πλοκάμων ἄκανθαι προσήρτηνται . ἔχειν δὲ καὶ ἄλλας τινὰς ὑμνοῦσιν ἐκτόπους μορφάς , ὧν τὰ εἴδη μηδ ' ἂν τοὺς
κυλινδαίνων , καὶ ἀντιβολῶν , καὶ δεόμενος , καὶ διηγούμενος ἐκτόπους τινὰς ἡδονάς , εἰ λαβὼν αὐτὸν ἄξει , λειμῶνας
7023347 ὑγροτερους
καὶ τὰ μὲν ὅλως οὐκ ἐκφέρει καρποὺς τὰ δ ' ὑγροτέρους καὶ χείρους , τὰ δὲ καὶ αὐτὰ ὑδαρέστερα γίνεται
ὑγραινούσαις δὲ διαίταις ἀναληπτέον τοὺς ἐξηραμμένους , ὥσπερ αὖ τοὺς ὑγροτέρους διὰ τῶν ἐναντίων ἀκτέον . Καὶ τῶν μὲν ἐν
6997204 κλονους
μᾶλλον ἐνέργειαν ἐνδείκνυται . ἔστι δὲ ὅτε τοὺς τοῦ ἐλλεβόρου κλόνους λαβόντες , ἐπήγνυμεν αὐτοὺς ῥαφανίσι , καὶ ταύτας ἐῶμεν
συνεστῶτα καὶ τὰ ἀνώμαλα εἰς ὁμαλότητα καθιστᾷ ἔτι τε τοὺς κλόνους καὶ τὰς ψυχικὰς ταραχὰς καθίστησι καὶ τὸ πνεῦμα ὁμαλύνει
6945342 ἀξιωματικους
πολλαχῇ καὶ ἀντιτύποις ταῖς συμβολαῖς : ῥυθμοὺς δὲ ἐπιτηδεύει τοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ μεγαλοπρεπεῖς , καὶ οὔτε πάρισα βούλεται τὰ κῶλα
τοῖς κώλοις ταῦτά τε ὁμοίως ἐπιτηδεύει καὶ τοὺς ῥυθμοὺς τοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ μεγαλοπρεπεῖς , καὶ οὔτε πάρισα βούλεται τὰ κῶλα
6936939 τριετεις
τοῦτο ὡσαύτως ἐργάσηται , καθαίρεσθαι μὲν τοὺς αὐτοὺς καθαρμούς , τριετεῖς δὲ ἀπενιαυτήσεις διατελεῖν . κατελθὼν δὲ ὅ τι τοιοῦτον
πολυκαρπεῖ καὶ καλλικαρπεῖ . Τούτῳ τῷ μηνὶ βλαστολογεῖν χρὴ τὰς τριετεῖς ἀμπέλους , ἔτι ἁπαλῶν ὄντων τῶν βλαστῶν . τινὲς
6828862 ἐγγαστριμυθους
καὶ ἐπὶ τὰ ὀρνιθομαντεῖα , καὶ ἀλευρομαντεῖα , καὶ τοὺς ἐγγαστριμύθους . Πιστοὶ δὲ οὐ μόνον οἱ θεοὶ τηνικαῦτα ,
Φιλόχορος δ ' ἐν τῇ τρίτῃ περὶ μαντικῆς καὶ γυναῖκας ἐγγαστριμύθους . Ἐγὼ δὲ καὶ σὺ ταυτὸν ἕλκομεν ζυγόν :
6824907 κριους
δὲ πλευροκοπῶν δίχ ' ἀνερρήγνυ : δύο δ ' ἀργίποδας κριοὺς ἀνελών , τοῦ μὲν κεφαλὴν καὶ γλῶσσαν ἄκραν ῥιπτεῖ
πρὸς δὲ τὰ μηχανήματα ὅταν ἐγγὺς ᾖ , καὶ τοὺς κριοὺς καὶ τὰς ἐπιβάθρας πρῶτον μὲν κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον
6820440 φιλοδοξους
αὐτὸ ἄρα ἕκαστον τὸ ὂν ἀσπαζομένους φιλοσόφους ἀλλ ' οὐ φιλοδόξους κλητέον ; Παντάπασι μὲν οὖν . Οἱ μὲν δὴ
ἕκαστον ἡγοῦνται τὸ μέγιστον ὄνειδος , τοὺς δὲ φιλοτίμους καὶ φιλοδόξους τοὐναντίον ἐπαινοῦσιν , ὡς λαμπρούς : ὥστε καὶ αὐτὸς
6796911 ἀντιβολουντας
τὸν ἀνεψιόν , τὸν τροφέα , τὸν φίλον : εἶδες ἀντιβολοῦντας , ὀδυρομένους , δῶρα διδόντας . καὶ βασιλεὺς ὠμωμόκει
, τοὺς δὲ κοιμωμένους καταλαβόντες ἐν τοῖς ἰδίοις κατασφάττουσιν ἐφεστίοις ἀντιβολοῦντας καὶ γόνασι προσκυλιομένους καὶ ἀνθ ' ὅτου ταῦτα πάσχουσι
6755935 ἐλαιωνας
ἑβδόμῳ ἔτει μηδὲν συγκλείειν χωρίον , ἀλλὰ πάντας ἀμπελῶνας καὶ ἐλαιῶνας ἀναπεπταμένους ἐᾶν καὶ τὰς ἄλλας κτήσεις ὅσαι σπαρτῶν εἰσιν
γένοιτο μὴ σκεπτόμενοι , ὥστε ἐπανατρυγῶσι μὲν τοὺς ἀμπελῶνας καὶ ἐλαιῶνας , τὴν δὲ κριθοφόρον καὶ σιτοφόρον γῆν ἀναθερίζουσι ,
6752411 ἡδομενους
ὡς τέχνῃ λέγοντα , σφᾶς δὲ αὐτοὺς ὡς ἀρεταῖς πολιτῶν ἡδομένους , καλῶς ἐλέγξαντες ἔργῳ μάταιον λόγον , ὡς οὐκ
δὲ εἰπών , ὡς εἶδε τοὺς Ἀθηναίους προσέχοντας σφόδρα καὶ ἡδομένους καὶ ποθοῦντας τὰ ἑξῆς ἀκοῦσαι , ἐπέπληξεν αὐτοῖς ,
6738229 οὐλοτριχας
εὐμήκεις δηλοῖ τοὺς κλέπτας , τῷ προσώπῳ νεύοντας κάτω , οὐλότριχας , δειλούς , παιγνιώδεις , αἰσχρολόγους , ὁ δὲ
κέντρου . Ἀποτελεῖ δὲ μελανόχροας , μελανοφθάλμους , αὐστηρούς , οὐλότριχας , λεπτοφώνους , εὐψύχους , ταχεῖς καὶ ὑπερόπτας .
