κατανάλωσεν ἑταίραν οὖσαν : καὶ ἀποθανούσῃ πολυτάλαντον μνημεῖον κατεσκεύασεν : ἐκφέρων τε αὐτὴν ἐπὶ τὰς ταφάς , ὥς φησι Ποσειδώνιος
σχήματος τούτου . Μεθ ' ὧν κεράστης ἕτερος τοὺς πλοκάμους ἐκφέρων ἔνθεν κἀκεῖθεν γύροθεν δίκην οὗτος κεράτων . Ἄλλος δὲ
6014365 μαλον
τις δὲ μεθ ' Ὅμηρον τὸ μὲν μῆλον δωρίσας εἰς μᾶλον τὴν δὲ ὄψιν εἰς εἶδος μεταλαβὼν καὶ μεταθεὶς τὰς
θαλάσσης ἔκειτο , λοχήσας εἷλεν . Ὡς δὲ ἐκείνη πολὺ μᾶλον ἀπεμάχετο περὶ τῆς παρθενίας , ὀργισθεὶς Τράμβηλος ἔρριψεν αὐτὴν
5992319 ὀνοματικως
ἵνα τὸ μὲν ὀνοματικὸν προσηγορικὸν γένηται , τὸ δὲ προσηγορικὸν ὀνοματικῶς λέγηται : καὶ τὰ μὲν παθητικὰ ῥήματα δραστήρια ,
συνεχέστερον , πρὸ τῶν ῥημάτων τιθεμένη , ἐπιρρηματικῶς ἀκούεται ἤπερ ὀνοματικῶς , εἰ οὕτως ἀποφαινοίμεθα , ταχὺ παρεγένου , ὅς
5570065 ἐνεδρευω
ποιοῦσι θόρυβον : ἀπὸ τοῦ βωμὸς καὶ τοῦ λοχεύω τὸ ἐνεδρεύω . κάμψειέν ] κεκλασμένῃ . . . ἐπιφέροι ,
] “ οὐ συναπατῶ σε ” φησίν “ οὐδ ' ἐνεδρεύω : ἕτοιμα δεῖ σε πάντ ' ἔχειν : ἀποθνῄσκεις
5552891 τρεπει
εἰρήνη , εἰρηνόδωρος . Τὰ εἰς ων ἀπὸ εὐθείας συγκείμενα τρέπει τὸ ω εἰς ο : οἷον , Ἀπόλλων ,
αὐτόν . Ῥάχις ἀνθρώπου νεκροῦ φασιν ὑποσηπόμενον τὸν μυελὸν ἤδη τρέπει ἐς ὄφιν : καὶ ἐκπίπτει τὸ θηρίον , καὶ
5535903 ἐκτεινων
πάσας τῆς ψυχῆς τὰς ἐνεργείας κοινότερον τὸ τοῦ πάθους ὄνομα ἐκτείνων : ἀπορίαν γοῦν φησιν ἐν ἐκείνοις ἔχειν τὰ πάθη
μοι πεισθῇς , οὐ βλάψεις σεαυτὸν πρὸς κέντρα τὸν πόδα ἐκτείνων , ὁρῶν ὅτι κυριεύει πάντων χαλεπὸς καὶ ὀργίλος θεὸς
5525547 θησω
καὶ καταρχὰς προσόδῳ τοῦ ε . Τέθεικα παρακείμενος ἀπὸ τοῦ θήσω μέλλοντος γίνεται τροπῇ τοῦ σω εἰς κα καὶ προσόδῳ
. : Ἀθηνᾶ : . . . ἢ παρὰ τὸν θήσω μέλλοντα τὸν δηλοῦντα τὸ θηλάσω , οἷον „ γυναῖκά
5508416 ταχυπουν
' ἀπὸ στρατιᾶς κῆρυξ , νεοχμῶν μύθων ταμίας , στείχει ταχύπουν ἴχνος ἐξανύτων . τί φέρει ; τί λέγει ;
, περιστερὰ δὲ καὶ μέλαν καὶ μικρὸν καὶ ἐρυθρὸν καὶ ταχύπουν . ἴδιον δὲ λέγει τῆς περιστερᾶς τὸ κυνεῖν αὐτὰς
5484057 τρεφω
διάφοροι δέ εἰσιν αἱ σικελικαί : Ἄλεξις : περιστερὰς ἔνδον τρέφω τῶν Σικελικῶν πάνυ κομψάς . ὅτι ἐν νήτταις μείζων
εἴρηκε καὶ ὅτι αἱ Σικελικαὶ διάφοροί εἰσι : περιστερὰς ἔνδον τρέφω τῶν Σικελικῶν τούτων πάνυ κομψάς . Φερεκράτης ἐν Γραυσί
5469857 θεματικον
ἀλλοτρίως ἡ παραγωγὴ τοῦ ι παραδεδέχθαι : ἦν γὰρ τοῦτο θεματικὸν ἐν τρίτῳ προσώπῳ τῆς εὐθείας . . Πῶς οὖν
τὸ ἐφίλησαν , ὅπερ οὐκ ἔστι θεματικόν . Τὸ γὰρ θεματικὸν φιλῶ ποιεῖ : ἁπλῆ εἴπομεν διὰ τὸ Γεώργιος :
5442557 ἱστας
, . Σ σκανδαλήθρα : καὶ σκάνδαλα λέγουσιν σκανδαλήθρ ' ἱστὰς ἐπῶν . Ἀριστοφάνης καὶ Κρατῖνος . . , .
οἶκον οὗ τὰ συσσίτια , καὶ παρὰ τὴν θύραν ἔνδον ἱστὰς ἔλεγεν : ἀπὸ τῆς θύρας ταύτης λόγος οὐκ ἐξέρχεται
5424449 ἐπισκεψαι
ἑπτακτύπου καὶ ἑπταχόρδου φόρμιγγος θέλων καὶ ἀποδεχόμενος , ἄθρησον καὶ ἐπίσκεψαι , εἰ ἄριστόν ἐστιν , ἀντόμενος καὶ συναντώμενος ,
, ὦ Σιμωνίδη , εἰδέναι ὅτι ἀληθῆ λέγω , ὧδε ἐπίσκεψαι . βεβαιόταται μὲν γὰρ δήπου δοκοῦσι φιλίαι εἶναι γονεῦσι
5406571 αἰθε
οἴκαδε οἴκοθεν . Τὰ δὲ εὐχῆϲ ϲημαντικά , οἷον εἴθε αἴθε ἄβαλε . Τὰ δὲ ϲχετλιαϲτικά , οἷον παπαῖ ἰού
, ἥ τις καὶ τὴν δίφθογγον φυλάσσει , εἴθε , αἴθε . ἦν οὖν καὶ παρὰ τὸ ἄνευ ἄνευθε .
