ὑπομένει ὀκνοῦντα : ἔστι δ ' ἔτι καὶ λαγὼς καὶ δορκάδας ἐν ταῖς εὐναῖς καταλαμβάνειν . οὕτως δὴ τὸ ἀπ | ||
καὶ πιάσας αὐτὴν ἐποίησα βρῶμα τῷ πατρί μου . Τὰς δορκάδας ἐκράτουν διὰ τοῦ δρόμου , καὶ πᾶν ὃ ἦν |
ἰόντες γεράνους τε καὶ χῆνας ἀλεκτορίδας τε καὶ νήττας καὶ τρυγόνας τε καὶ ἀτταγᾶς προσέτι , πέρδικάς τε καὶ σπινδάλους | ||
φάσσαι : ἀσθενεστέρας δὲ ἕνεκα τροφῆς δοτέον περιστερὰς βοσκάδας καὶ τρυγόνας , φευκτὰ δὲ πάντα τὰ ἐν τοῖς ὕδασι διαιτώμενα |
ληφθεὶς ἀπεσφάγη . τοσοῦτον αὐτὸν ὤνησεν ἡ Δημήτηρ . τὰς νήττας καὶ τὰς πέρδικας οὐ πρότερον θηρεύομεν , πρὶν ἂν | ||
ἄγρας ἐμέλησεν αὐτοῖς , καὶ ἔλαβον βρόχοις χῆνας ἀγρίους καὶ νήττας καὶ ὠτίδας , ὥστε ἡ τέρψις αὐτοῖς καὶ τραπέζης |
. ὅτι τὸν ψιττακὸν φίλον ἔχει , ὡς δορκὰς τοὺς πέρδικας , ὡς ἔλαφοι τοὺς ἀτταγᾶς , ὡς ἵπποι τὰς | ||
: χρηστὸς εἶ καὶ κόσμιος . Τοὺς ἑψητοὺς καὶ τοὺς πέρδικας ἐκείνους . Ἀλλ ' ἴθι προσαύλησον σὺ νῷν πτισμόν |
πλάστρα , μαλάκιον , βότρυς , χλίδωνα , περόνας , ἀμφιδέας , ὅρμους , πέδας , σφραγῖδας , ἁλύσεις , | ||
περιβραχιόνια , περὶ δὲ τοὺς καρποὺς περικάρπια καὶ ἐχίνους καὶ ἀμφιδέας καὶ ὄφεις καὶ ψέλια καὶ χλιδῶνας καὶ βουβάλια , |
Ἐκ δὲ τῶν ὀρνίθων ἐσθίειν ὄρνιθας καὶ ὀρνιθόπουλα ἄρρενα , περιστερόπουλα λευκά , νήσσας καὶ χῆνας τρυφεράς , καὶ ψαχνὰ | ||
καὶ ὀξυστὰ ἐσθιέτω . ἐκ δὲ τῶν ὀρνέων ὄρνιθας καὶ περιστερόπουλα , λευκὰ δὲ καὶ βρακάτα , ταῦτα γάρ εἰσι |
ὀνηλάται . ἐρήμους ἔλεγε τοὺς μετὰ κολάκων ὄντας ὥσπερ τοὺς μόσχους ἐπειδὰν μετὰ λύκων ὦσιν : οὔτε γὰρ ἐκείνοις τοὺς | ||
γὰρ ἕξουσι γάλα οὕτω τραφεῖσαι . Διετεῖς δὲ γενομένους τοὺς μόσχους εὐνουχιστέον : μετὰ γὰρ ταῦτα οὐ χρήσιμον τὸ εὐνουχίζεσθαι |
' ἀντὶ τοῦ ἀγρίας : “ ἢ μετ ' ἀγροτέρας ἐλάφους : κέλεται δέ ἑ γαστήρ . ” ἀγλαόκαρποι καλλίκαρποι | ||
, ἐν τοῖς τρα - χέσι καὶ δυσβάτοις τόποις τοὺς ἐλάφους προστρίβοντας τὰ κέρατα πρὸς τὰς θάμνους , ἀποβάλλειν αὐτά |
προεγκελευόμενοι μετὰ βοῆς . πρόκας ρ . . , : πρόκας : οἱ μὲν ἐλάφους , οἱ δὲ ἕτερόν τι | ||
. πινύσκει : σωφρονίζει , κολακεύει ὁ Ἡρακλῆς . ἔα πρόκας : διὰ τὴν ἀδηφαγίαν τὰ μείζω τῶν ζῴων αὐτὴν |
δὲ λοιπὰ πάντα κρέη τῶν πετεινῶν καὶ τῶν ἄλλων ἐσθίειν ψαχνά τε καὶ χλία , δίεφθα , καὶ καρυκευτά , | ||
λοιπὰ πάντα κρέη ἐν πετεινοῖς τε καὶ πεζοῖς ἐσθίειν , ψαχνά τε καὶ χλία , δίεφθα καὶ καρυκευτά , καὶ |
ὕδωρ κρᾶσιν τοῦ οἴνου συνῶφθαι χρησίμην οὔσαν . τὰς δὲ παρδάλεις ὑποζευγνύουσι τῷ Διονύσῳ καὶ παρακολουθούσας εἰσάγουσιν ἤτοι διὰ τὸ | ||
τὰ δὲ ταῖς ἴδαις τε καὶ ὕλαις χαίροντα ὡς αἱ παρδάλεις , ὅθεν καὶ Ὅμηρος εἴρηκεν ἠύτε πάρδαλις εἶσι βαθείης |
φωνῆς μεγέθους καὶ τοῦ τῶν ἀπειλῶν πλήθους , καὶ τὰς ἁλύσεις ταύτας μόνοι δεξάσθων φονεῖς καὶ τοιχωρύχοι καὶ οὓς δεῖ | ||
περόνας , ἀμφιδέας , ὅρμους , πέδας , σφραγῖδας , ἁλύσεις , δακτυλίους , καταπλάσματα , πομφόλυγας , ἀποδέσμους , |
ἀγαπῶντα καὶ ἀγαπώμενον . οὐδὲ γὰρ τοὺς ἔχεις οὐδὲ τοὺς σκορπίους ἡ φύσις ἔξω πεποίηκε παντελῶς τοῦ ἐρᾶν καὶ τοῦ | ||
. ὁ δὲ Ἀριστοτέλης καὶ ἐκ τῶν σισυμβρίων φησὶν σαπέντων σκορπίους γίνεσθαι . Οὐχ ἧττον δὲ τούτων θαυμάσια τὰ φθαρτὰ |
