ἔν τισι μὲν πάνυ πυκνὰς εἶναι καὶ δι ' ἀλλήλων πεπλεγμένας : ἔν τισι δὲ ἀραιοτέρας , αἷς ἐπιτυγχάνειν ῥαδίως
τῷ δένδρῳ προσέχεσθαι . ἐνιαχοῦ μὲν ὑποβεβλῆσθαι ψιάθους ἐκ φοινίκων πεπλεγμένας , ἐνιαχοῦ δὲ τὸ ἔδαφος μόνον ἠδαφίσθαι καὶ καθαρὸν
6303713 βαθειας
τοῦ βίου . λέγεται γοῦν ὁδοιπορῶν ποτε δι ' ὕλης βαθείας παραβῆναι τὴν ὁδὸν ἐπὶ πλέον , εἶθ ' εὑρὼν
Σάμον ἀπὸ τῆς Συρίας ὁ Μνήμαρχος μετὰ παμπόλλου κέρδους καὶ βαθείας περιουσίας , ἱερὸν ἐδείματο τῷ Ἀπόλλωνι , Πυθίου ἐπιγράψας
6024254 πυκνας
γεννᾷ καὶ θρύον ἡ Τριφυλία : διόπερ ἀντὶ μεγάλης φορᾶς πυκνὰς ἀφορίας γίνεσθαι συμβαίνει κατὰ τοὺς τόπους . Τοῦ δὲ
τῇ ἀμιννίῳ ἄμπελος , ἡ μικροὺς ἔχουσα τοὺς βότρυας καὶ πυκνὰς τὰς ῥάγας , ἡ καλουμένη παρὰ τοῖς Βιθυνοῖς δρόσαλλις
5886895 λιθους
ἄφεσιν λίθου . Τοσοῦτο δὲ μόνον ἐδυνάμεθα πάντες , πέμπειν λίθους ἐξ ἀφανοῦς κατὰ τῶν ὑπερχομένων τὸ τεῖχος , ὡς
καθαίρουσι πάθος ὅμοιον πεπονθέναι . Πῶς ; Γῆν που καὶ λίθους καὶ πόλλ ' ἄττα ἕτερα ἀποκρίνουσι καὶ ἐκεῖνοι πρῶτον
5825213 λευκας
νομέως δή τινος ἀγέλην τάττοντος , ἐλάφους δὲ ἄρα βουκολεῖσθαι λευκάς , ἀμέλγουσι δὲ Ἰνδοὶ ταύτας εὐτραφὲς ἡγούμενοι τὸ ἀπ
ὄγκον οὐκ ἔχων περίκρανον δ ' ἔχει καὶ τρίχας ἐκτενισμένας λευκάς , πρόσωπον ὕπωχρόν τε καὶ ὑπόλευκον , καὶ μυκτῆρα
5821946 ὀρυττειν
δέ , ὅσον ἡ θερμότης τοῦ ἡλίου κάτεισι , τοσοῦτον ὀρύττειν καὶ φυτεύειν , πλέον δὲ τοῦ προειρημένου μέτρου μὴ
ὡς ἐπὶ τὸ πολύ , οἷον ἐάν τις ἐν τῷ ὀρύττειν καὶ φυτεύειν εὕρῃ θησαυρόν : οὔτε γὰρ ἐξ ἀνάγκης
5810795 ἀμφιβολους
, ὀστώδεις , κάτω νενευκότας , αἰγοφθάλμους , ὀξυγενείους , ἀμφιβόλους , ἀβεβαίους , γελωτοποιούς , ὑπομώρους , ὁ δὲ
τῶν λειπομένων ἕτερόν τι νόημα συντιθέναι . πολλάκις δὲ καὶ ἀμφιβόλους λέξεις διαστέλλουσι , πρόσφορον ἑαυτοῖς κατασκευάζοντες τὸ σημαινόμενον :
5789888 μιλτῳ
κοροπλάθων εἰς τὴν ἀγορὰν πλαττομένοις ἐοικώς , κεχρωσμένος μὲν τῇ μίλτῳ καὶ τῷ κυανῷ , τὸ δ ' ἔνδοθεν πήλινός
ἐξέτινον ζημίαν ” . Γ εἰώθασι δύο ὑπηρέται κεχρισμένον σχοινίον μίλτῳ ἤγουν βάμματι κοκκίνῳ ἐκτείνειν διὰ τῆς ἀγορᾶς καὶ τὸν
5766536 ὁρμους
καὶ λιμένες πανταχοῦ τῆς χώρας ἐνεῖναι , οἷοι παρασχεῖν μὲν ὅρμους τῷ ναυτικῷ , παρασχεῖν δὲ καὶ πόλεις ἐνοικισθῆναι καὶ
τῇ φύσει : ποιοῦσι δ ' ἐξ αὐτοῦ τοὺς πολυτελεῖς ὅρμους . γίνεται δ ' ἐν ὀστρέῳ τινὶ παραπλησίῳ ταῖς
5745056 ἀγριους
τῶν ἱστοριῶν περὶ τὴν Δαλματίαν φησὶ γίγνεσθαι γογγυλίδας ἀκηπεύτους καὶ ἀγρίους σταφυλίνους . Δίφιλος δ ' ὁ Σίφνιος ἰατρὸς ἡ
: ἢ ἐπὶ τῶν συγκαταθεμένων μηδὲ ἐπαινούντων ⋮ Πέπυσμαι ὄνους ἀγρίους οὐκ ἐλάττονας ἵππων τὰ με - γέθη ἐν Ἰνδοῖς
5736065 θωρακας
αὕτη παρακαλέσαντι τὰ ξίφη θήγειν καὶ τὰς κόρυθας καὶ τοὺς θώρακας σμήχειν : δεινότεροι γὰρ οἱ ἐπιόντες φαίνονται λόχοι τοῖς
ἣν ξυάλην λέγομεν . Ξενοφῶν Κύρου Ἀναβάσει : εἶχον δὲ θώρακας λινοῦς μέχρι τοῦ ἤτρου , ἀντὶ δὲ τῶν πτερύγων
5708231 Ἰνδικους
καὶ ἄγρωστιν πολλὴν καὶ εὔτροφον , καλάμους τε τοὺς καλουμένους Ἰνδικούς , ὑπό τινων δὲ μεστοκαλάμους , ὑπ ' ἐνίων
εὐμεγέθεις , οἷς θηρεύουσι τοὺς ἐπερχομένους ἐκ τῆς πλησιοχώρου βόας Ἰνδικούς , εἴθ ' ὑπὸ θηρίων ἐξελαυνομένους εἴτε σπάνει νομῆς
5651483 μελανας
πρὸς τὸ ἑαυτοῦ ἰδίωμα μεταποιεῖ πως . Κρόνος μὲν γὰρ μέλανας ποιεῖ , δυσειδεῖς τε καὶ αὐχμηρούς , Ἄρης δὲ
τρόπῳ . Τούτων οὖν ἡ χολὴ μετὰ νίτρου σμηχομένη , μέλανας ἀλφοὺς ἰᾶται καὶ οὐλὰς μελαίνας ὁμόχρους ποιεῖ . καὶ
5617258 ἀνεκλων
βρόχους ἐξαρτῶντες καὶ σάκτας μεστοὺς ἐρίων καὶ ἄλλα τοιαῦτα περιβάλλοντες ἀνέκλων ὡς δυνατὸν τὴν φορὰν τῶν λίθων καὶ ἐξεκαύλιζον .
