ὄντως γὰρ τοιοῦτοι οἱ Λυδοί . καὶ τὸ παρ ' Ἀνακρέοντι “ Λυδοπαθεῖς ” τινὲς ἀντὶ τοῦ ἡδυπαθεῖς . καὶ
ἔπος : ἡ δὲ γυνὴ ἄλλο μὲν οὐδὲν ἐχαλέπηνεν τῷ Ἀνακρέοντι , ἐπεύξατο δὲ τὸν αὐτὸν τοῦτον ὑβριστὴν ἄνθρωπον τοσαῦτα
8191800 Μενανδρῳ
φησὶν εἶναι καὶ παρέδρους τῇ μητρὶ τῶν θεῶν , ἀκολουθῶν Μενάνδρῳ λέγοντι Μιλησίους , ὅταν θύωσι τῇ Ῥέᾳ , προθύειν
Βουλίας : οὐδὲν γὰρ ἀκόλουθον αὑτῷ λέγει . καὶ παρὰ Μενάνδρῳ δὲ ὁ πρόλογος τῆς Μεσσηνίας . Πολλάκις δὲ καὶ
7995288 Κρατινῳ
δ . : Διαβόητα δ ' ἐστὶ καὶ τὰ ἐπὶ Κρατίνῳ τῷ Ἀθηναίῳ γενόμενα , κ . τ . λ
, ἔφη ὁ Οὐλπιανός , σπάσας οἴνου τοσοῦτον . παρὰ Κρατίνῳ ἔχεις ἐν Ὀδυσσεῦσι : τῆ νῦν τόδε πῖθι λαβὼν
7897959 Σοφοκλει
γενικὴ οὐ μόνον βοός , ἀλλὰ καὶ τοῦ βοῦ παρὰ Σοφοκλεῖ ἐν Ἰνάχωι καὶ παρὰ τῶι Αἰσχύλωι . . ,
τῶν σωμάτων λαμ - βάνεσθαι πολλάκις , καὶ παρὰ τῷ Σοφοκλεῖ ἐν Χρύσῃ τοιοῦτος ὢν ἄρξειε τοῦδε τοῦ κρέως .
7748695 Ἀριστοφανει
μέσῃ κωμῳδίᾳ καψιδρώτιον καλούμενον , ὃ νῦν σουδάριον ὀνομάζεται : Ἀριστοφάνει γὰρ ἐν Πλούτῳ τοιαύτη τις ἡ δόξα : ἔπειτα
μοι οὔτ ' αὐτὸς ἠξίουν ἀπολαβεῖν οὔτε ἀναγκάζοντος ἐδεξάμην . Ἀριστοφάνει δὲ καὶ τὸ δοθὲν ἐκεῖνο τὸ μικρὸν ἔργον ἦν
7605314 Καλλιμαχῳ
καὶ τὸ καρβώνια τὰ ἐπικείμενα τοῖς λύχνοις , ὡς παρὰ Καλλιμάχῳ ἐν τῇ Ἑκάλῃ , . . ὁππότε λύχνου Δαιομένου
ἀληθὲς ὑπάρχον , ἐστὶ καὶ πεπηγός . Ἐπιτάξ . παρὰ Καλλιμάχῳ . τὸ ἐπίῤῥημα , παρὰ τὸ ἐπιτάξω , ἀποβολῇ
7523246 Εὐπολιδι
εἰς ἀχυρῶνα ἀπέδρα ” . ὁ δὲ ἄχυρος παρ ' Εὐπόλιδι ἐν Χρυσῷ γένει , ὅπου καὶ τὸ Πλάτωνος παράκειται
γράφεται καὶ παροξύνεται , οἷον ἀρία , ὡς παρ ' Εὐπόλιδι : χήτει τοι πρίνης ἀρίας ποιούμεθα γόμφους : ἔστι
7480685 Ἀρχιλοχῳ
ῥήμασιν . ἡ κερδαλῆ δὲ ἀλώπηξ ἑτέρα τίς ἐστι παρὰ Ἀρχιλόχῳ ; τὸν δὲ τοῦ Γλαύκου χρησμὸν οὐκ οἴει πρότερον
τοὺς ἐκ Πάρου : λέγει δὲ οὕτως ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ Ἀρχιλόχῳ : ὦ τὴν εὐτυχῆ ναίων Πάρον , ὄλβιε πρέσβυ
7363206 Ξενοφωντι
γῆν Ἀριστοφάνης λέγει . καὶ ἡ ἀμβολὰς δὲ γῆ παρὰ Ξενοφῶντι τοῖς ὀρύγμασι προσήκει , καὶ εἰ μὴ τοῖς μετάλλοις
καὶ Ναυσικλείδης χρήματα δώσοντες τῷ στρατεύματι , καὶ ξενοῦνται τῷ Ξενοφῶντι καὶ ἵππον ὃν ἐν Λαμψάκῳ ἀπέδοτο πεντήκοντα δαρεικῶν ,
7274335 Ἡροδοτῳ
ἄνηβοι . τετανόθριξ , οὐλοκάρηνος , καὶ οὐλότριχες παρ ' Ἡροδότῳ . Ἀρχίλοχος δὲ ἀναστρέψας τρίχουλον εἴρηκεν . ἐν γὰρ
: τὸ γὰρ χειρογάστορες Ἑκαταῖος λεγέτω , καὶ τὸ χειρώνακτες Ἡροδότῳ δεδόσθω . Εὐφορία , φορά , εὐετηρία , εὐθηνία
7252849 Ἀλκμανι
ὡς Ἀλ . Κορνήλιος ἐν τῷ Περὶ τῶν παρ ' Ἀλκμᾶνι ποτικῶς εἰρημένων . Ἄσσος . . . Ἀλέξανδρος δ
παρ ' Ἀπολλοφάνει ἐν Δαλίδι . αἱ δὲ παρ ' Ἀλκμᾶνι θριδακίσκαι λεγόμεναι αἱ αὐταί εἰσι ταῖς Ἀττικαῖς θριδακίναις .
