ἴσχω ἰσχός , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἰσχνός . οὕτως Φιλόξενος ἐν τῷ Περὶ παραγώγων . . . . .
πλεονασμῷ τοῦ ο μετὰ τοῦ ἀνεκφωνήτου ι ὀρεσκῷος . οὕτω Φιλόξενος . . . , : ὀρταλίζειν : ὄρω ἐστὶ
7858962 Ἡρωδιανος
ποιητικὰς πλεῖστοι ἐξηγήσαντο : Δίδυμος , Τρύφων , Ἀπολλώνιος , Ἡρωδιανός , Πτολεμαῖος Ἀσκαλωνίτης , καὶ οἱ φιλόσοφοι Πορφύριος ,
ὄνομα εἴληπται ἀπὸ τῶν στεναγμάτων τῶν ἐν αὐτῇ . οὕτως Ἡρωδιανός . . . . αἰδοῖα : παρὰ τὴν αἰδῶ
7553801 Ἀσκαλωνιτης
ἑξετέ ' ἀδμήτην . καὶ χρῆν ἀναγινώσκειν ὡς ἀξιοῖ ὁ Ἀσκαλωνίτης . τροχοὶ ὀξυτόνως καὶ τρόχοι βαρυτόνως διαφέρουσι παρὰ τοῖς
: Δίδυμος , Τρύφων , Ἀπολλώνιος , Ἡρωδιανός , Πτολεμαῖος Ἀσκαλωνίτης , καὶ οἱ φιλόσοφοι Πορφύριος , Πλούταρχος καὶ Πρόκλος
7411417 Ὑπομνηματι
καὶ παρὰ Φρυνίχῳ ἴδριδες . οὕτως εὗρον [ σχόλιον ἐν Ὑπομνήματι Ἰλιάδος ] , . , . . . Ἀϊδρεία
' αὐτοῦ τὸ ὄρος Ἄτλας ἐκλήθη . οὕτως Λυκόφρονος ἐν Ὑπομνήματι . σημαίνει δὲ καὶ τὸν θεόν , οἷον :
7386333 Σωρανος
τις οὖσα , ὅτι ἅλλεσθαι δοκεῖ παλμοὺς ποιοῦσα . οὕτως Σωρανός καὶ Σαλούστιος , . , , . . α
οἷον ἐνποροφύες εἰσὶν , οἷον ὄροφοι τῶν ὠπῶν : οὕτω Σωρανός . Ὀδόντες . παρὰ τὸ ἔδειν καὶ ἐσθίειν ,
7317790 Ἀριστοκλης
: ὡς γὰρ ἀπὸ τοῦ Ἡρακλῆς Ἥρυλλος καὶ ἀπὸ τοῦ Ἀριστοκλῆς Ἀρίστυλλος , Θρασυκλῆς Θράσυλλος , οὕτως Βαθυκλῆς Βάθυλλος .
δὲ ἱλαρῳδοί , οὓς νῦν τινες σιμῳδοὺς καλοῦσιν , ὡς Ἀριστοκλῆς φησιν ἐν αʹ περὶ Χορῶν , τῷ τὸν Μάγνητα
7289429 μονοσυλλαβων
αὐτῶν Ἰωάννου Χάρακος . Πρῶτος δὲ κείσθω ὁ περὶ τῶν μονοσυλλάβων : τὰ εἰς ων μονοσύλλαβα καὶ ὀξύνεται καὶ προσθέσει
τὸ τ ἐν τῷ ῥήματι . Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ μονοσυλλάβων ῥημάτων . Τηλοῦ . παρὰ τὸ τέλος τελοῦ ἐστὶ
7193289 Τυραννιων
ἀπὸ τοῦ φῶ τὸ Αἰολικὸν φημί : διὸ βαρύνων ὁ Τυραννίων φῆμι γράφει βαρυτόνως Αἰολικώτερον , οἷον ” φῆμι γὰρ
: ” σὺ δέ κεν κακὸν οἶτον ὄληαι ” . Τυραννίων δὲ προπερισπᾷ : καὶ δῆλον ὅτι καὶ τὸ πρῶτον
7173189 Ἡρακλειδης
ἡγεμόνας ὡς εἴησαν Λακεδαιμόνιοί τε καὶ Λεωνίδης , ἐὼν γένος Ἡρακλείδης . Ὡς δὲ προσήλασε ὁ ἱππεὺς πρὸς τὸ στρατόπεδον
τοῖς ζηλωτοῖς Σμυρναίων . τὸν δὲ ἄνδρα τοῦτον χρόνοις ὕστερον Ἡρακλείδης ὁ Λύκιος σοφιστὴς διορθούμενος ἐπέγραψε Νικήτην τὸν κεκαθαρμένον ,
7163986 Ἐρετριευς
] Πέργαμον Γαληνοῦ . . Ἐρετριέως ] πῶς δὲ οὗτος Ἐρετριεὺς ὢν ᾤκει τὴν Λυδίαν φησὶν ἐν τῷ γʹ τῶν
παρασίτους τοῦ θεοῦ τοὺς Δηλίους . Ἀχαιὸς δ ' ὁ Ἐρετριεὺς ἐν Ἀλκμαίωνι τῷ σατυρικῷ καρυκκοποιοὺς καλεῖ τοὺς Δελφοὺς διὰ
7140685 Τρυφων
. . , : Ἁλαὶ Ἀραφηνίδες καὶ Ἁλαὶ Αἰξωνίδες . Τρύφων ἐν παρωνύμοις ‚ Ἁλαῖος τρισυλλάβως καὶ Ἁλαιαῖος τετρασυλλάβως .
περιπατεῖν Τρύφωνα : καὶ ἔτι ἐπὶ προστακτικῆς ἐγκλίσεως , περιπατείτω Τρύφων , εἴποι ἂν προσέταξε περιπατεῖν Τρύφωνα . Ἔνθεν μοι
7139716 Διδυμος
τὴν στοὰν οἰκοδομῆσαι τὴν πλησίον αὐτοῦ . ” ὁ δὲ Δίδυμός φησιν ἁμαρτάνειν τὸν ῥήτορα : ἐκλήθη γὰρ ἐλευθέριος διὰ
ἀλήθειαν γράφοντι τὸν ἐπίνικον καὶ ἀποδιδόντι Ἀγησιδάμῳ . ὁ δὲ Δίδυμός φησιν ἔχειν λόγον καὶ τὴν ἑτέραν γραφήν : νέμει
7056038 ἀξα
καὶ ὡς παρὰ τὸ βήσω βῆσα καὶ βῆσσα , ἄξω ἄξα καὶ ἄμαξα , πείσω πεῖσα : ” τῷ δ
, . , . Ἄμαξα : παρὰ τὸ ἄγω ἄξω ἄξα καὶ ἄμαξα : Ἡσίοδος ἐν Ἔργοις καὶ Ἡμέραις :
7018357 Σουνιευς
ὡς Ἀρδεάτης . ἔστι καὶ Ἄντιον τὸ οὐδέτερον Ἀντιεύς ὡς Σουνιεύς . . . Ἀντισάρη : πόλις * * *
τῷ στόματι τῆς Μαιώτιδος λίμνης . τὸ ἐθνικὸν Πορθμιεύς ὡς Σουνιεύς , καὶ Πορθμίτης . Πορφυρεών , πόλις Φοινίκης .