5386726 βαρυνομενον
τοῦ ο μικροῦ : ἐπιστήσεις δὲ ὅτι τὸ μὲν θόλος βαρυνόμενον ἐπὶ οἰκοδομῆς : τὸ δὲ ὀξυνόμενον ἐπὶ ὕδατος τεταραγμένου
μὲν Αἴας κεῖται , ἔνθα κατεπλέομεν . δέδεικται ἄρα ἀναλόγως βαρυνόμενον τὸ ἔνθα . Βαρύνεται καὶ ὅσα ἀντιμεταλαμβάνεται ἑτέροις ἐπιρρήμασι
5380808 τρεπων
Ἑνικά . Τετυφώς : ὁ ἐνεργητικός τε καὶ μέσος παρακείμενος τρέπων τὸ α εἰς ως τὴν μετοχὴν ποιεῖ , λέλεχα
ποτὲ οὐκ εἰς τὸ μῶρον οὐδέ μ ' εἰς Κύπριν τρέπων . δοκεῖς τὸν Ἅιδην σῶν τι φροντίζειν γόων καὶ
5366554 κυνοκεφαλῳ
λέγει δὲ κυνικῷ , οἷον πονηρῷ καὶ βιαίῳ . ΓΘ κυνοκεφάλῳ ] πονηρῷ δαίμονι καὶ βιαίῳ . πῶς , φησίν
Ὦ παμπόνηρε , πῶς οὖν κυνὸς βορὰν σιτούμενος μαχεῖ σὺ κυνοκεφάλῳ ; Καὶ νὴ Δί ' ἄλλα γ ' ἐστί
5356184 γεραιρω
– – ] φαίνω , ξενίαν τε [ φιλάγλαον ] γεραίρω , τὰν ἐμοὶ Λάμπων [ ˘˘˘˘ – – ]
Παφίῃ κλέος προσάπτει . Ἄγαμαι φύσιν πετήλων , κάλυκας πλέον γεραίρω διὰ τῶν ῥόδων γὰρ ἄρτι σοφίης κρατοῦσα λάμπω .
5353501 γεωργω
ἡ Πυθία ἔχρησε τιμᾶν ὡς ὑγιαστὴν τὸν θεόν . ἐγὼ γεωργῶ τὸν ἀγρόν , οὐχ ὅπως τρέφῃ αὐτός με ,
τοὺς οἰκέτας καὶ τὰ πρόβατα ἔλαβεν ἀντὶ τοῦ ἀπολαβεῖν . γεωργῶ δὲ πρὸς τῷ ἱπποδρόμῳ , ὥστε οὐ πόρρω ἔδει
5351311 νωθρος
ΡΟΣ δισύλλαβα τριγενῆ ἔχοντα δασὺ πρὸ τοῦ Ρ ὀξύνεται : νωθρός σαθρός ψυχρός ἐχθρός αἰσχρός στιφρός . σεσημείωται τὸ γλίσχρος
νω στερητικοῦ μορίου καὶ τοῦ θορῶ τὸ πηδῶ νωθορὸς καὶ νωθρός . Εἰλεῦνται : δωρικῶς καὶ αἰολικῶς , καὶ κινοῦνται
5314017 πηδων
ἂν εἰ ἑτέρου τὸ βιβλίον ἦν , οὐδ ' ἂν πηδῶν ᾐσχυνόμην , τί τὴν ἐγκράτειάν μου θαυμάζειν ἀφεὶς αἰτιᾷ
τὸν βάρβαρον ὁρῶν καί , ὁπότε μέλλοι πληγὴν ἐκφέρειν , πηδῶν ἐπ ' αὐτὸν τοτὲ μὲν τοῖς ὄνυξιν ἤμυττε τὰς
5312430 ἐπιτηδευῃς
γὰρ ἐξ ἀρχῆς ἔμαθες , ὅτι οὐχ ἅττ ' ἂν ἐπιτηδεύῃς ἀγαθῶν μετουσίας ἢ κακῶν ἐστιν αἴτια , ἀλλ '
, πόσθην μικράν : ἢν δ ' ἅπερ οἱ νῦν ἐπιτηδεύῃς , πρῶτα μὲν ἕξεις χροιὰν ὠχράν , ὤμους μικρούς
5311589 Ἀλεξανδρα
διὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν ἀγάπην , δι ' ἣν ἔσχεν ἡ Ἀλεξάνδρα πρὸς τὴν Τροίαν . τὸ δὲ πάτρας τῆς ἐμῆς
λέξωμεν δὲ καὶ περὶ τῆς ἐπιγραφῆς : διὰ τί Λυκόφρονος Ἀλεξάνδρα ἐπεγράφη τὸ παρὸν ποίημα ; πρὸς ἀντιδιαστολὴν τῶν λοιπῶν
5292941 παραλογιζομαι
τὸ Β ὑπάρχει , τούτῳ παντὶ τὸ Α ὑπάρχει , παραλογίζομαι : καὶ τὸ Β γὰρ εἰ ὑπάρχει τῷ Γ
σύνθεσιν ἀπαφῶ : ἔνθεν τὸ ἀπαφίσκω , τὸ ἀπατῶ καὶ παραλογίζομαι . ἢ ἡ ἀπὸ τὸ ἄπωθεν δηλοῖ : καὶ
5287730 προσειλος
προσήειλους ] Πρὸς ἥλιον ὁρῶντας . καὶ Εὔπολις : αὐλὴ πρόσειλος . * : προσείλους : Ἀντὶ τοῦ θέρμην ποιοῦντας
: ὁ θᾶττον καὶ πρὸ τοῦ δέοντος πολιὰς ἐσχηκώς . πρόσειλος : πρὸς τὴν τοῦ ἡλίου αὐγὴν τετραμμένος . προσέκειτο
5276709 ποῃς
δύνῃ μόνος φέρειν καὶ μὴ ' πίδηλον τὴν τύχην πολλοῖς ποῇς . ἄνθρωπος ἀτυχῶν σῴζεθ ' ὑπὸ τῆς ἐλπίδος .