7182899 Φερεκρατει
Ἢ τρὶς ἓξ ἢ τρεῖς κύβοι : ἡ παροιμία παρὰ Φερεκράτει ἐν τοῖς Μυρμηκανθρώποις . Κεῖται δὲ ἐπὶ τῶν ἀποκινδυνευόντων
μετρητὴν τὸν δεκάμφορον πίθον . τοιοῦτός ἐστι καὶ ὁ παρὰ Φερεκράτει ἢ Στράττιδι ἐν Ἀγαθοῖς , περὶ οὗ φησιν :
7071946 Ἀρριανωι
τοιοῦτον δέ τι καὶ ὁ καρτερός , ὡς δηλοῖ παρὰ Ἀρριανῶι τὸ Θηβαίων ἐγένετο καρτερός . Α . . ,
πάλαι Ἡρακλῆν ἢ κατὰ τὸν ὕστερον Ζιήλαν τὸν παρὰ τῶι Ἀρριανῶι . : τοὺς δὲ Πέρσας , ὧν μητρόπολις ἡ
6953189 Ἀρριανῳ
τὰ ἄλλα διέξεισι ἐν πολλοῖς , ὡς κἀν τούτοις , Ἀρριανῷ κατὰ τὸ πλεῖστον σύμφωνα γράφων . . . Ἀρριανός
βαλλομένοις , ἢ ἀμφοτέρωθεν . ἡ δὲ χρῆσις καὶ παρὰ Ἀρριανῷ . ἢ γράφεται ἐπ ' ἀμφοτέροισιν , ἤτοι τοῖς
6937036 Αἰσχυλῳ
πολλαχοῦ , καὶ Εὐριπίδῃ εἴρηται , καὶ ἐν τῷ παρόντι Αἰσχύλῳ λέγοντι εἰς τὸ ὄπισθεν δρᾶμα “ ψαλίοις τετραβάμοσι ”
χειλός : πόα , χόρτος . χειμάμυνα : παρ ' Αἰσχύλῳ , ἡ παρ ' Ὁμήρῳ ἀλεξάνεμος . χείμαρος :
6886516 Ζηνοδοτῳ
τὴν πατρίδα . καὶ παρὰ Ἀριστοφάνει δὲ ἠθετοῦντο , παρὰ Ζηνοδότῳ δὲ οὐδὲ ἦσαν . . ἐν δ ' αὐτὸς
ᾕρει . * ) οἱ [ ἕξ ] καὶ παρὰ Ζηνοδότῳ καὶ Ἀριστοφάνει [ προ ] ἠθετοῦντο ὡς ἀσύμφωνοι πρὸς
6861814 Θεοπομπῳ
ἔθνος πρὸς τῇ Σκυθίᾳ , οἳ καὶ Ἀχαρνοί λέγονται παρὰ Θεοπόμπῳ . Ἀχαρναί , δῆμος τῆς Οἰνηίδος φυλῆς . Ἡρωδιανὸς
, τὴν δὲ Κηφισοφῶν ὁ Παιανιεύς : ἡ δὲ τετάρτη Θεοπόμπῳ ἐγήματο τῷ Κηφισοδότου πατρί . Καὶ ὁ μὲν Δικαιογένης
6831450 Φρυνιχῳ
ἡ Πελοπόννησος ἅπασα διειστήκει “ φησί . ” καὶ δὴ Φρυνίχῳ δρᾶμα Μιλήτου ἅλωσιν διδάξαντι εἰς δάκρυα ἔπεσε τὸ θέατρον
Μιλήτου ἁλώσι τῇ τε ἄλλῃ πολλαχῇ καὶ δὴ καὶ ποιήσαντι Φρυνίχῳ δρᾶμα Μιλήτου ἅλωσιν καὶ διδάξαντι ἐς δάκρυά τε ἔπεσε
6827661 Εὐριπιδῃ
βραχυκαταληκτεῖ : πλὴν τοῦ αὔρα , καὶ Φαίδρα παρ ' Εὐριπίδῃ [ . ] Φαίδρα : τὸ γὰρ τῆσδ '
γὰρ ἐμπειρία δηλοῖ καὶ τὴν πολυπειρίαν , ὡς παρ ' Εὐριπίδῃ : ἀλλ ' ἡ ἐμπειρία ἔχει τι λέξαι τῶν
6764458 Θεοκριτῳ
καὶ σκληρός : ἔχομεν δὲ τοῦ λῶ τὴν χρῆσιν παρὰ Θεοκρίτῳ , οἷον , λῇς ποτὶ τᾶν νυμφᾶν , λῇς
ὄνομα κύριον . δεῖ δὲ γινώσκειν , ὅτι τὸ παρὰ Θεοκρίτῳ , οἷον : ἀπ ' Αἰγίρω ἰσχάδα τρώγοις ,
6752575 Ἀντιμαχῳ
περισπᾶται κατὰ γενικήν . Διὰ τοῦ ε ἡ νῶε παρὰ Ἀντιμάχῳ ἐν Θηβαΐδι ἔδρακε νῶε μολοῦσα : καὶ τού τε
γίνεται ἀμφοτέρων ὄψ ” ἡ ὄψις : καὶ παρ ' Ἀντιμάχῳ „ Δήμητρός τοι Ἐλευσινίης : ἱερὴ ὄψ . „
6712710 Ἀλκαιῳ
ἐν τῷ περὶ τῆς παρ ' Ἀλκαίῳ λεπάδος παρὰ τῷ Ἀλκαίῳ φησὶν εἶναι ᾠδήν , ἧς ἡ ἀρχή : ”
δ ' ὁ Μιτυληναῖος ἐν τῷ περὶ τῆς παρ ' Ἀλκαίῳ λεπάδος παρὰ τῷ Ἀλκαίῳ φησὶν εἶναι ᾠδὴν ἧς ἡ
6707033 Σωφρονι
μὲν ] μηδὲν εἶναι πρὸς ἡμᾶς εἴρηται μὲν ἴσως τῷ Σώφρονι , ἀποδέδεικται δὲ Ἐπικούρῳ , καὶ ἔστιν οὐ τὸ
τὸν ἀναρίταν , θᾶσαι δὴ καὶ λεπὰς ὅσσα . παρὰ Σώφρονι δὲ κόγχοι μελαινίδες λέγονται : μελαινίδες γάρ τοι νισοῦντι
6650965 Νικοφωντι
δὲ τοὔνομα καὶ ἐν τῇ ἀρχαίᾳ κωμῳδίᾳ , ὡς παρὰ Νικοφῶντι . Κοροπλάθος : Ἰσοκράτης ἐν τῷ περὶ τῆς ἀντιδόσεως
καὶ διάρρησις καὶ πρόρρησις , καὶ ἀρρησία ἡ σιωπὴ παρὰ Νικοφῶντι , καὶ ῥῆμα καὶ πρόσρημα , καὶ πρόσρησις ,
6649200 Αἰσχυλωι
τοῦ προκειμένου ὀνόματος τὸ α καὶ συστέλλουσι , ὡς παρὰ Αἰσχύλωι ἐν Σαλαμινίαις : εἴ μοι γένοιτο φᾶρος ἴσον ἐν
πεπλάσθαι , ὡς καὶ αὐτὸ προεδηλώθη , τὴν Ψυχοστασίαν τῶι Αἰσχύλωι κῆρε νοήσαντι τὰς ψυχάς , ὡς καθόλου τοῦ Διὸς
6641485 κωμικῳ
ἡ δὲ γυνὴ μεθύση , καὶ μεθύστρια παρὰ Θεοπόμπῳ τῷ κωμικῷ : ὁ γὰρ μέθυσος ἐπὶ ἀνδρῶν Μενάνδρῳ δεδόσθω .
