| οὗπερ ἧκον , οὐ διέλιπε βάλλων : εἰ δὲ οὐκ ἐπήγνυτο τὰ βέλη , ἀλλ ' ἦν τὸ τοῦ Αἴαντος | ||
| καὶ τὸ λοιπὸν τοῦ θέρους καὶ τὸν χειμῶνα ὅλον ὑλοτομῶν ἐπήγνυτο ναῦς καὶ ὅπλα καὶ σίτου διακοσίας μεδίμνων μυριάδας ἐπὶ |
| , κρέας ἐξ ἅλμης ἐξῄρηται , τόμος ἀλλᾶντος , τόμος ἠνύστρου , χορδῆς ἕτερος , φύσκης ἕτερος διαλαιμοτομεῖθ ' ὑπὸ | ||
| , κρέας ἐξ ἅλμης ἐξῄρηται , τόμος ἀλλᾶντος , τόμος ἠνύστρου , χορδῆς ἕτερος , φύσκης ἕτερος διαλαιμοτομεῖθ ' ὑπὸ |
| αὐτῆς ἐκκαὲς ποιεῖ . * Θρήϊσσαν : Θρῃκικήν Θρῃκικήν * βρεχθεῖσα : ὑγρανθεῖσα * σελάσσεται : λάμπει καίεται φλέγεται * | ||
| ἰσόρροπον Θρήϊσσαν : ἡ δὲ Θρήισσα λίθος ἐστίν , ἥτις βρεχθεῖσα τῷ ὕδατι καίεται . ὅτε δὲ εἰς αὐτὴν ἔλαιον |
| μύρμηκες , τήγανοι , ῥαχίαι αἱ ὕφαλοι λέγονται πέτραι . κρωσσὸς δὲ καὶ λάρναξ καὶ ἀμφορεὺς καὶ κάλπις καὶ ξέστης | ||
| ὑδρία : κρώσιον ἡ στάμνος : κρῶσι , βοῶσι : κρωσσὸς κεράμιον , κρατήρ : Κρῶμνα πόλις Παφλαγονική . Τὰ |
| , ἐν τοῖς πολίταις ὑπεροπτικός εἰμι καὶ ὑπέρογκος , οὐ προσβλέπων τοὺς πολίτας ὄμματι λαμπρῷ καὶ ὑπερηφάνῳ , ἀλλὰ προσμειδιῶντι | ||
| ' ὦ Χάρων , ἦ που σφόδρα θυμοῖ ; καρυκκοποιοὺς προσβλέπων βδελύσσομαι . τοὺς Δελφούς * * τίς ὑποκεκρυμμένος μένει |
| , στίμμι , κοράλλιον , ὕαλος ἀργὴ , χαλκὸς , κασσίτερος , μόλυβδος , οἶνος οὐ πολὺς , ὡσεὶ δὲ | ||
| προσεχής , ὡς Διονύσιος ἐν Βασσαρικοῖς . ἐξ ἧς ὁ κασσίτερος . Κασσώπη , πόλις ἐν Μολοσσοῖς , ἐπώνυμος τῇ |
| κριθαὶ , λάθυροι , ὦχροι , φακοὶ , κύαμοι , ζειαὶ , βρόμος , παλάθιον , μέλι , ἔλαιον , | ||
| : τὰ μὲν γὰρ σιτώδη , οἷον πυροὶ κριθαὶ τίφαι ζειαὶ τὰ ἄλλα τὰ ὁμοιόπυρα ἢ ὁμοιόκριθα : τὰ δὲ |
| Γ γυλιαύχενας Γ : αὐχένας οὐκ ἔχοντας , καθάπερ ὁ γύλιος . Γ γυλιαύχενας : μακροτραχήλους : γύλιος γὰρ πλέγμα | ||
| ὅλον σῶμα , καὶ μόνον τὸν τράχηλον μακρόν . Γ γύλιος πλεκτόν τι σκεῦος στρατιωτικὸν στενόστομον , ἐν ᾧ τὰ |
| Ζηνὸς βωμός . ὁ μέντοι γε Πηλεὺς καταλαμβάνεται αὐλῆς ἐν χόρτῳ : ἔχε δὲ χρύσειον ἄλεισον , σπένδων αἴθοπα οἶνον | ||
| ἀνδροφάγοι ἦσαν , γελοίως : τὸ γὰρ ζῷον τοῦτο μᾶλλον χόρτῳ καὶ κριθῇ ἥδεται ἢ κρέασιν ἀνθρωπίνοις . τὸ δ |
| ἑαυτὸν καὶ ἀποβλέπων ἐς τὴν ναῦν , ἐσθὴς δὲ αὐτῷ φοινικὶς ἐξ ὤμου ἄκρου ἐς τὴν ἀριστερὰν ἀνειλημμένη χεῖρα καὶ | ||
| κιονοκράνων . ἐπάνω δὲ τῆς καμάρας κατὰ μέσην τὴν κορυφὴν φοινικὶς ὑπῆρχεν ὑπαίθριος , ἔχουσα χρυσοῦν στέφανον ἐλαίας εὐμεγέθη , |
| οὖλον ἡ συνέχουσα τοὺς ὀδόντας σάρξ φατνώματα ἤγουν ὁλμίσκους * κατείβεται : καταστάζει καταρρεῖ ἀσταγὲς δὲ ἤτοι ἄστακτον , ἢ | ||
| τὰ μὲν ἀθρόα πίμπραται οὖλα ῥιζόθεν , ἐξ ὀνύχων δὲ κατείβεται ἀσταγὲς αἷμα , οἱ δὲ φόνῳ μυδόεντες ἀναπλείουσιν ὀδόντες |
| γίνεται πολλὸν ἡμέρης ἑκάστης , δίδοται δέ σφι καὶ οἶνος ἀμπέλινος : ἰχθύων δὲ οὔ σφι ἔξεστι πάσασθαι . Κυάμους | ||
| τὴν Βούβαστιν , ὁρτάζουσι μεγάλας ἀνάγοντες θυσίας , καὶ οἶνος ἀμπέλινος ἀναισιμοῦται πλέων ἐν τῇ ὁρτῇ ταύτῃ ἢ ἐν τῷ |
| ἤδη : ἀλλ ' Ὕδρη , κέχυται γὰρ ἐν οὐρανῷ ἤλιθα πολλή , οὐρῆς ἂν δεύοιτο . Μόνην δ ' | ||
