τὸ αὐτό . τὸ Ϛʹ Εὐριπίδειον . τὸ ζʹ ἐγκωμιολογικὸν ἐπιλαμβάνον . τὸ ηʹ χοριαμβικὸν δίμετρον ὑπερκατάληκτον . τὸ θʹ
καὶ ὥςπερ ἐνειλούμενον αὐτοῖς ἐστι τὸ ἄλγημα καὶ πλείονα τόπον ἐπιλαμβάνον , ἐνίοτε δὲ καὶ τόπον ἐκ τόπου μεταβάλλον καὶ
6046236 ἀργεμον
ὡς κάλλιστον καὶ οἶνον παλαιὸν γλυκὺν ἑψεῖν ὁμοῦ . Πρὸς ἄργεμον : αἰγείρου δάκρυον , γάλα γυναικεῖον μίξας χρῶ .
πλατύτερον μὲν τοῦ βοθρίου ἧϲϲον δὲ βαθὺ κοίλωμα καλεῖται , ἄργεμον δὲ τὸ ἐπὶ τοῦ τῆϲ ἴρεωϲ κύκλου γινόμενον ἐπιλαμβάνον
5915249 χοριον
' ἣν αἰτίαν μικρὸν ὕστερον ἐροῦμεν . οὗτος δὲ κέκληται χόριον καὶ ἀγγεῖον καὶ δεύτερον καὶ ὕστερον καὶ πρόρρηγμα :
, ἀποταγηνιῶ τυροῦ τροφάλια χλωρὰ Κυθνίου παρατεμὼν βοτρύδιόν τι , χόριον , ἐν ποτηρίῳ γλυκύν : τὸ τοιοῦτον γὰρ ἀεί
5654535 ϲτομιου
ὃ δὴ καὶ δεύτερον καλεῖται . διεϲτῶτοϲ μὲν οὖν τοῦ ϲτομίου τῆϲ μήτραϲ καὶ αὐτοῦ τοῦ χορίου ἀπολελυμένου καὶ παρά
δὲ τοῦ κόλπου διαϲταλέντοϲ : καὶ γὰρ ἐπιρρήξειϲ κύκλῳ τοῦ ϲτομίου θεωροῦνται . ἐφ ' ὧν δεῖ τήν τε χειρουργίαν
5649148 κοιλον
μηχανὴν ἐμφερείας . διὰ τὸ ἄνω εἶναι τοῦ ἄρθρου τὸ κοῖλον , ὡς καὶ τῆς μύλης τὸ ὕπερθεν , καὶ
κατὰ σφυροῦ : εἶτα ἀντίαν λοξὴν κατὰ σφυροῦ ὑπὸ τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς καὶ τῆς πτέρνης καὶ ἐγκύκλιον κατὰ σφυροῦ
5443117 ὀστουν
ἀθεράπευτός ἐστιν . εἰ δὲ χωρὶς τῆς διαστάσεως ἐξογκωθείη τὸ ὀστοῦν , καὶ ὣς ἀνωφελὴς ἡ χειρουργία : ἀνατρήσαντες γὰρ
τρίπουν . πρόσκειται ἀπαθές διὰ τὸ ποιοῦν καὶ χρυσοῦν καὶ ὀστοῦν καὶ χαλκοῦν , ταῦτα γὰρ ἀπὸ κράσεως γέγονε ,
5396265 βαθυτερον
πλευρῶν καὶ τῆς κοιλίας διωθεῖν , ὅταν εἰς ὕπνον τύχῃ βαθύτερον ἐμπεσών . μέχρι μὲν οὖν τινος ὑπὸ τῆς πεπωρωμένης
ἔφη , ὦ Σώκρατες , ἱκανῶς οἶσθα , ὅτι οὔτε βαθύτερον πενθημιποδίου ὀρύττουσιν οὔτε βραχύτερον τριημιποδίου . Ἀνάγκη γάρ ,
5366335 ἀπολειπον
Κλῖμαξ καλούμενον , ἐπίκειται δὲ τῷ Παμφυλίῳ πελάγει , στενὴν ἀπολεῖπον πάροδον ἐπὶ τῷ αἰγιαλῷ ταῖς μὲν νηνεμίαις γυμνουμένην ὥστε
φίλε , ἦν δ ' ἐγώ , μέτρον τῶν τοιούτων ἀπολεῖπον καὶ ὁτιοῦν τοῦ ὄντος οὐ πάνυ μετρίως γίγνεται :
5338576 συμφυες
, ἡμικυκλίου ὄντος τοῦ ΞΟΠ , περὶ μέσον τὸ Ο συμφυὲς τῷ κανόνι μοιρογνωμόνιον ἔστω , ὥστε τὸ ἄκρον αὐτοῦ
ἄλλου , παρὰ τίνος ψυχὴ καὶ τὸ ἐπακτὸν καὶ τὸ συμφυὲς τῇ οὐσίᾳ αὐτῆς κάλλος ἔχει ; Ἐπεὶ καί ,
5306161 στερεον
ἐκείνη , τριὰς δὲ στερεοῦ σώματος , ὅτιπερ τριχῆ τὸ στερεὸν διαιρετόν . . § . : ἡ μὲν οὖν
τοῦ εἰκοσαέδρου , οὕτως τὸ στερεὸν τοῦ δωδεκαέδρου πρὸς τὸ στερεὸν τοῦ εἰκοσαέδρου . Ἐπεὶ γὰρ ἴσοι κύκλοι περιλαμβάνουσι τό
5303932 ὁμαλον
τοῦ ἄγχι , ὃ σημαίνει τὸ ἐγγύς , καὶ τὸ ὁμαλόν γέγονεν ἀγχώμαλον . . . . ἀγυιά : τὰ
ἐπὶ τοῦ τόπου . Θουκυδίδης : καὶ προελθόντες ἐς τὸ ὁμαλόν καὶ πάλιν : ἐν τῷ ὁμαλῷ τὴν μάχην ποιεῖσθαι
5222558 παχυτερον
. Ἐπεὶ τοίνυν παντὸς ὑγροῦ ἐξ ἑτεροειδῶν συστάντος οὐσιῶν τὸ παχύτερον χωρεῖν πρὸς τὸν πυθμένα πέφυκε , ἀνάγκη ἄρα τὸ
κατ ' ἀγκῶνα ὀχλώδεα : τοῦτο μὲν γὰρ , τὸ παχύτερον ὀστέον ἔστιν ὅτε ἐκινήθη ἀπὸ τοῦ ἑτέρου , καὶ
5210133 περιεχον
καὶ ὁ τοῦ σώματος κλύδων , ἀλλὰ καὶ πᾶν τὸ περιέχον : ἥσυχος μὲν γῆ , ἥσυχος δὲ θάλασσα καὶ
λιγνὺς φλογώδης συνίσταται , οἵα πολλάκις πυρώδης ἔκλαμψις κατὰ τὸ περιέχον ἐμφαίνεται . ἐλάττονος δὲ καὶ ἧττον λεπτῆς ὑπαρχούσης ὑπόπυρός
5209036 εὐφυωϲ
