ἕνεκα ἀργύριον , τοὺς δὲ δημιουργοὺς αὐτοῦ τούτου , τοὺς ζωγράφους , ἀτιμάζοι τε καὶ μὴ βούλοιτο παρ ' αὐτῶν
' ἦν [ ἡ Λαὶς ] καλὴ ὡς καὶ τοὺς ζωγράφους ἐρχομένους πρὸς αὐτὴν ἀπομιμεῖσθαι τῆς γυναικὸς τοὺς μαστοὺς καὶ
8355587 δοντας
τι τὸ αἴτιον τῆς πονηρίας , προσληπτέον δὲ καὶ τοὺς δόντας συναιτίους ὡσαύτως γενομένους . Εἰ δ ' ἐκ πόνων
πρὶν μιγεὶς ταύτῃ , πρὶν εἰς τέλος ἀφανίσαι Ταφίους δίκην δόντας τῶν φόνων τῶν τῆς Ἀλκμήνης ἀδελφῶν . Μίγνυται δὲ
8269570 μαιωτας
, ὧν μνημονεύει Ἄρχιππος ἐν Ἰχθύσι διὰ τούτων : τοὺς μαιώτας καὶ σαπέρδας καὶ γλάνιδας . εἰσὶ δὲ πολλοὶ περὶ
καὶ τοὺς λάβρακας ἐντερεύων , ὡς λέγουσιν ἡμῖν . τοὺς μαιώτας καὶ σαπέρδας καὶ γλάνιδας ἀποδοῦναι δ ' ὅσα ἔχομεν
8255639 στρατηγουντας
δὲ ὁ δῆμος ἐστρατεύετο , οὐκ ἂν οὕτως ὑπερβαλλόντως τοὺς στρατηγοῦντας ἐθαύμαζε . μετὰ ταῦτα ἐπὶ δεύτερον μέρος τῆς αὐτῆς
Πουνίκου σφῶν ἡγουμένου , τὰ Ῥωμαίων ὑπήκοα ἐλῄζοντο καὶ τοὺς στρατηγοῦντας αὐτῶν , Μανίλιόν τε καὶ Καλπούρνιον Πείσωνα , τρεψάμενοι
8219271 Σειληνους
ἢ Πάνεσσι : τοὺς Πᾶνας πλείους φησὶν ὡς καὶ τοὺς Σειληνοὺς καὶ τοὺς Σατύρους , ὡς Αἰσχύλος μὲν ἐν Γλαύκῳ
ναῦς ἤδη , Σατύρους δὲ ἀναμὶξ καὶ Ληνὰς ἄγει καὶ Σειληνοὺς ὅσοι . τὸν Γέλωτά τε ἄγει καὶ τὸν Κῶμον
8198386 πορνους
εὐθὺς ἐξελεύσομαι . „ ἀπὸ τούτου καὶ συνέβη πάντας τοὺς πόρνους ἀναισχύντους εἶναι . τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις
πρὸς τὸν χορὸν ἀνάπαιστον , ἐν ᾧ ἦν εἶναί τινας πόρνους μεγάλους Τιμαρχώδεις , οὐδεὶς ὑπελάμβανεν εἰς τὸ μειράκιον ,
8195701 εὐνουστατους
καὶ εἴ τινων ἄλλων ἡγεμόνων προσδεῖν αὐτῷ δόξαι , τοὺς εὐνουστάτους τῇ πατρίδι , πιστοτάτους , εὐρωστοτάτους , ἔνθεν δ
τοὺς τὸν αὐτὸν ἐχθρὸν καὶ φίλον κρινεῖν ὀμωμοκότας νομίζετ ' εὐνουστάτους , τῶν δὲ πολιτευομένων οὓς ἴστε σαφῶς τοὺς τῆς
8194804 τραγῳδους
τἀρχαῖ ' ἐκεῖν ' οἷς Θέσπις ἠγωνίζετο : καὶ τοὺς τραγῳδούς φησιν ἀποδείξειν κρόνους τοὺς νῦν διορχησάμενος ὀλίγον ὕστερον .
μνημονικώτατον γὰρ τὸ ζῷον ἡ κάμηλος ⋮ Δότε μοι τοὺς τραγῳδούς , πρὸς τοῦ πατρῴου Διός , καὶ πρό γε
8178921 διθυραμβοποιους
ταῦτα δὲ οὐδὲ ταῖς λέξεσι συνετά . χλευάζει δὲ τοὺς διθυραμβοποιούς . καταπαύσω : Τοῦτο λέγων ὁ Πεισθέταιρος παίει αὐτόν
καὶ τούτους εἶναι τῶν σοφιστῶν βούλεται . λέγει δὲ τοὺς διθυραμβοποιούς : τῶν γὰρ κυκλίων χορῶν ἦσαν οὗτοι διδάσκαλοι .
8157832 τετριγωτας
τῷ ποιητῇ ἀκρόπολιν πόλιν ἄκρην . πεποιημένον , ὡς τὸ τετριγῶτας καὶ κελαρύζει , καὶ λάψοντες γλώσσῃσι . Περίφρασίς ἐστι
ἔστω . . ἔνθ ' ὅ γε τοὺς ἐλεεινὰ κατήσθιε τετριγῶτας : ὅτι Ζηνόδοτος γράφει τιτίζοντας . εὐτελὴς δὲ ἡ
8140567 σκυτοτομους
ἐπισκοποῦντας καὶ βασανίζοντας , ἀλλ ' οὐδὲ κεραμέας , οὐδὲ σκυτοτόμους , οὐδὲ τοὺς τὰ ἔτι τούτων ἀτιμότερα μεταχειριζομένους ,
τι ποιητέον αὐτοῖς περὶ τὰ ξύλα , οὐδὲ δὴ τοὺς σκυτοτόμους ὅ τι ποιητέον αὐτοῖς περὶ τὰ σκύτη , ἀλλ
8140086 πυρεσσοντας
φοροῦντα καὶ ἐν πᾶσι φιλητόν . ποιεῖ καὶ πρὸς τοὺς πυρέσσοντας ἐὰν εἰς ἔλαιον βληθῇ καὶ συγχρίσῃς τοῦ ἐλαίου πρὸς
δ ' ἀπυρετοῦσι μὲν ἐν κυάθοις τρισὶ γλυκέος Κρητικοῦ , πυρέσσοντας δ ' ὕδατι θερμῷ . ἡ δόσις ⋖ α
8134250 ἐλασαντας