μόναις περιόδοις ἐπλεονέκτουν , καὶ ταρσοὺς τῶν μειζόνων ἢ πηδάλια ἀνέκλων ἢ κώπας ἀνέκοπτον ἢ ἀπεχώριζον ὅλως τὰ σκάφη καὶ
5614454 λεπτας
: ἐπὶ τὸ τάριχός ἐστιν ὡρμηκυῖα γάρ . ἀφύας δὲ λεπτὰς τάσδε καὶ τὴν τρυγόνα χωρὶς Θεανοῖ δεῦρ ' ἔθηκ
ἐπὶ καρπῷ χεῖρας ἔχοντες . τῶν δ ' αἳ μὲν λεπτὰς ὀθόνας ἔχον , οἳ δὲ χιτῶνας εἵατ ' ἐϋννήτους
5604672 τραχηλους
, τούς γε μὴν μηροὺς καὶ τὰ στέρνα καὶ τοὺς τραχήλους κομῶσι θριξὶ δασυτάταις , καὶ σὺν τούτοις καὶ τὴν
χρυσοθώρακες , ψελλίοις μὲν τὰς χεῖρας , στρεπτοῖς δὲ τοὺς τραχήλους κεκοσμημένοι : περὶ δὲ ταῖς κεφαλαῖς οὐ κράνη περιτίθενται
5595056 φορειν
ἅμα πᾶσι δοκεῖ βέλτιον εἶναι ἐν τῷ χειμῶνι παχέα ἱμάτια φορεῖν , ἂν δύνωνται , καὶ πῦρ κάειν ἅμα πᾶσι
τὸν ἰχθύν , καὶ ὑποκατακλείσας ῥίζιον τῆς βοτάνης , δίδου φορεῖν . ποιεῖ γὰρ πρὸς τὰς ἀλγηδόνας τοῦ στομάχου καὶ
5566515 νεοττιας
χρίειν ἐπιμελῶς . κατασκευάζειν δὲ χρὴ ἐν τοῖς τοίχοις καὶ νεοττίας πυκνάς , ἀπὸ ἐδάφους μέχρι τῆς ὀροφῆς , ἅς
τῆς ἄλλης τροφῆς . Ἔνιοι καθαίρουσι τοὺς οἰκίσκους καὶ τὰς νεοττίας , καὶ τὰς ὄρνις αὐτάς , θείῳ καὶ ἀσφάλτῳ
5560540 τοιχους
διὰ τὴν στέγην καὶ τοὺς τοίχους ἐπινοεῖς καὶ διὰ τοὺς τοίχους τοὺς θεμελίους . ὥστε οὖν αὕτη ἐστὶν ἡ συνιστῶσα
οὖν κίονας οὕτως Αἰγύπτιοι κατασκευά - ζουσι , καὶ τοὺς τοίχους δὲ λευκαῖς τε καὶ μελαίναις διαποικίλλουσι πλινθίσιν : ἐνίοτε
5544011 μεγαλας
φιλοτιμίαν . ὁ δὲ Στωϊκὸς λόγος ἔχει τι πρὸς τὰς μεγάλας φύσεις καὶ ὀξείας ἐπισφαλὲς καὶ παράβολον , βαθεῖ δὲ
ὁ δὲ Μέμνων ὁρῶν τὸν Ἐφιάλτην πρὸς ἀρετὴν ὁρμώμενον καὶ μεγάλας ἔχων ἐλπίδας ἐν αὐτῷ διὰ τὴν ἀνδρείαν καὶ τὴν
5540591 χιτωνας
ἄδειπνος . ταχὺ γὰρ γίνεται κἀκκλησιαστὴς οἰκόσιτος . σαράβαρα καὶ χιτῶνας πάντες ἐνδεδυκότες . . . ἐν Κύπρῳ φής ,
] τὴν ἐκ νέου συνάφειαν . ἁβροχίτωνας ] πολυτελεῖς ἐχούσας χιτῶνας : τοιαῦται γὰρ αἱ τῶν Περσῶν . χλιδανῆς ]
5534913 ποικιλας
ὁ τοῦ πολέμου περιστῇ χειμὼν πολλὰ θραύων καὶ παραλλάττων καὶ ποικίλας ἐπάγων περιστάσεις , ἡ τῶν ἀποβαινόντων ἐν ὀφθαλμοῖς ὄψις
οἱ ἀποσταλέντες παρ ' ἐκείνου , ἀναγγέλλοντες καὶ μηνύοντες μαντείας ποικίλας καὶ αἰνιγματώδεις καὶ ἀσαφεῖς : τοῦτο γὰρ δηλοῖ τὸ
5506975 περιθεντες
καλλιλογεῖτε καὶ εἰρωνεύεσθε , ὦ Μηνύκιε , ὄνομα καλὸν ἔργῳ περιθέντες ἀνοσίῳ ; οὐ γὰρ δὴ κάθοδόν μοι δίδοτε ,
τοῦ Τιμολέοντος ἐκ τῶν σελίνων πλέξαντες στεφάνους καὶ ταῖς κεφαλαῖς περιθέντες προῆγον μετὰ χαρᾶς , ὡς τῶν θεῶν προσημαινόντων αὐτοῖς
5504082 ἀναδιδωσι
τὰ μὲν κυδώνια στρυφνοτέρους , τὰ δὲ στρουθία χυμοὺς ἐλάττους ἀναδίδωσι καὶ στρυφνοτέρους ἧττον πέττεσθαί τε μᾶλλον δύναται . Γλαυκίδης
τὴν διέξοδον διότι ταχεῖαν ποιεῖται . χυμὸν δ ' ἁλυκὸν ἀναδίδωσι , διότι τὸ μὲν νιτρῶδες ἀπεδείχθη τὰ σῦκα ἔχοντα
5494469 κολοβους
βοσκῆς : διὸ † εὑρίσκοντες οἱ παλαιοί * * * κολοβοὺς καὶ ὁμαλοὺς τοὺς πόδας . Κλείταρχος δὲ ἐν Γλώσσαις
μὴ ἐκπίπτωσιν ] . ὅσοι δὲ μέλανας ἢ σεσηπότας ἢ κολοβοὺς ἔχοντες ὀδόντας ὄναρ ἔδοξαν ἀποβεβληκέναι , οὗτοι πάσης δυσχερείας
5474099 ποταμους
προσαγορεύουσι , τῶν ἀμφιβίων ὀρνίθων τότε μάλιστα φαινομένων κατὰ λίμνας ποταμούς τε καὶ θάλατταν , ὅταν οὗτοι δυναστεύοντες ἐπιπνέωσιν .
