| τι καὶ εὔτολμον ἐμπνεῖν δοκοῦσιν . γίγγλαρος δὲ μικρός τις αὐλίσκος Αἰγύπτιος , μοναυλίᾳ πρόσφορος . καὶ σκυτάλια μέντοι μικρῶν | ||
| κέρατι μὲν αὐλεῖν Τυρρηνοὶ νομίζουσιν . γίγγρας δὲ μικρός τις αὐλίσκος γοώδη καὶ θρηνητικὴν φωνὴν ἀφιείς , Φοῖνιξ μὲν ὢν |
| , καὶ στρόφιον καὶ ὀπισθοσφενδόνην παρ ' Ἀριστοφάνους . καὶ σφενδόνη δέ τι ἐκαλεῖτο καὶ ἀναδήματα καὶ κάλαμος καὶ καλαμὶς | ||
| ὅτε δὲ ἀντέστρεφε πάλιν , ἐγίνετο ἐμφανὴς τοῖς οὖσιν . σφενδόνη δέ ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ δακτυλίου . ἦν δὲ |
| ὅπλα περιθέντες περὶ τὰ σεσιμωμένα τοῦ ἄξονος , καὶ ἐμβαλόντες σκυτάλας εἰς τὰ ἐν τῷ περιτροχίῳ τρήματα , ἐπιστρέφομεν τὸ | ||
| τὸν ὀπὸν ἀφίκηται τοῖς Ἄραψιν ὥρα , ξύλων δύο ἕκαστος σκυτάλας ἐπὶ τοὺς ἔχεις ἐσφέρει , κροτοῦντες δὲ τὰ ξύλα |
| ἄρθρον , εἶτα καθιέναι τὴν ἀριστερὰν χεῖρα καὶ ἀπευθύναι τὸ κεφάλιον καὶ οὕτω κομίσασθαι τὸ ἔμβρυον . Εἰ δὲ ἀμφότεραι | ||
| δάκτυλον , τῇ δεξιᾷ δὲ πιέζων τὸ ἐπιγάστριον πειρᾶται τὸ κεφάλιον κατάγειν , οὐχ ὁρῶν ὡς ἐν τῷ ἀπευθυσμένῳ ὁ |
| ἡμιπηχυαῖον βάθος , εἶτα μέσον τοῦ χώματος τῆς βαλάνου τὸν πυρῆνα σχηματίσας πρὸς τὴν γῆν , ὥστε τὸ ὀξὺ τοῦ | ||
| ἕλκος , πειρᾶσθαι κατουλοῦν τὸ μὲν πρὸς τοῖς χείλεσιν ἐπικυλίοντα πυρῆνα μήλης ἔχοντα τῆς Ῥοδίας ἤ τινος τοιούτου ξηροῦ , |
| ' αὐτῇ δέρμα , ὡς ἀκροποσθία καὶ ἀκροπόσθιον τὸ πόσθης προῦχον . ᾧ δὲ τὴν πόσθην ἀπέδουν , τοῦτον τὸν | ||
| κουφότεραί τε οὖσαι καὶ ναυτικωτέρων ἀνδρῶν , ταχυτῆτι καὶ ἐμπειρίᾳ προῦχον , αἱ δὲ Ῥωμαίων ἅτε βαρύτεραι καὶ μείζους ἐμόχθουν |
| ἐπαναφυέντος , ὑπόχυμα μὲν ἐκεῖνο λέγεται καὶ σχολαίτερον θεραπεύεται , πτερύγιον δὲ τὸ ἕτερον καὶ ῥᾷον θεραπευόμενον . Καὶ ταῦτα | ||
| ἕλκος , ὑπόσφαγμα , ἀπόστασις , χήμωσις , κοίλωμα , πτερύγιον , φάκωσις , ἴκτερος , πῶρος . περὶ δὲ |
| βρέγμα καὶ χιασθεῖσαι διακρατείσθωσαν , ἄλλη δὲ μεσότης ὑπὸ τὸ σφαίριον τῆς ῥινός . αἱ δ ' ἀρχαὶ καὶ ὑπὸ | ||
| , οὗπερ ἡλίου περιδινηθέντος εἰς τὸ ὑπὸ γῆν ἡμι - σφαίριον γίνεται νύξ , ἀπὸ δὲ τοῦ ὑπὸ θάλασσαν καὶ |
| ἐπιδήϲαϲ ἔαϲον ἡμέραϲ Ϛ , τῇ δὲ ζʹ λύϲαϲ κατακέντηϲον βελόνῃ τὸ ϲτίγμα καὶ ἀποϲπογγίϲαϲ τὸ αἷμα μετ ' ὀλίγον | ||
| , ὥστ ' εἰ καθ ' ὁτιοῦν αὐτοῦ μέρος νύξειας βελόνῃ λεπτῇ . πάντως [ ὡς ] τὰ τρία γένη |
| ἰνίου . τὸ σπείραμα λοξῶς ἐπὶ κορυφὴν , βρέγμα , μεσόφρυον , εἶτ ' ἐκ πλαγίων τῆς ῥινὸς παρὰ μέγαν | ||
| , ἵνα ἁρμόσῃ ἐπὶ τῶν κατὰ τὸν αὐτὸν καιρὸν πασχόντων μεσόφρυον γένειόν τε καὶ μέτωπον . φάλαρα . Ἐπιδήσαντες τὸν |
| πλημνόδετον ἢ θώραξ . τὸ δ ' ἐντὸς τῆς πλήμνης σιδήριον , ὃ τρίβει τὸν ἄξονα , γάρνον ἢ δέστρον | ||
| . Λακεδαίμων : Ἔστι καὶ . . . τὸ Λακωνικὸν σιδήριον : στομωμάτων γὰρ τὸ μὲν Χαλυβδικὸν , τὸ δὲ |
| : τύπος : τύραννος : τυκάνη , ᾧ ἀλῳῶσι : τύλος : τύλη , τὸ τύλιον : τύχη : τυλὸν | ||
| πάντα τὰ σεσυριγγωμένα , ὅλα τὰ ἐξειλημμένα . κἂν φανῇ τύλος ὑποκείμενος , ἀπὸ τῶν ὑγιῶν ἐκτεμνέσθω . ἐὰν δ |
| βοτάνη εἰς τὴν ἀνοιχθεῖσαν νοσσιάν , ὑποκατάκλειε τῷ γεγλυμένῳ λίθῳ ἀκρόπτερον τοῦ πτηνοῦ καὶ τὴν καρδίαν καὶ κόκκον ἕνα τοῦ | ||
