κρατοῦσα οὐρανοῦ καὶ ἀέρος , νόον λύουσα βοτρυοφόρῳ πότῳ ὡς ἐπιλύειν πᾶν μέλος ποιοῦσα δὲ ὕπνον . οὐδεὶς οὐ λόγῳ
: ἰασάμην δὲ καὶ μῦας ἐσκληρυμμένους : δεῖ δ ' ἐπιλύειν δι ' ἡμερῶν τριῶν , καὶ πάλιν ἀνανεώ -
5427058 σκυμνων
κυΐσκουσιν ἕξ , τρὶς δὲ ἀποτίκτουσιν , ἀριθμὸς δὲ τῶν σκύμνων παρὰ μὲν τὴν πρώτην τρεῖς , ἐπὶ δὲ τῆς
ἡμῖν λοιπὸν φίλους ἀνθρώπους . Οὕτως οὖν τὸν ἕτερον τῶν σκύμνων ἀποδιώξασα , τὸν τετρωμένον οὐκ ἀπολείπει , οὐδὲ εἰ
5170711 λαγωῳ
ἐπιδέσει τῇ δυναμένῃ συνεργῆσαι τῇ τῶν ῥαφῶν συμβολῇ , τῷ λαγωῷ ἐπιδέσμῳ , λύειν τε διὰ μιᾶς ἡμέρας ἢ διὰ
ἓν μέρος ἐξηρθρηκυίας γένυος . Ἐπὶ προπλακέντι τῷ χωρὶς ὤτων λαγωῷ ἐπιδέσμῳ χωρὶς τοῦ ἁμματισμοῦ , ἐκείνη ἐπάνεσις : ἀπ
5006296 ὁλους
καὶ περὶ τῶν πραγμάτων ὅτι δεινότερός ἐστιν οἰκονομῆσαι Λυσίου καὶ ὅλους τοὺς λόγους καὶ τὰ μέρη αὐτῶν καὶ οὐδὲν ἔξω
ὡς ἡ Ἐλάτεια κατείληπται . ἔστι δὲ καὶ ἱστορίας καὶ ὅλους λόγους ἀλλήλοις ἀντιπαραβάλλειν σκοποῦντα τὸ ἄμεινον ἐξειργασμένον , οἷον
4940720 οἰκογενεις
λόγος . „ . . . , : Οἰκότριβες οἱ οἰκογενεῖς δοῦλοι , διὰ τὸ ἐγκεχρονικέναι , ὥς φησιν ὁ
. οἰκότριβες : οἱ ἐκ δούλων δοῦλοι , οἳ καὶ οἰκογενεῖς λέγονται . ἐνομίζοντο δὲ τὸ παλαιὸν ἀτιμότεροι τῶν ὠνητῶν
4929522 κορους
κόραις . . . κἀν τῷ βίῳ εὐκορεῖ ἀντὶ τοῦ κόρους κορώνας παρατρέποντες ἔνιοί φασιν ἐκκόρει κόρει κορώνας . αἰσχύνων
πόλεων ἀνάγκην [ ὅ ἐστι πόλεμον ] , ὡς ἀμφιμάτορας κόρους φησὶ ὁ Εὐριπίδης : ἐκ διαφόρων γὰρ πόλεων ἦσαν
4826445 κοσμηθηναι
χρησαμένας : εἶτα τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς τέχνης κοσμηθῆναι ἐπιθυμίᾳ καὶ ὡραιότητι τῇ χρυσῇ καὶ ἱλαρᾷ , ὡς
Θεόπομπος ἐν τῇ τεσσαρακοστῇ τῶν Φιλιππικῶν . ἱστοροῦσι γὰρ οὗτοι κοσμηθῆναι τὸ Πυθικὸν ἱερὸν ὑπό τε τοῦ Γύγου καὶ τοῦ
4742188 τικτειν
. Μέγα γὰρ δυσώπημα σωφροσύνης τέκνωσις . Ἀλλὰ τὸ μὲν τίκτειν ἀνάγκης ἔργον ἐστί , τὸ ἐκτρέφειν δὲ φιλοστοργίας .
μήτραν ἀνοίγων , πατὴρ δὲ τῶν τέκνων , ᾧ ταῦτα τίκτειν λέγεται . ” Καὶ ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σοῦ
4732655 ἀποπτηναι
τὴν ἑαυτοῦ καλιάν . περιειληθέντος δὲ τοῦ δεσμοῦ τοῖς κλάδοις ἀποπτῆναι μὴ δυνάμενος ἐπειδὴ ἀποθνῄσκειν ἔμελλε , πρὸς ἑαυτὸν ἔφη
ταῖς ἅλωσι πρὸς τὸν ἄνεμον ἐπαίρουσι τὰ ἄχυρα ὑπὲρ τοῦ ἀποπτῆναι καὶ καθαρισθῆναι τὸν πυρὸν ἢ τὰς κριθὰς ἢ ἄλλο
4693359 ἐκκριτους
ταῦτ ' ] ἅπερ εἶπον δηλονότι ἀκούσας σύ . . ἐκκρίτους ] ἐξειλεγμένους . . ἐκλελεγμένους . . τάγευσαι ]
πρὸς πύλας ἄγοι λόχον . πρὸς ταῦτ ' ἀρίστους ἄνδρας ἐκκρίτους πόλεως πυλῶν ἐπ ' ἐξόδοισι τάγευσαι τάχος : ἐγγὺς
4669247 σκευαζειν
κενούντων καὶ τῶν κάτω , εἰ μὴ μέλλοι τις ἀμφίβολα σκευάζειν φάρμακα , οὐδ ' ἡ τῶν καρδιοβόλων , οἵα
: δι ' ὕδατος δ ' εὐθέως ἐξ ἀρχῆς οὕτως σκευάζειν : τῷ ὀξυμέλιτι μιγνύσθω τετραπλάσιον ὕδατος καλλίστου , κἄπειτα
4602049 ταμνε
τετρωμένος . . . . ἔνθα μιν ἐκτανύσας ἐκ μηροῦ τάμνε μαχαίρῃ ὀξὺ βέλος περιπευκέςἡ διπλῆ , ὅτι μάχαιραν καλεῖ
νηλειεῖς ὀλοφώιον ἔργον Ἐρινύς . ἥρως δ ' Αἰσονίδης ἐξάργματα τάμνε θανόντος , τρὶς δ ' ἀπέλειξε φόνου , τρὶς
4590175 ἡμερους
μεγίστου θεῶν πολλὰς καὶ καλὰς εἰκόνας , τὰς μέν τινας ἡμέρους , τὰς δὲ φοβερὰς καὶ δεινάς . ὁ δὲ
καὶ ὀλιγίστους οἰκήτορας ἔχοντος . ἐνταῦθα ἰδόντες δράκοντας παμμεγέθεις , ἡμέρους πάνυ καὶ τιθασούς , ὡς καὶ ὑπὸ γυναικῶν τρέφεσθαι
4583815 ἐλευθεριους
πλεονεκτικάς , ἀμεταθέτους . Τῶν δὲ σχηματισμῶν οἱ μὲν ἑῷοι ἐλευθερίους καὶ ἁπλᾶς καὶ αὐθάδεις καὶ ἰσχυρὰς καὶ εὐφυεῖς ἀπεργάζονται
