| συντρέπονται μὲν οἷς ἂν συντύχωσιν , ἰδίᾳ δὲ ὁ Ἥλιος εὐτραφεῖς , εὐρήτους ποιεῖ , ἡ δὲ Σελήνη εὐκράτους καὶ | ||
| εἰσι καὶ τετανοὶ τὰς τρίχας τά τε σώματα μεγάλοι καὶ εὐτραφεῖς τοῖς μεγέθεσι καὶ ὑπόψυχροι τὰς φύσεις , ἄγριοι δὲ |
| ὁμαλοῖς καὶ ἀναπεπταμένοις τόποις , ἀλλὰ καὶ εἰς ὑψηλοὺς καὶ δασεῖς καὶ τραχεῖς , ἐφ ' ᾧ σὺν ἐλασίᾳ τούτους | ||
| ἐρέα τραχεῖα μὲν ἀκρόμαλλος δέ , ἀφ ' ἧς τοὺς δασεῖς σάγους ἐξυφαίνουσιν οὓς λαίνας καλοῦσιν : οἱ μέντοι Ῥωμαῖοι |
| εὐχερέστατα τρέπονται . ἐχόντων γὰρ αὐτῶν τοὺς πόδας ἁπαλοὺς καὶ σαρκώδεις , ἐκ τῶν ὑποκάτω μερῶν δάκνοντα τὰς πτέρνας ἀναγκάζει | ||
| σταφυλαί . πασῶν δ ' ἀσφαλεστάτη χρῆσίς ἐστιν , ὅταν σαρκώδεις τε ὦσιν αἱ σταφυλαὶ φύσει , πεπειροτάτων τε αὐτῶν |
| καὶ αὐτά : σμήγματα δὲ ὅσα διὰ νίτρου . Οἴνους λευκοὺς καὶ εὐωδεστάτους καὶ ἐλαιοχρόους . Καὶ ἀφροδισιάζειν μετρίως . | ||
| κάρα πυκάζομαι , καὶ κύτισος αὐτόματος παρὰ Μέδοντος ἔρχεται . λευκοὺς ὑπὸ ποσσὶν ἔχων πίλους . ὄρνιθα τοίνυν δεῖ σε |
| ἢ δύο ἢ τρεῖς , ὡς εἴρηται , καὶ μήτε πλατεῖς : ῥυτιδοῦνται γὰρ καὶ οὐ πιέζουσιν κατὰ λόγον τὸ | ||
| . μακρὰ μὲν οὖν ἡ λέξις οὕτως ἐστὶν αὐτῷ , πλατεῖς δὲ καὶ ἀσυγκρότητος πῶς ; κἀκεῖνοι μὲν ἐλευθεροῦντες τὰς |
| πρὸς τὸ ἑαυτοῦ ἰδίωμα μεταποιεῖ πως . Κρόνος μὲν γὰρ μέλανας ποιεῖ , δυσειδεῖς τε καὶ αὐχμηρούς , Ἄρης δὲ | ||
| τρόπῳ . Τούτων οὖν ἡ χολὴ μετὰ νίτρου σμηχομένη , μέλανας ἀλφοὺς ἰᾶται καὶ οὐλὰς μελαίνας ὁμόχρους ποιεῖ . καὶ |
| δὲ τῷ χαλαζήεντα εἶδος ἀντὶ γένους παρέλαβεν : εἰσὶ γὰρ σκορπίοι χαλαζήεντες διὰ τὸ τοὺς δεδηγμένους ὑπ ' αὐτῶν ἱδροῦν | ||
| ἀνθρώπου ῥαινόμενος ἀσθενὴς καὶ ναρκώδης ὁρᾶται . γίνονται δὲ οἱ σκορπίοι οὐ μόνον ἐξ ἀλλήλων , ἀλλὰ καὶ ἀπὸ σεσημμένων |
| , καὶ εἰρεσίης μνώοντο . Ἀπροφάτως δ ' ἀπὸ γῆς λεπτοὶ λύοντο κάλωες πείσματα δ ' ἡπλώθη : κραιπνὸν δ | ||
| δὲ λεπτοὶ οὐρέονται μᾶλλον : καὶ οἱ λευκοὶ καὶ οἱ λεπτοὶ γλυκέες οὐρέονται μᾶλλον ἢ διαχωρέουσι , καὶ ψύχουσι μὲν |
| γὰρ αὗται πρὸς ἀρνοτροφίαν . τοὺς δὲ κριοὺς εἶναι χρὴ εὐπαγεῖς , καλοὺς τῇ θέᾳ , χαροποὺς τοῖς ὄμμασι , | ||
| - γωρηθῇ . δεῖ δὲ ἐκλέγειν ἀπὸ τῶν τοκάδων τὰς εὐπαγεῖς , μεγάλας τε καὶ μεμυωμένας , καὶ τὸν μὲν |
| δασείαις θερμοβούλους , εὐψύχους ἄνδρας σημαίνει . ὤμους δὲ καὶ μετάφρενα τετριχῶσθαι παρομοίους δηλοῖ τοῖς ὄρνισιν ἐν ταῖς ψυχαῖς : | ||
| τύψαντα , τὸν Πηλέα , τὸν δὲ Τελαμῶνα σιδήρῳ τὰ μετάφρενα , καὶ οὕτω τὸ μύσος φεύγοντας τῆς Αἰγίνης ἐκπεσεῖν |
| τρόπον ἢ φακὴ ὁμοῦ τῷ αἰγείῳ λίπει ἢ φοίνικες οἱ πίονες , καὶ γίνεται κλυσμὸς ἀπὸ τούτων . Κόμμι ἢ | ||
| καθ ' ἑκάστην ἤσθιε τὴν ἡμέραν : ἦσαν δὲ χῆνες πίονες ἐκείνῳ καὶ οἶνος ἡδὺς καὶ φασιανοί . ἔβλεπέ τε |
| τοὺς νεοττούς , ἑαυτὸν αὐτοῖς προτείνει τροφήν : οἳ δὲ ἐσθίουσι τὸν πατέρα . καὶ τὴν παροιμίαν ἐντεῦθέν φασι τὴν | ||
| τοῖς δὲ ἄλλοις ἀνθρώποις ἄτιμα ταῦτα νενόμισται . καὶ ἰχθύας ἐσθίουσι πάντες πλὴν Σύρων τῶν τὴν Ἀστάρτην σεβομένων . θηρία |
| καρτερά , ποδῶν καὶ χειρῶν ἄρθρα γενναῖα , δάκτυλοι ἁπλοῖ εὐμήκεις διεστῶτες ἀπ ' ἀλλήλων , ἐπηρμένα πρόσωπα καὶ σαρκώδη | ||
| πεπλεγμένας ἀλλήλαις , ποτὲ δὲ ἁπλᾶς : καὶ ποτὲ μὲν εὐμήκεις σφόδρα , ποτὲ δὲ μικρὰς , ὑπὸ ῥευματισμοῦ δηλονότι |