| ὑπὸ κόπρῳ , ἥ ῥα κατὰ σπείους κέχυτο μεγάλ ' ἤλιθα πολλή : αὐτὰρ τοὺς ἄλλους κλήρῳ πεπαλέσθαι ἄνωγον , |
| αὐτῶν οὐ λέγεις ταυτί ; τί δαί ; διόπας , διάλιθον , πλάστρα , μαλάκιον , βότρυς , χλίδωνα , | ||
| ' ἑαυτὸν κεραυνοὺς χρυσοῦς δεκαπήχεις δύο , καὶ στέφανον δρυὸς διάλιθον : ἀσπίδες χρυσαῖ εἴκοσι , πανοπλίαι χρυσαῖ ἑξήκοντα τέσσαρες |
| ' ἧς ὁρμῶμεν . Θολῶ . παρὰ τὸ θόλον . θόλος δὲ τὸ μέλαν τῆς σηπίας . Θαῦμα . παρὰ | ||
| τι περὶ ὅλον τὸ σῶμα . Πρυτανεῖον . θεσμοθέσιον , θόλος , καὶ ἡ τοῦ σίτου θήκη . Ἔπιπλα . |
| ψοφεῖ , ἀναταράσσει βράττει ] ἐσθίει , θηλάζει βράττει ] λάπτει ἀνακρούουσα ] κτυποῦσα χύσιν ] τὸ γάλα χύσιν ] | ||
| δ ' ἀγωγὸς εἱστήκει πεινῶσα θήρης , καρδίην δὲ νεβρείην λάπτει , πεσοῦσαν ἁρπάσασα λαθραίως , καὶ τοῦτο κέρδος εἶχεν |
| ἐνὶ πώματι ] ἐν τῷ μέλιτι θολερῷ ] ἐν θολῷ θολερῷ ] τεταραγμένῳ πώματι ] πῶμα τὸ σκέπασμα , πόμα | ||
| ἤγουν τοῦ ἀσημίου θολερῷ ἐνὶ πώματι ] ἐν τῷ μέλιτι θολερῷ ] ἐν θολῷ θολερῷ ] τεταραγμένῳ πώματι ] πῶμα |
| μετεδίδοσαν ἀλλήλοις ὧν εἶχον ἕκαστοι . ἔνθα δὲ τὸ πῦρ ἐκαίετο , διατηκομένης τῆς χιόνος βόθροι ἐγένοντο μεγάλοι ἔστε ἐπὶ | ||
| . γραῦς δὲ γυνὴ ἔνδον καθῆστο , καὶ πῦρ πολὺ ἐκαίετο . οἱ δὲ πάντα ἐκεῖνα ἅπερ ἐτυγχάνομεν ἡμεῖς κομίζοντες |
| ἱερὰν Ἀπόλλωνι ἀνεῖναι . ὠνομάσθαι δὲ τὴν χώραν ἀπὸ τοῦ ἄγγους , τοῦ πατάρας , Πάταρα . μεθερμηνεύεσθαι δὲ τὴν | ||
| ἀποφορὰ ἐξαθμηθῇ : εἶτα σχιστῆς στυπτηρίας καὶ κινναβάρεως ἐπὶ ἰσομέτρους ἄγγους λαβὼν , καὶ μίξας ἐν ὀξυμέλιτι , τηκομένῳ τῷ |
| : τῆς κοιλίας τῆς κατωτάτω . κατὰ τὸ ἄκρον καὶ ἄκλειστον στόμα τῆς νειαίρης γαστρὸς ἀειρόμενον τὸ φάρμακον νειαίρης ] | ||
| παρειαὶ στεναὶ ἐπιμήκεις , γένειον μακρόν , στόμα ἄθυρον περίμηκες ἄκλειστον , ὡς διεσχισμένα τὰ πρόσωπα φαίνεσθαι , κυρτός , |
| καὶ περκάζειν ἔτι λέγομεν τὴν σταφυλὴν τὴν ἤδη μελαινομένην . περιτρέφεται περιπήσσεται : ὅθεν καὶ τροφαλὶς τὸ πεπηγμένον γάλα . | ||
| λευκὸν ἐπειγόμενος συνέπηξεν ὑγρὸν ἐόν , μάλα δ ' ὦκα περιτρέφεται κυκόωντι , ὣς ἄρα καρπαλίμως ἰήσατο θοῦρον Ἄρηα . |
| λιθιάσεως . Χάλαζα δὲ καὶ λιθίασις : τὸ μὲν ὑγρὸν χαλάζῃ ἔοικεν , τῷ δ ' ἐκ πώρου γένεσίς ἐστιν | ||
| ὕδατι λιαρῷ , ἡ δ ' ἑτέρη θέρεϊ προρέει εἰκυῖα χαλάζῃ , „ οὐκ ἐᾷ θαυμάζειν , εἰ νῦν ἡ |
| φησὶ δὲ καὶ ὅτι συκέης ὁπότε στέλεχος βαθὺ κόπρῳ κακκρύψας ὑδάτεσσιν ἀειναέεσσι νοτίζοις , φύσονται πυθμέσσιν ἀκήριοι : ὧν σὺ | ||
| μέν τ ' ἐρύγῃσι τὰ δ ' ἑψητοῖσι δαμασθείς ἀλθήσῃ ὑδάτεσσιν ὅτ ' ἰκμήνῃ δέμας ἱδρώς . καί κεν ὅγ |
| πεμφρηδών , σφῆκές τε καὶ ἐκ βέμβικες ὄρειαι γλεῦκος ἅλις δαίνυνται ἐπὶ ῥαγέεσσι πεσοῦσαι , πιοτέρην ὅτε βότρυν ἐσίνατο κηκὰς | ||
| τοῦ βασιλίσκου τὸ σῶμα τοῦ δηχθέντος ὑπὸ τοῦ βασιλίσκου * δαίνυνται : ἐσθίουσιν * τοῖσιν : ἤ τινι * ἀϋτμένα |
| ἵνα ἀποθάνῃ : λελέπτυνται : ἆρά γε ἰσχύουσα φαγεῖν οὐ τρώγει διὰ τὸ θέλειν ἀποθανεῖν , ἢ κἂν βούληται , | ||
| ' ἄκρης ἐς θάλασσαν σπεύδοντες κοὐκ ὡς κύων λαίθαργος ὕστερον τρώγει . ὀλίγα φρονέουσιν οἱ χάλιν πεπωκότες . δύ ' |
| ἡ δὲ ὀλύρα μαλακώτερον καὶ ἀσθενέστερον τούτων . ἡ δὲ τίφη πάντων κουφότατον : καὶ γὰρ καὶ μονοκάλαμον καὶ λεπτοκάλαμον | ||