τῶν ἀθλητῶν ἐν Ὀλυμπίᾳ τοὺς στεφάνους . 〚 τῷ δὲ κωμικῷ , φασὶν , ἥρμοττεν ἐκφαυλίζοντι τὸ πρᾶγμα λέγειν ,
6593039 Ἀντιφωντι
. φόρου . Δημοσθένης ἐν τῷ ὑπὲρ Κτησιφῶντος . . Ἀντιφῶντι δὲ τῷ ῥήτορι λόγος μὲν γέγραπται ἔχων ἐπίγραμμα περὶ
οἰκίσαντας αὐτὴν τὸ ὄνομα θέσθαι τοῦτο : καὶ ἔστι παρὰ Ἀντιφῶντι ἐν τῷ Σαμοθρᾳκικῷ λόγῳ οὕτως εἰρημένον : καὶ γὰρ
6583657 Στραττιδι
ἐν Αἰγινητικῶι καὶ Ἑκαταίωι τῶι Μιλησίωι ἐν β Ἡρωολογίας καὶ Στράττιδι ἢ Ἀπολλωφάνει ἐν Ἰφιγέροντι . . : Ἀρκαδικὸν δὲ
δὲ ἐν Δαιταλεῦσι τὸ ῥόφημα χόνδρον ἔφη . ὅτι παρὰ Στράττιδι εὕρηται τοῦ σεμιδάλου ἡ γενικὴ σεμιδάλιδος . ἐδέσματα δὲ
6527266 Ἰωνι
ἀναπαίστου . Τὸ Ϛʹ ὅμοιον τῷ δʹ . Τὸ ζʹ Ἰωνι - κὸν δίμετρον βραχυκατάληκτον ἀπὸ μείζονος , ἤτοι ἡμιόλιον
ἀναπαίστου . Τὸ Ϛʹ ὅμοιον τῷ δʹ . Τὸ ζʹ Ἰωνι - κὸν δίμετρον βραχυκατάληκτον ἀπὸ μείζονος , ἤτοι ἡμιόλιον
6526707 Πινδαρῳ
Τοῦτο οὐχ , ὥς τινες οἴονται , καθολικῶς εἴρηται τῷ Πινδάρῳ , ὡς ἁπλῶς τοὺς κατὰ πόλεις ἀγῶνας νενικηκότα τὸν
Συρακοσσᾶν „ θάλος , Ὀρτυγία . ” συναποφαίνεται δὲ τῷ Πινδάρῳ ταὐτὰ καὶ Τίμαιος ὁ συγγραφεύς . εἰ μὲν οὖν
6522644 Σιμωνιδῃ
πεντήκοντ ' ἀνδρῶν καλὰ μαθόντι χορῷ : ἀμφὶ διδασκαλίῃ δὲ Σιμωνίδῃ ἕσπετο κῦδος ὀγδωκονταέτει παιδὶ Λεωπρεπέος . φασὶ δὲ αὐτὸν
πολλὰ Δώρια Παρθένεια [ ἄλλα ] Ἀλκμᾶνι καὶ Πινδάρῳ καὶ Σιμωνίδῃ καὶ Βακχυλίδῃ πεποίηται , ἀλλὰ μὴν καὶ ὅτι προσόδια
6502687 Σαπφοι
ὑμεναίων ἐπᾳδόμενος τοῖς γάμοις . τινὰ μὲν οὖν καὶ παρὰ Σαπφοῖ τῆς ἰδέας ταύτης παραδείγματα , ἐπιθαλάμιοι οὕτως ἐπιγραφόμεναι ᾠδαί
τοῦ Ἔρωτος . καὶ γὰρ Δίφιλος ὁ κωμῳδοποιὸς πεποίηκεν ἐν Σαπφοῖ δράματι Σαπφοῦς ἐραστὰς Ἀρχίλοχον καὶ Ἱππώνακτα . . .
6501344 Ἰσαιῳ
ἐπιθύμημα ὡς παρὰ Πλάτωνι , καὶ ἐπιθύμησις κακῶν παρ ' Ἰσαίῳ , καὶ ἐπιθυμήματα παρὰ Φιλυλλίῳ . τὸ δὲ σῶμα
πάγῳ . Ἀριστοτέλης δ ' ἐν τῇ Ἀθηναίων πολιτείᾳ τῷ Ἰσαίῳ συμφωνεῖ . περὶ δὲ τοῦ ἑτέρου ἐγκλήματος Δημοσθένης ἐν
6488157 διθυραμβῳ
διὰ τὸ ἐλαύνεσθαι αὐτὸν διὰ βοῆς καὶ λέγεσθαι . Χάριτες διθυράμβῳ : οὕτως ἀκουστέον : αἱ τοῦ Διονύσου διθυράμβων ἐν
, ἐπειδὴ καὶ δέκα φυλαί . διαγωνίζονται δ ' ἀλλήλοις διθυράμβῳ , φυλάττοντος τοῦ χορηγοῦντος ἑκάστῳ χορῷ τὰ ἐπιτήδεια .