| γάρ τις θυμῷ κατέχεται , ἴδοις ἂν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἐρυθρούς , ὁμοίως δὲ καὶ εἴ τις ἐρᾷ , ἴδοις | ||
| τῆς ῥίζης σπιθαμιαίους , τέσσαρας ἢ πέντε , λεπτούς , ἐρυθρούς , ὀποῦ λευκοῦ πολλοῦ μεστούς : κεφαλὴν δ ' |
| αὐτὰ ἔχουσιν καὶ αἱ φάραγγες καὶ ὅσοι δέ εἰσιν ἀλλαχόσε τραχεῖς καὶ δασώδεις τόποι . πλῆθος τούτων βόσκει τῶν θηρίων | ||
| παντὶ τῷ σώματι , ὁμιλικοὺς πρὸς γυναῖκας , εὐπροσδέκτους , τραχεῖς καὶ ἀλαζονικωτέρους . Πρώτην ζώνην ἐπέχει Κρόνος . Δευτέραν |
| τούτων δ ' ἧττον τρέφουσιν οἱ λευκοί τε ἅμα καὶ παχεῖς καὶ αὐστηροί , πάντων δ ' ἧττον οἱ λευκοὶ | ||
| τοῦτο γὰρ καὶ τοῖς κέρατα φοροῦσι ζῴοις συμβαίνει . Ὦμοι παχεῖς καὶ εὔσαρκοι πᾶσιν ἀγαθοὶ πλὴν τῶν ἐν δεσμοῖς ὄντων |
| : . Πραΰσιοι τοὺς ἀστυγείτονας , ἐὰν λιμῷ πιεσθῶσι , τρέφουσι . Ἀνδρὶ μὲν Ἱππαίμων ὄνομ ' ἦν : ἵππῳ | ||
| εὐεργεσίας ἀμειβομένων : παρόσον οἱ τῶν πελαργῶν νεοττοὶ τοὺς πατέρας τρέφουσι γεγηρακότας . Πεζῇ βαδίζων μὴ φοβοῦ τὰ κύματα : |
| , σκέλη σαρκώδη , περὶ τοῖς σφυροῖς καρτερία , πόδες ἀρθρώδεις , χρῶμα ὀξύτερον , βλέμμα ὑγρόν , οὐ μεγάλοι | ||
| μεγάλας , εἶτα ἐχούσας τὰς κεφαλὰς ἐλαφράς , σιμάς , ἀρθρώδεις , ἰνώδη τὰ κάτωθεν τῶν μετώπων , ὄμματα μετέωρα |
| καὶ οὐδὲν ἐμοῦ συμβούλου δεόμενα : οὐ γὰρ συνετοὺς καὶ ὀξεῖς ἀποφαίνειν τοὺς μὴ παρὰ τῆς φύσεως τοιούτους φησὶ τοῦτο | ||
| ἐπὶ πνεύμασιν γενομένους , λέγω δὴ τοὺς ἐφημέρους , καὶ ὀξεῖς μὲν , ἡσσωμένους δὲ τῇ χειρὶ , τοὺς ἐπὶ |
| δ ' ἐναντία ἐναντίως . Διαστροφαὶ , ᾗ κυρτοί : ἄσαρκοι , ἄνευροι , ᾗ τὸ ἐκπεσόν . Τὸ ἐμπεσὸν | ||
| τρόπῳ τοιούτῳ : οἱ πόδες πολὺ ἀφεστήκασι τῆς καρδίας καὶ ἄσαρκοι σχεδόν εἰσιν : ὀστώδεις γάρ εἰσι καὶ δῆλον καὶ |
| χάλκεοι ἦσαν , ἐν δέ οἱ ὀμφαλοὶ ἦσαν ἐείκοσι κασσιτέροιο λευκοί , ἐν δὲ μέσοισιν ἔην μέλανος κυάνοιο . τῇ | ||
| ἐκείνων διάθεσιν μεθιστάμενοι . πεφύκασι δ ' αὐτῶν οἱ μὲν λευκοί , οἱ δὲ μέλανες , τὸν ἐπικρατοῦντα χυμὸν τοῖς |
| , οἱ τηλικοῦτοι καὶ τοιοῦτοι πρὸς τοὺς οὕτως ἀσθενεῖς καὶ μικροὺς πολεμήσομεν . οὕτως ἐπείσθησαν Γαλάται καταφρονήσαντες Ἑλλήνων ἐλθεῖν ἐπὶ | ||
| ἀλλ ' οὐ κατὰ σκέλος . ἔχει δὲ δακτύλους πέντε μικροὺς καὶ οὐκ ἐπὶ πολὺ μῆκος ἐσχισμένους , ἔχει δὲ |
| δὲ βορραῖοι ὑγιεινότατοι , οἱ δὲ ζέφυροι πνέοντες ἀπὸ δυσμῶν ὑγροί τε καὶ προσηνεῖς , ὑγιεινοὶ μὲν ἧσσον ἤπερ ὁ | ||
| φέρῃ . συχνοὺς γὰρ ἄν τις ἴδοι , οἳ οὕτως ὑγροί εἰσιν , ὥστε , ὁπόταν ἐθέλωσιν , ἐξίσταται ἀνωδύνως |
| πρόσωπον τετράγωνον , χείλη λεπτά , ῥῖνα ὀρθήν , ὀφθαλμοὺς ὑγροὺς χαροποὺς γοργοὺς φῶς πολὺ ἔχοντας ἐν ἑαυτοῖς : εὐοφθαλμότατον | ||
| δέχεσθαι τὸ δ ' ὑγρὸν διἱέναι . διὸ καὶ τοὺς ὑγροὺς τῶν σκληρῶν ὀφθαλμῶν ἀμείνους εἶναι πρὸς τὸ ὁρᾶν , |
| ἄδειπνος . ταχὺ γὰρ γίνεται κἀκκλησιαστὴς οἰκόσιτος . σαράβαρα καὶ χιτῶνας πάντες ἐνδεδυκότες . . . ἐν Κύπρῳ φής , | ||
| ] τὴν ἐκ νέου συνάφειαν . ἁβροχίτωνας ] πολυτελεῖς ἐχούσας χιτῶνας : τοιαῦται γὰρ αἱ τῶν Περσῶν . χλιδανῆς ] |
| . τούτοις ἀναλογεῖ καὶ ὁ ῥόμβος . θυννὶς καὶ θύννος βαρεῖς καὶ πολύτροφοι . ὁ ἀκαρνὰν γλυκὺς καὶ παραστύφων , | ||