| τῇ κεφαλῇ , ὑπόθες ῥίζιον τῆς βοτάνης καὶ τοῦ ὀρνέου ἀκρόπτερον τὸ εὐώνυμον . κατάκλειε δὲ εἰς λήνειον κρυσοῦν πλατύτερον |
| τῇ κοτύλῃ τοῦ ἰσχίου πέφυκεν : ὑποπλάγιον δὲ καὶ τοῦτο προσήρτηται , ἧσσον δὲ βραχίονος . Τὸ δ ' ἰσχίον | ||
| μεγάλη λεγομένη φλέψ , κατὰ δὲ τὴν μέσην αὐτῆς κοιλίαν προσήρτηται ἡ καλουμένη ἀορτὴ φλέψ . φέρουσι δὲ καὶ εἰς |
| θεραπεία . μθʹ Μαλάγματα διάφορα ἐν οἷς τὸ Λευκίου πρὸς ἀγκύλας . καὶ τὸ διὰ τῶν τηκτῶν καὶ τὸ διὰ | ||
| τῶν τρυγητῶν ζάγκλῃσι : ταῖς δρεπάναις παρὰ τὸ εἶναι λίαν ἀγκύλας ὀπώρην ] σταφυλήν ῥυσαλέην δὲ τὴν ἐρρυσσωμένην , ἤτοι |
| : αὐχμήν γὰρ τὸ ἐντελέστερον . τῷ σωλῆνι , τὸν σωλῆνα , ὦ σωλήν . Δυϊκά . Τὼ σωλῆνε , | ||
| ἔχοντα μέσον ἐν τῇ ἄνω ἐπιφανείᾳ ἐναρμόζουσιν εἰς τοῦτον τὸν σωλῆνα τὸν εἰρημένον τύλον , ὥστε τὸ μὲν ἕτερον ἄκρον |
| πλάγια , καὶ ἡ μὲν βελόνη ἐξελκέσθω , τὸ δὲ ῥάμμα κεχαλασμένον ἁμματιζέσθω , ἵνα φανῇ ὡς κρίκος . ταῖς | ||
| καὶ ἐπειδὴ ὡραῖον ἦν , καλέσας τὰς Νύμφας λύει τὸ ῥάμμα , καὶ γίγνεται δὴ οὕτως ὁ Διόνυσος διχόθεν προσήκων |
| ἤτοι ] , λʹ : τοσούτων ἔσται ποδῶν στερεῶν τὸ μάρμαρον . Ξύλον στρογγύλον , οὗ τὸ μὲν μῆκος ποδῶν | ||
| τὰ ἀφανῆ λέγων καὶ λαμπρύνων . ἐκ τούτου γίνεται καὶ μάρμαρον . . * , : μάρτυς : . . |
| μηχανὴν ἐμφερείας . διὰ τὸ ἄνω εἶναι τοῦ ἄρθρου τὸ κοῖλον , ὡς καὶ τῆς μύλης τὸ ὕπερθεν , καὶ | ||
| κατὰ σφυροῦ : εἶτα ἀντίαν λοξὴν κατὰ σφυροῦ ὑπὸ τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς καὶ τῆς πτέρνης καὶ ἐγκύκλιον κατὰ σφυροῦ |
| αὐτῷ : τεθνεῶτος γὰρ εὐθὺς ἐάν τις ἐπὶ τὸν ὀδόντα ἐπιθῇ τρίχας , συντρέχουσιν : οὕτως εἰσὶ θερμοί : ζῶντι | ||
| ἐν Αἰγύπτῳ ἀνάγουσιν ἀσφοδέλου ῥίζαι . Καρκίνῳ πολύπους ἐὰν πλεκτάνην ἐπιθῇ , τοὺς ὀδόντας ἀποβάλλει : ἀστακῷ ἐὰν πολύπους πλεκτάνην |
| μὴ ῥυὰϲ ἐπαρθέντοϲ αὐτοῦ γένηται . τινὲϲ δὲ τῷ λίνῳ ἀνατείναντεϲ , ὡϲ εἴρηται , πτερυγοτόμῳ τὸ ὅλον ἀποδέρουϲι πτερύγιον | ||
| τὸ ἀνωτέρω τοῦ ἀγγείου μέροϲ ἀποϲφίγξαντεϲ ὀρθόν τε τὸ ϲκέλοϲ ἀνατείναντεϲ ἐκπιέϲει τῶν χειρῶν τὸ ἐν τῷ ϲκέλει αἷμα κενώϲομεν |
| σώφρων . Φριμάξασθαι . φρυάξασθαι , φυσῆσαι . Φορμός . πλέγμα , ὁ κόφινος . Φυλάξαντες . ἐπιτηρήσαντες . Φερέγγυος | ||
| μικρὸν ἡ πυτίνη . . ὄρνεον μικρόν . πυτίνη δὲ πλέγμα ἐστίν . . εἶτ ' ἐξ οὐδενὸς μεγάλα πράττει |
| Σκορπίου χηλῶν , ἔχει δὲ καὶ δισώμου δύναμιν διὰ τὰς πλάστιγγας . καὶ ὁ μὲν αʹ δεκανὸς φέρει πρόσωπον Σελήνης | ||
| Καὶ κλίμα Κυρήνης ὑπὸ χηλαῖς , Ἰταλίη χώρη τε πέλει πλάστιγγας ὑπ ' αὐτάς . ὡς δ ' ἄλλοι , |
| γερανίδα ἄγομεν ἐκ περισσοῦ τὴν ἐπείλησιν , ἐγκύκλιον μὲν κατὰ στέρνου , βραχίονος καὶ νώτου , λοξὴν δὲ κατὰ στέρνου | ||
| , καὶ ῥυπαρὰ ἔρια βραχέντα ἐν αὐτοῖς ἀποτίθεσθαι κατὰ τοῦ στέρνου . καὶ ταῦτα ἱκανὰ βοηθεῖν τοὺς παχεῖς καὶ γλίσχρους |
| , περιαιρετέον αὐτήν . Ἐκ γενετῆς ἐνίοις ἡ βάλανος οὐ τέτρηται κατὰ φύσιν , ἀλλ ' ὑπὸ τῷ κυνὶ καλουμένῳ | ||
| οὐδέν : ὅταν δὲ γένηταί τινι αὐτῶν παιδίον , οὐ τέτρηται τὴν πυγὴν οὐδὲ ἀποπατεῖ , ἀλλὰ τὰ μὲν ἰσχία |
| . Τριφάσιοι . τρίφωνοι , τριπλάσιοι . Τόρνιον . τὸ τρῆμα καὶ τὸ ἐνιέμενον εἰς αὐτό . Τέμπεα . τὰ | ||