τοῦτο ποιήσομεν , γνοίη ἄν , ἔφη , ὅτι ἔστιν ἐλευθερίους εἶναι καὶ ἄνευ χρυσοῦ . Ἄγε δή , ἔφη
4581910 πελαζειν
ζητῶν τὴν ἁρπαγεῖσαν αἰνόλεκτρον πλᾶτιν καὶ γυναῖκα , παρὰ τὸ πελάζειν καὶ μίγνυσθαι : λέγει δὲ τὴν Ἑλένην ματεύων δὲ
' εὐκύκλοις ὄχοις , ἑκηβόλοις τόξοισιν ἐξηρτυμένοι : οἷς μὴ πελάζειν , ἀλλ ' ἁλιστόνοις πόδας χρίμπτουσα ῥαχίαισιν ἐκπερᾶν χθόνα
4577590 ἀρρηκτοις
τόνδε πρὸς πέτραις ὑψηλοκρήμνοις τὸν λεωργὸν ὀχμάσαι ἀδαμαντίνων δεσμῶν ἐν ἀρρήκτοις πέδαις . τὸ σὸν γὰρ ἄνθος , παντέχνου πυρὸς
ἀνάγειν εἰς τὸ θεοειδὲς καὶ συνάγειν αὐτὴν πρὸς τὸ θεῖον ἀρρήκτοις καὶ ἀλύτοις δεσμοῖς . ἢ τἀναντία τούτων τὸ κατασπᾶν
4567508 χορταζομενοι
ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας βόσκονται χορταζόμενοι καὶ ὀχεύοντες , καὶ ἕνεκα τῆς τούτων πλεονεξίας λακτίζοντες
τὴν ἄρκτον ἔχων λάμπουσαν ἕως ἂν ἐφεύρῃς . Ἧσθε πανημέριοι χορταζόμενοι γάλα λευκόν , [ πῦον δαινύμενοι , κἀμπιπλάμενοι πυριάτῃ
4551800 μικρολογεισθαι
οἰκτρολογία καὶ ἐλεεινολογία τὰ τοῦ Πλάτωνος , τούτοις προσήκει . μικρολογεῖσθαι δὲ εἴρηκεν Εὔπολις , καὶ μικρολογήσωμεν Κρατῖνος , καὶ
αὐτὴν ἐκ τούτων οὐκ ἂν ἁμαρτάνοι . ὥστε τί δεῖ μικρολογεῖσθαι τὰς ἐν μέρει πράξεις αὐτῆς διηγούμενον , ὁπότ '
4549065 περισκαπτειν
τῆς τροφῆς δι ' ἔνδειαν ἐξασθενεῖν , γυροῦν τε καὶ περισκάπτειν , ἵνα μηδὲν τῶν ἐπὶ ζημίᾳ παραναβλαστάνῃ τὴν αὔξησιν
καὶ ἔδει πάντως ἢ ἀροῦν ἢ φελλέα ἐκκαθαίρειν ἢ γύρους περισκάπτειν καὶ τοῖς βόθροις ἐμφυτεύειν , οὐκέτ ' ἀνασχετὸς ἡ
4524955 ζεοντων
μετὰ Καράβου σύνεισιν , ὃς μόνος βροτῶν δύναται καταπιεῖν ἐκ ζεόντων λοπαδίων ἄθρους τεμαχίτας , ὥστ ' ἐνεῖναι μηδὲ ἕν
κολπούμενόν τε καὶ παφλάζον , οἷαί εἰσιν αἱ δῖναι τῶν ζεόντων ἀναβολάδην ὑδάτων . Φασὶ δ ' εἶναι καὶ τὸ
4499518 ἁπαλαις
ἢ κατὰ γυναῖκα σώφρονα , περιδεραίοις δὲ χρυσίνοις ἐσθῆσί τε ἁπαλαῖς ἀνάνδρως κοσμούμενον , ὀρχούμενόν τε οὕτως ὡς ὑπὸ πάντων
ἐδήλωσε συνεκδοχικῶς . . πολλαὶ ] γυναῖκες τῶν Περσῶν . ἁπαλαῖς ] νεωτερικαῖς . καλύπτρας ] τὰ τῆς κεφαλῆς σκεπάσματα
4493934 ἱλαρας
αὐτὸν ἐπ ' αὐτὸν λόγον φέρουσιν . παιδικῆς . οἶμαι ἱλαρᾶς : ἐξ οὗ καὶ παιδικώτερον τὸ ἱλαρώτερον . τότε
καὶ τὰς ὑδρίας πληρώσαντες ἀνεζεύγνυσαν , ὥσπερ ἀπὸ θοίνης καὶ ἱλαρᾶς εὐωχίας ἑστιαθέντες καὶ μεθύοντες οὐ τὴν ἐν οἴνῳ μέθην
4490664 ὀργωντας
ὃς ἐνδίκως ὑφηγήσεται καιρὸν καὶ τρόπον τῆς ἀμύνης , οὓς ὀργῶντας εὑρὼν καὶ γέμοντας εὐτολμίας καὶ παραστήματος , ἔτι μᾶλλον
τὰς δ ' ἐκφύλους καὶ ἐκθέσμους διαμισήσας ἔσβεσε καὶ τοὺς ὀργῶντας ἐπὶ ταύτας προβαλόμενος οὐχὶ τὰς ἐν ἔθει καινουργήσας δ
4487691 κατασπαν
εἶναί μοι δακτύλιόν τινα . καὶ μὴν καὶ ἐς ὕπνον κατασπᾶν ὁπόσους ἂν ἐθέλω καὶ ἅπασαν θύραν προσιόντι μοι ἀνοίγεσθαι
εἰς αὐτὴν δὲ τὴν ὑστέραν τὰ εὐωδέστερα τῶν μύρων ἐγχεόμενα κατασπᾶν αὐτὴν πέφυκε . σὺν τούτῳ δὲ καὶ ἐμβοάτω τις
4479887 ὁλας
. ὀνομάζεται δ ' ὑπεζωκὼς ὑμήν , ἐπειδὴ τὰς πλευρὰς ὅλας ὑπέζωκεν ἔσωθεν , λεπτότατος ὢν ὥσπερ ἀράχνιον ὁμοιομερής τε
τῶν κύκλων διαστάσεις , τὰς δὲ ἀπύκνους καὶ μὴ διειλημμένας ὅλας μετὰ πλειόνων ὁμοίων ὑφ ' ἑνὸς περιέχεσθαι πίνακος ἐν
4477240 ὠχρας
πρὸ αὐτῆς . Ποιεῖ , φησίν , ἡ δι ' ὤχρας , ὡς αἱ πρὸ αὐτῆς , πρὸς περιθλάσεις καὶ
κύθραν ὠμὴν , ξήρανον ἐν ἡμέρας ιʹ , καὶ λαβὼν ὤχρας καὶ κυανοῦ ἀνὰ μέρος αʹ , λείου ὄξει ἀκράτῳ
4467533 πλησιαζειν
τῶν πόνων . . . , . καὶ χρὴ τοιαύταις πλησιάζειν γυναιξὶν αἳ χάριν εἴσονται . . . , .
