἐς θάλαμον βαλέειν , σανίδας δ ' ἐκδῆσαι ὄπισθε , ] σειρὴν δὲ πλεκτὴν ἐξ αὐτοῦ πειρήναντε
5353524 ὠον
ἐν τῷ ὀξυκράτῳ λαμβανέτω ἢ χόνδρον πλυτὸν ἢ ὄρυζαν ἢ ὠὸν ἁπαλὸν ψυχρόν . ἐν τόπῳ δὲ φαρμάκων πρὸς τὴν
ἐκπληροῦν ὅλον τὸν ὀφθαλμόν . ἔριον δὲ μαλακὸν βρέξανταϲ εἰϲ ὠὸν ἀνακεκομμένον μετ ' οἴνου καὶ ῥοδίνου ἐπιτιθέναι καὶ ἐπιδεῖν
5353278 συνεστως
ἀλλὰ ποτὲ καὶ ἀόριστον ὄνομα ποτὲ δὲ λόγος ἐξ ὀνομάτων συνεστὼς πλειόνων . ἀλλ ' οὐχ οὕτω λέγεται ταῦτα σαφῶς
, τρόπου : εἰ μικρά τις τούτων ἐμπέσοι διαφορὰ , συνεστὼς ποιήσει τὸ ζήτημα , ἐπὶ προσώπου μὲν , εἰ
5334303 περιελιξας
, ἀναφυρήσας τοῦτο , ἐς εἴριον μαλθακὸν καθαρὸν περὶ πτερὸν περιελίξας ῥάκεα , καὶ καταλαβὼν προστιθέναι , ἐς λευκὸν ἄλειφα
, μῆκος δὲ ἓξ δακτύλων , χρίσας τῷ φαρμάκῳ , περιελίξας τῷ εἰρίῳ , τὸ φάρμακον ἀνασπογγίσας , τὸ ἔσχατον
5323271 ἐτρεχεν
πληθὺς ἐνίκα μὲν ἑκατοντάδας ἤδη , εἰς χιλιάδας δ ' ἔτρεχεν , εἶτα καὶ μυριάδας καὶ μέγας γέγονε στρατὸς καὶ
Τὸ γὰρ ἦτρον τῆς χύτρας ἐλάκτισεν . Χὠ μὲν γεγηθὼς ἔτρεχεν , ἡ δ ' ἐξέσπασεν ἐκ τοῦ στόματος τοῦ
5308458 μαρμαρου
ἀπὸ ἑκατὸν εἴκοσι σταδίων , τὸ μέταλλον ἔχουσα τῆς λευκῆς μαρμάρου πολύ τε καὶ σπουδαῖον . μετὰ δὲ Σηλυβρίαν Ἀθύρας
ἡμίσ . ψιμμυθίου πεπλυμένου , λιθαργύρου πεπλυμένου , ἀμύλου , μαρμάρου ἀπὸ Προκοννήσου λευκοῦ πρίσματος ἢ ῥινίσματος , μαστίχης ,
5307769 ἱππειου
σπέρματα : μεστωθὲν δὲ χάδοι βάθος ὀξυβάφοιο . Ἔνθα καὶ ἱππείου προταμὼν σπερμεῖα σελίνου , δραχμάων δὲ δύω σμύρνης ἐχεπευκέος
ἀμφί τε δειρήν : τῷ ἴκελος Διὸς υἱὸς ἀφ ' ἱππείου θόρε δίφρου . ἦμος δὲ χλοερῷ κυανόπτερος ἠχέτα τέττιξ
5298045 συνιον
. ἔς τε τὸν ἱππόδρομον , ὅπου μάλιστα τὸ πλῆθος συνιὸν ἐκκλησιάζει , τὸν Ἰουλιανὸν ἐβλασφήμουν , ἀρωγὸν δὲ τῇ
καὶ εἰ δριμύτερόν τι τύχῃ , καὶ διαφορητικὸν τῇ μελαίνῃ συνιὸν χολῇ , μεθ ' ἑλκώσεως καρκίνους ἐπεγείρει . καὶ
5295538 καταλειφθεν
ἐπὶ τῶν ὁμοιομερῶν , ὡς εἴρηται , λέγεται εἶναι τὸ καταλειφθὲν κολοβόν , οἷον ἐὰν ἀπὸ λίθου μέρος τι ἀφαιρεθείη
ἐπὶ πάντων τῶν ὀργανικῶν μέρους τινὸς ἀφαιρεθέντος λέγεται εἶναι τὸ καταλειφθὲν κολοβόν , ἐπειδή , ὡς εἴρηται , μένει πως
5283483 λεπτοτατον
καὶ στρογγύλων ξυγκόψας ἐν τῷ ὅλμῳ , καὶ σήσας ὡς λεπτότατον νίτρου ἐρυθροῦ Αἰγυπτίου τεταρτημόριον μνᾶς , ὀπτήσας , τρίψας
καὶ ἐξίσταται καὶ γίγνεται ἠὴρ καὶ ὀμίχλη : τὸ δὲ λεπτότατον καὶ κουφότατον αὐτέου λείπεται , καὶ γλυκαίνεται ὑπὸ τοῦ
5276521 ὀψαριου