6955902 κτητικον
τοῦ ἁλιεύς : τὸ θηλυκὸν Ἁλίας , καὶ Ἁλιακός τὸ κτητικόν . . . ἁλικαρνασσός : πόλις Καρίας : ἀπὸ
. γράφεται δὲ καὶ ὁ Καρικὸς τάφος ἵν ' ᾖ κτητικόν . γράφεται δὲ καὶ Καρὸς ἵν ' ᾖ ἐθνικὸν
6927626 Κρατινῳ
δ . : Διαβόητα δ ' ἐστὶ καὶ τὰ ἐπὶ Κρατίνῳ τῷ Ἀθηναίῳ γενόμενα , κ . τ . λ
, ἔφη ὁ Οὐλπιανός , σπάσας οἴνου τοσοῦτον . παρὰ Κρατίνῳ ἔχεις ἐν Ὀδυσσεῦσι : τῆ νῦν τόδε πῖθι λαβὼν
6908771 Περγαμηνος
γράφονται : Αἰδεσηνός : Σαρακηνός : Ἀβυδηνός : Δαμασκηνός : Περγαμηνός : Λαμψακηνός : οἷς ὅμοιον καὶ τὸ Γαληνὸς ,
τῶν Ἀκαδημαικῶν λόγων οὐ παρέργως ἁπτόμενος , Γαληνός τε ὁ Περγαμηνός , ὃς τοσαῦτ ' ἐκδέδωκε συγγράμματα φιλόσοφά τε καὶ
6906681 Φρυνιχος
. . Π . ἰδεῶν ; . . . : Φρύνιχος ἐν τῆι Σοφιστικῆι παρασκευῆι παρατίθεται τὸ ὑπόξυλος ῥήτωρ καὶ
ὁ Κύνουλκος : ἀλλ ' , ὦ χοιρίον εὐάρτυτον , Φρύνιχος ὁ κωμῳδιοποιὸς ἐν τῷ Ἐφιάλτῃ μνημονεύει τοῦ ἡδυλόγου διὰ
6868157 Ὠρος
, ] : . . . Αἰγυπτιστὶ δὲ Ἀπόλλων μὲν Ὦρος , Δημήτηρ δὲ Ἶσις , Ἄρτεμις δὲ Βούβαστις .
ξῖρις : ἐξ οὗ καὶ τὰ ξιρία . ὁ μέντοι Ὦρος ἐν τῇ οἰκείᾳ Ὀρθογραφίᾳ διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφει
6867081 Ἰων
τοῦ καλοῦ , βʹ ἢ περὶ τοῦ ψεύδους ἀνατρεπτικοί : Ἴων ἢ περὶ Ἰλιάδος , πειραστικός : Μενέξενος ἢ ἐπιτάφιος
ἔτει δ . πρῶτος Εὐριπίδης , δεύτερος Ἰοφῶν , τρίτος Ἴων . ἔστι δὲ οὗτος Ἱππόλυτος δεύτερος ὁ καὶ στεφανίας
6841767 Ἀριστονικος
γεννηθεῖσαι ἢ αἱ ἁπαλαὶ καὶ τελείως νέαι , μεταφορικῶς ὡς Ἀριστόνικος ἐν σημείοις . . . . . , .
ὕστερον τοῦ κατὰ Ἄφρων θριάμβου . Κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον Ἀριστόνικος , ἐκ παλλακῆς παῖς Εὐμενοῦς , ὃς ἦν ἀδελφὸς
6839540 Παριος
, οὐδὲ Ἴωνές φασιν ἀσπίος , ἐπὶ δὲ βαρυτόνων λέγουσι Πάριος κατὰ μίμησιν τοῦ ὄφιος : οὕτως ἐπειδὴ πολλὰ εἰς
ος ἐκφερομένην γενικὴν ἔστιν ἡ εἰς ν αἰτιατική , οἷον Πάριος Πάριν , ὥσπερ βότρυος βότρυν , ἰχθύος ἰχθύν :
6811699 Ἀρισταρχος
, ἐπεὶ οἱ νικῶντες ἐκ τοῦ ὑμνεῖσθαι εὐκλεεῖς γίνονται . Ἀρίσταρχος δὲ ἀκούει Ὠκεανοῦ θυγατέρα Καμάριναν τὴν λίμνην , ἀφ
: “ παλαισμοσύνης ἀλεγεινῆς θῆκεν ἄεθλα . ” ὅθεν καὶ Ἀρίσταρχος ἀναγινώσκει “ μεῖζον ἄεθλον : ” τὸ γὰρ ἔπαθλον
6798857 Ἡλιοδωρος
Ῥοδίων ἀγερώχων . ” ἀγακλυτά ἄγαν ὀνομαστά , ὡς καὶ Ἡλιόδωρος . ἀγροτέρας οὐ συγκριτικῶς εἴρηκεν , ἀλλ ' ἀντὶ
ὁ δὲ Ἀπίων τεταμένην ἔχουσαι τὴν φωνήν . ὁ δὲ Ἡλιόδωρος τὸ πρότερον . ταναύποδα ι . . , :
6796690 Ἀρτεμων
νεόπλυτον εἴλυμα κακῆς ἀσπίδος , ἀρτοπώλισιν κἀθελοπόρνοισιν ὁμιλέων ὁ πονηρὸς Ἀρτέμων , κίβδηλον εὑρίσκων βίον , πολλὰ μὲν ἐν δουρὶ
γνώμην ἔχειν δοκοῦσαν χρησίμην τε εἰς τὸν βίον . : Ἀρτέμων δ ' ἐν τῷ πρώτῳ Περὶ Διονυσιακοῦ συστήματος Τιμόθεόν
6789092 Φιλων
καὶ πόλις Φοινίκη Ἐλαία μεταξὺ Τύρου καὶ Σιδῶνος , ὡς Φίλων : καὶ Βιθυνίας ἐπίνειον , πλησίον Μυσίας : ἔστι
πάντ ' ἔχει . Μόνιμός τις ἦν ἄνθρωπος , ὦ Φίλων , σοφός , ἀδοξότερος μικρῷ δ ' . ὁ
6786230 Χαλκηδονιος
Φαρκαδόνα διὰ τοῦ α φησίν . ὁ πολίτης Φαρκηδόνιος ὡς Χαλκηδόνιος . καὶ Φαρκηδονίς καὶ Φαρκηνίς . Φαρμακοῦσσαι , δύο
Σπεύσιππος καὶ ἕτερος , ἰατρὸς Ἡροφίλειος Ἀλεξανδρεύς . Ξενοκράτης Ἀγαθήνορος Χαλκηδόνιος : οὗτος ἐκ νέου Πλάτωνος ἤκουσεν , ἀλλὰ καὶ
6784803 γιγνω
τῷ ἀναδεδιπλωμένῳ τὸ ὁλόκληρον , οἷον μένω μίμνω , γένω γίγνω , οὕτω δὲ καὶ μέλω μέμλω καὶ πλεονασμῷ [
κινεῖν τὴν ὀσφύν φασιν . ὥσπερ δὲ παρὰ τὸ γνῶ γίγνω , οὕτως παρὰ τὸ κλῶ κίγκλω καὶ κίγκλος .