εἶτα μηνιγγοφύλακα προυποβάλλοντα διὰ τὸ μὴ τρωθῆναι τὸν ὑπεζωκότα ἐκκόπτειν εὐφυῶϲ καὶ ἀναβάλλειν τῶν ὀϲταρίων τὰ νύττοντα : μετὰ δὲ
ἀνατείνομεν ἕλκοντεϲ ἠρέμα τὸ λίνον ἄνω καὶ δόντεϲ ὑπηρέτῃ κατέχειν εὐφυῶϲ τὴν ἀρχὴν τοῦ λίνου , ἀμφοτέραιϲ ταῖϲ χερϲὶ κατέχοντεϲ
5169443 λεπτοτατον
καὶ στρογγύλων ξυγκόψας ἐν τῷ ὅλμῳ , καὶ σήσας ὡς λεπτότατον νίτρου ἐρυθροῦ Αἰγυπτίου τεταρτημόριον μνᾶς , ὀπτήσας , τρίψας
καὶ ἐξίσταται καὶ γίγνεται ἠὴρ καὶ ὀμίχλη : τὸ δὲ λεπτότατον καὶ κουφότατον αὐτέου λείπεται , καὶ γλυκαίνεται ὑπὸ τοῦ
5156007 ὑγιεϲ
τῶν ἄκρων τὸ μέϲον ἐναρμοϲθείη ξύλον . κἄπειτα ἐπὶ τὸ ὑγιὲϲ πλευρὸν κειμένου τοῦ ἀνθρώπου τὸ μὲν ὑγιὲϲ ϲκέλοϲ μεταξὺ
. ἀπελύθη κοτὲ καὶ εὔμηκεϲ ἄκριτον κατὰ πλεῦνα , ὅκωϲ ὑγιὲϲ τὸ ἔντερον , καὶ δέοϲ παρέϲχεν ἀμφὶ ἔντερον τοῖϲι
5147362 πλατυ
κάτω γένηται , ὡϲ πρὸϲ τῷ μήλῳ , τὸ δὲ πλατὺ ἄνω πρὸϲ τὰϲ βλεφαρίδαϲ . εἶτα ἐκκοπτέον τὸ λαμβδοειδὲϲ
εἶναι ⋮ Λέγεται καὶ τοῦτο περὶ αὐτοῦ , ὅτι κάρφος πλατὺ καὶ στερεὸν ἐνδακὼν ἑαυτὸν ἐπιστρέφει , καὶ ἀντιπρόσωπος ὁμόσε
5142859 αὐλισκος
τι καὶ εὔτολμον ἐμπνεῖν δοκοῦσιν . γίγγλαρος δὲ μικρός τις αὐλίσκος Αἰγύπτιος , μοναυλίᾳ πρόσφορος . καὶ σκυτάλια μέντοι μικρῶν
κέρατι μὲν αὐλεῖν Τυρρηνοὶ νομίζουσιν . γίγγρας δὲ μικρός τις αὐλίσκος γοώδη καὶ θρηνητικὴν φωνὴν ἀφιείς , Φοῖνιξ μὲν ὢν
5130047 ὑπερκειμενον
. ἐν δὲ τούτοις ἐστὶ καὶ τὸ Μάσιον , τὸ ὑπερκείμενον τῆς Νισίβιος ὄρος καὶ τῶν Τιγρανοκέρτων . ἔπειτα ἐξαίρεται
ἐπ ' αὐτοῦ τοῦ κρημνοῦ τοῖχον , προβιβάσας παραδόξως τὸ ὑπερκείμενον τοῦ κρημνοῦ . χρυσοῦν τε κριὸν τῇ Ἀφροδίτῃ τῇ
5114545 μηκοϲ
οἵδε τὰ πολλὰ θνῄϲκουϲι : οἷϲι δ ' ἂν ἐϲ μῆκοϲ ἡ νοῦϲοϲ ἀφίκηται , ἐν διπλαϲίοιϲι ὄλλυνται . ὁκόϲοι
τὴν πίεϲιν ὁ κάμνων , δεῖ τὸν παρακείμενον τοῖχον ἐπὶ μῆκοϲ ὑπογλύψαι ϲωληνοειδῶϲ ἀντικρὺ τοῦ κυφώματοϲ , ὡϲ εἶναι τῆϲ
5113342 στομιον
ὃς ἀδελφός ἐστι διανοίας : πηγὴ γὰρ λόγων διάνοια καὶ στόμιον αὐτῆς λόγος , ὅτι τὰ ἐνθυμήματα πάντα διὰ τούτου
ὑπὸ * * τῶν πτερυγωμάτων . τούτων δὲ ἀφέστηκε τὸ στόμιον ταῖς μὲν μᾶλλον , ταῖς δὲ ἧττον παρὰ τὰς
5104237 ὑδατωδες
ἔκλυτα καὶ ὑδατώδη . καὶ δὴ καὶ κρατεῖ τὸ μὲν ὑδατῶδες ἐν τούτοις , ὡς εἶναι τὴν κρᾶσιν αὐτῶν ὑγροτέραν
αὐτὰ ψυχρὰ καὶ ὑγρὰ τὴν κρᾶσιν τυγχάνοντα , λεπτὸν καὶ ὑδατῶδες αἷμα ἀπογεννῶσι καλῶς πεφθέντα . πεφύκασι δὲ καὶ ταῦτα
5098750 πυκνον
μαντικήν : ἐμφαίνεσθαι γὰρ ἐν αὐτῷ διὰ τὸ λεῖον καὶ πυκνὸν καὶ λαμπρὸν τὴν ἐκ τοῦ νοῦ φερομένην δύναμιν :
, ἤγουν δυσπετέως φέρειν τὴν νοῦσον , πνεῦμα μέγα καὶ πυκνὸν εἶναι , τὴν ὀδύνην μὴ παύεσθαι , τὸ πτύελον
5083470 ὑπαλλαττειν
ταὐτὸν λέγειν δόξει . Καὶ πῶς ἂν εἴη ταὐτὸν τῷ ὑπαλλάττειν τὸ ἐναλλάττειν , εἴπερ τὸ μὲν ἑτέρου πρὸς ἕτερον
βιβλίῳ τὸ ἐπίγραμμα , μηνύει δὲ ὅσα τε συνώνυμα ὡς ὑπαλλάττειν δύνασθαι , καὶ οἷς ἂν ἕκαστα δηλωθείη : πεφιλοτίμηται
5075857 πυκνου
τὸ ὂν ἀγένητον ἀπολείπει : λέγει δὲ τὴν γῆν τοῦ πυκνοῦ καταρρυέντος [ ἀέρος ] γεγονέναι . . . καὶ
ἄστρα καὶ τὸν ἥλιον ἐκ πυρός φησι καὶ τοῦ πρώτου πυκνοῦ συγκεῖσθαι , τὴν δὲ σελήνην ἐκ τοῦ δευτέρου πυκνοῦ
5069545 πληρουντα
κριῷ καὶ τοῖς ὁμοτρόποις τούτῳ , ἐρύματα , σάκκους ἀχύρων πληροῦντα προκρεμαννύειν καὶ ἀγγεῖα ἐρίων καὶ ἀσκοὺς βοείους νεοδάρτους πεφυσημένους