σελήνην ] : εἶναι δὲ ἐπ ' αὐτῆς οἴκησιν ἄλλην ποταμούς τε καὶ ὅσα ἐπὶ γῆς , καὶ τὸν λέοντα
5460662 λευκους
καὶ αὐτά : σμήγματα δὲ ὅσα διὰ νίτρου . Οἴνους λευκοὺς καὶ εὐωδεστάτους καὶ ἐλαιοχρόους . Καὶ ἀφροδισιάζειν μετρίως .
κάρα πυκάζομαι , καὶ κύτισος αὐτόματος παρὰ Μέδοντος ἔρχεται . λευκοὺς ὑπὸ ποσσὶν ἔχων πίλους . ὄρνιθα τοίνυν δεῖ σε
5448071 σκληρας
τ ' ἄπο δῶκε σιδήρου , τοῖς δ ' ἔργοις σκληρὰς καὶ ἀπηνέας ὤπασε τέχνας : αἰεὶ δ ' ἔν
] πάλιν Εὐριπίδου ποιήσαντος ἐκ γὰρ πατρὸς καὶ μητρὸς ἐκπονουμένων σκληρὰς διαίτας οἱ γόνοι βελτίονες [ . , . ]
5442721 κλαδους
τοῦ δένδρου διαμένουσιν ἕως τοῦ ἔαρος , ἐὰν λυγίσῃς τοὺς κλάδους αὐτῶν , τουτέστι περιστρέψῃς ἅπαξ ἢ δίς , ὅταν
πέλεσθαι . . . . βάκχους . . . τοὺς κλάδους , οὓς οἱ μύσται φέρουσι . μέμνηται δὲ Ξ
5416707 ἐξαιρετους
ἀπελέσθαι τὰς ἀρούρας , τοῖσι ἐπὶ τῶν προτέρων βασιλέων δεδόσθαι ἐξαιρέτους ἑκάστῳ δυώδεκα ἀρούρας . Μετὰ δὲ ἐπ ' Αἴγυπτον
, εἰς ἁφήν : ἑκάστῃ μέντοι προσένειμεν ὁ ποιῶν καὶ ἐξαιρέτους ὕλας καὶ κριτήριον ἴδιον , ᾧ δικάσει τὰ ὑποπίπτοντα
5383334 κουφας
δόξης ἠξίωσεν . τάς τε ὑποδέσεις τοῖς στρατιώταις εὐλύτους καὶ κούφας ἐποίησε , τὰς μέχρι τοῦ νῦν ἰφικρατίδας ἀπ '
εὔνουν νομίζει τὸν θεὸν καθιστάναι , πεπλάνηται ἐκεῖνος καὶ φρένας κούφας ἔχει . δεῖ γὰρ τὸν ἄνδρα χρήσιμον πεφυκέναι ,
5381809 θυρεους
' ἀξίαν ἧς ἔχουσιν ὑπεροχῆς . καὶ οἱ μὲν τοὺς θυρεοὺς ὁπλοφοροῦντες ἐκ τῶν ὀπίσω παρεστᾶσιν , οἱ δὲ δορυφόροι
τῶν προμαχομένων , ἀσπίδας τε καὶ κράνη καὶ θώρακας καὶ θυρεοὺς ἔξωθεν καταφράκτους σιδήρῳ , πρὸς δὲ βέλη τε καὶ
5381263 βιαιους
προθώμεθα : πράττοντας , φαμέν , ἀνθρώπους μιμεῖται ἡ μιμητικὴ βιαίους ἢ ἑκουσίας πράξεις , καὶ ἐκ τοῦ πράττειν ἢ
γένοιτο χρεία τοῦ ἐπιδῆσαι , φεύγειν δεῖ ἐπὶ τούτων τοὺς βιαίους δεσμοὺς καὶ τὸ σπουδάζειν ἀλλάσσειν τὰ ἐπιτιθέμενα : βλάπτει
5374068 δοκους
ἐξ ἑκατέρου μέρους τῆς γῆς : ἄνωθεν δὲ τῶν σχοίνων δοκοὺς ὑπεστόρεσαν καὶ προσκαθήλωσαν . εἶτα γῆν ἐπέβαλλον ἐπὶ τοὺς
δᾳσὶ καὶ θείῳ καὶ πίσσῃ : τῶν δὲ κλιμάκων κατεκυλίνδουν δοκοὺς ἐγκαρσίας καὶ λίθους , ὡς ὑπὸ τῇ βιαίᾳ φορᾷ
5368897 αἰγιαλους
πετρῶν , καθάπερ ναῦς τὰ σχοινία ἀναψαμένη ἐν ταῖς πρὸς αἰγιαλοὺς πέτραις . θύει : ὁρμᾷ . Ἀντέχεται : ἀντιλαμβάνεται
τοῦ αἰγιαλοῦ ἵδρυται . ἄκτιον : τὸν περὶ τοὺς πετρώδεις αἰγιαλοὺς διάγοντα . τὰν βαίταν : τὰ ἐκ κωδίων συνερραμμένα
5350366 παντοιας
τε καὶ Ἀρτέμιδος ἱερὸν τὴν δι ' ὀρῶν τε καὶ παντοίας χώρας ἁμιλλώμενον : καὶ τιθέντες τὸν ἀγῶνα μενοῦμεν τούτους
καὶ ὅσα πρὸς κόσμον χρήσιμα ἀγοράζειν , οἰκοδομάς τε ποιεῖσθαι παντοίας , καινοῖς τε χρῆσθαι σκεύεσι καὶ ἱματίοις , μετάλλων
5330255 φλογας
ἐμπεπρησμέναις καὶ τεφρωθείσαις , ὁπότε ἀνθ ' ὕδατος τὰς κεραυνίους φλόγας θεοῦ τὴν κατὰ ἀσεβῶν καλῶς δικάσαντος δίκην ὁ οὐρανὸς
πρὸς ἡμᾶς , ἐν αἷς ἀθροιζομένας τὰς λαμπρὰς ἀναθυμιάσεις ἀποτελεῖν φλόγας , ἃς εἶναι τὰ ἄστρα . λαμπροτάτην δὲ εἶναι
5318849 ἐχουσας
ἑκατέρου φρουρίου καὶ ἐς τὸ πλάτος τοῦ ποταμοῦ μεθῆκεν , ἐχούσας ἐμπεπηγότα πυκνὰ ξίφη τε καὶ ἀκόντια . αἳ δ
πεντάγωνον βάσιν ἀπὸ τῶν πενταγώνων ποιεῖ , καὶ τὰς ἑξάγωνον ἐχούσας βάσιν ἀπὸ τῶν ἑξαγώνων , καὶ ἐπὶ πάντων ὁμοίως
5316799 παντοδαπας