6775862 κωμικῳ
ἡ δὲ γυνὴ μεθύση , καὶ μεθύστρια παρὰ Θεοπόμπῳ τῷ κωμικῷ : ὁ γὰρ μέθυσος ἐπὶ ἀνδρῶν Μενάνδρῳ δεδόσθω .
τῶν ἀθλητῶν ἐν Ὀλυμπίᾳ τοὺς στεφάνους . 〚 τῷ δὲ κωμικῷ , φασὶν , ἥρμοττεν ἐκφαυλίζοντι τὸ πρᾶγμα λέγειν ,
6752559 θεματικον
ἀλλοτρίως ἡ παραγωγὴ τοῦ ι παραδεδέχθαι : ἦν γὰρ τοῦτο θεματικὸν ἐν τρίτῳ προσώπῳ τῆς εὐθείας . . Πῶς οὖν
τὸ ἐφίλησαν , ὅπερ οὐκ ἔστι θεματικόν . Τὸ γὰρ θεματικὸν φιλῶ ποιεῖ : ἁπλῆ εἴπομεν διὰ τὸ Γεώργιος :
6752478 Δειναρχος
ἔλεγον δ ' οἱ ποιηταὶ καὶ φιλόστροφον τὸν εὐμετάβολον , Δείναρχος δὲ καὶ φιλοπόνηρον , ἢ ὡς Φιλωνίδης φιλομόχθηρον ,
, ἑτέραν δὲ καθ ' ὑπωμοσίαν ἑκάστην . Παραφρυκτωρεῖν : Δείναρχος ἐν τῇ κατὰ Δεινίου ἐνδείξει . τὸ τοῖς φρυκτοῖς
6750948 κωμητης
Μεγαρίδος . λέγεται καὶ Τριποδίσκη . Ἡρωδιανὸς δωδεκάτῃ . ὁ κωμήτης Τριποδίσκιος . Καλλίμαχος δ ' ἐν Αἰτίων . .
τὸν πλανήτην : δεῖ δὲ γινώσκειν , ὅτι ὥσπερ τὸ κωμήτης καὶ πεδήτης καὶ πλανήτης , καὶ κώμη κωμήτης ,
6734226 Μενανδρῳ
φησὶν εἶναι καὶ παρέδρους τῇ μητρὶ τῶν θεῶν , ἀκολουθῶν Μενάνδρῳ λέγοντι Μιλησίους , ὅταν θύωσι τῇ Ῥέᾳ , προθύειν
Βουλίας : οὐδὲν γὰρ ἀκόλουθον αὑτῷ λέγει . καὶ παρὰ Μενάνδρῳ δὲ ὁ πρόλογος τῆς Μεσσηνίας . Πολλάκις δὲ καὶ
6727988 Διοσκουριδης
διαθήκαις , ἐν ἐκκομιδαῖς , ἐν τάφοις : ὥς φησι Διοσκουρίδης ἐν τοῖς Ἀπομνημονεύμασι . Καὶ τὸ πόλιν δὲ θελῆσαι
λιπαρωτάτου κατὰ τὸ γάλα , . . . . φησι Διοσκουρίδης ἐκ τοῦ προβατείου , ἀλλὰ γίνεται καὶ ἐκ τοῦ
6714920 γραμματικος
: ἄλλο ἄκοπον τὸ τοῦ γλουτοῦ , ὡς Φιλόξενος ὁ γραμματικός . κηροῦ λίτρας βʹ . ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος λίτραν αʹ
παρωνύμως μὲν ὡς ἀπὸ τῆς ποιότητος ποιοὶ ἀπὸ τῆς γραμματικῆς γραμματικός , ἀπὸ τῆς ἰατρικῆς ἰατρός , ὁμωνύμως δὲ δὲ
6702819 προπερισπᾳ
ἵκωμαι . . . . Ι : Σόωσι : Τυραννίων προπερισπᾷ ὡς νοῶσιν , ὡς ἀπὸ τοῦ σοῶ περισπωμένου ,
σὺ δέ κεν κακὸν οἶτον ὄληαι ” . Τυραννίων δὲ προπερισπᾷ : καὶ δῆλον ὅτι καὶ τὸ πρῶτον αὐτοῦ πρόσωπον
6702260 Μεμφιτης
πλησίον . καὶ κλίνεται Τύλεως . τὸ ἐθνικὸν Τυλίτης ὡς Μεμφίτης . Τυμέναιον , ὄρος περὶ Φρυγίαν . οἱ κατοικοῦντες
ταύτης τῆς προσηγορίας . Ὄγδοος δὲ βασιλεὺς γενόμενος Χέμμις ὁ Μεμφίτης ἦρξε μὲν ἔτη πεντήκοντα , κατεσκεύασε δὲ τὴν μεγίστην
6699662 φθερω
γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω . τί θαλαττοκοπεῖς : ἐθαλαττοκράτουν
. ἐξολῶ : Ἐξολοθρεύσω . Θ . . ἀφανίσω , φθερῶ , ὄντας κακούς . . ἀνασχετὸν : Ὑπομονητόν .