τὴν ἐξαίφνηϲ γένεϲιν ἐνδείκνυται χυμὸν ψυχρὸν ἢ παχὺν ἢ γλίϲχρον πληροῦντα τὰϲ κυριωτέραϲ τῶν κατὰ τὸν ἐγκέφαλον κοιλιῶν , οὐ
5069018 ἐπικαυμα
τῶν περὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς διαφοραί εἰσιν ἄργεμον , νεφέλιον , ἐπίκαυμα , βόθριον , φλυκτὶς , λεύκωμα , ἄνθραξ ,
, κατὰ δὲ τὸ ἔνδον λευκόν . τὸ δ ' ἐπίκαυμα ἕλκος ῥυπαρόν ἐστι καὶ ἀκάθαρτον καὶ ἐσχαρῶδες , οὗπερ
5056537 δακτυλου
ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἀναιδῶς ἔδειξε τὴν αἰδῶ αὐτοῦ . τοῦ δακτύλου ] τῆς πόσθης . καὶ γεγηρακότος δηλονότι πάλιν ὁ
αὐτοὶ τῷ μέτρῳ : καὶ τὸ ηʹ γὰρ κῶλον ἀντὶ δακτύλου καὶ ἀναπαίστου προκελευσματικὸν ἔχει καὶ ἀνάπαιστον . ἐπὶ τῷ
5031252 λειον
θαυμαϲτὸν φάρμακον καὶ πίτυοϲ ἢ πεύκηϲ φλοιὸϲ ἢ ἀδίαντον ξηρὸν λεῖον ἢ μυρϲίνηϲ φύλλα κατακεκαυμένα : λεῖα ἐμπάϲϲεται : ποιεῖ
, τὸ μὲν φακοειδὲς ἐπὶ τῷ πέρατι προὖχον ἀμβλὺ καὶ λεῖον [ φακὸν ] ἔχοντα , τὸ δ ' ὀξὺ
5027154 λεπτοτερον
, εἰ δὲ πλέον , πλείοϲι . καὶ εἰ μὲν λεπτότερον τὸ περιεχόμενον ὑπολάβοιμεν αἷμα , ἐπιπολῆϲ ἐγχαράξομεν , εἰ
ὡς ἐν ἄλλοις φησίν , ἀέρος μὲν πυκνότερον ὕδατος δὲ λεπτότερον . καὶ ὁ μὲν Ἀλέξανδρος Ἀναξίμανδρον οἴεται τὸν ἄλλην
5023313 προσηρτηται
τῇ κοτύλῃ τοῦ ἰσχίου πέφυκεν : ὑποπλάγιον δὲ καὶ τοῦτο προσήρτηται , ἧσσον δὲ βραχίονος . Τὸ δ ' ἰσχίον
μεγάλη λεγομένη φλέψ , κατὰ δὲ τὴν μέσην αὐτῆς κοιλίαν προσήρτηται ἡ καλουμένη ἀορτὴ φλέψ . φέρουσι δὲ καὶ εἰς
5020199 ῥιζωθεν
τῶν ὅλων ὑφίσταται γένεσιν , ἀφ ' ἧς τὸ πᾶν ῥιζωθὲν εἰς ὃ νῦν βλέπομεν ἥκει κατάστημα . Παλαιοὶ γὰρ
τε καὶ λίθους σπείροντας , οὗ μήποτε φύσιν τὴν αὑτοῦ ῥιζωθὲν λήψεται γόνιμον , ἀπεχομένους δὲ ἀρούρας θηλείας πάσης ἐν
5015396 ἁπτομενον
ἐρῶ σε : παθητικῆς δὲ παράδειγμα : ἐν μανίᾳ τις ἁπτόμενον αὑτοῦ τὸν υἱὸν ἀπέκτεινε , καὶ κρίνεται φόνου ἀνενεγκών
, ὅσῳ ἐκεῖνα μὲν ἁψάμενα , τοῦτο δὲ οὐδ ' ἁπτόμενον , ἐάν τις αὐτὸ θεᾶται , ἐνίησί τι καὶ
5012615 εὐρυτερον
τὸν λίθον , ὡς ἀποκοπὴν αἰφνίδιον φέρειν τοῦ λίθου εἰς εὐρύτερον μετενεχθέντος χωρίων . διὸ καὶ τὴν ἀρχὴν ἄνωθεν ἀπὸ
ψαλὶς στενότερον ἔχει τὸ τρῆμα , ἡ δ ' ἄνω εὐρύτερον , τοῦ κοχλιάξονος ἐντὸς κατὰ τὰ πώματα ὑπὸ τῶν
5010951 ἐκρει
διὰ τοῦ Ἡρακλεωτικοῦ στόματος εἰς τὸν καλούμενον Βουβαστιακὸν , ὃς ἐκρεῖ διὰ τοῦ Πηλουσιακοῦ στόματος : θέσις δέ ἐστι τῆς
κάλλιόν τε καὶ ἱερώτερον , ἀπ ' αὐτῶν τῶν βάθρων ἐκρεῖ , ἐφ ' ὧν ὁ νεὼς ἕστηκεν . ὥστε
5006277 ἡτοιμασμενον
αὐτὴν ῥαγέντος τοῦ χορίου τὸ πρὸς τὴν τῆς ἀποτέξεως χρείαν ἡτοιμασμένον ὑγρὸν ἔμπροσθεν τοῦ δέοντος ἀποκρίνηται . τὸν δὲ ὄγκον
κρατήσας ἰσχυρότερον εὕρισκε τὸ τεῖχος τὸ διὰ τῶν οἰκιῶν αὐτομάτως ἡτοιμασμένον . πρὸς δὲ τούτοις ἐκ τοῦ Βυζαντίου πάντων τῶν
5005807 περιφερες
ἐπεστραμμένων , ἔλαθε Λαίλιος ἐπὶ θάτερα τοῦ Κώθωνος ἐς τὸ περιφερὲς αὐτοῦ μέρος ἀνελθών . βοῆς δ ' ὡς ἐπὶ
ἐν αὐτῷ . υληʹ . Ἧλός ἐστιν ἕλκος ἐν πέλματι περιφερὲς καὶ τετυλωμένον . υλθʹ . Ἐκκρίνεται τὸ σπέρμα ,
5004458 φρεατιον
τιϲ ἀπὸ ὀχετῶν τινων αὐτοῖϲ κακία προϲγίγνοιτο . τὸ δὲ φρεάτιον ψυχρὸν γεῶδεϲ δυϲέκκριτον δυϲανάδοτον καὶ διὰ τοῦτο τοῖϲ καυϲουμένοιϲ
ἔχουσιν ὕδωρ , μήτε ἐπίῤῥυτον , μήτε πηγαῖον , μήτε φρεάτιον . ὅπου γὰρ ἂν αὗται αἱ βοτάναι φαίνωνται ,
4993422 στρογγυλον
. Ἀλλὰ μὴν σχῆμά γε οὐδὲν μᾶλλον φῂς εἶναι τὸ στρογγύλον τοῦ εὐθέος , οὐδὲ τὸ ἕτερον τοῦ ἑτέρου .