ἐπουρανίοισι θεοῖς αἰειγενέτῃσι κρητῆρα στήσασθαι ἐλεύθερον ἐν μεγάροισιν ἐκ Τροίης ἐλάσαντας ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς . Ὣς εἰπὼν πυλέων ἐξέσσυτο φαίδιμος Ἕκτωρ
ἔθεον δὲ καὶ ἵπποι καὶ ἔδει αὐτοὺς κατὰ τοῦ πρανοῦς ἐλάσαντας ἐν τῇ θαλάττῃ ἀποστρέψαντας πάλιν πρὸς τὸν βωμὸν ἄγειν
8131125 θαρραλεους
ἀκολουθοῦντος τῷ τοὺς ἐπιστήμονας καὶ ἐμπείρους θαρραλέους εἶναι καὶ τοὺς θαρραλέους ἐπιστήμονας , καὶ διὰ τοῦτο τὴν ἀνδρείαν οὖσαν γνῶσιν
τοὺς μὲν ἀνδρείους θαρραλέους εἶναι , μὴ μέντοι τούς γε θαρραλέους ἀνδρείους πάντας : θάρσος μὲν γὰρ καὶ ἀπὸ τέχνης
8111136 ἐργατας
ἐπέκτισε τοῦ μὴ νομάδας ἔτι εἶναι ἀλλὰ ἀροτῆρας καὶ γῆς ἐργάτας , καὶ ἔχειν ὑπὲρ ὅτων δειμαίνοντες μὴ κακὰ ἀλλήλους
: ἔξω γὰρ εἶναι καὶ τὰ βοσκήματα πάντα καὶ τοὺς ἐργάτας , πολλοὺς δὲ καὶ παῖδας καὶ γεραιτέρους τῶν ἐλευθέρων
8061233 θεριστας
ὑπὲρ ὑμῶν : οἱ δὲ τύραννοι μισθοῦ φύλακας ἔχουσιν ὥσπερ θεριστάς . καὶ δεῖ μὲν δήπου τοὺς φύλακας μηδὲν οὕτω
οὕτως χὕμμες : οὕτως καὶ ὑμεῖς εἰς ἔριν ἄγετε τοὺς θεριστάς . θὴν καὶ ἐπιπολύ : ἢ τὸ θὴν ἀντὶ
8057983 Ἀβυδηνους
ὄντας πάντων ἠξίωσαν ὅσων ἐβουλήθησαν , ἀλλὰ καὶ δύ ' Ἀβυδηνούς , μισαθηναιοτάτους καὶ πονηροτάτους ἀνθρώπους , [ προσέθηκαν αὐτῷ
ἐπὶ συκοφάντου τάττεται , διὰ τὸ δοκεῖν συκοφάντας εἶναι τοὺς Ἀβυδηνούς . Ἀβασάνιστος ἄνθρωπος εἶ : ἀγύμναστος ἢ ἀνεξέταστος ,
8056542 κωνωπας
ἔτι δὲ καὶ πρὸς ψύλλας , καὶ κόρεις , καὶ κώνωπας , καὶ πρὸς ἕτερα τοιαῦτα λυμαινόμενα θηρία θεραπείαν .
. τὰς ἐμπίδας ] τὰ κανάρια . , διὰ τοὺς κώνωπας . κατὰ τὸ στόμ ' ] ἀπὸ τοῦ στόματος
8051284 ἀπολαβε
ὁ πεπαιδευμένος καὶ αἰδήμων λέγει : δὸς ὃ θέλεις : ἀπόλαβε ὃ θέλεις . λέγει δὲ τοῦτο οὐ καταθρασυνόμενος ,
. ἀνίστασο δέ , φιλτάτη , καὶ ἄπιθι χαίρουσα : ἀπόλαβε καὶ σὺ τὸν ἄνδρα τὸν σεαυτῆς : ζῇ γὰρ
8000444 ἀπολουμενους
οἷά περ ἐν τῇσι φρενίτισι γίγνεται . Τοὺς δ ' ἀπολουμένους τε καὶ περιεσομένους τῶν παιδίων τε καὶ τῶν ἄλλων
ἄλλων φρονεῖν . τοὺς δ ' ἰχθυοπώλας τοὺς κάκιστ ' ἀπολουμένους ἐπὰν ἴδω κάτω βλέποντας , τὰς δ ' ὀφρῦς
8000216 δεδωκοτας
δημοκρατίαν , τῆς ἐλευθερίας προεστῶτα . ἀλλὰ καὶ ὑμᾶς τοὺς δεδωκότας ἐγκωμιάσαι καλόν : ὁ πλοῦτος ἐξεδυσώπησεν ὑμᾶς . ἐφοβήθητε
νεὼς ἐγήγερτο καὶ ἡ σκηνὴ παρεσκεύαστοκαλέσειν ἔμελλε κατὰ τάξιν τοὺς δεδωκότας ὑπὸ κήρυκι καὶ θεολόγῳ , καὶ παρὰ τοῦ θεοῦ
7995821 καταδικους
παρανομοῦντας παρ ' ἐλπίδας ὑπὸ τῶν ἠδικημένων ἀπάγεσθαι πρὸς τοὺς καταδίκους . καὶ τὰς συνήθεις τοῖς στρατηγοῖς καὶ συνεκδήμοις δαπάνας
χρημάτων ἀπελύθη τῆς φυλακῆς , καὶ τοὺς κατακλείσαντας ἄρχοντας εὐθύνας καταδίκους ἔλαβεν . [ . . . . ] [
7992569 ἀφῃρημενους
παρὰ τούτων ζητοῦντα δίκην . ἄλλους μὲν γὰρ εἶναι τοὺς ἀφῃρημένους τὴν γῆν , ἄλλον δὲ τὸν πολεμούμενον . καὶ
εἰς τὰς πατρίδας , καὶ τοὺς ἀδίκως τὰς ἀλλοτρίας πόλεις ἀφῃρημένους ἐξέβαλον ἐκ τῶν πόλεων : τούτων δ ' ἦσαν
7953381 λουσαμενους
οἱ δὲ σὺν πολλῷ πόνῳ ἡμέρωσαν . τῆς ὑστεραίας ἐκέλευσε λουσαμένους ἥκειν . ἐπεὶ δὲ ἧκον , προέθηκεν αὐτοῖς εὐωχίαν
ἱστορεῖ κρήνην ἐν Χρωψὶ τῆς Θράικης , ἐξ ἧς τοὺς λουσαμένους παραχρῆμα μεταλλάσσειν . . : . . . .