| γὰρ δὴ γυμνοσπέρματον ἡ κριθή . πολύλοπον δὲ καὶ ἡ τίφη καὶ ἡ ὀλύρα καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα καὶ μάλιστα |
| βάλλετο πήρην , πυκνὰ ῥωγαλέην , ἐν δὲ στρόφος ἦεν ἀορτήρ : Εὔμαιος δ ' ἄρα οἱ σκῆπτρον θυμαρὲς ἔδωκε | ||
| ἢ παρὰ τὸ αἴρω ἀρτήρ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο ἀορτήρ . ἢ ἐν ᾧ τὸ ξίφος κρέμαται , ἱμάς |
| ἐντέροις ἄρα πεπηγμένον κακόν , καὶ ἡδύοσμον ἐπὶ τούτοις καὶ μελισσόφυλλον ὃ λέγουσι : καὶ γὰρ δὴ ταῦτα οἴνου μετὰ | ||
| , παραπλήσια μελισσοφύλλῳ , δυσώδη , ὅθεν καὶ τοῦτό τινες μελισσόφυλλον ὠνόμασαν : καὶ τὰ ἄνθη δὲ περίκειται τοῖς καυλοῖς |
| οὐ κάρτος ἔχει : τοῖός μιν ἀθέσφατος ὄχλος αἰόλος ἀμφιέπει δυσπαίπαλος ἑρπηστήρων . δὴ τότε δὴ βαρύθων ἔστη κρατερῆς ὑπ | ||
| ἁπαλή τε : τάχ ' αἰγὸς ἂν ἀντιφερίζοι τρηχυτάτῃ χαίτῃ δυσπαίπαλος , οὐκ ὀΐεσσι . Τοίην που καὶ σοῦβος ἔχει |
| καυθέν , ὀστρέων καὶ πορφυρῶν τὸ ὄστρακον καυθὲν ἱκανῶς , σηπέας ὄστρακον , ἔρια κεκαυμένα , τρίχες κεκαυμέναι πάνυ , | ||
| αἰγεία κόπρος καυθεῖσα καὶ ἄκαυστος , τῶν ὀστρακοδέρμων πάντων καὶ σηπέας τὰ ὄστρακα , ἐχίνων ἀμφοτέρων καυθέντων ἡ τέφρα , |
| , ἀνελόμενός τε χρῶ . τὸ δ ' οὕτως σκευασθὲν σάνδυξ ὑπό τινων προσαγορεύεται . πλύνεται δὲ τὸ ψιμύθιον ὁμοίως | ||
| μολύβδαινα μετρίως , μόλυβδος ἄκαυστος καὶ κεκαυμένος , ψιμύθιον , σάνδυξ μετρίως , τυρὸς ὁ μαλακὸς καὶ νεοπαγὴς μετρίως . |
| , διὰ τὸ καθαρόν . ἐπικριδόν : ἐπικρίναντες ἔθυον . ἁρπαλέως : ἀδηφαγῶν ἤσθιεν , ἴσην ὀνείρου ἡδονὴν ἔχων , | ||
| , δαίνυνθ ' ἑζόμενοι : σὺν δέ σφισι δαίνυτο Φινεύς ἁρπαλέως , οἷόν τ ' ἐν ὀνείρασι θυμὸν ἰαίνων . |
| τούτοις καὶ κωκυτὸς γυναικῶν καὶ παρὰ πάντων δάκρυα καὶ στέρνα τυπτόμενα καὶ σπαραττομένη κόμη καὶ φοινισσόμεναι παρειαί : καί που | ||
| ἐστι τὸ δρᾶν περί τι . πάλιν θεασάμενοί τινα λευκαινόμενα τυπτόμενα ἀνήγαγον ταῦτα ὑπὸ τὸ πάσχειν , ὅπερ ἐστὶν ἀλλοιοῦσθαι |
| ὅμως καὶ αὐτῶν ὑπ ' ἐκείνων ὠφελουμένων ⋮ Ὁ κροκόδειλος νήχεταί τε ἅμα καὶ κέχηνεν : ἐμπίπτουσιν οὖν αἱ βδέλλαι | ||
| συμφυοῦς κακίας ἐς τὴν χρείαν παραλυθέντα . ὁ γοῦν κροκόδειλος νήχεταί τε ἅμα καὶ κέχηνεν . ἐμπίπτουσιν οὖν αἱ βδέλλαι |
| μὲν νάρθηξ τὸ δὲ νυκτερὶς τὸ δὲ εὐνοῦχος τὸ δὲ κίσηρις . . . . : Κλεάρχου γρῖφος : αἶνός | ||
| ' ἔτι ἕλξει δι ' αὑτῆς νοτίδα καὶ ζυμουμένη ὥσπερ κίσηρις λήψεται διεξόδους σομφάς , δι ' ὧν τὴν ὑγρασίαν |
| , εἰς ὃ πᾶν συρρεῖ τὸ τῆς φύσεως ἐπίκηρον καὶ δυσαλθές . κἂν μή τις θᾶττον ὡς χρέος ἀποδιδῷ τὸ | ||
| : πλησιάσειεν προσεγγίσειε ἄμποτε * δῆγμα : σπάραγμα ὀδόντων οὔτε δυσαλθές : οὔτε δυσίατον οἴδημα ἐπιφλεγμαίνεται . γ * οἶδος |
| ἢ ἔτι καὶ φοινίσσον : τὸ ξανθίζον φῦκος , ἤγουν φυκίον τῆς θαλάσσης , καταμίσγεο , καὶ ἡ καυκαλὶς δὲ | ||
| πρινίνων ἁλουργίσι περιβάλοι καὶ τῷ ἄλλῳ κόσμῳ τῷ ἑταιρικῷ καὶ φυκίον ἐντρίβοι καὶ ψιμύθιον τῷ προσώπῳ . Ἡράκλεις ὡς καταγέλαστον |
| : σὺν οἷς ἐν τούτοις * κομόωντας : εὐθαλεῖς θάλλοντας ὀράμνους δὲ τοὺς κλάδους . κατὰ συγκοπὴν δὲ εἶπεν , | ||