ποτε καὶ Ἀντιπάτρῳ τῷ ὀνειροκρίτῃ συνέβη . ἔδοξέ τις σιδήρῳ πλησιάζειν ὥσπερ γυναικί . ἀπέβη αὐτῷ εἰς δοῦλον καταδικασθῆναι καὶ
4466528 κοχλακας
τῶν κατὰ γαστέρα δριμέων ῥευμάτων . χρὴ δὲ προαφεψημένῳ διαπύρους κόχλακας ἐμβάλλειν καὶ πάλιν ἑψεῖν ἠρέμα , μέχρις ἂν ἐκδαπανηθῇ
αὐτὸ μᾶλλον τῶν ἄλλων γενέσθαι γαστρός . εἰ δὲ καὶ κόχλακας ἐπεμβάλλοις ποταμίους πυρώσας τε καὶ ἀποτινάξας , ὥστε μὴ
4448276 ἀκαλαρρειταο
: ὄνομα ποταμοῦ , ὁ Ὠκεανός , οἷον : ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῖο . . . . ἐκ τούτου γίνεται
, θείῳ τ ' ἀσφάλτῳ τε πολυφλοίσβῳ τε θαλάσσῃ ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῖο . ἀλλὰ μάκαρ Ἀὴρ διὰ τῶν νεφέων
4435680 δειλας
εὐμεταθέτους , ἀσθενεῖς , ἀφερεπόνους , ἐμπαθεῖς , ταπεινάς , δειλάς , ἀμφιβόλους , θρασυδείλους , ἀμβλείας , βλακώδεις ,
ἀβεβαίους , ἀσθενεῖς , ἀφερεπόνους , ἐμπαθεῖς , ταπεινάς , δειλάς , ἀμφιβόλους , θρασυδείλους , ἀμβλείας , βλακώδεις ,
4432751 διεστραφθαι
καὶ συνεχοῦς μεταβολῆς καὶ τῆς ἐπὶ τἀναντία τροπῆς φησιν αὐτοὺς διεστράφθαι . ὁρῶντες γὰρ ἐκ τῶν αὐτῶν γιγνόμενα θερμὰ ψυχρά
πρόσθεσιν ἢ ἐμπνευμάτωσιν . Τῶν ἰατρῶν δέ τινες παρὰ τὸ διεστράφθαι τὴν μήτραν ἐμπνευματουμένην . Διοκλῆς ὁ ἰατρὸς παρὰ θερμασίαν
4426390 πεπλεγμενας
ἔν τισι μὲν πάνυ πυκνὰς εἶναι καὶ δι ' ἀλλήλων πεπλεγμένας : ἔν τισι δὲ ἀραιοτέρας , αἷς ἐπιτυγχάνειν ῥαδίως
τῷ δένδρῳ προσέχεσθαι . ἐνιαχοῦ μὲν ὑποβεβλῆσθαι ψιάθους ἐκ φοινίκων πεπλεγμένας , ἐνιαχοῦ δὲ τὸ ἔδαφος μόνον ἠδαφίσθαι καὶ καθαρὸν
4426091 ἐχματα
τὸ ἤλεκτρον . ἐξ ἀμαρᾶν : Ὅμηρος : ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλων . εἰσὶ δὲ ἀμάραι αἱ ὑδρορρόαι . Ἐλευσὶς
ἔχον πικρίαν , ἀπὸ τῆς πεύκης . ἔχῃ κατέχει . ἔχματα κωλύματα , ἀπὸ τοῦ ἐπέχειν : “ χερσὶ μάκελλαν
4419179 ἀπαλλασσειν
χρόνῳ , τὰ δὲ νεώτερα δύναται καὶ ἐν ὀλίγῃσιν ἡμέρῃσιν ἀπαλλάσσειν . Ἐπεὶ καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχουσαι καὶ αὗται
ὑπὸ τῶν ἰητρῶν ὑγιαίνονται : καὶ τόδε ἰητρικῆς τὸ λυπέον ἀπαλλάσσειν , καὶ ὑφ ' οὗ πονέει ἀφαιρέοντα ὑγιέα ποιέειν
4414961 χηνας
Ἐκ δὲ τῶν κρεῶν πρόβεια , ὀρνίθια , περιστερόπουλα , χῆνας , ὄρτυγας , ὀρτυγομήτρας , καὶ λακτέντα ἐσθίειν :
, δούλοισι χλανισκιδίων μικρῶν : κἀκ Βοιωτῶν γε φέροντας ἰδεῖν χῆνας , νήττας , φάττας , τροχίλους : καὶ Κωπᾴδων
4411061 παραμυθουμεναι
ὑπομιμνῄσκουσαι τουτὶ τὸ προκείμενον . Ὑπομνήσεις ἀπὸ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν παραμυθούμεναι τὸ πρώτως ὀρεκτὸν καὶ δι ' ἑαυτὸ αἱρετὸν φιλοσοφίας
ἐπαγωγὸν καὶ τὸ ἐνδέον τῷ καλῷ προσθέσει τοῦ ἔξωθεν τερπνοῦ παραμυθούμεναι : ἡγοῦνται γὰρ καὶ τὴν ὠλένην αὐταῖς στιλπνοτέραν φανεῖσθαι
4407215 ἐξηρτημενας
αὐτὴν ὑπ ' ἄλλου κινεῖσθαι , ὡς τῆς ἔνδοθεν φύσεως ἐξηρτημένας . τίνες οὖν αὗται , διδασκέτωσαν ἡμᾶς σαφῶς :
ἐκπετάσας τὰ ἱστία καὶ διὰ τούτων ἀποκρυπτόμενος τὰς ἄλλας κάλοις ἐξηρτημένας ἐπέπλευσεν . οἱ δὲ Καρχηδόνιοι νομίσαντες ἴσας εἶναι τὰς
4397180 κεκομμενας
φερέτω πρός με . πρῶτοι ἐπέδωκαν οἱ τὰς ξηρὰς καὶ κεκομμένας ἐσχηκότες : ὡσαύτως εὑρέθησαν ξηραὶ καὶ κεκομμέναι : ἐκέλευσεν
. εἶτα ἐπέδωκαν τὰς ῥάβδους οἱ τὰς ξηρὰς καὶ μὴ κεκομμένας ἔχοντες : τινὲς ἐξ αὐτῶν ἐπέδωκαν τὰς ῥάβδους χλωράς
4394068 ἐγειρεσθαι