Δί ' : οὐ δοίην αὐτῷ τέμαχος . ὅτι ἐπὶ ὀψαρίου μόνου λέγεται τὸ τέμαχος , ἐπὶ δὲ τῶν ἄλλων
τῷ αἵματι καὶ τῇ χολῇ , καὶ ἀνάπλαϲϲε ὡϲ λεπίδαϲ ὀψαρίου , χρῶ δὲ ἐκ ῥιζῶν τίλλων τὰϲ τρίχαϲ ,
5275708 κλωνιον
δὲ ὅλον , περὶ ἕνα μίσχον παχὺν καὶ ἰνώδη ὡσὰν κλωνίον τὰ μὲν ἔνθεν τὰ δὲ ἔνθεν κατὰ γόνυ καὶ
ἢ σικύου σπερμάτια ὡς ὀκτὼ λεῖα μετὰ ψυχροῦ , ἢ κλωνίον ἡδυόσμου λεάνας δὸς πίνειν : ἐπιτίθει δ ' ἔξωθεν
5257046 δηχθῃ
τοῦ στρατηλάτου νεῶν . † ταύτην τοιαύτην εἶπον , ὡς δηχθῇ λεώς , ὅσπερ τέτακται τήνδε κυρῶσαι δίκην . πατρὸς
ῥίζαϲ γεντιανῆϲ ἀποθέϲθαι κεκομμέναϲ καὶ ϲεϲηϲμέναϲ . ὁπόταν δέ τιϲ δηχθῇ ὑπὸ λυϲϲῶντοϲ κυνόϲ , εἰϲ οἴνου ἀκράτου κυάθουϲ τρεῖϲ
5252634 ἐπιβαινων
. ὅτι Ἀριούιστος , Γερμανῶν βασιλεὺς τῶν ὑπὲρ Ῥῆνον , ἐπιβαίνων τῆς πέραν Αἰδούοις ἔτι πρὸ τοῦ Καίσαρος ἐπολέμει ,
οἱ δὲ ἄλλοι φρύγανα ἐμβάλλουσι καὶ ξύλα ὤκιστα , ὧν ἐπιβαίνων , εἰλημμένος τε τοῦ ποδὸς μάλα ἐγκρατῶς τε καὶ
5251210 ἡμιονου
οὐ καλῶς φασι τὰς ἰδέας ἀριθμούς . † ἐκ γὰρ ἡμιόνου καὶ ἵππου οὐκ ἄν ποτε γένοιτό τι εἶδος ἕτερον
δὲ ὁ Ἀντιπάτρου ἐκόμισεν : οἱ δὲ καὶ ὅτι ἐν ἡμιόνου ὁπλῇ ἐκόμισε καὶ τοῦτο ἀνέγραψαν . δοῦναι δὲ αὐτὸ
5242917 πωλικον
γὰρ ἐν Ὀλυμπίᾳ τρέχει τὸ τέλειον ἅρμα , τὸ δὲ πωλικὸν ὀκτώ . ἵππων φυτεῦσαι : τὸ Πάνθειον , ἐν
! ] Θεσσαλοῦ συνωρίς . | [ Βιλιστίχης Μακετίδος ] πωλικὸν [ ] | [ τέθριππον ] : αὕτη Πτολεμαίου
5241805 στερεος
τῶν Γ Δ Ε ἐστιν μονάδων ρμδʹ [ ὁ Θ στερεός : ἁπλῶν οὖν μυριάδων ρμδʹ ἐστὶν ὁ ἐκ τῶν
ὥστε ὁ ἐκ τῶν νʹ νʹ νʹ μʹ μʹ λʹ στερεός ἐστιν μυριάδων ξʹ διπλῶν . ιεʹ . Ἔστωσαν δὴ
5229226 κοτυλη
ʂ ὁ ξέϲτηϲ # ιηʹ # κʹ # κζʹ ἡ κοτύλη # θʹ # ιʹ # ιγʹ ʂ τὸ μέγα
δὲ ϲταθμὸν ἔχει τὸ κοχλιάριον καὶ ἡ κοτύλη . ἡ κοτύλη ταὐτὸν δὲ εἰπεῖν ὡϲ τὸ τρυβλίον . ] Τὸ
5225642 καιεται
πονηροῖς . παρὰ τούτῳ τῷ Πανὶ πῦρ οὔ ποτε ἀποσβεννύμενον καίεται . λέγεται δὲ ὡς τὰ ἔτι παλαιότερα καὶ μαντεύοιτο
φησι καὶ Ἐ . πολλὰ δ ' ἔνερθε οὔδεος πυρὰ καίεται . . . . . διέκρινε μὲν γὰρ τὸ
5211093 ὑποτροχον
οἷον πρόχυμα , βάσιν οὐκ ἔχον , ἀλλὰ ⌈ κάτωθεν ὑπότροχον [ στρογγύλον κάτω ] . “ στράτιον ” δὲ
αὐτὸ διαστήσαντα καταλιπεῖν , κατὰ πρόβασιν δὲ καὶ πρὸς δίφρον ὑπότροχον . οὕτως ἐκ τῆς κατὰ βραχὺ συναυξήσεως μελετήσει τὴν
5206521 τριβει
* κρηστῆρι : κρείῳ * κνηστῆρι : τῇ θυίᾳ τριβόλῳ τριβεῖ κνῆστις ἡ σιδερᾶ ξυστὴρ ᾗ ξύομεν τὸν τυρόν .
* κρηστῆρι : κρείῳ * κνηστῆρι : τῇ θυίᾳ τριβόλῳ τριβεῖ κνῆστις ἡ σιδερᾶ ξυστὴρ ᾗ ξύομεν τὸν τυρόν .