| βάθει , ἀλλὰ πρὸς τὸ κάτω [ εἶναι ] νενευκὸς τρῆμα καλοῦσι οἱ τούτων ἐργάται ὑπαμβές . πλὴν ταῦτα μὲν |
| αἱ ἐν ῥοδωνιαῖς κάλυκες . καὶ τὸ μὲν περικείμενον ἔλυτρον φρουρεῖ τὸ ἔνδον , καὶ δίκην ἕρκους περιέρχεται , ἰδεῖν | ||
| Ἀράγου ποταμοῦ τεττάρων ἡμερῶν ὁδὸν ἔχουσα ἐφ ' ἕνα , φρουρεῖ δὲ τὸ πέρας τῆς ὁδοῦ τεῖχος δύσμαχον : ἀπὸ |
| δὲ καθαρά ἐστι , καὶ μήθ ' ἕλκος μηδὲν μήτε μύξα μήτε σίελον αὐτοῖς προέρχεται μηδὲν , μήτε ἐν τῇσι | ||
| οὐ νενόμισται οὐδ ' ἀπομύξασθαι , ὅλος ὢν πτύσμα καὶ μύξα ; Τί οὖν ; καλλωπίζεσθαί τις ἀξιοῖ ; μὴ |
| τὸ κράνος ἐλάμβανε πληγάς , οὐκ ὀλίγας δὲ εἰς τὴν πέλτην ἐδέχετο : τέλος δὲ τοξευθεὶς ὑπὸ τὸν μαστὸν ἔπεσεν | ||
| ὡς ἐκ πάνυ λαμπρᾶς οὐσίας τὸν ἄθλιον χλαμύδιον ἁρπάσαντα καὶ πέλτην οἴχεσθαι στρατευσόμενον : Βακχὶς δὲ ἡ τὸν ἐραστὴν φιλοῦσα |
| . . . ἄκρην : σκολιὸν καὶ περιεστραμμένον ἐπισύρεται τὸ οὐραῖον τεινόμενον * ὁμῶς : πάντοτε ὁμοίως ἔμπης * ἐπιτείνεται | ||
| , σκόμβρος , θυννίς , κωβιός , ἠλακατῆνες , κυνὸς οὐραῖον τῶν καρχαριῶν , νάρκη , βάτραχος , πέρκη , |
| ζήτησιν : ἢ γὰρ ἓν , φησὶν , εὑρίσκεται ῥητὸν ἐμπίπτον , ἢ πλείω : πλείω δέ φαμεν , εἰ | ||
| τυράννου , ἢ ὅ τι ἂν ᾖ τὸ προκείμενον καὶ ἐμπίπτον : συμπλέκεται δὲ , φησὶν , ἡ κοινὴ ποιότης |
| τὸ δ ' ὑπ ' αὐτὰ αἰδοῖον . οὗ τὸ πρόμηκες , δι ' οὗ τὸ ἐκ κύστεως ὑγρὸν ἐπιρρεῖ | ||
| Σίνων σπερμάτιόν ἐστιν ἐν Συρίᾳ γεννώμενον , παρεοικὸς σελίνῳ , πρόμηκες , μέλαν , πυρωτικόν . Σίον φύεται ἐν τοῖς |
| βῶλον τῆς εὐωδεστάτης , ὅσον ἱκανὸν πρὸς ὄρνιθος ταφήν , ὀρύττει τε τῷ στόματι καὶ κοιλαίνει κατὰ μέσον , καὶ | ||
| ἐλάττω , τάχος ὑπερφυὲς ἔχοντα καὶ ζῶντα ἀπὸ θήρας : ὀρύττει δὲ χειμῶνι τὴν γῆν , σωρεύει τε πρὸς τοῖς |
| τοῦ δὲ πτεροῦ τὸ σκληρὸν προεχέτω σμικρὸν ἔξω ἐκ τοῦ εἰρίου : ὅταν δὲ αἷμα φανῇ , ἀφελέσθω . Ἄλλο | ||
| αἱμοῤῥοΐδας τὸν αὐτὸν τρόπον διώσεις τῇ βελόνῃ , ὡς παχύτατον εἰρίου οἰσυπηροῦ ῥάμμα καὶ ὡς μέγιστον ἀποδήσας , ἀσφαλεστέρη γὰρ |
| κρεμασμὸς ἐγγύς τι τοῦ κατὰ φύσιν : δεῖ μέντοι τὸν ἐκκρεμάμενον ἔμπειρον εἶναι , ὡς μὴ ἐκμοχλεύῃ τῷ πήχεϊ τὸ | ||
| κρεμασμὸς ἐγγύς τι τοῦ κατὰ φύσιν . δεῖ μέντοι τὸν ἐκκρεμάμενον ἔμπειρον εἶναι , ὡς μὴ ἐκμοχλεύειν τῷ πήχει τὸ |
| τῆς κεφαλῆς παρὰ τὰς σφαγὰς διὰ τῆς ῥάχιος ἐς τὸ σφυρὸν τὸ ἐκτὸς τοῦ ποδὸς καὶ ἐς τὸ μεταξὺ τοῦ | ||
| Ἀριστοφάνη τὴν εἰς τὰ ἀφροδίσια ἀκρασίαν . καὶ τὸ περὶ σφυρὸν παχεῖα μισητὴ γυνή οὕτως ἐξηγοῦνται . μήποτε μέντοι γενικώτερόν |
| ὑλάκεσιν . Ἰάνθη : εὐφράνθη . Ἰχθυβόλοι : ἀσπαλιῆες . κύρτου : τοῦ δικτύου . ἐστήσαντο : ἐποίησαν . Σαλαμίνιδι | ||
| σάλπαι δ ' ἀγρόμεναι κεῖνον πόρον ἀμφινέμωνται , τῆμος ἐπεντύνει κύρτου δόλον : ἐν δέ οἱ εἴσω φύκεσιν εἰλομένους λᾶας |
| τε ἔχουσα οὐδὲν ἡμερωτέρους θηρίου καί οἱ τῶν χειρῶν εἰσιν ἐπικαμπεῖς οἱ ὄνυχες : ἐπίγραμμα δὲ ἐπ ' αὐτῇ εἶναί | ||
| : ταπεινοί * ὑπένερθεν : κάτωθεν ὑποκάτωθεν * ἀγκύλοι : ἐπικαμπεῖς ἢ σκολιοί καμπύλοι , ἰσχυροί * γναθμοῖς : σιαγόσι |
| μεν με [ ] [ ] [ [ ] ! ἔναιμον π ? [ [ ] α ? κραιν ? | ||
| σάκκον μὲν τὸ σῶμα αἰνιξάμενος , αἷμα δὲ ζωὴν τὴν ἔναιμον . ἐπειδὴ γὰρ ψυχὴ διχῶς λέγεται , ἥ τε |