τὸ φθινόπωρον , ἐπειδὴ παντοίως ἐστὶν ἀνώμαλον καὶ ἄτακτον καὶ παντοδαπὰς ἐπιφέρον νόσους , πάνυ πεφυλαγμένως χρὴ διαιτᾶσθαι , μήτε
κοινωνοῦντες ἑνὸς τοῦ πρὸς τὸ ἀγαθόν , ἵενται πολλὰς καὶ παντοδαπὰς ὁδούς , ἄλλος ἄλλης πράξεως νενεμημένος καὶ μοῖραν καὶ
5287704 ἀβεβαιους
καὶ στοχασμοῖς ἀνοίκειον τάξιν παρατίθησι τὴν τῆς ἀληθείας καὶ τοὺς ἀβεβαίους τὸ ἦθος ὑπαγόμενος ῥᾳδίως καθάπερ ἀνερμάτιστα σκάφη πολὺς ἀντιπνεύσας
, κάτω νενευκότας , αἰγοφθάλμους , ὀξυγενείους , ἀμφιβόλους , ἀβεβαίους , γελωτοποιούς , ὑπομώρους , ὁ δὲ Ὑδροχόος μεσήλικας
5285029 πυρους
νῦν δὲ τὸν χέδροπα μόνον καὶ τὸν μάραθον ἔσθουσι , πυροὺς δ ' οὐ μάλα . καὶ μὴν ἀκούω μυριάδας
ἡμίεκτον : οὐ γὰρ ἐγένοντο τῆτες . τοὺς μὲν οὖν πυροὺς καὶ τὰς κριθάς , ἔφην , ὑμεῖς λάβετε ,
5273246 Τας
τὸ χρέος , ἵνα μὴ κἀγὼ μέμψωμαι δι ' ἐκεῖ Τὰς ἐπιστολὰς οἱ τὴν ἀρχὴν εὑρόντες δοκῶ μοι διὰ πρόσρησιν
βασιλεῖα , λύσιν εὑρεῖν ζητῶν τοῦ ἀδική - ματος . Τὰς πλείους δ ' ἂσιτος διημέρευε , κἄν ποτε αὐτὸν
5270628 λοφους
τοῦ βασιλέως . σφαλεὶς οὖν τῆς ἐλπίδος ὁ Κουρίων ἐς λόφους ἀνέδραμεν ὑπό τε καμάτου καὶ πνίγους καὶ δίψης ἐνοχλούμενος
. δένδρα τε γάρ τινα ἱλάσκονται καὶ ῥεῖθρα ποταμῶν καὶ λόφους καὶ φάραγγας , καὶ τούτοις , ὥσπερ ὅσια δρῶντες
5269517 συμμετρους
δὲ τοῦ Ἑρμοῦ ἀνατολικὸς τῇ μὲν μορφῇ ποιεῖ μελίχροας καὶ συμμέτρους τοῖς μεγέθεσι καὶ εὐρύθμους καὶ μικροφθάλμους καὶ μεσότριχας ,
θρεπτικὴν τῶν ἐπιγείων ἀπεργάζεται , στόλων δὲ εὐπλοίας καὶ ποταμῶν συμμέτρους ἀναβάσεις καὶ τῶν καρπῶν δαψίλειαν καὶ ὅσα τούτοις παραπλήσια
5264375 τηλικουτ
ἔφυγον κακόν , εὗρον ἄμεινον , ἐπὶ τῷ μηδένα πώποτε τηλικοῦτ ' ὀλολύξαι σεμνυνόμενος , ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις τοὺς
ὦ κάκιστ ' ἀπολουμένη Πενία , τί ς ' ἡμεῖς τηλικοῦτ ' ἐφεύρομεν ; τί τοσοῦτον ἡμῖν ἐνδελεχῶς οὕτω χρόνον
5259063 φαλακρους
παιδίοις ἵν ' ᾖ γέλως : οὐδ ' ἔσκωψεν τοὺς φαλακρούς , οὐδὲ κόρδαχ ' εἵλκυσεν : οὐδὲ πρεσβύτης ὁ
ἀσχήμονας , αἰσχρογέλωτας , κρατοπλαγεῖς , ἀχίτωνας , ἀεὶ κορυφῇσι φαλακρούς , ὧν ὁ βίος χλεύῃ τέχνην ἀπεμάξαθ ' ἑτοίμην
5254003 ἰχθυας
σφάττειν ἐπὶ τῷ τάφῳ τοῦ Ἀχιλλέως . ἔφη δὲ τοὺς ἰχθύας σχεδόν τι φρονιμωτέρους φαίνεσθαι τῶν ἀνθρώπων : ὅταν γὰρ
ὥσπερ καὶ ὁ πληγεὶς ἁλιεὺς εὐκόλως μετὰ τὴν τρῶσιν τοὺς ἰχθύας μεταχειρίζεται . Ἁλμυρὸν γειτόνημα ἔμβλεπε πόῤῥω : δηλοῖ δὲ
5247831 ἐνθεντες
τῆς λόχμης τόπον ὑπόνομον ποιήσαντες καὶ τὸ πλόκανον εἰς αὐτὸν ἐνθέντες ἐναντίον ἐποίησαν τὸ στόμιον , ὥστε ἐξ ἑτοίμου τῷ
, ὥς γε ᾤμην , τὸ ἔργον , τὸ σῶμα ἐνθέντες τῇ σορῷ καταλείπουσι , πῶμα ἐπ ' αὐτῆς ἐπιθέντες
5247262 χλωρας
, ἀμφίπολοι Πειθοῦς ἐν ἀφˈνειῷ Κορίνθῳ , αἵ τε τᾶς χλωρᾶς λιβάνου ξανθὰ δάκˈρη θυμιᾶτε , πολλάκι ματέρ ' ἐρώτων
. . . . . . λιτ . αʹ λιβανωτίδος χλωρᾶς . . . . λιτ . αʹ δαφνίδων χλωρῶν
5220736 στεγαζειν
τῶν πρὸς βορρᾶν τόπων , θεμελίους τιθέναι οἰκοδομῆς ἄνευ τοῦ στεγάζειν , ποταμοὺς διαιρεῖν , φρέατα ὀρύσσειν καὶ ἱστουργεῖν καὶ
, πυλίδας , γεῖσα γεισώματα , γεισήποδας γεισηποδίσματα γεισηποδίζειν . στεγάζειν , ἐρέπτειν , τέγος προτέγιον , ὄροφον παρωροφίδα ,
5217281 κολπους
τοῦ αἰδοίου : καὶ τὰ πουλύγονα τῶν ζώων πλείους ἔχει κόλπους τῶν ὀλίγα κυεόντων : ὁμοίως δὲ καὶ τὰ πρόβατα
