| ἀγαί ἀλεκτορίς ἀλκηστής ἀμυντής ἀμφίκρανον ἀπαυλία βούπρῳρον ἐπιτάξ ἐριούνης εὐναία Ἥρυλλος ἡφαιστόδαπτα θεωρίδες καθηγητής καῦστις λικνοστεφεῖ λωπιστός μαγείαν μαδαγένειον μαίμακον | ||
| . γέγονε δὲ ὑποκοριστικῶς : ὡς γὰρ ἀπὸ τοῦ Ἡρακλῆς Ἥρυλλος καὶ ἀπὸ τοῦ Ἀριστοκλῆς Ἀρίστυλλος , Θρασυκλῆς Θράσυλλος , |
| ἀπὸ τοῦ Ἀριστοκλῆς Ἀρίστυλλος , Θρασυκλῆς Θράσυλλος , οὕτως Βαθυκλῆς Βάθυλλος . Ἡρωδιανὸς Περὶ παθῶν , . . . . | ||
| ἐκ τῆς ζώσεως κολπωμάτων , . , * . . Βάθυλλος : ὄνομα κύριον , ὁ ἐρώμενος Ἀνακρέοντος . γέγονε |
| . φησὶν οὖν ἐν τῇ Ἰλιάδι : Ἀσίῳ , ὃς μήτρως ἦν Ἕκτορος ἱπποδάμοιο , αὐτοκασίγνητος Ἑκάβης , υἱὸς δὲ | ||
| Ἀπόλλων ἀνέρι εἰσάμενος αἰζηῷ τε κρατερῷ τε Ἀσίῳ , ὃς μήτρως ἦν Ἕκτορος ἱπποδάμοιο αὐτοκασίγνητος Ἑκάβης , υἱὸς δὲ Δύμαντος |
| Εὐθύδημος , Προκλῆς , Πυθόδωρος , Ἅγνων , Μυρτίλος , Θρασυκλῆς , Θεαγένης , Ἀριστοκράτης , Ἰώλκιος , Τιμοκράτης , | ||
| : ὡς γὰρ παρὰ τὸ Ἡρακλῆς Ἥρυλλος καὶ παρὰ τὸ Θρασυκλῆς Θράσυλλος καὶ παρὰ τὸ Βαθυκλῆς Βάθυλλος , ὁ ἐρώμενος |
| τῶν τὰς ἀρχὰς μὲν ἠρεμούντων , ὕστερον δὲ ἐπιτεινόντων . Βοῦθος περιφοιτᾷ : ἐπὶ τῶν εὐήθων καὶ παχυτάτων . Βουλίας | ||
| Ἀγέλας , Ἐπίσυλος , Φυκιάδας , Ἔκφαντος , Τίμαιος , Βοῦθος , Ἔρατος , Ἰταναῖος , Ῥόδιππος , Βρύας , |
| τοῖσδε μετ ' ἀνθρώποισιν ἀνάσσει ; καὶ γὰρ ἐγὼ ξεῖνος ταλαπείριος ἐνθάδ ' ἱκάνω τηλόθεν ἐξ ἀπίης γαίης : τῶ | ||
| Ρ . . . . . καὶ γὰρ ἐγὼ ξεῖνος ταλαπείριος . † ) Ἀρίσταρχος μὲν ἀντὶ τοῦ ταλαίπωρος , |
| , λαλοῦντος . ἀλεκτρυὼν ἀττικόν , ἀλέκτωρ παρὰ Ἀλεξανδρεῦσιν , ἀλεκτορὶς δὲ ἀλεκτορίδος ἐπὶ τῆς θηλείας , ὅθεν καὶ ” | ||
| καὶ τὰ μάλιστα ἀσύλληπτος ἦν . Ὄρνις κατοικίδιος ἡ καὶ ἀλεκτορὶς λεγομένη , πᾶσί ἐστι γνωστή . Ταύτης ἡ κόπρος |
| ] ! ] αντες ἡ νῆσος 〚 Πάφος 〛 ] ἐριούνης ? ? Κύπρος , ἡ μη [ ] νι | ||
| υ , ἐριούνης : τὸ δὲ ἐρι ἐπιτατικὸν ἐστὶν , ἐριούνης ὢν , ὁ μεγάλως ὠφελῶν . Ἡρωδιανός . Εἷμα |