τὸ σῶμ ' ἔχειν . Οὐκοῦν κελητίζεις , ὅταν Φαίδραν ποῇς ; Ἀνδρεῖα δ ' ἢν ποῇ τις , ἐν
5270281 Φιλοκλεων
κύων . οἰκέται δύο Σωσίας καὶ Ξανθίας : Βδελυκλέων : Φιλοκλέων : χορὸς γερόντων σφηκῶν : παῖδες : κύων :
. εἶτ ' ἐξήλλετο ] ἐπ ' αὐτοὺς ἀνέβαινεν . Φιλοκλέων : ἰδίως εἶπε τῇ φράσει τῷ ⌈ μὲν υἱῷ
5269549 ὑποσημαινων
Καὶ μὴν χάλκεον λέγει τὸν Ἄρην τὰς τῶν μαχομένων πανοπλίας ὑποσημαίνων : σπάνιος γὰρ ἦν ὁ σίδηρος ἐν τῷ τότε
ἐπὶ τῇ πέτρᾳ τείνει τὴν χεῖρα ἐς τὴν θάλατταν , ὑποσημαίνων τὸν μῦθον ὁ ζωγράφος . ἡ δὲ ἐφεξῆς οἰκία
5265422 γαμηλιον
: ἴσασι γὰρ Ἔρωτες καὶ ὑπὲρ πελάγη τοξεύοντες πῦρ ἐγεῖραι γαμήλιον . Δηιάνειραν μὲν δὴ τὴν Οἰνέως Ἡρακλεῖ συνάπτων ὁ
οὐδένα ἀνθρώπων ἢ θεῶν , οὔτε Δία γενέθλιον οὔτε Ἥραν γαμήλιον οὔτε Μοίρας τελεσφόρους ἢ λοχίαν Ἄρτεμιν ἢ μητέρα Ῥέαν
5247031 παλαιω
: παλαίω : παρὰ τὸ πάλλω , τὸ σείω , παλαίω . . , : παραβλώψ : παρὰ τὸν βλέψω
ὡς τὸ κυριεύω σοῦ , καὶ δοτική , ὡς τὸ παλαίω σοί , καὶ αἰτιατική , ὡς τὸ τιμῶ σέ
5241254 ἐκτεινας
χερός , διά μ ' ἔφθειρας , κατὰ δ ' ἔκτεινας . φεῦ φεῦ : πρὸς θεῶν , ἀτρέμα ,
τί μ ' ἐδέχου , τί μ ' οὐ λαβὼν ἔκτεινας ; καὶ πάλιν Ἡρακλέα που διαλεγόμενον πεποίηκε πρὸς τοὺς
5239381 εὐωχουμενος
καὶ ἡ εἰκὼν τῷδε κατὰ τιμήν , κατάκειται δὲ ὁ εὐωχούμενος . Ἀναλγὴς ὁ μὴ ἀλγῶν , ἀνάλγητος ὁ ἀνεπίστρεπτος
ἀνθρώπους . ἀμφιέπει : περικάθηται , ἐπιτηρεῖ . Δαιννύμενος : εὐωχούμενος . τέχνῃσιν : δόλοις . πανουργίαις . ἑλών :
5227749 διφθεραν
Λαοδίκειαν , οὗ τοῦτο πολύ . ἔπεμψα δ ' οὖν διφθέραν , ἀντιλογίας τὰς μὲν ἀκριβῶς αὐτοῦ , τὰς δ
ἔφη , κρεῖττον μηδὲν προστάττειν , ἀλλὰ μόνον αὐτὸν ζῆν διφθέραν ἔχοντα . Σύ , ἔφη , κελεύεις ἐμὲ διφθέραν
5218986 χαριεντος
ὁμιλοῖεν , ἃ μὴ μόνον ἐκ τοῦ ἀστείου τε καὶ χαρίεντος ψιλὴν παρέξει τὴν ψυχαγωγίαν , ἀλλά τινα καὶ θεωρίαν
τοῦ ἀρσενικοῦ μακρά ἐστι : καὶ πάλιν παντός πᾶσα , χαρίεντος χαρίεσσα , Φοίνικος Φοίνισσα , ἄνακτος ἄνασσα , Κίλικος
5213488 αὐθαδη
' ἂν οὐδεὶς ἐνδίκως μέμψαιτό μοι . ἀδαμαντίνου νῦν σφηνὸς αὐθάδη γνάθον στέρνων διαμπὰξ πασσάλευ ' ἐρρωμένως . αἰαῖ ,
φύγοιμ ' ἄν . ἦ μὴν ἔτι Ζεύς , καίπερ αὐθάδη φρονῶν , ἔσται ταπεινός , οἷον ἐξαρτύεται γάμον γαμεῖν
5212586 κορημα
θέρμαυστριν , ἓξ θρόνους , χύτραν , κάννας ἑκατόν , κόρημα , κιβωτόν , λύχνον . ἔχω γὰρ ἐπιτήδειον ἄνδρ
δὲ ῥῆμα κορεῖν ἂν λέγοις . καὶ τὸ μὲν σκεῦος κόρημα ὑπὸ Εὐπόλιδος εἴρηται ἐν τοῖς Κόλαξι τουτὶ λαβὼν τὸ
5208995 χαριεις
μονοσύλλαβα διὰ τὰ ὑπὲρ μίαν συλλαβήν , οἷον διὰ τὸ χαρίεις χαρίεντος : πρόσκειται ὀνόματα διὰ τὰς μονοσυλλάβους μετοχάς ,
Ἄρτος δ ' ἀναλαβὼν ἐξένισεν ἡμᾶς καλῶς . ξένος γε χαρίεις ἦν ἐκεῖ μέγας καὶ λαμπρός . Λακεδαιμόνιοί θ '
5205716 σκωπτικως
. κατεσθίειν : Δαπανᾶν . τὸ ὦ φίλ ' ἄνερ σκωπτικῶς κατὰ τῆς γραός . . φάσκων βοηθεῖν : Καίπερ
τῶν μετοχῶν ἀμείνω . τὰ δ ' ἐπιρρήματα κωμῳδικῶς , σκωπτικῶς , τωθαστικῶς : τὸ γὰρ γελοίως ἐφ ' ἑτέρου
5195300 βροτολοιγε