παρὰ τὸν Μέγαν κόλπον Ἀμβάσται , καὶ περὶ τοὺς ἐφεξῆς κόλπους Ἰχθυοφάγοι Σῖναι . Πόλεις δὲ τῶν Σινῶν ὀνομάζονται μεσόγειοι
5217226 δακτυλιους
ἡμιόλιοι τοῦ τῶν ἀρκύων πάχους : ἐπ ' ἄκροις δὲ δακτυλίους ἐχέτωσαν , ὑφείσθωσαν δ ' ὑπὸ τοὺς βρόχους ,
ἀμφιδέας , ὅρμους , πέδας , σφραγῖδας , ἁλύσεις , δακτυλίους , καταπλάσματα , πομφόλυγας , ἀποδέσμους , ὀλίσβους ,
5211769 νομας
ἐμπῖπτον ταῖς πόαις καὶ ταῖς τῶν ἑλείων καλάμων κόμαις , νομὰς τοῖς βουσὶ καὶ τοῖς προβάτοις παρέχει θαυμαστάς , καὶ
περιίστασθαι τὰ νήπια . ἔξωθεν δὲ καταπλάττειν οἷς εἰς τὰς νομὰς παρεκελευσάμην . ἀλλὰ καὶ εἴ τις περιχρίει τὰ κύκλῳ
5211073 δεινας
κἀπιροιζοῦσαν καὶ ἐπιβοῶσαν καὶ ἀπειλοῦσαν τῇ πατρίδι ἤτοι τῇ Τροίᾳ δεινὰς ἀπειλὰς καὶ πυρπόλησιν . ὡς μή σε Κάδμος :
ἡμῶν χρόνοις ἡ μὲν ἀρχαία καὶ φιλόσοφος ῥητορικὴ προπηλακιζομένη καὶ δεινὰς ὕβρεις ὑπομένουσα κατελύετο , ἀρξαμένη μὲν ἀπὸ τῆς Ἀλεξάνδρου
5196188 εὐτραφεις
συντρέπονται μὲν οἷς ἂν συντύχωσιν , ἰδίᾳ δὲ ὁ Ἥλιος εὐτραφεῖς , εὐρήτους ποιεῖ , ἡ δὲ Σελήνη εὐκράτους καὶ
εἰσι καὶ τετανοὶ τὰς τρίχας τά τε σώματα μεγάλοι καὶ εὐτραφεῖς τοῖς μεγέθεσι καὶ ὑπόψυχροι τὰς φύσεις , ἄγριοι δὲ
5187840 φρεατα
δὲ φορητῷ ἐπικλύζοντες ὕδατι στιλπνὸν ποιοῦσι τὸ ψῆγμα , καὶ φρέατα δ ' ὀρύσσοντες καὶ ἄλλας τέχνας ἐπινοοῦντες πλύσει τῆς
: καὶ πολέμιοι δὲ τόξα χρίοντες καὶ βέλη , καὶ φρέατα καὶ πηγὰς δηλητηρίοις διαφθείροντες φαρμάκοις , ἀνυπέρθετον μηχανῶνται τοῖς
5185622 μικρους
, οἱ τηλικοῦτοι καὶ τοιοῦτοι πρὸς τοὺς οὕτως ἀσθενεῖς καὶ μικροὺς πολεμήσομεν . οὕτως ἐπείσθησαν Γαλάται καταφρονήσαντες Ἑλλήνων ἐλθεῖν ἐπὶ
ἀλλ ' οὐ κατὰ σκέλος . ἔχει δὲ δακτύλους πέντε μικροὺς καὶ οὐκ ἐπὶ πολὺ μῆκος ἐσχισμένους , ἔχει δὲ
5182275 στενας
νεῦρον τοῖς μοτοῖς περιβάλλειν ἔξωθεν δεῖ τινι τῶν πρὸς τὰς στενὰς τρώσεις ποιούντων , ἢ τῷ δι ' εὐφορβίου ,
τοὺς αὐτῆς ἐπιβαλλομένους πόνους . Εἰδυῖα δὲ τὴν αὐτῆς ἀσθένειαν στενὰς ποιεῖ καὶ οὐκ εἰς εὐθὺ τεταγμένας τὰς εἰς τὸν
5182012 τηρησαντες
τῆς δὲ τροφῆς ὑπολιπούσης τοὺς πολιορκουμένους οἱ περὶ Λυσίμαχον , τηρήσαντες νύκτα χειμέριον , ἀναζεύξαντες ἐκ τῆς παρεμβολῆς διὰ τῶν
τρόπων ἀρετὰς διεδέξαντο , οἱ μὲν ἐν ἡσυχίᾳ τὴν πόλιν τηρήσαντες , οἱ δὲ ἐν πολέμοις λαμπρὰν ἀποφήναντες , πάντες
5174951 εὐμεγεθεις
. ἄτρεστον : ἄφοβον : γράφεται ἄστρεπτον . Ὑπερφιάλους : εὐμεγεθεῖς . ἔσβεσεν : γράφεται ἔσπασεν . Δινεύοντα : περιπατοῦντα
. ἄτρεστον : ἄφοβον : γράφεται ἄστρεπτον . Ὑπερφιάλους : εὐμεγεθεῖς . ἔσβεσεν : γράφεται ἔσπασεν . Δινεύοντα : περιπατοῦντα
5158937 βραχιονας
ἀλλὰ καὶ γραῒ δῶκεν εὐμαρῶς τράχηλον εἰς ἐπῳδὴν καὶ σκυτίσιν βραχίονας πεπεισμένως ἔδησε : ῥάμνον τε καὶ κλάδον δάφνης ὑπὲρ
οἱ ξένοι ; Βοιώτιοι . γυμνοὶ γὰρ † ὤθουν φαιδίμους βραχίονας ἥβῃ σφριγῶντες ἐμπορεύονται , νέῳ στίλβοντες ἄνθει καρτερὰς ἐπωμίδας
5156736 πυκνοις
Ζεύς οἱ μὲν εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀξιοῦσι καταφεύγειν κοτίνοις τότε πυκνοῖς περιπεφραγμένην , Θεμιστοκλῆς δὲ πρὸς τὰς τριήρεις κελεύει μετασκευάζεσθαι
γυναῖκες : αἵδε , Γοργόνων δίκην , φαιοχίτωνες καὶ πεπλεκτανημέναι πυκνοῖς δράκουσιν : οὐκέτ ' ἂν μείναιμ ' ἐγώ .