| ' ὠψώνει ποτέ , καὶ τοῦ μαγείρου , φασίν , ὀστῶδες σφόδρα αὐτῷ τι προσκόπτοντος ἀπὸ τύχης κρέας εἶπεν , | ||
| εἰκότως τοῦτο γενήσεται , ἐπειδὴ σχεδὸν ἄσαρκόν ἐστι τὸ μέτωπον ὀστῶδες τυγχάνον , εἰ μή τι δ ' ἂν ἐλαχίστη |
| φάλαγξ φοβουμένη τοὺς ἱππεῖς ἀπεχώρησεν ἐκ τοῦ πεδίου πρὸς τὰς ὑπερκειμένας δυσχωρίας καὶ τῇ τῶν τόπων ὀχυρότητι τὴν ἀσφάλειαν περιεποιήσατο | ||
| . νεάτας δὲ ἄκριας εἴρηκεν τῶν Αἰθιόπων τὰς ἐσχατιὰς ὡς ὑπερκειμένας τῆς οἰκουμένης . οὐκ ὀρθῶς δὲ εἴρηκεν ὑπὲρ ἄκριας |
| , μόσχους ὀρούσας ἐς μέσας λέων ὅπως , παίει σιδήρωι λαγόνας ἐς πλευράς θ ' ἱείς , δοκῶν Ἐρινῦς θεὰς | ||
| δαμῆναι . κεῖτο γὰρ εἱαμενῇ δονακώδεος ἐν ποταμοῖο , ψυχόμενος λαγόνας τε καὶ ἄσπετον ἰλύι νηδύν , κάπριος ἀργιόδων , |
| ἄκρα αὐτοῦ στρογγύλα ποιήσαντες ἐναρμόζουσιν εἴς τινα διαπήγματα ἐν στρογγύλοις τρήμασιν , ὥστε εὐκόπως αὐτὸν στρέφεσθαι , ὑπὲρ δὲ τὸν | ||
| τροπουμένων ] τὰς κώπας ἁρμοζόντων ἵνα ἴδωσιν εἰ συντρέχουσι τοῖς τρήμασιν . Γ νιγλάρων : ὁ νίγλαρος κροῦμά ἐστι καὶ |
| αὐτοῦ δακτύλου , εἶτα προϋποχρίσας ἐλαίῳ τὸν τόπον ἢ ἐρίου πτύγμα ἐλαιοβραχὲς προϋποθεὶς τῷ κοίλῳ τόπῳ , κατὰ μίαν σπύραθον | ||
| ἔριον μέλιτι κεχριϲμένον ἢ κροκύδα μεθ ' ὕδατοϲ ἄνωθέν τε πτύγμα ἐπιδεῖν ἡϲυχῆ . ϲυμφέρει δὲ τούτοιϲ καὶ θάλαϲϲα ψυχρὰ |
| ἦτρον ψυχρὸν ἔχει : ἢν δὲ ζώῃ , τό τε ἦτρον θερμὸν ἔχει , καὶ ἡ μὲν γαστὴρ ὅλη μεταπίπτει | ||
| Ἕλληνες . ἥλω καὶ ἑάλω Ἀττικοί , ἐλήφθη Ἕλληνες . ἦτρον τὸν ὑπὸ τῷ ὀμφαλῷ τόπον Ἀττικοί , ὑπογάστριον Ἕλληνες |
| , ἄνθος κρόκῳ ὅμοιον , σπέρμα λευκὸν καὶ πυρρόν , ἐπίμηκες , γεγωνιωμένον . Κολχικόν λήγοντος τοῦ φθινοπώρου ἀνίησιν ἄνθος | ||
| καὶ ὁ οἰκοδόμος ἀπὸ μεταφορᾶς τούτου τεῖχος , ἀντὶ τοῦ ἐπίμηκες ποιεῖ : καὶ ἐλαύνει ἵππον , ἀντὶ τοῦ ἐπ |
| καὶ κίνει ἑψῶν μαλακῷ πυρὶ μέχρις ἀμολύντου . εἶτα κάτω χαλάσας βάλλε τὸν κηρὸν καὶ τὴν πιτυΐνην καὶ , ἐπὰν | ||
| δὲ πρῶτα μὲν οὔρει κατὰ τὴν κυνικὴν ἀδιαφορίαν εἰς σύρμα χαλάσας καὶ καθεὶς τὸ τριβώνιον , ἔπειτα καὶ Δωρίδα τὴν |
| τῷ ἐδάφει , ὑπορύξαντες βραχὺ καὶ ξύλου μακροῦ τὸ ἄκρον ὑποβαλόντες ὑπὸ τὸ φορτίον κατῆγον ἐκ τοῦ ἑτέρου ἄκρου , | ||
| ὅτε πηγνύομεν θηητὸν θαυμαστὸν μέγαρον καὶ οἶκον , ὑποστήσαντες καὶ ὑποβαλόντες τῷ εὐτειχεῖ προθύρῳ τοῦ θαλάμου χρυσέας καὶ λαμπρὰς κίονας |
| ῥητινίζων , ἐν τῷ διαμασᾶσθαι ἐκκαίων τὴν γεῦσιν : ῥίζα εὐμεγέθης ὕπεστιν , ὄζουσα λιβάνου . Ἄλλη λιβανωτὶς πάντα ἐοικυῖα | ||
| ἡ γνώμη καὶ ἰσόθεος τιμή . τὰ δὲ σημεῖα : εὐμεγέθης , εὐρύστερνος , ἐκ τῶν μηρῶν εἰς τοὺς πόδας |
| φέρεσθαι τῷ στόματι : εἶναι γὰρ καὶ ἐν τῷ σώματι θηλὰς ἐπινενεμημένας καὶ στόματα , δι ' ὧν τρέφεσθαι . | ||
| ὑπὸ τῆς φύσεως γεγεννημέναι χάριν τοῦ τὸ ἔμβρυον προμελετᾶν τὰς θηλὰς τῶν μαστῶν ἐπισπᾶσθαι . καταψεύδονται δὲ τῆς ἀνατομῆς , |
| εἰσὶν ταῖς τῆς κνήμης κοιλότησιν . ἔχει δὲ καί τινας ἐξοχὰς ἡ κνήμη , αἵτινες οὐκ ἐῶσιν εὐκόλως γίνεσθαι τὰ | ||
| γεῖσα , ὄντα τῶν τειχῶν : ἄλλως : τὰς ποικίλας ἐξοχὰς τῶν οἰκοδομημάτων : ἄλλως : τὰ ἄκρα τῶν ἐπάλξεων |