| τρώγωσι τοὺς κακανθήσαντας κλάδους ἠλοσύνῃ ] ματαιοσύνῃ τρώγωσι κακοανθήσαντας τοὺς ὀράμνους βρύκωσι ] ἐσθίωσι κακανθήσαντας ] ἐπὶ κακῷ ὀράμνους ] |
| ἀνίησι πολλούς , ἀπὸ μιᾶς ῥίζης τρεῖς ἢ τέσσαρας , τριπήχεις ἢ τετραπήχεις , λιπαρούς , ἐμφαίνοντάς τι τῆς δασύτητος | ||
| μὲν δεκαπήχεις ὑπὸ τῶν λιθοβόλων οὐθὲν πείσονται , οἱ δὲ τριπήχεις τὸ πάχος ὄντες ἐάν τι πάσχωσιν ὑπὸ τῶν πληγῶν |
| φαίδρυνε τεὸν δέμας : ἐν δέ τοι ἀλκή ἔσσετ ' ἀπειρεσίη μέγα τε σθένος , οὐδέ κε φαίης ἀνδράσιν ἀλλὰ | ||
| ἕρκος πυκνὸν ὃ οὔτ ' ἀνέμοιο διέρχεται ὑγρὸν ἀέντος ῥιπὴ ἀπειρεσίη οὔτ ' ἐκ Διὸς ἄσπετος ὄμβρος : τοῖαι ἄρ |
| τρυφερόν : ἰλκαγλοιός , ῥύπος : ἴλλον , πλάγιον , στραβόν : ἰλλάδας ἀγελαίας , διεστραμμένας : Ἰλλυρίς : ἰλμηδεσμὸς | ||
| . ἰλυσπώμενος Ἀττικοί , εἰλούμενος Ἕλληνες . ἰλλόν Ἀττικοί , στραβόν Ἕλληνες . ἴσασιν Ἀττικοί , οἴδασι κοινόν . κνησίειν |
| καὶ ἐλαίου καὶ μέλιτος καὶ πράσου . κρεάγρᾳ : εἶδος ἐργαλείου μαγειρικοῦ χειρὶ παρεοικός , μόνον ἐγκεκαμμένον τοὺς δακτύλους , | ||
| , ἐκ μεταφορᾶς τοῦ ξίφους , ἢ ἀπὸ μεταφορᾶς τοῦ ἐργαλείου , δι ' οὗ τὴν κρόκην οἱ ὑφανταὶ συντιθέασιν |
| ὑπετύψατο ] ἐλακτίσθη , ἐπατήθη , ἐτυπτήθη ὑπετύψατο ] ὑπεθλίβη ληνός ὅπου αἱ σταφυλαὶ πατοῦνται νύμφαις ] ἐν ὕδατι τήξαιο | ||
| : παρὰ τὸ λεαίνω τὸ λεπτύνω λεανῶ λεανὸς καὶ κράσει ληνός . Λῃστής : ἀπὸ τοῦ ληΐζω τοῦ σημαίνοντος τὸ |
| . Γ ἰπνὸς δὲ ὁ φοῦρνος , κυρίως μὲν ἡ κάμινος . . . ἡ ἐσχάρα . καὶ ἴπνια τὰ | ||
| : πᾶς τεχνίτης διὰ πυρὸς ἐργαζόμενος . βαῦνος γὰρ ἡ κάμινος . ῥητορική . Σοφοκλῆς , οἷον . οὐ γὰρ |
| , ῥοδίνου , ὠοῦ ὀπτηθέντος , φοινίκων Νικολάου εἰς ἕψημα βραχέντων καὶ καθαρθέντων , πάντων ἴσως καλῶς λειώσας ἐπίπαττε εἰς | ||
| καὶ σπόγγων πλατέων καθαρῶν τρυφερῶν , ἐν ψυχρῷ | ὕδατι βραχέντων ἢ ὀξυκράτῳ ἢ ὄξει κατ ' ἰδίαν ἐπιθέσεις κατὰ |
| ὑδάτων : σῖτος μέσος , ἡ ἄμπελος καὶ ἡ ἐλαία εὐφορήσει , τῶν βοῶν ἔσται φθορά . Δημόκριτος δέ φησι | ||
| ὁ σῖτος ἔσται σύμμετρος . ἡ ἄμπελος καὶ ἡ ἐλαία εὐφορήσει . εὔθετον τὸ ἔτος πρὸς ἐνοφθαλμισμόν , οὐ μὴν |
| ʹ γʹ δʹ ὁ ἐν τῷ ἀριστερῷ ἀκρόποδι λαμπρὸς κοινὸς Ὕδατος . . . . . Ταύρου ιθ ∠ ʹ | ||
| ἤγουν τῇ τοῦ Διὸς γνώμῃ καὶ βουλῇ καὶ χρησμῷ . Ὕδατος σθένος ] * Τὸν ὄμβρον λέγει : ἐπὶ γὰρ |
| ἄτῃ : δὴ γάρ οἱ λασίοιο καρήατος ἄλλυδις ἄλλῃ ἐγκέφαλος πεπάλακτο : συνηλοίηντο δὲ πάντα ὀστέα καὶ θοὰ γυῖα λυγρῷ | ||
| ' αὐτῆς ἦλθε καὶ ὀστέου , ἐγκέφαλος δὲ ἔνδον ἅπας πεπάλακτο : δάμασσε δέ μιν μεμαῶτα . καὶ τοὺς μὲν |
| . αὐτὰρ ἐπεὶ κατέδυ λαμπρὸν φάος ἠελίοιο , οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἶκον δὲ ἕκαστος : ὅτι οἱ θεοὶ καὶ | ||
| οἴκαδε καὶ κοιμῶνται . . Ψ , α δὴ τότε κακκείοντες ἔβαν οἶκον δὲ ἕκαστος , : δὴ τότε κοιμήσαντο |
| ἤδη μεμελετηκέναι καλῶς . ἐμοὶ γάρ , ὦ γυναῖκες αἱ καθήμεναι , γυναῖκας αὖ , δύστηνε , τοὺς ἄνδρας λέγεις | ||
| ἂν ἐσῴζετο , εἰ μή τι καινὸν ἄλλο περιηργάζετο . καθήμεναι φρύγουσιν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ . ἐπὶ τῆς κεφαλῆς |