πέρδικας δόρκοισι φίλοις ἀπατήλια θέντες , ἔμπαλι δ ' αὖ δόρκους ἑτάροις ἴσα περδίκεσσιν . Αἰγῶν δ ' αὖτε πέλει | ||
τῷ Ἰουνίῳ κρέη τράγεια εὐνοῦχα τρυφερά , λαγοὺς δὲ καὶ δόρκους καὶ ἐλάφους καὶ τρυγόνας καὶ φάσσας ἐσθίειν μετρίως , |
Ἐκ δὲ τῶν κρεῶν πρόβεια , ὀρνίθια , περιστερόπουλα , χῆνας , ὄρτυγας , ὀρτυγομήτρας , καὶ λακτέντα ἐσθίειν : | ||
, δούλοισι χλανισκιδίων μικρῶν : κἀκ Βοιωτῶν γε φέροντας ἰδεῖν χῆνας , νήττας , φάττας , τροχίλους : καὶ Κωπᾴδων |
ἐπὶ δὲ πάντων τούτων ἀναβεβήκει παιδία χιτώνας ἔχοντα ἡνιοχικοὺς καὶ πετάσους . παραναβεβήκει δὲ καὶ παιδισκάρια διεσκευασμένα πελταρίοις καὶ χρυσολόγχαις | ||
δὲ πάντων τούτων ἀναβεβήκει παιδάρια , χιτῶνας ἔχοντα ἡνιοχικοὺς καὶ πετάσους . Παραναβεβήκει δὲ παιδισκάρια , διεσκευασμένα πελταρίοις καὶ θυρσολόγχοις |
καὶ τὰς ῥάγας ἁδρὰς καὶ λευκάς , καὶ διαυγεῖς καὶ στρογγύλους , τοὺς κρεμαστῆρας τῶν βοτρύων σφόδρα ἔχουσα ἐπιμήκεις : | ||
ἡδυλίζειν ἡ λαμπήνη οἱ δ ' ἁρπάσαντες τοὺς κάδους τοὺς στρογγύλους ὕδρευον ἀνδρειότατα κηπουροὶ πάλιν . ἤντλουν λέγειν δεῖ καὶ |
στεγνοὶ καὶ ἀνώμαλοι ἐν ἀνέσει καὶ ἐπιτάσει . καὶ σφυγμοὶ ἐνδεδυκότες , πυκνοὶ καὶ ἄτακτοι : τούτοις οὖν ἁρμόσει πάντως | ||
τὰς κρίσεις ἐποιοῦντο , ἁλουργὰ μὲν ἀμπεχόμενοι περιβόλαια καὶ χιτῶνας ἐνδεδυκότες περιπορφύρους . ὑπεδέδεντο δὲ καὶ πολυσχιδῆ σανδάλια τοῦ θέρους |
βαρβάρων εἷλε καὶ τὰ σκευοφόρα καὶ τοὺς ἐλέφαντας καὶ τὰς καμήλους . Ἀλέξανδρος δὲ ἀναπαύσας τοὺς ἀμφ ' αὑτὸν ἱππέας | ||
Κροίσου ἀχρεῖον τὸ ἱππικὸν ἀπέφηνε Κῦρος προτάξας τῶν ἰδίων ὁπλιτῶν καμήλους πολλάς : ἵππος δὲ καμήλου φεύγει καὶ τὴν ὄψιν |
δέ εἰσιν ἀποδέοντες πλούτῳ , καὶ χῆνας καὶ ὄρνιθας τὰς μελεαγρίδας : οἰσὶ δὲ ἐς τὴν θυσίαν οὐ νομίζουσιν οὐδὲ | ||
ἥπατα ἔχειν Θεόπομπος λέγει . τὰς δ ' ἐν Λέρῳ μελεαγρίδας ὑπὸ μηδενὸς ἀδικεῖσθαι τῶν γαμψωνύχων ὀρνέων λέγει Ἴστρος . |
. ἄτρεστον : ἄφοβον : γράφεται ἄστρεπτον . Ὑπερφιάλους : εὐμεγεθεῖς . ἔσβεσεν : γράφεται ἔσπασεν . Δινεύοντα : περιπατοῦντα | ||
. ἄτρεστον : ἄφοβον : γράφεται ἄστρεπτον . Ὑπερφιάλους : εὐμεγεθεῖς . ἔσβεσεν : γράφεται ἔσπασεν . Δινεύοντα : περιπατοῦντα |
πεποικίλθαι δεινῶς , εἶναι δὲ καὶ ἅψασθαι ταύτας ἁπαλωτάτας . σαύρους δὲ Ἀριστοτέλης ἐν τῇ τῶν Ἀράβων γῇ τίκτεσθαί φησι | ||
. Ἐν Αἰθιοπίᾳ τοὺς καλουμένους Σιβρίτας σκορπίους ἀκούω σιτεῖσθαι καὶ σαύρους καὶ ἀσπίδας καὶ σφονδύλας καὶ τίφας καὶ πᾶν ἑρπετόν |
μὴν χαλεπώτατον φλογώδη ᾄδουσι . παρείληφα δὲ ἄρα φήμῃ καὶ πτερωτοὺς καὶ δικέντρους τινάς : καί που ἑπτὰ ἔχων σφονδύλους | ||
εἴπομεν , οὐκ ἐφ ' ἡμῖν τὰ ἀδύνατα , οἷον πτερωτοὺς ἀνθρώπους , φαντάζεσθαι δ ' ἐφ ' ἡμῖν . |
τῶν ἄγαν πολυτελῶν προσφέρουσιν , ἀλλ ' ἢ βοῦς ἢ οἶς , οἳ δὲ σῖτον , καὶ οἶνον ἄλλοι . | ||
τριγενές . Ἔτι καὶ τὰ εἰς ΟΙΣ περισπᾶται : φθοῖς οἶς . Τὰ εἰς ΕΥΣ μονοσύλλαβα ὀξύνεται : Ζεύς Φλεύς |
ἀφρονέστατα . οὔτε γὰρ βόες ῥᾳδίως ὑπομένουσι βουκόλων ἀμέλειαν οὔτε αἰπόλια καὶ ποῖμναι τοὺς φθείροντας νομέας . τὰ μὲν γὰρ | ||
, „ τόσσα συῶν συβόσια , „ τοσαῦτα δὲ καὶ αἰπόλια , ” ἵππους δὲ ξανθὰς ἑκατὸν καὶ πεντήκοντα , |
. οὐ γὰρ προσεκτέα τοῖς λέγουσιν , ὡς ξήναντες οἱ σκύμνοι τὰς τῶν λεαινῶν μήτρας ἐκδίδονται τοῦ σπλάγχνου . δοκεῖ | ||