7936447 τριβωνας
ποτὲ τοὺς Πυθαγοριστὰς γινομένους οὕτως ῥυπᾶν ἑκόντας , ἢ φορεῖν τρίβωνας ἡδέως ; οὐκ ἔστι τούτων οὐδέν , ὡς ἐμοὶ
οἰόμεθα τοὺς πάλαι ποτὲ τοὺς Πυθαγοριστὰς ῥυπᾶν ἕκοντας ἢ φορεῖν τρίβωνας ἡδέως ; οὐκ ἔστι τούτων οὐδὲ ἕν , τῆς
7935695 ἀναιρουντας
φυλαττόμενος . ταῦτα ἂν οὖν τις ἔχοι λέγειν πρὸς τοὺς ἀναιροῦντας τὰ σχήματα τῆς διανοίας , ὅτι κἂν πᾶς λόγος
μεθόδου οὕτως παραλογίζονται , τοὺς δὲ δι ' ὧν παρακρούονται ἀναιροῦντας τὰς ἀρχὰς οὐ λυτέον . Ἀντιφῶντος ψευδογράφημα ὁ δὲ
7933907 θεραπευομενους
, ; . , . , . : Τοὺς γοῦν θεραπευομένους ὑπ ' αὐτοῦ τὰς ἱερὰς καλουμένας νόσους , συγγράφεσθαι
: ἐπεὶ δεσπότας ἂν οὕτως καθ ' ἡμῶν εἴημεν τοὺς θεραπευομένους κεχειροτονηκότες καὶ μισθὸν τὸ δουλεύειν αὐτοῖς καὶ τὸ πάντα
7921797 τρεφοντας
ὑπ ' αὐτοῦ κυνῶν ἀπέθανεν , οὕτως οἱ κόλακες τοὺς τρέφοντας κατεσθίουσιν . ὥσπερ γὰρ τὰ θηρία τὴν σαγήνην ὑποχωροῦντα
καὶ ἐμὲ ἐξηπάτησεν , ὥστε καταγελάστους γενέσθαι τοὺς Ἀθηναίους τοιούτους τρέφοντας . παμπολὺν τοῖς δημόταισι : διαβολὴ τῶν Ἀθηναίων εἰ
7917251 κριβανιτας
αἱ ἀσπίδες 〛 . Γ ἐμῆς ] νοεῖται γαστρός . κριβανίτας ] ἄρτους κριθίνους . κριβανίτας ἄρτους φασὶ τοὺς κριθίνους
, παῖ , τῆς ἀσπίδος . Καὶ τῆς ἐμῆς τοὺς κριβανίτας ἔκφερε . Φέρε δεῦρο γοργόνωτον ἀσπίδος κύκλον . Κἀμοὶ
7917213 Ἱππεας
' ἐπίβαλλε : ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας δεομένων ῥᾳστώνης . Ἱππέας εἰς πεδίον : φανερόν . Ἱερὰ ἄγκυρα : δήλη
. Κλέωνα δὲ τὸν βυρσοδέψην , εἰς ὃν γέγραφε τοὺς Ἱππέας . Ὑπέρβολον δὲ , εἰς ὃν καὶ Εὔπολις ἔγραψε
7908071 μεραρχας
τάσσεσθαι τὸν ὑποστράτηγον , ἐν δὲ τοῖς ἑκατέρωθεν αὐτοῦ τοὺς μεράρχας , μέσους τῶν ὑπ ' αὐτοὺς μοιραρχῶν . Ταῦτα
πάντως ἐκδικεῖσθαι ἐν καιρῷ ἀνάγκης . Χρὴ τὸν στρατηγὸν τοὺς μεράρχας συγκαλεῖσθαι καὶ βουλεύεσθαι τὰ περὶ τοῦ πολέμου , κατανοεῖν
7906982 ὑποδεχομενους
ἀναστάτου τῆς πόλεως γενομένης , ἅτε οὐκ ἔχοντες ὁμοφώνους τοὺς ὑποδεχομένους οὐδὲ τῶν Σκυθῶν ἀξιούντων οὐδὲ ἐπισταμένων ἐμπόριον αὐτῶν κατασκευάσασθαι
ναυλόχους γὰρ ἔλε - γον τοὺς λιμένας τοὺς τὰς ναῦς ὑποδεχομένους ἢ τοὺς τὰς ναῦς λοχῶντας ? αὐτοκάβδαλον δὲ τὸ
7890145 κοσμητας
ἐν πραπίδεσσιν ἀρίστους ἔσσεσθαι , θριγκῶν τε καὶ εὐτοίχων κανονισμῶν κοσμήτας , μάλα τοι πεπονημένα τεχνάζοντας . Ἄρης δ '
ἐν πραπίδεσσιν ἀρίστους ἔσσεσθαι , θριγκῶν τε καὶ εὐτοίχων κανονισμῶν κοσμήτας , μάλα τοι πεπονημένα τεχνάζοντας . Ἄρης δ '
7889537 ὑβριζοντας
ἂν δὲ μή , πολλοὺς τοὺς ἀσελγεῖς εὑρήσετε καὶ τοὺς ὑβρίζοντας ὑμᾶς ἐπὶ τῇ τοῦ φιλοτιμεῖσθαι προφάσει . Ἵνα δὲ
τῷ φρονίμῳ τῆς γνώμης παύοντες τὸ ἄφρον ὑβρισταὶ εἰς τοὺς ὑβρίζοντας κόσμιοι εἰς τοὺς κοσμίους ἄφοβοι εἰς τοὺς ἀφόβους δεινοὶ
7887454 ἱκετευοντας
: 〚 Πάμφιλος ζωγράφος ἦν , ὅστις τοὺς Ἡρακλείδας ἔγραψεν ἱκετεύοντας τὸν τῶν Ἀθηναίων δῆμον : 〛 οὗτος τραγῳδοποιός :
ἐνώπιον τῶν θεῶν ἱστάμενοι ἱκετεύομεν : διὸ καὶ αἰδούμεθα τοὺς ἱκετεύοντας . οὐ νηούς : οὐ γὰρ ναός μοί ἐστι
7872254 Ὀλπις
τοὺς ἔλλοπας ἀγρεύων . ἔστι δὲ πεποιημένον ἢ κύριον . Ὄλπις δὲ τὸ ὄνομα τοῦ ἁλιέως , ἤγουν παρὰ τὴν
λήκυθον , ὡς εἶναι παρὰ τὴν σμικρότητα τὸ ὄνομα . Ὄλπις ὁ τοὺς ἔλλοπας ἀγρεύων , ἵν ' ᾖ ἐπίθετον
7862506 μισουντας
οἰκείους καὶ τὸν ἄνδρα μετ ' αἰσχύνης ἐλθεῖν εἰς ἀνθρώπους μισοῦντας : [ πάντα ταῦτα δὲ γιγνόμενα μηδένα κωλῦσαι ,
μισοῦσαν ἀγαπᾷ σάρκα καὶ τὰ μέλη : καὶ Χριστιανοὶ τοὺς μισοῦντας ἀγαπῶσιν . Ἐγκέκλεισται μὲν ἡ ψυχὴ τῷ σώματι ,
7850404 ὀψοποιους