6464104 Ποσειδιππῳ
Ζελείου ἥρωος . οἱ δὲ Ζέλην αὐτήν φασι . παρὰ Ποσειδίππῳ δ ' εὕρηται διὰ τοῦ ι [ Ζελίη ]
ἄλφιτα οὕτω φέρων ἡμῖν παρέθηκα . ὅτι μάγειρός τις παρὰ Ποσειδίππῳ ἄλλα τε ἀστεῖα ἔφη καὶ δὴ καὶ ταῦτα :
6431665 παιζω
ἐκφέρεται δὲ διὰ τοῦ Ζ ἢ δύο ΣΣ , οἷον παίζω , πλήσσω : ἔχει δὲ αὐτῆς ὁ μέλλων ποτὲ
ποιμνίων ὁ ποιμήν , μεθύων γάλακτι Μούσης , λιγέως ἄριστα παίζω , καλύκων χάριν δοκεύων . Ὁ δὲ Φοῖβος ὀργιάζων
6429081 ἀμαξα
. ὡς παρὰ τὸ βήσω βῆσσα καὶ ἄξω ἄξα καὶ ἄμαξα , οὕτως καὶ παρὰ τὸ φρῶ , ὃ παρὰ
βλῶ βλήσω : βλήτρον : καὶ πλεονασμῶ τοῦ σ . ἄμαξα ἐκ τοῦ ἄγω , ἄξω : ἄξα : καὶ
6428078 λινος
δικτυωτὸς , σιδήρῳ κύκλῳ περιεχόμενος . γάγγαμα : γαγγάμη ἐστὶ λῖνος παχὺς , ὡς Διογένης , καὶ γαγγαμευτὴς ὁ τῇ
ἰσημερίας , ἥτις ἐστὶ πρὸ θʹ καλανδῶν Ἀπριλλίων . καὶ λῖνος δὲ ὁμοίως τοῖς ἰλυώδεσι χαίρει τόποις , σπείρεται δὲ
6415757 Ἀντιφανει
. φησὶν Ἀναξανδρίδης ὁ κωμικός . ὅτι ψωμοκόλαξ κεῖται παρὰ Ἀντιφάνει : ψίθυρός τ ' ἐκαλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ . καὶ
Οὐλπιανὸς κεῖται μὲν ὁ φιλοτάριχος , ἔφη , παρ ' Ἀντιφάνει ἐν Ὀμφάλῃ οὕτως : οὐ φιλοτάριχος οὐδαμῶς εἰμ '
6403547 Λυσιᾳ
τοιούτων ἐν ἰδιωτικοῖς τὰ παραδείγματα καὶ πλείονά γε παρὰ τῷ Λυσίᾳ καὶ τῷ Ὑπερίδῃ : φύσει γὰρ οἱ ἄνδρες ἠθικώτεροι
Τὸ οὐκ οἶδα ὅντινα τρόπον ἐρωτικός : ἐπειδὴ γέγραπτο τῷ Λυσίᾳ δεῖν χαρίζεσθαι μὴ ἐραστῇ , κατὰ τοῦτο οὖν οὐκ
6380061 Λυκοφρονι
Ἡ δὲ ἱστορία κεῖται ἐντελὴς παρὰ τῷ τὴν Ἀλέξανδραν γράψαντι Λυκόφρονι . Παρθενόπη λέγεται διὰ τὸ πολλοῖς ὑποπεσοῦσα ἀνδράσι φυλάξαι
λέλεπται λεπτός . ⌋ ⌊ Λέπτυνιν : αἰτιατική ἐστι παρὰ Λυκόφρονι . οἱ μὲν τὸν Ἅιδην , οἱ δὲ τὴν
6360727 Σφενδονῃ
γὰρ παρ ' ἡμῶν Διὸς ἑταιρείου , πάτερ . Ἀμειψίας Σφενδόνῃ : λαγὸν ταράξας πῖθι τὸν θαλάσσιον . Μένανδρος Αὐλητρίσι
ἔμελλεν ἀναιρήσεσθαι τὸ ἐπιδιακείμενον ἀργύριον . ἐν δὲ τῇ Ἀμειψίου Σφενδόνῃ ὅ τε τρόπος δεδήλωται τῆς κυβείας καὶ προσείρηται ὅτι
6353164 Ἐπιχαρμῳ
μύκητα , καὶ , ἐπεὶ λήξειν ἔμελλεν , ἐξίδρωσεν . Ἐπιχάρμῳ , περὶ πληϊάδων δύσιν , ὤμου ὀδύνη , καὶ
παρὰ Κρατίνῳ ἐν Πανόπταις ἀλλοτριογνώμοις ἐπιλήσμοσι μνημονικοῖσι καὶ παρ ' Ἐπιχάρμῳ ἐν Μεγαρίδι εὔυμνος καὶ μουσικὰν ἔχουσα πᾶσαν φιλόλυρος †
6345372 τευς
καὶ ὑπὸ σποδῷ ἀκάματον πῦρ : καιόμενος δ ' ὑπὸ τεῦς καὶ τὰν ψυχὰν ἀνεχοίμαν καὶ τὸν ἕν ' ὀφθαλμόν
, ὥς τυ φάγωντι . καὶ πόκ ' ἐγὼν παρὰ τεῦς τι μαθὼν καλὸν ἢ καὶ ἀκούσας μέμναμ ' ,
6342536 ποιητῃ
δέος ἔνθα καὶ αἰδώς . ἐγὼ οὖν τούτῳ διαφέρομαι τῷ ποιητῇ . εἴπω σοι ὅπῃ ; Πάνυ γε . Οὐ
ἀλαλύκτημαι συσταλέντος τοῦ η εἰς α : ἔθος δὲ τῷ ποιητῇ ποιεῖσθαι ἐπὶ τοῦ ῥήματος τούτου Ἀττικώτερον ὡς τὸ ἀλαλῆσθαι
6337544 Κριτιᾳ
ὠργίζοντο τῷ Σωκράτει . Οἵα μὲν οὖν ἡ συνουσία ἐγεγόνει Κριτίᾳ πρὸς Σωκράτην καὶ ὡς εἶχον πρὸς ἀλλήλους , εἴρηται
, τοῖς δὲ χρυσουργοῖς καὶ δακτυλιογλύφοι : τὸ ὄνομα παρὰ Κριτίᾳ καὶ Πλάτωνι , Φιλύλλιος δὲ ἐν Πόλεσι δακτυλιουργὸν ὠνόμασεν
6324980 Κτησιβιου
εὗρε μέλος θείων πάτριον ἐξ ὑδάτων . ἀλλ ' εἰ Κτησιβίου σοφὸν εὕρεμα τίετε τοῦτο , δεῦτε , νέοι ,
δοκοῦν τῶν ὑπαρχόντων πρότερον , τό τε χαλκέντονον τὸ ὑπὸ Κτησιβίου παραδειχθέν , οὐ μόνον ξένην ἔχον διάθεσιν , ἀλλὰ
6321524 Τυχων