| ἀλλὰ τὸ βραχὺ τῆς Ποσειδῶνος ὀργῆς λείψανον , ὃν οἱ βαρεῖς χειμῶνες ἐπὶ τὸν Φαιάκων ἔλεον ἐξεκύμηναν . Ἃ δὴ |
| : εὔσαρκοι μὲν , πλὴν ἔσωθεν , ἐξεχέγλουτοι , ῥοικοὶ μηροὶ , ἢν μὴ ἐπισφακελίσῃ . Εἰ κυφοὶ τὰ ἄνωθεν | ||
| χρόνος καὶ ἡ πρὸς τὴν μάχην παρασκευή . μηρία καὶ μηροὶ διαφέρει . μηρία μὲν γὰρ τὰ ἐναγιζόμενα τοῖς θεοῖς |
| . βαθυκόλπων ] τῶν πλουσίων . Ξ βαθυκόλπων ] τῶν βαθεῖς τοὺς κόλπους ἐξ ἱματίων ἐχόντων . θ στηθέων ] | ||
| ἀρξαμένους : οἷον ἐν τῇ ἐπόμβρῳ μήτε μεγάλους ὀρύττοντας μήτε βαθεῖς ὅπως μὴ πολὺ συνιστάμενον ἐκσήπῃ τὸ ὕδωρ : διὰ |
| ῥοδίνηϲ κηρωτῆϲ ὑγροτάτηϲ μίξαϲ χρῖε : αὔξει τὰϲ τρίχαϲ καὶ πυκνοῖ τὸ δέρμα καὶ οὐ ϲυγχωρεῖ ῥέειν : καὶ τὸ | ||
| , θέρους δὲ τεσσαράκοντα ἕξ . Συστέλλει δὲ αὐτὸ καὶ πυκνοῖ μᾶλλον τὸ ψῦχος , διὸ καὶ ἐν τοῖς γνώμοσι |
| ] ἐν ἄλλοις δὲ τόποις καὶ χώραις ἄλλοι ποιηταὶ τυγχάνουσι μεγάλοι καὶ ἔνδοξοι . * * ἀντὶ τοῦ λόγον . | ||
| ἀποκαίεσθαι , ἔστ ' ἂν ἐρυθροί τ ' ἔωσι καὶ μεγάλοι [ . . ] . Νῦν διαλέγεται ὁ Ἱπποκράτης |
| μετὰ τοὺς ὕπνους : καὶ γὰρ τὰ βλέφαρα μόλις τε ἀνοίγουσι καὶ διὰ τοῦτο καὶ ἀκίνητος μένει : καὶ λῆμαι | ||
| γάλα ἀλεαίνοντες εἶτα αὐ - τοῖς ἐγχέοντες , οἳ δὲ ἀνοίγουσι τὰ βλέφαρα , καὶ ὠφελούμενοι ἥδονταί τε καὶ αἰσθάνονται |
| τὸ πῦρ κατενεχθείη , θηρία ἐνοχλήσουσιν τὰ κτήνη τε καὶ ὄφεις : ἐπὶ δὲ τεῖχος , πόλεμοι καὶ δόλοι καὶ | ||
| ὁ τύμβος τῶν περὶ Ἁρμονίαν καὶ Κάδμον , οἵτινες εἰς ὄφεις μετεβλήθησαν . Ἡ δὲ ἱστορία παρὰ Ἀπολλωνίῳ ἐν τῷ |
| , στέρνα ῥωμαλέα καὶ μετάφρενα , ἰσχία σκληρά , σκέλη σαρκώδη , περὶ τὰ σφυρὰ καρτερία , πόδες ἀρθρώδεις , | ||
| πρὸς τὴν τῆς βλασ - τήσεως ὥραν . ὧν δὲ σαρκώδη τὰ περικάρπια ταῦτα δὴ σηπομένων καὶ περιρρεόντων αὐτὰ καθ |
| δὲ λοιπαὶ τὰ πρὸς νότον . Ἀποτελεῖ δὲ εὐκράτους , μελανοφθάλμους , εὔτριχας , εὐφόρους , δικαίους . τούτων δὲ | ||
| μάλιστα δ ' ἐμφαίνεσθαι τὸ ἐναντίον χρῶμα : διὸ τοὺς μελανοφθάλμους μεθ ' ἡμέραν καὶ τὰ λαμπρὰ μᾶλλον ὁρᾶν , |
| γωνίαν περικλώμεναι παντελῶς ἀσθενεῖς ἔσονται . ἁρμόσει δέ πως τοὺς περιφερεῖς καὶ τοὺς τετραγώνους ὥσπερ νῦν οἰκοδομοῦνται τίθεσθαι : τοὺς | ||
| ἐν τῷ περὶ ταρίχων φησι γίνεσθαι ἐν τῇ Κυζικηνῶν χώρᾳ περιφερεῖς τε εἶναι καὶ κυκλοειδεῖς . θρισσῶν δὲ μέμνηται Ἀριστοτέλης |
| σύνηθες ἐζήτει τὴν κόρην . ὁ δὲ γεωργὸς καταφρονήσας αὐτοῦ ῥοπάλοις αὐτὸν ἐδίωξεν . ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι οἱ | ||
| δὲ ἡ ἐπὶ χρημάτων ἀμφισβήτησις ἐν λόγοις . ἀποτυμπανίσαι ] ῥοπάλοις ἀνελεῖν . ἀνελεῖν . Ποτίδαιαν ] τὴν Κασάνδρειαν . |
| , κορακῖνοί τε καὶ μύλλοι καὶ ἀντακαῖοι καὶ κυπρῖνοι , μέλανες οὗτοι , καὶ χοῖροί τε καὶ κόσσυφοι ἰδεῖν λευκοί | ||
| ἀπὸ συμ - φορᾶς ζῶντας . ὀφθαλμοὶ μικροὶ χαροποὶ ἢ μέλανες τὰ αὐτὰ σημαίνουσιν , παρόσον οἱ μὲν χαροποὶ ἐμπληκτότερον |
| ἰχθύων . τὰ δὲ ὀπτώμενα χείρονα . μαλάκεια δὲ οἷον πολύποδες καὶ σηπίαι τὴν σάρκα δύσπεπτον ἔχει . διὸ καὶ | ||
| σπέρμα , τὰ καλούμενα μαλάκια , τευθίδες , σηπίαι , πολύποδες , οἱ κητώδεις τῶν ἰχθύων . ἱκανῶς δὲ παχύχυμα |
| , ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν καλάμων , οἱ ὄντες μὲν χλωροὶ ἁπαλοί εἰσι , ξηραινόμενοι δὲ σκληροὶ γίνονται . εὐφήμως οὖν | ||