τῇ μνήμῃ πατρίδα καὶ βασιλικὴν ἑστίαν , κατάλογον ἐρωμένων , ὀψοποιούς τε καὶ οἰνοχόους καὶ ἄλλην ἀκόλαστον δίαιταν , ᾗ
δημιουργοὺς ἀγαλμάτων , ἐπὶ εὐφροσύνῃ ὀφθαλμῶν : μυροπώλας δὲ καὶ ὀψοποιούς , χυμῶν καὶ ὀδμῶν δημιουργοὺς γενναίους : καὶ ὅσαι
7835056 πεπορνευμενους
, εἰς τὰς εὐεξίας αὐτῶν ἀποβλέποντες γιγνώσκομεν , οὕτω τοὺς πεπορνευμένους , κἂν μὴ παρῶμεν αὐτῶν τοῖς ἔργοις , ἐκ
ἤδη λεχθέντων οὔπω τὸ μέγιστον εἴρηται . αὐτοὺς γὰρ τοὺς πεπορνευμένους , οὓς ὀνομάζομεν ἐκ τοῦ τὰ σώματα διαλελύσθαι τῷ
7827478 Φινειδας
αὐτὸν ἀναβιώσκειν , Φύλαρχος [ . ] δὲ διὰ τοὺς Φινείδας , Τελέσαρχος [ . ] δὲ δι ' Ὠρίωνα
καὶ συγγραφεῦσι συγκρίνωμεν . 〛 οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τοὺς Φινείδας λέγεται τὴν βασιλείαν παραδόντας τῆι μητρὶ Κλεοπάτραι συστρατεῦσαι τοῖς
7826130 ἀγροικους
. Γ ὦ Πόσειδον Γ : ὁ Ἑρμῆς ὁρῶν τοὺς ἀγροίκους Γ εἰς ἀγρὸν ἐξιόντας φησὶ τὸ “ ὦ Πόσειδον
τῷ κακῷ βλέπων ὀπόν . Ταῦτα δ ' ἡμᾶς τοὺς ἀγροίκους δρῶσι , τοὺς δ ' ἐξ ἄστεως ἧττον ,
7811512 Ἰαμιδας
λόγος . εἰ δὲ χωρὶς τοῦ ἄρθρου , πρὸς τοὺς Ἰαμίδας νοήσεις : καὶ τὸ τεκμαίρει χρῆμ ' ἕκαστον ἢ
τῶν προγόνων αὐτοῦ . ἀνέφερε δὲ ὁ Ἀγησίας εἰς τοὺς Ἰαμίδας τὸ γένος . ἔνιοι δὲ τὸν καί σύνδεσμον περισσὸν
7810240 δεσμωτας
εὐπετεστέρως κατάσχῃ τὰ ἐν τῇ Σάμῳ πρήγματα , κατακτείνει τοὺς δεσμώτας πάντας : οὐ γὰρ δή , ὡς οἴκασι ,
συνεχώρησεν ἡ πόλις περιφράξαι καὶ περίβολον ἐγεῖραι . λύσας τοὺς δεσμώτας , τοῖς λίθοις καὶ τοῖς πελέκεσι καὶ ταῖς ἀξίναις
7808524 ἀμπεχομενους
ὀργιαζομένων τε καὶ θεραπευομένων θεῶν τὰ σύμβολα καὶ τὰς ἱερὰς ἀμπεχομένους ἐσθῆτας ἀθρόους ἐπὶ τὸν χάρακα τῶν πολεμίων πορεύεσθαι τοὺς
ἐξιλάσκομαί σε , μῆτερ , ἐπιδείξας τοὺς κρείττονας ἐμοῦ τρίβωνας ἀμπεχομένους καὶ πήραν φοροῦντας καὶ παρὰ τῶν χειρόνων ἄλφιτα μεταιτοῦντας
7806997 θνησκοντας
τεθνεῶτας . : Φερεκύδης ἐν τῇ ἱστορίᾳ τοὺς ἐν Δελφοῖς θνήσκοντας αὐτὸν ἀναβιώσκειν . . . . Λ , :
τῆς ταλαιπωρίας . καὶ ἐδείκνυ δὴ λέγων αὐτοῖς οἷς εὐπόρουν θνήσκοντας τοὺς εὐπόρους καλοῦντας ἐφ ' ἑαυτοὺς τὰ τῶν κακούργων
7805054 πατουντας
βαβάκτης καὶ Ἰόβακχος καλεῖται διὰ τὸ πολλὰς τοιαύτας φωνὰς τοὺς πατοῦντας αὐτὸν πρῶτον , εἶτα τοὺς ἕως μέθης μετὰ ταῦτα
, ἢ ξηρὸς βότρυς εὑρεθείη . χρὴ δὲ καὶ τοὺς πατοῦντας , εἴ τι παρέλαθε τοὺς ἐπὶ τοῖς κοφίνοις ἐφεστῶτας
7803908 ἀλαζονας
, καὶ τὴν σωφροσύνην , αὐτῆς ἐπιστατοῦσαν , τοὺς μὲν ἀλαζόνας ἀποτρέπειν , τοὺς δὲ ὡς ἀληθῶς μάντεις καθιστάναι ἡμῖν
τοῦ σοφωτάτου Χείρωνος πεπαιδευμένον , ὥστε ὀλίγον πρότερον λοιδοροῦντα τοὺς ἀλαζόνας τῇ ἐσχάτῃ λοιδορίᾳ αὐτὸν παραχρῆμα πρὸς μὲν τὸν Ὀδυσσέα
7803908 Κερκωπας
τὰ κλοπιμαῖα πιπράσκονται καὶ ὠνοῦνται . τοιούτους γὰρ καὶ τοὺς Κέρκωπας παρειλήφαμεν , κλέπτας καὶ πανούργους . Ἄγραι καὶ Ἄγρα
μάλα τῶν ἐπὶ κακίᾳ διαβοήτων ἀκρότατος ἀπετελέσθη , ὑπὲρ τοὺς Κέρκωπας , ὑπὲρ τὸν Εὐρύβατον ἢ Φρυνώνδαν ἢ Ἀριστόδημον ἢ
7800437 κιθαριστας
οἰκήσειν τὴν πόλιν ; καίτοι εἴ τις συναγαγὼν τούς τε κιθαριστὰς καὶ τοὺς παιδοτρίβας καὶ τοὺς γραμματιστὰς τοὺς ἄριστα ἐπισταμένους
Πύθια ἐκάλεσαν . προσέθεσαν δὲ τοῖς κιθαρῳδοῖς αὐλητάς τε καὶ κιθαριστὰς χωρὶς ᾠδῆς , ἀποδώσοντάς τι μέλος ὃ καλεῖται νόμος
7792477 ἱερακας
ψυχὴ τρέφεται . Ἄρεα δὲ γράφοντες καὶ Ἀφροδίτην , δύο ἱέρακας ζωγραφοῦσιν , ὧν τὸν ἄρσενα εἰκάζουσιν Ἄρει , τὴν
οἱ Κοπτὸν οἰκοῦντες ὡς κροκοδείλων πολεμίους λυπεῖν προῃρημένοι πολλάκις ἀνασταυροῦσιν ἱέρακας . εἰκάζουσι δὲ τὸν μὲν κροκόδειλον ἐκεῖνοι ὕδατι ,
7791268 Πατανιων