6701215 δυναστας
δρᾶν οὕτω φασίν . ἐνίους . τοὺς ἐν τῇ ὀλιγαρχίᾳ δυναστάς . ἆρ ' οὖν ὧδε κτλ . πῶς ὁ
δρᾶν οὕτω φασίν . ἐνίους . τοὺς ἐν τῇ ὀλιγαρχίᾳ δυναστάς . ἆρ ' οὖν ὧδε κτλ . πῶς ὁ
6572726 ἀφθονωτατην
, ἐνορμίσασθαι μὲν ἄχρηστος , τῶν ὀστρέων δὲ θήραν ἔχων ἀφθονωτάτην . ἔνιοι δὲ τοῦτον αὐτὸν τὴν λίμνην εἶναι τὴν
τὴν ἵππον καὶ τὴν τῶν ἄλλων πληθὺν ὑποζυγίων καὶ λείαν ἀφθονωτάτην προσπαραλαβών . ὃν θεασάμενος ὁ μέγας ἱερεὺς τοῦ μεγίστου
6570684 κοινωνουντας
μάντεις ἅλα καὶ κύαμον τιθέασιν . ὅθεν καὶ τοὺς ἀποῤῥήτων κοινωνοῦντας τοὺς περὶ ἅλα καὶ κύαμον ἔλεγον . Ἅλις δρυός
τῷ Διὶ καὶ εἰς Νεμέαν καὶ εἰς Ἰσθμὸν χρὴ πέμπειν κοινωνοῦντας θυσιῶν τε καὶ ἀγώνων τούτοις τοῖς θεοῖς , πέμπειν
6548511 κουριδες
πορεία . κατευπαθημένα : καταναλωμένα καὶ διαπεφορημένα εἰς εὐπάθειαν . κούριδες μάχαιραι : αἷς κείρουσι τὰ πρόβατα . κελεύστωρ :
πορεία . κατευπαθημένα : καταναλωμένα καὶ διαπεφορημένα εἰς εὐπάθειαν . κούριδες μάχαιραι : αἷς κείρουσι τὰ πρόβατα . κελεύστωρ :
6532292 κοσμιους
καὶ τοῖς ἐπὶ τὸ πράσσειν ὡρμημένοις : οὓς μὲν γὰρ κοσμίους , οὓς δὲ φοβεροὺς ποιεῖ . γυνὴ δὲ εἰ
: τάξεως . Ἀττικὴ δὲ ἡ λέξις . καὶ γὰρ κοσμίους λέγομεν τοὺς εὐτάκτους καὶ κοσμητὰς τοὺς τῆς ἐφήβων εὐταξίας
6528069 ἐπιμελουμενους
τὸν κίνδυνον . αὐτοὺς τοίνυν ὑμᾶς τούτων μάρτυρας παρέξομαι , ἐπιμελουμένους μὲν ἑκάστου μηνός , ἐπιγνώμονας δὲ πέμποντας καθ '
βουκόλον ἑξῆς λέγει : οὕτω γὰρ καλοῦσι τοὺς τῶν βοῶν ἐπιμελουμένους τὸν μυριωπὸν ] τὸν μυριόφθαλμον : τὸν διὰ παντὸς
6497558 ἐπιθεωρησωσιν
τοῦ τριγωνικοῦ αὐτοῦ δεσπότου . καὶ οἱ μὲν ἀγαθοποιοὶ εἰ ἐπιθεωρήσωσιν , ἀδελφοὺς ζωσίμους λέγε , εἰ δὲ κακοποιοί ,
συμφώνους τῶν φώ - των συσχηματισμοὺς οἱ ἀγαθοποιοὶ τῶν ἀστέρων ἐπιθεωρήσωσιν ἡδείας καὶ προσηνεῖς καὶ ὀνησιφόρους τὰς διαμονὰς συντηροῦσιν ,
6488354 φιλοπονους
φιλιάτρους , μυστικούς , ἀγχίφρονας , ἀκριβεῖς , νήπτας , φιλοπόνους , ἐπιτευκτικούς , ἐπὶ δὲ τῶν ἐναντίων ἰώδεις ,
, ἀγαθοὺς φυτεύειν , ἐν ἀμήτῳ δεξιούς , ἐν ὀρχάτῳ φιλοπόνους ; ἢ τούτων μὲν οὐδὲ τὴν ἀρχὴν ἠξίωσεν καταμῖξαι
6472515 ἐπιπονους
ἔοικεν ἀπαντᾶν . πολλὴ δ ' ἀνάγκη τὰς πρώτας καθάρσεις ἐπιπόνους γίνεσθαι : καὶ γὰρ ἀήθεσι , καὶ οὔπω τῶν
πᾶν : ἀπὸ γὰρ τῶν ἀλφίτων τὴν περιουσίαν δηλοῖ . ἐπιπόνους ἀτυχεῖς ἀθλίους γεωργοὺς τοὺς εὐτελεῖς ἔχοντας βίους . οὐκ
6470385 πλουσιωτατους
τεῖχος περιεῖλον καὶ Λοκρῶν τῶν Ὀπουντίων ἑκατὸν ἄνδρας ὁμήρους τοὺς πλουσιωτάτους ἔλαβον , τά τε τείχη ἑαυτῶν τὰ μακρὰ ἀπετέλεσαν
τῇ ζʹ καὶ τοὺς Ἴβηράς φησιν ὑδροποτεῖν πάντας , καίτοι πλουσιωτάτους πάντων ἀνθρώπων τυγχάνοντας . κέκτηνται γὰρ ἄργυρον καὶ χρυσὸν
6464867 περιεπεμπε
συνῆγε καὶ Νίκανδρον τὸν πειρατὴν σὺν ὀλίγοις ἐς τὴν Σάμον περιέπεμπε , κατὰ τὴν γῆν ὄπισθεν τοῦ Παυσιμάχου θορυβοποιεῖν .