| κρύπτουσιν ὥστε ἐπιβολὴν ἔχοντες καὶ βρεχόμενοι ἀμφοτέρως εὐτραφεῖς γίνονται καὶ ἁπαλοί . Καὶ περὶ μὲν ἀμπέλων ἱκανῶς εἰρήσθω . Πάντων |
| μᾶλλον ἐγειρέσθην κοτέοντε μάχεσθαι , ἀμφότεροι , χλοῦναί τε σύες χαροποί τε λέοντες . Ἐν δ ' ἦν ὑσμίνη Λαπιθάων | ||
| θέσκελα ἔργα τέτυκτο , ἄρκτοι τ ' ἀγρότεροί τε σύες χαροποί τε λέοντες , ὑσμῖναί τε μάχαι τε φόνοι τ |
| τῆς πέτρας προσανέβησαν . τοὺς μὲν οὖν φύλακας ἔλαθον , χῆνες δ ' ἱεροὶ τῆς Ἥρας τρεφόμενοι , καὶ θεωρήσαντες | ||
| ἡ γυνή , τὸ τεχθὲν ζήσειν : ἱεροὶ γὰρ οἱ χῆνες οἱ ἐν ναοῖς ἀνατρεφόμενοι : εἰ δὲ μή , |
| . ἄτρεστον : ἄφοβον : γράφεται ἄστρεπτον . Ὑπερφιάλους : εὐμεγεθεῖς . ἔσβεσεν : γράφεται ἔσπασεν . Δινεύοντα : περιπατοῦντα | ||
| . ἄτρεστον : ἄφοβον : γράφεται ἄστρεπτον . Ὑπερφιάλους : εὐμεγεθεῖς . ἔσβεσεν : γράφεται ἔσπασεν . Δινεύοντα : περιπατοῦντα |
| , τούς γε μὴν μηροὺς καὶ τὰ στέρνα καὶ τοὺς τραχήλους κομῶσι θριξὶ δασυτάταις , καὶ σὺν τούτοις καὶ τὴν | ||
| χρυσοθώρακες , ψελλίοις μὲν τὰς χεῖρας , στρεπτοῖς δὲ τοὺς τραχήλους κεκοσμημένοι : περὶ δὲ ταῖς κεφαλαῖς οὐ κράνη περιτίθενται |
| γυναικῶν παρὰ τοὺς ἀνδρῶν ὀδόντας , τούτων δὲ ὅσοι μὲν πυκνοὺς ἔχουσι καὶ συνεχεῖς , μακροβίους εἶναι , τὸ δ | ||
| τὸ τῶν ἡμετέρων στρατευμάτων πλῆθος ἐθέλοιμεν , βάδην τε καὶ πυκνοὺς αὐτοὺς ἑστάναι τε καὶ πορεύεσθαι παραγγέλλωμεν : ἡ γὰρ |
| πλὴν μάχιμοί γε καὶ οὗτοι : πόρρωθεν γὰρ ἐσφενδόνων ῥαφανῖδας ὑπερμεγέθεις , καὶ ὁ βληθεὶς οὐδὲ ὀλίγον ἀντέχειν ἐδύνατο , | ||
| ὄντες τῶν ἐντὸς θεραπευτικοί . οἱ δὲ σπαρτοὶ καὶ σφόδρα ὑπερμεγέθεις γίνονται . ἐν Λιβύῃ δέ φασιν ἐν Γαιτουλίᾳ γίνεσθαι |
| πόλις : διὸ καὶ οἱ εἰσπηδήσαντες εἰς τὸ τεῖχος τρεῖς δράκοντες οἱ μὲν δύο καταπεσόντες ὀλώλασι δηλοῦντες ὡς τὸ ὑπὸ | ||
| οἱ προσβαλοῦντες κατὰ τὰ ἡμέτερα τείχη ἀπολοῦνται καθάπερ οἱ δύο δράκοντες : ὁ δὲ κατὰ τὸ Αἰακοῦ τείχισμα ἐλθὼν δράκων |
| ἀλλὰ καὶ γραῒ δῶκεν εὐμαρῶς τράχηλον εἰς ἐπῳδὴν καὶ σκυτίσιν βραχίονας πεπεισμένως ἔδησε : ῥάμνον τε καὶ κλάδον δάφνης ὑπὲρ | ||
| οἱ ξένοι ; Βοιώτιοι . γυμνοὶ γὰρ † ὤθουν φαιδίμους βραχίονας ἥβῃ σφριγῶντες ἐμπορεύονται , νέῳ στίλβοντες ἄνθει καρτερὰς ἐπωμίδας |
| καὶ ὁπόσων ἐστὲ καλῶν κἀγαθῶν ἄξιαι : εἰς δὲ πτηνὰ ἀετοί , διότι οὐδὲν τῶν ὁμογενῶν οὔτε ἐκβοήσουσιν οὔτε θοινήσονται | ||
| γῆς . ὧν εἰκόνες οἱ χρυσοῖ ἀνέκειντο παρὰ τὸν ὀμφαλὸν ἀετοί : ἤρθησαν δὲ ἐν τῷ Φωκικῷ πολέμῳ , ὃν |
| σφάττειν ἐπὶ τῷ τάφῳ τοῦ Ἀχιλλέως . ἔφη δὲ τοὺς ἰχθύας σχεδόν τι φρονιμωτέρους φαίνεσθαι τῶν ἀνθρώπων : ὅταν γὰρ | ||
| ὥσπερ καὶ ὁ πληγεὶς ἁλιεὺς εὐκόλως μετὰ τὴν τρῶσιν τοὺς ἰχθύας μεταχειρίζεται . Ἁλμυρὸν γειτόνημα ἔμβλεπε πόῤῥω : δηλοῖ δὲ |
| ὕδωρ καὶ γλυκὺ καὶ καθαρόν . πάρκεινται δ ' ἄρτοι ξανθοὶ γεραρή τε τράπεζα τυροῦ καὶ μέλιτος πίονος ἀχθομένη : | ||
| καὶ πόλεων κατάρξουσιν , ἂν Ζεὺς προσεπιβλέπῃ : ἄσπροι , ξανθοὶ τὰ πρόσωπα , ὀφθαλμοὶ δὲ ψεκτέοι , πόνοι περὶ |
| λιπαροὶ ἢ ἄλλην τινὰ ἔχοντες παραπλησίαν δύναμιν . [ ἐὰν ξηροί τε καὶ ὀλίγην ἔχοντες ἅμα καὶ τοιαύτην ὑγρότητα πρὸς | ||
| γέροντες διὰ μὲν τὰ στερεὰ μόριά εἰσι οἱ ψυχροὶ καὶ ξηροί . διὰ δὲ τὰ περιττώματα ψυχροὶ καὶ ὑγροί . |