5203155 παλαιστων
ἐν τῷ κυλίειν τὴν κόπρον . ὁμοῦ μὲν ὡς τῶν παλαιστῶν ἀδηφαγούντων , ὁμοῦ δὲ τῷ ἐπιφερομένῳ οἰκείως τῶν παλαιστῶν
κονίσαι , τουτέστι νικῆσαι : κονιορτοῦνται γὰρ οἱ νικώμενοι τῶν παλαιστῶν . οὕτω Μεθόδιος . . . . ἀκοῦμαι καὶ
5193546 τρωσῃ
* βρύξῃσιν : δάκῃ τρώσῃ , πλήξῃ τρώσῃ πλήξῃ καὶ τρώσῃ , δάκῃ * ἀεικέλιον : κάκιστον βαρέως , ἀλγεινῶς
κτεῖναί τινα φίλιον , πλὴν ὧν ὁ νόμος ἐφίησιν , τρώσῃ μέν , ἀποκτεῖναι δὲ ἀδυνατήσῃ , τὸν διανοηθέντα τε
5192735 καταπιπτων
δέ ἐϲτιν ἀρθριτικοῖϲ ϲκοτωματικοῖϲ : τούτῳ ἕτερόϲ τιϲ ϲτομαχικευόμενοϲ , καταπίπτων ϲυνεχῶϲ ἐπιληπτικῶϲ ἐχρήϲατο καὶ ϲφόδρα ηὐχαρίϲτηϲεν . ἐϲτὶ δὲ
, λυθέντοϲ αὐτοῖϲ τοῦ ζωτικοῦ τόνου : ἀμυδρότεροϲ γὰρ καὶ καταπίπτων ἀεὶ ἐν ταῖϲ ὀλεθρίοιϲ παρακμαῖϲ τοῦ παροξυϲμοῦ γίνεται ὁ
5191260 ποταμιον
⋖ α ὁμοίωϲ πινομένη . φαϲὶν δέ τινεϲ καὶ καρκίνον ποτάμιον χυλιϲθέντα μετὰ γάλακτοϲ , καὶ προϲλαβόντα ϲελίνου ϲπέρμα ,
ἐν τοῖς σκήπτροις ἀνωτέρῳ μὲν πελαργὸν τυποῦσι , κατωτέρω δὲ ποτάμιον ἵππον , δηλοῦντες ὡς ὑποτέτακται ἡ βία τῇ δικαιοπραγίᾳ
5180194 θρομβωδες
χρόᾳ μὲν ὠχρόν , τῇ συστάσει δὲ μήτε παχὺ καὶ θρομβῶδες μήτε ἔνυγρον ἡνωμένον τε δι ' ὅλου καὶ γλίσχρον
τὸν ὀρρόν καὶ αὐτὸ τὸ διατριφθὲν καὶ διακλασθὲν διὰ τὸ θρομβῶδες αἷμα συντρίψας καὶ λειώσας τεσσάρων δραχμῶν βάρος . ἄλλως
5179450 ταλασιουργων
τῶν παλλακίδων , πορφύραν δὲ καὶ τὰ μαλακώτατα τῶν ἐρίων ταλασιουργῶν , στολὴν μὲν γυναικείαν ἐνεδεδύκει , τὸ δὲ πρόσωπον
ἔλινος , ὡς Ἐπίχαρμος ἐν Ἀταλάνταις ἱστορεῖ . ἡ δὲ ταλασιουργῶν ἴουλος . . . . : Ἐπικήδειον καὶ θρῆνος
5177900 ἀποδυεται
περιβέβληται τῷ κύματι , μόνῃ δὲ τῇ κεφαλῇ τὴν θάλατταν ἀποδύεται . ὑπὸ δὲ τὴν ἅλμην τοῦ κύματος ἡ τῶν
γυμνότερος καὶ κινδάλου : ἔστι δὲ λεβηρὶς τὸ δέρμα ὃ ἀποδύεται ὁ ὄφις : ὁ δὲ κίνδαλος εἶδος ὀρνέου ἀσάρκου
5166584 ζυγον
ῥυμὸς πέλεν : αὐτὰρ ἐπ ' ἄκρῳ δῆσε χρύσειον καλὸν ζυγόν , ἐν δὲ λέπαδνα κάλ ' ἔβαλε χρύσει '
' ἔπτατο θυμός . τὼ δὲ διαστήτην , κρίκε δὲ ζυγόν , ἡνία δέ σφι σύγχυτ ' , ἐπεὶ δὴ
5159004 διῃρημενον
εἴδη διαιρεθῆναι δυνάμενον , εἶδος δὲ τὸ ἀπὸ τοῦ γένους διῃρημένον , οἷον εἴ τις λέγοι ζῷον γένος , εἴδη
πλινθίου . ἦν γὰρ τὸ ἄνω περίτρητον εἰς δύο μέρη διῃρημένον , τὸ δὲ πλινθίον καθάπερ καὶ τὰ ἄλλα πλινθία
5157287 ἀνεσπασεν
ὢν ὄφις . Ἡ δ ' εὐθέως τὴν χεῖρα πάλιν ἀνέσπασεν , κατέκειτό θ ' αὑτὴν ἐντυλίξας ' ἡσυχῇ ὑπὸ
αὐτοῦ ψευδατραφάξυος πλέα , κἄβλεψε νᾶπυ καὶ τὰ μέτωπ ' ἀνέσπασεν . Κἄγωγ ' ὅτε δὴ ' γνων ἐνδεχομένην τοὺς
5155080 διακεκριμενου
, ἀφ ' οὗ μὴ προῆλθεν . Ἔτι τὸ διακεκριμένον διακεκριμένου διακέκριται , ὡς τὸ ἕτερον ἑτέρου ἕτερον . Εἰ
μὲν τοῦ συνεχοῦς τὸ μετρεῖν λέγεται , ἐπὶ δὲ τοῦ διακεκριμένου τὸ ἀριθμεῖν . . ἄρνες μὲν οἱ νέοι ,
5150575 ἑλκωθῃ
φῇ μαλακὸν εἶναι τὸ στόμα καὶ εὐρύ . Καὶ ἢν ἑλκωθῇ καὶ φλύκταιναι ὦσιν ἐν τῇ καθάρσει , ἢν μὲν
ἐὰν μὴ κύουϲα τυγχάνῃ ἡ δακοῦϲα μυγαλῆ . ἐπὰν δὲ ἑλκωθῇ , ϲίδια ἑφθὰ ῥόαϲ | γλυκείαϲ κατάπλαϲϲε , καὶ