| προσάγουσιν αὐτοῖς καὶ παιδεύματα ποικίλα : οἱ δὲ πείθονται . Ἐλέφας , οἱ μὲν αὐτοῦ προκύπτειν χαυλιόδοντάς φασιν , οἱ | ||
| . . . . . . ξθ Ϛ καὶ ὁ Ἐλέφας ὄρος . . . . . . . . |
| τυράννοις : ἐμοὶ μέλει μύροισι καταβρέχειν ὑπήνην : ἐμοὶ μέλει ῥόδοισι καταστέφειν κάρηνα . τὸ σήμερον μέλει μοι : τὸ | ||
| , μέγαθος κατὰ μῆλον . Ἔστι δὲ καὶ ἄλλα κρίνεα ῥόδοισι ἐμφερέα , ἐν τῷ ποταμῷ γινόμενα καὶ ταῦτα , |
| γέροντος ῥηιδίως , ὡς εἴ τις ἀπὸ στάχυν ἀμήσηται ληίου ἀζαλέοιο θέρευς εὐθαλπέος ὥρῃ . Ἣ δὲ μέγα μύζουσα κυλίνδετο | ||
| οὔπω διψαλέῳ μάλ ' ὑπ ' ἠέρι πιληθεῖσα οὐδέ πω ἀζαλέοιο βολαῖς τόσον ἠελίοιο ἰκμάδας αἰνυμένου : τὰ δ ' |
| ] διὰ φήμης σώζοιέν σε . κληδόνες ] εὐφημίαι . φελλοὶ ] ἐκεῖνοι γὰρ ἐπιπλέοντες σημαίνουσι τὴν ἐν βυθῶι σαγήνην | ||
| θανών . [ παῖδες γὰρ ἀνδρὶ κληδόνες σωτήριοι θανόντι : φελλοὶ δ ' ὣς ἄγουσι δίκτυον , τὸν ἐκ βυθοῦ |
| μάχη , πόλεμος . ἄλλου : ἐξ , ὑπό . ἐμπλήσατο : ἐγέμισεν , ἐκόρεσεν , ἐπλήρωσεν . νηδύν : | ||
| : γνάμψε δὲ γούνατ ' ἐλαφρά , μέγαν δ ' ἐμπλήσατο θυμόν ἀλκῆς , μαιμώων συῒ εἴκελος , ὅς ῥά |
| λόγῳ . χρῶ δὲ καὶ καταπλάϲματι καλλίϲτῳ τῷ διὰ φοινίκων βεβρεγμένων ἐν οἴνῳ καὶ ϲὺν ἀλφίτοιϲ λειωθέντων μετὰ βραχέοϲ ῥοδίνου | ||
| μέλαν ἐναιώρημα : χρεία οὖν ζουλαπίου ἀπὸ ζιζύφων καὶ λουπηναρίου βεβρεγμένων καὶ ἑτέρου μετὰ σελινορρίζου καὶ λουπηναρίου καὶ ῥιζῶν ἀδιάντου |
| ἀργύρου ἢ χαλκοῦ ἢ ἐλέφαντος ἢ λίθου ἢ ἠλέκτρου ἢ ἐβένου : τὰ δὲ ἐξ ὕλης ἄλλης πεποιημένα ἀγάλματα ἧττον | ||
| τὰ ἀκάνθινα ἢ καὶ συκάμινα καλούμενα ξύλα ἐμφερῆ ὄντα ἀντὶ ἐβένου πωλοῦσι : διαγινώσκεται δ ' ἐκ τοῦ χαῦνά τε |
| , ταὶ μὲν ἵνα πρώτιστον ὀχλιζομένας ῥόος ὤσῃ ἀθρόα προσφύονται ἀμελγόμεναι χροὸς αἷμα , ἄλλοτε μέν τε πύλῃσιν ἐφήμεναι ἔνθα | ||
| ὥς τ ' ὄϊες πολυπάμονος ἀνδρὸς ἐν αὐλῇ μυρίαι ἑστήκασιν ἀμελγόμεναι γάλα λευκὸν ἀζηχὲς μεμακυῖαι ἀκούουσαι ὄπα ἀρνῶν , ὣς |
| ἀπεικάζει φρέατι : βαθεῖα γὰρ καὶ οὐκ ἐπιπόλαιος , γλυκὺ ἀναδιδοῦσα νᾶμα καλοκἀγαθίας | διψώσαις ψυχαῖς , ἀναγκαιότατον ὁμοῦ καὶ | ||
| νοτίδες , ἔνδροσος γῆ , πιδύουσα , ἰκμάζουσα , ὕδωρ ἀναδιδοῦσα , νοτερά , νότιος , ἔννοτος , ἐννότιος , |
| τε μῆλον , ὅ τ ' ἀργιλώδεσιν ὄχθαις πορφύρεον ἐλαχείῃ ἐνιτρέφεται Σιδόεντι . Χρειὼ πάντ ' ἐδίδαξε : τί δ | ||
| εὐμενέται βασιλῆες , Ὀλύμπια τείχεα γαίης . Κήτεα μεσσοπόροις μὲν ἐνιτρέφεται πελάγεσσι πλεῖστά τε καὶ περίμετρα : τὰ δ ' |
| βέλους δ ' αἱ ἀκίδες ὄγκοι καὶ πώγωνες καλοῦνται . στεφάνη δὲ εἶδος ἂν εἴη περικεφαλαίας , ὥσπερ καὶ κέρως | ||
| καὶ τὴν ἄτοκον : “ βοῦν ἥτις ἀρίστη . ” στεφάνη ἐπὶ μὲν τῆς κυκλοτεροῦς καταφορᾶς “ ὅντε κατὰ στεφάνης |
| ὀλίγα , ἑσπέρας δὲ ἢ νυκτὸς οὐδ ' ὅλως . μύωπας δὲ λέγουσι τοὺς τὰ μὲν σύνεγγυς βλέποντας , τὰ | ||
| μυίας ἀναιρεῖ , ὁ δὲ ἀγρώστης μέλιττας , ψῆνας καὶ μύωπας , καὶ ὅσα τούτων ἀδελφὰ διόλλυσιν γένη . Δρᾷ |
| τῶν καθ ' ἕκαστα : περὶ δὲ γένους οὐχί : περιείχετο γὰρ ἂν καὶ τὸ γενικώτατον , τοῦτο δὲ ἀρχὴ | ||
| ἐμνήσθη , ὅτι ὁ οἶκος τοῦ ὑμνουμένου ἑκατέρωθεν ἡρακλείοις τεμένεσι περιείχετο . λέγει δὲ ὅτι , [ εἰ ] ἐπιδέεται |