6696195 ἐδω
τὸ ἐδῶ ἐδήσω ἐδητύς . εἰ γὰρ ἦν ἐκ τοῦ ἔδω βαρυτόνου , ἐτὺς ὤφειλεν εἶναι ἰσοσύλλαβον τῷ ἔδω ,
ἀγρούς καὶ δένδρεσιν καθίζειν φαγοῦσαν ἄγριόν τι ; τὰ νῦν ἔδω μὲν ἄρτον ἀφαρπάσασα χειρῶν Ἀνακρέοντος αὐτοῦ , πιεῖν δέ
6687100 Ἀλεξανδρευς
δήμαρχος ὁ τὴν ἐπώνυμον ἀρχὴν ἄρχων : καὶ Ἀσκληπιάδης ὁ Ἀλεξανδρεὺς τοὺς κατὰ δῆμον ἄρχοντάς φησι . Δημήτριος δὲ ὁ
ἐκαλοῦντο οἱ τῇ κορώνῃ ἀγείροντες , ὥς φησι Πάμφιλος ὁ Ἀλεξανδρεὺς ἐν τοῖς περὶ ὀνομάτων : καὶ τὰ ᾀδόμενα δὲ
6681355 Ἐπαφροδιτος
οἱ δικασταί : ἦσαν δὲ κόγχαι τινές , ὥς φησιν Ἐπαφρόδιτος ἐν ταῖς Λέξεσιν . τὰς χοιρίνας ] ἤγουν τὰς
μέμνηται ἀπὸ τῆς Θετταλικῆς καλῶν αὐτόν ; οὕτω δὲ καὶ Ἐπαφρόδιτος ἐν τῇ πʹ τῆς Ἰλιάδος „ τιμᾷ τοὺς ἐν
6679021 Φιλωνιδης
καὶ Φιλωνίδην Δυρραχηνὸν καὶ Νίκωνα Ἀκραγαντῖνον . καὶ πάλιν : Φιλωνίδης δὲ ὁ Δυρραχηνὸς ἤκουσε μὲν Ἀσκληπιάδου , ἰατρεύσας δὲ
κεκμηκότος κολοβοῦμεν ἡμᾶς κουρᾷ τε τριχῶν καὶ στεφάνων ἀφαιρέσει . Φιλωνίδης δέ φησιν ἐκ τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης ὑπὸ Διονύσου μετενεχθείσης
6664511 Ἰακον
ὀλίγον : Ἀττικῶς . τὸ δὲ ὀλίον ἢ βάρβαρον ἢ Ἰακόν . ὅμαιμος καὶ ὁμαίμων : ἀδελφὸς ἢ συγγενής [
γεγονότες . ἀστραγάλους : οἱ Ἀττικοί , τὸ γὰρ θηλυκὸν Ἰακόν : καὶ παρ ' Ὁμήρῳ τινὲς θηλυκῶς , οἷον
6658572 ἀμαξα
. ὡς παρὰ τὸ βήσω βῆσσα καὶ ἄξω ἄξα καὶ ἄμαξα , οὕτως καὶ παρὰ τὸ φρῶ , ὃ παρὰ
βλῶ βλήσω : βλήτρον : καὶ πλεονασμῶ τοῦ σ . ἄμαξα ἐκ τοῦ ἄγω , ἄξω : ἄξα : καὶ
6640573 κνηθω
ᾠδή . ἀπὸ τούτου τὸ ἀοιδῶ , εἶτα ὡς τὸ κνήθω κνηθιῶ , ἀτῶ ἀτιῶ , μείδω μειδιῶ , οὕτως
τῶν ἀφροδισίων ἢ παρὰ τὸ ψῶ , τὸ ἅπτομαι καὶ κνήθω : κνησμός ἐστι τὰ τῆς ἡδονῆς . σηραγγῶδες νεῦρον
6631432 Θρασυκλης
Εὐθύδημος , Προκλῆς , Πυθόδωρος , Ἅγνων , Μυρτίλος , Θρασυκλῆς , Θεαγένης , Ἀριστοκράτης , Ἰώλκιος , Τιμοκράτης ,
: ὡς γὰρ παρὰ τὸ Ἡρακλῆς Ἥρυλλος καὶ παρὰ τὸ Θρασυκλῆς Θράσυλλος καὶ παρὰ τὸ Βαθυκλῆς Βάθυλλος , ὁ ἐρώμενος
6622986 Ἀρχιλοχος
ἡσυχίας καὶ τάξεως μέλποντες . οἴνῳ συγκεραυνωθεὶς φρένας , φησὶν Ἀρχίλοχος . Λακεδαιμόνιοι εἰ μὲν ἐμάνθανον τὴν μουσικὴν οὐδὲν λέγουσιν
μόνος Ἡρόδοτος Ὁμηρικώτατος ἐγένετο ; Στησίχορος ἔτι πρότερον ὅ τε Ἀρχίλοχος , πάντων δὲ τούτων μάλιστα ὁ Πλάτων , ἀπὸ
6621320 Ῥηματικῳ
δὲ τὸ ἀροτριάσω : περὶ τούτου δὲ εὑρήσεις ἐν τῷ Ῥηματικῷ τοῦ Χοιροβοσκοῦ , . . . . Ἄροσιν :
: „ τὴν δὲ γενὴν οὐκ οἶδα „ . Φιλόξενος Ῥηματικῷ . . . . . δέμα : δέμα :
6613192 ἐπιγραφομενῳ
. . . ἀλλ ' ὅ γε Λυσίας ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ λόγῳ οὑτωσί : πρὸς Αἰσχίνην τὸν Σωκρατικὸν χρέωςἀπομνημονεύσω δ
μὲν ὁ Κλέαρχος . ὁ δὲ φλυακογράφος Σώπατρος ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ Πύλαι δράματί φησιν : τίς δ ' ἀναρίθμου μήκωνος
6613116 Ἀλεξιων
] , ἴσως ἀπὸ τοῦ [ φθείσω . τοῦτο δὲ Ἀλεξίων ] καὶ Φιλόξενος [ διὰ τοῦ ι γράφουσιν ]
ἄρα χαλκῷ σμερδαλέῳ κεκάλυπτο . . Ν : Χροός : Ἀλεξίων φησὶν ὅτι Ἀρίσταρχος ὡς σοφός προηνέγκατο , Τυραννίων δὲ
6610106 Νικαευς
τῷ ἱερῷ τῶν γνωριμωτέρων θεραπευτῶν δύο , ἐγώ τε καὶ Νικαεὺς , ἀνὴρ τῶν ἐστρατηγηκότων Ῥωμαίοις , Σηδᾶτος ὄνομα ,