χειρὸς ἑλοῦς ' ἐπέεσσι προσηύδα θοῦρον Ἄρηα : Ἆρες Ἄρες βροτολοιγὲ μιαιφόνε τειχεσιπλῆτα οὐκ ἂν δὴ Τρῶας μὲν ἐάσαιμεν καὶ
δὴ τότε θοῦρον Ἄρηα προσηύδα Φοῖβος Ἀπόλλων : Ἆρες Ἄρες βροτολοιγὲ μιαιφόνε τειχεσιπλῆτα , οὐκ ἂν δὴ τόνδ ' ἄνδρα
5194762 ἀναπτυξας
ἐσφραγισμένον γραμμάτιον ὁ ὄνος λαβὼν καὶ ἀναρρήξας τὴν σφραγῖδα καὶ ἀναπτύξας διεξῄει εἰς ἐπήκοον τοῦ κυνός . περὶ βοσκημάτων δὲ
πᾶν τὸ αἷμα ἐν τῷ κρατῆρι ἐγχυθῇ . εἶτα εὐθὺς ἀναπτύξας καὶ ἀφελὼν ἔτι σπαίρουσαν τὴν καρδίαν σὺν πᾶσι τοῖς
5192391 Κρατων
τῶν Γαλατῶν πόλιν ἑλόντος καὶ τοὺς ἐν αὐτῇ λαφυροπωλοῦντος , Κράτων τις ὄνομα γεγονὼς φιλορώμαιος καὶ διὰ τοῦτο πολλὰς ὕβρεις
ὥστε ἔμβαινε . καὶ σὺ τὸν πλοῦτον ἀποθέμενος , ὦ Κράτων , καὶ τὴν μαλακίαν δὲ προσέτι καὶ τὴν τρυφὴν
5175541 Τιτυρος
εἷς μὲν Ἀχαρνεύς , εἷς δὲ Λυκωπίτας : ὁ δὲ Τίτυρος ἐγγύθεν ᾀσεῖ ὥς ποκα τᾶς Ξενέας ἠράσσατο Δάφνις ὁ
τινὲς δὲ παρὰ Δωριεῦσι τοὺς Σατύρους οὕτως ἀποδεδώκασι λέγεσθαι . Τίτυρος : ὄνομα κύριον ἢ ὁ Σάτυρος . ὥς ποκα
5172391 ἰχνευων
' , ἔφη , ἀντὶ κυνὸς κτήσῃ , ὅστις σοι ἰχνεύων μὲν τοὺς φιλοκάλους καὶ πλουσίους εὑρήσει , εὑρὼν δὲ
τε ἄλλα καὶ δακεῖν . διὰ πολλῶν μὲν οὖν ἦλθεν ἰχνεύων τε τἀδικήματα καὶ ἀγανακτῶν καὶ τὰ μὲν εἰς δικαστήριον
5171886 Φερεκλος
σύνθετα εἰς ος γινόμενα συγκόπτουσι τὸ ε , Πάτροκλος Ἔχεκλος Φέρεκλος . Ταῦτα δὲ παρὰ τὸ κλέος σύνθετα εἰς ης
, κομίσει * . Φερέκλειοι πόδες περιφραστικῶς ἀντὶ τοῦ ὁ Φέρεκλος ἢ αἱ νῆες , ἃς ὁ Φέρεκλος εἰργάσατο :
5167836 θεραπευω
, . . . Ἀνήκεστον : ἀθεράπευτον : ἀκῶ τὸ θεραπεύω , οἷον : ἀλλ ' ἀκεώμεθα θᾶσσον : ὁ
τῶν νοσημάτων : καὶ γίνεται ἐκ τοῦ παίω , τὸ θεραπεύω , παίων καὶ παιάων , ὡς Μαχάων , καὶ
5166221 κιβδηλον
ὡς πλείω ἔστι μοι τῶν ὄντων , ἐπιδεικνύς τε ἀργύριον κίβδηλον [ δηλοίην σε ] καὶ ὅρμους ὑποξύλους καὶ πορφυρίδας
μοχθηρῶν ἡ ἀπάτη : καὶ δόκιμον μὲν ἡ δίκη , κίβδηλον δέ τι ἡ ἀπάτη : καὶ ἰσχυρὸν μὲν ἡ
5164349 Ἀρες
γενικῆς , φημὶ δὴ τῆς εἰς ους , ἐστὶ κλητικὴ Ἄρες , οἷον Ε Ἆρες , Ἄρες , βροτολοιγέ ,
ἵνα κοσμήσῃ τὸ πρόσωπον . ἐπὶ διαβολῇ δὲ Ἆρες , Ἄρες βροτολοιγέ : ἐπανέλαβεν , ἵνα τὸ πρόσωπον διαβάλῃ .
5159979 τηνδι
οὑτοσί με νῦν ἀποπνῖξαι βούλεται ; ἔχ ' , ἀναβαλοῦ τηνδὶ λαβών , καὶ μὴ λάλει . τουτὶ τὸ κακὸν
' ἄγευστος , ἄσπλαγχνος ἐνιαυτίζομἀπλάκουντος , ἀλιβάνωτος . θαυμάζω τοι τηνδὶ πιθάκνην πότερ ' ὀστρακίνην ἢ βίβλον ἔχων τὴν δήποτε
5156069 ἐγελα
τὴν ἀποφράδα ὥς τι ξένον καὶ ἀλλότριον τῶν Ἑλλήνων ὄνομα ἐγέλα εὐθὺς καὶ τὸν ἄνδρα τοῦ πάλαι ἐκείνου γέλωτος ἠμύνετο
δὲ ὑφ ' ἡδονῆς μετέωρος ἑωρᾶτο , καὶ νῦν μὲν ἐγέλα τῷ προσώπῳ πάνυ ἀσελγῶς , πάλιν δὲ εὐθὺς ἐθρήνει
5151911 λευρον
πόνου . καὶ δή σφε λείπω χειρία λόγοις σέθεν . λευρὸν κατ ' ἄλσος νῦν ἐπιστρέφου τόδε . καὶ πῶς
' εἰς ἀέρα ἐφέρετο , διὰ τοῦτο τὸ ψαίρει τὸν λευρὸν οἷμον τοῖς πτεροῖς εἶπεν . ἴσθι δ ' ὅτι
5151495 βουτης
σώτειρα καὶ Δημήτηρ Δημήτειρα , καὶ βότης , ὅπερ καὶ βούτης λέγεται κατὰ πλεονασμὸν τοῦ υ τὸ αὐτὸ δηλοῦν ,