τις καὶ πορεύεσθαι καὶ γυμνάζεσθαι καὶ λοῦσθαι καὶ σιτεῖσθαι καὶ ἐγείρεσθαι νύκτωρ εἴς τε φυλακὰς καὶ παραγγέλσεις , καὶ ἐν
ἢ συγγενῶν . οὐκοῦν ἀθυμία τὸ ἐν καιρῷ θυμοῦ μὴ ἐγείρεσθαι τὴν ὄρεξιν . ὀξυθυμία δέ ἐστιν ὁ ὑπερόριος θυμὸς
4388733 οἱας
χιόνος ἦσαν . ἦν δὲ καὶ τὰ σφυρὰ ἀγαθὴ καὶ οἵας Ὅμηρος λέγει τὰς ὡραιοτάτας γυναῖκας κατὰ τὴν ἑαυτοῦ φωνήν
τοιούςδε ὄντας . εἶτα τῇ διανοίᾳ χρήσῃ : μεθ ' οἵας διανοίας ἐτείχισα τὴν πόλιν : οἷον , εἰ μὲν
4379514 θαυματοποιους
συμβαῖνον . ὅτι τῶν καλουμένων πλάνων ἑτέρων ὄντων παρὰ τοὺς θαυματοποιοὺς πολλοὶ μέμνηνται . Κηφισόδωρον οὖν τινά φασι εἰς τοῦτο
ὀργάνων μηδὲν πλὴν κυμβάλων καὶ τυμπάνων καὶ κροτάλων ἃ τοὺς θαυματοποιοὺς κεκτῆσθαι . καὶ πολυφάρμακον δὲ καὶ πολύρριζον τῶν τε
4369940 καταποθεισας
πολλὰς δὲ καὶ ἄλλας λόγος τῆς θαλάττης ὑπερσχούσης ἠφανίσθαι πόλεις καταποθείσας , ἐπεὶ καὶ κατὰ Πελοπόννησόν φασι τρεῖς „ Αἴγειραν
μετώπῳ ἐπιτεθεῖσαι . καπνιζόμεναι δὲ κόριδας ἀναιροῦσι . βδέλλας δὲ καταποθείσας ἐξάγουσι κόριδες ὑποθυμιώμεναι : ἀντιπαθοῦσι γὰρ ἀλλήλαις . Γλαῦκος
4367361 ἀμαρης
φυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ χερσὶ μάκελλαν ἔχων , ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλων : τοῦ μέν τε προρέοντος ὑπὸ
. ἀμάρη ἡ ὑδρορόη : “ χερσὶ μάκελλαν ἔχων , ἀμάρης ἐξαίχματα βάλλων . ” ὁ δ ' Ἀπίων ὁμοῦ
4360813 διδοιεν
ὤμνυτε μὴ μνησικακήσειν , τοῖς μεγίστων κακῶν αἰτίοις , εἰ διδοῖεν εὐθύνας , ἦ που σχολῇ τῶν γε ἄλλων πολιτῶν
ἀλλ ' ὅ γε σιγῇ δῶρα θεῶν ἔχοι , ὅττι διδοῖεν . οἷ ' ὁρόω μνηστῆρας ἀτάσθαλα μηχανόωντας , κτήματα
4358759 σοβησετ
φησὶν ἐμφανίζων οὕτως : ἀλεκτρυών τις ἐκεκράγει μέγα . οὐ σοβήσετ ' ἔξω , φησί , τὰς ὄρνιθας ἀφ '
τις ἐκεκράγει μέγα . ὁ δ ' εὐθύς : οὐ σοβήσετ ' ἔξω , φησί , τὰς ὄρνις ἀφ '
4356374 πασχουσας
αὐτῶν εὐνὴν αἰχμάλωτον , τουτέστιν ὁρώντων αὐτὰς ὑπὸ τῶν πολεμίων πασχούσας ἄθεσμα καὶ οὐ δυναμένων ἀμύνειν : μείζω γὰρ αὐτῶν
ἀφαιρεθῆναι , καὶ ἔτι πρὸς τούτῳ γυναῖκας ἐπιδεῖν τὰ αἴσχιστα πασχούσας καὶ παῖδας εἰς ὕβριν ἀγομένους καὶ γονεῖς δούλους ἀντ
4341755 εὐνας
νέον , ἐν δὲ φίλων παρεόντων θῆκέ νιν ζαλωτὸν ὁμόφˈρονος εὐνᾶς : καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτόν , Μοισᾶν δόσιν ,
ἐσακούσας ] νεβροῦ φθεγξαμένας τις ἐν οὔρεσιν ὠμοφάγος λίς ἐξ εὐνᾶς ἔσπευσεν ἑτοιμοτάταν ἐπὶ δαῖτα : Ἡρακλέης τοιοῦτος ἐν ἀτρίπτοισιν
4341265 ταραξεις
τέλμασιν : ἡμεῖς δὲ ἀτταγῆνα αὐτόν φαμεν . τυρβάσεις ] ταράξεις . ὥσπερ ἀτταγᾶς : ὁ ἀτταγᾶς ὄρνεόν ἐστι τερπόμενον
φάρμακα , ἤγουν τὰς βοτάνας , ὑπὸ τῇ ἰδίᾳ χειρὶ ταράξεις . ἐν μέν : καὶ ἀριστολόχεια καὶ ἃς ἑξῆς
4340276 μαλακας
ὑπωροφίοισι χελιδών ἄψορρον ταχινὰ πέτεται βίον ἄλλον ἀγείρειν : ὠκυτέρα μαλακᾶς ἀπὸ δίφρακος ἔπτετο τήνα ἰθὺ δι ' ἀμφιθύρω καὶ
ἢ ζητήσεως ἄξιον ἐκ τοῦ μῶ τὸ ζητῶφέρει δηλονότι . μαλακᾶς : παρόσον αἱ γυναῖκες μαλακῶς κάθηνται , καθὼς ἐν
4335267 δορκαδας
ὑπομένει ὀκνοῦντα : ἔστι δ ' ἔτι καὶ λαγὼς καὶ δορκάδας ἐν ταῖς εὐναῖς καταλαμβάνειν . οὕτως δὴ τὸ ἀπ
καὶ πιάσας αὐτὴν ἐποίησα βρῶμα τῷ πατρί μου . Τὰς δορκάδας ἐκράτουν διὰ τοῦ δρόμου , καὶ πᾶν ὃ ἦν
4331294 διαπειρας
Κιθαιρῶνος λέπας δίδωσι βουκόλοισιν ἐκθεῖναι βρέφος [ σφυρῶν σιδηρᾶ κέντρα διαπείρας μέσων : ὅθεν νιν Ἑλλὰς ὠνόμαζεν Οἰδίπουν ] .