. . . πλείους Στρατονίκου τοὺς μαθητάς μοι δοκεῖ ἕξειν Πατανίων . πεπωκέναι δοκεῖ τὸν κατὰ δύο καὶ τρεῖς ἀκράτου
Πατανίων προσελθέτω . Πλείους Στρατονίκου τοὺς μαθητάς μοι δοκεῖ ἕξειν Πατανίων . Πεπωκέναι δοκεῖ τὸν κατὰ δύο καὶ τρεῖς ἀκράτου
7787316 κιλλιβαντας
δ ' ἂν καὶ ζωστῆρα εἴποις καὶ ὄχανα , καὶ κιλλίβαντας , Ἀριστοφάνους εἰπόντος τοὺς κιλλίβαντας οἶσε , παῖ ,
εἴποις καὶ ὄχανα , καὶ κιλλίβαντας , Ἀριστοφάνους εἰπόντος τοὺς κιλλίβαντας οἶσε , παῖ , τῆς ἀσπίδος . τέκτονος σκεύη
7782197 ἐρωμενους
οἵτινες μέχρι ὀκτὼ καὶ εἴκοσι ἐτῶν δεῖν λέγοντες συνέχειν τοὺς ἐρωμένους . ̈ . . καὶ ἐρασθήσεσθαι δὲ τὸν σοφὸν
διὰ ὁμοίως ἀλλ ' ὀνομάτων καὶ διανοημάτων ἀρέσκεσθαι καὶ τοὺς ἐρωμένους , εἰ θέλουσιν , ὁμολογήσομεν , τὸν δ '
7777141 μηδισαντας
προσθεῖναι : οἷον μετὰ τὰ Μηδικὰ ἀξιοῖ τις ἐπὶ τοὺς μηδίσαντας στρατεύειν . ἐνταῦθα γὰρ προγέγονε μὲν καλὴ πρᾶξις ,
σφι ἐδόκεε στρατεύεσθαι ἐπὶ τὰς Θήβας καὶ ἐξαιτέειν αὐτῶν τοὺς μηδίσαντας , ἐν πρώτοισι δὲ αὐτῶν Τιμηγενίδην καὶ Ἀτταγῖνον ,
7771845 ἀγρευων
παρὰ τὴν σμικρότητα τὸ ὄνομα . Ὄλπις ὁ τοὺς ἔλλοπας ἀγρεύων , ἵν ' ᾖ ἐπίθετον τῶν ἁλιέων . ἢ
ἁλιεὺς αὐτὸ φορῇ ἀγρυπνῶν ἐν ἡμέρᾳ ἐπὶ ποταμὸν ἢ λίμνην ἀγρεύων , μεγάλως ἐπιτυχεῖ τῆς ἁλείας . Ὤκιμον φυτὸν ἐδώδιμον
7769144 ἀπαιτουντας
οἶμαι , τὸν μὲν ἡσυχάζειν , ἡμᾶς δὲ εἶναι τοὺς ἀπαιτοῦντας τὴν δίκην , καὶ πρὶν ἐκεῖνον , ἥτις ἐστὶν
πότους ἐμέ - μνητο πολλάκις , ὡς ἀστείως διακρουσάμενος τοὺς ἀπαιτοῦντας . Φίλιππος ἐν Χαιρωνείᾳ γιγνώσκων τοὺς μὲν Ἀθηναίους ὀξεῖς
7767852 φροντιστας
ὀφθαλμοὶ ἀεὶ ἀνεῳγμένοι εἰσὶ σκοτεινοὶ μὲν ὄντες καὶ ὑγροί , φροντιστάς , εἰ δὲ πρὸς τούτῳ ἥμερον βλέπουσι , καὶ
σημαίνουσιν ἄνδρας . ὀφθαλμοὶ σκοτεινοὶ ὑγροὶ αὐτάρκως μεγέθους ἔχοντες εὐσταθεῖς φροντιστάς , πολυθεάμονας εὐμαθεῖς τε καὶ εὐλαβεῖς καὶ δειλοὺς καὶ
7765723 τρυφεροσαρκους
παλαιούς , μὴ χροακούς . ἐκ δὲ τῶν ἰχθύων πάντας τρυφεροσάρκους ἐσθίειν οἷον λαπίνας , χάνους , κόκκυγας , σπάρους
μέλαιναν χολήν . Ἐκ δὲ τῶν ἰχθύων λαμβάνειν πάντας τοὺς τρυφεροσάρκους , καὶ πετραίους , καὶ μαλακοσάρκους : ἀπέχεσθαι κεφάλων
7762120 ᾀσματοκαμπτας
, Θουριομάντεις , ἰατροτέχνας , σφραγιδονυχαργοκομήτας : κυκλίων τε χορῶν ᾀσματοκάμπτας , ἄνδρας μετεωροφένακας , οὐδὲν δρῶντας βόσκους ' ἀργούς
ἀκολουθοῦντες τῷ ᾄσματι . λέγει οὖν τοὺς τοιούτους ποιητὰς ” ᾀσματοκάμπτας . “ κυκλίων τε χορῶν ] τοὺς διθυραμβοποιοὺς λέγει
7758670 πετραιους
τῶν μικρῶν στρουθίων ὅσα μὴ λιπαρὰ , ἰχθύων δὲ τοὺς πετραίους : ἔστω δὲ καὶ τούτων ὁ ζωμὸς ἀπέριττος ἄνισον
πέρδικας καὶ κοσσύφους καὶ κίχλας . Καὶ τῶν ἰχθύων τοὺς πετραίους μάλιστα καὶ τῶν ἄλλων , οἷς ἡ οὐσία λευκὴ
7753932 ἐπιγειους
καὶ αἰθερίους καλοῦμεν , τοὺς δὲ οὐρανίους , τοὺς δὲ ἐπιγείους , τοὺς δὲ θαλασσίους καὶ ποταμίους , τοὺς δὲ
μεταβάλλοντας . . . . , ἄλλους δὲ ἐκ τούτων ἐπιγείους γενέσθαι φασίν , ὑπάρξαντας μὲν θνητούς , διὰ δὲ
7750968 κηπουροι
; Πῶς δ ' οὔ ; Ἐπίστανται δ ' οἱ κηπουροί . Ναί . Τίνων δὲ τὰ περὶ ὄψου σκευασίας
πρὸς δὲ τούτοις ἔτι γεωργοί , φυτουργοί , ἀμπελουργοί , κηπουροί κηπεῖς , ἀλσοκόμοι , ἐλαιοκόμοι , θριασταί , συκωροί
7748358 ἀκοντιζοντας
ἐθεᾶτο ἁμιλλωμένους ἐπὶ τὰ θηρία καὶ φιλονικοῦντας καὶ διώκοντας καὶ ἀκοντίζοντας . καὶ Κύρῳ ἥδετο οὐ δυναμένῳ σιγᾶν ὑπὸ τῆς
Τυδέα καὶ παρασπιστὰς πυκνοὺς Αἰτωλίσιν λόγχαισιν εἰς ἄκρον στόμα πύργων ἀκοντίζοντας , ὥστ ' ἐπάλξεων λιπεῖν ἐρίπνας φύλακας : ἀλλά
7746174 τεθνηκοτας