καὶ τοῦτο οἱονεὶ ἔρεισμα αὐτοῖς τοῦ μὴ πεσεῖν ἐγένετο . Τυχὼν δὲ ὁ Δάφνις παρ ' ἐλπίδας καὶ φιλήματος καὶ
. εἰς τιμὴν τοίνυν τούτου κρανῶνα τὴν ἔφυραν ὠνόμασαν : Τυχὼν δέ , φησίν , ἕκαστος τούτων τῶν πραγμάτων ἃ
6287839 ἀξα
καὶ ὡς παρὰ τὸ βήσω βῆσα καὶ βῆσσα , ἄξω ἄξα καὶ ἄμαξα , πείσω πεῖσα : ” τῷ δ
, . , . Ἄμαξα : παρὰ τὸ ἄγω ἄξω ἄξα καὶ ἄμαξα : Ἡσίοδος ἐν Ἔργοις καὶ Ἡμέραις :
6261079 μαιω
καὶ τὸ μαῖα , ἡ τροφός : παρὰ γὰρ τὸ μαίω τὸ ζητῶ : μαιμάσσω , τὸ προθυμοῦμαι : μαιμάχης
, παρὰ τὴν ζήτησιν καὶ εὕρεσιν τῶν μαθημάτων . καὶ μαίω , τὸ ζητῶ , ὅθεν καὶ μαῖα καὶ Μοῦσα
6240956 Τροφωνιον
λεγομένοις ἡμιθέοις ἑαυτόν , Διονύσῳ καὶ Ἡρακλεῖ καὶ Διοσκούροις , Τροφώνιον καὶ Ἀμφιάραον καὶ Ἀμφίλοχον καὶ τοὺς ὁμοίους χρηστηρίοις αὐτοῖς
οὐκ Ἐργίνου : καὶ ἐγώ τε πείθομαι καὶ ὅστις παρὰ Τροφώνιον ἦλθε δὴ μαντευσόμενος . τούτους φασίν , ὡς ηὐξήθησαν
6238260 μιαινω
ἰθαίνω , ἰθαίνεις , ἰθαίνει , ἰθαινάθυμος , ἰθαιγένης : μιαίνω , μιαίνεις , μιαίνει , μιαιφόνος : τὸ ἀλέξω
ὄνομα γεγόνασι : φαίνω φαίνομαι , μαίνω μαίνομαι , ῥαίνω μιαίνω . τὸ μέντοι αἰνῶ περισπώμενον ἔχει τὸ αἶνος ,
6234639 Θουκυδιδῃ
ὧν καὶ τὸ ἀνδραποδίσασθαι καὶ ἀνδραποδισάμενος , καὶ ἀνδραποδίσαντες παρὰ Θουκυδίδῃ , καὶ ἀνδραποδώδης παρὰ Ξενοφῶντι , καὶ ἀνδραποδωδῶς παρὰ
τοῦ ο τὴν ἀνοχὴν λέγουσι : πολὺ δέ ἐστι παρὰ Θουκυδίδῃ . σημαίνει δὲ καὶ τὴν ἀναχώρησιν . καὶ ἀνοκωχεύειν
6234599 μω
: . . . ἢ ζητήσεως ἄξιον : ἐκ τοῦ μῶ , τὸ ζητῶ . . . Δ : ἐπιμάσσεται
τὸ ζητῶ . Ἐπίχαρμος ὁ κωμικός : ” Πύρραν γε μῶ καὶ Δευκαλίωνα . ” καὶ τὴν τοῦ Ἑρμοῦ ,
6226960 Σαλαβακχω
πόρνη [ πόρνης Γ ] : ” μετὰ Κύνναν καὶ Σαλαβακχώ “ . ⌈ Ἐρατοσθένης δὲ ἠγνόησε [ Ἐρατοσθένην δὲ
Κύννης μέμνηται καὶ ἐν τοῖς Ἱππεῦσι λέγων καὶ Κύνναν καὶ Σαλαβακχώ . Γ Κύννης ἀκτῖνες : Κύννα ἑταίρα ἐστίν .
6217353 Χειρωνι
, ἀλλὰ τοῦ Πηλείδου τε καὶ Αἰακίδου τοῦ τεθραμμένου παρὰ Χείρωνι τῷ σοφῷ . ὅστις δὲ φυγάς τε ὢν καὶ
εἶχε τοὺς γονεῖς , ξένος δὲ ὅτι τεχθεὶς παρὰ τῷ Χείρωνι ἀνετράφη . ὁ δὲ Ἰάσων χρόνῳ παρεγένετο , δύο
6215953 Ἡρυλλος
ἀγαί ἀλεκτορίς ἀλκηστής ἀμυντής ἀμφίκρανον ἀπαυλία βούπρῳρον ἐπιτάξ ἐριούνης εὐναία Ἥρυλλος ἡφαιστόδαπτα θεωρίδες καθηγητής καῦστις λικνοστεφεῖ λωπιστός μαγείαν μαδαγένειον μαίμακον
. γέγονε δὲ ὑποκοριστικῶς : ὡς γὰρ ἀπὸ τοῦ Ἡρακλῆς Ἥρυλλος καὶ ἀπὸ τοῦ Ἀριστοκλῆς Ἀρίστυλλος , Θρασυκλῆς Θράσυλλος ,
6203637 Πολυευκτου
ἄλλων ἡγεμονεύειν ἐπειλημμένος , ὡς ὑποφαίνει Ὑπερείδης ἐν τῷ κατὰ Πολυεύκτου . Ἡγήμων : Δημοσθένης ἐν τῷ ὑπὲρ Κτησιφῶντος .
βασιλεύειν λαχόντος δοκιμασία : πολλὰ καὶ ἀγαθὰ γένοιτο . Κατὰ Πολυεύκτου ἐκφυλλοφορηθέντος ὑπὸ τῆς βουλῆς ἔνδειξις : πάλαι θαυμάζω ὑμῶν
6201337 Αἰλιανῳ
, . . Ἡ δὲ χρῆσις τοῦ ἀθέρος παρὰ τῷ Αἰλιανῷ ἐν τῷ περὶ Προνοίας . . δ , .
ἀρκυωρεῖν , ὃ ἐν τοῖς περὶ Προνοίας κεῖται παρὰ τῷ Αἰλιανῷ . . . Αἰλιανὸς ἐν τοῖς περὶ Προνοίας φησὶν
6184648 σιοισι
Πάφον περιρρύταν πολλάκι δ ' ἐν κορυφαῖς ὀρέων , ὅκα σιοῖσι ϝάδηι πολύφανος ἑορτά , χρύσιον ἄγγος ἔχοισα , μέγαν
καὶ τὸ αἰδοιεστάτοι ὡς παρ ' Ἀλκμᾶνι , οἷον : σιοῖσι κἀνθρώποισιν αἰδοιεστάτοι ] σιόδματον ? τέγος ? ? [
6175380 χαινω
ἀμφαδίην : φανε - ρῶς : φαίνω φανδόν , ὡς χαίνω χανδόν , καὶ ἀναφανδόν καὶ ἀμφαδόν καὶ ἀμφαδίην .