5135162 πυρινος
φησὶν οὕτως : Ἔστι δὲ ποτίβαζις , ἄρτος κρίθινος καὶ πύρινος ὀπτὸς , καὶ κυπαρίσσου στέφανος , καὶ οἶνος κεκραμένος
ἔγκαρπος , διὰ τὸ τρύγην ἔχειν : τρύγη δὲ ὁ πύρινος καρπός . διαπρύσιον διάτονον . διακριδόν ἐξ ἐπικρίσεως ,
5130077 κατορυξας
κρεῖττόν ἐστιν ἐμφανὴς φίλος ἢ πλοῦτος ἀφανής , ὃν σὺ κατορύξας ἔχεις . ὡς θύουσι δ ' οἱ τοιχωρύχοι ,
κρεῖττόν ἐστιν ἐμφανὴς φίλος ἢ πλοῦτος ἀφανής , ὃν σὺ κατορύξας ἔχεις . ὡς θύουσι δ ' οἱ τοιχωρύχοι κοίτας
5125644 ἐμπεσον
Ἀπουλήιος περὶ τὴν φύσιν ταῦτα : τοῦ κεραυνοῦ τὸ καυστικὸν ἐμπεσὸν εἰς γυναῖκα Μαρκία μὲν ὀνόματι Κάτωνος ὁμευνέτου , ἐγκυμονοῦσα
τὸ ὀστέον καὶ αὐτὸ τὸ ὀστέον , τὸ ἀπὸ ὑψηλοτάτου ἐμπεσὸν καὶ ἥκιστα ἐξ ἰσοπέδου , καὶ σκληρότατόν τε ἅμα
5121666 ἐκφυεται
. Ὅκου φάρυγξ νοσέει , ἢ φύματα ἐν τῷ σώματι ἐκφύεται , τὰς ἐκκρίσιας σκέπτεσθαι : ἢν γὰρ χολώδεες ἔωσι
ὀστῶν , ζήτει καὶ τὰ τῶν νεύρων , ἆρα πόθεν ἐκφύεται , ἆρα ἐξ ἐγκεφάλου ἢ ἐκ τοῦ νωτιαίου ,
5112452 φυσκης
διὰ τῆς λέξεως ἐδήλωσεν . ΓΘ κυκήσω ] συνταράξω . φύσκης : φύσκη ἔντερόν ἐστι παχύ , εἰς ὃ ἐμβάλλεται
, τόμος ἀλλᾶντος , τόμος ἠνύστρου , χορδῆς ἕτερος , φύσκης ἕτερος διαλαιμοτομεῖται , κρατὴρ ἐξερροίβδητ ' οἴνου , πρόποσις
5110099 πλεθρων
. τὴν περὶ τὰς Αἰόλου νήσους ἀναζεῖν οὕτως ἐπὶ δύο πλέθρων τὸ μῆκος ὥστε μὴ δυνατὸν εἶναι διὰ τὴν θερμασίαν
δὲ τὴν περὶ τὰς Αἰόλου νήσους ἀναζεῖν οὕτως ἐπὶ δύο πλέθρων τὸ μῆκος , ὥστε μὴ δυνατὸν εἶναι διὰ τὴν
5103837 πηλου
, πολλοὶ δὲ ἐς τὸ τέλμα ἐμπεσόντες ἠφανίσθησαν κατὰ τοῦ πηλοῦ , καὶ ἀπώλεια οὐκ ἐλάσσων ἀναχωροῦσιν αὐτοῖς ἢ ἐν
: ἐπὶ τῶν εἰς ἄμυναν ἀντικινουμένων . Αἴρειν ἔξω πόδα πηλοῦ : ἐπὶ τῶν βουλευομένων μὴ ἐν πράγμασιν εἶναι .
5103824 σαπεντος
ἐάσῃ τοῦτον συναναφέρεσθαι τῷ αἵματι . κἀντεῦθεν πλεονάσαντος αὐτοῦ καὶ σαπέντος , γίνεται τεταρταῖος . ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον δὲ
ἐκ μυελοῦ ῥάχεως δεινὸς γίνετ ' ὄφις , νέκυος δειλοῖο σαπέντος , ὃς νέον ἐκ τούτου πνεῦμα λάβῃ τέραος ,
5098842 ἱμαντων
σειραῖς . εἴρηται δὲ παρὰ τὴν εἴλησιν τῶν σχοινίων ἢ ἱμάντων . ἰλύσω ἰλύϊ περικαλύψω . ἱμάσθλην μάστιγα , ἀπὸ
“ στεναχούσης ” τῆς στοᾶς εἴρηκεν . τροπωτήρων : τῶν ἱμάντων τῶν συνδεόντων πρὸς τὸν πάτταλον , λέγω δὴ τὸν
5094445 εὐωνυμων
ἔχουσα ἢ ἐκ τῶν δεξιῶν : κἂν μὲν ἐκ τῶν εὐωνύμων μερῶν ἔχῃ τοὺς ἡγεμόνας , εὐώνυμος παραγωγὴ καλεῖται ,
. . τὸ ἑξῆς τοῦ λόγου οὕτως , δι ' εὐωνύμων τετυμμένοι ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων . “ τετυμμένοι δῆθ '
5079223 ἀκμονος
ἐπιπλοκὴν συμφώνου διὰ τοῦ ο , φράδμων φράδμονος , ἄκμων ἄκμονος . Τὰ εἰς νων τὸ ω φυλάττει , Ῥίνων
. ὀφελήματά τινα ὄντα . οἷς τὰ ἐξελαυνόμενα ἐπὶ τοῦ ἄκμονος αὔξεται καὶ ὀφέλλεται . Ὀβελίσκος . ὀφελίσκος τὶς ὢν
5067482 ἐρειδομενος
μεθέπων οἰήϊα νηός : τῷ δ ' ἕτερος κατὰ νῶτον ἐρειδόμενος μετόπισθε δειρὴν ἠδὲ κάρηνον ὁμαρτεῖ ποντοπορεύων : ἄλλος δ