πῶλοί τε καὶ μόσχοι καὶ σκύλακες , ἀλλὰ καὶ θηρίων σκύμνοι τῶν ἀγριωτάτων . ἡ μὲν γὰρ ἀνθρώπου φύσις νηπία |
ἄλλος μικρὸς ᾖ : τοὺς γὰρ μεγάλους τούτους ἅπαντας νενόμικα ἀνθρωποφάγους ἰχθῦς . τί φής , ὦ φίλτατε , ἀνθρωποφάγους | ||
ἄλλος μικρὸς ᾖ : τοὺς γὰρ μεγάλους τούτους ἅπαντας νενόμικα ἀνθρωποφάγους ἰχθῦς . τί φής , ὦ φίλτατε ; ἀνθρωποφάγους |
ὑπωροφίοισι χελιδών ἄψορρον ταχινὰ πέτεται βίον ἄλλον ἀγείρειν : ὠκυτέρα μαλακᾶς ἀπὸ δίφρακος ἔπτετο τήνα ἰθὺ δι ' ἀμφιθύρω καὶ | ||
ἢ ζητήσεως ἄξιον ἐκ τοῦ μῶ τὸ ζητῶφέρει δηλονότι . μαλακᾶς : παρόσον αἱ γυναῖκες μαλακῶς κάθηνται , καθὼς ἐν |
, ὁ Μυρτίλος ἔφη : ἀλλὰ μὴν καὶ ὄρνιθας καὶ ὀρνίθια νῦν μόνως ἡ συνήθεια καλεῖ τὰς θηλείας , ὧν | ||
ἀλεκτρυόνες ἅπασαι καὶ τὰ χοιρίδια τέθνηκε καὶ τὰ μίκρ ' ὀρνίθια . Ὁ δέ τις ψυκτῆρ ' , ὁ δέ |
μαινομέναι δόξαι . κρυπτεύουσι δὲ ποικίλως δαρὸν χρόνου πόδα καὶ θηρῶσιν τὸν ἄσεπτον : οὐ γὰρ κρεῖσσόν ποτε τῶν νόμων | ||
καὶ μεγαλόφρονας ποιεῖ , οἱ τοιοῦτοι δὲ πολλῶν γυναικῶν λέχη θηρῶσιν ἤτοι μοιχοὶ γίνονται . ὁ Ἄρης τριγωνίζων Ἑρμῆν ἐμπράκτους |
θεάν . ὅτι βάρακες παρὰ Φιλυλλίῳ σημαίνουσι τὰς ἐν τοῖς κοπίσι μάζας καὶ οὐ τολύπας , ὡς Λυκόφρων νοεῖ , | ||
ὀχετόν , οἳ δὲ ὡπλίζοντο ἐπὶ τὸν πολέμιον , καὶ κοπίσι καὶ ξυροῖς τεθηγμένοις αὐτοῦ διέκοπτον τὰς πλεκτάνας , ὡς |
καὶ λιμναίων φέρει μὲν ὁ Νεῖλος κητώδεις σίμους τε καὶ φάγρους , οἳ διὰ τὸ καταπιμελέστατον ζεσθέντες ἐσθίονται διὰ νάπυος | ||
ἰχθύων λαβράκια , κεφάλους , συάκια , χρυσόφρυα , καὶ φάγρους , ζωμῷ ὀλίγῳ καρυκευτῷ λαπίνας δέ , χάννους , |
, καθάπερ καὶ ὀσταφίδας . Ἐπίχαρμος δὲ γαμψωνύχους φησὶ τοὺς ἀστακούς . Διοκλῆς ὁ Καρύστιός φησι : καρῖδες , καρκίνοι | ||
Θεσμοφοριαζούσαις Ἀριστοφάνης φησίν , ἔνθα καὶ πλατείας καρίδας λέγει τοὺς ἀστακούς , ὧν ἀστακῶν καὶ Ἀρχέστρατος μέμνηται : ἀλλὰ παρεὶς |
παρὰ τοῖς κωμῳδοῖς καὶ ἐγκλαστρίδια καὶ στροβίλια καὶ βοτρύδια καὶ πλάστρα καὶ καρυάτιδες καὶ ἱπποκάμπια καὶ κενταυρίδες καὶ ἔντροφον καὶ | ||
λέγεις ταυτί ; τί δαί ; διόπας , διάλιθον , πλάστρα , μαλάκιον , βότρυς , χλίδωνα , περόνας , |
δ ' αὐτῶν οὐ λέγεις ταυτί ; τί δαί ; διόπας , διάλιθον , πλάστρα , μαλάκιον , βότρυς , | ||
κτένιον εἶναι νομίζουσιν . περὶ δὲ τοῖς ὠσὶν ἕρματα , διόπας , ἐλλόβια , ἐνώτια , ἕλικας , ἑλικτῆρας , |
τῶν ἱστοριῶν περὶ τὴν Δαλματίαν φησὶ γίγνεσθαι γογγυλίδας ἀκηπεύτους καὶ ἀγρίους σταφυλίνους . Δίφιλος δ ' ὁ Σίφνιος ἰατρὸς ἡ | ||
: ἢ ἐπὶ τῶν συγκαταθεμένων μηδὲ ἐπαινούντων ⋮ Πέπυσμαι ὄνους ἀγρίους οὐκ ἐλάττονας ἵππων τὰ με - γέθη ἐν Ἰνδοῖς |
τῶν ποδῶν ἐπὶ τῶν ἵππων ἔχουσιν , ἀλλ ' οὐ χλαμύδας . ἀφιεὶς δὲ τῶν αἰχμαλώτων ὁ Σεύθης εἰς τὰ | ||
ἢ ὡς ἡ νέα κωμῳδία εὐπάρυφος . τὰς δὲ Θετταλικὰς χλαμύδας Θετταλικὰ πτερὰ ὠνόμαζον , καὶ ἐντεθετταλίσμεθα ἔλεγον τὸ χλαμυδοφοροῦμεν |
αὐτῶν οὐ λέγεις ταυτί ; τί δαί ; διόπας , διάλιθον , πλάστρα , μαλάκιον , βότρυς , χλίδωνα , | ||
' ἑαυτὸν κεραυνοὺς χρυσοῦς δεκαπήχεις δύο , καὶ στέφανον δρυὸς διάλιθον : ἀσπίδες χρυσαῖ εἴκοσι , πανοπλίαι χρυσαῖ ἑξήκοντα τέσσαρες |
ἄγουσα : μοχθηρὰ μὲν γὰρ ἡγεῖσθαι κελεύει τὰ ἐπὶ θαλάττῃ συβόσια διὰ τὸ σκόροδον τὸ θαλάττιον , οὗ μεστοὶ μὲν | ||