| ψήττας , ἐρυθίνους , κεστρέας , πέρκας , ὄνους , θύννους , μελανούρους , σηπίας , αὐλωπίας , τρίγλας , | ||
| ἀπὸ μεταφορᾶς δὲ τοῦτο εἶπε τῶν ἁλιέων τῶν ἀγρευόντων τοὺς θύννους . ΓΘ θυννοσκοπῶν ] ἐπιτηρεῖς ὡς οἱ θυννοσκόποι τοὺς |
| μυωποί , γρυπαί , ἄρρωστοι , ψιλαί , αἰσχραί , ἄμορφοι , ἀσύντακτοι τὰ σώματα , διάστροφοι τοὺς πόδας , | ||
| ἦσαν καὶ καλοὶ καὶ εὐειδεῖς , οἱ δὲ μικροὶ καὶ ἄμορφοι , καὶ οἱ μὲν χρύσεοι , ὡς ἐδόκουν , |
| μετρίως , βάτοι δὲ καὶ λειόβατοι καὶ ῥῖναι μᾶλλον , τρίγλαι καὶ κωβιοὶ ἔλαττον . γάλα τὸ μὲν παχύτερον μᾶλλον | ||
| δ ' αὖ φάγροι τε καὶ οὐτιδανοὶ μελάνουροι καὶ ῥαφίδες τρίγλαι τε καὶ ἀστακοὶ ἀμφὶς ἕπονται . θάμβος ἔφυ τόδε |
| φάγροι καὶ χρόμις καὶ ἀνθίας καὶ ἀκαρνᾶνες καὶ ὀρφοὶ καὶ συνόδοντες καὶ συναγρίδες τῷ μὲν γένει παραπλήσιοι ὑπάρχουσιν : γλυκεῖς | ||
| ἀμείνους , ὡς τρίγλαι : θέρους δὲ φάγροι τε καὶ συνόδοντες : φθινοπώρου δ ' ἥπατος παραιτητέος , κακόχυμος ὤν |
| δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ βασκανίας ἀπελαύνουσιν . συνεχῶς δὲ ἐσθιόμενοι ἐπιληπτικοὺς θεραπεύουσιν . Ἵππουρος ἰχθὺς ὃν ἔνιοι ἄνθρωποι κορυφαῖον καλοῦσι . | ||
| ; Ἥνπερ , ὦ Σώκρατες , οἱ δοῦλοι τοὺς δεσπότας θεραπεύουσιν . Μανθάνω : ὑπηρετική τις ἄν , ὡς ἔοικεν |
| Καλῶς ἔλεξεν εὐλαβουμένῳ πεσεῖν , ἄναξ : φρονεῖν γὰρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς . Ὅταν ταχύς τις οὑπιβουλεύων λάθρᾳ χωρῇ | ||
| τὴν χρόαν . ἐοικέναι δὲ τοῖς Παρθικοῖς : καὶ γὰρ ταχεῖς εἶναι καὶ εὐδρόμους μᾶλλον τῶν ἄλλων . Καὶ τῶν |
| , κόγχαι , σωλῆνες , μύες θαλάττιοι , χῆμαι , κτένες , τάριχος τέλειος καὶ μὴ βρομώδης καὶ ἰχθύων εὐχύλων | ||
| τῷ ὀστράκῳ ἕλικος . κόγχαι δὲ σωλῆνες , χῆμαι , κτένες ἐν τοῖς ἀμμώδεσι συνίστανται . αἱ δὲ πίνναι ὀρθαὶ |
| πολιορκίας καὶ τῆς τῶν ἐπιτηδείων πρὸς τροφὴν στερήσεως ἰσχνοὶ καὶ ὠχροὶ ἦσαν καὶ δυσειδεῖς . Ἔοικα τῷ τοὺς ἅλας καὶ | ||
| ἀσθενεῖς γίνονται , καὶ ξηροὶ , καὶ λεπτοὶ , καὶ ὠχροὶ , καὶ κοιλοφθαλμιῶντές εἰσιν οἱ οὕτω διακείμενοι . Εἰ |
| καὶ ξύλα μικρὰ εἰς ὀξὺ συνηγμένα . οὕτω Φερεκράτης . σφηκώδεις : οἱ λαγαροὶ τοῖς σώμασι καὶ συνεζωσμένοι . καὶ | ||
| κυρίως δὲ τὸ τῶν μελισσῶν : καὶ ἐπιτηδείως νῦν : σφηκώδεις γάρ . Γ σμῆνος οἷον : ⌈ σμῆνος κυρίως |
| πρόσωπα καὶ σαρκώδη , οὐ μὴν λεπτά , ὀφθαλμοὶ ὑγροὶ εὐλαμπεῖς χαροποί , τὸ ἐν αὐτοῖς ἦθος γεγηθός . Ἀναισθήτου | ||
| πάνυ σαρ - κώδη οὐδὲ μὴν λεπτά , ὀφθαλμοὶ ὑγροὶ εὐλαμπεῖς χαροποί , τὸ ἐν αὐτοῖς ἦθος γεγηθός . Τὸν |
| δὲ λέοντές τε ὅλοι καὶ δορκάδες καὶ σύες καὶ τίγρεων ὀσφύες , τὰ γὰρ λοιπὰ τοῦ θηρίου παραιτοῦνται ἐσθίειν , | ||
| δολιχήρεες ἱστοί : εὐρέες ὠμοπλάται , πλευρῶν ἐπικάρσια ταρσά : ὀσφύες εὔσαρκοι , μὴ πίονες : αὐτὰρ ὄπισθε στρυφνή τ |
| [ παρὰ θυσίαις ] ὑπηρετήσω τὸ πῦρ , ἵν ' εὐώδεις ἀτμοὺς ἀπ ' ἐσχάρας προπέμψω σοι . μιαίνομαι γάρ | ||
| φύλλα κισσῷ ὅμοια : ῥίζας δὲ πολλὰς καὶ λεπτάς , εὐώδεις : ἄνθος βαρύοσμον : σπέρμα ὡς πελεκίνου . φύεται |
| ἐν τῇ ἀπρεπῇ κοίτῃ ἐν τῇ τρίψει ἀκονᾶται , καὶ κοιλοῖ τὴν θήλειαν : διὸ καὶ οὐ θέλει συνουσιάσαι , | ||
| ἐν τῇ ἀπρεπῇ κοίτῃ ἐν τῇ τρίψει ἀκονᾶται , καὶ κοιλοῖ τὴν θήλειαν : διὸ καὶ οὐ θέλει συνουσιάσαι , |