| πολυτελῶν . ἐπεβέβλητο δ ' αὐτῷ πορφυροῦν ἀμφίταπον ἀμοργίνῳ καλύμματι περιειλημμένον . προσκεφάλαια δὲ εἶχε τρία μὲν ὑπὸ τῇ κεφαλῇ | ||
| ὑπὸ πάντων , θαμνίσκιον φρυγανοειδές , φυλλαρίοις στενοῖς καὶ πολλοῖς περιειλημμένον , ἔχον ἐπ ' ἄκρου κεφάλια ἄνθους πορφυρίζοντα . |
| ἐντὸς τῆς σπείρης * ὑπὸ σπείρης : ἀντὶ τοῦ ἐντὸς ὁλκοῦ ἐν τῷ ἑλιγμῷ καὶ συστροφῇ ψαφαρὸς δὲ ἤγουν αὐχμηρὸς | ||
| πέμπτος τετάρτου καὶ ἑτέρων ἕτεροι κατὰ μακρὸν στοῖχον ὑπὸ μιᾶς ὁλκοῦ δυνάμεως συνεχόμενοι , πλὴν οὐ τὸν αὐτὸν τρόπον : |
| εὔφορος ἢ ἐν τοῖν ὤτοιν ἐλλόβια ἢ πόρπη τις ἢ ταινία τὸ ἄφετον τῆς κόμης συνδέουσα , τοσοῦτον τῇ εὐμορφίᾳ | ||
| ἀλλ ' ἐπὶ καιροῦ τινος εὐφυΐας καὶ ἀρετῆς . σῷ ταινία τρύχνον : τὴν πόαν . θηλυκῶς λέγουσι τὴν τρύχνον |
| τὴν διμερῆ φορβεὰν καὶ παρ ' αὐτὰς νεμόμεθα ἄχρι τοῦ σκεπασθῆναι ὅλην τὴν κεφαλὴν δίχα τῶν ὀφθαλμῶν . ἐπὶ πᾶσιν | ||
| ὑάλῳ : καὶ ἐπίβαλε ἐπ ' αὐτῷ κίτριον ζωμὸν ὥστε σκεπασθῆναι ταύτας ὑπ ' αὐτοῦ : ἐπάνω δὲ τοῦ τοιούτου |
| Ἄντυλλοϲ ῥαφαῖϲ πρότερον τριϲὶν ἢ τέτραϲιν τὸ περιττὸν διακεντήϲαϲ δέρμα ψαλίδι ἐπάκμῳ ἢ ϲμίλῃ τοῦτο μετὰ τὰϲ ῥαφὰϲ ἐξέτεμνε καὶ | ||
| τότε καὶ τοῖϲ ἐκτὸϲ ἐπιχειρεῖν . τινὲϲ δὲ τῶν νεωτέρων ψαλίδι αὐτοὺϲ ἀποκείραντεϲ ἢ ἱππείᾳ τριχὶ ἀποδήϲαντεϲ ἐθεράπευον , ὥϲπερ |
| . τῆς δὲ παρ ' ἑκάτερα τούτων πιλουμένης , τὸ ἐμπρόσθιον καὶ ὀπίσθιον μέρος ἐξ ἀνάγκης κυρτοῦται . καὶ εἴποτέ | ||
| κυκλοτερῆ περιείλησιν ἐργαζόμενοι τοπικήν , λοξὴν ἄγομεν καταβολὴν κατὰ τὸν ἐμπρόσθιον τόπον τοῦ ἀγκῶνος , καθ ' ὃν αἱ φλεβοτομίαι |
| αὐτὴν ἐπιφάνειαν ἴσχουσα τοῖς πελάγεσι . συγκρύπτοιτο γὰρ ἂν τὸ ἐξέχον τῆς γῆς ἐν τῷ τοσούτῳ μεγέθει μικρὸν ὂν καὶ | ||
| δὲ αὐτοῦ ἥδε : κατατείναντα ἐς ἰθὺ , τὸ μὲν ἐξέχον ἀπωθέειν , τὸ δὲ ἐναντίον ἀντωθέειν . Ἴησις δὲ |
| κορυφὴν ἀντικειμένη τῇ πρώτῃ ἐπὶ ἰνίον : ἀπὸ ἰνίου ἐπὶ λοβὸν ὠτὸς ἀντικειμένου καὶ ἐπὶ ἰνίον ἀπὸ ἰνίου μετωπιαία . | ||
| ἄγομεν τὴν ἐπείλησιν λοξὴν μὲν κατὰ βρέγματος καὶ ὀφθαλμοῦ ὑπὸ λοβὸν ὠτὸς ἄχρι ἰνίου , ἐγκύκλιον δὲ κατὰ μετώπου . |
| αὐτὸν ἐκ τῶν ἔμπροσθεν βλάπτεσθαι , τὸ δὲ πλινθίον μήτε χοινικίδας μήτε ὑποχοινικίδας μήτε κατακλεῖδας ἐπικειμένας ἔχον [ βλάπτεσθαι ] | ||
| χοινικίδες ἐπὶ τῶν περιτρήτων ἐπιτείνουσαι τὸν τόνον . ἡμεῖς δὲ χοινικίδας οὐκ ἐπιτίθεμεν , ποιήσομεν δὲ ὑψηλότερον τὸ πλινθίον τῷ |
| . [ λζʹ . Πρόσθετα . ] Ῥοιὰν σὺν ἐρίῳ καταπλάσας προστίθει . ἢ σίδια ἑψήσας καὶ τρίψας ἐν ἐρίῳ | ||
| λειώσας καὶ ἀποσπογγίσας οἴνῳ ἐπιδέσμει . Ἄλλο . ῥητίνην φρυκτὴν καταπλάσας τὸ ἔλκος ἐπιδέσμει . Ἄλλο . ἀλόην λειώσας καὶ |
| δείκνυσιν . ἐπί τε τῶν παιδίων σφόδρα λεπτὸν ὂν τὸ περιτόναιον οὐκ αἰσθητὴν παραλλαγὴν τῇ συγκρίσει πρὸς τὰ κατὰ φύσιν | ||
| στέγεται ὡς ἐπὶ τὸν περιτόναιον , ἐπειδὴ οὐ διεξέρχεται τὸν περιτόναιον , στεγανοῦ αὐτοῦ ὄντος , καὶ τῇ προσθήκῃ παχύνεται |
| : τὸ δὲ ξύλον ἐντεριώνην ἔχει , εὔφθαρτον δὲ καὶ κοπτόμενον . ἐν πᾶσι δὲ γίγνεται τοῖς τόποις , εὐθενεῖ | ||
| γόνιμον , νυκτερινόν , νηκτόν , συριγγῶδες , φολιδωτόν , κοπτόμενον , πτερωτόν , ἄφωνον . καὶ καθόλου μέν ἐστι |