τόπου βλαπτομένου παρ ' αὐτοῦ . Καὶ ταῦτα μὲν ὁ Νικαεὺς Πρωταγόρας , ὁ δὲ Δωρόθεος οὕτω φησίν . Σελήνη
6604082 μολισκω
σημαίνει δὲ τὸ αὐξάνω . παρὰ τὸ μολῶ γίνεται παράγωγον μολίσκω , ὡς γελῶ γελίσκω καὶ γαμῶ γαμίσκω : καὶ
, καθὰ τελῶ τελίσκω Ἰακῶς καὶ θορῶ θορίσκω καὶ μολῶ μολίσκω , ἐξ ὧν τὸ θρώσκω , ἔτι δὲ καὶ
6602012 ἀγκυλοχειλης
ὡς ἀνωτέρω εἰρήκαμεν , τουτέστιν ἀπὸ τοῦ χεῖλος ἀγκυλόχειλος καὶ ἀγκυλοχείλης ἀγκυλοχείλου . Εἰδέναι δὲ δεῖ , ὅτι πᾶσα γενικὴ
. Κρεῖττον οὖν ἐστιν εἰπεῖν καὶ ἀντιθεῖναι τοῖς λέγουσι τὸ ἀγκυλοχείλης παρὰ τὸ χηλή οὕτως : οἱ Βοιωτοὶ τότε τρέπουσι
6600950 Μελησαγορας
Κρητῶν λόγοι . Ἐγένετο καὶ Ἀθήνησιν ἀνὴρ Ἐλευσίνιος , ὄνομα Μελησαγόρας : οὗτος οὐ τέχνην μαθών , ἀλλ ' ἐκ
Μελησαγόρας λέγει . . [ ἐπ ' Εὐρυγύῃ ἀγών ] Μελησαγόρας τὸν Ἀνδρόγεων Εὐρυγύην εἰρῆσθαί φησι τὸν Μίνωος , ἐφ
6594694 Χαμαιλεων
καὶ ἃ ὁ Ἑρμιονεὺς Λᾶσος ἔπαιξε περὶ ἰχθύων , ἅπερ Χαμαιλέων ἀνέγραψεν ὁ Ἡρακλεώτης ἐν τῷ περὶ αὐτοῦ τοῦ Λάσου
. . : παῖς δὲ ὢν ὁ Πίνδαρος , ὡς Χαμαιλέων καὶ Ἴστρος φασί , περὶ τὸν Ἑλικῶνα θηρῶντα αὐτὸν
6589784 κειρω
ἐνεστῶτα τὸν σημαίνοντα τὸ καταπονῶ ὁ μέλλων τερῶ , ὡς κείρω κερῶ , γέγονε ῥηματικὸν ὄνομα κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ω
, , . , . : κορμός : παρὰ τὸ κείρω . . . , : κορυθαίολος : αἰόλλω ῥῆμα
6588465 παρασυνθετον
τῶν εἰδῶν . Σχήματα δέ εἰσι τρία , ἁπλοῦν σύνθετον παρασύνθετον : καὶ ἁπλοῦν μέν ἐστι τὸ μὴ ἐκ διαφόρων
ἀκούω „ προπαροξύνεται : ὑπήκοος ἀνήκοος . τὸ δὲ ἐπακουός παρασύνθετον [ γίνεται γὰρ ] ἐκ τοῦ ἐπακούω . Τὰ
6581872 τροπω
αὐτὸν ἰδόντα , τὰ δὲ καὶ δι ' ἑτέρω τινὸς τρόπω κατανοήσαντα . οὔτε γὰρ ὁ ἐν λογισμοῖς καὶ μαθημάτεσσι
βάλλεις . μνημονικὸς ] ἐνθυμητικός , οὐκ ἐπιλήσμων . δύο τρόπω : ⌈ ἤτοι [ ἤγουν ] δύο τρόποι καὶ
6581127 Φαιδων
δὴ τὸν πολὺν δηλοῖ : καὶ τὸ αὐτός , ὦ Φαίδων , παρε - γένου ; αὐτός , ὦ Ἐχέκρατες
καὶ τὰ δύο ἕν ἐστιν , ὥσπερ καὶ οὗτος : Φαίδων ἢ περὶ ψυχῆς . καὶ λέγεται οὗτος ὁ σύνδεσμος
6578033 Φιλημων
πλουσίων , ἐπεὶ πλούσιός ποτε ἦν Τάνταλος , ὡς δηλοῖ Φιλήμων εἰπών : Κροίσῳ λαλῶ σοι καὶ Μίδᾳ καὶ Ταντάλῳ
, ἐγὼ λέγω καὶ τὰ ἑξῆς . οὕτω δὲ αὐτὸν Φιλήμων ἠγάπησεν ὡς τολμῆσαι περὶ αὐτοῦ τοιοῦτον εἰπεῖν [ .
6572640 Ἡγησιας
Κηφισοφῶν , Εὐθύκριτος , Ἡγήμων , Χρέμης , Ἀντικλῆς , Ἡγησίας , Κηφισόδωρος , Φιλοκλῆς : ἐπὶ τούτου τὴν φρουρὰν
τῆς προθέσεως ἐκπεσεῖν τὴν γραφήν . ἔπεισι γὰρ ὅ φησιν Ἡγησίας „ ὁρῶ τὴν ἀκρόπολιν καὶ τὸ περιττῆς ” τριαίνης
6569415 Παριανος
Στράβων ἑνδεκάτῃ . οἱ οἰκοῦντες Μασηνοί , ἢ ὡς Πάριον Παριανός . Μάσκωτος , πόλις Λιβύης . Ἑκαταῖος περιηγήσεως [
Σάρδιος Σαρδιανός , [ τοῦ δὲ δευτέρου ] Πάριον Παρίου Παριανός , Βοσπορίου Βοσποριανός , Κίου πόλεως Μυσίας Κιανός ,
6565406 μετοχικον
ποιμένα λαῶν συνεξέδραμε κατὰ κλίσιν . Τὸ Ἀχέρων Ἀχέροντος ὡς μετοχικόν : ἐν τῷ τέλει τὸ ῥέων ἔχον τῷ λόγῳ
ὦ τυπτόμενε ἐστίν , καὶ ὁ ἐρώμενος τοῦ ἐρωμένου ὄνομα μετοχικόν , καὶ τούτου ἡ κλητικὴ ὦ ἐρώμενε ἐστίν .