| . δεκάτη πρὸς τῷ Λάτμῳ τῆς Καρίας , ἐν ᾗ Ἀδώνιον ἦν ἔχον Πραξιτέλους Ἀφροδίτην . ἑνδεκάτη κατὰ Βάκτρα . | ||
| θεράπαιναν [ ] Ἀφροδίτας [ † † ὐμήναον ὦ τὸν Ἀδώνιον ὠς δὲ πάις πεδὰ μάτερα πεπτερύγωμαι . . . |
| παρ ' Ὁμήρωι ἀλεξάνεμος . . . , . : χειμάμυνα : ἣν Ὅμηρος ἀλεξάνεμον λέγει . . . . | ||
| τῶν τοιούτων . . . οὐδὲ τὸ ἀλεξάνεμος χλαῖνα καὶ χειμάμυνα , ἐπεὶ καὶ ὅμοια ἀλέγειν ἄνεμον καὶ χειμῶνα ἀμύνεσθαι |
| † αὐλεῖ Μαριανδυνοῖς καλάμοις κρούων Ἰαστί , καλεῖτε θεόν : Σεμελήι ' Ἴακχε πλουτοδότα τίς τῆιδε ; πολλοὶ κἀγαθοί . | ||
| † αὐλεῖ Μαριανδυνοῖς καλάμοις κρούων Ἰαστί , καλεῖτε θεόν : Σεμελήι ' Ἴακχε πλουτοδότα τίς τῆιδε ; πολλοὶ κἀγαθοί . |
| , μαντείων δ ' ἐπέβας ζαθέων τρίποδί τ ' ἐν χρυσέωι θάσσεις , ἐν ἀψευδεῖ θρόνωι μαντείας βροτοῖς θεσφάτων νέμων | ||
| ' οὑτωσὶ λέγει : – ˘ ˘ – τότε δὴ χρυσέωι ἐν δέπαϊ Ἠέλιον πόμπευεν ἀγακλυμένη Ἐρύθεια . καὶ Αἰσχύλος |
| καὶ μὴν ὅδ ' αὐτὸς σὸς πατὴρ βαίνει πέλας γεραιὸς Ἶφις ἐς νεωτέρους λόγους , οὓς οὐ κατειδὼς πρόσθεν ἀλγήσει | ||
| ὡς παρ ' Αἰσχύλῳ , ὥσπερ ἀστράγαλος ἄστρις καὶ Ἰφιάνασσα Ἶφις καὶ Θρασυκλῆς Θράσυλλος καὶ Βαθυκλῆς Βάθυλλος ὑποκοριστικά . ταῦτα |
| : χωλός , στιγματίης , πολυγήραος , ἶσος ἀλήτῃ ἦλθε κνισοκόλαξ , εὖτε Μέλης ἐγάμει , ἄκλητος , ζωμοῦ κεχρημένος | ||
| . χωλός , στιγματίης , πολυγήραος , ἶσος ἀλήτηι ἦλθε κνισοκόλαξ , εὖτε Μέλης ἐγάμει , ἄκλητος , ζωμοῦ κεχρημένος |
| καὶ Σθένελος : παρῆν δὲ ἔτι καὶ ἐπὶ τούτων Εὐρύαλος Μηκιστέως καὶ Πολυνείκους Ἄδραστος καὶ Τιμέας . τῶν δὲ ἀνδριάντων | ||
| δ ' ἅμ ' Εὐρύπυλος τρίτατος κίεν ἰσόθεος φώς , Μηκιστέως υἱὸς Ταλαϊονίδαο ἄνακτος . ἐκ πάντων δ ' ἡγεῖτο |
| ἑορτῆς ἥκομεν . ” Κατορώρυκται , κατακέχωσται . Καχυπότοπος , καχύποπτος : τοπάσαι γὰρ τὸ ὑπονοῆσαι . Κεκόμψευται . πεπιθάνευται | ||
| ἔχων ψυχὴν ἀγαθὴν ἀγαθός . ὁ δὲ δεινὸς ἐκεῖνος καὶ καχύποπτος , ὁ πολλὰ αὐτὸς ἠδικηκὼς καὶ πανοῦργός τε καὶ |