| ταῖς πλευραῖς πεποιημέναι , αἷς ἑκάτερον τῶν μερῶν συμπορπηθὲν ὅλον σιδηροῦν ποιεῖ φαίνεσθαι τὸν ἱππέα , κωλύει δὲ οὐδὲν ὁ | ||
| κάδον λαβών τιν ' οὔρει πίττινον . καὶ στόμωμα μὲν σιδηροῦν ὅστις ἐν τοῖς ἀποθέτοις σκεύεσιν ἀριθμοῖ , Κρατῖνος ἂν |
| δὲ τούτῳ τὸ ἥμιϲυ μέροϲ τοῦ μετώπου μετὰ τοῦ κροταφίτου μυόϲ . χρηϲιμώτατον δέ ἐϲτι πρὸϲ τὰϲ ψυχρὰϲ διαθέϲειϲ , | ||
| κατάχριε τὸ ἥμιϲυ μέροϲ τοῦ μετώπου κατὰ τοῦ κροταφίτου δηλονότι μυόϲ . ἐφ ' ὧν δὲ μὴ πολλὴ ψῦξίϲ ἐϲτι |
| τινὰ ἐσθίειν , καὶ τὸ μέν τι τῆς τροφῆς τὸ ἐπιπολάζον ἀνεμεῖν , τὰ δὲ περιττὰ κάτωθεν ἐκκρίνεσθαι αὐταῖς φασιν | ||
| δέ τινες καὶ κύλικες Κονώνιοι . κότυλος . μόνωτον ποτήριον ἐπιπολάζον Σικυωνίοις καὶ Ταραντίνοις λουτηρίῳ ἐοικὸς βαθεῖ . κοτύλη ἡ |
| πολύ , ὅταν φῶμεν ἀχανὲς πέλαγος ἀντὶ τοῦ ἐπὶ πολὺ κεχηνός , ὁμοῦ , οἷον ἀδελφὸς ὁ ὁμόδελφος καὶ ἀκολουθοῦν | ||
| , καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἀχανές , τὸ λίαν κεχηνός . δηλοῖ δὲ καὶ ἐνεὸν εἶναι καὶ μὴ χαίνειν |
| , καμπτόμενος , ἀπὸ τῶν λύγων : λύγος δὲ φυτὸν ἱμαντῶδες : δίδη μόσχοισι λύγοισιν : ἐν Γοργίᾳ : „ | ||
| τὸ τριχῶν γένος ἐν τῷ δέρματι πέφυκεν , συγγενὲς μὲν ἱμαντῶδες ὂν αὐτοῦ , σκληρότερον δὲ καὶ πυκνότερον τῇ πιλήσει |
| χειρὶ δ ' ἔνθες ὀξύην , λαιόν τ ' ἔπαιρε πῆχυν , εὐθύνων πόδα . ἦ παιδαγωγεῖν γὰρ τὸν ὁπλίτην | ||
| παλαιστὴν αʹ , ὅ ἐστι πήχεως Ϛʹʹ . Ἐὰν δὲ πῆχυν ἐπὶ δάκτυλον , ποίει χυδαῖον δάκτυλον αʹ , ὅ |
| γὰρ ὅταν ὀργίζηται ἵππος ἵππῳ ἢ ἐν ἱππασίᾳ θυμῶται , εὐρύνει μᾶλλον τοὺς μυκτῆρας . καὶ μὴν κορυφὴ μὲν μείζων | ||
| ἐκ πολλοῦ τοῦ περιόντος διαναστὰς πρὸς ὕψος τὰ μὲν στέρνα εὐρύνει , τὸ δὲ στόμα διοίξας ὁλκοῦ πνεύματος ῥύμῃ βιαιοτάτῃ |
| ὑπένερθεν τότ ' ἄν , ὥστε τοῖς αἰδοίοισι δρόσος καὶ χνοῦς ὥσπερ μήλοισιν ἐπήνθει . οὐδ ' ἂν μαλακὴν φυρασάμενος | ||
| πρὸς νομὰς καὶ ἐπουλίδας , καταστέλλει καὶ τὰ ὑπερσαρκοῦντα , χνοῦς δὲ διὰ μήλης κατουλοῖ . Ἄλλο ἴσχαιμον . Μίσυος |
| ἀσυνδέτους , σκέλη τὰ πρόσθεν ἐλαφρὰ σύγκωλα , στῆθος οὐ σαρκῶδες , πλευρὰς οὐ βαρείας οὐδὲ ἀσυμμέτρους , κωλῆνα σαρκώδη | ||
| τελείων παραδέχεσθαι . κατὰ μέντοι τὴν φύσιν τρυφερόν ἐστιν καὶ σαρκῶδες ἐπὶ τῶν ἀδιακορεύτων , σομφότητι πνεύμονος ἢ τρυφερίᾳ γλώττης |
| ὑποσκελίσας , 〚 κατάξας , μετακαλεσάμενος 〛 , οἷον τῇ ἀγκύλῃ καταβαλών . παλαιστρικὰ γάρ ἐστι ταῦτα καὶ τὸ “ | ||
| αἰετὸς η διαγράφων λ ῥαιβῷ λβ τυπωτὴν λα τόρμαν κθ ἀγκύλῃ βάσει λγ κλάζων κγ τ ' ἄμικτον στόματι ῥιγίστην |
| ἄν τις δυνηθείη ; εἰ δέ τις πᾶν ἐθέλοι τὸ ἐπανεστηκὸς ὀστοῦν ἐκκόπτειν , γυμνώσει τὴν μήνιγγα πᾶσαν καὶ σπασμῷ | ||
| . οὗ τὸ μὲν πρὸς τοὺς δακτύλους μετὰ τὸ κοῖλον ἐπανεστηκὸς , στῆθος ποδός . εἶτα οἱ δάκτυλοι , ἰσάριθμοι |
| διαίρεσιν , πρὸς τὴν τοῦ ὑγροῦ ἐποχήν , καὶ ἔξωθεν τιλτοῖς μοτοῖς πλείστοις σκέπειν τὸν τόπον , καὶ μοτοφύλακα ἐπιτιθέντες | ||
| ἀναπληρούσθω τὸ τῆς ἐκτομῆς κοίλωμα , καὶ τὰ πρόχειρα μέρη τιλτοῖς μότοις ἀναπληρούσθω , καὶ κατὰ τοῦ μοτοφύλακος ὅλου τοῦ |
| πελεκᾶντι : Μήποτε πελέκας προενεκτέον ὡς ἀλίβας . ὁ δὲ πελεκῖνος τῷ πελεκᾶντι προσέρριπται . πελεκὰν μέντοι πελεκάνος κοινῶς , | ||