. ταύτας δὲ κοσμήσας πρὸς ναυμαχίαν καταπληκτικῶς , καὶ συνεχεῖς διαπείρας καὶ γυμνασίας ποιούμενος , ἡτοιμάζετο πρὸς ναυμαχίαν . διὸ
4325902 Ἰοφωσσης
Ἀκουσίλαος δὲ καὶ Ἡσίοδος ἐν ταῖς Μεγάλαις Ἠοίαις φασὶν ἐξ Ἰοφώσσης τῆς Αἰήτου . καὶ οὗτος μέν φησιν αὐτοὺς δʹ
ἐν ταῖς Μεγάλαις Ἠοίαις [ . . ] φασὶν ἐξ Ἰοφώσσης τῆς Αἰήτου . καὶ οὗτος [ . . ]
4324092 οἰνοποσιας
☍ ἢ □ ἔσται ἡ καταρχὴ τῆς νόσου , ἐξ οἰνοποσίας καὶ κραιπάλης μάλιστα . ἐὰν ἡ ☾ ἀφαιρῇ τῷ
ἡ ἐξ ἑωθινοῦ μέθη κραιπάλη καλεῖται , ἡ ἀπὸ χθιζῆς οἰνοποσίας . Γ κραιπάλη ἐστὶ τὸ ἀπόζειν οἴνου ἐκ τῆς
4318672 ἀγεσθαι
ἀρεσάμενος τὸν παρόντα Θρᾳκῶν ὅμιλον ἐφίησι τῷ Κλείτῳ τὴν κόρην ἄγεσθαι . Ἐν δὲ τῇ Ἰταλῇ Ἡρακλείᾳ παιδὸς διαφόρου τὴν
δ ' ἐν πρώτῳ Βαβυλωνιακῶν τῷ Λώῳ φησὶ μηνὶ ἑκκαιδεκάτῃ ἄγεσθαι ἑορτὴν Σακέαν προσαγορευομένην ἐν Βαβυλῶνι ἐπὶ ἡμέρας πέντε ,
4307969 ἁλιῳ
καὶ τοῖς ἐπάνω ταῦτα συνάπτουσι . ταῦτα χρὴ μοχθεῦντας ἐν ἁλίῳ : τινὲς ἐκ τοῦ Μίλωνος λέγουσιν εἶναι τὸν λόγον
. λέγει δὲ Θεσσαλὸν , τὸν τοῦ Ξενοφῶντος πατέρα . ἁλίῳ ἀμφ ' ἑνί : ἀντὶ τοῦ ἐν μιᾷ ἡμέρα
4303654 περιαιρειν
. : τῶν τετυφωμένων ἀνδρῶν ἔφη τὸ μὲν ὕψος δεῖν περιαιρεῖν , τὸ δὲ φρόνημα καταλείπειν . . : ὅσον
ποιοῦσιν ἀφιέντες τὰς ῥάχους , εἶθ ' ὅταν ἰσχύωσιν τότε περιαιρεῖν τὰ ἄνω καταλιπόντα τὰ κάλλιστα καὶ τὰ ἐπιτηδειότατα πεφυκότα
4297303 παραγιγνεσθαι
δὴ τοῦ θεῶν πλούτου καὶ τέχνης τῆς ἐκείνων ἐστίν . παραγίγνεσθαι δὲ τοὺς ἀνθρώπους εἰς αὐτὸν ἑορτάσοντας , ὑπὸ τοῦ
ἀποδείξεις καὶ τὰς ἐπιστήμας ἐξ αἰτίων καὶ προτέρων καὶ οἰκείων παραγίγνεσθαι πολλάκις διισχυρισάμεθα : καὶ μὴν καὶ τοῦτο παρ '
4296632 βρεχειν
: παλύνω : ὡς μὲν Ἀπίων , τὸ μολύνειν καὶ βρέχειν . ἄμεινον δὲ τὸ λευκαίνειν . Ἰλιάδος Κ .
τότε ἐπιτρέπειν αὐτοῖς , εἰ δυνατὸν εἴη , εἰς ὕδωρ βρέχειν τὸν πεπονθότα τόπον : ὡς τὸ πολὺ γὰρ ἐν
4284741 ἀπιους
κονιορτὸν ἐκτυφλοῦντα . αὑτὸς δ ' ἀνὴρ πωλεῖ κίχλας , ἀπίους , σχαδόνας , ἐλάας , πυόν , χόρια ,
, φησὶν Ἴστρος ἐν τοῖς Ἀργολικοῖς . ὅτι δὲ τὰς ἀπίους ἐν ὕδατι εἰσέφερον εἰς τὰ συμπόσια Ἄλεξις ἐν Βρεττίᾳ
4272072 χλοεραις
δέραν αἰθέρ ' ἐς δροσερὸν ῥίπτους ' , ὡς νεβρὸς χλοεραῖς ἐμπαίζουσα λείμακος ἡδοναῖς , ἁνίκ ' ἂν φοβερὰν φύγηι
θερμὴν ἐξ ὁμάδου κεφαλὴν ἔτι καὶ τρομέουσαν Γοργείην κατέθηκεν ἐπὶ χλοεραῖς βοτάνῃσιν . Ὄφρα δ ' ὅ γ ' ἐν
4269101 θατερας
πλὴν τοῦ Κριοῦ μετώπου ; ὃ γὰρ ἂν εἴπῃς περὶ θατέρας πλευρᾶς , καὶ περὶ θατέρας ἁρμόζει , ὥστε οὐ
δ ' ἐπιφέρει περὶ σοφίας καὶ φρονήσεως , ὁποτέρα τούτων θατέρας ἐστὶν ὑπερέχουσα , πότερον τῆς σοφίας ἡ φρόνησις ,
4268182 παραβαλλουσα
ὄρνιθας ἐκ γυναικῶν . ἡ δὲ φύσις ἐν κηρίῳ σχεδὸν παραβάλλουσα ζῷον ἄπουν καὶ ἄπτερον πόδας ὑποθεῖσα καὶ πτερώσασα ποικιλίᾳ
μοίρας ποιοῦσιν . καὶ ἐπὶ τῆς ιεʹ μοίρας τοῦ Ταύρου παραβάλλουσα ἡ Σελήνη τῷ πλάτει πλουσίους , οἰκονομικοὺς ποιεῖ καὶ
4267115 ἐλαυνοντες
οἴκου τὰς δυνάμεις . οἱ δ ' ὕπατοι κατὰ σπουδὴν ἐλαύνοντες καταλαμβάνουσιν ἐστρατοπεδευκότας αὐτοὺς πόλεως Ἀντίου πλησίον ἐν ὑψηλῷ καὶ
καὶ οὐκ ἐν ἀτιμοτέροις γεωργοὶ πονοῦσι ζεύγη περὶ τὰς κορυφὰς ἐλαύνοντες , ἀλλ ' ὅσα μὲν ἡ ἄπεδος ἀλλαχοῦ τρέφει
4263729 ἀμμου
κόπτε τὸν σῖτον , ἕως λεπτὰ γένηται : καὶ μίξας ἄμμου παραχέων ὕδωρ ποίει μάζας , καὶ δελέαζε . Μελανθίου
τρόποι τῆς γενέσεως . ἡ γὰρ ἐν Νισύρῳ καθάπερ ἐξ ἄμμου τινὸς ἔοικε συγκεῖσθαι . σημεῖον δὲ λαμβάνουσιν ὅτι τῶν
4261409 τρυγωντων
τῷ καρπῷ . τί δ ' ἂν εἴποις περὶ τῶν τρυγώντων ; οἳ διὰ τῆς στενῆς ταύτης ἐσόδου ἐσφρήσαντες ἑαυτοὺς
μαχαίρας : ἄλλοι δὲ ἔφερον λαμ - βάνοντες ἀπὸ τῶν τρυγώντων ἐν καλαθίσκοις βότρυας λευκοὺς καὶ μέλανας ἀπὸ μεγάλων κλάδων