6561620 βω
καὶ ἄβροτος , ἡ βρῶσις . Βορά , παρὰ τὸ βῶ τὸ τρέφω , οὗ μέλλων βώσω , ἀφ '
. παρὰ τὸ πλέκω πλοχμός . Πρόμος . παρὰ τὸ βῶ , πρόβος , καὶ πρόμος . οἷον παρὰ τὸ
6558410 Πινδαρῳ
Τοῦτο οὐχ , ὥς τινες οἴονται , καθολικῶς εἴρηται τῷ Πινδάρῳ , ὡς ἁπλῶς τοὺς κατὰ πόλεις ἀγῶνας νενικηκότα τὸν
Συρακοσσᾶν „ θάλος , Ὀρτυγία . ” συναποφαίνεται δὲ τῷ Πινδάρῳ ταὐτὰ καὶ Τίμαιος ὁ συγγραφεύς . εἰ μὲν οὖν
6551660 μιαινω
ἰθαίνω , ἰθαίνεις , ἰθαίνει , ἰθαινάθυμος , ἰθαιγένης : μιαίνω , μιαίνεις , μιαίνει , μιαιφόνος : τὸ ἀλέξω
ὄνομα γεγόνασι : φαίνω φαίνομαι , μαίνω μαίνομαι , ῥαίνω μιαίνω . τὸ μέντοι αἰνῶ περισπώμενον ἔχει τὸ αἶνος ,
6540856 Καρυστιος
οἱ κύριοι τοὺς δούλους ἑστιῶσιν , ὡς ὁ αὐτός φησιν Καρύστιος . Βήρωσος δ ' ἐν πρώτῳ Βαβυλωνιακῶν τῷ Λώῳ
τὸν βίον μεταλλάξαι . Τὰ ὅμοια τούτῳ καὶ Ἀντίγονος ὁ Καρύστιος ἱστορεῖ . , , : Φησὶ δ ' Ἡρακλείδης
6534413 Πολεμων
ἐγκάθηνται τοῦ τῆς ψυχῆς ἰδιώματος : ὀφθαλμοὶ γάρ φησιν ὁ Πολέμων “ ὑγροὶ λάμποντες ὡς λιβάδες , ἤθη χρηστὰ ἐκφαίνουσιν
εἴκοσι : . . . δωδέκατος ζωγράφος , οὗ μέμνηται Πολέμων . , : Γεγόνασι δὲ Βίωνες δέκα . .
6528892 ἐθνικον
τὴν πόλιν , ἀλώπηξ σκύμνον φέρουσα κατέθετο . Ἀλωπεκοννήσιος τὸ ἐθνικόν . . . ἄλωρος : πόλις Μακεδονίας : ἔστι
τῇ Αἴτνῃ . . . Ἀπολλόδωρος δὲ Ἀδρανίτας φησὶ τὸ ἐθνικόν . : Αἶνος , πόλις Θρᾴκης . . .
6525808 Ἀπολλοδωρος
ἔτη ἑκατὸν τέσσαρα , ἐν περιπάτῳ δὲ ἐτελεύτα , ὡς Ἀπολλόδωρος ἐν τοῖς Χρονικοῖς δεδήλωκεν . . , : ,
τε Εὔβοιαν καὶ Ὄλυνθον , ἔγραψε ψήφισμα ἐν τῇ βουλῇ Ἀπολλόδωρος βουλεύων καὶ ἐξήνεγκε προβούλευμα εἰς τὸν δῆμον , λέγον
6525721 Μαγνης
ἐστὶν πεπεμμένα . ΤΑΓΗΝΙΤΗΣ πλακοῦς ἐν ἐλαίῳ τετηγανισμένος . μνημονεύει Μάγνης ἢ ὁ ποιήσας τὰς εἰς αὐτὸν ἀναφερομένας κωμῳδίας ἐν
, σφονδυλομάντεις , ἀλευρομάντεις : κοσκινομάντεις δὲ εἴρηκε Φιλιππίδης , Μάγνης δὲ ἐν Λυδοῖς ὀνειροκρίταισιν ἀναλύταις . καθάρτριαι ὀνειροπόλοι ,
6525707 Κρατης
καλεῖσθαι τὸν ἐκ τῆς συγκομιδῆς πρῶτον γινόμενον ἄρτον . : Κράτης δ ' ἐν δευτέρᾳ Ἀττικῆς διαλέκτου γράφει οὕτως :
αἰδήμων δὲ ὡς πρὸς τὴν Κυνικὴν ἀναισχυντίαν . ὅθεν ὁ Κράτης βουλόμενος αὐτὸν καὶ τούτου θεραπεῦσαι δίδωσι χύτραν φακῆς διὰ
6520615 Θεωνος
ἢ Διονυσίῳ , ἢ ἐμοῦ ἀκούει Τρύφων ἢ σοῦ ἢ Θέωνος , καὶ σαφὲς ὅτι τὸ παρεμπῖπτον ἀλλότριον τῆς πτώσεως
συμβαίνειν . ἐπὶ δὲ τῶν ἰδίως ποιῶν οἶον Δίωνος καὶ Θέωνος καὶ αὐξήσεις καὶ μειώσεις γίνεσθαι . διὸ καὶ παραμένειν
6507582 βαζω
. καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ , φράζω . τὸ δὲ βάζω ὁ μέλλων βάξω , καὶ ὄνομα βάξις . Βάβαξ
ἀνιῶ ἀνιάζω , ἀτιμάζω , πελάζω . ἐκ δὲ τοῦ βάζω καὶ ἡ βάξις Δωρικώτερον . καὶ οὕτω μὲν ἐκ
6503352 ὀρσω
Λυσίμαχος : μίξω , μιξόθηρ : μιξοπόλιος : μιξοβάρβαρος : ὄρσω , ὀρσόθριξ : ὀρσοθώραξ : δρύψω , δρυψόπαις :
παρὰ τὸ ὁρῶ τὸ διεγείρω : ὁ μέσος Αἰολικὸς , ὄρσω : καὶ τὸ θύρα γίνεται , ὀρσοθύρη . ὀθνεῖον
6496030 Παμφιλος
ΟΙΝΙΣΤΗΡΙΑ . οἱ μέλλοντες ἀποκείρειν τὸν σκόλλυν ἔφηβοι , φησὶ Πάμφιλος , εἰσφέρουσι τῷ Ἡρακλεῖ μέγα ποτήριον πληρώσαντες οἴνου ,
καὶ Κλείταρχος τοὺς Αἰολεῖς φασιν οὕτω καλεῖν τὸ ποτήριον . Πάμφιλος δὲ τὸ [ ποτήριον ] θερμοποτίδα καλούμενον τὴν κελέβην
6494107 Σολευς
Περὶ κατηγορημάτων , Περὶ ἀμφιβολιῶν , Ἐπιστολάς . Χρύσιππος Ἀπολλωνίου Σολεύς , ἢ Ταρσεὺς ὡς Ἀλέξανδρος ἐν Διαδοχαῖς , μαθητὴς
ὕστερον μαινόμενος . Σόλοι , πόλις Κιλικίας . Τὸ ἐθνικὸν Σολεύς . Ἔστι δὲ καὶ πόλις Κύπρου Σόλοι , καὶ
6493689 Σταγειριτης
Πίστιρος τὸ ἐμπόριον . τὸ ἐθνικὸν Πιστιρίτης , ὡς Στάγειρος Σταγειρίτης . Βιστονία , πόλις Θρᾴκης , ἀπὸ Βιστόνος τοῦ
τῆς Νεμέας . . . . ὁ πολίτης Βεμβινίτης ὡς Σταγειρίτης , παρὰ δὲ Ῥιανῶι Βεμβινάτης . ἔοικεν οὖν ὡς
6481950 ἐπιῤῥημα
: ἀλλ ' ὄφεσι καὶ σαύραις καὶ χελώναις . ἁμαρτῆ ἐπίῤῥημα , ἀντὶ τοῦ ὁμοῦ . ἁμαρτία , ἡ ἀποτυχία
, ποταμὸς ὁ παραῤῥέων . Ἤλιθα . παρὰ τὸ ἅλις ἐπίῤῥημα ἐξέπεσε τὸ ἄλιθα . Ἠλίθιος , ὁ ἀνόητος ,
6476343 Ῥηγινου
ἀπετράπη . εἰσὶ δ ' οἳ καὶ τὸ Γλαύκου τοῦ Ῥηγίνου Περὶ ποιητῶν βιβλίον [ ] εἰς Ἀντιφῶντα ἀναφέρουσι .