ὁ συνεστραμμένος ἀναφορεύς , ἐξ οὗ ἤρτηται ἡ πήρα . συβόσια τὰ συφόρβια : “ τόσσα συῶν συβόσια . ” |
: κόψαιο * κορύνην : ἀντὶ τοῦ κλάδον , ῥάβδον κόκκυγας : καὶ γὰρ οὕτως φησὶ τοὺς ὀλύνθους διὰ τὸ | ||
σκόρπιος . Διοκλῆς ξηροτέρας εἶναι τὰς σάρκας φησὶ σκορπίους , κόκκυγας , ψήττας , σαργούς , τραχούρους , τὰς δὲ |
εἴδη κεστρέων εἶναι κέφαλον καὶ σφηνέα καὶ δακτυλέα . καὶ κεφάλους μὲν λέγεσθαι διὰ τὸ βαρυτέραν τὴν κεφαλὴν ἔχειν , | ||
λαγωοὺς καὶ συάγρους ἀπέχειν δεῖ . ἐκ δὲ τῶν ἰχθύων κεφάλους καὶ κίχλας καὶ πάντα τὰ ἀλέπιδα ἐσθίειν : ὅσα |
δὲ καὶ φαλακρούς , ὀξυγενείους , ἐρυθρόχροας , προγάστορας , ὠκύποδας , κολυμβητάς , φιλοπροβάτους , εὐπορίστους , δαπανηρούς , | ||
δὲ καὶ φαλακρούς , ὀξυγενείους , ἐρυθρόχροας , προγάστορας , ὠκύποδας , κολυμβητάς , φιλοπροβάτους , εὐπορίστους , δαπάνους , |
α : προγέγραπται . ποιεῖ πρὸς θύμους , μυρμηκίας , ἀκροχορδόνας , πτερύγια , δακτύλων τύλους , νομὰς καὶ ἐπουλίδας | ||
ὅλῳ τῷ σώματι ἢ τὰς ἐν μέρει γενομένας ἢ καὶ ἀκροχορδόνας , τῆς ἀμπέλου κλῆμα ἢ ξύλα καῦσον καὶ τοῦ |
δραστικώτερα . ἀλθαίας τῆς ῥίζης ἀφέψημα , ἡδύοσμος πρὸς τὰς προσφάτους , κενταυρίου τοῦ μεγάλου ⋖ β διδόμεναι τοῖς μὲν | ||
ἔτι λῆρον ἡγῇ τυγχάνειν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας , οἰόμενος προσφάτους καὶ νεωτερικὰς εἶναι τὰς παρ ' ἡμῖν γραφάς , |
οἱ γινόμενοι περὶ τὴν Βαβυλωνίαν , οὕτω δὲ τοῖς τριχώμασι στίλβοντες ὥστε ἀπὸ τῶν αὐχένων ξανθότητα ἀπολάμπειν χρυσῷ παραπλησίαν . | ||
γὰρ ὤθουν , φαιδίμους βραχίονας ἥβῃ σφριγῶντες ἐμπορεύονται , νέῳ στίλβοντες ἄνθει καρτερὰς ἐπωμίδας : ἄδην δ ' ἐλαίου στέρνα |
οὐδεπώποτε : καθαρώτερον γὰρ τὸν κέραμον εἰργαζόμην ἢ Θηρικλῆς τὰς κύλικας , ἡνίκ ' ἦν νέος . ἐν δὲ Κυβευταῖς | ||
οὐδεπώποτε : καθαρώτερον γὰρ τὸν κέραμον εἰργαζόμην ἢ Θηρικλῆς τὰς κύλικας , ἡνίκ ' ἦν νέος . πρὸς φθεῖρα κείρασθαι |
καὶ φυτεύειν ἐν Ταύρῳ καὶ Παρθένῳ , κήπους δὲ καὶ ἀμπελῶνας ἐν Καρκίνῳ καὶ Ἰχθύσι καὶ Ὑδροχόῳ , καὶ μάλιστα | ||
ὄντος τοῦ ἡλίου . οἱ δὲ κύαμον σπείρουσιν εἰς τοὺς ἀμπελῶνας , καὶ οὐ βλαβήσεσθαι τὰς ἀμπέλους ὑπὸ πάχνης πιστεύουσιν |
πάσης ἀπειροκαλίας ἀπηλλαγμένα : καὶ σπονδὰς εἶδον ἐγκεκραμένας οὐκ ἐν ἀργυροῖς καὶ χρυσοῖς ἄγγεσιν , ἀλλ ' ἐν ὀστρακίναις κυλίσκαις | ||
αὐτὸν ἠνάγκαζε προςαγορεύειν , οὐκ ἀνεχόμενος ἀνδριάσι πλὴν χρυσοῖς καὶ ἀργυροῖς τιμᾶσθαι , καὶ τούτοις ἐν Καπιτωλίῳ . Ἐπλήρωσε δὲ |
γεωργία , ἀγροικία , ἀγροί , ἐσχατιαί , ἄλση , δρυμοί , δρυμῶνες , ὗλαι , ἕλη , ἶδαι , | ||
, μεμερτινοὶ ὀνομάσθησαν : οἱ ἴσα ἐργαζόμενοι Ἄρηϊ : ἄπαι δρυμοί : φάραγγες κοιλάδες : παρὰ τὸ πίω ῥῆμα : |
. βαθυκόλπων ] τῶν πλουσίων . Ξ βαθυκόλπων ] τῶν βαθεῖς τοὺς κόλπους ἐξ ἱματίων ἐχόντων . θ στηθέων ] | ||
ἀρξαμένους : οἷον ἐν τῇ ἐπόμβρῳ μήτε μεγάλους ὀρύττοντας μήτε βαθεῖς ὅπως μὴ πολὺ συνιστάμενον ἐκσήπῃ τὸ ὕδωρ : διὰ |
ὅτι πρὸ τῶν Δημητριακῶν καρπῶν τὰς βαλάνους ἤσθιον : ἢ πηγούς τινας παρὰ τὸ εὐπαγεῖς εἶναι . εἰσὶ δὲ δρυὸς | ||
, ὃ καλοῦσι λυγκούριον . Μαιναλίης : ὄρος Ἀρκαδίας . πηγούς : λευκούς . καὶ Ὅμηρος πηγεσιμάλλῳ . Κυνοσουρίδας : |