[ ] κλέψε τεὴν σύριγγα κατ ' οὔρεα Δάφνις ὁ βούτης [ ] ἢ † Λυδος ἤτοι † Θύρσις ,
5148458 προσαπτει
δ ' αἰνοὺς ψυχμοὺς ἠδὲ νόσους παρέχει , σίνεσίν τε προσάπτει , αὐτοὺς δ ' ἀπροκόπους καὶ δειμαλέους περὶ πρῆξιν
μηδὲν εἶναι τὰ κατὰ τὸν ἀνθρώπινον νοῦν , ἅπαντα δὲ προσάπτει θεῷ , ὁ δὲ πάλιν ἀποδιδράσκων θεὸν τὸν μὲν
5145383 μελπω
γνώμας οὐχ ὁσίας , πανυπέρφρονας , ἀλλοπροσάλλας . Ὄμμα Δίκης μέλπω πανδερκέος , ἀγλαομόρφου , ἣ καὶ Ζηνὸς ἄνακτος ἐπὶ
λάμπη Κάλπη σάλπη κάμπη . τὸ μέντοι μολπή ἀπὸ τοῦ μέλπω καὶ πομπή παρὰ τὸ πέμπω ὀξύνεται . τὸ δὲ
5140218 προπερισπωμενον
ἥσυχα δηλονότι . ὅταν μὲν ὡς ἐπίρρημα κέηται , ὀφείλομεν προπερισπώμενον ποιεῖν : ὅταν δὲ προστακτικῶς ἐκδιδῶται , ὡς μακρῶν
Τὸ δὲ εἴθε καὶ αἴθε παροξύνεται . τὸ χαμάζε δὲ προπερισπώμενον εὗρον , ἀλλ ' ἡ συνήθεια παροξύνει . Τὰ
5138989 ἐπιῤῥημα
: ἀλλ ' ὄφεσι καὶ σαύραις καὶ χελώναις . ἁμαρτῆ ἐπίῤῥημα , ἀντὶ τοῦ ὁμοῦ . ἁμαρτία , ἡ ἀποτυχία
, ποταμὸς ὁ παραῤῥέων . Ἤλιθα . παρὰ τὸ ἅλις ἐπίῤῥημα ἐξέπεσε τὸ ἄλιθα . Ἠλίθιος , ὁ ἀνόητος ,
5131114 ἀνελεημων
ἐτόρησεν : προσεπέβαλεν . Ἐληλαμένας : πεπηγμένας . Θρασυκάρδιος : ἀνελεήμων , ἀπηνής . Θήρης : ἕνεκα . Ἐλήλατο :
βάρβαρον φαίνεται . . . ἀνάρσιος : ὁ σκληρὸς καὶ ἀνελεήμων : αἴρω , τὸ ἐπαίρω , ὁ μέλλων ἀρῶ
5130631 Ἁλιευς
ἀκμαζόντων , Ἄμμες γέ γ ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάῤῥονες . Ἁλιεὺς πληγεὶς νοῦν οἴσει : ἐπὶ τῶν μετὰ τὸ ἁμαρτῆσαί
; τὸ κέρας κέκραγε , κἂν ἐγὼ σιωπήσω . ” Ἁλιεὺς σαγήνην ἣν νεωστὶ βεβλήκει ἀνείλετ ' : ὄψου δ
5127796 προσηγορικον
εἴτε ἄρα πρόθεσιν αὐτῶν δεῖ τὸ ἡγούμενον καλεῖν , τὸ προσηγορικὸν ἐπικείμενον μόριον τὸ κλυτὰν ἀντίτυπον πεποίηκε καὶ τραχεῖαν τὴν
εἰκόνα ἔστησαν οἱ πολέμιοι ὁπότερον δὴ προσέλθοι πρόσωπον ὡρισμένον ἢ προσηγορικὸν , σώζουσι τὴν ἑαυτῶν δύναμιν : καὶ γὰρ ἐξὸν
5122014 παιζω
ἐκφέρεται δὲ διὰ τοῦ Ζ ἢ δύο ΣΣ , οἷον παίζω , πλήσσω : ἔχει δὲ αὐτῆς ὁ μέλλων ποτὲ
ποιμνίων ὁ ποιμήν , μεθύων γάλακτι Μούσης , λιγέως ἄριστα παίζω , καλύκων χάριν δοκεύων . Ὁ δὲ Φοῖβος ὀργιάζων
5118020 μεροψ
Τευκρίδ ' ἄγαγον τρίπορθον . Εἱμάρσενός με στήτας πόσις , μέροψ δίσαβος , τεῦξ ' , οὐ σποδεύνας ἶνις Ἐμπούσας
ἐκ πασῶν σημαινομένης , ὥσπερ τὸ ἄνθρωπος ὄνομα καὶ τὸ μέροψ καὶ τὸ βροτὸς σημαίνει ταὐτόν , ἀλλὰ τὸ μὲν
5116238 φυλαττει
κατὰ ἀποβολὴν τοῦ Σ γενόμενον ἀπὸ ἀρσενικοῦ τὸν αὐτὸν τόνον φυλάττει τῷ ἀρσενικῷ : μέγας μέγα , λειπόπατρις λειπόπατρι ,
Πραξιτέλης τὸ ἄγαλμα . εἰ δὲ τοῦτο προσέθηκεν , οὐ φυλάττει τὸν χρησμὸν Πραξιτέλης ὄνομα ἡμῖν Ἀφροδίτης , οὐκ ἄγαλμα
5107843 Πτερελαος
α μακρὸν γίνεται ὁ λᾶς , ὥσπερ Μενέλαος Μενέλας , Πτερέλαος Πτερέλας . Ἀναδράμωμεν δὲ ἐπὶ τὰ λοιπὰ παραδείγματα τῶν
τὰς τῶν Ταφίων νήσους ἐπόρθει . ἄχρι μὲν οὖν ἔζη Πτερέλαος , οὐκ ἐδύνατο τὴν Τάφον ἑλεῖν : ὡς δὲ
5104079 χαινω
ἀμφαδίην : φανε - ρῶς : φαίνω φανδόν , ὡς χαίνω χανδόν , καὶ ἀναφανδόν καὶ ἀμφαδόν καὶ ἀμφαδίην .