| οὕτω καταστερισθῆναι τὰς Πληιάδας τὸν Ὠρίωνα φευγούσας . τὸ δὲ θέρμετο ἀντὶ τοῦ ἐθερμαίνετο . ὅτι χαλκόποδες οἱ ταῦροι καὶ | ||
| ξύλα δαῖον ἑλόντες . γάστρην μὲν τρίποδος πῦρ ἄμφεπε , θέρμετο δ ' ὕδωρ : αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ |
| δι ' ἐνιαυτοῦ θεραπείας τυγχάνον . ὡσαύτως δὲ καὶ ἡ οἰνάνθη , καὶ γὰρ τοῦτο ἀνθικὸν μὲν ποῶδες δὲ τὴν | ||
| Βοηθεῖν δὲ προσήκει καὶ ἔξωθεν τῷ στομάχῳ ἐξησθενηκότι τοιούτοις : οἰνάνθη , βαλαύστιον , ῥόδα , κίτυνοι , μύρτοι , |
| ' ὑδατινούς . ἐν δ ' ἀναμὶξ φάγροι τε καὶ ἵππουροι γλάνιές τε , μόρμυρος αὐτόθ ' ἔην , γαλέη | ||
| ' ὑδατινούς . ἐν δ ' ἀναμὶξ σαργοί τε καὶ ἵππουροι γλάνιές τε , μόρμυρος ἄντα δ ' ἦν , |
| λιβανωτός , μίσυ , χαλβάνη , τρύξ , γλήχων , χάλκανθος , ὕδωρ ἀπ ' ἀρωμάτων . πίνεται δὲ πρὸς | ||
| τῷ μεγέθει τὰ σμηκτικὰ δαπανᾷ , ὡς χαλκὸς κεκαυμένος ἢ χάλκανθος ἅμα χορείᾳ χολῇ . ἄλλο δραστικώτερον . χαλκάνθου μέρος |
| δὲ ἀπὸ κρεῶν καιομένων : λιγνὺς , ἀπὸ αἰλαιωδῶν : αἰθάλη ἀπὸ ἀσβέστου : καπνός . μαπία , σπονγγίστρα , | ||
| πύλης ἐπιτίθου ἐπ ' ἀνθράκων , ἕως οὗ ἔλθῃ ἡ αἰθάλη . Ὁμοίως καὶ τὴν σανδαράχην ποίει . Σὺ μὲν |
| τὰ μέλη ἐσθίειν ; . : Ὅμηρος κνίσσην μελδόμενος ἁπαλοτροφέος σιάλοιο : σίαλος ὁ εὐτραφὴς χοῖρος , παρὰ τὸ ἅλις | ||
| λέβης ζεῖ ἔνδον , ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ κνίσην μελδόμενος ἁπαλοτρεφέος σιάλοιο . ἡ διπλῆ ὅτι οἶδεν ἕψησιν κρεῶν , χρωμένους |
| τὰ μὲν κνηθόμενα αἷμα χωρεῖ , τὰ δ ' αὖ ὑπόλευκον ἢ ὕπωχρον ὑγρόν , ὡς ἐντεῦθεν τὸν ἀκμάζοντα χυμὸν | ||
| Εἶδος δὲ τῶν φθινωδέων ἦν , τὸ λεῖον , τὸ ὑπόλευκον , τὸ φακῶδες , τὸ ὑπέρυθρον , τὸ χαροπόν |
| . Τὰ εἰς ΙΝΟΣ δισύλλαβα βαρύνεται : Νῖνος πίνος δῖνος σχῖνος . τὸ δὲ κλεινός αἰνός δεινός ὀξύνεται μὴ ἔχοντα | ||
| τῷ ὕδατι μυρρίναι τε ἡψήσθωσαν , καὶ δάφνη καὶ ἁπαλὴ σχῖνος τὰ πρῶτα εἰς ἑπτὰ ἡμέρας . ὅταν δ ' |
| δὲ τούτων τὸ λιπαρώτατον οἷον τὸ ἀμυγδάλινον : τὸ δὲ σησάμινον καὶ τὸ ἐκ τῶν ἐλαιῶν μάλιστα . Χρῶνται δὲ | ||
| ὁ ἄωρος καρπός , ἔλαιον ὠμοτριβές , ἔλαιον μύρσινον , σησάμινον , βαλάνινον , ὑοσκυάμινον , ἐλατίνη μετρίως , ἑλξίνη |
| τάλαντα ἐν φορήμασι διακοσίοις εἴκοσι , φιάλη δέκα ταλάντων χρυσοῦ διάλιθος , χρυσωμάτων παντοῖαι κατασκευαὶ ταλάντων δέκα , ἐλεφάντων ὀδόντες | ||
| τὴν στεφάνην κυκλόθεν τὰ πρὸς τὴν ἄνω πρόσοψιν ᾠοθεσία κατεσκεύαστο διάλιθος , ἐκτύπωσιν ἔχουσα προοχῆς συνεχέσιν ἀναγλυφαῖς ῥαβδωταῖς , πυκνὴν |
| ἐν Πλάτωνος Ἀδώνιδι καὶ ἐν Ἀριστοφάνους Αἰολοσίκωνι , δοῖδυξ , θυΐα , τυρόκνηστις , ἐσχάρα , ἡ δὲ κύβηλις ἐν | ||
| σκαλίς , ὅλμος , ὕπερον , κάρδοπος , ἡ καὶ θυΐα , δοῖδυξ ὁ καὶ ἀλετρίβανος , σκάφη , μάκτρα |
| ἀνέρα τόνδ [ ' ] οὗπέρ τε μένος καὶ χεῖρες ἄαπτοι [ ἀτρεκέως ] πεφύασιν ἀπ ' ἀκαμάτοιο σιδήρου . | ||
| οἶος ἐπίστηται πολεμίζειν ἡμέτερος θεράπων , ἦ οἱ τότε χεῖρες ἄαπτοι μαίνονθ ' , ὁππότ ' ἐγώ περ ἴω μετὰ |
| τῶν ὑπὸ τὴν οὐρὰν παρὰ τὴν ἕδραν : ἀλλὰ καὶ ἐγχυτέον οὔρου ἀνθρωπίνου κοτύλην μίαν ἥμισυ . Ἐὰν δὲ καὶ | ||