, τῷ τείχει παρεζευγμένον : ἐς ὃ τῇ μὲν ἑτέρους περιέπεμπε , τῇ δ ' αὐτὸς σὺν πελέκεσι καὶ κλίμαξι
6453628 παρεχουσας
ἀκόσμους καὶ θορυβώδεις ποιοῦνται ἀταξίας , ἀλλὰ καὶ κόπους ἀνωφελεῖς παρεχούσας . Μέλλοντος δὲ καθίστασθαι τοῦ φοσσάτου καὶ μανδάτα δίδοσθαι
μάχλους καὶ ὀπιπευτῆρας ἔτευξεν , θηλυτέρας δὲ λέχος μισθοῦ δήμοις παρεχούσας . ὁππότε δ ' ἀλλήλων ὁρίοις Κύπρις τε καὶ
6450295 ἐπιθυμητας
ἀπονέμων , πᾶσι δὲ μεγάλας ἀπαγγελίας εὐχαρίστως ποιούμενος πολλοὺς ἔσχεν ἐπιθυμητὰς τῆς πρὸς αὐτὸν φιλίας . καὶ δήποτ ' ἐν
ποικίλους , τούτους μὲν ὡς ἥδιστα κατεσκευάσθαι φάσκοιμεν καὶ πολλοὺς ἐπιθυμητὰς ἔχειν , οἷς οὐδ ' ἀπαντῆσαι πρῶτον οὐδ '
6443940 ἀπελαυνομενους
ἐπιθυμητάς , μοιχικούς , φαρμακευτάς , παραθηκῶν ἀποστερητάς , πόλεων ἀπελαυνομένους . Ἡ Ἀφροδίτη ἐν Κρόνου οἴκοις ἢ ὁρίοις στειρώδεις
: ὁ γὰρ ἀντωνούμενος καὶ ταχὺ τοὺς παρ ' ἡμῶν ἀπελαυνομένους προσδεξόμενος καὶ χρήματα προσθήσων ὑπῆρχεν ἕτοιμος . Ἀλλ '
6439703 ἐμπορικους
, γεωργικοὺς μέν , ὡς τοὺς Σύρους καὶ Κοιλοσύρους , ἐμπορικοὺς δέ , ὡς τοὺς Φοίνικας . Καθόλου μὲν οὕτω
. ἀνδράποδα μὲν οὖν καὶ χρήματα καὶ βοσκήματα καὶ τοὺς ἐμπορικοὺς φόρτους ἡ στρατιὰ συγχωρήσει τοῦ ὑπάτου διήρπασε , τὰ
6436912 ὑπακουοντας
καὶ τῆς μὲν ἀνομίας καὶ τοῦ θηριώδους βίου παῦσαι τοὺς ὑπακούοντας , εὑρόντα τὰς τῶν ἡμέρων καρπῶν χρείας καὶ παραθέσεις
συχνοὺς δ ' εὐεργετῶν , ταχὺ πολλοὺς ἔσχε τῶν Ἑλλήνων ὑπακούοντας πρὸς τὴν στρατείαν . οὐκ ἔχων δὲ στρατηγὸν ἀξιόχρεων
6433645 διοπας
δ ' αὐτῶν οὐ λέγεις ταυτί ; τί δαί ; διόπας , διάλιθον , πλάστρα , μαλάκιον , βότρυς ,
κτένιον εἶναι νομίζουσιν . περὶ δὲ τοῖς ὠσὶν ἕρματα , διόπας , ἐλλόβια , ἐνώτια , ἕλικας , ἑλικτῆρας ,
6402462 παιγνιωδεις
ἐπιχάριτας , εὐδιαγώγους , φιλεταίρους , ἡδυβίους , εὐφροσύνους , παιγνιώδεις , ἀφελεῖς , εὐρύθμους , φιλορχηστάς , ἐρωτικούς ,
, τῷ προσώπῳ νεύοντας κάτω , οὐλότριχας , δειλούς , παιγνιώδεις , αἰσχρολόγους , ὁ δὲ Ταῦρος σιμούς , δασεῖς
6400507 στασιωδεις
: ὁ δὲ Ἀριστοτέλης τῆς ψυχῆς διαβάλλει τὴν ἀθανασίαν . στασιώδεις δὲ ἔχοντες τῶν δογμάτων τὰς διαδοχὰς ἀσύμφωνοι πρὸς τοὺς
ἀηδίας καὶ θρεπτῶν ἢ δούλων νόσους , καὶ ἐν πᾶσι στασιώδεις οἱ χρόνοι , καὶ σωματικὰς ὀχλήσεις καὶ ἐξ ἀπεψιῶν
6397827 μεθυσους
φιλοθορύβους , δαπάνους , κραυγαστάς , πλήκτας , προπετεῖς , μεθύσους , ἅρπαγας , ἀνελεήμονας , κακούργους , τεταραγμένους ,
οὐ γὰρ ἀπέδειξαν αὐτοὺς θεοὺς ἀλλὰ ἀνθρώπους , οὓς μὲν μεθύσους , ἑτέρους δὲ πόρνους καὶ φονεῖς . Ἀλλὰ καὶ
6396044 ἐργατας
ἐπέκτισε τοῦ μὴ νομάδας ἔτι εἶναι ἀλλὰ ἀροτῆρας καὶ γῆς ἐργάτας , καὶ ἔχειν ὑπὲρ ὅτων δειμαίνοντες μὴ κακὰ ἀλλήλους
: ἔξω γὰρ εἶναι καὶ τὰ βοσκήματα πάντα καὶ τοὺς ἐργάτας , πολλοὺς δὲ καὶ παῖδας καὶ γεραιτέρους τῶν ἐλευθέρων
6392783 εὐωχουμενους
ἡδομένους , πενθοῦντας , γελῶντας , πολεμοῦντας , ὀργιζομένους , εὐωχουμένους , πλέοντας : ὥστε ἔγωγε εἰς τὰς Ὁμήρου φωνὰς
ἐν θρόνοις χρυσοῖς καθημένους καὶ οἰκίας μεγάλας οἰκοῦντας καὶ πολυτελῶς εὐωχουμένους . καὶ γὰρ δὴ τοῦτον εἰκός ἐστι πᾶσαν ἀρχὴν
6381532 ἀκροβολισμους
αἰτίας . Ῥωμαῖοι δὲ πρὸς Οὐολούσκους διαπολεμοῦντες τὸ μὲν πρῶτον ἀκροβολισμοὺς καὶ μικρὰς μάχας συνετέλουν , μετὰ δὲ ταῦτα παρατάξει
καὶ τὸ ἱππικὸν ἁμίλλας ποιούμενος καὶ διώγματα καὶ συμπλοκὰς καὶ ἀκροβολισμοὺς ἐν τοῖς ἐπιπέδοις καὶ περὶ αὐτὰς τὰς ῥίζας τῶν
6347962 πολυδαπανους
τούτων δὲ τοὺς μὲν ἐν τῷ αʹ δεκανῷ πολυκινδύνους , πολυδαπάνους , ἀτέκνους , σπαναδέλφους . τοὺς δὲ ἐν τῷ
τῷ θεῷ πᾶσαν τὴν δεκάτην , εὐωχίας ποιῶν συνεχεῖς καὶ πολυδαπάνους . κατεσκεύασαν δὲ καὶ Ῥωμαῖοι τούτῳ τῷ θεῷ παρὰ
6335301 κοιμωμενους
πολλοὺς ἐγᾦδα κοὐ κατὰ σὲ νεανίας φρουροῦντας ἀτεχνῶς κἀν σάμακι κοιμωμένους . τοῖς δὲ δεσπόταις , τῷ μὲν ἀνδρὶ καὶ
ἀναθεῖναι . Τῷ δὲ ὀνειροπομπὸν αὐτὸν εἶναι , καὶ τοὺς κοιμωμένους αὐτῷ εὔχεσθαι , καὶ αὐτὸν ἀναμένειν , εἵλοντο ἐν
6327508 συσσιτια
, περιπέμπων ἐν ταῖς νυξὶν ἀνὰ τὰς στιβάδας καὶ τὰ συσσίτια τὰς ἐρριμμένας ἀσπίδας ἐκέλευσε συλλέγειν καὶ ὡς αὐτὸν κομίζειν
τὴν τῶν γʹ . τὴν γὰρ τῆς ἀπόκρισις γʹ . συσσίτια . ►ἀνδρία φιλίτια συσσίτια Κρῆτες Λάκωνες Ἀθηναῖοι◄ ὅπλων ἕξιν
6320945 γεωργουντας
τοῖς ἐσχάτοις τῆς Εὐβοίας συκοφαντοῦσι , τοὺς δὲ τὸ γυμνάσιον γεωργοῦντας καὶ τὴν ἀγορὰν κατανέμοντας οὐδὲν οἴονται ποιεῖν δεινόν .