. ὑπῆρχον δὲ καὶ ἄνδρες ἐπὶ καμήλων ὀχούμενοι , μαχαίρας τετραπήχεις ἔχοντες , τὸν ἀριθμὸν ἴσοι τοῖς ἅρμασι . ναῦς | ||
ἐξ εὐνῆς τηροῦς ' ἐπὶ τοῖσι δρυφάκτοις ἄνδρες μεγάλοι καὶ τετραπήχεις : κἄπειτ ' εὐθὺς προσιόντι ἐμβάλλει μοι τὴν χεῖρ |
ἄρκυες , ἐνόδια , ἐμβόλια , στάλικες , στήριγγες , κάμακες , δίκρα , κάλοι , ἱμάντες , κυνοῦχοι , | ||
τὰς μέντοι λαμπάδας καὶ κάμακας εἴρηκεν ἐν Ξαντρίαις Αἰσχύλος : κάμακες πεύκης οἱ πυρίφλεκτοι . τὸ δὲ ὀβελισκολύχνιον , στρατιωτικὸν |
καὶ πεπονημένους , ὁ Καρκίνος δὲ ἐνύδρους καὶ χερσαίους καὶ ὑψηλούς , Λέων δὲ προσάντεις καὶ τραχεῖς καὶ ἐρήμους , | ||
σωφρονέστερον γὰρ αὐτῷ χρήσῃ . μὴ τέμνε τῶν ἀσταχύων τοὺς ὑψηλούς τε καὶ ὑπεραίροντας , ἄδικος γὰρ ὁ τοῦ Ἀριστοτέλους |
περὶ θυμὸν ἀπείριτον ἵκετο θάμβος . μέλψαι δὲ μνήσειας ἀειθαλέας πλοκαμῖδας , οἵαις κυδιόωσαν ἀπ ' ὀλβίστων σε λοετρῶν φαιδρὴν | ||
χειμῶνος ἐν γυναικείοις ὑποδήμασι διετέλουν περιπατοῦντες κόμας τε ἔτρεφον καὶ πλοκαμῖδας ἔχειν ἤσκουν , διειλημμένοι τὰς κεφαλὰς διαδήμασι μηλίνοις καὶ |
, καὶ φάγρους , ζωμῷ ὀλίγῳ καρυκευτῷ λαπίνας δέ , χάννους , κόκκυγας , σαυρούς , καὶ μελανούρους , καὶ | ||
μνία σιγαλόεντα ἢ σκάρον ἢ κῶθον τροφίην καὶ ἀναιδέα λίην χάννους τ ' ἐγχέλυάς τε καὶ ἐννυχίην πίτυνον ἢ μύας |
καὶ τὸ συρμαΐζειν Αἰγύπτιοι λέγονται μαθεῖν . πέρδικες δὲ καὶ πελαργοὶ τρωθέντες καὶ φάτται τὴν ὀρίγανον , ὡς λόγος , | ||
: ἐπὶ τῶν τὰς χάριτας ἀνταποδιδόντων . Λέγονται γὰρ οἱ πελαργοὶ γεγηρακότας τοὺς γονεῖς τρέφειν . Ἀνδρὸς γέροντος ἀσταφὶς τὸ |
ἐστιν εὐθὺς ἀπὸ τῶν χωρῶν ἔχοντα τὰς ἐπωνυμίας , οἷον Λιβυκοὶ Ποντικοὶ Θρᾷκες Ἀσσύριοι Αἰγύπτιοι Σικελοί . διαφορὰς δὲ καὶ | ||
μεθ ' οὓς οἱ πυρροί . οἱ δὲ λευκοὶ καὶ Λιβυκοὶ σκιλλώδεις : χείρονες δὲ πάντων οἱ Αἰγύπτιοι . αἱ |
τάχος ὁμοῦ καὶ τὴν προθυμίαν θαυμάσει τις , τάς τε σχοίνους καὶ τὰ δίκτυα σὺν τοῖς ἰχθύσιν ἐφελκομένων . Αἱ | ||
ἐπειρῶντο τούτου , οἱ μὲν κλίμακας ἐπιτιθέντες , οἱ δὲ σχοίνους ἐξαρτῶντες , οἱ δὲ πασσάλους ἐγκαταπηγνύντες τῷ τείχει , |
δὲ κτένας ἡ Μιτυλήνη : πλείστους δ ' Ἀμβρακία παρέχει κόγχας : ἐν Ἐφέσῳ λήψῃ τὰς λείας οὔ τι πονηράς | ||
τὰς διαφορὰς εἶναι κρατίστας . Ἡγήσανδρος δὲ τὰς τραχείας φησὶ κόγχας ὑπὸ Μακεδόνων μὲν κωρύκους καλεῖσθαι , ὑπὸ δ ' |
σηπίδια πιλοῦν τε πολλὰς πλεκτάνας ἐπιστρεφῶς πίνειν τε πολλὰς κύλικας εὐζωρεστέρας . ΚΟΨΙΧΟΙ . Νικόστρατος ἢ Φιλέταιρος : τί οὖν | ||
πιλοῦν τε πολλὰς πλεκτάνας ἐπιστρεφῶς , πίνειν τε πολλὰς κύλικας εὐζωρεστέρας . ἐπεὶ δὲ σηκῶν περιβολὰς ἠμείψαμεν , ὕδωρ τε |
προσηκόντως μᾶλλον ἢ αἱ φάλαγγες : οἶσθα γὰρ ὡς ἐκεῖναι θηρῶσι τὰ πρὸς τὸν βίον : ἀράχνια γὰρ δήπου λεπτὰ | ||
καὶ ἐπιθεμένης κατὰ τὸ καρτερόν . τὰ σμικρὰ δὲ ἰχθύδια θηρῶσι πάνυ σοφῶς . παρὰ τὴν ὄχθην τὴν τοῦ ποταμοῦ |
ψήττας , ἐρυθίνους , κεστρέας , πέρκας , ὄνους , θύννους , μελανούρους , σηπίας , αὐλωπίας , τρίγλας , | ||
ἀπὸ μεταφορᾶς δὲ τοῦτο εἶπε τῶν ἁλιέων τῶν ἀγρευόντων τοὺς θύννους . ΓΘ θυννοσκοπῶν ] ἐπιτηρεῖς ὡς οἱ θυννοσκόποι τοὺς |
' , ἔχω περιβαρίδας . Μένανδρος μέντοι ἐν Μισογύνῃ καὶ ἐπιχρύσους σανδαλοθήκας λέγει . ἡ δὲ βλαύτη σανδαλίου τι εἶδος | ||
, καυσίαν , λόγχην , ἀορτῆρ ' , ἱμάτια . ἐπιχρύσους σανδαλοθήκας ἥκει λιπὼν Αἰγαῖον ἁλμυρὸν βάθος Θεόφιλος ἡμῖν , |