4259657 ἀσχολουμενους
ἔθεσι παιδευθέντας ἄνδρας ἀγαθοὺς γενέσθαι , τοὺς δὲ παῖδας αὐτῶν ἀσχολουμένους ἐν γυναιξὶ νεοπλούτοις καὶ τρυφώσαις διαφθαρῆναι . ἀλλ '
δύο ναῦς καὶ ἀρίστους αὐταῖς ἐμβιβάσαι , καὶ ἡνίκα ἴδῃ ἀσχολουμένους πρὸς ἀναγκαίας χρείας τοὺς πολεμίους , ἐξαίφνης ἐξορμήσασαι ἐξ
4253243 προσηνεις
εὐλέαντοι , πολύχυλοι , πρὸς κοιλίας μάλαξιν ἐπιτήδειοι , στομάχῳ προσηνεῖς , εὔστομοι , ἁπαλαί , κινητικαὶ οὔρων : τὸν
οἳ δὲ τὸν πραύνοντα τὸ μένος , ἐπεὶ οἱ πιόντες προσηνεῖς . ἐπαινεῖ Ἄμφις καὶ τὸν ἐξ Ἀκάνθου πόλεως οἶνον
4251007 ἀποπλυνειν
δὲ τὸ ἀποσμῆξαι τὸ σῶμα δεῖ χλιαρῷ ἀπολούειν ὕδατι καὶ ἀποπλύνειν τὸ περικείμενον νίτρασμα πᾶν . εἶτα ἐκ δευτέρου τὸ
' οὐδ ' ἐλαίῳ καταιονᾶν προσήκει τὸ τοιοῦτον ἕλκος : ἀποπλύνειν οὖν μόνον τοὺς ἰχῶρας δεῖ , μαλακὸν ἔριον ὑπαλείπτρῳ
4246443 ἀναθρεψαι
τινῶν ἕνεκεν , ἐπειδὴ οὐδὲ τὰ βρέφη ἄνευ τούτων ἔστιν ἀναθρέψαι . καί τις καὶ λόγος παλαιὸς ἐπιδείκνυσι τὸ τοιοῦτο
. λεγόμενον δὲ τοῦτο : δοκεῖ δὲ καὶ τὸν Ἰάσονα ἀναθρέψαι ὁ Χείρων . ἔπος ἔχω : παρηκολούθηκα οὖν καὶ
4241639 βρυῳ
αὐτῷ τῷ βικίῳ ἐμβαλὼν ὕστερον ἀνατάρασσε : καὶ οὕτως πωμάσας βρύῳ ἢ ὕπνῳ , καὶ ἐπιδήσας καὶ χρίσας ἀσφαλῶς ,
] πολυφώνου ἥ τ ' ] ἥτις φύκει ] τῷ βρύῳ ἀπαγγέλλουσα ] μηνύουσα βοᾷ ] κράζῃ θυμάρμενον δὲ εἶαρ
4241146 ὑπερδεξιων
δὴ Παίονες ἐπεκράτουν πολλῷ πανταχοῦ ἄνωθέν τε μαχόμενοι καὶ ἐξ ὑπερδεξίων βάλλοντες καὶ μάλα εὐρώστως ἀγωνιζόμενοι : ἦσαν γὰρ ἅπαντες
τοὺς Μακεδόνας ἐχώρουν καὶ οἱ φρουροῦντες τὴν ἀκρόπολιν ἐπέκειντο ἐξ ὑπερδεξίων . ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ Μακεδόνες ὑπό τε ἀρετῆς
4239141 ἀναπλαττειν
μελικράτῳ . βέλτιον δὲ ϲὺν ἑφθῷ μέλιτι εἰϲ καταπότια αὐτὸ ἀναπλάττειν . Χαμελαία . Καθεψηθεῖϲα ἐν μελικράτῳ καὶ πινομένη ὑδατώδη
ἀλλ ' ἐπομοσάμενος ἦ μὴν ἀληθῆ ἐρεῖν : ἄλλως γὰρ ἀναπλάττειν τὰ τοιαῦτα οὐ πάνυ χαλεπὸν καὶ ὁ ἔλεγχος ἀφανής
4239050 ἐμπεδοις
φερώνυμον νησῖδα νάσσονται πρόμου , θεατρομόρφῳ πρὸς κλίτει γεωλόφῳ ἀγυιοπλαστήσαντες ἐμπέδοις τομαῖς πυκνὰς καλιάς , Ζῆθον ἐκμιμούμενοι . ὁμοῦ δ
οὐ μόνον ταῖς πέτραις οὔσαις ὑψηλοκρήμνοις , ἀλλὰ καὶ πέτραις ἐμπέδοις καὶ στερεαῖς : εἰσὶ γὰρ ἐν ὄρει πέτραι .
4238711 συμπλεκεσθαι
τρόπον δυναμένης τῆς ἀρνήσεως μὴ τῷ προσδιορισμῷ ἀλλὰ τῷ κατηγορουμένῳ συμπλέκεσθαι . τὸ δὲ ἀπὸ τῶν μὴ ἐναντίων ἐπιχείρημα τὸν
ὀφθῆναι , ἄπρακτον δὲ ἐς πολλὰς ἡμέρας , οὐκ ἐθελόντων συμπλέκεσθαι τῶν ἀμφὶ τὸν Βροῦτον , ἀλλὰ ταῖς ἀγοραῖς προεκτρύχειν
4233471 ὑψουϲ
δι ' ἐρίου χειροπληθοῦϲ ἀναλαμβάνοντεϲ καὶ τοῖϲ δακτύλοιϲ ἐκθλίβοντεϲ ἐξ ὕψουϲ καὶ ὥϲπερ κατακρουνίζοντεϲ μετά τινοϲ πληγῆϲ ϲυμμέτρου . μὴ
τῶν ὀϲφραντῶν καὶ πληρωτικὰ τῆϲ κεφαλῆϲ καὶ τὸ ἀτενίζειν ἐξ ὕψουϲ καὶ τὸ ἐγχρονίζειν ἐν βαλανείῳ καὶ τὴν ἔγκαυϲιν τῆϲ
4224983 εὐζωρεστερας
σηπίδια πιλοῦν τε πολλὰς πλεκτάνας ἐπιστρεφῶς πίνειν τε πολλὰς κύλικας εὐζωρεστέρας . ΚΟΨΙΧΟΙ . Νικόστρατος ἢ Φιλέταιρος : τί οὖν
πιλοῦν τε πολλὰς πλεκτάνας ἐπιστρεφῶς , πίνειν τε πολλὰς κύλικας εὐζωρεστέρας . ἐπεὶ δὲ σηκῶν περιβολὰς ἠμείψαμεν , ὕδωρ τε
4224416 θερισαι
οἱ καρποὶ καθαροὶ καὶ εὐθαλεῖς ἔσονται . καὶ κύτισον δὲ θερίσαι χλωρόν . Τῷ Ἀπριλλίῳ μηνὶ δυνατὸν ἔτι ἐλαίας φυτεύειν
ὑπολοίπους ἐζώγρησαν , ὥστε καὶ τὸν μέγιστον αὐτῶν βασιλέα ἑαυτοῦ θερίσαι τὸν τράχηλον , τὸν δὲ δεύτερον αὐτοῦ ζῶντα ἁλῶναι
4222607 σπαν
, διὰ τὸ πλησίον ἀλλήλων ὑπάρχειν , καὶ διὰ τὸ σπᾶν τὴν τροφήν . Σκέλη . ἢ διὰ τὴν σχίσιν
σφαγεῖν μετάθεσιν ἔχειν τοῦ π εἰς φ . παρὰ τὸ σπᾶν , ὃ ἐστὶ διατείνεσθαι . Ἀφάρτεροι , ταχύτεροι .