δὲ τούτου τούς τε παρὰ τὸν αἰγιαλὸν διατρίβοντας καὶ τοὺς γεωργοῦντας τὴν παραθαλάττιον παραδόξως συναρπάζεσθαι : πρὸς δὲ τούτοις λοιμὸν
6317896 ἐπικινδυνους
οὐ δύνατοί εἰσι τὴν ναῦν δέχεσθαι , τοὺς δὲ καὶ ἐπικινδύνους ὑπάρχειν , διέγνω δῶρον αὐτὴν ἀποστεῖλαι Πτολεμαίῳ τῷ βασιλεῖ
σπουδῇ . σπεύδει γὰρ καταλαβεῖν ἔτι ἐμπνέοντας : θανασίμους ἐπικαιρίους ἐπικινδύνους : βοηδρόμος : βοηθὸς καθ ' ὃν οὐκ ἔδει
6316640 ἐζωγρησεν
τοὺς βαρβάρους τοὺς μὲν αὐτῶν κατέκοψε , τοὺς δ ' ἐζώγρησεν . Ὡς Γέλων δεηθέντων Καρχηδονίων χρήματα πραξάμενος συνεχώρησεν αὐτοῖς
τῶν στρατιωτῶν τοὺς μὲν πλείστους ἀπέκτεινε , τοὺς δ ' ἐζώγρησεν , ὀλίγοι δ ' εἰς τὸ Κνιδίνιον φρούριον διεσώθησαν
6314834 ζωγραφους
ἕνεκα ἀργύριον , τοὺς δὲ δημιουργοὺς αὐτοῦ τούτου , τοὺς ζωγράφους , ἀτιμάζοι τε καὶ μὴ βούλοιτο παρ ' αὐτῶν
' ἦν [ ἡ Λαὶς ] καλὴ ὡς καὶ τοὺς ζωγράφους ἐρχομένους πρὸς αὐτὴν ἀπομιμεῖσθαι τῆς γυναικὸς τοὺς μαστοὺς καὶ
6311424 φιλοτιμους
μηδεὶς τῶν δεσμωτῶν λαβὼν ἔπειτα λύσειεν ἑαυτόν . τοὺς οὖν φιλοτίμους καὶ φιλοπόνους μόλις μέν , ὅμως δὲ ἀνευρίσκειν .
. οὐ δεῖ δὲ ἀπελπίζειν , ἕως ἂν ἀγαθοὺς καὶ φιλοτίμους ἄνδρας ἡ πόλις φέρῃ ὁποίους καὶ τοὺς νῦν .
6308327 ὑπομενοντας
Φθίην , ” ἐν τῇ ἐπὶ ναυσὶ μάχῃ τούτους μὲν ὑπομένοντας ἐν ταῖς ναυσὶ πεποίηκε μετὰ τοῦ Ἀχιλλέως καὶ καθ
ἐπιψόγους δὲ καὶ ἀδιαφόρους περὶ τὰς συνελεύσεις , δειγματισμοὺς προδοσίας ὑπομένοντας , εἴς τε τὸν περὶ τέκνων καὶ σωμάτων τόπον
6300179 ἐσφοραις
ταμιεῖα κεκενωκότες καὶ τὰ ἔθνη σεσυληκότες καὶ τὴν Ἰταλίαν αὐτὴν ἐσφοραῖς καὶ τέλεσι καὶ δημεύσεσι καταβαρήσαντες οὐκ ἐς πολέμους οὐδ
ἐπίφθονα : οὐδ ' ἑτέρωθεν εὐποροῦσι , τετρυμένης στάσεσι καὶ ἐσφοραῖς καὶ προγραφαῖς τῆς Ἰταλίας . ἡμῖν δὲ ἐκ πολλῆς
6299536 ἐργαζομενους
Φίλιππος μεθ ' ἡμέραν μὲν ἐπὶ τὴν διωρυχὴν καταβαίνειν ὡς ἐργαζομένους δὴ καὶ προκαλύμματα ὑπερέτεινεν ὡς βουλόμενος λανθάνειν : τὰ
προσουρεῖν καὶ πλησίον ἀφοδεύειν τοῦ περιφράγματος , ὥστε διοχλεῖσθαι τοὺς ἐργαζομένους . Ἔγραψε γοῦν ὁ Πεισίστρατος , ὡς ἐάν τις
6296796 ἐπιχαριτους
ἐπεὶ οἱ νικῶντες δοκοῦσιν εὐειδεῖς εἶναι . ποτιστάξῃ δὲ , ἐπιχαρίτους ποιήσῃ τοὺς νικῶντας . εἰ δ ' ἐτύμως ὑπὸ
καὶ ἀδελφοῖς καὶ φίλοις , ἔτι δὲ καὶ πρὸς πάντας ἐπιχαρίτους , εὐπειθεῖς παρασκευάζει τοὺς φοροῦντας αὐτὸν καὶ εὐομίλους ποιεῖ
6291425 οἰμωγων
οὕτως ἄγριον ἢ ἀνήμερον ἄνθρωπον εἶναι ὡς ἥδεσθαι μαστιγοῦντα καὶ οἰμωγῶν ἀκούοντα καὶ σφαττομένους ὁρῶντα , εἰ μὴ ἔχοι τινὰ
ἀναβεβιωκέναι τὸν Ἄδωνιν , ὅπως τοῦ τε θρήνου καὶ τῶν οἰμωγῶν καταλήξαντες , πανηγύρεις ἐπιτελοῖεν . Ἔθνος δέ ἐστιν Αἰθιόπων
6290842 δακτυλιους
ἡμιόλιοι τοῦ τῶν ἀρκύων πάχους : ἐπ ' ἄκροις δὲ δακτυλίους ἐχέτωσαν , ὑφείσθωσαν δ ' ὑπὸ τοὺς βρόχους ,
ἀμφιδέας , ὅρμους , πέδας , σφραγῖδας , ἁλύσεις , δακτυλίους , καταπλάσματα , πομφόλυγας , ἀποδέσμους , ὀλίσβους ,
6290214 τρυφερους
προσηνὲς καὶ διὰ τὸ περισφίγγεσθαι τοῖς ἱδρῶσι τοὺς λινοῦς : τρυφεροὺς δὲ χάριν τοῦ μὴ μετὰ περιθλάσεως τὴν σκέπην τρυφεροῖς
Ἰάμβοις : * * * : τοὺς οὖν ἀλαζόνας καὶ τρυφεροὺς μύρῳ χρίεσθαι ἀκολουθεῖ . καὶ ἀπὸ τούτου δηλαδὴ τοὺς