ἐν Φλιοῦντι κατὰ τὴν πολεμάρχειον στοὰν γεγραμμένην ὑπὸ Σίλλακος τοῦ Ῥηγίνου , οὗ μνημονεύουσιν Ἐπίχαρμος καὶ Σιμωνίδης , λέγων οὕτως
6475251 Αἰολικως
ἄλιπτα : παρὰ τὸ ἀλείφω ἄλιμμα , καὶ † ἄλιπτα Αἰολικῶς . . . . ἁλιεύς : παρὰ τὸ ἁλός
ταράττεσθαι : παρὰ τὸ ἐν ἄτῃ ταράττεσθαι . Ἄμυδις , Αἰολικῶς : παρὰ γὰρ τὸ ἅμαδις καὶ ἄμυδις , τροπῇ
6474579 ὀπτω
Ῥωμαίων διαλέκτου . . , : ὀπωπή : παρὰ τὸ ὄπτω ῥῆμα γίνεται ὄνομα ῥηματικὸν ὀπή , ὡς κόπτω κοπή
, κλέπτω κλέβδην , κρύπτω κρύβδην , γράφω γράβδην , ὄπτω ὄβδην καὶ ἐσόβδην . καὶ παρὰ τοὺς εἰς ξω
6468178 Σωτιων
, καὶ τέμνειν ξύλα ὁμοίως ὑπὸ γῆν οὔσης αὐτῆς . Σωτίων δέ φησιν ἐν ταῖς ἀσελήνοις ἡμέραις , τουτέστι τῇ
αὑτὸν ἔφη διζήσασθαι καὶ μαθεῖν πάντα παρ ' ἑαυτοῦ . Σωτίων δέ φησιν εἰρηκέναι τινὰς Ξενοφάνους αὐτὸν ἀκηκοέναι : λέγειν
6467376 ἐψω
εἶψα : ἐπειδὴ καὶ ὁ μέλλων διὰ τοῦ Ψ οἷον ἔψω : καὶ πάλιν τὸ ἤνεγκα διὰ τοῦ Ξ ὤφειλεν
δέρξω δὲρξ καὶ δόρξ , ὡς σήπω σήψω σήψ , ἔψω ἒψ καὶ ὄψ : ἔνθεν ὀπός , οἷον ”
6464000 βαβακτης
, οἷον : ἔπος δ ' εἴπερ βέβακται , βεβάκτης βαβάκτης , ὁ πολλὰ λαλῶν . ἔστι καὶ ῥητορική ,
καὶ κατηγορεῖ , ἀπὸ τοῦ βαβάκτου ἴσως . ἔστι δὲ βαβάκτης ὁ κράκτης καὶ μανιώδης . φαῦλος . φαῦλον .
6454438 καινω
πλεονασμὸν , ὡς οὗτος ὁ ποιητής , τὸ δὲ ῥηθὲν καίνω καὶ τοιαύτην σκευωρίαν ἔχει : κῶ τὸ κεῖμαι ,
: κτῶ κταίνω , τὸ φονεύω , ἀποβολῇ τοῦ τ καίνω καὶ μεταθέσει κναίω . . . α . ἀποδέκται
6453861 Ἑρμιππος
ἐν Τροφωνίῳ καὶ Καλλίας ἢ Διοκλῆς ἐν Κύκλωψι καὶ Εὔπολις Ἕρμιππός τε ἐν τοῖς Ἰάμβοις . τὸ δὲ καλούμενον κατακτὸν
Ἀθήνησι καὶ οἱ Χαρώνδου νόμοι παρ ' οἶνον , ὡς Ἕρμιππός φησιν ἐν ἕκτῳ περὶ νομοθετῶν . . . .
6453060 πληθω
καὶ παράγωγον ἀχόω : ὡς ἄνω ἀνέω : καὶ ὡς πλήθω πληθύω πληθύνω , οὕτως ἀχύνω καὶ ὑπερθέσει ἀχνύω .