5156235 ξηρανθωσιν
ἐμβεβλημένα ἐν τούτοις καλῶς ἔχει θησαυρίζειν , ἂν ὡς μάλιστα ξηρανθῶσιν . ἐμβληθέντος δὲ τοῦ σίτου δεῖ ὄξους κεράμιον ὡς
Ἔχουσι δὲ καὶ αἱ ῥίζαι τὴν γλυκύτητα μέχρι οὗ ἂν ξηρανθῶσιν ἀναξηρανθεῖσαι δὲ οὐκέτι : τὸ γὰρ ξηρὸν οὔτε ἐδώδιμον
5142836 καυλους
θαυμάσεις . [ Πρὸς πόνον πλευροῦ . ] Κράμβης χλωρᾶς καυλοὺς σὺν ταῖς ῥίζαις κατακαύσας ἀναλάμβανε στέατι χοιρείῳ καὶ χρῶ
τἆλλα τὸ φυτόν : ἀφίησι γὰρ εὐθὺς ἀπὸ τῆς ῥίζης καυλοὺς ἐπιγείους , τὸ δὲ φύλλον ἔχει πλατὺ καὶ ἀκανθῶδες
5142415 ὀρθους
ἡδονὴν τῇ ψυχῇ . δεῖ δὲ κατὰ μὲν τὰς ἀρχὰς ὀρθοὺς ἐλαύνειν τοὺς κρίκους , μετὰ δὲ τὸ ἀναθερμανθῆναι τὸ
τὴν διάνοιαν φυλάσσουσι καὶ τὴν ἐξέτασιν τῶν λόγων ἐπὶ τοὺς ὀρθοὺς κανόνας ἀναφέρουσιν , εἴ τε φυσικῆς τινος κρίσεως μετειληφότες
5141857 χαλκας
ἐχρῶντο , αἵπερ ἦσαν κόγχαι θαλάττιοι : αὖθις δὲ καὶ χαλκᾶς ἐποιήσαντο κατὰ μίμησιν . καὶ σφόνδυλοι δὲ ἐκαλοῦντο αἱ
ὅσον ἰσχύειν δοκεῖς . Χρυσὸς δ ' ἀνοίγει πάντα καὶ χαλκᾶς πύλας . Χάριν λαβὼν μέμνησο καὶ δοὺς ἐπιλαθοῦ .
5141222 ξυλινους
παρελεύσεται ἡ χάλαζα . Κἄν ταύρους ἀναστήσῃς ἐπὶ τῶν δωμάτων ξυλίνους , ὠφελήσεις σφόδρα . Καὶ χελώνην δὲ τὴν ἐν
προσαγαγόντες γὰρ ναῦν μυριοφόρον αὐτοῖς οἱ Ἀθηναῖοι , πύργους τε ξυλίνους ἔχουσαν καὶ παραφράγματα , ἔκ τε τῶν ἀκάτων ὤνευον
5140273 ὑψηλους
καὶ πεπονημένους , ὁ Καρκίνος δὲ ἐνύδρους καὶ χερσαίους καὶ ὑψηλούς , Λέων δὲ προσάντεις καὶ τραχεῖς καὶ ἐρήμους ,
σωφρονέστερον γὰρ αὐτῷ χρήσῃ . μὴ τέμνε τῶν ἀσταχύων τοὺς ὑψηλούς τε καὶ ὑπεραίροντας , ἄδικος γὰρ ὁ τοῦ Ἀριστοτέλους
5138692 ξηρους
διδόμενον . δεῖ δὲ τοὺς μὲν ἄρτους , καὶ τοὺς ξηροὺς καὶ τοὺς προσφάτους , καὶ τὰ πόπανα βρέξαντας τρίβειν
χεῦσον φοίνικος ] τοῦ δένδρου φησί ψαφαρόν : αὐχμηρόν : ξηροὺς δὲ φοίνικας κελεύει εἰς τὸ γάλα μιγνύναι ψαφαρόν ]
5133794 ἐργαζομενους
Φίλιππος μεθ ' ἡμέραν μὲν ἐπὶ τὴν διωρυχὴν καταβαίνειν ὡς ἐργαζομένους δὴ καὶ προκαλύμματα ὑπερέτεινεν ὡς βουλόμενος λανθάνειν : τὰ
προσουρεῖν καὶ πλησίον ἀφοδεύειν τοῦ περιφράγματος , ὥστε διοχλεῖσθαι τοὺς ἐργαζομένους . Ἔγραψε γοῦν ὁ Πεισίστρατος , ὡς ἐάν τις
5131751 πυρρους
γεγονέναι τοῖς μεταγενεστέροις εἰς ἅπαντα τὸν αἰῶνα . τοὺς δὲ πυρροὺς βοῦς συγχωρηθῆναι θύειν διὰ τὸ δοκεῖν τοιοῦτον τῷ χρώματι
γεγονέναι τοῖς μεταγενεστέροις εἰς ἅπαντα τὸν αἰῶνα . τοὺς δὲ πυρροὺς βοῦς συγχωρηθῆναι θύειν διὰ τὸ δοκεῖν τοιοῦτον τῶι χρώματι
5124462 περιτιθεμενα
ἔνιοι θηλύπρινον καλοῦσιν . οὕτως Ἐρατοσθένης . ἅρκυες : λίνα περιτιθέμενα θηρίοις , ἀπὸ τῶν ἑρκῶν . Ἀττικοὶ δασέως ,
κέκτηνται δύναμιν . ὅθεν καὶ αὐτὰ τὰ φύλλα τῆς κράμβης περιτιθέμενα τῇ κεφαλῇ καλῶς ποιεῖ . χρὴ δ ' αὐτὰ
5123004 κοπτουσι
ἐπειδὴ τοὺς ἡλίους οὐκ ἔχουσι καθαρούς , ἐν οἴκοις μεγάλοις κόπτουσι , συγκομισθέν - των δεῦρο τῶν σταχύων : αἱ
ἐπειδὴ τοὺς ἡλίους οὐκ ἔχουσι καθαρούς , ἐν οἴκοις μεγάλοις κόπτουσι , συγκομισθέντων δεῦρο τῶν σταχύων : αἱ γὰρ ἅλως
5121048 δασεις
ὁμαλοῖς καὶ ἀναπεπταμένοις τόποις , ἀλλὰ καὶ εἰς ὑψηλοὺς καὶ δασεῖς καὶ τραχεῖς , ἐφ ' ᾧ σὺν ἐλασίᾳ τούτους
ἐρέα τραχεῖα μὲν ἀκρόμαλλος δέ , ἀφ ' ἧς τοὺς δασεῖς σάγους ἐξυφαίνουσιν οὓς λαίνας καλοῦσιν : οἱ μέντοι Ῥωμαῖοι
5110989 ἐνακμαζοντος
οὔροις καὶ ταῖς λοιπαῖς ἐκκρίσεσι ἀποδίδοται , βραχὺ δέ τι ἐνακμάζοντος : ὁπόταν δ ' ἤδη καὶ ἡ ἄκμη παρῇ
μελιττῶν δεσπότης ῥᾷστα . αἱ δὲ φάλαγγες ἀπόλλυνται νύκτωρ , ἐνακμάζοντος λύχνου τεθέντος πρὸ τῶν σμηνῶν καὶ ἀγγείων ἐλαίου πεπληρωμένων
5109643 λειμωνας
δυσὶ θεαῖς καὶ τὴν Κόρην λαχεῖν τοὺς περὶ τὴν Ἔνναν λειμῶνας , πηγὴν δὲ μεγάλην αὐτῆι καθιερωθῆναι ἐν τῆι Συρακοσίαι
τεχνικαῖς ταῖς μεταφοραῖς , σπόρον καὶ ἄλοκα λέγων . σχιστοὺς λειμῶνας . . . Ἀφροδίτης . . . . [
5107777 κεραιας
, ἃς παρεσκευάσαντο πρὸς τὴν τῶν ἐλεφάντων μάχην . αὗται κεραίας εἶχον ἐπιβεβηκυίας στώμιξιν ὀρθαῖς πλαγίας , εὐτρόχους , ὅπη