ἢ ἀπὸ τοῦ λῶ τὸ ἀπολαύω , ἢ ἀπὸ τοῦ χαίνω τὸ χάσκω , ὡς καὶ ἀπὸ τοῦ οἴω τὸ
6174770 ἀδελφιζειν
δὲ τινὲς καὶ ὥσπερ ἴδιαι τῆς ἀφελείας , ὡς τὸ ἀδελφίζειν παρὰ τῷ Ἰσοκράτει καὶ ὁ κλαυσίγελως παρὰ τῷ Ξενοφῶντι
ὤν , [ ἐκ τῆς αὐτῆς δελφύος . καὶ ] ἀδελφίζειν τὸ ἀδελφὸν καλεῖν , . , . , +
6173226 Φολῳ
; ποῦ χρυσότευκτα κἀργυρᾶ σκυφώματα ; Στησίχορος δὲ τὸ παρὰ Φόλῳ τῷ Κενταύρῳ ποτήριον σκύφιον δέπας καλεῖ ἐν ἴσῳ τῷ
δὲ ὑπὸ τούτων ἀπώλοντο . Ἡρακλῆς γὰρ ἐν Φολόῃ ἐπεξενώθη Φόλῳ τῷ Κενταύρῳ καὶ ὁ Φόλος οἶνον αὐτῷ κάλλιστον ἐκίρνα
6172604 ἡστ
δ ' ἤγγειλε παρασχεδόν . ἡ δ ' ἐνὶ παισίν ἧστ ' , ἐπιμητιόωσα κασιγνήτην ἀρέσασθαι : ἀλλ ' οὐδ
Περίηρς : † ὅπως ἀνὴρ δ ' ἐν ἀσμένοισιν ἀλιτηρὸς ἧστ ' ἐπὶ θάκας κατὰ πέτρας ὁρέων μὲν οὐδὲν δοκέων
6166707 Κοματα
ἀλλ ' ἐὰν μή σε θλάσω , γενοίμην ἀντὶ τοῦ Κομάτα Μελάνθιος καὶ κολασθείην ὥσπερ ἐκεῖνος ὑπὸ Εὐμαίου καὶ Φιλοιτίου
θαύματος . ταὶ Μοῖσαί με φιλεῦντι : ἀρχὴ τῆς ᾠδῆς Κομάτα . φησὶ δὲ αὐτὸν μᾶλλον ὑπὸ τῶν Μουσῶν φιλεῖσθαι
6159202 Ὑπερειδῃ
δικογράφοϲ ὡς Ὑπ . . , . ἡ δὲ δουλὶϲ Ὑπερείδῃ εἰρημένον φαῦλόν ἐστιν . . , . Δρακοντίδηϲ εἷς
πολλάκις τοὔνομα παρά τε Δημοσθένει ἐν τῷ κατὰ Μειδίου καὶ Ὑπερείδῃ ἐν τῷ ὑπὲρ Χαιρεφίλου περὶ τοῦ ταρίχους . διεξῆλθε
6158656 Βαθυκλης
Ἡρακλῆς Ἥρυλλος καὶ παρὰ τὸ Θρασυκλῆς Θράσυλλος καὶ παρὰ τὸ Βαθυκλῆς Βάθυλλος , ὁ ἐρώμενος τοῦ Ἀνακρέοντος , οὕτως καὶ
δὲ Μίνω καλούμενον Ταῦρον οὐκ οἶδα ἀνθ ' ὅτου πεποίηκε Βαθυκλῆς δεδεμένον τε καὶ ἀγόμενον ὑπὸ Θησέως ζῶντα : καὶ
6158490 ὀπτω
Ῥωμαίων διαλέκτου . . , : ὀπωπή : παρὰ τὸ ὄπτω ῥῆμα γίνεται ὄνομα ῥηματικὸν ὀπή , ὡς κόπτω κοπή
, κλέπτω κλέβδην , κρύπτω κρύβδην , γράφω γράβδην , ὄπτω ὄβδην καὶ ἐσόβδην . καὶ παρὰ τοὺς εἰς ξω
6153330 παραβεβλημενος
μέλεος εἰρήσεται αἶνος , ” ποτὲ δὲ γνώμης παραμυθία καὶ παραβεβλημένος λόγος πρός τι ὑποκείμενον , οἷον “ αἶνος μέν
κύβοισι παραβεβλημένος ] κύ - , - σι παρα - παραβεβλημένος ] ἐκδεδυμένος . ἐκδεδομένος ἀκαρεῖ ] βραχυτάτῳ μετρίου ]
6149997 καλλιχορον
ἅμα ἔνιοι θαμὰ . [ καὶ δονάκων ] τοὶ παρὰ καλλιχόρον νάοισι ἄκυρον τὸ [ δονάκων : Εὐριπίδης ] δ
ἅμα ἔνιοι θαμὰ . [ καὶ δονάκων ] τοὶ παρὰ καλλιχόρον νάοισι ἄκυρον τὸ [ δονάκων : Εὐριπίδης ] δ
6144164 μυττωτῳ
, ὡς Ἀριστοφάνης Ἱππεῦσιν : „ ἐπὶ ταυτησὶ κατακνησθείην ἐν μυττωτῷ μετὰ τυροῦ „ . παραιτητέον δὲ τοὺς μεταγράφοντας τὸ
θύννος οὐ κακὸν βρῶμα , ἀλλὰ πᾶσιν ἰχθύεσσιν ἐμπρεπὴς ἐν μυττωτῷ . βοῦς δὲ πιανθείς , δοκέω μέν , καὶ
6139722 Κρατητι
: ὅθεν ξυνέντα τὰ τῶν ἀρχαίων ἀναγινώσκειν . τῷ γοῦν Κράτητι παρέβαλε τοῦτον τὸν τρόπον . πορφύραν ἐμπεπορευμένος ἀπὸ τῆς
. Συμπεριπατήσεις γὰρ τρίβων ' ἔχους ' ἐμοί , ὥσπερ Κράτητι τῷ κυνικῷ ποθ ' ἡ γυνή . Ἐπὶ πείρᾳ
6124267 κιθαριζε
: τοῖσι δ ' ἐνὶ μέσσοισι πάις φόρμιγγι λιγείῃ ἱμερόεν κιθάριζε , Λίνον δ ' ὑπὸ καλὸν ἄειδεν : Πάμφως
. τοῖσιν δ ' ἐν μέσσοισι πάϊς φόρμιγγι λιγείῃ ἱμερόεν κιθάριζε , λίνον δ ' ὑπὸ καλὸν ἄειδε λεπταλέῃ φωνῇ
6110311 ἐτης
] τις ? ? ? οὔτε δῆμος ⋮ οὔτ ' ἔτης ἀνήρ , τοιάνδε ? μοῖραν ⋮ παρὰ [ ]
πόλις ] ? τις ? ? οὔτε δῆμος οὔτ ' ἔτης ? ἀνὴρ τοιάνδε ? μοῖραν παρὰ [ ] ?