οὐδ ' οἱ χρόνῳ μολόντες : εἰπὼν τοὺς ἐπὶ ξένης τεθνηκότας καὶ ἐπιλογισάμενος καὶ ἀποθεὶς τὴν περὶ τούτων ὑπόθεσιν μεταβαίνει
ἐκ τῶν δεξιῶν πρὸς σωτηρίαν , καὶ διὰ τοῦτο τοὺς τεθνηκότας ἀνήγειρεν . [ εὗρον δέ τινας λεγομένους ἀναστῆναι ὑπ
7739940 τοιχωρυχους
οἶκος ἐστὶ τοῦ Κρόνου , δηλοῖ πάλιν Λωποδυτοῦντας εἴτε καὶ τοιχωρύχους : Εἰ δ ' οἶκος Ἑρμοῦ , ψευδεπιπλάστους λόγους
δεῖ καὶ ὅτε δεῖ : οὐ γὰρ προσδιοριστέον , τοὺς τοιχωρύχους πῶς δεῖ κλέπτειν καὶ πότε καὶ τίνα καὶ παρὰ
7739484 ἰχθυοπωλας
ἀπόκρισιν ὧν ἂν ἐπερωτᾷ τις , ἤ πρὸς τοὺς καταράτους ἰχθυοπώλας ἐν ἀγορᾷ : οὓς ἂν ἐπερωτήσῃ τις , ἢ
. νὴ τὴν Ἀθηνᾶν , ἀλλ ' ἐγὼ τεθαύμακα τοὺς ἰχθυοπώλας , πῶς ποτ ' οὐχὶ πλούσιοι ἅπαντές εἰσι λαμβάνοντες
7735881 ἀγνωτας
, καὶ αὐτόθι κατέλαβον πάνυ πολλούς , τοὺς μὲν καὶ ἀγνῶτας ἐμοί , τοὺς δὲ πλείστους γνωρίμους . καί με
ἢ μισεῖν πάθους . ὁμοίως γὰρ τῇ ἕξει χρῆται πρὸς ἀγνῶτας καὶ γνωρίμους καὶ συνήθεις καὶ ἀσυνήθεις , πλὴν τὸ
7727937 φιλοξενως
, ὃς διὰ τὸ πρὸς τοὺς Βέβρυκας καὶ Ἄμυκον ἔχθος φιλοξένως τοὺς Ἀργοναύτας ὑπεδέξατο . φασὶ δὲ αὐτὸν υἱὸν εἶναι
τῆς Ὀλυμπίας . φιλόξενον ἔργον : ὑπεδέξατο γὰρ αὐτοὺς καὶ φιλοξένως ἐξένισεν . ἵν ' ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου : Αἰνησιδάμου παῖδες
7722135 θεραπευοντας
, οἷον ὅτι δεῖ τεκνοποιεῖσθαι : δεῖ γὰρ ἀντικαταλιπεῖν τοὺς θεραπεύοντας τὸν θεόν : ἢ ὅτι δεῖ τὸν δεξιὸν ὑποδεῖσθαι
τοὺς δυναμένους καταμανθάνειν καὶ δικαιοσύνην διδάσκει : τοὺς γὰρ ἄριστα θεραπεύοντας αὐτὴν πλεῖστα ἀγαθὰ ἀντιποιεῖ . ἐὰν δ ' ἄρα
7716488 γεννητας
ἀνδρῶν συνεστάναι . τούτους δὴ τοὺς εἰς τὰ γένη τεταγμένους γεννήτας καλοῦσιν . Ἐλευσινίας . τῆς Δήμητρος , διὰ τῶν
ἐν τῆι δ Ἀτθίδος φησὶ πρότερον ὁμογάλακτας ὀνομάζεσθαι οὓς νῦν γεννήτας καλοῦσιν . . . . προπύλαια ταῦτα : .
7713849 οἰκοσιτους
τὸ μή συνάγειν γυναῖκας μηδὲ δειπνίζειν ὄχλον , ἀλλ ' οἰκοσίτους τοὺς γάμους πεποιηκέναι . Ἂν ἔτι πιεῖν μοι δῷ
ὦ Λάχης , ἀστεῖον ἐπιτήδευμα κρίνω τῷ βίῳ . Οὐκ οἰκοσίτους τοὺς ἀκροατὰς λαμβάνεις . Φιλόμουσον εἶν ' αὐτὸν πάνυ
7712415 τελουμενους
ἕνεκα τῶν πρὸς αὐτὰς φίλτρων ἀλογοῦντας μὲν τῶν πατρίων , τελουμένους δὲ τὰς μυθικὰς τελετάς , ἕνα τὸν ἔξαρχον καὶ
καὶ καρποὺς τοὺς αὐτοὺς σιτουμένους , καὶ μυστήρια τὰ αὐτὰ τελουμένους : οὓς περιβάλλει τεῖχος ἓν καὶ πόλις μία ,
7708189 καδους
καθάπερ τοὺς στρωματεῖς εὐτελῆ , ἐφ ' ἧς κατακεῖσθαι , κάδους δὲ χαλκοῦς καὶ ποτήρια ὀλίγα : γεγονέναι γὰρ ὀλιγοδίαιτον
, ὡς Ἀνάφην , ἐν ᾗ ἐκ τῶν φρεάτων τοὺς κάδους ἐξαίρουσι . καὶ παρὰ Μενάνδρῳ ἀναγινώσκομεν , ποτήριον ,
7704517 Διοσκουρους
Παμφάης γὰρ συγγενὴς τοῦ Θειαίου , φησίν , ἐξένικε τοὺς Διοσκούρους . ἀξιωθείην κεν ἐὼν Θρασύκλου : ἐγώ , φησί
Θεσσαλόν φησιν εἶναι . . : Γρύλλος : καθάρας τοὺς Διοσκούρους , ὡς Φιλοστέφανος . . . β , :
7696368 ἡμαρτηκοτας
μὴν χρήματα τῇδε ἀδικώτεροι : οὐ γὰρ μόνον τοὺς πολλὰ ἡμαρτηκότας , ἀλλ ' ἤδη τοὺς οὐδὲν ἠδικηκότας συλλαμβάνοντες ἀναγκάζουσι
, καὶ τοὺς ἡμαρτηκότας ἦσαν οἱ θηρεύοντες . οὐκοῦν τοὺς ἡμαρτηκότας , ἀλλ ' οὐ τὰς ἁμαρτούσας . οὔτε γὰρ
7693911 παρατυγχανοντας
δὲ Ποσειδῶν ἔπεμψε τῆι χώραι κῆτος , ὃ τούς τε παρατυγχάνοντας ἀνθρώπους καὶ τοὺς γιγνομένους καρποὺς διέφθειρεν . μαντευομένωι δὲ
ὅτε καὶ ξίφος λαβόντες ἢ ξύλον ἢ λίθον φονεύουσι τοὺς παρατυγχάνοντας : καὶ γίνεται ἐπὶ ξανθῇ χολῇ ἐν τῇ κεφαλῇ
7689064 στρουθους
τοῦ Διὸς ἑωρακότες τὸν δράκοντα τὸν σὺν τῇ μητρὶ τοὺς στρουθοὺς φαγόντα ὅρκους ἀλλήλοις δόντες πλεύσουσιν ἐπὶ τὴν Τροίαν .