4222543 σκευοφορον
δὲ ὁ καλούμενος ὑπό τινων χοιρογρύλλιος . γυλίου : πλέγμα σκευοφόρον στρατιωτικὸν ὁ γύλιος , εἰς ὃ τὰς τρόφας ἄγονται
εἰς ὀξὺ λήγοντος πρὸς τὸ μὴ κατάγνυσθαι . πλέγμα τι σκευοφόρον στρατιωτικόν , ἐν ᾧ ἀποτίθενται τυρὸν καὶ ἐλαίας καὶ
4214827 πλυνειν
ὕδατι ἀποίῳ ἀναλάμβανε . τούτων ἕκαστον μετὰ τὴν καῦσιν δεῖ πλύνειν , ἄχριπερ ἐπιμιγνύμενον τῷ ὕδατι νεφελῶδες μηκέτι ἀναπέμπηται ,
οὕτως : σεμίδαλιν ὡς καθαρωτάτην λαβόντα , κούφως προβρέχοντα , πλύνειν καὶ ἀπηθεῖν δι ' ὀθονίου ὡς πλείστῳ ὕδατι καὶ
4214166 χρυσοϋφεις
ὕψος ἀρθείσης , προτιθέασιν ἐν τῇ τῶν βασιλείων εἰσόδῳ , χρυσοϋφεῖς στρωμνὰς ὑποστρωννύντες . ἡ δ ' εἰκὼν ἐκείνη ἐν
θεῷ ὁ Βασιανὸς ἱερωμένος προῄει τε σχήματι βαρβάρῳ , χιτῶνας χρυσοϋφεῖς καὶ ἁλουργεῖς χειριδωτοὺς καὶ ποδήρεις ἀνεζωσμένος , τά τε
4207463 κρηναων
ποτ ' ἐν προχοῇ ποταμῶν ἅλαδε προρεόντων μηδ ' ἐπὶ κρηνάων οὐρεῖν , μάλα δ ' ἐξαλέασθαι : μηδ '
μαθήμασιν ἐκ παίδων συγγυμνασία . ὁ μὲν γὰρ Ἐ . κρηνάων ἀπὸ πέντε ταμόντα , φησίν , ἀτειρέι χαλκῶι δεῖν
4207371 συνουσιαζοντας
ἀνθρώπων . ἀνδρῶν γυναικῶν : φασὶν ὅτι ὁ Τειρεσίας ὄφεις συνουσιάζοντας ἐν τῷ Κιθαιρῶνι εὑρὼν ἀνεῖλε τὴν θήλειαν καὶ γέγονεν
λέγεται θηρεύοντας αὐτοὺς εἰσελθεῖν εἰς τὸ τέμενος Διός , κἀκεῖ συνουσιάζοντας εἰς λέοντας ἀλλαγῆναι . Ἡσίοδος δὲ καί τινες ἕτεροι
4200038 ἐισης
ἀλλὰ καὶ τοῦ οἴνου : ἤδη μὲν δαιτὸς κεκορήμεθα θυμὸν ἐίσης . καί : χαῖρ ' , Ἀχιλεῦ , δαιτὸς
ἵδρυσεν ἢ ἥδρασεν . ἐξ οὗ καὶ τὸ ἐκάθισεν . ἐίσης γʹ : ὁμοίας . ἰσοτοίχου . ἰσομοίρου . τίθεται
4199038 καρρων
. ὅσιον χωρίον Δαμάσκιος : Ὄσιρις Διόνυσος , . . κάρρων ᾤμην αὐτὸν κεκραγέναι καταβάντα εἰς γένεσιν : “ ἐγὼ
ἔχε τὸ δελήτιον . φέρε τὸ θαύμακτρον κἠπιθυσιῶμες . ναὶ κάρρων ὁ βῶς . ἐγὼ δὲ σίτου μὲν οὐδὲν ὀζαίνομαι
4198892 Τας
τὸ χρέος , ἵνα μὴ κἀγὼ μέμψωμαι δι ' ἐκεῖ Τὰς ἐπιστολὰς οἱ τὴν ἀρχὴν εὑρόντες δοκῶ μοι διὰ πρόσρησιν
βασιλεῖα , λύσιν εὑρεῖν ζητῶν τοῦ ἀδική - ματος . Τὰς πλείους δ ' ἂσιτος διημέρευε , κἄν ποτε αὐτὸν
4198652 ὁποτερας
ἁφῶν διάμετροι ἀχθῶσι , ληφθῇ δέ τι σημεῖον ἐφ ' ὁποτέρας τῶν συζυγῶν τομῶν , καὶ ἀπ ' αὐτοῦ παράλληλοι
καὶ Φιλομήλαν , αἱ τοσοῦτον ἀλλήλαις ἔστεργον ὡς ὑποθεῖναι γνώμην ὁποτέρας ὡς εἴ τι δ ' ἃν ἐκ περιστάσεως ἡ
4198440 ἀπελιπες
ἐγὼ δ ' οὐκ ᾤμην θεμιτὸν εἶναι . ὅθεν οὖν ἀπέλιπες ἀποκρίνου , εἰ οὐχ ἅμα παύεται διψῶν ἕκαστος ἡμῶν
ὀλβίους τε ἀνέδραμες καὶ εὐδαίμονας τοὺς καταπέμψαντας , ἡμᾶς δὲ ἀπέλιπες ἐν τῷ κλύδωνι καὶ τῷ λειμῶνι τῆς Ἄτης οὐδὲ
4198440 ἐσειον
κυρίως , ἐξ οὗ μελαίνας . ὁ δὲ λόγος : ἔσειον μελαίνας πτέρυγας κινούμενοι , καταπληκτικὰς τῷ ἰδέσθαι . φολίδεσσι
θωμοὺς φέροντες καὶ λεῖος ὥσπερ ἔγχελυς , χρυσοῦς ἔχων κικίννους ἔσειον , ᾔτουν χρήματ ' , ἠπείλουν , ἐσυκοφάντουν .