Ἄρης δὲ θρασείας καὶ ἀνυποτάκτους , Ἀφροδίτη δὲ ἱλαρὰς καὶ εὐμόρφους καὶ ἐπιχαρίτους , Ἑρμῆς δὲ συνετὰς καὶ ὀξείας , | ||
ἀντίαι ἵζοντο τοῖσι Πέρσῃσι . Ἐνθαῦτα οἱ Πέρσαι ἰδόμενοι γυναῖκας εὐμόρφους ἔλεγον πρὸς Ἀμύντην φάμενοι τὸ ποιηθὲν τοῦτο οὐδὲν εἶναι |
, καθὼς ἀνωτέρω εἴρηται , καθάπερ οἱ λύκων καὶ ἀγρίων συῶν τὰ σημεῖα ἔχοντές εἰσιν ἄνδρες ὠμότεροι ἀγριώτεροί τε καὶ | ||
ὁ γραμματικὸς ἐν τῷ περὶ ἡλικιῶν φησι : τῶν δὲ συῶν τὰ μὲν ἤδη συμπεπηγότα δέλφακες , τὰ δ ' |
ἐπ ' ἄνδρας τοιούτους παρασκευάζεαι στρατεύεσθαι , οἳ σκυτίνας μὲν ἀναξυρίδας , σκυτίνην δὲ τὴν ἄλλην ἐσθῆτα φορέουσι , σιτέονταί | ||
τῶν γυναίων ἐπίνοιαν τιάραν πρώτην φορέσαι , πρῶτον δὲ καὶ ἀναξυρίδας , καὶ τὴν τῶν εὐνούχων ὑπουργίαν εὑρεῖν , καὶ |
οἰκίας . Ἀχαιός : ἦ τοσούσδ ' Αἴτνη τρέφει κοχλίας κεράστας . προβάλλεται δὲ κἀν τοῖς συμποσίοις γρίφου τάξιν ἔχον | ||
κάμπας , τὸν δ ' ἱέρακα πρὸς τοὺς σκορπίους καὶ κεράστας καὶ τὰ μικρὰ τῶν δακέτων θηρίων τὰ μάλιστα τοὺς |
βοστρυχιζομένους καὶ κεκρυφάλοις τὰς πλοκαμίδας ἀναδοῦντας ἐνδύεσθαί τε ποικίλους καὶ ποδήρεις χιτωνίσκους , καὶ χλανιδίοις ἀμπέχεσθαι λεπτοῖς καὶ μαλακοῖς , | ||
ἐν Ἠδωνοῖς . ” ὅστις χιτῶνας βασσάρας τε Λυδίας ἔχει ποδήρεις ” . φερόμενοι λόγοι βίαιοι . καὶ δῆλον ὅτι |
θρυαλλίδ ' , ἢν δέῃ . μαινίδες . . . σκόμβροι , κοχλίαι , κορακῖνοι ἅλα δᾷδας ἐπιθυμήματα ἡμίπλεκτοι μετάκερας | ||
ὅτι σοι πεπρωμένον ἐστίν . ὅτι ἐν Ἐλευσῖνι ψῆτται καὶ σκόμβροι πολλοί . βατίς . βάτραχος . βάτος βατίδος καὶ |
οὔτε γὰρ ὀρνίθων σφε δαμάσσατο δήϊος ἰξός , οὔτε διηερίην δόνακες πατέοντες ἀταρπόν . ἀλλ ' ἵπποι σκύλακές τε θοοὶ | ||
μὲν πρός τινων καλούμενοι , πρός τινων δὲ αὐλοὶ καὶ δόνακες καὶ ὄνυχες , πολύχυλοι καὶ κακόχυλοι , κολλώδεις . |
ὁ δι ' ὑπερβολὴν φρονήσεως καλῆς λογικὰ θεωρήματα μετερχόμενος . ἴκες τὰ ἐσθίοντα τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀμπέλων ζῳύφια , ἶπες | ||
. ἴκες καὶ ἶπες καὶ θρίπες καὶ κίες διαφέρει . ἴκες μὲν γάρ εἰσι τὰ ἐσθίοντα τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀμπέλων |
' ἰδέσθαι : ἐν γάρ οἱ δήεις ὁρόων ὑάλωπιν ἴασπιν σάρδιά θ ' αἱματόεντα καὶ αἰγλήεντα μάραγδον . Ἐν δ | ||
καὶ τὰ ἐνθάδε λιθίδια εἶναι ταῦτα τὰ ἀγαπώμενα μόρια , σάρδιά τε καὶ ἰάσπιδας καὶ σμαράγδους καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα |
πορεία . κατευπαθημένα : καταναλωμένα καὶ διαπεφορημένα εἰς εὐπάθειαν . κούριδες μάχαιραι : αἷς κείρουσι τὰ πρόβατα . κελεύστωρ : | ||
πορεία . κατευπαθημένα : καταναλωμένα καὶ διαπεφορημένα εἰς εὐπάθειαν . κούριδες μάχαιραι : αἷς κείρουσι τὰ πρόβατα . κελεύστωρ : |
' εἶδος οἷον ἐκ πικρῶν καὶ στρυφνῶν εἰς γλυκεῖς καὶ λιπαροὺς καὶ εἴ τις ἄλλος ὁμόστοιχος : ὡς δὲ καθ | ||
καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοὺς παρὰ τὰ φύλλα λείους σφόδρα καὶ λιπαροὺς καὶ λευκοὺς τῷ σχήματι δὲ καχρυώδεις : ἀποκοπὲν δὲ |
μαλακόδερμα , βάτοι , λειόβατοι , ῥῖναι , δράκοντες , κόκκυγες , γαλεώνυμοι , σκορπίοι , τράχουροι , τρίγλαι , | ||
ἐν τῷ περὶ ἰχθύων . ΚΟΚΚΥΓΕΣ . Ἐπίχαρμος : κἀγλαοὶ κόκκυγες , οὓς παρσχίζομες πάντας , ὀπτᾶντες δὲ χἀδύναντες αὐτοὺς |