καὶ κάτω ὑποχώρησις : ἄγρυπνος : καὶ κατὰ σπλῆνα ἔπαρμα στρογγύλον . Ἐνάτῃ , πρωῒ ἐξανέστη , ψόφου περὶ τὴν
4988529 λιχανῳ
χρῆσις : ἀσκέειν , δακτύλοισι μὲν ἄκροις , τὰ πλεῖστα λιχανῷ πρὸς μέγαν : ὅλῃ δὲ , καταπρηνεῖ : ἀμφοτέρῃσι
δ ' ὁ τὸν ἀντίχειρα καλούμενον τὸν μέγαν προσάγων τῷ λιχανῷ : ὁ δ ' ἕβδομος ἀπάγει μέχρι πλείστου τὸν
4980376 τεμνομενον
, τῶν δὲ ἀριθμητῶν τὸ ἕν , τοῦτο δὲ σῶμα τεμνόμενον εἰς ἄπειρον : ὥστε τὰ ἀριθμητὰ τῶν ἀριθμῶν ταύτῃ
ἄτομον καὶ τὸ δυσχερῶς τεμνόμενον καὶ τὸ μηδ ' ὅλως τεμνόμενον ὡς τὸ σημεῖον καὶ τὸ εἰδικώτατον εἶδος . ἐνταῦθα
4972460 ἀνατολικον
τὸ φρουρεῖν τὴν ὁδόν : τὸ τῆς Ἑλένης : τὸν ἀνατολικόν φησιν : καὶ μὴν ἐγὼ τόνδ ' : ἡνιοχεῖ
καὶ εἰς δύο τινὰ ἡμικύκλια διαιροῦντος , ὧν τὸ μὲν ἀνατολικόν , τὸ δὲ δυτικὸν ὀνομάζεται , συμβαίνει τὰς μεσημβρίας
4945882 μικροτερον
καὶ πρὸς ἕτερον ἀντεξετάζειν , ὡς οὐ μέγα καὶ ἕτερον μικρότερον : ἐροῦμεν τοίνυν , ὅτι ἐν μὲν τῇ τοιαύτῃ
τοῦτο καὶ πρὸς μέγεθος ἡ γαῖα τῆς Σελήνης ἐκπίπτει καὶ μικρότερον ἔχει τὸ μῆκος ἅπαν . καὶ γὰρ ἐκ τοῦ
4933524 μανον
κριτικώτατον δὲ ἡδονῆς τὴν γλῶτταν : ἁπαλώτατον γὰρ εἶναι καὶ μανὸν καὶ τὰς φλέβας ἁπάσας ἀνήκειν εἰς αὐτήν : διὸ
εἶναι ὅτι ἔστι κενόν . εἰ μὲν γὰρ μὴ ἔστι μανὸν καὶ πυκνόν , οὐδὲ συνιέναι καὶ πιλεῖσθαι οἷόν τε
4929881 ἐμβρυον
ἐστι θάλλειν καὶ αὔξεσθαι , ἀφ ' οὗ καὶ τὸ ἔμβρυον τὸ ἐν τῇ γαστρὶ αὐξανόμενον . καί τε βρύει
λευκῷ πίνειν , καὶ τὰ καταμήνια καταῤῥήγνυσι τωὐτὸ προσθετὸν καὶ ἔμβρυον ἐκβάλλει . Μητρέων καθαρτικὸν , ὅταν τοῦ παιδίου ἐναποθανόντος
4922489 πυκνῳ
μία ἡ ἐπὶ τὸ δίτονον : οὔτε γὰρ πυκνὸν πρὸς πυκνῷ τίθεται οὔτε τόνος ἐπὶ τὸ ὀξὺ πυκνοῦ , ὥστε
τὴν ὄψιν τεταμένην ὡς ἐπὶ τὸν χαλκόν , ἐντυχοῦσαν δὲ πυκνῷ καὶ λείῳ πληχθεῖσαν ὑποστρέφειν αὐτὴν ἐφ ' ἑαυτὴν ὅμοιόν
4916282 πεπληρωμενον
θῦσαι : διὰ τοῦτο τὸν θάλαμον ἀνοίξας εὗρε δρακόντων σπειράμασι πεπληρωμένον . Ἀπόλλων δὲ εἰπὼν ἐξιλάσκεσθαι τὴν θεόν , ᾐτήσατο
κῆπον ὥδευεν . ἰδὼν οὖν κλάδον συκῆς ὑπερέχοντα σύκων ὡρίμων πεπληρωμένον ἐπελάβετο τοῦ κλάδου . τοῦ δὲ ὄνου ὑπεκδραμόντος ἀπεκρεμάσθη
4910572 διαφανες
ἀστέρων καὶ τὸ πῦρ . ὁρατὸν δὲ καὶ τὸ ἐνεργείᾳ διαφανὲς ὁ πεφωτισμένος δηλαδὴ ἀήρ . ἔτι δὲ καὶ τὸ
ὅταν ἦθος ἁγνὸν καὶ κόσμιον ἐν ὥρᾳ καὶ χάριτι μορφῆς διαφανὲς γένηται , καθάπερ ὄρθιον ὑπόδημα δείκνυσι ποδὸς εὐφυίαν ,
4908544 μεμυκοτος
σύλληψιν , ἐπεὶ τοῦ ἔσω αὐχένος μεμυκότος , καὶ οὕτω μεμυκότος , ὡς μὴ δύνασθαι πυρῆνα μύλης ἐλθεῖν , πῶς
τοῦ στόματος τῶν μητρέων παρακεκλιμένου ὀλίγον τοῦ αἰδοίου ἢ ἁρμοῖ μεμυκότος ἐς τοῦτο , ὥστε χωρέειν μὲν , ἀποφράσσεσθαι δὲ
4908074 ὑπερεχετω
ὀθόνιον λίνῳ , προσθέτω ὡς ἐσωτάτω : τὸ δὲ λίνον ὑπερεχέτω : εἶθ ' ὅταν καλῶς καθαρθῇ , ἀφελέτω ,
ἴσον , ἴσον , καὶ εἰ ἔλαττον , ἔλαττον . ὑπερεχέτω δὴ τὸ ΗΚ τοῦ ΘΞ , καὶ κοινοῦ ἀφαιρεθέντος
4899986 ὑπερτιθεσθω
τῆς ἐπιτηδείου τῆς κινήσεως χρείας . γενομένων δὲ τούτων , ὑπερτιθέσθω ἡ χεὶρ ὑπὲρ τὸν ἄξονα , εἶθ ' ὅταν
, τὸ δὲ λεῖον αὐτοῦ μέρος ἄνω , καὶ τότε ὑπερτιθέσθω ἡ χεὶρ ὑπὲρ τὸν ἄξονα . εἶθ ' ὁ
4890022 μεσαιτατον
ὑπάρχειν , ὑφ ' ᾧ πυρώδης στεφάνη : καὶ τὸ μεσαίτατον πασῶν περὶ ὃ πάλιν πυρώδης : τῶν δὲ συμμιγῶν