| τὸ τραχὺ καὶ σκληρόν , ἐν δὲ ταῖς ἀφάκαις ὁ πελεκῖνος ὅμοιον τῇ ὄψει τῷ πελέκει : σχεδὸν δὲ καθ |
| δὲ φλεγμαίνοντος κατὰ μὲν τὰ πλάγια μέρη πόνος τῆς καταλλήλου λαγόνος γίνεται , σφοδρυνόμενος κατὰ τὴν εἰς τὰ ἐναντία ἐπιστροφήν | ||
| ὦ γαῖα κεραμί , τίς σε Θηρικλῆς ποτε ἔτευξε κοίλης λαγόνος εὐρύνας βάθος ; ἦ που κατειδὼς τὴν γυναικείαν φύσιν |
| καὶ κοῦφος , ἀκοντιστὴς οἶμαι ἀγαθὸς ὤν , ὁ δὲ πέφρακται τὸ στέρνον ἀπειλῶν πάλην τινὰ τῷ θηρίῳ , ὁ | ||
| δὲ καὶ τὰς κνήμας , ὁ δὲ καὶ τὰ σκέλη πέφρακται . τὸ δὲ μειράκιον ὀχεῖται μὲν ἐφ ' ἵππου |
| καὶ σὲ μὲν ἡττημένον δημιουργήσωσιν , ἐμὲ δὲ τὰ γυναικῶν περικείμενον οὐ προστιθέντες τὰ ἀτυχίας , αἷς ἐκείνους ἐνέβαλεν ἡ | ||
| ἀσπὶς κρατουμένη , τὰ δὲ καὶ ἀμυντήρια , ὡς ξίφος περικείμενον καὶ δόρυ κρατούμενον . τῶν δὲ ἐν εἰρήνῃ τὰ |
| ἔχων ἐν ἑαυτῷ ἀεριζούσας . ἐπιχάρασσε δὲ ἐπ ' αὐτῷ σπείραμα ὄφεως ἔχον προτομὴν ἤγουν κεφαλὴν κυνός : οὗτος φορούμενος | ||
| αὕτη καὶ κάτωθεν ἄνω οὕτως : ἀρχὴ ἐπὶ ἰνίον τὸ σπείραμα ὑπὸ λοβὸν ὠτὸς ὑπὸ γένειον : εἶτα παρειὰς , |
| , οὐκ ἀμφίβολος μέν , καθὸ ἐπὶ τέλει συντεθεῖσα ἡ πλάγιος δεόντως πρὸς τὸ σημαινόμενον ἐκλίνετο , ἀλλήλοις ἔδωκαν , | ||
| ἡ πόλις : βόστριχες : γοσταὶ αἱ κριθαί : δόγμος πλάγιος , λοξός : δόχμη δῶρον : κόχλος : κόπρος |
| τῷ δακτύλῳ σφενδόνη εὔφορος ἢ ἐν τοῖν ὤτοιν ἐλλόβια ἢ πόρπη τις ἢ ταινία τὸ ἄφετον τῆς κόμης συνδέουσα , | ||
| παμφαλῶ . Πόρπη . παρὰ τὸ τειρῶ , πόρη καὶ πόρπη . Πτίλα . παρὰ τὸ τίλλω , τίλλα , |
| δευτέρῳ περὶ Καρίας . τὸ ἐθνικὸν Λαβαρεύς ὡς Παταρεύς . Λάβδαλον , ἄκρον τῶν Ἐπιπολῶν , Συρακουσῶν πλησίον . Θουκυδίδης | ||
| ὅπου πολιορκοῦντες . τὸν κύκλον : ἤτοι τὸν περὶ τὸ Λάβδαλον ἢ τὸν περὶ τὸ τεῖχος τῶν Συρακουσίων , ᾧ |
| καταφάσεις ἢ ἀποφάσεις οὐ λέγονται , τὸ δὲ ὅλον τοῦτο στερητικαὶ καταφάσεις καὶ ἀποφάσεις , ὥσπερ καὶ ὁ τεθνεὼς ἄνθρωπος | ||
| μὲν περὶ τούτων . ἰστέον δὲ ὅτι εἰσὶ καὶ αἱ στερητικαὶ προτάσεις ἄνθρωπος ἄδικός ἐστιν καὶ ἄνθρωπος ἄδικος οὐκ ἔστιν |
| ἰσχυρὸν καὶ ἀς βράσῃ ὥρας δʹ : καίεται γὰρ τὸ χάλκωμα καὶ γίνεται τοιοῦτον ὅ τι τρίβεται ὥσπερ ἅλας : | ||
| λύχνον ἐντίθει εἰς κοῖλον λοπάδιον ὀστράκινον καινόν , εἶτα περικάθαψον χάλκωμα εἰς κοῖλον τετρημένον κατὰ μέσον ἐπιμελῶς , ὑποτιθείς τε |
| δεικνὺς λέγει : ὅτι οὐ κατέφαγεν , ἀλλὰ κατέπιεν μήτε μασησάμενος . λέγεται ὁ κάνθαρος εἰς ὄνθον ἀποσπερματίζειν καὶ οὕτω | ||
| , ὅταν ἀλγῇ τις ὀδόντα , λαμβανέτω , μούνην δὲ μασησάμενος παράχρημα εὐθὺς ἀποπτυσάτω , καὶ ἐλεύσεται ἔκτοθι ῥεῦμα . |
| εὐρύτερον , τοῦ κοχλιάξονος ἐντὸς κατὰ τὰ πώματα ὑπὸ τῶν ψαλίδων συνεσχημένου . τὸ μὲν οὖν κάτω πῶμα ἀνεμποδίστως κλείεται | ||
| χρήσιμον δὲ τοῦτο καὶ ἐν ταῖς πυργοποιίαις , ἀντὶ τῶν ψαλίδων ἐάν τις βούληται οὕτως κατασκευάζειν τὰς πυλίδας . τοὺς |
| τὸ εἶναι , οὗ καὶ νοουμένη ἀχώριστος , ὡς δὲ κοιλότης κεχωρισμένη καὶ οὐδὲν δεῖ τῷ νῷ προσεπινοεῖν τὸ ὑποκείμενον | ||
| . καὶ ἡ γαστὴρ αὐτή . καὶ ἡ τῶν ἑλκῶν κοιλότης . κράδης : οἱ μὲν τὰ τῆς συκῆς φύλλα |
| . . τὰ ῥάκη : τὰς ῥυτίδας . . τὰς ῥυτίδας τὰς ἐπιδιπλώσας τοῦ δέρματος . Θ . ἤγουν τὰς | ||