6289889 βιαιους
προθώμεθα : πράττοντας , φαμέν , ἀνθρώπους μιμεῖται ἡ μιμητικὴ βιαίους ἢ ἑκουσίας πράξεις , καὶ ἐκ τοῦ πράττειν ἢ
γένοιτο χρεία τοῦ ἐπιδῆσαι , φεύγειν δεῖ ἐπὶ τούτων τοὺς βιαίους δεσμοὺς καὶ τὸ σπουδάζειν ἀλλάσσειν τὰ ἐπιτιθέμενα : βλάπτει
6285261 ἑλικτηρας
ἦν ὁ χαλκὸς εἰς κλῶνας καμπτόμενος καὶ τῶν βοστρύχων τοὺς ἑλικτῆρας ἐκ μετώπου κεχυμένους ἀναστέλλων γέλωτος δὲ ἔμπλεως , ὃ
πομφόλυγας , ἀποδέσμους , ὀλίσβους , σάρδια , ὑποδερίδας , ἑλικτῆρας , ἄλλα πολλά θ ' ὧν οὐδ ' ἂν
6280761 ἀμπελωνας
καὶ φυτεύειν ἐν Ταύρῳ καὶ Παρθένῳ , κήπους δὲ καὶ ἀμπελῶνας ἐν Καρκίνῳ καὶ Ἰχθύσι καὶ Ὑδροχόῳ , καὶ μάλιστα
ὄντος τοῦ ἡλίου . οἱ δὲ κύαμον σπείρουσιν εἰς τοὺς ἀμπελῶνας , καὶ οὐ βλαβήσεσθαι τὰς ἀμπέλους ὑπὸ πάχνης πιστεύουσιν
6277001 ἀπατησῃ
ὅταν τελευτήσῃ τὸν βίον , λαβόντα πτωχικὴν στολὴν ὅπως ἂν ἀπατήσῃ τοὺς πολεμίους , κατὰ τὰς πύλας ὑπεκδύντα φρύγανα συλλέγειν
καὶ ἡνίκα τις ἀντιστρατοπεδευόντων πολεμίων τὰς μεγίστας σκηνὰς προστήσῃ καὶ ἀπατήσῃ τοὺς ὑπεναντίους , ὡς χάρακα βάλλοι , ἵνα κἀκεῖνοι
6269050 ζεοντας
τοὺς στρατιώτας ἀποσφάττοντας αὐτοὺς καὶ κρεουργοῦντας , ἔπειτα εἰς λέβητας ζέοντας ἐνιέντας τὰ μέλη ἀπάρχεσθαι . Τοῦτο δὲ προσέταξεν ,
ἐκέλευσεν τοὺς στρατιώτας ἀποσφάττοντας αὐτοὺς καὶ κρεουργοῦντας ἔπειτα εἰς λέβητας ζέοντας ἐνιέντας τὰ μέλη ἀπάρχεσθαι . τοῦτο δὲ προσέταξεν ,
6253707 ἀνδρωδεις
γλαφυρὰ καὶ θεατρικά . καὶ τῶν ῥυθμῶν πολλαχῇ μὲν τοὺς ἀνδρώδεις καὶ ἀξιωματικοὺς καὶ εὐγενεῖς , σπανίως δέ που τοὺς
ἀλλ ' ἔνιοι μὲν ἀμείνους , οἱ δὲ καὶ ἤδη ἀνδρώδεις , οἱ δὲ καὶ οὐ πάνυ μορφῆς εὐφυῶς ἔχοντες
6252990 εὐθετους
στολὴν βασιλικὴν καὶ διάδημα καὶ δύο παῖδας πρὸς τὰς χρείας εὐθέτους : ἤκουσε δ ' αὐτῆς ὅτι καὶ Τήρης ὁ
τὴν εὐπορίαν τῆς Καρχηδόνος . εἰς δὲ τὴν Σικελίαν τοὺς εὐθέτους πρέσβεις ἐξέπεμψαν , προστάξαντες ἐφ ' οἷς ἂν ᾖ
6251629 θυμους
. ἡ τῶν προβάτων κόπρος πρὸς ἀκροχορδόνας καὶ μυρμηκίας καὶ θύμους καὶ δοθιῆνας σκληροὺς καὶ ἥλους ποιεῖ ὄξει δευομένη .
φλεγμονάς , ὅπως χρὴ θεραπεύειν καὶ ὅπως τὰ ὑπερσαρκώματα ἢ θύμους ἢ χιτωνίσκους ἀφαιρεῖν , ἐν τοῖς οἰκείοις τόποις ἀκολούθως
6249089 περιπεμπων
ἃ Ῥωμαίοις νεόκτητα ἦν , ἐπέτρεχε καὶ ἐς τὰ περίοικα περιπέμπων ὑπηγάγετο Λυκίαν τε καὶ Παμφυλίαν καὶ τὰ μέχρις Ἰωνίας
δ ' ἤδη τῷ Μιθριδάτῃ παραστρατοπεδεύοντος ὁ τῆς Ἀσίας στρατηγὸς περιπέμπων ἐκήρυσσε Ῥωμαίους ἐπικαλεῖν Λουκούλλῳ πέρα τοῦ δέοντος πολεμοῦντι καὶ
6236864 ὀψοποιους
τῇ μνήμῃ πατρίδα καὶ βασιλικὴν ἑστίαν , κατάλογον ἐρωμένων , ὀψοποιούς τε καὶ οἰνοχόους καὶ ἄλλην ἀκόλαστον δίαιταν , ᾗ
δημιουργοὺς ἀγαλμάτων , ἐπὶ εὐφροσύνῃ ὀφθαλμῶν : μυροπώλας δὲ καὶ ὀψοποιούς , χυμῶν καὶ ὀδμῶν δημιουργοὺς γενναίους : καὶ ὅσαι
6230784 κελευστας
. οἱ δὲ Νάξιοι νομίσαντες ἐπιπλεῖν τοσαύτας τριήρεις , ὅσους κελευστὰς , φοβηθέντες παρέδωκαν ἑκόντες Διονυσίῳ τὴν πόλιν . Διονύσιος
σάλπιγξ δρᾷ τὸν αὐλόν , εἰ συναυλοῖεν , ἢ τοὺς κελευστὰς ἡ θάλαττα , ὁπόταν πρὸς κύματος ἦχον ἐπᾴδειν τῇ
6207163 ὀρεινους
ἀγκυλομήτεω . . . . , . ἀγμούς : τοὺς ὀρεινοὺς καὶ κρημνώδεις τόπους . . . . , .