ἢ ἀπὸ τοῦ λῶ τὸ ἀπολαύω , ἢ ἀπὸ τοῦ χαίνω τὸ χάσκω , ὡς καὶ ἀπὸ τοῦ οἴω τὸ
5100582 λειβω
βίβλῳ κατέταξεν , κατὰ μέρος ἐπισκοπήσωμεν ἀπὸ τοῦ τύπτω καὶ λείβω τὴν ἀρχὴν ποιησάμενοι , ἀφ ' ὧν καὶ αὐτὸς
παρακείμενος τὸ Φ , τύπτω , τύψω , τέτυφα , λείβω λείψω λέλειφα , γράφω , γράψω γέγραφα : καὶ
5092220 ποιητα
γραφεῖον ἐξηρτημένον ἔχοντ ' , Ἀπόκριναί , φησιν , ὦ ποιητά μοι , τί βουλόμενος ἔγραψας ἐν τραγῳδίᾳ ἔρρ '
καὶ ἀπὸ τούτων ἐπὶ τὰ νοατά : ταῦτα δὲ σύμφωνα ποιητά , θεωρούμενα δι ' αὐτῶν ἀλάθεα . διωρισμένων δὲ
5091714 πηραν
τοιαύτην [ τοιόνδε τοιόσδε ] κατέστη ⌈ ἔνδειαν , ὥστε πήραν ἔχων περιῄει ζητῶν καὶ διαβάλλων ἑαυτὸν ⌈ ὡς [
προγόνοις . θρεττανελό ἀλλ ' εἶα τέκεα θαμίν ' ἐπαναβοῶντες πήραν ἔχοντα λάχανά τ ' ἄγρια δροσερὰ ὦ καλλιπρόσωπε χρυσεοβόστρυχε
5088510 Μενελας
α καὶ ο εἰς α μακρόν , ὡς τὸ Μενέλαος Μενέλας , Δορύλαος Δορύλας , Πτερέλαος Πτερέλας . τὰ γὰρ
αο εἰς α μακρὸν γίνεται ὁ λᾶς , ὥσπερ Μενέλαος Μενέλας , Πτερέλαος Πτερέλας . Ἀναδράμωμεν δὲ ἐπὶ τὰ λοιπὰ
5085359 περισπωμενον
φθόγγων τάσεις ἑπτὰ εἶναι συμβέβηκεν , ὀξύν , βαρύν , περισπώμενον , δασύν , ψιλόν , μακρόν , βραχύν .
: ἐθελόντην : ἑκόντην ἡμῖν τὸ ὅρκιον : τὸ ἐχρῆν περισπώμενον οὐκ ἐπίῤῥημα ἀλλὰ ῥῆμα , καθὰ φησὶν ὁ τεχνικὸς
5084389 χαριεν
Βατίς τε καὶ σμύραινα πρόσεστι . Νάρκη γὰρ ἑφθὴ βρῶμα χάριεν γίγνεται . Σὲ μέν , ὦ μοχθηρέ , παλινδορίαν
δεδοξασμένων ἀντιπαραβάλλοντα ἐκείνων τὰ ἔργα πρὸς τὰ τῶν ἐγκωμιαζομένων . χάριεν δέ ἐστιν ἐνίοτε ἀπὸ τῶν ὀνομάτων καὶ τῆς ὁμωνυμίας
5083499 μαιω
καὶ τὸ μαῖα , ἡ τροφός : παρὰ γὰρ τὸ μαίω τὸ ζητῶ : μαιμάσσω , τὸ προθυμοῦμαι : μαιμάχης
, παρὰ τὴν ζήτησιν καὶ εὕρεσιν τῶν μαθημάτων . καὶ μαίω , τὸ ζητῶ , ὅθεν καὶ μαῖα καὶ Μοῦσα
5083350 Ὑβρει
πρὸς ἀρετὴν ἐξειργασμένον , ἵνα αὖθις ὁ Πλοῦτος παραλαβὼν αὐτὸν Ὕβρει καὶ Τύφῳ ἐγχειρίσας ὅμοιον τῷ πάλαι μαλθακὸν καὶ ἀγεννῆ
, τοιοῦτος οἷος ὁ γλυκύτατος ἥλιος ; Ἀναξανδρίδης δὲ ἐν Ὕβρει : οὔκουν λαβὼν τὸν φανὸν ἅψεις μοι λύχνον ;
5082042 ἐλεφαντινην
σατινέων χρύσεα φορέων καθέρματα † παῖς Κύκης † καὶ σκιαδίσκην ἐλεφαντίνην φορεῖ γυναιξὶν αὔτως – ˘ – . φίλη γάρ
κατὰ Περικλέα . φασὶ γὰρ ὅτι τῶν Ἀθηναίων κατασκευαζόντων τὴν ἐλεφαντίνην Ἀθηνᾶν καὶ ἀποδειξάντων ἐργεπιστάτην τὸν Περικλέα , τεχνίτην δὲ
5080213 ἐπαγγελλομενης
, τῆς μὲν τὰ στοιχεῖα καὶ τὰς τούτων συμπλοκὰς διδάξειν ἐπαγγελλομένης καὶ καθόλου τέχνης τινὸς οὔσης τοῦ γράφειν τε καὶ
ἀλλοδαπός , πάλιν τὴν ἀναίρεσιν τῶν προσώπων τῆν ἐθνικῆς παραγωγῆς ἐπαγγελλομένης . ὥστε ἀνθυπάγεσθαι μὲν τῷ ποῖος , προλελημματισμένον ἀπὸ
5078538 τορυνην
ἐπιθυμεῖ , δεῖ τορύνης καὶ χύτρας , τρέχω ' πὶ τορύνην . Τροχίλος ὄρνις οὑτοσί . Οἶσθ ' οὖν ὃ
; πότε τὴν χύτραν εἶπες λουπάδα [ ] ἢ τὴν τορύνην ὀβελίσκον ; εἴ τινος αὐτῶν δοῦλος ἤμην , εἰ
5078075 ἀσεβω
δὲ ταμίαν ἐν πόλει τῶν ἱερῶν χρημάτων : νῦν δὲ ἀσεβῶ καὶ ἀδικῶ εἰσιὼν εἰς τὰ ἱερά ; ἐγὼ ὑμῖν
ἐξήμαρτε μηδεμίαν τιμωρίαν ποιήσεσθε . Πυνθάνομαι δὲ αὐτὸν λέγειν ὡς ἀσεβῶ καταλύων τὰς θυσίας . ἐγὼ δ ' εἰ μὲν
5066796 ἐτρεψεν
μάστιγος διὰ τοῦ γ κλιθέντα , καὶ τὸ ἀλώπεκος ὅτι ἔτρεψεν τὸ η εἰς ε : τὰ γὰρ εἰς διπλοῦν
πανταχόθεν ἐπικλύσαι τὴν Ἀττικήν , καὶ τὴν ἐν Βοιωτίᾳ παρασκευὴν ἔτρεψεν εἰς Πέρσας . οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει φαντασίαν ἐφεστηκὼς
5065870 γενω
δὲ γενέτης ἢ ἐκ τοῦ γείνω , τὸ ὑπάρχω , γενῶ γενέτης : ἢ ἐκ τοῦ γεννάω γεννῶ . .