περὶ πρέμνοισιν ἑλίσσεται ἔρνεϊ χαίρων . ἔνθεν ἔπειτ ' ἄκρῃσιν ἐρειδόμενος κοτύλῃσιν ὑψός ' ἀνερπύζει λελιημένος , ἀμφὶ δὲ χαίτας
5058966 κοιλωμα
γαστρίῳ . καὶ τὸ ἐν ὀσφύι δὲ καὶ ῥάχει γινόμενον κοίλωμα αἴτιον δυστοκίας γίνεται , καὶ διὰ πιμελῶδες ἐν ἐπιγαστρίῳ
ἀναβάς , ὁ δὲ κύων πρὸς τῇ ῥίζῃ τοῦ δένδρου κοίλωμα ἔχοντος . τοῦ δὲ ἀλεκτρυόνος κατὰ τὸ εἰωθὸς νύκτωρ
5051777 ἠνυστρου
, κρέας ἐξ ἅλμης ἐξῄρηται , τόμος ἀλλᾶντος , τόμος ἠνύστρου , χορδῆς ἕτερος , φύσκης ἕτερος διαλαιμοτομεῖθ ' ὑπὸ
, κρέας ἐξ ἅλμης ἐξῄρηται , τόμος ἀλλᾶντος , τόμος ἠνύστρου , χορδῆς ἕτερος , φύσκης ἕτερος διαλαιμοτομεῖθ ' ὑπὸ
5047043 λινῳ
τις ᾖ ῥᾷον γένηται καὶ βιῷ μάντιδος πρὸ Πυθίας φοίνικι λίνῳ ἕως οὗ αὐγάσῃ τὸ φῶς δάκˈρεϊ χειμαινομένῳ αἴθωνι βελέμνῳ
μαλλοὺς δύο ἢ τρεῖς πεπλυμένους διαξάναντα καλῶς , δῆσαι μέσους λίνῳ , τὸ δὲ λίνον προσκολλῆσαι κηρῷ πρὸς τὸν πυθμένα
5039607 συντριψας
ναύκληρος ἀποθύει τις εὐχήν , ἀποβαλὼν τὸν ἱστὸν ἢ πηδάλια συντρίψας νεώς , ἢ φορτί ' ἐξέρριψ ' ὑπέραντλος γενόμενος
καὶ ἀναβαίνοντα ὑπὲρ τὰ νῶτα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ πτερὰ συντρίψας ἰσοδίαιτον τοῖς πολλοῖς ἐποίησεν , καὶ τὸ μὲν τραγικὸν
5036931 ποτιζων
φύλλοις : ὁμοῦ συναναφυρέντων πρόσαγε τῇ χρείᾳ , πρότερον μέντοι ποτίζων τὴν κεφαλὴν νάρδῳ , εἶθ ' οὕτως θάλπειν αὐτὴν
, ταῦτα γράφω . παραυτίκα μὲν πεπωκότας ἐμεῖν κέλευε , ποτίζων πλεῖστον ὑδρέλαιον συνεχῶς καὶ παντοδαπὰ σιτία δίδου , εἰς
5025591 πτηνον
τέτταρες , μία μὲν οὐράνιον θεῶν γένος , ἄλλη δὲ πτηνὸν καὶ ἀεροπόρον , τρίτη δὲ ἔνυδρον εἶδος , πεζὸν
τῇ χροιὰ μελανίζων . τούτου ὑπὸ τὸν αἰθέρα ἱπταμένου πᾶν πτηνὸν φρυάσσει . ἔχει δὲ μεγάλας πράξεις , ἃς λέγων
5024409 κτηνος
ἐπανορθούσθω τῷ δεσπότῃ . ἐὰν δὲ μὴ ἄνθρωπον ἀλλὰ | κτῆνος ἀναπείρῃ , τὸ τεθνηκὸς ὁ τοῦ κτείναντος λαβὼν δεσπότης
' ὕπαρξιν εἰς τέρψιν βίου . οὕτως δὲ καὶ πᾶν κτῆνος , ὡς καὶ ἑρπετῶν εἶδος γένος τε ἐξεφήναμεν λόγοις
5013448 ἰσοκωλους
κεκολασμένην ἐς ῥυθμούς , νόημα γὰρ ἐκ νοήματος ἐς περιόδους ἰσοκώλους τελευτᾷ . Ἀκροαταὶ τοῦ ἀνδρὸς τούτου πολλοὶ μέν ,
σχήματι τρίγωνος οὖσα , παραπλησίως τῆι Σικελίαι τὰς πλευρὰς οὐκ ἰσοκώλους ἔχει . παρεκτεινούσης δ ' αὐτῆς παρὰ τὴν Εὐρώπην
5012275 ζυγου
ὥς φησι Μελησαγόρας . ἔστι καὶ παιδιά τις καὶ τοῦ ζυγοῦ τὸ περὶ μέσον : ἀλλὰ καὶ ἡ σελήνη οὕτω
λόγων ὑπέρτερον [ ] ! ει πῶλος ? ὣς ὑπὸ ζυγοῦ ? [ ] ! ουμεν ? ἀρτίως καὶ συγγον
5006961 κεραμιου
ἡμέραις : ἀτρέμα δέ πως ἔν τισιν αὐτῶν ὑπαλλάττων τοῦ κεραμίου τὴν θέσιν , θερμαίνεσθαι κατὰ πᾶν μέρος ὁμοίως αὐτὸ
καὶ ἀθραύστους εἰς κεράμιον , χρίσῃς ἐπιμελῶς τὸ στόμα τοῦ κεραμίου , καὶ γυψώσῃς . Ὁμοίως δὲ καὶ εἰς πηλὸν
5004629 κασσιτερῳ
δʹ , κασσιτέρου ἀποβολῆς # Ϛʹ . Μαγνησίαν ἐπίβαλε τῷ κασσιτέρῳ # βʹ , καὶ χώνευσον τὸν χαλκόν : ἐπιβάλλων
καὶ μέλλῃ τρέπεσθαι ὁ οἶνος , εὑρήσεις ἱδρῶτα ἐν τῷ κασσιτέρῳ γινόμενον μέλανα , καὶ τὸν ἱδρῶτα ὀξὺν ὄντα .