Ἀρμενίας πλησίον Γουρανίων καὶ Μήδων , θηριώδεις ἀνθρώπους καὶ ἀπειθεῖς ὀρεινοὺς περισκυθιστάς τε καὶ ἀποκεφαλιστάς : τοῦτο γὰρ δηλοῦσιν οἱ
6204957 ὑποδεσει
ἑαυτῷ δὲ ἕκαστος ὁμολογήσας ἐνστάσει χρῆται ἰδίᾳ καὶ ἐσθῆτι καὶ ὑποδέσει καὶ τροφῇ καὶ κουρᾷ καὶ ἄλλῳ τῷ περὶ τὸ
ἀνατιθέασι καὶ πολλὰ τῶν νομίμων : καὶ ἐσθῆτι δὲ καὶ ὑποδέσει πολεμικῇ χρῆσθαι , καὶ τῶν δώρων τιμιώτατα αὐτοῖς εἶναι
6204877 προστατας
Θεσσαλίᾳ τοσοῦτον ἐπέδωκεν τῆς ὀρχηστικῆς ἡ ἄσκησις , ὥστε τοὺς προστάτας καὶ προαγωνιστὰς αὐτῶν προορχηστῆρας ἐκάλουν : καὶ δηλοῦσι τοῦτο
καλῶς , αἰσχρὰ δὲ καὶ ἀσύμφορα , ὅταν πονηροὺς λάβῃ προστάτας . τούτου δ ' ἡ φύσις αἰτία προσθεῖσα τοῖς
6203551 προσεβαλλε
ἕω ἐπιπεσὼν τῷ στρατοπέδῳ τῶν πολεμίων . καὶ ἅμα μὲν προσέβαλλε τῇ τάφρῳ , ἅμα δὲ αἱ σάλπιγγες ἐσήμαινον τοῖς
που τοῦ χωρίου ὃ Τρισέα καλεῖται στρατοπεδεύοντας . Αὐτίκα γοῦν προσέβαλλε τούτοις καὶ πρῶτον μὲν ἀκροβολισμοῖς διὰ τῶν ὑψηλῶν ἐχρῆτο
6196204 εὐμορφους
Ἄρης δὲ θρασείας καὶ ἀνυποτάκτους , Ἀφροδίτη δὲ ἱλαρὰς καὶ εὐμόρφους καὶ ἐπιχαρίτους , Ἑρμῆς δὲ συνετὰς καὶ ὀξείας ,
ἀντίαι ἵζοντο τοῖσι Πέρσῃσι . Ἐνθαῦτα οἱ Πέρσαι ἰδόμενοι γυναῖκας εὐμόρφους ἔλεγον πρὸς Ἀμύντην φάμενοι τὸ ποιηθὲν τοῦτο οὐδὲν εἶναι
6195530 ἀφηγουμενους
. ἐξέπεμψαν δὲ καὶ τῶν νεῶν ἐννέα , διακελευσάμενοι τοὺς ἀφηγουμένους πανταχῇ πλεῖν καὶ παραδόξως ἐπιφαινομένους ἃ μὲν βυθίζειν τῶν
τὰς κατεπειγούσας χρείας , τούς τε τῶν ἀργυρασπίδων Μακεδόνων τρισχιλίων ἀφηγουμένους , ἵνα παραδῶσιν αὑτοὺς Εὐμενεῖ καὶ τἄλλα συμπράττωσι προθύμως
6190409 μαντικας
κλήρους ἐμοί , τουτέστι τὰς τῶν πτήσεων σημειώσεις : τὰς μαντικὰς ψήφους : οἱ γὰρ οἰωνοσκόποι ἐν δέλτῳ ἐσημειοῦντο τὰς
τὸ ὕδωρ καὶ ἐν τῷ ἀδύτῳ τοῦ θεοῦ τὰς γυναῖκας μαντικὰς ποιεῖν : τὴν δὲ τῇ κρήνῃ δεδωκυῖαν τὸ ὄνομα
6189145 ἐκποριζειν
πέφυκεν , ἐπὶ τῷ τὸ συμφέρον ἑκάστῳ ζητεῖν τε καὶ ἐκπορίζειν ; Ἐπὶ τούτῳ , ἔφη . Ἆρ ' οὖν
καὶ ἡ μὲν ἑτέρα διακονική ἐστιν , ᾗ δυνατὸν εἶναι ἐκπορίζειν , ἐὰν μὲν πεινῇ τὰ σώματα ἡμῶν , σιτία
6187560 ἐπιμελομενους
τοὺς γῆν πολλὴν κτωμένους τοῖς υἱέσιν , αὐτῶν δὲ μὴ ἐπιμελομένους . ἃ γὰρ κεκτήσονται , πολλοῦ ἄξια νομισθήσεται ,
ἱππῶνας τοσοῦτον διαλείποντας καὶ ἵππους ἐν αὐτοῖς κατέστησε καὶ τοὺς ἐπιμελομένους τούτων , καὶ ἄνδρα ἐφ ' ἑκάστῳ τῶν τόπων
6186736 ἀσωτους
περὶ τὰ χρήματα ὑπερβολὴν καλοῦμεν ἀλλὰ ἐνίοτε καὶ τοὺς ἀκολάστους ἀσώτους καλοῦμεν , οἵτινες πολλὰ δι ' ἀκολασίαν δαπανῶσι ,
οὐχ Ὁρτήσιον τοὺς Ῥωμαίους : εἶπον δὲ ὀλίγους ἐκ πολλῶν ἀσώτους καὶ ἀκρατεστάτους τῇ τε ἄλλῃ καὶ μέντοι καὶ περὶ
6183558 ἐρανους
ποιῆσαι καὶ δέκα τάλαντα : καὶ τοῦτο φῆσαι εἰσενηνοχέναι εἰς ἐράνους αὐτῶν : καὶ τὰς τριηραρχίας εἰπεῖν , ὅτι οὐ
, διότι τὰ κατὰ ἀρετῆς ἐπιχειρήματα ὥσπερ τινὰς συμβολὰς καὶ ἐράνους εἰσφέροντες τιτρώσκουσι καὶ διαιροῦσι καὶ συγκόπτουσι μέχρι παντελοῦς φθορᾶς
6176557 κατατεθεισθαι
διὰ τὸ καὶ παλαιὸν εἶναι σφόδρα τοῦτον καὶ μεγίστας εὐεργεσίας κατατεθεῖσθαι τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων . εἴρηται μὲν οὖν ἡμῖν
μὴ μάτην ἐς ὑμᾶς τοσούτου χρόνου τιμήν τε καὶ σπουδὴν κατατεθεῖσθαι , ὑμῖν τε ἀποδοῦναι χάριν , δείξασιν ὅτι ὑπὲρ
6176522 ἑστιατορας
ἀκουσόμενοι , οὐχ ἃ ὑμεῖς ἐπιζητεῖτε . οὐδὲ γὰρ τοὺς ἑστιάτορας ἀπαναγκάζουσιν οἱ δεξιώτεροι τῶν δαιτυμόνων ἄλλ ' ἄττα παραφέρειν
περιτρέχειν ἀσθμαίνουσαν καὶ ῥεομένην ἱδρῶτι . τοὺς μὲν οὖν ἐκείνης ἑστιάτορας ὀρχεῖσθαί τε καὶ κυλίεσθαι προπίπτοντας ἐν τῷ μέσῳ ,
6173742 δασμους
, οἳ ἔλεγον ὅτι χρυσίον εἴη παρὰ σφίσιν ἐπίσημον , δασμούς τινας λέγοντες . καὶ ταῦτα οὖν κηρύττετε πάντα ἀποφέρειν
ἡμέρου παιδείας ἄγευστοι , δεσποτικοῖς πειθαρχοῦντες ἐπιτάγμασι τοὺς ἐτησίους ἀναπράττουσι δασμούς , οὐ μόνον ἐκ τῶν οὐσιῶν ἀλλὰ καὶ ἐκ
6172206 ἀστακους
, καθάπερ καὶ ὀσταφίδας . Ἐπίχαρμος δὲ γαμψωνύχους φησὶ τοὺς ἀστακούς . Διοκλῆς ὁ Καρύστιός φησι : καρῖδες , καρκίνοι
Θεσμοφοριαζούσαις Ἀριστοφάνης φησίν , ἔνθα καὶ πλατείας καρίδας λέγει τοὺς ἀστακούς , ὧν ἀστακῶν καὶ Ἀρχέστρατος μέμνηται : ἀλλὰ παρεὶς
6168160 καλλιους
μὴ χεῖρον ἐπιδειξώμεθα ἐν τοσούτῳ κριτῇ , αἱ δὲ ἐλπίδες καλλίους : αὐτῷ γὰρ μελήσειν εἰκός . οὐ γὰρ ἂν
ἐχρήσαντο , γνώμῃ καὶ λόγῳ . Τίνες οὖν ἀρετῆς ἀγωνισταὶ καλλίους , ἢ τίνες τῶν πώποτε διαρκέστερον τὴν ἐπίδειξιν αὐτῆς
6153596 πολυϊστορας
μὲν οὖν ἀθλητικούς , στεφηφόρους ἢ καὶ ἀσκητὰς σωμάτων , πολυΐστορας , φιλεκδημητὰς ἢ ἐπὶ ξένης πορίζοντας , τῶν δὲ
ἀναστροφὰς ἔχοντας , καθαρίους περισσόφρονας κριτικούς , καλῶν ἐραστάς , πολυΐστορας , μύστας θείων , εὐεργετικοὺς φιλοσυνήθεις αὐτάρκεις θρασυδείλους ,
6149648 μοσχευματα
ἔφη ὡς γεωργός . παρὰ δὲ τὸ τὸν ὄρχατον φυτεῦσαι μοσχεύματα σύκων . οὕτω δὲ καλοῦνται αἱ νέαι συκαῖ .