| οἴνου μέλανος αὐστηροῦ μιχθέντος , ἢ σίδια ῥοιᾶς μετὰ ὕδατος ἐγχυτέον . Ὠφελεῖ δὲ καὶ σελίνου σπέρμα καὶ σικύου τὸ |
| , οἷος ἐν τοῖς παισίν , ὅταν ἀποβάλλωσι τοὺς ὀδόντας κνηθμός ] κνησμός ἐνοιδέα ] τὰ διοιδαίνοντα δάμναται ] φθείρει | ||
| γναθμοῖς τοὺς βρωτῆρας ὀδόντας ὑποφαίνοντες γναθμοῖσιν ] ταῖς σιαγόσιν τότε κνηθμός : τοιοῦτος , φησί , κνηθμὸς ἐν τοῖς φαγοῦσιν |
| ἔχει βραχὺ παντελῶς καὶ εἰς ὀξὺ συνηγμένον . ἐπτέρωται δὲ ταρσοῖς μαλακοῖς [ καὶ ] τετριχωμένοις , καὶ δυσὶ σκέλεσι | ||
| : εἰς τὴν πόλιν δὴ ἀπὸ τοῦ χώματος . ἐν ταρσοῖς καλάμου : ἐν πλέγμασι ἀπὸ καλάμου πεποιημένοις . ἐνείλλοντες |
| , νυμφαία , φοίνικες , ὠοῦ τὸ χλωρὸν ὀπτόν , παλίουρος , ἱππούρεως ῥίζα , αἷμα πεπηγός , κύπερος , | ||
| Ἐν Λιβύῃ δὲ ὁ λωτὸς πλεῖστος καὶ κάλλιστος καὶ ὁ παλίουρος καὶ ἔν τισι μέρεσι τῇ τε Νασαμωνικῇ καὶ παρ |
| κεκριμένους ἱερεύσομεν , αἴ κ ' ἐλεήσῃ μηδ ' ἥμιν περίμηκες ὄρος πόλει ἀμφικαλύψῃ . ” ὣς ἔφαθ ' , | ||
| ἐπιμήκεις , γένειον μακρόν , στόμα ἄθυρον ἄκλειστον ὡς διεσχισμένον περίμηκες , τὸ πρόσωπον ὡς διερρωγὸς φέρει , κυρτός , |
| εἰς ὑμέναιον ἄγω . Εἶπεν . Ὁ δὲ σκίπωνα , γεροντικὸν ὅπλον , ἀείρας : Ἠνίδε , κεῖνοι σοὶ πᾶν | ||
| νοῆσαι γραμμῶν ἀμφοτέρων ἅγιον σέλας . Ὧν ἀποβαίνων Οὐρανὸς ἐστήρικτο γεροντικὸν εἶδος ἀείρων , λεπταλέοις νεφέεσσιν ἐπαμβλύνων τύπον αἰδοῦς , |
| ἢ ἴσους τοῦ χείλους τῶν κρατήρων ἢ ὁμοίως θάλλουσαι τῷ χιλῷ , ὅ ἐστι τῷ σίτῳ . . ἀμύζειν ] | ||
| καὶ σταφύλης * καὶ στέμφυλα βρύξουσι καὶ φάγωσι συμμεμιγμένα τῷ χιλῷ καὶ τῇ τροφῇ . στέμφυλα δὲ τὰ ἔξω τῶν |
| καὶ τῷ εὔρῳ ἀνέμῳ : ὁ δὲ χειμὼν κατεψυγμένος καὶ χιονώδης , ὄμβροι δὲ ἔσονται συνεχεῖς καὶ ποταμοὶ μεγάλοι . | ||
| ὑδατώδης , μεσάζων δὲ ἀνεμώδης , καὶ λήγων χαλαζώδης καὶ χιονώδης . ἐν τῷ ἔαρι πνέουσιν ἄνεμοι ζέφυροι λαμπροί . |
| ὁ λυρικός . Ἄλλοι μὲν σπείρουσι , ἄλλοι δ ' ἀμήσονται : ἐπὶ τῶν τὰ ἀλλότρια ἐσθιόντων . Ἄλλοτε μητρυιὴ | ||
| πληγεὶς νοῦν οἴσει . Ἄλλοι σπείρουσιν , ἄλλοι δ ' ἀμήσονται . Ἄρκτου παρούσης ἴχνη ζητεῖς : ἐπὶ τῶν προδήλων |
| , πάντα χρυσᾶ . εἶτα πάλιν τετράκυκλος καὶ κυλικία καὶ λουτῆρες καὶ κρατῆρες καὶ λέβητες καὶ τρίποδες καὶ τράπεζαι καὶ | ||
| ἀγορᾶς ἦν περιρραντήρια παρ ' ἑκάτερα : τοῦτ ' ἔστι λουτῆρες ὕδωρ ἔχοντες . . τοῖς τραγῳδοῖς ] πάλιν ἀντὶ |
| : ἢ ὅτι εἶδος τοῦ γενικοῦ σώματός ἐστι βλεπόμενον . Ἐγκέφαλος . παρὰ τὸ ἐγκεῖσθαι τῇ κεφαλῇ . Ἔδνον . | ||
| πάσχοντος πόδα , ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τὸν εὐώνυμον . Ἐγκέφαλος δὲ λαγωοῦ περιχριόμενος εἰς τὰ οὖλα νηπίων ἀνοδύνως φύειν |
| , ἅλας καππαδοκικὸν , μαγνησίας λευκῆς , ἀφροσέληνον ὑαλοῦ , κυανὸς , τίτανος ὀπτή . Ταῦτα παρὰ τοῦ εἰρημένου διδασκάλου | ||
| γὰρ ἄλλοις οἰκεῖα καὶ πρόσφορα καθάπερ τῆς μὲν πορφύρας ὁ κυανὸς τῆς δὲ κόκκου τὸ νίτρον δοκεῖ τὴν βαφὴν ἄγειν |
| γάλακτι , ἡ δ ' οἴνῳ , τριτάτη δὲ θυώδεϊ νᾶεν ἀλοιφῇ : ἡ δ ' ἄρ ' ὕδωρ προρέεσκε | ||
| δὲ ναῖεν οὐκ εὖ . ἔδει γὰρ χωρὶς τοῦ ι νᾶεν , ἵν ' ᾖ ἔρρει , ὡς παρ ' |