] τὸ δένδρον ὡς ὑποδεξόμενος τοὺς στρουθούς . Σχολαστικὸς ἰδὼν στρουθοὺς ἐπὶ δένδρου , λάθρα ὑπεισελθών , ὑφαπλώσας τὸν κόλπον
7682663 ἐρουντας
ἀπολαύοντες τῶν ἰδίων εἰρηνικῶς : καὶ πέμπει δὴ τοὺς ταῦτα ἐροῦντας , οἳ καὶ παραγενόμενοι ἀπήγγειλαν τὰ παρὰ τοῦ βασιλέως
„ ; ὡς δέον καὶ σιωπᾶν τοὺς μηδὲν ἄξιον ἀκοῆς ἐροῦντας καὶ λέγειν τοὺς ἔρωτι σοφίας θείῳ πεπιστευκότας καὶ μὴ
7678925 κυβευοντας
καὶ μὴ εἰκαῖον μηδ ' ἐπισεσυρμένον ; ἂν μιμῆται τοὺς κυβεύοντας . αἱ ψῆφοι ἀδιάφοροι , οἱ κύβοι ἀδιάφοροι :
ἐργάζεσθαί τε ἔφη καὶ ἐργάτας ἀγαθοὺς εἶναι , τοὺς δὲ κυβεύοντας ἤ τι ἄλλο πονηρὸν καὶ ἐπιζήμιον ποιοῦντας ἀργοὺς ἀπεκάλει
7673435 γειναμενους
: ὑπὲρ ὅτου * * τροφὴν μαστεύουσι , καὶ τοὺς γειναμένους σφᾶς μὴ τρέφουσιν . Ὑπονύξαντες ἰὸν ἀφιᾶσιν ἰχθύων κωβιὸς
ἀπὸ γονῆς . ταῦτα δ ' οὐκ ἐκώλυσεν ἐκτιθέναι τοὺς γειναμένους ἐπιδείξαντας πρότερον πέντε ἀνδράσι τοῖς ἔγγιστα οἰκοῦσιν , ἐὰν
7672210 ἀπατωντας
ἡμεῖς μὲν οὐχ ὅσον ἀπατᾶσθαι ῥᾴδιοι , ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀπατῶντας παντὸς μᾶλλον ἐξελέγχειν δεινοί : σὺ δὲ οἷς λέγεις
τὰς περιόδους λέγουσιν . μετεωροφένακας : τοὺς διὰ τῶν μετεώρων ἀπατῶντας : φενακίζειν γὰρ τὸ ἀπατᾶν . περὶ δὲ τῶν
7671074 φρατορας
' ἀρχῆς ἔχοντες κοινὰ ἱερά . οἱ δὲ ὁμογάλακτας , φράτορας , συγγενεῖς τοὺς γεννήτας . ΦΑΙΔΩΝ . Εἴ με
πελαγοδρομούντων διὰ τὰς τῶν ἀστέρων σημειώσεις . Οὐδ ' ἑπτέτης φράτορας ἔφυσας : ἐπὶ τῶν ἀνοήτων ἢ ἀνάρθρων . Οὐκ
7667741 ἐκλεκτους
καὶ ὄρυξον , καὶ πῆξον λίθους , ὡς κατακλείειν , ἐκλεκτοὺς ζʹ , καὶ γλύφε ἐφ ' ἕνα ἕκαστον λίθον
ἐκκρίνειν , τὸ ἀφορίζειν καὶ ἐπιλέγεσθαι ʃ . ἐκκρίτους καὶ ἐκλεκτοὺς ἐποιήσαντο ταχὺ ξυνεστῶτες παραγίγνωνται : ταχὺ παραγίγνωνται διὰ τὸ
7659898 ὀρεινους
ἀγκυλομήτεω . . . . , . ἀγμούς : τοὺς ὀρεινοὺς καὶ κρημνώδεις τόπους . . . . , .
Ἀρμενίας πλησίον Γουρανίων καὶ Μήδων , θηριώδεις ἀνθρώπους καὶ ἀπειθεῖς ὀρεινοὺς περισκυθιστάς τε καὶ ἀποκεφαλιστάς : τοῦτο γὰρ δηλοῦσιν οἱ
7658828 δεξιους
μάλιστα ἔγωγέ φημι δεῖν ἐπαινεῖν , ὁπόσοι μὴ λόγους μόνον δεξιοὺς παρέσχοντο ὑπὲρ τῶν πραγμάτων ἑκάστων , ἀλλὰ καὶ ἔργοις
, ἀριστεροὺς δὲ τὰς θηλείας . Φερεκύδης δὲ τοὺς μὲν δεξιοὺς κʹ λέγει , τοὺς δὲ εὐωνύμους λβʹ . γόητες
7654897 χαριεντας
καὶ κακοῦργος καὶ ἀπατηλὴ καὶ ἀνελεύθερος , ἡ δὲ οἵα χαρίεντας παρέχεσθαι καὶ δεξιούς ; καὶ δὴ καὶ φαίη τις
σχολὴ οὖν μοι διελθεῖν πάντα . μηδὲ γὰρ λανθάνοι τοὺς χαρίεντας τῶν ἀνθρώπων θεῖα οὕτω καὶ μεγάλα ὄντα . βέλτιον
7654439 ἐπανασταντας
, ὡς φάναι κατὰ τὸν Σιμωνίδην . ὥστε μηδὲ τοὺς ἐπαναστάντας αὐτῷ συκοφάντας τούτους ἀρνεῖσθαι , τὸ μὴ οὐ πάντῃ
ἀπήγαγε . , . . εὐλόφως ὁ δὲ πρὸς τοὺς ἐπαναστάντας εὐλόφως ἀγωνισάμενος ἐπέδειξεν ἀληθῆ ὄντα τὸν λόγον , ὃν
7652227 ὀρεωκομους
. Ἐνδὺς τὸ γυναικεῖον τοδὶ χιτώνιον . Ἑστῶτας ὥσπερ τοὺς ὀρεωκόμους ἅθρους . Πόθεν δ ' ἐγώ σοι συγγενὴς ὦ
κάραβος . ἐνδὺς τὸ γυναικεῖον τοδὶ χιτώνιον ἑστῶτας ὥσπερ τοὺς ὀρεωκόμους ἅθρους πόθεν δ ' ἐγώ σοι συγγενής , ὦ
7647996 Μοτυη
καλεῖ , καὶ Ἡρωδιανὸς καὶ Ὦρος . . . : Μοτύη , πόλις Σικελίας , ἀπὸ Μοτύης γυναικὸς , μηνυσάσης
τὴν πορείαν ποιούμενος . οὐ μακρὰν γὰρ τοῦ λόφου τούτου Μοτύη πόλις ἦν ἄποικος Καρχηδονίων , ᾗ μάλιστα ἐχρῶντο κατὰ
7647907 ὁμιλητας
Προαιρεσίῳ δὲ ὁ Πόντος ὅλος καὶ τὰ ἐκείνῃ πρόσοικα τοὺς ὁμιλητὰς ἀνέπεμπεν , ὥσπερ οἰκεῖον ἀγαθὸν τὸν ἄνδρα θαυμάζοντες :
ἐκείνῃ Ἑλληνικὸν ἐξελαύνων ὁ Ἡρώδης ἐς Πέργαμον ἔπεμψε τοὺς ἑαυτοῦ ὁμιλητὰς πάντας καὶ τὸν Ἀριστοκλέα ἦρεν , ὥσπερ τις Ἀθηνᾶς
7643297 κακηγορους
βλασφήμους . ὁ δὲ νοῦς : ἀκέρδεια εἴληχε πυκνῶς τοὺς κακηγόρους : ὅ ἐστιν , οἱ κακήγοροι τῶν ἀνθρώπων πυκνῶς
. ἔλαχεν , ἐκληρώσατο . . Κακηγόρος ] ἀντὶ τοῦ κακηγόρους ἐκβολῇ τοῦ υ Δωρικῶς ὡς τὸ ἐπιτηδές . .