τὸν ὁρίζοντα καὶ νυχθήμερον ἀποτελεῖ : τὸ ἥμισυ ἄρα καὶ μεσαίτατον τῆς γῆς ιβʹ ὡρῶν ἔχει διάστημα . Ἐπὶ δὲ
4886169 ἐμβληθῃ
καὶ ἂν ἔλαττον ᾖ : οἷον ἐὰν εἰς κοτύλην σμύρνης ἐμβληθῇ μνᾶ καὶ ὕστερον ἐμβληθῶσι κιναμώμου δραχμαὶ δύο , κρατοῦσιν
ἂν τούτων ἐξαρθρήσαντα ἐξίσχῃ ἕλκος ποιησάμενα , πάντα , ἢν ἐμβληθῇ , θάνατον φέρει , μὴ ἐμβληθέντα δὲ , ἐλπίδα
4876617 κυκλισκον
ποιῶν κυκλίσκια ἀπόθου καὶ χρῶ , ἀνιὼν ὄξει , ἕνα κυκλίσκον δίδου διακλύζεσθαι , παύει παραχρῆμα τοὺς πόνους καὶ ἵστησιν
καὶ διὰ ἱμάντος ἑκατέρωθεν ἀνάψασαι τοῦτο , περιστρέφουσαι ῥομβοῦσι τὸν κυκλίσκον ὑπὲρ πυρᾶς ἐπᾴδουσαι ὃ βούλονται : ὁ δὲ ἀναδινούμενος
4873941 κατεχον
ἔθος ἦν τοὺς δεομένους καὶ ταῖς χερσὶ καὶ τῷ στόματι κατέχον τας δέεσθαι : τί χρῆμα . μή τι ἄρα
ἢ ὄγκος ἀντίτυπος ὅσον ἐφ ' ἑαυτῷ : ἢ τὸ κατέχον τόπον . Πλάτων [ ὃ ] μήτε βαρὺ μήτε
4873366 ἐπιλαβομενοι
. ταύτας γὰρ ὅταν βούλωνται δοκιμάζειν εἰ χρησταί εἰσιν , ἐπιλαβόμενοι τῇ μὲν δεξιᾷ χειρὶ τῆς λαβῆς , τῇ δὲ
ἀμφοῖν τῶν μορίων διέλθοι τὸ βέλοϲ ἢ τὸ δόρυ , ἐπιλαβόμενοι τοῦτο ἔξωθεν ὥϲπερ καὶ ἐφ ' ἑνὸϲ ἐξελκύϲομεν .
4857530 χειμερινον
, λήγων δὲ ἀνεμώδης . τὸ ἔαρ ἔνυδρον καὶ μᾶλλον χειμερινὸν καὶ παχνῶδες . τὸ δὲ θέρος ἔμπνουν , διὰ
χιτών . . . . . . . τὸ μέντοι χειμερινὸν ἱμάτιον χείμαστρον ἂν λέγοις , καὶ χλαῖναν δὲ παχεῖαν
4855971 περικειμενον
καὶ σὲ μὲν ἡττημένον δημιουργήσωσιν , ἐμὲ δὲ τὰ γυναικῶν περικείμενον οὐ προστιθέντες τὰ ἀτυχίας , αἷς ἐκείνους ἐνέβαλεν ἡ
ἀσπὶς κρατουμένη , τὰ δὲ καὶ ἀμυντήρια , ὡς ξίφος περικείμενον καὶ δόρυ κρατούμενον . τῶν δὲ ἐν εἰρήνῃ τὰ
4847048 νευρον
τῶν οὕτω δριμέων οὐδενὶ χρήσῃ : γυμνὸν γὰρ ὂν τὸ νεῦρον οὐκ οἴσει τὴν δύναμιν αὐτῶν σφοδρὰν οὖσαν . τίτανον
, Αἰητοῦ τε μέσον , καὶ Τόξων ἄγχι κορώνης ἀκρότατον νεῦρον , θηρὸς φονίοιο τε κέντρον , ἠδὲ Θυτήριον ἄκρον
4846465 τεταρτημοριον
. Λέγω , ὅτι , ὅταν ὁ ἥλιος τὸ ΑΕ τεταρτημόριον διαπορεύηται , νὺξ καὶ ἡμέρα τὸ συναμφότερον νυκτὶ καὶ
ὑπογείου μέχρι τοῦ ὡροσκόπου ἐστὶ βόρειον καὶ δηλοῖ τὸ δʹ τεταρτημόριον τοῦ ἔτους . δεῖ δὲ ὁρᾶν τὸν χρονοκράτορα καὶ
4844842 καθεδριον
τὰ περὶ τὸν θώρακα πάντα χωρία καὶ ἀφώνουϲ ἀπεργάζονται . καθέδριον τοίνυν ϲχηματίϲαντεϲ τὸν κάμνοντα πρὸϲ ἡλιακὴν ἀκτῖνα κελεύϲαντέϲ τε
κωλύϲοι ϲύμπτωμα , τῇ ἀνατρήϲει τοῦ πεπονθότοϲ ἐγχειρήϲομεν ὀϲτοῦ . καθέδριον τοίνυν ἢ ἀνακεκλιμένον ϲχηματίϲαντεϲ τὸν κάμνοντα ἁρμοδίωϲ τῷ τραύματι
4837882 κινουμενον
οὕτω διωρισμένων φανερόν , ὅτι πᾶσα μεταβολὴ καὶ πᾶν τὸ κινούμενον ἀνάγκη κινεῖσθαι ἐν χρόνῳ : τὸ γὰρ θᾶττον καὶ
ἀληθῶν οὐσῶν τῶν προτάσεων . ἄνθρωπος παντὶ κινουμένῳ ὑπαρχόντως , κινούμενον παντὶ ἵππῳ ἐνδεχομένως , καὶ συνάγεται ἄνθρωπος οὐδενὶ ἵππῳ
4834960 μετατρεπομενον
ἁπλοῦν καὶ γενναῖον , τὸ μειδίαμα δὲ ἑστηκὸς καὶ οὐ μετατρεπόμενον . εἰ δέ τις αὐτῇ προσέλθοι σεβασθείς τε καὶ
τὸν Πρωτέα κατάσχετε καὶ μηδεὶς πτοηθήτω πρὸς πάντα τοῦτον ὁρῶντες μετατρεπόμενον , πρὸς ὕδωρ , πρὸς πῦρ , πρὸς ζῶα
4834930 ὑποκατω
πλάτος τριπλάσιοι , οἱ δὲ διαγώνιοι τετραπλάσιοι , οἱ δὲ ὑποκάτω τῶν ἐπάνω ἐπίτριτοι . τῇ αὐτῇ μεθόδῳ κεχρημένος ἐπ