| μάλιστ ' ἀνηκόντων . μετὰ δὲ ταῦτα τοῦ βασιλέως ἱεροσκοπησαμένου μόσχῳ καὶ καλλιερήσαντος , ὁ μὲν ἱερογραμματεὺς παρανεγίνωσκέ τινας συμβουλίας | ||
| τῆς σχοίνου συμπλοκὴν διείρῃ , κατέχεται καὶ πεδηθεῖσα σὺν τῷ μόσχῳ καταμένει , ἐκεῖνον μὲν οὐκ ἀπολύσασα , ἑαυτήν γε |
| φύλλα περιφθινύθουσιν ὑφ ' ἅλμης : αὐτὴ δ ' ἐν βένθεσσιν ὑπὸ φλοίσβοιο θαλάσσης νήχεται , ὄφρα ἑ κύματ ' | ||
| φύλλα περιφθινύθουσιν ὑφ ' ἅλμης : αὐτὴ δ ' ἐν βένθεσσιν ὑπὸ φλοίσβοιο θαλάσσης νήχεται , ὄφρα ἑ κύματ ' |
| περιτραχήλια δὲ ξύλινα ἢ τρίχινα , ἀφ ' ὧν ὁ ῥυτὴρ ἀπήρτηται : ἔνιοι δὲ καὶ χωρὶς ὁλκῆς ἕπονται ὡς | ||
| ἀλλὰ βυρσίνην ἔχων : ἀπὸ τοῦ μυρσίνην . βυρσίνη δὲ ῥυτὴρ ἢ ἱμάς . ἔπαιξε δὲ παρὰ τὸ βυρσοδέψην εἶναι |
| ' ἐφόρει , χρυσὸν καὶ ἀτειρέα χαλκὸν εἵματά τ ' εὐποίητα , τά οἱ Φαίηκες ἔδωκαν . καὶ τὰ μὲν | ||
| ὑφ ' ἅρμασι καὶ ποσὶν ἵππων : ἅρματα δ ' εὐποίητα καὶ ἄντυγες ἀμφαράβιζον ἵππων ἱεμένων . κεχάρητο δὲ Κύκνος |
| λέγεται τὸ ὄψον , ἵν ' ὡς θερμότατον ὁ τρισάθλιος ἀναδιδῷ τῇ γλώττῃ . : Φιλόξενον τὸν Ἐρύξιδος , ἐκεῖνος | ||
| , ποταμοὶ δὲ χείμαρροι πλημμυρῶσι , γῆ δὲ τοὺς ἐτησίους ἀναδιδῷ καρπούς . οὕτω δὲ ἢ βαθύπλουτός τις ἢ λίαν |
| καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἀχνάσδημι ' . . . . ἄχνη : πᾶσα λεπτότης ὑγροῦ ἐπιπολάζων τῷ κύματι ἀφρός : | ||
| σπέρμα , ἅλες οἱ χαῦνοι τῶν ἄλλων μᾶλλον , ἁλὸς ἄχνη πάνυ , νίτρον , ἀλκυονίων τὸ τρίτον πάνυ , |
| ὧν αἱ γωνίαι . . . . , τετράμετροι : ὑδρίαι εἴκοσι καὶ ἕξ , ἀμφορεῖς Παναθηναικοὶ δεκαέξ , ψυκτῆρες | ||
| Παναθήναια νενικηκότας : τίθενται γὰρ Ἀθήνησιν ἐπάθλου τάξιν ἐλαίου πλήρεις ὑδρίαι . διὸ καὶ Καλλίμαχος : καὶ παρ ' Ἀθηναίοις |
| . ἀντὶ ἀκακίας , σχίνου χύλισμα . ἀντὶ ἀκάνθης , ἀκάνθου κεράτια . ἀντὶ ἀκάνθου κερατίων , ἀκάνθη . ἀντὶ | ||
| καὶ μέλαιναι : ἐπ ' αὐτῆισι στέφανοι ἐπιβέβληνται ἄνω τῆς ἀκάνθου τοῦ ἄνθεος καὶ ῥοιῆς [ ἄνθος ] καὶ ἀμπέλου |
| γὰρ τὸ τὴν δυσχέρειαν παρέχον δυσκατέργαστον ὄν , μετὰ ταῦτα κόπτουσιν ἐν τῷ ὅλμῳ καὶ διαττήσαντες λεπτὰ ἐπιπάττοντες ἐφ ' | ||
| τρόπον , οἷον ἐπὶ τῶν γαμούντων ὅτι σήσαμον ἢ κριθὰς κόπτουσιν οἰωνιζόμενοι , ἐπεὶ πολύγονά ἐστι . κατ ' ἐναντίον |
| καὶ κατὰ συγκοπὴν “ ἀμφορεύς ” . ὅτι τὸ παλαιὸν ἐξήραινον διὰ τοῦ ἡλίου τὰς σταφυλὰς καὶ ἔκτοτε ἐπάτουν αὐτάς | ||
| . τὸ ἐναντιούμενον . Ταρσοὶ καλάμων . πρασιὰ ἐν ᾗ ἐξήραινον τὴν πλίνθον . Φάρσος . τρύφος , κλάσμα , |
| ] πέμματος εἶδος . τινὲς δὲ ἄζυμα , Εὐριπίδης δὲ πεπτά . παίζει τὸ “ ἐλατῆρος ” εἰπὼν διὰ τὴν | ||
| δὲ πέμματος εἶδος . τινὲς μὲν ἄζυμα , τινὲς δὲ πεπτά , ὧν εἷς καὶ Εὐριπίδης . ἔπαιξε δὲ τοῖς |
| ἄλλων προκρίνει , ὡς καὶ Ἡσίοδος : κρήνης ἀενάου καὶ ἀπορρύτου , ἥ τ ' ἀθόλωτος . καὶ Πίνδαρος : | ||
| ἢ εὐκραοῦς , καλοῦ καὶ ἀμιγοῦς ἢ ἠρέμα πνέοντος . ἀπορρύτου : τῆς ῥεούσης καὶ μὴ ἐχούσης ἀκαθαρσίαν : θολὸς |
| σῶμα , καὶ μόνον τὸν τράχηλον μακρόν . Γ γύλιος πλεκτόν τι σκεῦος στρατιωτικὸν στενόστομον , ἐν ᾧ τὰ σιτία | ||
| τοιαῦτα “ . οὐκ ἔστι δέ , ἀλλ ' ἀγγεῖον πλεκτόν , εἰς ὃ τὰς ψήφους καθιᾶσιν , τὸ κήθιον |