4993416 μεγαθος
ἐρυθρά : ἐς τὰ μάλιστα αἰετῶι περιήγησιν ὁμοιότατος καὶ τὸ μέγαθος . τοῦτον δὲ λέγουσι μηχανᾶσθαι τάδε : ἐξ Ἀραβίης
ἵππου , χαυλιόδοντας φαῖνον , οὐρὴν ἵππου καὶ φωνήν , μέγαθος ὅσον τε βοῦς ὁ μέγιστος . τὸ δέρμα δ
4993061 λευκαινεται
γὰρ οἶάπερ παρθένος , πορφύρεται δὲ οἷα βοῦς , καὶ λευκαίνεται , δηλοῦν τὴν εἰς ἄστρα τῆς κόρης μεταβολήν ,
αὐτοῦ ἐν τοῖς λευκώμασιν τοῦ κερατοειδοῦς , λευκοῦ ὄντος , λευκαίνεται . φαίνεται δὲ μέλας οὐ διὰ τὴν οἰκείαν φύσιν
4989066 κατατεμε
: ἐπὶ ξυλίνου ἢ κεραμεοῦ ἄγγουϲ ὑπτίαν κατακλίναϲ τὴν χελώνην κατάτεμε ταχέωϲ τὴν κεφαλὴν αὐτῆϲ , παγὲν δὲ τὸ αἷμα
τὸ πρῶτον μήτε τὸ ὕστερον λαβεῖν . καὶ ἐάσας παγῆναι κατάτεμε εἰς λεπτὰ μόνον ἐν τῇ λοπάδι . σκεπάσας δὲ
4988807 σεσελιος
τε ἄνευ πυρετοῦ , ὀποῦ σκαμμωνίης πέμπτον μέρος πόσιος ἢ σεσέλιος ἢ ἄλλου τινος τῶν εὐωδέων , καὶ πήγανον ἐν
τοῖσι τρισὶ δακτύλοισι , καὶ τοῦ ἀννήσου , καὶ τοῦ σεσέλιος πέντε ἢ ἓξ , γλυκυσίδης χηραμύδος ἥμισυ τῆς ῥίζης
4986329 προσπεφυκεν
, εἰς πνεύμονα ἀνανεύων , τῇ γλώττῃ καὶ τῷ στομάχῳ προσπέφυκεν , ἐρρίζωται δ ' ἐν μέσῳ τῷ πνεύμονι ,
ἐδείξαμεν , καὶ οὐκ ἐξ ἐκείνων , οἷς τὸ σπέρμα προσπέφυκεν . Ἡρόφιλος δὲ ποτὲ μὲν καί τισιν τῶν γυναικῶν
4983712 ὀστωδες
' ὠψώνει ποτέ , καὶ τοῦ μαγείρου , φασίν , ὀστῶδες σφόδρα αὐτῷ τι προσκόπτοντος ἀπὸ τύχης κρέας εἶπεν ,
εἰκότως τοῦτο γενήσεται , ἐπειδὴ σχεδὸν ἄσαρκόν ἐστι τὸ μέτωπον ὀστῶδες τυγχάνον , εἰ μή τι δ ' ἂν ἐλαχίστη
4975034 πρανες
αὐτῆς μέρος ἄνωθεν ᾖ , τὸ δὲ κυρτὸν κάτωθεν : πρανὲς δὲ τὸ ἐναντίον τούτῳ : μέσον δ ' ἀμφοῖν
οὕτω παρὰ τὸ πιστὸς πιστόσυνος καὶ πίσυνος : κατασυγκοπήν : πρανὲς σημείωσαι τὸ κάταντες καὶ τὸ κατοφερές . καὶ πρανίζει
4971583 μαρμαρῳ
καὶ κιμωλίαν ποιήσαντες μεθ ' ἁλὸς παρατρίβουσιν , ὁμοίως καὶ μαρμάρῳ ὀπτῷ μετ ' ἀνίσου . ὁμοίως δὲ καὶ κριθὰς
Αἴας δὲ πρῶτος Τελαμώνιος ἄνδρα κατέκτα Σαρπήδοντος ἑταῖρον Ἐπικλῆα μεγάθυμον μαρμάρῳ ὀκριόεντι βαλών , ὅ ῥα τείχεος ἐντὸς κεῖτο μέγας
4960704 Γηρας
ἴσα τῇ γαστρὶ ἐντίθετι . [ Πρὸς κωλικήν . ] Γῆρας ὄφιος ἐν ἀγγείῳ χαλκείῳ φρύξας σὺν ἐλαίῳ μέχρι τοῦ
Τὸ συμφέρον θηρῶ . Καιρὸν προσδέχου . Ἔχθρας διάλυε . Γῆρας προσδέχου . Ἐπὶ ῥώμῃ μὴ καυχῶ . Εὐφημίαν ἄσκει
4959510 πηχων
τῆς ὁδοῦ τὸ γλεῦκος ἔρρει . ἑξῆς ἐφέρετο τετράκυκλος μῆκος πηχῶν εἴκοσι πέντε , πλάτος τεσσαρεσκαίδεκα : ἤγετο δὲ ὑπὸ
οὐρὰς ἔχουσι μηκίστας , Ἡρόδοτος λέγει , ὡς εἶναι τριῶν πηχῶν . καὶ οἱ μὲν χειρουργοῦσιν αὐτάς , οἱ δὲ
4955559 ἐλυτρον
Χαλεπὰ τὰ καλά . Χαλεπὸν χορίου κύνα γεύειν : τὸ ἔλυτρον τοῦ ἐμβρύου χόριον καλεῖται . οἱ δὲ κύνες γευσάμενοι
τὰ δὲ ἄλλα ὅσα περὶ τὸ ἱερὸν τοῦ Μαλεάτου καὶ ἔλυτρον κρήνης , ἐς ὃ τὸ ὕδωρ συλλέγεταί σφισι τὸ
4948956 ἀποκλινων
ὁδῷ τῇ τοῦ μόνου βασιλέως καὶ παντοκράτορος , ἐπὶ μηδέτερα ἀποκλίνων καὶ ἐκτρεπόμενος . οἱ δὲ γῆς παῖδες τὸν νοῦν
λευκὸς ἰδεῖν καὶ τρυφερός , αἰθρίας καὶ πόνων ἄπειρος , ἀποκλίνων τὸν τράχηλον , ὑγροῖς τοῖς ὄμμασι μάχλον ὑποβλέπων ,