| , νηφα - λίους , ἀγρύπνους , γοργούς τε καὶ εὐειδεῖς , οἵτινες καὶ πρὸ τοῦ πολέμου ἐν τοῖς ἀπαντῶσι | ||
| ἐκείνους τοὺς καιροὺς εἰσφερόμενα βαρύτιμα ἀργυρώματα καὶ μουσικὰ καὶ παρθένοι εὐειδεῖς πρὸς παλλακίαν καὶ διάφορος οἶνος καὶ ἱματισμὸς ἁπλοῦς πολυτελὴς |
| . ὡς τἄλλα τε καὶ φόβος καὶ ὕβρις ἄπεστι καὶ τρέφονται καὶ θεραπεύονται τῶν φρουρίων ἐγγύς , ἃ κατεσκάφασι . | ||
| περὶ δὲ τὰς σκηνὰς τὰ βοσκήματα , ἀφ ' ὧν τρέφονται καὶ γάλακτι καὶ τυρῷ καὶ κρέασιν : ἀκολουθοῦσι δὲ |
| μία φλύκταινα γεννᾶται κνησαμένων , ἀλλὰ πολλαὶ μικραὶ καθάπερ τινὲς κέγχροι καταπυκνοῦσαι τὸ μέρος , ὧν ἐκρηγνυμένων ὁμοίως . . | ||
| εἰσὶν αἱ κέγχροι . . . . μείζονες δὲ αἱ κέγχροι οὖσαι ἢ ἐλάττονες ἡμερώτερα ἤθη δηλοῦσιν . ὠχροὶ ὀφθαλμοὶ |
| μύρμηκες , τῆς ῥίζης τοῦ ἀγρίου σικύου καπνιζομένης , ἢ σιλούρου , μάλιστα Ἀλεξανδρίνου , θυμιωμένου μαλακῇ πυρᾷ . ἑνὸς | ||
| ἄσφαλτος . δριμεῖς δ ' ἅλμη , θαλασσία , γάρος σιλούρου , ἴρεως ἀφέψημα , θύμου , θύμβρας , ἀριστολοχίας |
| ἐνταῦθά τοι τοῦ χρόνου καὶ μνήμη τροφῆς αὐτοὺς ἐσέρχεται : σιτοῦνται δὲ ἀκούω τήν τε σχῖνον ἀμφιλαφῆ τοῖς δένδροις περιπεφυκυῖαν | ||
| φύσει τιθασοί : εἰσὶ δὲ ὑλαῖοι τὴν δίαιταν , καὶ σιτοῦνται τῶν ὡραίων τὰ ἄγρια . φοιτῶσι δὲ ἀθρόοι ἐς |
| γίνονται γυναιξὶ μόναις συμφέρουσιν . ὅρμοι δὲ καὶ ἁλύσεις καὶ ἐνώτια καὶ λίθοι πολυτελεῖς καὶ πᾶς κόσμος περιδέραιος γυναικεῖος γυναιξὶ | ||
| . ἕρματα τρίγληνα μορόεντα . † ) τρίκορα κόσμια , ἐνώτια , τριόφθαλμα . τὸ δὲ μορόεντα ἀντὶ τοῦ μετὰ |
| καὶ τῇ χροιᾷ εἰσι μέλανες . οἱ δὲ λεπτοὶ καὶ ἰσχνοὶ καὶ ξανθοί , οἵτινες λέγονται σκνιπαί . ἄλλοι δὲ | ||
| τῶν γυμνασιῶν καὶ τὸ τῆς τροφῆς ἐλλιπὲς τοῖς σώμασιν ὑπάρχουσιν ἰσχνοὶ καὶ εὔτονοι . πρὸς δὲ τὴν κακοπάθειαν ταύτην συνεργοὺς |
| , βάτοι καὶ λειόβατοι καὶ ῥῖναι μᾶλλον , τρίγλαι , κωβιοὶ ἔλαττον . γάλα τὸ μὲν παχύτερον μᾶλλον , τὸ | ||
| κεστρεὺς ἑφθός , σηπίαι ἑφθαί , μύραιν ' ἑφθή , κωβιοὶ ἑφθοί , θυννίδες ὀπταί , φυκίδες ἑφθαί , βάτραχοι |
| πολλὰς καὶ αἱμοῤῥοΐδας ἐν τῇ ἕδρῃ . Πλευρίτιδες δὲ καὶ περιπλευμονίαι καὶ καῦσοι καὶ ὁκόσα ὀξέα νουσήματα νομίζονται , οὐκ | ||
| δὲ ὑπὲρ τὴν ἡλικίην ταύτην , ἄσθματα , πλευρίτιδες , περιπλευμονίαι , λήθαργοι , φρενίτιδες , καῦσοι , διάῤῥοιαι χρόνιαι |
| λευκήν , γλυκεῖαν ἔχουσι σάρκα . τράχηλοι μὲν γὰρ αὐτῶν σκληροί , δύσπεπτοι , δυσδιαίρετοι , δύσφθαρτοι : τὸ δὲ | ||
| τῷ φυσήματι ἀκούω . Ἀτρέως ὄμματα : οἷον ἄτρεπτοι καὶ σκληροί . εἴρηται δὲ ἀπὸ τῆς Ἀτρέως παρανομίας : ὃς |
| τῶν ἱστοριῶν περὶ τὴν Δαλματίαν φησὶ γίγνεσθαι γογγυλίδας ἀκηπεύτους καὶ ἀγρίους σταφυλίνους . Δίφιλος δ ' ὁ Σίφνιος ἰατρὸς ἡ | ||
| : ἢ ἐπὶ τῶν συγκαταθεμένων μηδὲ ἐπαινούντων ⋮ Πέπυσμαι ὄνους ἀγρίους οὐκ ἐλάττονας ἵππων τὰ με - γέθη ἐν Ἰνδοῖς |
| ὅσον τε τριπήχεες χερσαῖοι , τῇσι σαύρῃσι ἐμφερέστατοι , καὶ στρουθοὶ κατάγαιοι καὶ ὄφιες μικροί , κέρας ἓν ἕκαστος ἔχοντες | ||
| μυῶν δὲ πλῆθος ἀρουραίων , ὡς περὶ Ἰταλίαν , καὶ στρουθοὶ τὰ σπέρματα κατεσθίοντες , ὡς περὶ Μηδίαν , καὶ |
| γάλα , κόμη σκληρά , κοιλία πλατεῖα κοίλη , ὦμοι καρτεροί , ὠμοπλάται εὐρεῖς διεστηκότες , στέρνα ῥωμαλέα καὶ μετάφρενα | ||