7628561 ἀξιωματικους
πολλαχῇ καὶ ἀντιτύποις ταῖς συμβολαῖς : ῥυθμοὺς δὲ ἐπιτηδεύει τοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ μεγαλοπρεπεῖς , καὶ οὔτε πάρισα βούλεται τὰ κῶλα
τοῖς κώλοις ταῦτά τε ὁμοίως ἐπιτηδεύει καὶ τοὺς ῥυθμοὺς τοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ μεγαλοπρεπεῖς , καὶ οὔτε πάρισα βούλεται τὰ κῶλα
7627859 Σπαρτους
ἄνδρας τούτουςοὐ γάρ τι ἠδυνάμην ἐς αὐτοὺς παρευρεῖνἕπομαι τῷ μύθῳ Σπαρτοὺς διὰ τὸν τρόπον ὅντινα ἐγένοντο ὀνομασθῆναι . Κάδμου δὲ
τοὺς ὀδόντας φησίν : ὁ δὲ Ἀνδροτίων [ . ] Σπαρτοὺς αὐτούς φησι διὰ τὸ ἀκολουθήσαντας αὐτοὺς ἐκ Φοινίκης Κάδμῳ
7618613 σιτοποιους
μαλακῶς καθῆσθαι ἐπιμέλονται . καὶ τοὺς θυρωροὺς δὲ καὶ τοὺς σιτοποιοὺς καὶ τοὺς ὀψοποιοὺς καὶ οἰνοχόους καὶ παρατιθέντας καὶ ἀναιροῦντας
ὁλκάσι , πυροὺς καὶ πεφρυγμένας κριθάς , ἄγειν , καὶ σιτοποιοὺς ἐκ τῶν μυλώνων πρὸς μέρος ἠναγκασμένους ἐμμίσθους , ἵνα
7613434 ἐξαρχους
δὲ ἧσσον καὶ εἰς πένθη παραλαμβάνει τὴν μουσικήν , θρήνων ἐξάρχους τοὺς ἀοιδοὺς ποιῶν , ὡς τῇ λειότητι τῶν μελῶν
ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις ἀρχαγγέλοις , καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον , ἕως
7613278 λυσσοδηκτους
ὁμοία παραληφθήσεται τοῖς ἄλλοις ἕλκεσιν . ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς λυσσοδήκτους : Ὄξους # α , πίσσης λιπαρᾶς # α
σκόροδα καταπλαττόμενα καὶ ὀπτὰ ἐσθιόμενα καὶ πινόμενα . [ Πρὸς λυσσοδήκτους . ] Λυσσοδήκτων τοῖς τραύμασι κράμβης φύλλα λεῖα μετὰ
7612433 παραγινομενους
ὧν συνοικίσαντα τὸν Αἰακὸν τοὺς ἐκ Πελοποννήσου μεθ ' ἑαυτοῦ παραγινομένους ἐξημερῶσαί τε καὶ νόμους δοῦναι καὶ σύνταξιν πολιτικὴν ,
Βαβυλών . ὥσπερ δὲ ἐν Ὀλυμπίοις τοὺς ἀθλητὰς ἔστι θεάσασθαι παραγινομένους ἐπὶ τὸ στάδιον μετὰ παραπομπῆς , οὕτω δὴ κἀκείνους
7607497 τεκτονας
ἐν τῇ στρατιωτικῇ ἡλικίᾳ σὺν τοῖς ὀργάνοις χαλκέας τε καὶ τέκτονας καὶ σκυτοτόμους , ὅπως ἄν τι δέῃ καὶ τοιούτων
τάχος ὑπὸ τῶν προγεγενημένων ὠφεληθῆναι δυνηθείς . Ἔπεμψα δὲ καὶ τέκτονας ἐγχωρίους καὶ τοὺς ἄλλως ἐργάσασθαι καὶ ποιῆσαι δυναμένους .
7606237 πορευθεντας
. ὁ δ ' αὐτοῖς ἀνεῖλεν παρὰ Κροῖσον τὸν Λυδὸν πορευθέντας ὠνεῖσθαι παρ ' ἐκείνου . καὶ οἱ πορευθέντες παρὰ
καὶ μετὰ τὴν ἐκ τῆς ὑφάλου πέτρας ἀναπεμπομένην φλόγα ἐκεῖθεν πορευθέντας ἡμερῶν ὀλίγων ὁδὸν ἐς τὰ οἰκεῖα ἀφικέσθαι καὶ γνῶναι
7602035 ἁδρους
εἰ καίεται , καὶ ἵνα χώρα ᾖ ὑποτιθέναι ἑτέρους χόνδρους ἁδροὺς ἀεὶ πρὸ τοῦ τὸν πρῶτον χόνδρον παντελῶς σβεσθῆναι ἕτερον
ἑταίρας . ἣ δὲ ἦν ὑπερήφανος καὶ δεινῶς φορτικὴ καὶ ἁδροὺς ᾔτει μισθούς , καὶ λαβοῦσα πρὸς ὀλίγον ἂν ὡμίλησε
7595404 ἑστιωμενους
τούτου παισὶ καὶ θεοῖς πᾶσι καὶ Μούσαις , ἀπέλυσε τοὺς ἑστιωμένους . αʹ . Τί ἐστιν ἡ φύσις βʹ .
ὄψου , ἔφη , ὡς ἔοικας , ποιεῖς τοὺς ἄνδρας ἑστιωμένους . ἀληθῆ , ἦν δ ' ἐγώ , λέγεις

Back