4947354 δραχμῃ
τέτταρα τάλαντα : οἷς τὸ ἔργον ἂν προσθῆτ ' ἐπὶ δραχμῇ μόνον τῶν δέκ ' ἐτῶν , ὀκτὼ τάλανθ '
κύτταροι μάλευρον νυμφόβας . ὁ Σιληνός πανόπτης Ζεύς ἀλιάποδα ? δραχμῇ παχείᾳ ? οἴνη θρηνῶν . . . τῶν Καρκίνου
4947342 οὐραγου
στίχος ἐξ ἐπιστατῶν καὶ πρωτοστατῶν ἐν μέσῳ λοχαγοῦ τε καὶ οὐραγοῦ συντεταγμένος . συλλοχισμὸς δ ' ἐστὶν παράθεσις λόχου ἑτέρῳ
, εἶτα ἐπιστάτην , καὶ τοῦτο παρ ' ἕνα μέχρις οὐραγοῦ , καθ ' ἃ ὑπογέγραπται : Ὅτ ' ἂν
4947295 παρδαλεως
ταύτῃ τοι καὶ δοκεῖ τὸ ζῷον ἐκ καμήλου τε καὶ παρδάλεως συνεστάναι . τὰ δ ' οὕτως ἐξ ἑτερογενῶν συνελθόντα
ὁ γινόμενος καιομένου ψιμυθίου , φῦκος , στέαρ λέοντος καὶ παρδάλεως καὶ ὑαίνης πάνυ , καστόρειον , σηπέας ὄστρακον ,
4943755 πλασσεται
κύμινον . τούτων δ ' αὐτῶν ἃ μὲν πυρῆνι ὅμοια πλάσσεται , ἃ δὲ κολλυρίοις , καὶ ἃ μὲν αὐτὰ
θέρους ὥρᾳ μετ ' ὄξους ἐφ ' ἱκανὰς ἡμέρας καὶ πλάσσεται εἰς τροχίσκους , καὶ ἐπὶ τῆς χρείας λειοῦται ὄξει
4941188 λιθῳ
. Ἀριστοφάνης : ” εἴθ ' ἐξεκόπην πρότερον τὸν ὀφθαλμὸν λίθῳ ” , καὶ Πλάτων : „ εἴθ ' ἔγραψεν
διαλαγχάνειν οὖν αὐτοὺς καὶ τὸν λαχόντα ἔχοντα δρεπάνιον ἐπιβαίνειν τῷ λίθῳ καὶ τὸν τράχηλον εἰς τὸν βρόχον ἐντιθέναι : παρερχόμενον
4938464 πλατυ
κάτω γένηται , ὡϲ πρὸϲ τῷ μήλῳ , τὸ δὲ πλατὺ ἄνω πρὸϲ τὰϲ βλεφαρίδαϲ . εἶτα ἐκκοπτέον τὸ λαμβδοειδὲϲ
εἶναι ⋮ Λέγεται καὶ τοῦτο περὶ αὐτοῦ , ὅτι κάρφος πλατὺ καὶ στερεὸν ἐνδακὼν ἑαυτὸν ἐπιστρέφει , καὶ ἀντιπρόσωπος ὁμόσε
4938277 ἀπολειψει
, καὶ μηδεμίαν αὔξην γεγονέναι ἐπεμβληθέντος τοῦ ἑτέρου , οὐδὲν ἀπολείψει ὃ μὴ τέμῃ . Οὐ γὰρ κατὰ μεγάλα μέρη
ἐκ τῶν προγόνων ὑπάρχουσαν εὐγένειαν ἀπολεῖ τοῖς τε παισὶ δυσγένειαν ἀπολείψει : ὅστις δὲ ἐν τῷ ἔργῳ ἔσται ἀνὴρ ἀγαθός
4937280 κατεκοπη
' Ἀμίλκα καὶ νυκτὸς πάλιν φυγών , τὸ πλεῖστον αὐτοῦ κατεκόπη , αὐτὸς δὲ Ἰνδόρτης καὶ ζωγρίας ἐλήφθη . ὃν
Καλουίσιος περὶ Μακεδονίαν συμβαλὼν ἡττᾶτο , καὶ τέλος ἓν αὐτοῦ κατεκόπη χωρὶς ὀκτακοσίων ἀνδρῶν . Καίσαρι μὲν δὴ οὐδὲν ἦν
4936581 χαλκωμα
ἰσχυρὸν καὶ ἀς βράσῃ ὥρας δʹ : καίεται γὰρ τὸ χάλκωμα καὶ γίνεται τοιοῦτον ὅ τι τρίβεται ὥσπερ ἅλας :
λύχνον ἐντίθει εἰς κοῖλον λοπάδιον ὀστράκινον καινόν , εἶτα περικάθαψον χάλκωμα εἰς κοῖλον τετρημένον κατὰ μέσον ἐπιμελῶς , ὑποτιθείς τε
4932590 ῥιζωθεν
τῶν ὅλων ὑφίσταται γένεσιν , ἀφ ' ἧς τὸ πᾶν ῥιζωθὲν εἰς ὃ νῦν βλέπομεν ἥκει κατάστημα . Παλαιοὶ γὰρ
τε καὶ λίθους σπείροντας , οὗ μήποτε φύσιν τὴν αὑτοῦ ῥιζωθὲν λήψεται γόνιμον , ἀπεχομένους δὲ ἀρούρας θηλείας πάσης ἐν
4931657 χεας
θανασίμῳ * τύψει : πληγῇ * προσμάξας : προσάψας * χέας : χῦσον * σίδηρον : ἡ σίδηρος * φορβάδος
θηλυτέρης : πρωτοτόκου γυναικός : οὐ γὰρ ἵππου πάντως φησί χέας ] βαλών χέων ] μιγνύς , ἐμβάλλων νύμφαις ]
4927622 περατοϲ
τὸ πρὸϲ τῇ κόρῃ μέροϲ αὐτοῦ ὥϲπερ διαπρίζοντεϲ ὑποδείρωμεν ἄχρι πέρατοϲ , τὸ δὲ λοιπὸν αὐτοῦ τὸ πρὸϲ τῷ μεγάλῳ