τῶν φυτῶν ἐστι χείρονα : βελτίονα δὲ παντὸς φυτοῦ τὰ μοσχεύματα : κρείττονα δὲ τούτων τὰ ἐγκεντριζόμενα , οὐ πρὸς
6144930 παντοιοις
ὃν ἡ χαλεπωτάτη φέρει δέσποινα , χρυσῷ καὶ ἀργύρῳ καὶ παντοίοις λίθοις τε καὶ ψήφοις καὶ ζῴων κέρασι καὶ ὀδοῦσι
τὴν εὐήρατον καὶ ἐπιθυμητὴν καὶ ἐπέραστον , θάλλουσαν , ἤτοι παντοίοις ἀγαθοῖς εὐθηνουμένην . λέγεται γάρ , εὐφορωτάτην εἶναι τὴν
6143337 ναυπηγους
κεκοσμημένους μετὰ τρίτον ἔτος εἰς Βάκτρα . μετεπέμψατο δὲ καὶ ναυπηγοὺς ἔκ τε Φοινίκης καὶ Συρίας καὶ Κύπρου καὶ τῆς
καὶ τἄλλα πάντα τὰ χρειώδη πολλαχόθεν . συνήγαγε δὲ καὶ ναυπηγοὺς καὶ τοὺς ἄλλους τεχνίτας καὶ καταστήσας ἐπὶ πάντων Ἀρχίαν
6143078 αὐστηρους
ἡδέως ἔχουσι χυμούς , οἷον πρὸς τοὺς γλυκεῖς οἴνους ἢ αὐστηρούς . τοῦτο μὲν οὖν ἴσως φυσικόν , τὸ δ
τὰ κέντρα , ποιεῖ φιλοσωμάτους , ἰσχυρογνώμονας , βαθύφρονας , αὐστηρούς , μονογνώμονας , ἐπιμόχθους , ἐπιτακτικούς , κολαστικούς ,
6139563 ὑπαιθριους
δένδρων φυτεύσεις πρεπούσας ὕδασι , δεξαμενάς τε αὖ τὰς μὲν ὑπαιθρίους , τὰς δὲ χειμερινὰς τοῖς θερμοῖς λουτροῖς ὑποστέγους περιτιθέντες
, ἤτοι διὰ τὸ μεγάλους ἔχειν τοὺς πρὸ τῶν οἴκων ὑπαιθρίους τόπους ἢ τῷ παραυλίζεσθαι καὶ παρακοιμᾶσθαι τοὺς δορυφόρους τοῖς
6138363 ἀμισθι
ποριζόμενος . φησὶ δὲ , ὅτι τῶν λυρικῶν οἱ παλαιοὶ ἀμισθὶ πρὸς τὰ καλὰ τὴν σπουδὴν εἶχον , ἐπὶ δὲ
' ὑπερβολὴν ἀπολογήσασθαι , καὶ δὴ φημί σοι μηδένα μηδὲν ἀμισθὶ ποιεῖν , οὐδ ' ἂν τοὺς τὰ μέγιστα πράττοντας
6138101 εὐνουστατους
καὶ εἴ τινων ἄλλων ἡγεμόνων προσδεῖν αὐτῷ δόξαι , τοὺς εὐνουστάτους τῇ πατρίδι , πιστοτάτους , εὐρωστοτάτους , ἔνθεν δ
τοὺς τὸν αὐτὸν ἐχθρὸν καὶ φίλον κρινεῖν ὀμωμοκότας νομίζετ ' εὐνουστάτους , τῶν δὲ πολιτευομένων οὓς ἴστε σαφῶς τοὺς τῆς
6132433 ταρσους
καὶ βίας ἐλαθεισῶν τῶν νεῶν αἱ μὲν παρέσυρον ἀλλήλων τοὺς ταρσούς , ὥστε πρὸς φυγὴν καὶ διωγμὸν ἀχρήστους γίνεσθαι καὶ
δεξιῷ σκέλει τέμνομεν φλέβα , κατὰ σφυρὰ ἢ ἰγνύαν ἢ ταρσούς . μετὰ δὲ τὴν φλεβοτομίαν εἰ ἔτι παραμένοιεν αἱ
6131106 πωγωνας
καὶ τὰς ὀφρῦς ἐπάραντες καὶ τὰ μέτωπα ῥυτιδώσαντες καὶ τοὺς πώγωνας ἐπισπασάμενοι περιέρχονται ἐπιπλάστῳ σχήματι κατάπτυστα ἤθη περιστέλλοντες , ἐμφερεῖς
ἂν ἐμὲ μὲν ἐθαύμαζες , τὼς δὲ ἔχοντας βαθεῖς τὼς πώγωνας καὶ τὼς σκίπωνας ἐγέλασας τᾶς ἀλαζονείας , ῥυπῶντάς τε
6124846 χερσαιους
Ἀρκαδίας φησὶν Ἀριστοτέλης κρήνην τινὰ εἶναι , ἐν ᾗ μῦς χερσαίους γίνεσθαι , καὶ τούτους κολυμβᾶν ἐν ἐκείνῃ τὴν δίαιταν
δὲ . . . , Καρκίνος δ ' ἐνύδρους καὶ χερσαίους καὶ ὑψηλούς , Λέων δὲ προσάντεις καὶ τραχεῖς καὶ
6123443 διαλιθον
αὐτῶν οὐ λέγεις ταυτί ; τί δαί ; διόπας , διάλιθον , πλάστρα , μαλάκιον , βότρυς , χλίδωνα ,
' ἑαυτὸν κεραυνοὺς χρυσοῦς δεκαπήχεις δύο , καὶ στέφανον δρυὸς διάλιθον : ἀσπίδες χρυσαῖ εἴκοσι , πανοπλίαι χρυσαῖ ἑξήκοντα τέσσαρες
6121840 τολμηρους
ἐπίθετον τοῦ Διονύσου αὐτῷ περιτιθέασιν . ἢ τολμηρόν : . τολμηροὺς γὰρ διέσυρε τοὺς Ἀθηναίους ἐν τοῖς δράμασι . βωμολόχοις
οὐκ ἂν οὕτως γενναίους καὶ πρὸς τὸ ἔργον τοῦ πολέμου τολμηροὺς ἔκρινον εἶναι , μηδὲν τοιοῦτον μήτε πειραθέντας πάλαι μήτε