διὰ τὸ ἐκ τῶν ὀργάνων γίνεσθαι . Χαλινά . τὰ ὑποκάτω τῶν γνάθων , οἷον χαιλινά τινα ὄντα , ὅτι
4829660 ῥακοϲ
καὶ ποιήϲαϲ βαλανοειδέϲ , ἔπειτα λαβὼν ῥάκοϲ ἰϲχνὸν περίπλαϲον τὸ ῥάκοϲ κατὰ κύκλον τῷ νάπυϊ πρὸϲ τὸ ἀποϲπάϲαι αὐτὸ ὅτε
ὁμοίωϲ μετ ' ὄξουϲ ἢ ὑοϲκύαμον μετ ' ὄξουϲ ἢ ῥάκοϲ ὄξει βρέχων ἐπιτίθει καὶ ϲυνεχῶϲ ἐπίβρεχε : κατάντλει δὲ
4804304 ἀρκτικωτατον
τὸν Ἀραβῶνα ποταμὸν ἡ κατὰ Κούρταν καμπή μβʹ μζʹ τὸ ἀρκτικώτατον τοῦ Δανουβίου ποταμοῦ μβʹ ∠ ʹʹ μηʹ τὸ κατὰ
στρέφεσθαι καὶ ἀμοιρεῖν τοῦ ὠκεανοῦ οἶδεν ὅτι κατὰ σημεῖον τὸ ἀρκτικώτατον τοῦ ὁρίζοντος γίνεται ὁ ἀρκτικός . ἀκολούθως δὴ τούτῳ
4800318 πριονι
σε τὸ μῆκος τῆς τοξείας ἐκτίνῃ , καὶ οὕτως ἀπότεμε πρίονι τὸ ὑπερέχον τῶν σφηνῶν παρὰ τὴν ἐπιτομὴν τῶν παραστατῶν
πρέμνον τῆς ἐγκεντρισθείσης ἀμπέλου , τὸ ὑπὲρ τὸ τρύπημα , πρίονι τέμνειν . καὶ λοιπὸν ἔστω τὸ ἐγκεντρισθὲν κλῆμα ἡγεμονικώτατον
4792256 ὑποστημα
ὥς φησιν Ἱππῶναξ . χάραξ : θηλυκῶς τὸ τῆς ἀμπέλου ὑπόστημα , ἀρσενικῶς τὸ χαράκωμα τοῦ στρατοπέδου . χαροπός :
ἀνδριάντων καὶ ἀγαλμάτων Γλαύκου φησὶ τοῦ Χίου τὸ ἐν Δελφοῖς ὑπόστημα οἷον ἐγγυθήκην τινὰ σιδηρᾶν , ἀνάθημα Ἀλυάττου : οὗ
4791331 κεφαλιον
ἄρθρον , εἶτα καθιέναι τὴν ἀριστερὰν χεῖρα καὶ ἀπευθύναι τὸ κεφάλιον καὶ οὕτω κομίσασθαι τὸ ἔμβρυον . Εἰ δὲ ἀμφότεραι
δάκτυλον , τῇ δεξιᾷ δὲ πιέζων τὸ ἐπιγάστριον πειρᾶται τὸ κεφάλιον κατάγειν , οὐχ ὁρῶν ὡς ἐν τῷ ἀπευθυσμένῳ ὁ
4781548 πτερυγιον
ἐπαναφυέντος , ὑπόχυμα μὲν ἐκεῖνο λέγεται καὶ σχολαίτερον θεραπεύεται , πτερύγιον δὲ τὸ ἕτερον καὶ ῥᾷον θεραπευόμενον . Καὶ ταῦτα
ἕλκος , ὑπόσφαγμα , ἀπόστασις , χήμωσις , κοίλωμα , πτερύγιον , φάκωσις , ἴκτερος , πῶρος . περὶ δὲ
4766386 πυρηνα
ἡμιπηχυαῖον βάθος , εἶτα μέσον τοῦ χώματος τῆς βαλάνου τὸν πυρῆνα σχηματίσας πρὸς τὴν γῆν , ὥστε τὸ ὀξὺ τοῦ
ἕλκος , πειρᾶσθαι κατουλοῦν τὸ μὲν πρὸς τοῖς χείλεσιν ἐπικυλίοντα πυρῆνα μήλης ἔχοντα τῆς Ῥοδίας ἤ τινος τοιούτου ξηροῦ ,
4762549 πλασθεν
, ἕως οὗ τὸ ἐπ ' ἐμὲ χῶμα ἀρθὲν καὶ πλασθὲν ἔλθῃ πρὸς ἐμέ . ἄγγελοι δὲ τότε ἀναλαβόμενοι αὐτὸ
ὡς Ἀγλαοφῶντα , ἢ νεβρός , ὡς Ἀπελλῆν , ἢ πλασθὲν βοΐδιον , ὡς Μύρωνα , ἢ ἄλλο τι .
4761606 πηγνυμενου
τρόμος , αἱ γὰρ φλέβες συσπώμεναι , καὶ συνιόντος καὶ πηγνυμένου τοῦ αἵματος , συσπῶσί τε τὸ σῶμα καὶ τρέμειν
ὁκοῖον ἀποϲτάϲιεϲ ἴϲχουϲι , ἐπὶ δὲ μᾶλλον πυκνοῦνται , καὶ πηγνυμένου τοῦ ὑγροῦ ἀπηνέεϲ αἱ ἀποφύϲιεϲ : τέλοϲ δὲ πῶροι
4759718 περιελοντεϲ
ϲὰρξ ἢ ὑγρὸν ἢ αἷμα τοῦ πάθουϲ αἴτιον γίνοιτο , περιελόντεϲ κατὰ κύκλον τοῦ ὄγκου τὴν μεϲότητα , ἔπειτα κομιϲάμενοι
δὲ διαμαρτόντεϲ ἔλαϲϲον ἐκκόψωμεν , τὸ ταινίδιον τὸ περιϲϲεῦον πάλιν περιελόντεϲ ῥάψομεν καὶ ἔναιμον ἐπιθήϲομεν φάρμακον . Εἰ μὲν μετὰ
4751109 ἐπανω
ἡ παραγωγὴ οὐ παραδέχεται : προείρηται δὲ καὶ ἐν τοῖς ἐπάνω . καὶ ἐπὶ πληθυντικῶν , ἡμῶν ἡμέτερος , ὑμῶν
θέλῃ πιεῖν ἐκ τοῦ παρακειμένου ὕδατος , πίπτει ἡ πέτρα ἐπάνω αὐτοῦ καὶ τιμωρεῖται αὐτόν . ἐκ τούτου φησὶν ὅτι
4750857 ὀξυτατον
τὰ ἔσω συννεύσεις τε καὶ καμπὰς τοῦ τε ῥοῦ τὸν ὀξύτατον δρόμον καὶ τὰς ἐγγινομένας αὐτῷ διὰ τοὺς ἀγκῶνας συνεχεῖς
; ἥκω γάρ , ὡς ἐκέλευσας , ἔχων τὸν πέλεκυν ὀξύτατον , εἰ καὶ λίθους δέοι μιᾷ πληγῇ διατεμεῖν .