| καὶ πολλοί , καὶ πᾶν τὸ ἐμπεσὸν διατεμεῖν εὖ μάλα καρτεροί . οὐκοῦν ἁλοὺς ἀγκίστρῳ μόνος ἰχθύων ἐς τὸ ἔμπαλιν |
| ἂν ἀμφότερα οὕτως ἐκπέσῃ , τῶν ὀστέων ταὐτὰ παθήματα : εὔσαρκοι μὲν , πλὴν ἔσωθεν , ἐξεχέγλουτοι , ῥοικοὶ μηροὶ | ||
| ἔχει φρένας . οἱ δὲ Νειλῶται κορακῖνοι ὅτι γλυκεῖς καὶ εὔσαρκοι , ἔτι δὲ ἡδεῖς , οἱ πεπειραμένοι ἴσασιν . |
| σπέρματος ἢ χαρακισμοῦ ; αὐτόματοι γὰρ διὰ τῶν τριόδων ποταμοὶ λιπαροῖς ἐπιπάστοις ζωμοῦ μέλανος καὶ Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες ἐπιβλὺξ ἀπὸ | ||
| χαῦνοι καὶ σιτάνιοι . οἱ δ ' ἐν εὐγείοις καὶ λιπαροῖς τόποις φυόμενοι , ἀπὸ δαψιλοῦς καὶ στερεᾶς ὕλης τρεφόμενοι |
| καὶ τῇ γεύσει τὴν διάγνωσιν αὐτῶν ποιεῖσθαι : καὶ γὰρ δυσώδεις καὶ ἀηδεῖς καὶ βλενώδεις εἰσὶν ὅσοι τὴν δίαιταν ἔχουσιν | ||
| χείλους τε τοῦ κάτω τρόμοι καὶ ἀφωνία καὶ λήθη καὶ δυσώδεις δοκήσεις καὶ ὕπνοι βαθεῖς παρὰ τὸ εἰωθὸς ἢ ἐπιπόλαιοι |
| τὸ ἀναβάλλεσθαι πρὸς χεῖρον γίνεται : καὶ γὰρ οἱ χερσαῖοι ἐχῖνοι δοκοῦσι κεντούμενοι ἀνέχειν τὸν τόκον , εἶθ ' ὕστερον | ||
| ἀλεκτορίδων ἁπαλά , ἰχθύων οἱ πετραῖοι καὶ οἱ ἁπαλόϲαρκοι , ἐχῖνοι δὲ θαλάττιοι πλεῖϲτον προὔχουϲιν εἰϲ ἡδονὴν καὶ εἰϲ ὠφέλειαν |
| οὖν εἷς ὀλισθῇ , πολλῶν ὁμοῦ πορευομένων , οἱ λοιποὶ φοροῦντες ὕλην καὶ λίθους ἐμβάλλουσιν , ἀναπληροῦντες τὴν κοιλότητα τοῦ | ||
| ἤδη γὰρ ἔγνωμεν ὡς ὅτι ἐν ταῖς πομπαῖς προσωπεῖά τινες φοροῦντες ἀπέσκωπτον τοὺς ἄλλους , ὡς ἐν ἑορτῇ παίζοντες , |
| Ὑπὸ κύνα καὶ πρὸ κυνὸς ἐργώδεες αἱ φαρμακεῖαι . Τοὺς ἰσχνοὺς τοὺς εὐημέας ἄνω φαρμακεύειν , ὑποστελλομένους χειμῶνα . Τοὺς | ||
| ὑπόχολον , τὸ ὑπέρυθρον : οὕτω τὸ κατεσπάσθαι μαζοὺς , ἰσχνοὺς δὲ ἀνεσπάσθαι καὶ περιτετάσθαι : καίτοι οὐκ ἄν τις |
| τὸ πλεονεκτεῖν τῶν ὁμογενῶν προσθήκῃ πλευρῶν καὶ παχύτητος , ὅθεν ὀγκώδεις τέ εἰσι , μείζους τὰ σώματα , ἡλίου τε | ||
| τοῖς φωνήεσσι τοῖς μακροῖς συντάττειν , ὡς τὰς συλλαβὰς οὔσας ὀγκώδεις ἐκτελεῖν τοὺς ῥυθμοὺς εὐήχους . Δεῖ δὲ πρὸς τούτοις |
| ὅτι ἐγὼ ἔχω πολλὰς κριθὰς καὶ χόρτον ἢ ὅτι κομψὰ περιτραχήλια ; εἰ οὖν ταῦτά σου λέγοντος εἶπον ὅτι ἔστω | ||
| ἔχοντα . τὰ δὲ περὶ τῷ τραχήλῳ οὑτωσὶ μὲν εἰπεῖν περιτραχήλια καὶ περιδέραια καὶ δέραια καὶ ὑποδέραια καὶ ὑποδερίδες , |
| τὸν χυλὸν ὁμοίως τῷ τῶν μόρων καὶ τῷ τῶν βάτων ἕψοντες σὺν μέλιτι στομαχικῷ χρώμεθα φαρμάκῳ . τὸ δὲ λέπος | ||
| πικρῶν ἀλεύρῳ καταπλάττουσι τοὺς ἰσχιαδικοὺς ὄξει ἢ ὀξυμέλιτι ἢ ὀξυκράτῳ ἕψοντες . καλαμίνθῃ καταπλάσσουσί τινες τοὺς ἰσχιαδικοὺς ὡς γενναίῳ βοηθήματι |
| βλαστήματα , τῶν πέριξ πόρων τῆς ῥινὸς ἐχόμενα κατὰ τοὺς πολύποδας . τούτοις ἥτε εἰσπνοὴ καὶ ἐκπνοὴ προσέχεται , κἄν | ||
| καὶ δῶρα πέμπουσιν οἱ προσήκοντες , ὡς ἐπιτο - πλεῖστον πολύποδας . λέγεται ἐπὶ τῶν καθαιρομένων : καὶ Λυσίας ἐν |
| , ὄρνεα τετράποδα , μέγεθος ὅσον λύκος , σκέλη καὶ ὄνυχες οἷαπερ λέων . τὰ ἐν τῶι ἄλλωι σώματι πτερὰ | ||
| τὰ ἄκρα τοῦ σώματος τοῦ παιδίου ὀζωθῇ ἔξω καὶ οἱ ὄνυχες καὶ αἱ τρίχες ἐρριζώθησαν , τότε δὲ καὶ κινεῖται |
| καὶ ἕλξει ἐγκρατεῖ ἐς τὸ ὕδωρ ἄγουσι , καὶ δεῖπνον ἴσχουσι . δορὰ δὲ ἕκαστον περιαμπέχει τὸ πάχος καὶ δύο | ||