δὲ γενέτης ἢ ἐκ τοῦ γείνω , τὸ ὑπάρχω , γενῶ γενέτης : ἢ ἐκ τοῦ γεννάω γεννῶ . .
5064018 λεξας
ἀλλὰ ξὺν τοῖς θεοῖς ἐπίωμεν ἐπὶ τοὺς ἀδικοῦντας . Τοιαῦτα λέξας ἐπεψήφιζεν αὐτὸς ἔφορος ὢν ἐς τὴν ἐκκλησίαν τῶν Λακεδαιμονίων
καὶ μὴ ταχέως οὕτως ἐπιδραμεῖν σου τῇ διαβολῇ , ἐκεῖνο λέξας τἀληθέστατον ἂν εἴποιμι , ὦ Φιλοστέφανε , διότι θορυβεῖσθαι
5060884 ἀστραβην
κομιδῇ ἡδέα . Σοφὸν ὁ βοῦς , ἔφασκε δ ' ἀστράβην ἰδών : οὐ προσήκειν αὐτῷ τὸ σκεῦος . Σοφοὶ
αὐτὸ τὸ νωτοφόρον ὑποζύγιον : οἱ δὲ τὴν σωματηγὸν ἡμίονον ἀστράβην λέγουσιν . οὕτως εὗρον εἰς τὸ Ῥητορικὸν λεξικόν ,
5052186 ἀλοια
τὸ τύπτειν , ἔνθεν καὶ πατραλοίας . . . . ἀλοία : ἔτυπτε : παρὰ τὸ ἀλοιῶ δευτέρας συζυγίας τῶν
ἠλοίαον ἠλοίων , ἠλοίαες ἠλοίας , ἠλοίαε ἠλοία καὶ συστολῇ ἀλοία : ἐξ οὗ καὶ πατραλοίας , ὁ τὸν πατέρα
5049186 τρεχω
τὸ σμήχω ἔχει τὴν παραλήγουσαν φύσει μακράν . τὸ δὲ τρέχω ἔχει Ε , καὶ τὸ ἄρχω Α . Τὰ
: Καὶ σκόπει ὅπως ὑψώσῃς . . μέλπω μολπάζω ὡς τρέχω τρόχω τροχάζω . . εἰς νέωτα . . .
5045960 θαητον
ἐμάν τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις , νέαισίν τε
ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψειεν μεγάλας δρυός , αἰσχύνοι δέ οἱ θαητὸν εἶδος , καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον περ '
5044871 ἐκλαιε
ἐπίτηδες τὴν ἀξίνην εἰς τὰς δίνας ἀφῆκε , καθεζόμενός τε ἔκλαιε . Ἑρμοῦ δὲ ἐπιφανέντος καὶ πυνθανομένου , τί τὸ
λυπεῖν τὸν ἀδελφὸν δακρύοις : ἄλλως : σεαυτὴν ἀποκάλυπτε : ἔκλαιε γὰρ κρᾶτα θεῖς ' εἴσω πέπλων [ ] :
5039585 ἐκλεψε
λύτρα ἐδόθη τῷ Ἀπόλλωνι παρὰ τοῦ Ἑρμοῦ , ὑπὲρ ὧν ἔκλεψε βοῶν ὁ αὐτὸς Ἑρμῆς . Λαίλαψ . λάπτω ,
, ἐν δ ' ὀαριστύς , πάρφασις , ἥτ ' ἔκλεψε νόον πύκα περ φρονεόντων , λέγῃ δὲ εἰς μέσον
5039320 ἀποδιδωμι
τὸ χρέος . ὥσπερ ἀποτίω ⌈ καὶ [ τὸ ] ἀποδίδωμι ⌈ τὸ τὸ ⌈ ὀφειλόμενον [ κεχρεωστημένον ] ⌈
μεμένηκε . διὸ θρεπτήρια οὔσῃ μοι πατρίδι πρὸς μητρὸς ταῦτα ἀποδίδωμι αὐτῇ Ἐπειδὴ κατὰ δαίμονα καὶ τὴν τοῦ κρατίστου Κασσίου
5028761 συστελλον
. Ἰστέον δὲ ὅτι τὸ κῆρυξ παρὰ τῷ ποιητῇ εὑρέθη συστέλλον τὸ υ κατὰ τὴν δοτικὴν τῶν ἑνικῶν , ὅπερ
α , οἷον Δ λᾶας ἀναιδής , καὶ λοιπὸν ὡς συστέλλον τὸ α οὐκ ἠκολούθησε τῷ κανόνι τούτῳ : ὁ
5026995 θρηνει
[ Ε ] : δῶχ ' υἷος ποινὴν Γανυμήδεος . θρηνεῖ δὲ τὸν Δάρδανον καὶ αὐτὸν ἀπολόμενον ἐν τῷ πολέμῳ
= . , . : ἀηδόνειος θρῆνος : Αἰσχύλος : θρηνεῖ δὲ γόον ˈ τὸν ἀηδόνειον . . . Α
5017791 μαντευεται
ἐντυγχάνω ἀνθρώποις , ἀλλὰ μόνος νόσῳ . τάχα καὶ ψυχὴ μαντεύεται ἀπόλυσιν ἑαυτῆς ἤδη ποτὲ ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου τούτου ,
δὲ καταφιλεῖν δοκεῖν νοσοῦντι μὲν ἄτοπον : ὄλεθρον γὰρ αὐτῷ μαντεύεται : ἐρρωμένῳ δὲ παραγγέλλει λόγοις σπου - δαίοις [
5017735 Λαχητος
Βορεάδαις ἢ εἴ τι θᾶττον ἔτι τρέχει , ἢ Δημέᾳ Λάχητος Ἐτεοβουτάδῃ : πέτεται γὰρ οὐχ οἷον βαδίζει τὰς ὁδούς
ἐκφέρεται , οἷον Πάρις Πάριδος , ὄρνις ὄρνιθος , Λάχης Λάχητος , βότρυς βότρυος . Ταῦτα μὲν ἐν τούτοις .