ἢ ψύχειν δύναται , λουτρά τε γλυκέων ὑδάτων προσάγειν καὶ εὐκράτους τροφὰς καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν , ὥσπερ ἔχουσι τὸ εἶδος | ||
χρώματα συγκεκραμένα ταῦτα καὶ τὰ μεγέθη μέτρια καὶ τὰς φύσεις εὐκράτους καὶ τὰς οἰκήσεις συνεχεῖς καὶ ἡμέρους τὰ ἤθη . |
δ ' ἀνέρες ἀλκήεντες Αἴθοπες ἠνορέῃ πίσυνοι πίσυρες τελέουσι . πλεκτὰ σάκη τεύχουσιν ἐϋστρέπτοισι λύγοισι καρτερὰ καὶ πλευρῇσι περίδρομα , | ||
λέγει τὰ ὀξύβαφα , ἐξ ὧν τοὺς κύβους ἠφίεσαν : πλεκτὰ δὲ ⌈ ἦν Γ [ ἦσαν ] ⌈ καὶ |
Γάλλαι μητρὸς ὀρείης φιλόθυρσοι δρομάδες αἷς ἔντεα παταγεῖται καὶ χάλκεα κρόταλα . θυμελικὰν ἴθι μάκαρ φιλοφρόνως εἰς ἔριν . βλαστεῖ | ||
Ἡρακλέους πῶς ἐκ τῆς ὕλης τὰς ὄρνιθας ἐκβάλῃ , χάλκεα κρόταλα δίδωσιν αὐτῷ Ἀθηνᾶ παρὰ Ἡφαίστου λαβοῦσα . ταῦτα κρούων |
τὴν λέγουσαν κακοῦ κόρακος κακὸν ᾠόν . Σωφρονέσταται ὀρνίθων αἱ φάτται ᾄδονται . ὁ γοῦν ἄρρην καὶ ὁ θῆλυς συνδυασθέντες | ||
ἀφθόνως μεταδιδόασι τῶν ἐκγόνων . ἔστι δ ' ἡ ματτύα φάτται , χῆνες , τρύγονες , κίχλαι , κόσσυφοι , |
βάτοι , λειόβατοι , ῥῖναι , δράκοντες , κόκκυγες , γαλεώνυμοι , σκορπίοι , τράχουροι , τρίγλαι , ὀρφοί , | ||
καὶ ὅσα τοιαῦτα οὐκ εὔχυμα . δράκοντες , κόκκυγες , γαλεώνυμοι , σκορπίοι τε καὶ τράχουροι , τρίγλαι , ὀρφοί |
καὶ Δαίμονα πήμονα θνητῶν , Δαίμονας οὐρανίους καὶ ἠερίους καὶ ἐνύδρους καὶ χθονίους καὶ ὑποχθονίους ἠδ ' ἐμπυριφοίτους , καὶ | ||
, Δίδυμοι δὲ . . . , Καρκίνος δ ' ἐνύδρους καὶ χερσαίους καὶ ὑψηλούς , Λέων δὲ προσάντεις καὶ |
ἐπεὶ οὐ μάλα τηλίκα βόσκει , ἀλλ ' ἄρκτους τε σύας τε λύκων τ ' ὀλοφώιον ἔθνος . τῷ καὶ | ||
βόας ἄρσενάς τε καὶ θήλεας καὶ αἶγας καὶ ὄϊας . σύας δὲ μοῦνον ἐναγέας νομίζοντες οὔτε θύουσιν οὔτε σιτέονται . |
καὶ αἰγύπτιον κρόκον καὶ ἅλας αἰγύπτιον τρίψας καὶ ξυμμίξας ποιέειν βαλάνους , καὶ προστιθέσθω . Ἐκβόλιον θυμίημα , δυνάμενον καὶ | ||
. . ΚΑΡΠΟΝ Δ ' ΕΦΕΡΕ ΖΕΙΔΩΡΟΣ ΑΡΟΥΡΑ . Τὰς βαλάνους , καὶ τὰ ὡραῖα πάντα λέγει ἀκρόδρυα , καὶ |
ἐν κρομμύοισι καὶ κοριάννοισιν , ἐν ἅλμῃ γλυκείῃ καὶ λιπαρῇ δίεφθα : κρεῶν δὲ μάλιστα μὲν συὸς , δεύτερον δὲ | ||
τὴν ἰσχὺν ἀμφότερα , ἐς δὲ τὴν διαχώρησιν τὰ μὲν δίεφθα ἐπιτήδεια , τὰ δὲ ὀπτὰ στασιμώτερα : τὰ δὲ |
μύρμηκας ἀπελάσεις ὀρίγανον καὶ θεῖον λειώσας , καὶ περὶ τὰς μυρμηκιὰς περιπάσας . Μύρμηκες παντελῶς ἀπολοῦνται , ἐὰν ὀποῦ Κυρηναϊκοῦ | ||
μύρμηκας ἀπελάσεις ὀρίγανον καὶ θεῖον λειώσας , καὶ περὶ τὰς μυρμηκιὰς περιπάσας . Μύρμηκες παντελῶς ἀπολοῦνται , ἐὰν ὀποῦ Κυρηναϊκοῦ |
μὲν νεηνίαι τῶν γενείων ἀπάρχονται , τοῖς δὲ νέοισι πλοκάμους ἱροὺς ἐκ γενετῆς ἀπιᾶσιν , τοὺς ἐπεὰν ἐν τῷ ἱρῷ | ||
ἀποδεῖξαι . πρῶτοι δὲ καὶ οὐνόματα ἱρὰ ἔγνωσαν καὶ λόγους ἱροὺς ἔλεξαν . μετὰ δὲ οὐ πολλοστῷ χρόνῳ παρ ' |
παλαιὰ καὶ δυσαλθῆ , ἀνάγει ὀστᾶ διεφθορότα καὶ σκόλοπας καὶ ἀκίδας : ἔστι δὲ καὶ διαφορητικὴ καὶ ποιεῖ καὶ πρὸς | ||
τοῦτο θαυμαστότερον , ὅσῳ μᾶλλον εὔλογον πηγὰς ἐκ γῆς ἢ ἀκίδας ἐκπηδᾶν . Σέλευκος δὲ ὁμοῦ τε ταύτην ἀνῃρεῖτο καὶ |
Ἀσσύριοι δὲ στρατευόμενοι περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι εἶχον χάλκεά τε κράνεα καὶ πεπλεγμένα τρόπον τινὰ βάρβαρον οὐκ εὐαπήγητον : ἀσπίδας | ||