| πολὺ μείζω κοινωνίαν τῆς τῶν παίδων πρὸς ἀλλήλους οἱ τοιοῦτοι ἴσχουσι καὶ φιλίαν βεβαιοτέραν , ἅτε καλλιόνων καὶ ἀθανατωτέρων παίδων |
| δὲ αὐτοὺς οἱ Ἰλλυριοὶ τοὺς μὲν ἐς τὴν παρακειμένην θάλασσαν τιτρώσκοντες ἐξωθοῦσι , τοὺς δὲ φεύγοντας ἐπὶ τοὺς λόφους διώκοντες | ||
| τούτους ὁρᾶν , τῶν λοιπῶν τὸν ἀεὶ ὑπείκοντα ἐνιέντες ἀργύριον τιτρώσκοντες , καὶ τοῦ πατρὸς ἐκγόνους τόκους πολλαπλασίους κομιζόμενοι , |
| καὶ ῥόπαλον ἐν ταῖν χεροῖν ἔχων ἡρωίνη τέ τις αὕτη στιφρὰ καὶ πρὸς λόγου τῷ μύθῳ τῆς Ἀρκάδων τροφῆς φηγῷ | ||
| : ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἐπίρρικνα , τὰ δὲ πρόσθεν ὀρθὰ στιφρὰ στρογγύλα , μὴ προύχοντα κατὰ τοὺς ἀγκῶνας . καὶ |
| σοὶ ναίους ' ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι καὶ ἔδμεναι , οἷα σύες χαμαιευνάδες αἰὲν ἔδουσιν ἴσως διὰ τὸ φαντασίαν τινὰ παρέχειν | ||
| οἰκτίστῳ θανάτῳ : περὶ δ ' ἄλλοι ἑταῖροι νωλεμέως κτείνοντο σύες ὣς ἀργιόδοντες , οἵ ῥά τ ' ἐν ἀφνειοῦ |
| ἐν ζʹ Φυτικῶν : „ ἐνιαχοῦ , φησίν , οὕτω γλυκεῖς εἰσιν οἱ βολβοὶ ὥστε καὶ ὠμοὺς ἐσθίεσθαι , ὥσπερ | ||
| ἑκάστοις μεμερισμέναι κατὰ τὰς μίξεις . Ἐπεὶ οὐδ ' οἱ γλυκεῖς χυμοὶ τρόφιμοι πάντες ἡμῖν , ἀλλ ' οἱ μὲν |
| προσώποις , εἷς μὲν ὁ μέγιστος ἄλλοι δὲ περὶ αὐτὸν μικροὶ πλείους . εἰσὶ δὲ τῶν ὄζων οἱ μὲν τυφλοί | ||
| δὲ τοῦ ὕπνου ἐπινενευκότες . πῶς γίνονται οἱ σφυγμοὶ καὶ μικροὶ καὶ ἀμυδρότεροι ; δῆλον ὅτι τῆς ἐμφύτου θερμότητος εἰσδυνούσης |
| τοὺς τράγους ὅταν ἐθέλωσιν ἐς μίξιν προθυμοτέρους ἐργάσασθαι , μύρῳ χρίουσιν αὐτῶν τὰς ῥῖνας , καὶ τὰ γένεια μέντοι καὶ | ||
| φυτοῦ εὐῶδές ἐστι , καὶ τοῦτο τοῖς κύρτοις οἱ ἁλιεῖς χρίουσιν . Μέμνηται τῆς ἱστορίας ὁ Λυκόφρων λέγων : Μύῤῥας |
| τε τὸν πόρον ἐγχυματιστέον ἔλαιον ᾧ ἐναφήψηται γῆς ἔντερα ἢ ὄνοι οἱ ὑπὸ τὰς ὑδρίας ἢ ἀράχναι . ἐγχυματιστέον δ | ||
| τῇ κυήσει νοσῆς βρέφος : κιλλαγκτὴρ ὁ ὀνελάτης : κίλλοι ὄνοι τὸ ἑρμὸς ἐκ τοῦ εἵρω γεγονὸς τοῦ τάσσω ἐν |
| . . [ , . ] Αἰθίοπές τε θεοὺς σφετέρους σιμοὺς μέλανάς τε Θρῆικές τε γλαυκοὺς καὶ πυρρούς φασι πέλεσθαι | ||
| Πέλοπα καὶ Γανυμήδην ποιεῖς καὶ γέγονας ἐκείνων δὴ τῶν τοὺς σιμοὺς καὶ γρυποὺς καὶ μέλανας ἐπαινούντων ἐξ αὐτῶν ὧν ἂν |
| κεστρέας ἤτοι τὰ γομφάρια τρυπῶντες σχοίνῳ πιπράσκουσι καὶ ὠνοῦνται καὶ ἐσθίουσιν οἱ βουλόμενοι . σχοῖνος δὲ εἶδος φυτοῦ ἤτοι τὰ | ||
| τινὲς δὲ καὶ ἀνθρώπων σάρκας , ὡς ἔφην , ἀδιαφόρως ἐσθίουσιν , ὅπερ ἀνίερον παρ ' ἡμῖν εἶναι νενόμι - |
| ἀντὶ τοῦ ἀναπνοὴν ἀναπέμψαι σφοδροῦ καπνοῦ , τουτέστι πυρποληθῆναι . γλαυκοὶ δὲ δράκοντες τρεῖς , ἤγουν στιλπνοὶ τοὺς ὀφθαλ - | ||
| ἱππόκαμποι τὸ ἅρμα , ἔφυδροι τὰς ὁπλὰς καὶ νευστικοὶ καὶ γλαυκοὶ καὶ νὴ Δία ὅσα δελφῖνες . κἀκεῖ μὲν δυσχεραίνειν |
| τὰ ὑδρεῖα ἀναβαίνουσι πανοίκιοι μετὰ παιανισμοῦ , ῥιφέντες δὲ πρηνεῖς πίνουσι βοῶν δίκην ἕως ἐκτυμπανώσεως τῆς γαστρός , εἶτ ' | ||
| ' ὀσμήν : εὐθὺς δὲ τοῦτο καὶ ἥδιστον ὑπάρχει τοῖς πίνουσι καὶ ὀφθῆναι καθαρόν . ὅταν δὲ καὶ ὑποχωρῇ τῶν |
| , οἷον ἰγνύην , ὅπη δὲ περιτείνεται ἁπλᾶ τε καὶ πλατέα , οἷον ἡ μύλη . προσπεριβάλλειν δὲ καταλήψιος μὲν | ||
| τεσσαρεσκαιδεκάτην ἐκρίθη : ἐμωλύνθη : καθαρὸς φάρυγγα , ὀλίγα , πλατέα , πέπονα ἀναπτύσας : ἐκ ῥινῶν μικρὸν ἔσταξεν : |