4748266 ξυλον
τέκτονος πρὸς τὴν τῆς θύρας γένεσιν . ὥσπερ οὖν τὸ ξύλον πρὶν εἰδοποιηθῆναι οὐκ ἄν τις ὀνομάσοι θύραν , οὕτως
ἂν ἐκ κλίνης , εἰ λάβῃ σηπεδόνα βλάστημα , τὸ ξύλον οὐ κλίνη , γίνεται δὲ καὶ ἐξ ἀνθρώπου ἄνθρωπος
4747417 αἰδοιου
, μηδὲ γνάθου τὸ λεπτὸν , μηδὲ τὸ ἐπὶ τοῦ αἰδοίου δέρμα . Ἀρχὴ δὲ ἰήσιος ἀποδεδειγμένη μὲν οὐκ ἔστιν
τῆϲ τῶν οὔρων ἐκδόϲεωϲ , οὐδενὸϲ τῶν εἰρημένων ἀλλὰ τοῦ αἰδοίου δηλοῦται ἡ ἕλκωϲιϲ . προποτιϲτέον τοίνυν τοὺϲ ἑλκωθένταϲ τὰ
4746019 γανωμα
καὶ τούτῳ χρῶ καθ ' ἡμέραν . ἔϲτω δὲ τὸ γάνωμα τοῦ χαλκοῦ μόλιβδοϲ . Προφυλακτικόν , ὥϲτε μὴ γενέϲθαι
ποθεῖ μὲν ἐκείναις ἐντυχεῖν , ἐξ ὧν ἀναδίδοται τὸ θαυμασιώτατον γάνωμα τοῦτο , μὴ δυνάμενος δ ' ἐν κύκλῳ κενὴν
4740843 κυτος
ἐφ ' ᾧ θυσιάζομεν . γαστήρ βʹ : ὅλον τὸ κύτος . καὶ τὰ ἔντερα . γενεή γʹ : γένος
ἄκρους κατὰ τὸν τοῦ περιναίου τόπον ἐρείδειν καὶ εἰς τὸ κύτος ἀπωσάμενον αὐτὸν τῆς μήτρας , εἶτα καθέντα τὴν χεῖρα
4735898 σηραγγωδης
ὅμοιον λίθῳ : τοῦτο δὲ , πέφυκε πρὸς ὀστέον κοίλωσις σηραγγώδης : οἱ δὲ ψόφοι ἀπερείδονται πρὸς τὸ σκληρόν :
φυσικὴ εὐπρέπεια γίνηται . ἐὰν μὲν οὖν χαύνη ᾖ ἢ σηραγγώδης ἡ ἐπίφυσις , αὐτόθεν τοῖς σμιλιωτοῖς ἐκκοπεῦσιν ἐκκοπτέσθω ,
4729419 μεροϲ
, ἐν δὲ τῇ ὑποϲτιγμῇ παντελῶϲ ὀλίγον . Ῥαψῳδία ἐϲτὶ μέροϲ ποιήματοϲ ἐμπεριειληφόϲ τινα ὑπόθεϲιν . εἴρηται δὲ ῥαψῳδία †
ϲταφυλάγρᾳ ἢ μυδίῳ τὸ περιττὸν ἐκπιάϲαντεϲ καὶ πρὸϲ τὸ κάτω μέροϲ ἕλξαντεϲ ἀποκόψομεν ϲταφυλοτόμῳ ἢ ἀναρραφικῷ ϲμιλίῳ . τὰ δὲ
4728236 πλευρον
' ἐπὶ Πάχυνον πεντήκοντα . ἔνθεν πάλιν κατὰ τὸ τρίτον πλευρὸν εἰς μὲν Συρακούσσας τριάκοντα ἕξ , εἰς δὲ Κατάνην
: ὧν ὁ μὲν Ἀσταβόρας καλεῖται κατὰ τὸ πρὸς ἕω πλευρὸν ῥέων , ἅτερος δ ' Ἀστάπους : οἱ δ
4707416 συστελλομενον
πάθη κοινὰ τῆς ὕλης ἐπιγιγνόμενα ταῖς μεταβολαῖς : τὸ γὰρ συστελλόμενον αὐτῆς καὶ πυκνούμενον ψυχρὸν εἶναί φησι , τὸ δ
. Πνεύμων θαλάσσιος ζῷόν ἐστιν ἄμορφον τρεμούσῃ ἐοικὼς ἁπλούμενον καὶ συστελλόμενον . τοῦτο λειώσας καὶ ἐπιθέμενος τοῖς ποδαγρικοῖς τὸν πόνον
4705121 κηπαιου
, σικύου πέπονος τὸ περικείμενον τῇ σαρκὶ δέρμα ἢ στρύχνου κηπαίου τὸν χυλὸν μετὰ ῥοδίνου . Ῥευματιζομένου δὲ τοῦ βρέφους
, ϲικύου πέπονοϲ τὸ περικείμενον τῇ ϲαρκὶ δέρμα ἢ ϲτρύχνου κηπαίου τὸν χυλὸν μετὰ ῥοδίνου . Τοὺϲ νηπίουϲ καὶ ἀπὸ
4702225 παχυτατον
μὴ λάθῃς προσβαλὼν τὸν πρίονα , ἀλλ ' ὅπη δοκέῃ παχύτατον εἶναι τὸ ὀστέον , ἐς τοῦτο αἰεὶ ἐνστηρίζειν τὸν
διάφορον τοῖς ὀστράκοις μείζοσι , τήν τε ὀρεινὴν ὑπερμεγέθη καὶ παχύτατον ὄστρακον ἔχουσαν , οὗ τὰ παρὰ τὴν κοιλίαν μέρη
4701862 τοὐκτοϲ
, ὅταν ἀραιωθειϲῶν τῶν ῥαφῶν ἡ πάροδοϲ τοῦ ὑγροῦ πρὸϲ τοὐκτὸϲ γένηται . γινώϲκεται δὲ τοῦτο ῥᾳδίωϲ τῷ δραπετεύειν ἀντιπαραγόμενον
τὸ ἔνδον αὐτῆϲ πέραϲ τῷ ϲτέρνῳ ϲυμφυομένη , κατὰ δὲ τοὐκτὸϲ πρὸϲ τὸ ἀκρώμιον διαρθρουμένη καὶ διὰ τοῦτο τὸν ὦμον
4698914 ἑλκτικον
ῥυπτικῆς ἱκανῶς ἐστι δυνάμεως , ἔχουσά τι καὶ ὑπόθερμον καὶ ἑλκτικόν : καὶ καθόλου ξηραντικὴν ἔχουσι δύναμιν καὶ ἄδηκτον .