περισπᾶται , ἀπὸ ὀνόματος γέγονε : ἀλήθω κνήθω λήθω πήθω πλήθω πρήθω . τὸ δὲ βοηθῶ ἀηθῶ παρ ' ὄνομα
6451415 τρισυλλαβως
τῶν τὴν σάρκα τῶν ἐντιθεμένων καταναλισκόντων σωμάτων . Λιθῶντας , τρισυλλάβως , Οὐ λιθιῶντας : Πλάτων ιαʹ Νόμων : καὶ
εἶπε ” . Τρύφων δ ' ἐν παρωνύμοις „ Ἁλαῖος τρισυλλάβως καὶ Ἁλαιαῖος τετρασυλλάβως . . . ὡς Ληναῖος Ληναιεύς
6443980 Ἡροφιλου
ὁ Κιτιεὺς Ἀπολλώνιος ἱστορεῖ , καὶ Καλλίμαχος ὁ ἀπὸ τῆς Ἡροφίλου οἰκίας . μεθ ' ὅν φασι τὸν Ταναγραῖον Βακχεῖον
. ὁ δὲ Ἀνδρέας ἐν τῷ Πρὸς Σώβιον τοῖς ἀπὸ Ἡροφίλου συντίθεται μόνον προσθεὶς τὸ παραλελυμένον ἔμβρυον καὶ ἰσχνόν :
6441981 ἐλαυνω
τὸν ἐσθίοντα πολλά . , . . , . ἀγκράτος ἐλαύνω : εἶπε Ξενοφῶν κατὰ συγκοπὴν ἀντὶ τοῦ ἀνὰ κράτος
καὶ γίνεται ἀπὸ τοῦ οἴω τὸ κομίζω . ἐλαύνει : ἐλαύνω ἐπὶ σιδήρου , ἐπὶ τόξου , ἐπὶ συνουσίας ,
6441796 Σωπατρος
οἱ Φοίνικες . ὅτι ἐστὶν ὄργανον καλούμενον νάβλα , ὡς Σώπατρος : νάβλα λαρυγγόφωνος ἐκκεχόρδωται . τὸ τρίγωνον δὲ καλούμενον
Ἀρχέστρατος μέμνηται ; ἀλλ ' ὅμως ὠνόμασεν ἡμίνηρον ὁ Πάφιος Σώπατρος ἐν Μυστάκου θητίῳ οὕτως : ἐδέξατ ' ἀντακαῖον ,
6432771 βαρυτονως
/ φόρος , οὕτω καὶ τρέχω / τρόχος . τρίετες βαρυτόνως καὶ τριετὲς ὀξυτόνως διαφέρει Πτολεμαῖος ὁ Ἀσκαλωνίτης . βαρυτονούμενον
καὶ μετὰ [ βίας ] ἀφαίρεσιν δηλώσει : ἐὰν δὲ βαρυτόνως ἁρπάγην ὡς ἀνάγκην , ἐν ᾗ ἐκ τῶν φρεάτων
6427881 Σιμωνιδης
τὸν Ἔρωτα γενεαλογεῖ , Σαπφὼ δὲ Γῆς καὶ Οὐρανοῦ , Σιμωνίδης δὲ Ἀφροδίτης καὶ Ἄρεως : σχέτλιε παῖ δολόμηδες Ἀφροδίτας
μὲν γὰρ τῶν μακρῶν οὐκ ἤρξατο , ὅτι ὁ Κεῖος Σιμωνίδης ὕστερον τοῦ Παλαμήδους ἐφεῦρεν αὐτά . Συζεύξας γὰρ δύο
6427858 ἱστοριογραφος
ἔτη πέντε πρὸς τοῖς ὀγδοήκοντα . , : Κτησίβιος ὁ ἱστοριογράφος ἔτη ἑκατὸν τέσσαρα , ἐν περιπάτῳ δὲ ἐτελεύτα ,
Διονύσιος ἦν ὁ Μιλήσιος , ἐπὶ τῆς ξε ὀλυμπιάδος : ἱστοριογράφος . Ἡρόδοτος δὲ ὁ Ἁλικαρνασεὺς ὠφέληται τούτου , νεώτερος
6426158 Ἑρμιονευς
ἀπὸ ἀγγείων [ καὶ μεγεθῶν ] . Λᾶσος δὲ ὁ Ἑρμιονεύς , ὥς φασι , καὶ οἱ περὶ τὸν Μεταποντῖνον
ἀπὸ ἀγγείων [ καὶ μεγεθῶν ] . Λᾶσος δὲ ὁ Ἑρμιονεύς , ὥς φασι , καὶ οἱ περὶ τὸν Μεταποντῖνον
6424271 Ἀριστοφανους
τῷ Διομήδει τὸν Διομήδην ὦ Διομήδη , ὁ Ἀριστοφάνης τοῦ Ἀριστοφάνους τῷ Ἀριστοφάνει τὸν Ἀριστοφάνην ὦ Ἀριστοφάνη : ἐπὶ δὲ
ἡ δὲ μέση διάφορός ἐστι πρὸς ταύτην . ἐπὶ τῶν Ἀριστοφάνους καὶ Κρατίνου καὶ Εὐπόλιδος χρόνων τὰ τῆς δημοκρατίας ἐκράτει
6411819 Πιττακῳ
ἐμβαλὼν ἀνέλοι . τῶν δὲ Κυμαίων πεμψάντων τὸν φονέα τῷ Πιττακῷ , μαθόντα καὶ ἀπολύσαντα εἰπεῖν , “ συγγνώμη μετανοίας
ἑκών , ἀλλ ' ἀναγκαζόμενος . ταῦτα δὴ καὶ τῷ Πιττακῷ λέγει ὅτι Ἐγώ , ὦ Πιττακέ , οὐ διὰ
6411785 πατρωνυμικον
ἐν Ὑπομνήματι Βοιωτίας σχόλιον . ἀπὸ τοῦ Ἀζεύς Ἀζείδης τὸ πατρωνυμικὸν καὶ ἐκεῖθεν Ἀζεΐδαο , . , . . .
δηλούμενον , ᾧ λόγῳ καί τινα ἕτερα σχήματα . φαμέν πατρωνυμικὸν καὶ τὸ ἐν χαρακτῆρι πατρωνυμικὸν καί τι ἐν δηλουμένῳ
6411440 Πυθων
καὶ τῆς πόλεως ἐκυρίευσαν . ὁ δὲ τὴν πόλιν προδοὺς Πύθων μετρίας τυχὼν εὐεργεσίας , πρὸ ὀφθαλμῶν λαμβάνων τὴν τῆς
τὴν εἰρήνην ὥστε ἔχειν ἑκατέρους τὰ ἑαυτῶν . εὐδοκίμησεν ὁ Πύθων ] ὥσπερ νῦν μεμφόμενος τοὺς ῥήτορας ἔγραψε Φίλιππος ,
6397876 ὀξυνει
τέ σύνδεσμος , ἐγκλιτικὸς ὤν , τὴν πρὸ αὑτοῦ λέξιν ὀξύνει , ὅτε βαρεῖά ἐστιν ἐξ ὀξείας : περισπωμένην γὰρ
φάθι ] ὁ μὲν Ἀπολλώνιος βαρύνει , ὁ δὲ Ἡρωδιανὸς ὀξύνει . Γ ὥσπερ δεφόμενος : ἀντὶ τοῦ ἀποδέρων τὸ

Back