| , ἀλλ ' ἄπιστα Θεσσαλῶν . . δ ' ἄρα Φλεγύαντος υἱέ , δέσποτ ' Ἰξίων . . ὅστις γὰρ | ||
| δὲ ἡ χώρα Φλεγυαντίς , ὡς ἀπὸ περιττοσυλλάβου γενικῆς τῆς Φλεγύαντος . ἔστι δὲ τοῦ Φλεγύας καὶ Φλεγύης εὐθεῖα καὶ |
| , Κλεινίας [ , ] , Ἁβροτέλης , Πεισίρροδος , Βρύας [ . . . ] , Ἕλανδρος , Ἀρχέμαχος | ||
| ] , Βοῦθος , Ἔρατος , Ἰταναῖος , Ῥόδιππος , Βρύας , Ἔνανδρος [ ? ] , Μυλλίας , Ἀντιμέδων |
| ἔτι δ ' ἔλπετο νίκην , τόφρα δέ οἱ Μενέλαος ἀρήϊος ἦλθεν ἀμύντωρ , στῆ δ ' εὐρὰξ σὺν δουρὶ | ||
| : Τρῶες δὲ διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος . ἤτοι τὸν Μενέλαος ἀρήϊος ἔξαγ ' ὁμίλου χειρὸς ἔχων , εἷος θεράπων σχεδὸν |
| . ἢ τὸν καλοῦ πατρὸς παῖδα . ὁ δὲ νοῦς πέπαικται εἰς τραγῳδίαν : ὁ γὰρ χαρακτὴρ τραγικὸς , ὡς | ||
| ξύνεισι πλὴν τῆς ἑσπέρας : Ἀντὶ τοῦ , σκοτίᾳ . πέπαικται δὲ ἀπὸ τοῦ Σκυθῶν ἐρημία . χαριέντως δὲ τοῦτο |
| ” μήτηρ γείνατο Λαοθόη , θυγάτηρ Ἄλταο γέροντος , „ Ἄλτεω , ὃς Λελέγεσσι φιλοπτολέμοισιν ἀνάσσει . „ ταῦτα μὲν | ||
| ἐστὶν ἡ τῶν Λελέγων , καὶ αὕτη Τρωική , ” Ἄλτεω , ὃς Λελέγεσσι φιλοπτολέμοισιν ἀνάσσει . ” οὗ τῇ |
| τοῦτον Θυρέα καὶ Κλύμενον , καὶ θυγατέρα Γόργην , ἣν Ἀνδραίμων ἔγημε , καὶ Δηιάνειραν , ἣν Ἀλθαίαν λέγουσιν ἐκ | ||
| ἀρχῆς καὶ τὴν Λέβεδον ἐνέμοντο οἱ Κᾶρες , ἐς ὃ Ἀνδραίμων σφᾶς ὁ Κόδρου καὶ Ἴωνες ἐλαύνουσι . τῷ δὲ |
| . . . , . = . . Σ : στόμις : ἵππος ἀπειθὴς καὶ βίαιος , ὅν τινες ἄστομον | ||
| ναῦλα ὀμείχματα ὀργάζειν οὐρανιζέτω πάλμυδος πεφρασμένος πρέψαι Σκάμανδρος στέμβω Στερνόφθαλμοι στόμις σχελίδες τραγέλαφος τρίσζωος ὑπερτερώτερος Φρύγες / Φρυγία φυξίμηλα χαλιμάδες |
| φέρωμεν οἱ προτεταγμένοι τὸν νυμφίον , ὦνδρες . Ὑμήν , Ὑμέναι ' , ὤ . Ὑμήν , Ὑμέναι ' ὤ | ||
| κρατήσας καὶ πάρεδρον Βασίλειαν ἔχει Διός . Ὑμὴν ὤ , Ὑμέναι ' ὤ . Ἕπεσθέ νυν γαμοῦσιν , ὦ φῦλα |
| Νεφέλαις τούτου μέμνηται . Ἀμυνίας μὲν : ὧδε μὲν ὡς φιλόκυβος ⌈ ὁ Ἀμυνίας κωμῳδεῖται : ἐν ⌈ δὲ Σεριφίοις | ||
| φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης , φιλογεωργός , φιλόκυβος , φιλοχωρῶν φίλιππος , φιλοφροσύνη , τάχα καὶ φιλόφρων |
| ἀμπυκώμασιν ἀμύνανδρον ἀμύνασθαι ἀμυχρόν ἀμυχνόν ἀμυγνόν ἀμφώβολα ἀνακαλπάζει καλπάζει ἀνάκλητος Ἀνακτόριος Ἀναξιδώρα ἀνδραποδοκλόπος ἀναστρέφων ἀναψύχουσα ἀνόσητος ἀνούστερος , ἀνουστέρα ἄνυμφον | ||
| . Θουκυδίδης τετάρτῃ . ἀρσενικῶς παρὰ Σοφοκλεῖ . τὸ ἐθνικὸν Ἀνακτόριος καὶ Ἀνακτορία ἡ γῆ καὶ Ἀνακτοριεύς . Σοφοκλῆς δέ |
| κομισθέντες πῆδα ϝὸν θέλωσα φίλης ἀγκάλης ' ἑλέσθη τού τε νῶε † νίκας ' ὁ μεγαλοσθενὴς † Ὠαρίων χώραν τ | ||
| εὐθεῖαν σημαινούσηςοὐ . γὰρ ὑγιὲς τὸ λέγειν ὡς ἀκόλουθος τῇ νῶε , ὅτε οὐδὲ Ὅμηρος ἐχρήσατο . Πρὸς οἷς δοθήσεται |
| χἁ Συβαρῖτις : πηγὴ Ἰταλίας περὶ Θούριον . ῥείτω χἁ Συβαρῖτις ἐμὶν μέλι : πηγὴ ἐν Σικελίᾳ . ἁ παῖς | ||
| οὐ πέφυκε γίνεσθαι , ἀλλὰ τὸ σίον . ῥείτω χἁ Συβαρῖτις : πηγὴ Ἰταλίας περὶ Θούριον . ῥείτω χἁ Συβαρῖτις |
| δὲ τὰ κατὰ τὴν οἰκίαν λεκτέον καὶ ἔπιπλα . Οὐχ ἡμίκακον , ἀλλ ' ἡμιμόχθηρον φαθί . Ἔμελλον ποιῆσαι , | ||
| ἐνδαές ἐνεκότουν ἔλυτρα ἐνόλμιος ἕξπηχυς ἔπηλις ἐπιστατεῖν ἐπίφατος εὐορνιθίαν εὐτύχεια ἡμίκακον θαλαμιός θήλεια θήλυδος ἐθράχθη ἴδριδα κέκονα καῦρος Κερβέριοι κινάκης |
| Σταγειρίτης , Ἄβδηρος Ἀβδήρου Ἀβδηρίτης , Πεντάσχοινος Πεντασχοίνου Πεντασχοινίτης , Διόλκος Διόλκου Διολκίτης : οὕτως Ὠρεός Ὠρεοῦ Ὠρεΐτης , καὶ | ||
| Σταγειρίτης , Ἄβδηρος Ἀβδήρου Ἀβδηρίτης , Πεντάσχοινος Πεντασχοίνου Πεντασχοινίτης , Διόλκος Διόλκου Διολκίτης : οὕτως Ὠρεός Ὠρεοῦ Ὠρεΐτης , καὶ |
| , ἀμφίθυρον δωμάτιον . οὕτως Φρύνιχος . . , . ἀμφίκαυστις : ἡ πρώτη τῶν ἀσταχύων ἔκφυσις . καλεῖται δὲ | ||
| περίεισιν οἱ γονεῖς : οὗτοι καὶ τὰς εἰρεσιώνας διεκόσμουν . ἀμφίκαυστις : ἡ ὡρίμη κριθή , ἣν ἡμεῖς εὔστραν καλοῦμεν |
| διὰ τῆς ει διφθόγγου , προπαροξύνεται δὲ ὡς τὸ Θέσπεια Ζέλεια : ἀπὸ δὲ τοῦ Βυζάντιος ἐθνικοῦ λέγεται θηλυκῶς Βυζαντία | ||