ἑκατέρα ῥυπτικῆϲ ἱκανῶϲ ἐϲτι δυνάμεωϲ ἔχουϲά τι καὶ ὑπόθερμον καὶ ἑλκτικόν , ὥϲτε καὶ ϲκόλοπαϲ ἐπιϲπᾶϲθαι καὶ ἐκ ῥινῶν καθαίρειν
4687998 πλαγιον
: λευρὸν οἱ μὲν τὸ πλατύ : βέλτιον δὲ τὸ πλάγιον ἀκούειν , ἵνα νοήσωμεν οὐχὶ τὸ καθ ' ἑαυτὸ
ἐπὶ τῶν τιμωριῶν προσέταξεν ἐκδεῖραι ζῶντα καὶ τὸ μὲν σῶμα πλάγιον διὰ τριῶν σταυρῶν ἀναπῆξαι , τὸ δὲ δέρμα χωρὶς
4687184 αὐλισκον
ἴσον τῷ ὀρύγματι , τρήσαντες αὐτοῦ τὸν πυθμένα , σιδηροῦν αὐλίσκον διέντες , πληρώσαντες πτίλων λεπτῶν , πῦρ ὀλίγον ἐμβαλόντες
τοῦτον , ὅταν ἤτοι σκληρᾷ περιτυγχάνοντες ὑποχωρήσει μὴ φυλάξωνται τὸν αὐλίσκον , ἀλλ ' ἀπὸ ταύτης ὠθῶσι βίᾳ προβάλλοντες :
4686654 δακτυλων
, τὸ δὲ πλάτος δακτύλων ιβʹ , τὸ δὲ πάχος δακτύλων ιʹ . εὑρεῖν αὐτοῦ τὸ στερεόν : ποίει οὕτως
καὶ δυσαισθήτων καὶ ὥσπερ ψοφούντων καὶ καπυρῶν αἰσθανόμενον τῶν ἑαυτοῦ δακτύλων . Οἱ δὲ συνήθεις αὐτοῦ ἰατροὶ κατεψύχθαι τοὺς δακτύλους
4682781 διαφραγμα
τῷ πνεύματι καὶ τῇ καρδίᾳ τόπον , ὃ καλεῖται καὶ διάφραγμα , συντελεῖ δ ' εἰς τὸ φρονεῖν , ὅθεν
διάφραγμα καὶ στυλίς : ἔνιοι δὲ τὸ μὲν ἔνδον διατειχίζον διάφραγμα ῥινός , τὸ δ ' ὑπὲρ αὐτὸ προῦχον σαρκῶδες
4679700 ὠον
ἐν τῷ ὀξυκράτῳ λαμβανέτω ἢ χόνδρον πλυτὸν ἢ ὄρυζαν ἢ ὠὸν ἁπαλὸν ψυχρόν . ἐν τόπῳ δὲ φαρμάκων πρὸς τὴν
ἐκπληροῦν ὅλον τὸν ὀφθαλμόν . ἔριον δὲ μαλακὸν βρέξανταϲ εἰϲ ὠὸν ἀνακεκομμένον μετ ' οἴνου καὶ ῥοδίνου ἐπιτιθέναι καὶ ἐπιδεῖν
4679564 ΒΕΔ
τεταρτημορίου , διὰ τὸ τὸ Α σημεῖον πόλον εἶναι τοῦ ΒΕΔ ὁρίζοντος . ὀρθῆς δὲ οὔσης ἀεὶ διὰ τὴν αὐτὴν
προσκείσθω τὸ ἀπὸ ΔΕ τετράγωνον : ὅλον ἄρα τὸ ὑπὸ ΒΕΔ ἴσον τῷ ἀπὸ ΓΕ τετραγώνῳ . ἀνάλογον καὶ ἀναστρέψαντι
4674322 σαρκωδες
ἀσυνδέτους , σκέλη τὰ πρόσθεν ἐλαφρὰ σύγκωλα , στῆθος οὐ σαρκῶδες , πλευρὰς οὐ βαρείας οὐδὲ ἀσυμμέτρους , κωλῆνα σαρκώδη
τελείων παραδέχεσθαι . κατὰ μέντοι τὴν φύσιν τρυφερόν ἐστιν καὶ σαρκῶδες ἐπὶ τῶν ἀδιακορεύτων , σομφότητι πνεύμονος ἢ τρυφερίᾳ γλώττης
4673156 πυρηνι
τι γένηται τὸ ϲχῆμα κριθαῖϲ ὅμοιον . θεραπεύεται δὲ ῥᾳδίωϲ πυρῆνι μήληϲ τεθερμαϲμένῳ πυριωμένη . καὶ κηρῷ λευκῷ θερμῷ πυριάϲαϲ
, εἰ μὴ φλεγμαίνοιεν , ἐπαλείφειν τε καὶ παρατρίβειν τῷ πυρῆνι τῆϲ μήληϲ ἐπὶ πολύ . ταχέωϲ γὰρ ἀφιϲτάμενοι τῆϲ
4670530 εἰλημμενου
ἡνίκα τοῖς πολλοῖς ἐκείνοις Ἀβυδηνοῖς περιεπεπτώκεις , ἤλγουν καὶ νῦν εἰλημμένου σου τῆς Κορίνθου καὶ τῶν πατρῴων ἀγαθῶν χαίρω .
* * * τινί τι ληφθῆναι , αἰεὶ δὲ τοῦ εἰλημμένου παντὸς ὁρισμὸς ἂν εἴη . οὐ γὰρ ἀμέσως τὸ
4668981 εὐλυτως
δυνήσῃ φησί τὸ φασκώλιον ῥᾳδίως λῦσαι καὶ τῇ χειρὶ ἐξελὼν εὐλύτως δοῦναι , καὶ οὐχ ὥσπερ νῦν στρέφων καὶ μέλλων
μὴ διδόμενα δὲ μὴ ποθεῖν , ἀφαιρουμένου δέ τινος ἀποδιδόναι εὐλύτως καὶ αὐτόθεν , χάριν εἰδότα οὗ ἐχρήσατο χρόνου ,
4663581 σιδηρουν
ταῖς πλευραῖς πεποιημέναι , αἷς ἑκάτερον τῶν μερῶν συμπορπηθὲν ὅλον σιδηροῦν ποιεῖ φαίνεσθαι τὸν ἱππέα , κωλύει δὲ οὐδὲν ὁ
κάδον λαβών τιν ' οὔρει πίττινον . καὶ στόμωμα μὲν σιδηροῦν ὅστις ἐν τοῖς ἀποθέτοις σκεύεσιν ἀριθμοῖ , Κρατῖνος ἂν
4661806 τρημα
. Τριφάσιοι . τρίφωνοι , τριπλάσιοι . Τόρνιον . τὸ τρῆμα καὶ τὸ ἐνιέμενον εἰς αὐτό . Τέμπεα . τὰ
βάθει , ἀλλὰ πρὸς τὸ κάτω [ εἶναι ] νενευκὸς τρῆμα καλοῦσι οἱ τούτων ἐργάται ὑπαμβές . πλὴν ταῦτα μὲν
4657498 τυμπανου
μέχρι τῆς περιφερείας οὖσα τοῦ ἐν τῇ ἑτέρᾳ ἐπιφανείᾳ τοῦ τυμπάνου περὶ τὸν κότραφον ὁμοίως γραφομένου τοῦ ΧΩ κύκλου ,
δέ πως ἢ λελοιφωμένος ἐκ τῶν ἐφ ' ἑκάτερα τοῦ τυμπάνου μερῶν ] . ἐὰν ἄρα τὰ ἐκ τοῦ βάρους

Back