6090009 ἀναλογωτερον
πεσόντι , δῆλον ὅτι καὶ τὸ ἐριπόντι Πολυνείκει παρὰ Πινδάρῳ ἀναλογώτερον καταστήσεται διὰ τοῦ ο γραφόμενον . Ἀλλ ' εἰ
, ὤφειλε βαρύνεσθαι καὶ συστέλλειν τὸ ι , ὅθεν Ἡσίοδος ἀναλογώτερον εἴρηκε : τρισπίθαμον δ ' ἄψιν . ἔστιν οὖν
6088654 θω
. οὖθαρ : οὖθαρ : . . . ἀπὸ τοῦ θῶ , τὸ τρέφω ἢ θάλλω , θὰρ , καὶ
; δῆλον ὅτι ἡ ἀναγκαῖον μὴ εἶναι . ἐὰν οὕτως θῶ τὴν οὐκ ἀναγκαῖον μὴ εἶναι ὑπὸ τὴν δυνατὸν εἶναι
6088599 περιδειπνον
ἢ ἀπὸ τοῦ περιδείπνου λέγει : τάφος γὰρ λέγεται τὸ περίδειπνον , ὡς Ὅμηρος : “ δαίνυ τάφον Ἀργείοισι ”
. ξενίαν ] ὑποδοχήν . ξένος ] ξενίαν ὑποδεχόμενος . περίδειπνον ] ἡ ἐπὶ τοῖς ἀποθανοῦσιν ἑστίασις γινομένη . τίς
6080591 Δαματερ
Σεσοβημένος , ἐπίτριπτος . καταμωκώμενοι δὲ τῶν Δωριέων τὸ ὦ Δάματερ λέγουσιν . ὁ δὲ νοῦς , πῶς ἐπηρμένος καὶ
Θεόπομπος λέγῃ : ἰχθύων δὲ δὴ ὑπογαστρι ' , ὦ Δάματερ , παρατηρητέον ὅτι ἐπὶ ἰχθύων μὲν ὑπογάστριον λέγουσι ,
6075212 συριζω
ἐκλαλῶ , ἀλλοτριοῦμαι , ἐκπαλαίω , μυθολογῶ , λαλῶ , συρίζω , ἀπατῶ , μωραίνω , κλέπτω , κατασκευάζω ,
τ τρέπουσι , τύ λέγοντες ἀντὶ τοῦ σύ . Τὸ συρίζω τυρίσδω λέγουσιν : ἐπὶ δὲ τοῦ δευτέρου καὶ τρίτου
6074459 Ἀμφιδος
ἐν Γηρυτάδῃ περίθεσιν : καὶ περιθέτην δέ , ὡς ἐν Ἄμφιδος Ἀλκμαίωνι καὶ Μενάνδρου Ὀλυνθίᾳ . σκεῦος δὲ καὶ ἡ
τὸ ῥῆμα κονιᾶν , καὶ τὸν τοῦτο δρῶντα κονιατήν : Ἄμφιδος δὲ καὶ δρᾶμα Κονιατής . ἔργον δὲ τοῦ οἰκοδόμου
6073627 αἰδοιεστατοι
παρ ' Ἀλκμᾶνι , οἷον : † συοῖσικ ' ἀνθρώποισιν αἰδοιέστατοι , καὶ τὸ ἀφθονέστερα , οἷον : † ὅρα
Πηνελόπηι ἐγὼ γένος μέν εἰμι Κρὴς ἀρχέστατον , καὶ τὸ αἰδοιέστατοι , ὡς παρ ' Ἀλκμᾶνι οἷον σιοῖσι . .
6058010 Τρωϊλῳ
παῖδες Γ ] Λεσβίων εὑρεῖν † † Γ Στράττις ἐν Τρωΐλῳ : ᾗ μήποτ ' , ὦ παῖ Ζηνός ,
παρὰ τὸ αὐτὸ ῥῆμα νῶ , νάσω ναρόν . Σοφοκλῆς Τρωΐλῳ : ” πρὸς ναρὰ καὶ κρηναῖα χωροῦμεν ποτά ”
6057013 Ἀττικοις
τὸ μικρὸν καὶ ἀναυξές . ἄρτον ἐγκρυφίαν : παρ ' Ἀττικοῖς οὕτως ὀνομάζεται ὁ συντιθέμενος ἔκ τε φοινίκων λιπαρῶν καὶ
γινόμενος δὲ κατὰ Δωρίδα ἔκταν , ὃς ἐν χρήσει ὁρᾶται Ἀττικοῖς . Εὐριπίδης Πλεισθένει : οὐ τὸν σὸν ἔκταν πατέρα
6048179 βαυνος
γοῦν ἵνα μάθῃ ἐνταῦθα τὰ εἴδη τῶν κεραυνῶν . κεραυνὸς βαῦνος καὶ πῦρ , κείρων καὶ κόπτων . καταφρύγει ]
. . Βάναυσος : πᾶς τεχνίτης διὰ πυρὸς ἐργαζόμενος . βαῦνος γὰρ ἡ κάμινος . ῥητορική . Σοφοκλῆς , οἷον
6039046 Σιμιας
Σωκράτους ἦν ὁμιλητὴς καὶ Χαιρεφῶν καὶ Χαιρεκράτης καὶ Ἑρμογένης καὶ Σιμίας καὶ Κέβης καὶ Φαιδώνδας καὶ ἄλλοι , οἳ ἐκείνῳ
. ἡ γὰρ ἀκόνη κατὰ Κρῆτας φάγρος , ὥς φησι Σιμίας . χάνναι . Ἀριστοτέλης ἐν τῷ περὶ ζῴων ποικιλέρυθρον
6038760 ἐρευνω
διφθόγγῳ , μὴ τῇ ΑΙ ἢ ΕΙ , περισπᾶται : ἐρευνῶ θοινῶ χαυνῶ κοινῶ οἰνῶ , χωρὶς τοῦ ἐλαύνω .
ἐπένθεσιν ἐρεύω ὡς χέω χεύω , ἀφ ' οὗ τὸ ἐρευνῶ , ὡς οἴχω οἰχνῶ , ἵκω ἱκνῶ . .
6034335 καταπονω
, οὕτως καὶ παρὰ τὸν τείρω ἐνεστῶτα τὸν σημαίνοντα τὸ καταπονῶ ὁ μέλλων τερῶ , ὡς κείρω κερῶ , γέγονε
Ἔγωγε , εἶπεν ὁ νε - ανίσκος , καὶ ἔλαφον καταπονῶ καὶ σῦν ὑφίσταμαι . ὄψει δὲ αὔριον , ἂν
6027844 κλω
τῇ πραότητι : τὸ κολακεύειν . Κλαίω : παρὰ τὸ κλῶ , οὗ παράγωγον κλαίω . κλᾶται γὰρ ἡ τῶν
. οὕτω Φιλόξενος . . . , : ὁμοκλή : κλῶ ἐστι ῥῆμα δηλοῦν τὸ φωνῶ , ὅπερ γέγονεν ἀπὸ
6017643 Φιλοξενος
ἴσχω ἰσχός , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἰσχνός . οὕτως Φιλόξενος ἐν τῷ Περὶ παραγώγων . . . . .