5017658 μακροκαταληκτει
. τὰ γὰρ εἰς ρα εἰ μὲν μονοφθόγγῳ παραλήγει , μακροκαταληκτεῖ , πήρα . εἰ δὲ διφθόγγῳ , βραχυκαταληκτεῖ :
ὑπερθετικῷ , οἷον ταχὺς ταχύτερος καὶ ταχύτατος : ὅσα δὲ μακροκαταληκτεῖ ταῦτα μετὰ συμφώνου ἐν τοῖς συγκριτικοῖς ἐκφέρονται καὶ ὑπερθετικοῖς
5017158 ἀπεδυσατο
ἐμῶν ἠμφεσβήτει . Ἄρχιππος γὰρ οὑτοσί , ὦ Ἀθηναῖοι , ἀπεδύσατο μὲν εἰς τὴν αὐτὴν παλαίστραν , οὗπερ καὶ Τεῖσις
, ἀλλὰ καὶ τελέως τὸ γράφειν τραγῳδίαν ἀπέρριψε , καὶ ἀπεδύσατο ἐπὶ φιλοσοφίαν . Καὶ τίς οὐκ ἂν ἐπῄνεσε τὴν
5016646 φιληματ
καὶ γάρ μ ' ἔθρεψε σμικρὸν ὄντα , πολλὰ δὲ φιλήματ ' ἐξέπλησε , τὸν Ἀγαμέμνονος παῖδ ' ἀγκάλαισι περιφέρων
] τῆι τε παιδὶ [ περιβολαὶ ] τὸ πρῶτον [ φιλήματ ] ' : οὐκ ἀηδὴς διατριβή τις αὐτῶν [
5014033 ἰσπω
συμφώνου τρόπον ποιεῖ : τέκω , τίκτω : ἔπω , ἴσπω , ἐνίσπω : βλάβω βλάπτω : ἐπεισόδῳ τοῦ τ
ποιοῦσι : τὸ γοῦν ἔχω ἴσχω φασὶ καὶ τὸ ἔπω ἴσπω καὶ ἐνίσπω , οὕτω δὲ καὶ τὸ ἕζω ,
5009094 λυπω
σμινύης καὶ ἐρρωμένως τῇ γῇ ἐμβάλλειν , ἀνακύψαντα δὲ „ λυπῶ σε ” , φάναι ” ὦ Δημήτριε , τὸν
. Ἡνία , ὁ χαλινὸς , ἀπὸ τοῦ ἀνιῶ τὸ λυπῶ , κημὸς ἀπὸ τοῦ κάμνω , φιμὸς ἀπὸ τοῦ
5004557 σεβω
“ ἄνεχε , πάρεχε , φῶς φέρω , φλέγω , σέβω ” . ἄνεχε , πάρεχε : μετὰ λαμπάδων ἔρχεται
ἔνθα κερδανεῖ . ἐχθρὸς μὲν ἁνήρ , ἀλλὰ τὴν δίκην σέβω . ὀλόμαν ὀλόμαν ἀποχηρωθείς λεπτοσπαθήτων χλανιδίων ἐρειπίοις θάλπουσα καὶ
5002661 λαβους
ἑτέρους δεῖ , τοὺς δὲ διώκειν . Σὺν ἐλαίῳ ὠτογλυφίδα λαβοῦς ' ἀνασκάλλεται . Τὸ γὰρ ἕψημά σου γευόμενος ἔλαθον
. . . . . . . . ἅμα δὲ λαβοῦς ' ἠφάνικε πηλίκον τινὰ οἴεσθε μέγεθος ἀρεσιαν ; μέγαν
5002587 Κυκλωψ
, ὥς φησι Χαμαιλέων ἐν τῷ περὶ Σατύρων . Ἀρίστιος Κύκλωψ : μέμνηται τούτου Χαμαιλέων ἐν τῷ περὶ Σατύρων .
οἶνος , καὶ τότε δή μιν ἔπεσσι προσηύδων μειλιχίοισι : Κύκλωψ , εἰρωτᾷς μ ' ὄνομα κλυτόν ; αὐτὰρ ἐγώ
5001743 κατακομος
ἐξ Αἰθιοπίας λέων ἰδεῖν θαυμαστὸς , μέλας τὴν χρόα , κατάκομος , εὐρυκάρηνος , διάπυρος τὰ ὄμματα , τὰ περὶ
τ ' ἐκείνης καὶ ὄγκον οὐκ ἔχει . ἡ δὲ κατάκομος ὠχρὰ μέλαινα τὴν κόμην , βλέμμα λυπηρόν , τὸ
5001615 μελος
. καὶ ἐν Ἱππεῦσι λάρος κεχηνὼς ἐπὶ πέτρας δημηγορῶν . μέλος χοροῦ . ἀντῳδή , ἥτις καὶ ἀντιστροφή . ἔστι
εἰς τὸν σύμπαντα οὐρανὸν ἐλλάμψειὥσπερ χορδαὶ ἐν λύρᾳ συμπαθῶς κινηθεῖσαι μέλος ἂν ᾄσειαν ἐν φυσικῇ τινι ἁρμονίᾳεἰ οὕτω κινοῖτο ὁ
4997605 ἀποπεμπω
γενικήν , ὡς τὸ φεύγω φόνου : καὶ διώκω τὸ ἀποπέμπω πρὸς αἰτιατικήν , διώκω δὲ τὸ κατηγορῶ τὸ μὲν
τε ῥύομαί τε καί σφι συῶν τὸν ἄριστον ἐῢ κρίνας ἀποπέμπω . ” ὣς φάθ ' : ὁ δ '
4994160 χηνα
παῖδα εἰς τὸ φρέαρ ἐμβαλὼν ἔφη πρὸς Κλεοπάτραν διώκοντα τὸν χῆνα ἐμπεσεῖν , ἢ μανίᾳ τινὶ παρελήρησεν ἐπὶ τῆς μύλης
κωμῳδιοποιὸς ἐν Βάκχαις φησίν : ἀλλ ' εἴ τις ὥσπερ χῆνα ἔτρεφέν μοι λαβὼν σιτευτόν . καὶ Ἀρχέστρατος ἐν τῷ
4990702 ὁρμασω
Διὸς ἀπωτάτω κεῖται καλὸς θησαυρὸς ὅτῳ προσέβα ποίαν δῆθ ' ὁρμάσω , ταύταν ἢ κείναν , κείναν ἢ ταύταν ;
τύχα δέ μοι ξυνάπτοι ποδὸς ἅλματι † εὐκλείας χάριν ἔνθεν ὁρμάσω τᾶσδ ' ἀπὸ πέτρας πηδήσασα πυρὸς ἔσω † σῶμά

Back