τῆϲ τοῦ κάμνοντοϲ κεφαλῆϲ ἐξόπιϲθεν , ὥϲτε τοῦ μὲν κάτω πέρατοϲ ἀντιϲτηριζομένου , τοῦ δὲ ἄνω ὑπὲρ τὴν κεφαλὴν ἑλκομένου
4925974 βδελλα
, ῥοιζηδὰ πίνοντος , τοῦτο γὰρ λείπει , ἡ φιλαίματος βδέλλα προσπελάζουσα ἐπὶ τὰ χείλη αὐτοῦ τῆς βρώμης ἕνεκα τῇ
ὁμοῦ ἐστίν : πάλιν κλαίω ἔκλαιον , πρίζω ἔπριζον , βδέλλα , ἑβδομὰς , χθὼν , ἐχθὲς , φθείρω ,
4916559 ἐλασμα
, καὶ τῇ δεομένῃ πλευρᾷ ἀναιρέσεως πλατὺ μήλης ἢ μηνιγγοφύλακος ἔλασμα ὑπερειδέσθω ἕδρας χάριν , καὶ ἡ ἀκμὴ τοῦ τρυπάνου
φοινίκων καὶ κυδωνίων καὶ μυρσίνης καταπλάσμασι καὶ κηρωταῖς χρῆσθαι . ἔλασμα δὲ μολύβδου πλατὺ καὶ λεπτὸν ὑποβλητέον τῇ ὀσφύι νυκτός
4916276 σκορπιουρου
βοτάνη * ἀβληχρέος : ἀσθενοῦς , λεπτῆς ἀβληχρέος δὲ τοῦ σκορπιούρου . καὶ γὰρ ἀβληχρέος εἶπεν ἐπὶ τῆς ῥίζης ,
ἀνίατα . Ἐὰν δὲ τρίψῃς τὸν αὐτὸν σκορπίον μετὰ σπέρματος σκορπιούρου βοτάνης καὶ ποιήσῃς καταπότια , ξηράνας δὲ ἀποθῇς ἐν
4915297 ξυλων
ἔχει δὲ ἄρα τὸ ἔλαιον ἰσχὺν ἐκείνην : ὅντινα ἂν ξύλων σωρὸν καταπρῆσαί τε καὶ ἐς ἀνθρακιὰν στορέσαι θελήσηις ,
, ἀλλὰ φθῆναι τὰ φορτία σωθέντα εἰς γῆν καὶ τῶν ξύλων τὰ πλεῖστα : ἐξ ὧν τρίτον λέμβον συμπηξάμενον πεντηκοντόρῳ
4914984 ὠμολινον
μαῖαν καὶ ἐπὶ τῶν μηρῶν καὶ ἐπὶ τῶν γονάτων ἁπλώσασαν ὠμόλινον ἢ ῥάκος , ἔπειτα κατακλίνειν τὸ βρέφος καὶ ἀποσπαργανώσασαν
ἴσον ἑκάστου , τοῦ δὲ ναρκισσίνου μοίρας τέσσαρας , ἐπικτένιον ὠμόλινον ξυμμίξας , ταῦτα τρίψας , καὶ ποιήσας βάλανον ,
4914388 τυλος
: τύπος : τύραννος : τυκάνη , ᾧ ἀλῳῶσι : τύλος : τύλη , τὸ τύλιον : τύχη : τυλὸν
πάντα τὰ σεσυριγγωμένα , ὅλα τὰ ἐξειλημμένα . κἂν φανῇ τύλος ὑποκείμενος , ἀπὸ τῶν ὑγιῶν ἐκτεμνέσθω . ἐὰν δ
4912203 ἑρπετον
ἀπὸ Παρράσου τοῦ Λυκάονος . Εἰλειθυίης ἤγουν γεννήσεως . οὔτε ἑρπετὸν οὔτε γυνὴ χρῄζουσα τοῦ τεκεῖν ἐπιμίσγεται . ἢ οὕτως
κέρας ἐλάφειον , ἢ ὄνυχας αἰγὸς θυμιάσῃς . πᾶν δὲ ἑρπετὸν ἀπελάσεις , εἰ ὀπόν , καὶ μελάνθιον , καὶ
4909517 σποδιᾳ
τελευτῆς ] πολὺ κράτιστον ἐνταυθὶ τετάχθαι τάξεως . βολβοὺς μὲν σποδιᾷ δαμάσας καταχύσματι δεύσας ὡς πλείστους διάτρωγε : τὸ γὰρ
ἐγκρύβουσι συνεχῶς ἐφορῶντες καὶ δοκιμάζοντες : ἀφεθεὶς γὰρ ἐν τῇ σποδιᾷ ἐπὶ πολὺ μεταβάλλει τῷ χρώματι , ἔπειτα καὶ διαχεῖται
4903110 ἐπηγνυτο
οὗπερ ἧκον , οὐ διέλιπε βάλλων : εἰ δὲ οὐκ ἐπήγνυτο τὰ βέλη , ἀλλ ' ἦν τὸ τοῦ Αἴαντος
καὶ τὸ λοιπὸν τοῦ θέρους καὶ τὸν χειμῶνα ὅλον ὑλοτομῶν ἐπήγνυτο ναῦς καὶ ὅπλα καὶ σίτου διακοσίας μεδίμνων μυριάδας ἐπὶ
4902848 διαστησας
στέατι μοσχίῳ καὶ μαστιχίνῳ ἐλαίῳ , εἶτα ἐπίχριε : καὶ διαστήσας περίματτε σπόγγῳ θερμῷ . Κεφ . ζʹ . [
δ ' ἐκεῖθεν οὗτος ὁ πρῶτος ἐπ ' ἄπειρον ἑαυτὸν διαστήσας καὶ κινούμενος ἐπ ' ἄπειρον καὶ ῥέων κρατεῖται μὲν
4900536 Βενιαμην
ἡμέρᾳ ἀπέθανεν ὁ υἱὸς Φαραὼ ἐκ τοῦ τραύματος τοῦ λίθου Βενιαμήν . Καὶ ἐπένθησε Φαραὼ τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν πρωτότοκον
ἡμέρᾳ ἀπέθανεν ὁ υἱὸς Φαραὼ ἐκ τοῦ τραύματος τοῦ λίθου Βενιαμήν . Καὶ ἐπένθησε Φαραὼ τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν πρωτότοκον

Back