πλεονασμῷ τοῦ ο μετὰ τοῦ ἀνεκφωνήτου ι ὀρεσκῷος . οὕτω Φιλόξενος . . . , : ὀρταλίζειν : ὄρω ἐστὶ
6016485 Βαθυλλος
ἀπὸ τοῦ Ἀριστοκλῆς Ἀρίστυλλος , Θρασυκλῆς Θράσυλλος , οὕτως Βαθυκλῆς Βάθυλλος . Ἡρωδιανὸς Περὶ παθῶν , . . . .
ἐκ τῆς ζώσεως κολπωμάτων , . , * . . Βάθυλλος : ὄνομα κύριον , ὁ ἐρώμενος Ἀνακρέοντος . γέγονε
6015214 Παμφιλῳ
λέγ ' ἕτερον . Ἀκούετε , ὦ ἄνδρες δικασταί : Παμφίλῳ φησὶν καὶ Φειδόλεῳ Ῥαμνουσίοις κοινῇ τάλαντον ἐνοφείλειν καὶ Αἰαντίδῃ
Μελίτην ἄνω . ἔπινον δ ' ἄρ ' ἐνταῦθα παρὰ Παμφίλῳ τῷ γναφεῖ Κόνων οὑτοσί , Θεότιμός τις , Ἀρχεβιάδης
6012788 βαρυτονουμενον
καὶ Τρύφων ἐν τῷ δευτέρῳ Περὶ Ἀττικῆς προσῳδίας : τὸ βαρυτονούμενον γὰρ τὸ φυτὸν παρὰ τοῖς παλαιοῖς ? , [
δύο συλλαβὰς βαρυτονεῖται κατὰ τὸ υ , μὴ ὀξυτονούμενα ἀλλὰ βαρυτονούμενον τὸ στοιχεῖον ἔχοντα , οἷον κορδύλη , Δαμύλη ,
6011422 ᾀδομενον
κατά τε τὰ ἄγκη καὶ τοὺς δρυμοὺς τὸν παρὰ πάντων ᾀδόμενον μόρον τοῦ Φρυγὸς ἐκείνου : λαμβάνων τοίνυν τοῦ πολίου
αὐτοῖς . Ἔρωτα δελφῖνος ἐν Ἰασῷ ἐς μειράκιον καλὸν πάλαι ᾀδόμενον ἄμοιρον μνήμης τῆς ἐξ ἐμοῦ ἀπολιπεῖν οὔ μοι δοκεῖ
6010328 παιγνιου
τοῖς ἐρωμένοις . ἐχρῶντο γὰρ ἐπιμελῶς τῷ κοτταβίζειν ὄντος τοῦ παιγνίου Σικελικοῦ , καθάπερ καὶ Ἀνακρέων ὁ Τήιος πεποίηκε :
ὡς τετράπουν καταριθμήσας , ἵν ' ἡ ἀφορμὴ τοῦ λοιποῦ παιγνίου ἐκ τούτου γενήσεται . καὶ ταῦτα γελοίου χάριν παρείληπται
6004136 ἰαλεμος
μυλωθρός , ἐν δὲ γάμοις ὑμεναῖος , ἐν δὲ πένθεσιν ἰάλεμος . λίνος δὲ καὶ αἴλινος οὐ μόνον ἐν πένθεσιν
βροτοῖς : ὀτοτοῖ ἰαλέμων : ὀτοτοῖ ἐπίφθεγμά ἐστι θρηνητικόν . ἰάλεμος θρῆνος . Δαρδανία δὲ πόλις πλησίον τῆς Τροίας ἀπὸ
6003954 παλιμβολος
ὁ ἐξ ἀναβιώσεως . παλιμβολία : ἡ εὐμετάβλητος γνώμη . παλίμβολος : ἀδόκιμος . εὐμετάβολος . ἀνελεύθερος . Κλήμης .
καὶ Πάνδια . ἐκ δὲ τοῦ πάλιν τάδε σύνθετα . παλίμβολος , παλίμπρατος , παλιγκάπηλος , παλίντροπος , παλίγκοτος :
5997388 κολῳος
πλώω σώω , χωρὶς τοῦ κολῳῶ , ὅπερ ἀπὸ τοῦ κολῳός γέγονε , καὶ ἔχει τὸ Ι προσγεγραμμένον . Τὰ
. ἐν δέ σφιν κρατερὸν νεῖκος πέσεν , ἐν δὲ κολῳός ἄσπετος , εἰ τὸν ἄριστον ἀποπρολιπόντες ἔβησαν σφωιτέρων ἑτάρων
5997030 κυπτω
. . . . ἀπεστύπαζον : τύπτω τυπτάζω , ὡς κύπτω κυπτάζω , ἀποβολῇ τοῦ τ ἀπετύπαζον καὶ πλεονασμῷ τοῦ
. κυφὸν δὲ τὸ κυρτοειδὲς καὶ περιφερές . παρὰ τὸ κύπτω κυφός . . . , , . , .
5987160 Πινδαρωι
Ὀλυμπιάδων ] . . . ἔστι δὲ ὁ λόγος τῶι Πινδάρωι οὐ περὶ τοῦ Χρομίου μόνου ἀλλὰ καὶ περὶ τοῦ
ὁρκωμοτῆσαι τόν τε Κρηστώνης θεόν . ὁ πολίτης Κρηστωναῖος παρὰ Πινδάρωι . Ῥιανὸς δὲ Κρηστωνίους αὐτούς φησιν . Ἑκαταῖος δὲ
5986403 βαζω
. καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ , φράζω . τὸ δὲ βάζω ὁ μέλλων βάξω , καὶ ὄνομα βάξις . Βάβαξ
ἀνιῶ ἀνιάζω , ἀτιμάζω , πελάζω . ἐκ δὲ τοῦ βάζω καὶ ἡ βάξις Δωρικώτερον . καὶ οὕτω μὲν ἐκ
5984709 κηρω
' , ὦναξ , καὶ τάνδε φέρευ πακτοῖο μελίπνουν ἐκ κηρῶ σύριγγα καλὸν περὶ χεῖλος ἑλικτάν : ἦ γὰρ ἐγὼν
, ἐναλλάσσω , γεραίρω ἑορτάζω , συναγελάζω , ταχύνω , κηρῶ , τρέφω , πολλάκις ἄρχομαι , περινοστῶ , ἀναγορεύω

Back