6118200 Χρηματα
, ἢ εἱμαρμένης , ἢ τέχνης , ἢ τύχης ; Χρήματα αἰτεῖς ; Μὴ ἐνόχλει θεοῖς , οὐδὲν αἰτεῖς τῶν
' ἐφήσθησαν καὶ Ποθεινῷ καὶ τὴν Φαρνάκους φυγὴν ἐγέλασαν . Χρήματα δ ' ἐν τοῖς θριάμβοις φασὶ παρενεχθῆναι μυριάδας ἓξ
6116564 συμπολιτευομενους
τυγχάνειν , ἀλλ ' ἅμα πάντας , οὕτως οὐδὲ τοὺς συμπολιτευομένους . πρέπει δὲ ὑμῖν παιδείᾳ διαφέροντας καὶ φύσει καὶ
χαίροντα . τινὲς γὰρ ἐν τῷ δοκεῖν φιλοπόλιδες εἶναι τοὺς συμπολιτευομένους αὐτοῖς ἐξελαύνουσιν , ἵνα μόνοι τὴν πόλιν οἰκοῖεν :
6112963 ὀργιζομενους
ἀπὸ τοῦ μαχομένου : θαυμάζω δὲ ὁρῶν Φιλίππῳ μὲν ὑμᾶς ὀργιζομένους , ὃς εἰρήνην ἐκ πολέμου ποιούμενος , καὶ τὰ
ἐὰν ὁρῶσιν ἐπὶ τοῖς τοιούτοις τῶν ἁμαρτημάτων μάλισθ ' ὑμᾶς ὀργιζομένους καὶ μηδεμιᾶς συγγνώμης τοὺς ἀκοσμοῦντας ἐν τῷ πολέμῳ τυγχάνοντας
6105010 κολυμβητας
φαλακρούς , ὀξυγενείους , ἐρυθρόχροας , προγάστορας , ὠκύποδας , κολυμβητάς , φιλοπροβάτους , εὐπορίστους , δαπάνους , ὀργίλους ,
φαλακρούς , ὀξυγενείους , ἐρυθρόχροας , προγάστορας , ὠκύποδας , κολυμβητάς , φιλοπροβάτους , εὐπορίστους , δαπάνους , ὀργίλους ,
6098492 ἐμπιπραναι
ὅταν αἴρῃ τὸ σημεῖον , δένδρα κόπτειν καὶ τὰς ἐπαύλεις ἐμπιπράναι . ταῦτα ὁρῶντες οἱ κατὰ τὴν πόλιν καὶ πάμπολυ
κελεύσας καὶ διαρπάζειν τὰ ἐν ταῖς πόλεσιν , αὐτάς τε ἐμπιπράναι . οἱ δὲ Μαυρούσιοι ὄντες φονικώτατοι , καὶ διὰ
6090380 χαριστηριους
παῖδές φασιν καὶ τοῖς θεοῖς ἡδίους εἶναι τῶν θυσιῶν τὰς χαριστηρίους ἢ τὰς μειλιχίους : ὧν τὰς μὲν οἱ εὐτυχοῦντες
, ὕμνους , μοι δοκεῖν , ἀνακρουόμενος θεοῖς τοὺς μὲν χαριστηρίους , ἐφ ' οἷς κατωρθώκασι , τοὺς δὲ ἐς
6089919 γαυλους
γαυλοὺς ὁλοχρύσους . πλοῖα ; τοὺς κάδους μὲν οὖν καλοῦσι γαυλοὺς πάντες οἱ προγάστορες . Τέτταρες δ ' αὐλητρίδες ἔχουσι
ἐδάκρυεν ἐφ ' ἑκάστῳ τούτων ἀπαλλαττόμενος : καὶ οὔτε τοὺς γαυλοὺς ἀνέθηκε πρὶν ἀμέλξαι , οὔτε τὸ δέρμα πρὶν ἐνδύσασθαι
6082156 κυνωδεις
ἀποστροφὰς καὶ φαύλων ἔσθ ' ὅτε ἐπιθυμίας βρωμάτων , καὶ κυνώδεις ὀρέξεις , ἄρθρων τε ὀδύναι παρέσονται καὶ δυσκινησίαι νεύρων
' ὧν λέγει δήμων . ἅμα δὲ Γ καὶ ὡς κυνώδεις αὐτοὺς διαβάλλει . Γ νυν ] δή . αὐτῶ
6071488 λῃστρικους
. οὔτε γὰρ τὴν τοιαύτην αἰτίαν τοῦ πλάνητας γενέσθαι καὶ λῃστρικοὺς ἀποδέξαιτ ' ἄν τις , ὅτι χερρόνησον οἰκοῦντες μεγάλῃ
ποιεῖ καὶ ὑψόθεν ῥίπτοντας καὶ ἑτοιμοθανάτους ἢ συνιστοροῦντας κακοῖς , λῃστρικοὺς φονικοὺς τὰς τῶν θανάτων αἰτίας ἑαυτοῖς ἐπιφέροντας καὶ ὑπὸ
6071167 ὑπολειπομενους
ἄνδρας ἀγαθοὺς εἶναι καὶ ἐκ τῶν οἰκιῶν ἀνεκάλουν τοὺς ἔτι ὑπολειπομένους . ἐν μὲν δὴ νυκτὶ οὐδὲν ἄξιον ἐπράχθη λόγου
δώδεκα πινάκων οἱ μὲν δέκα συνετελέσθησαν , τοὺς δ ' ὑπολειπομένους δύο ἀνέγραψαν οἱ ὕπατοι . καὶ τελεσθείσης τῆς ὑποκειμένης
6071015 ἁβροδιαιτους
καὶ τῶν παρωκεανιτῶν δέ τινάς φησι Θεόπομπος ἐν ὀγδόηι Φιλιππικῶν ἁβροδιαίτους γενέσθαι . περὶ δὲ Βυζαντίων καὶ Καλχηδονίων ὁ αὐτός
Κινέας εἰσηγήσατο κεκαρμένους εἶναι τοὺς νέους , νόμον γράψας μηκέτι ἁβροδιαίτους εἶναι , ὃν τρόπον τὸ παλαιόν , μηδὲ κομᾶν

Back