4195700 ἀρουν
ὥσπερ ἐν Συῶν ἀγορᾷ : σπείρειν δὲ ὅπου χρὴ καὶ ἀροῦν καὶ φυτεύειν καὶ ἄλλο ἐπ ' ἄλλῳ ποιεῖν προσκείμενον
νηὶ ζῶντι συνεχῶς . οὔτε γὰρ ἐκείνῳ τὴν θάλατταν ἔστιν ἀροῦν οὔτε τούτῳ σπείρειν εἰς νέους τῶν πολιτῶν μὲν πρὸς
4195360 γυρωσαι
μακέλῃσι , λέγει δ ' ὅτε δεξιαὶ ὧραι καὶ φυτὰ γυρῶσαι καὶ σπέρματα πάντα βαλέσθαι . τίνι οὖν πιστεύσωμεν ,
καὶ σφόδρα πολυκάρπους τὰς ἐλαίας ποιήσεις , ἐὰν μετὰ τὸ γυρῶσαι πρὸς τὰς ῥίζας ἀμόργης ἀπὸ ἐλαιῶν ἀνάλων μεμιγμένης ὕδατι
4194591 κεκαυμενῳ
ἔπειτα ἐκγλύφειν κυαθίϲκῳ μηλωτρίδοϲ τὸν ἐγκείμενον ὄγκον . εἶτα χαλκῷ κεκαυμένῳ λείῳ προϲαπτόμενον καὶ ὠὸν ϲὺν οἴνῳ καὶ ῥοδίνῳ ἀναλαβόντα
ὑπερϲάρκωϲιν χρονιϲάντων ἰὸν ξυϲτὸν φώξαϲ λείου καὶ παράπτου ἢ μολίβδῳ κεκαυμένῳ μετὰ θείου ἀπύρου καὶ πεπλυμένῳ ἢ ἀμφοτέροιϲ ἴϲοιϲ τῷ
4191353 προσιουσας
καὶ περιμαχήτους εὐπραγίας ὑπηκόους ἀποφαίνουσιν ὡς ἡγεμόνι τῷ νῷ , προσιούσας μὲν δεχόμενοι πρὸς ἐπανόρθωσιν , μακρὰν δὲ ἀφεστηκυίαις οὐ
τὸ δαιμόνιον μὴ τιμᾶν , μηδ ' ὡς οὐδέποτε πάλιν προσιούσας ἑνὶ καιρῷ πολλὰ δαπανᾶν . περὶ δὲ τῆς πρὸς
4189011 διαγειν
βίον , ἐν τούτῳ μετὰ τῶν φίλων βούλεται ζῆν καὶ διάγειν . καὶ οἱ μὲν συμπίνειν οἴονται δεῖν φίλους ,
προσβολή : οἷον ὀργή . θερίζειν καὶ χειμάζειν : τὸ διάγειν ἐν τῇ τοῦ θέρους ὥρᾳ καὶ ἐν τῇ τοῦ
4188211 συγγινεσθαι
καὶ πρώτους γε τοὺς θεοὺς αὐτῶν κηρύσσουσιν ἐν ἀρρήτοις μίξεσιν συγγίνεσθαι ἔν τε ἀθέσμοις βρώσεσιν . τίς γὰρ οὐκ ᾄδει
προϋπαρχόντων νομίμων ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς πόλεσι , τὸ μήτε μητράσι συγγίνεσθαι μήτε θυγατρὶ μήτ ' ἀδελφῆι μήτ ' ἐν ἱερῶι
4188061 Πηλειδη
τόνδ ' ἀγαθός περ ἐὼν ἀποαίρεο κουρεῦ , μήτε σὺ Πηλείδη . Ὅτι δὲ ἦν τις περὶ αὐτοὺς δόξα παρὰ
περ ἐών , ἀποαίρεο , κουρεῦ , μήτε σύ , Πηλείδη . βάλλον δ ' ἀλλήλους χαλκήρεσιν ἐγχείῃσιν μήτε σὺ
4185225 παιδοποιεισθαι
τίκτειν γὰρ δὴ καὶ ἄρρενας λαγὼς ἔλεγε καὶ ἔχειν , παιδοποιεῖσθαί τε ἅμα καὶ ὠδίνειν , καὶ τῆς φύσεως μὴ
τάδε περὶ αὐτῶν : τίκτειν καὶ ἄῤῥενας λαγὼς καὶ ἔχειν παιδοποιεῖσθαί τε ἅμα καὶ ὠδίνειν , ὡς τῆς φύσεως μὴ
4180683 ἀπαρασκευους
Καμπανοῖς , διαφέρουσι τὰ θέρη , καὶ πολλοὺς μὲν οἷα ἀπαρασκεύους διαφθεῖραι καὶ τὸν σῖτον Βενεβενδεῦσι δοῦναι , λαβεῖν δὲ
ἀπόστασιν , ἐν ᾧ κίνδυνος ἦν καθ ' ἑκάτερον ἢ ἀπαρασκεύους ἐπειχθέντας καὶ τῇ οἰκείᾳ δυνάμει μόνῃ πιστεύσαντας τὸν ὑπὲρ
4179190 ὑποτεινουσιν
γωνιῶν ἐκεῖναι ἴσαι , ὑφ ' ἃς αἱ ἴσαι πλευραὶ ὑποτείνουσιν . ἴση ἄρα ἐστὶν ἡ ὑπὸ ΕΖΓ τῇ ὑπὸ
ἔσονται ἑκατέρα ἑκατέρᾳ , ὑφ ' ἃς αἱ ἴσαι πλευραὶ ὑποτείνουσιν : ἴση ἄρα ἐστὶν ἡ μὲν ὑπὸ ΖΒΓ τῇ
4169481 παντολμους
ἀν - δρὸς φρόνημα τίς λέγοι καὶ γυναικῶν φρεσὶν τλημόνων παντόλμους ἔρωτας , ἄταισι συννόμους βροτῶν ; συζύγους δ '
καὶ τὰ ἐντὸς σημεῖα ἔχουσιν , ἀπίστους καὶ ἀδίκους καὶ παντόλμους τοὺς τοιούτους λέγουσιν ἄνδρας . Σκοτεινοὶ ὀφθαλμοὶ οὐ πολύφρονας
4167282 περιβεβλησθαι
καὶ πνευστιᾶν τὸ νήπιον ἢ πολλάκις παρὰ τὸ δέον σκεπάσμασιν περιβεβλῆσθαι : ὅτι δὲ παρὰ τὸ σκληρὸν εἶναι τὸ σκύβαλον
. Κυνῆν τε γὰρ ἕκαστον φορεῖν ἐπάναγκες ὥρισαν καὶ διφθέραν περιβεβλῆσθαι , πληγάς τε τεταγμένας λαμβάνειν κατ ' ἐνιαυτὸν ἀδικήματος

Back