| κατάδηλα : Τὰ φανερά . . τὰ ῥάκη : τὰς ῥυτίδας . . τὰς ῥυτίδας τὰς ἐπιδιπλώσας τοῦ δέρματος . |
| ἔθος ἦν τοὺς δεομένους καὶ ταῖς χερσὶ καὶ τῷ στόματι κατέχον τας δέεσθαι : τί χρῆμα . μή τι ἄρα | ||
| ἢ ὄγκος ἀντίτυπος ὅσον ἐφ ' ἑαυτῷ : ἢ τὸ κατέχον τόπον . Πλάτων [ ὃ ] μήτε βαρὺ μήτε |
| ὀδύνη ἑλκώδης περὶ τὸν τόπον γίνεται , διατείνουσα καὶ μέχρι κλειδός . πολλοῖς μετὰ τοῦ τὴν κοιλίαν ἐκδιδόναι καὶ οὖρα | ||
| ὧν ἑκατέρῳ τῶν ὀρθίων ἀνατείνεταί τις τένων πλατὺς ἄχρι τῆς κλειδός , ἔχων τι καὶ σαρκῶδες ἐνταῦθα : διὸ καὶ |
| . ταύτας γὰρ ὅταν βούλωνται δοκιμάζειν εἰ χρησταί εἰσιν , ἐπιλαβόμενοι τῇ μὲν δεξιᾷ χειρὶ τῆς λαβῆς , τῇ δὲ | ||
| ἀμφοῖν τῶν μορίων διέλθοι τὸ βέλοϲ ἢ τὸ δόρυ , ἐπιλαβόμενοι τοῦτο ἔξωθεν ὥϲπερ καὶ ἐφ ' ἑνὸϲ ἐξελκύϲομεν . |
| τὸ κάταγμα σφίγγων , ἵνα τὰ ῥεύματα παλινδρομήσῃ : καὶ λεπίδας χαύνως δεσμῶν ἀφαιρεῖται ἐπιτηδείως καὶ χιαστῶς τὸν δεσμὸν τιθεὶς | ||
| λευκὸν φανὲν μετὰ χρόνον ἐρυθραίνεσθαι , σάρκα κεγχρώδη προσβάλλειν , λεπίδας τε πρὸς τοὺς ἰδίους ἀποβάλλειν χρόνους , ἀταράχως ὑπνοῦν |
| θεραπαινίδων μᾶλλον τὸ ὑπόδημα . Τυρρηνικά : τὸ κάττυμα ξύλινον τετραδάκτυλον , οἱ δὲ ἱμάντες ἐπίχρυσοι : σανδάλιον γὰρ ἦν | ||
| δ ' ἄνωθεν καὶ κάτωθεν κηλῖσιν ὑπολεύκοις : καυλὸν δὲ τετραδάκτυλον , γυμνόν , ἐφ ' οὗ ἄνθη ῥοδοειδῆ , |
| ἡ ] ἐπὶ τῶν λοιπῶν διαφορῶν ἥ τε μεσότης τῆς καιρίας τῷ περινέῳ περιτιθέσθω , παρατετηρημένως δὲ μᾶλλον ἐπὶ τῆς | ||
| πήχεις σφίγγονται , τὸ δὲ μέσον τῶν βρόχων διπλοῦν τῆς καιρίας χάλασμα ἀναφέρεται ἐπὶ τὸν τένοντα τοῦ πάσχοντος , καὶ |
| Κλῖμαξ καλούμενον , ἐπίκειται δὲ τῷ Παμφυλίῳ πελάγει , στενὴν ἀπολεῖπον πάροδον ἐπὶ τῷ αἰγιαλῷ ταῖς μὲν νηνεμίαις γυμνουμένην ὥστε | ||
| φίλε , ἦν δ ' ἐγώ , μέτρον τῶν τοιούτων ἀπολεῖπον καὶ ὁτιοῦν τοῦ ὄντος οὐ πάνυ μετρίως γίγνεται : |
| περόνης ὁ ἀστράγαλος περιλαμβάνεται , τὸ τέτρωρον αὐτοῦ καλούμενον ἄνω νενευκὸς ἔχων . ὑπόκειται δ ' αὐτῷ τὸ μέγιστον ὀστοῦν | ||
| τῷ βάθει , ἀλλὰ πρὸς τὸ κάτω [ εἶναι ] νενευκὸς τρῆμα καλοῦσι οἱ τούτων ἐργάται ὑπαμβές . πλὴν ταῦτα |
| τὸν κηρὸν συντετηκότα μετὰ τοῦ ὑπολειπομένου ἐλαίου ἐπιχεῖν πᾶσι καὶ λεαίνειν , ἔπειτα κόπτειν ἐν ὅλμῳ , μέχρις ἑνωθῇ . | ||
| τέμνειν εἶναι , τοὺς δὲ γομφίους οἵους παρὰ τούτων δεξαμένους λεαίνειν : καὶ στόμα μέν , δι ' οὗ ὧν |
| ἀναμετροῦσι τὴν γῆν ὡς ἐν Αἰγύπτῳ , καὶ τὰς κλειστὰς διώρυγας , ἀφ ' ὧν εἰς τὰς ὀχετείας ταμιεύεται τὸ | ||
| τρισμυρίων καὶ ἑξακισχιλίων σταδίων . τὰ μὲν οὖν περὶ τὰς διώρυγας τοιαῦτα . Ἡ δὲ χώρα φέρει κριθὰς μὲν ὅσας |
| ἴσον τῷ ὀρύγματι , τρήσαντες αὐτοῦ τὸν πυθμένα , σιδηροῦν αὐλίσκον διέντες , πληρώσαντες πτίλων λεπτῶν , πῦρ ὀλίγον ἐμβαλόντες | ||
| τοῦτον , ὅταν ἤτοι σκληρᾷ περιτυγχάνοντες ὑποχωρήσει μὴ φυλάξωνται τὸν αὐλίσκον , ἀλλ ' ἀπὸ ταύτης ὠθῶσι βίᾳ προβάλλοντες : |
| τῆς πρώτης , καθήσομεν τὸν δάκτυλον ἢ τὸ πλατὺ τῆς μήλης , κἄπειτα διελοῦμεν οὕτως . εἰ δὲ μὴ πλάγιον | ||
| χρώμενος , ἐφ ' ὅλου τοῦ ἕλκους ἐπικυλιομένου τοῦ τῆς μήλης πυρῆνος . ἔξωθεν δ ' ἀρκεῖ μότος ἤτοι ξηρὸς |