ἐγένετο τοῖσι οἱ Ἕλληνες ἐχρήσαντο : καὶ γὰρ ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους ἐπιδέεσθαι Κᾶρές εἰσι οἱ καταδέξαντες καὶ ἐπὶ τὰς |
. . κονιορτὸν ἐκτυφλοῦντα . αὑτὸς δ ' ἀνὴρ πωλεῖ κίχλας , ἀπίους , σχαδόνας , ἐλάας , πυόν , | ||
μετιοῦσι τὴν νύμφην λέγεις παρέχειν , ἄμητας καὶ λαγῷα καὶ κίχλας . τούτοισι χαίρω , τοῖς δὲ κεκαρυκευμένοις ὄψοισι καὶ |
ἀντὶ τοῦ ἀναπνοὴν ἀναπέμψαι σφοδροῦ καπνοῦ , τουτέστι πυρποληθῆναι . γλαυκοὶ δὲ δράκοντες τρεῖς , ἤγουν στιλπνοὶ τοὺς ὀφθαλ - | ||
ἱππόκαμποι τὸ ἅρμα , ἔφυδροι τὰς ὁπλὰς καὶ νευστικοὶ καὶ γλαυκοὶ καὶ νὴ Δία ὅσα δελφῖνες . κἀκεῖ μὲν δυσχεραίνειν |
ὕδωρ γράφειν . Λευκὴ ἡμέρα : ἤγουν ἀγαθή . Λευκὰς κορώνας : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Λευκὸς Ἑρμῆς : ἐπὶ | ||
κορὶ κορώνη λέγουσιν ἀγνοοῦντες . Γάμον δὲ δηλοῦντες , δύο κορώνας πάλιν ζωγραφοῦσι τοῦ λεχθέντος χάριν . Μονογενὲς δὲ δηλοῦντες |
τὰ μικρὰ προσφιλοτιμουμένων . Ὅμοιόν ἐστιν εἴ τις θαλάττῃ ἐκ χαράδρας ὕδωρ ἐπεισάγει , καὶ χαρίζεσθαι δοκεῖ . Βοῦς ἐπὶ | ||
πόρον ἐργάζεται . καὶ πρῶτον μὲν τὰ κοῖλα καὶ τὰς χαράδρας ἐπλήρωσεν ὑπελθὼν ὑποβρύχιος , ὥσπερ οἱ ὕφαλοι κολυμβηταὶ , |
. . [ , . ] Αἰθίοπές τε θεοὺς σφετέρους σιμοὺς μέλανάς τε Θρῆικές τε γλαυκοὺς καὶ πυρρούς φασι πέλεσθαι | ||
Πέλοπα καὶ Γανυμήδην ποιεῖς καὶ γέγονας ἐκείνων δὴ τῶν τοὺς σιμοὺς καὶ γρυποὺς καὶ μέλανας ἐπαινούντων ἐξ αὐτῶν ὧν ἂν |
ἥδιστον ἕψειν ἐν ἐπινικίοις κρέας . κεφαλάς τ ' ἀρνῶν κωλᾶς τ ' ἐρίφων βαλανεὺς δ ' ὠθεῖ ταῖς ἀρυταίναις | ||
ἥδιστον ἕψειν ἐν ἐπινικίοις κρέας . κεφαλάς τ ' ἀρνῶν κωλᾶς τ ' ἐρίφων βαλανεὺς δ ' ὠθεῖ ταῖς ἀρυταίναις |
Διόδωρος : Ἑξῆς δ ' ἐκομίζοντο κλίμακες ωʹ , παντευχίας πολυτελεῖς ἔχουσαι . Καὶ Διόδωρος : Οἱ δὲ Ῥωμαῖοι στεγανὰ | ||
καὶ τὰ σώματα θεραπεῦσαι , λουσαμένοις δὲ περιθεῖναι χλαμύδας Ἑλληνικὰς πολυτελεῖς : αὐτὸς δὲ γνωρίμους ἐς [ τὸ ] συμπόσιον |
καλὰ γνωρίζουσι καὶ ζηλοῦσιν οἱ εὐφυέες πρὸς αὐτά . . κτηνέων μὲν εὐγένεια ἡ τοῦ σκήνεος εὐσθένεια , ἀνθρώπων δὲ | ||
τὰ οὔρεα βιοτεύουσι : φόρον δὲ καὶ οὗτοι ἀπὸ τῶν κτηνέων ἀποφέρουσι : καὶ θηρεύουσιν οὗτοι ἀνὰ τὴν χώρην ὄρνιθάς |
ὤμων ἀντεχομένου . Ὁ οὖν Ἐρύθρας ζητῶν τὰς οὐ φαινομένας φορβάδας , πρῶτος τῶν ἐκεῖσε σχεδίαν ἐπήξατο , μεγέθει μὲν | ||
κατῳκηκότων , ἀλλ ' οἷον ἁθρόους πώλους ἐν ἀγέλῃ νεμομένους φορβάδας τοὺς νέους κέκτησθε : λαβὼν δ ' ὑμῶν οὐδεὶς |
φέρειν βαλάνους , μέσσας δὲ μελίσσας : εἰροπόκοι δ ' ὄιες , φησίν , μαλλοῖς καταβεβρίθασι , καὶ ἄλλα δὴ | ||
Αἰσχύλος : λεοντοχόρταν βούβαλιν νεαίρετον . καὶ ὅτι αἶγες καὶ ὄιες θήλειαι κέρατα πολλάκις ἔχουσαι κεράδες καλοῦνται . . . |
γίνονται γυναιξὶ μόναις συμφέρουσιν . ὅρμοι δὲ καὶ ἁλύσεις καὶ ἐνώτια καὶ λίθοι πολυτελεῖς καὶ πᾶς κόσμος περιδέραιος γυναικεῖος γυναιξὶ | ||
. ἕρματα τρίγληνα μορόεντα . † ) τρίκορα κόσμια , ἐνώτια , τριόφθαλμα . τὸ δὲ μορόεντα ἀντὶ τοῦ μετὰ |
τῶν βρωμάτων ἐσθίειν καὶ πίνειν . Ἐκ δὲ τῶν κρεῶν πρόβεια , ὀρνίθια , περιστερόπουλα , χῆνας , ὄρτυγας , | ||
γλυκέα ἐσθίειν , καὶ σκόροδα , καὶ πρασοζέματα , κρέη πρόβεια χλία καὶ ὀπτά , καὶ ζωμοὺς καρυκευτούς , πέπερι |