“ μετὰ γὰρ τὴν ναυαγίαν εὐθὺς εἶδον μὲν αὐτὸν τῆς κεραίας λαβόμενον , ὅποι δὲ κεχώρηκεν οὐκ οἶδα . ”
5104422 ὀμβρους
ὑδρεῖα , χειμῶνος δ ' ἐπιλείπειν : πίπτειν δὲ τοὺς ὄμβρους ἐν τοῖς ἄνω μέρεσι τοῖς προσαρκτίοις καὶ ἐγγὺς τῶν
διὰ τὴν λεπτομέρειαν διακρινόμενον νέφη τε συνιστάνειν ὁμιχλούμενον καὶ καταστάζειν ὄμβρους ὑπὸ πιλήσεως καὶ διατμίζειν τὰ πνεύματα . γράφει γὰρ
5099674 πηδηματα
δυνηθῇ τυχεῖν . ἢ καὶ πάντες ἐπήδων , ἀριθμοῦντες τὰ πηδήματα : προσέκειτο γὰρ τῷ πλήθει τὸ νικᾶν . ἀσκωλιάζειν
εἰς ὕψος αἶρε . ἐπεὶ καὶ τῶν θαλασσίων δελφίνων τὰ πηδήματα μετέωρα . μέμνηται δὲ καὶ Θουκυδίδης . ΓΘ ἄλλως
5099286 ἐνηκαν
πολλάκις ἤμυξαν , καὶ οὐκ ἔκλαυσα : πόσαι μέλιτται κέντρα ἐνῆκαν , ἀλλὰ ἔφαγον : τουτὶ δὲ τὸ νύττον μου
] * Ἤγουν ἀναγαγόντες αὐτὰς ἐκ τοῦ τῆς θαλάσσης βάθους ἐνῆκαν τῇ νηῒ ἤδη πλεῖν μέλλοντες . Ὠκυπόρους ] Ταχέως
5094674 βοθρους
. Ἀποδιώξεις τὰς ἀκρίδας , ἐὰν γάρον ἐξ αὐτῶν σκευάσας βόθρους ὀρύξῃς , καὶ τούτους ἐγκαταβρέξῃς τῷ γάρῳ . πρὸ
βοτάνην , ἥ ἐστι κενωτικὴ γαστρός . καὶ Δημόκριτος τοὺς βόθρους τοὺς παρὰ τῶν κυνηγετῶν γενομένους † πάθους καλεῖ διὰ
5090417 ὀρυσσειν
ποιῆσαι δὲ ὧδε : ἄνωθεν τοῦ στρατοπέδου ἀρξάμενον διώρυχα βαθέαν ὀρύσσειν ἄγοντα μηνοειδέα , ὅκως ἂν τὸ στρατόπεδον ἱδρυμένον κατὰ
, οἰκοδομὰς ἄνευ τοῦ στεγάζειν , ποταμοὺς διαιρεῖν , φρέατα ὀρύσσειν , ἱστουργεῖν , γαμεῖν , φιλίας καὶ ἱλαρότητος μετέχειν
5086067 παραδεισους
καὶ τῶν πεδίων ἀφωρισμένον ἔχουσιν ἑαυτοῖς . ἄλση γὰρ καὶ παραδείσους καὶ πεδία λιπαρόγεα οἱ πολῖται ἐκτέμνοντες τῶν ἰδίων κτημάτων
οἰκοδομῶν καὶ ἀγορὰς πανταχοῦ ταύτης καὶ καταγωγάς , ἔτι τε παραδείσους φυτεύων καὶ ὑδάτων ἀφθονίαν εἰσάγων καί , ὅσα ἄλλα
5083207 περιφερεις
γωνίαν περικλώμεναι παντελῶς ἀσθενεῖς ἔσονται . ἁρμόσει δέ πως τοὺς περιφερεῖς καὶ τοὺς τετραγώνους ὥσπερ νῦν οἰκοδομοῦνται τίθεσθαι : τοὺς
ἐν τῷ περὶ ταρίχων φησι γίνεσθαι ἐν τῇ Κυζικηνῶν χώρᾳ περιφερεῖς τε εἶναι καὶ κυκλοειδεῖς . θρισσῶν δὲ μέμνηται Ἀριστοτέλης
5078812 χειμωνας
. . . : ἐκπεσεῖσθαι τὸν καιρὸν τοῦ πλοῦ εἰς χειμῶνας τοῦ ἐμπειροτάτου : τὸν Νικίαν λέγει ἀξιόχρεων : ἀξιόμαχον
τῷ μεγέθει σύμμετρον , τούς τ ' ἐν τῇ θαλάττῃ χειμῶνας ἀναφέρειν ἰσχῦον καὶ ῥᾳδίως ὑπὸ δυοῖν ἀνθρώπων ὑπηρετεῖσθαι δυνάμενον
5074982 λιθοις
ἐπεφίμωντο , κἂν εἴ τις ἐπιχειρήσειεν μεμνῆσθαι τοῦ φόνου , λίθοις εὐθὺς ἐβάλλετο . ” Ἐξῄει οὖν τὸ δεύτερον πλανησόμενος
τῶν θεῶν δέδοται δῶρον : εἰ καλιάν τις αὐτῶν ἐπιφράξειε λίθοις ἢ ξύλοις , πόαν τινὰ πρὸς τοῦτο ἐγνωσμένην αὐτοῖς
5065715 ἐπινηχεσθαι
. Ξενόφιλον δὲ ἐν μὲν τῇ πλησίον Ἰόππης οὐ μόνον ἐπινήχεσθαι πᾶν βάρος , ἀλλὰ καὶ παρὰ τρίτον ἔτος φέρειν
, διακολυμβᾶν κατακολυμβᾶν , ἐπικυματίζειν , ἐπιπολάζειν τῷ ὕδατι , ἐπινήχεσθαι ἐπιφέρεσθαι , κολυμβᾶν , ἀφ ' οὗ καὶ κολυμβήθραν
5065631 προγαστορας
, τινὰς δὲ καὶ φαλακρούς , ὀξυγενείους , ἐρυθρόχροας , προγάστορας , ὠκύποδας , κολυμβητάς , φιλοπροβάτους , εὐπορίστους ,
, τινὰς δὲ καὶ φαλακρούς , ὀξυγενείους , ἐρυθρόχροας , προγάστορας , ὠκύποδας , κολυμβητάς , φιλοπροβάτους , εὐπορίστους ,
5063242 καιομενας
κάλλιστον τῶν προγεγενημένων ἔργων ὑπ ' αὐτοῦ διαπραξάμενος τὰς μὲν καιομένας οἰκίας διέσωσε κατασβέσας τὴν φλόγα , τὸ δὲ περιτείχισμα
ὑπὸ πολεμίων ἱππεῖς ἐχόντων πολλοὺς αὐτὸς ἔχων ὀλίγους ἔδωκεν αὐτοῖς καιομένας λαμπάδας καὶ ἐπελαύνειν ἐκέλευσεν τοῖς ἐναντίοις . οἱ δὲ
5055429 ἡλους
τρεῖς κατάπλασον , καὶ πεσοῦνται οἱ ἧλοι . [ Πρὸς ἥλους καὶ μυρμηκιασμούς . ] Ὀστέα φοινίκων καύσας καὶ τρίψας
παλαιὰς διαθέσεις καὶ τραχέα βλέφαρα καὶ συκώσεις καὶ ἐκτροπὰς καὶ ἥλους καὶ σταφυλώματα καὶ ῥεῦμα πᾶν καὶ περιωδυνίας καὶ ψωροφθαλμίας
5055249 ὀργιλους
τέλος ἀγαγεῖν . τελέσαι ] ἐκπληρῶσαι . τὰς περιθύμους ] ὀργίλους . τὰς περιθύμους ] τὰς ὀργίλους καὶ μανικάς .
κρείττω τῶν ὀφθαλμῶν νομίζονται . τοῖς τέκνοις δὲ ἐπαφῆκε κατάρας ὀργίλους . στροφὴ ἑτέρα κώλων ζʹ . ἡμέτερα : +
5050256 ὀρυγματα
τμηθὲν ἐκπληροῦται πάλιν τῷ χρόνῳ , τῆς ἐγχωννυμένης εἰς τὰ ὀρύγματα γῆς μεταβαλλούσης εἰς ἄσφαλτον , ὥς φησι Ποσειδώνιος .
ὀρύξαντες καίουσί τε ταυτὶ τὰ πολυτελῆ δεῖπνα καὶ εἰς τὰ ὀρύγματα οἶνον καὶ μελίκρατον , ὡς γοῦν εἰκάσαι , ἐγχέουσιν
5036437 πλατεις
ἢ δύο ἢ τρεῖς , ὡς εἴρηται , καὶ μήτε πλατεῖς : ῥυτιδοῦνται γὰρ καὶ οὐ πιέζουσιν κατὰ λόγον τὸ
. μακρὰ μὲν οὖν ἡ λέξις οὕτως ἐστὶν αὐτῷ , πλατεῖς δὲ καὶ ἀσυγκρότητος πῶς ; κἀκεῖνοι μὲν ἐλευθεροῦντες τὰς
5033174 πολυποδας
βλαστήματα , τῶν πέριξ πόρων τῆς ῥινὸς ἐχόμενα κατὰ τοὺς πολύποδας . τούτοις ἥτε εἰσπνοὴ καὶ ἐκπνοὴ προσέχεται , κἄν
καὶ δῶρα πέμπουσιν οἱ προσήκοντες , ὡς ἐπιτο - πλεῖστον πολύποδας . λέγεται ἐπὶ τῶν καθαιρομένων : καὶ Λυσίας ἐν
5032524 ἐρυθρους
γάρ τις θυμῷ κατέχεται , ἴδοις ἂν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἐρυθρούς , ὁμοίως δὲ καὶ εἴ τις ἐρᾷ , ἴδοις
τῆς ῥίζης σπιθαμιαίους , τέσσαρας ἢ πέντε , λεπτούς , ἐρυθρούς , ὀποῦ λευκοῦ πολλοῦ μεστούς : κεφαλὴν δ '
5029869 ὀξυγενειους
, εὐκνήμους , εὐπλάστους , τινὰς δὲ καὶ φαλακρούς , ὀξυγενείους , ἐρυθρόχροας , προγάστορας , ὠκύποδας , κολυμβητάς ,
, εὐκνήμους , εὐπλάστους , τινὰς δὲ καὶ φαλακρούς , ὀξυγενείους , ἐρυθρόχροας , προγάστορας , ὠκύποδας , κολυμβητάς ,
5017577 αὐρας
τιθέασιν ἐπὶ τοῦ ταχέως καὶ τάχα . οὐκ ἀπὸ τῆς αὔρας , ἀλλὰ κατά τινα βαρβαρικὴν λέξιν : τάχα δὲ
ναύταις : οἰστρομανὲς παλεομίσημ ' ἄπιστόν τ ' ἀγκάλισμα κλυσιδρομάδος αὔρας . φάτ ' ἄσθματι στρευγόμενος , βλοσυρὰν δ '
5016221 κολυμβητας
φαλακρούς , ὀξυγενείους , ἐρυθρόχροας , προγάστορας , ὠκύποδας , κολυμβητάς , φιλοπροβάτους , εὐπορίστους , δαπάνους , ὀργίλους ,
φαλακρούς , ὀξυγενείους , ἐρυθρόχροας , προγάστορας , ὠκύποδας , κολυμβητάς , φιλοπροβάτους , εὐπορίστους , δαπάνους , ὀργίλους ,
5012889 ἀνεμους
μέλας . . τυφὼς γὰρ ἐκβαίνει : τοὺς δὲ καταιγιδώδεις ἀνέμους τυφὼς καλοῦσι . τούτῳ ἐνόμιζον μέλανα ἄρνα σφάζειν ,
καὶ οἱ ἐτησίαι πνέουσιν ἄνεμοι : τούτους γάρ φησι τοὺς ἀνέμους μάλιστα τὰ νέφη φέρειν πρὸς τὴν Αἰθιοπίαν : ὧν
5005686 προαστειων
περὶ τὴν Ἀττικὴν , ὥσπερ τῆς θαλάττης ἐξεπίτηδες ἀνείσης ἀντὶ προαστείων τῇ πόλει , χοροῦ σχῆμα σώζουσαι , καὶ τὰ
θέα βασιλεῖ πρέπουσα κατεσκεύασται τοῦ ποταμοῦ μὲν ὑπορρέοντος , τῶν προαστείων δὲ πανταχόθεν εὐωχούντων τὰς ὄψεις . καὶ δι '
5004912 ἐκτοπους
πλοκάμων ἄκανθαι προσήρτηνται . ἔχειν δὲ καὶ ἄλλας τινὰς ὑμνοῦσιν ἐκτόπους μορφάς , ὧν τὰ εἴδη μηδ ' ἂν τοὺς
κυλινδαίνων , καὶ ἀντιβολῶν , καὶ δεόμενος , καὶ διηγούμενος ἐκτόπους τινὰς ἡδονάς , εἰ λαβὼν αὐτὸν ἄξει , λειμῶνας

Back