| φησιν . ἔστι γὰρ Ζελειάτης καὶ Ζελείτης . ἔστι καὶ Ζέλεια φρούριον Κυζίκου , ὡς Διογένης ἐν τρίτῃ [ περὶ |
| ἐλήλυθας κουρήτων στόμα φόνου πτερόν κεῖται δ ' ὁ τλήμων ἀγαί ἀλεκτορίς ἀλκηστής ἀμυντής ἀμφίκρανον ἀπαυλία βούπρῳρον ἐπιτάξ ἐριούνης εὐναία | ||
| . . λίνῳ γέροντι βάκτρῳ κεῖται δ ' ὁ τλήμων ἀγαί μαδηγένειος βαρβαρόστομε ? ? ? ? ? βούπρῳρον ἐπιτάξ |
| ἀπὸ τοῦ ὑμέτερος ὑμός , οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ ἁμέτερος ἁμός Δωρικῶς . ἢ θέμα ἐστὶ τῆς Δωρίδος διαλέκτου . | ||
| ἁμῶς , καὶ ἐν συνθέσει ἁμωσγέπως . ἀπὸ δὲ τοῦ ἁμός γίνεται ἁμόθεν ἐπίρρημα : καὶ ὥσπερ ἀπὸ τοῦ καλός |
| : τὸ γοῦν μεθέηκεν Ἰακὸν καὶ παλαιόν . μελάγχρως καὶ μελαγχρής : ἀμφότερα Ἀττικά , μᾶλλον δὲ διὰ τοῦ η | ||
| ἐφετίνδα ἡμίλουτοι θεόθυτα θηλάστριαν ἰωνόκυσος καλαμώμενον κύαθος λαυροστάται λεπάσται μάσμα μελαγχρής μεσόκοπον μετεκβολή μηνυτήν μικρολογήσομαι μίξοφρυν μναρόν οἰνωμένοι ὅμαιμος παναγάθη |
| : αἱ ἁρπακτικαὶ θεαί : παρὰ τὸ ἁρπῶ , τὸ ἁρπάζω , ὡς αἴθω αἴθυια . . . . ἁρπίδες | ||
| . καὶ τοῦ φρίξω ἀποβολῇ τοῦ ω φρίξ , ὡς ἁρπάζω ἁρπάξω ἅρπαξ . . , : φρούριον : οὐκ |
| Φθειροπύλην , ἐπειδὴ ἐπὶ τῆς θύρας ἑστῶσα ἐφθειρίζετο . : Νάννιον . . . Ἀπολλόδωρος ἐν τῷ περὶ τῶν ἑταιρῶν | ||
| σκληρὸς βίος . χαῦνόν τι πλάσμα καὶ διάκενον οὐκ ἐπείρα Νάννιον ; Καρκίνου ποιήματα ἐπίσημον οὖν τὴν ἀσπίδ ' εἰς |
| Οἰνοπίδην , ὃν ἄρα νύμφη τέκε Νηὶς „ ἀμύμων Οἴνοπι βουκολέοντι παρ ' ὄχθας Σατνιόεντος ” . ” οὐ γὰρ | ||
| ὀξυόεντι Ἠνοπίδην , ὃν ἄρα νύμφη τέκε νηῒς ἀμύμων Ἤνοπι βουκολέοντι παρ ' ὄχθας Σατνιόεντος . τὸν μὲν Ὀϊλιάδης δουρὶ |
| διαχεῖται , καθά περ ἄρμενον . λαῖφος : ἄρμενον . Ὑμήν : δέρματος πτέρυξ , ἡ λεγομένη τζίπα . Λεπτὸς | ||
| ὅστις τὰ σιγῶντ ' ὀνόματ ' οἶδε δαιμόνων . Ὑμὴν Ὑμήν . τὰν Διὸς οὐρανίαν ἀείδομεν , τὰν ἐρώτων πότνιαν |
| δηϊόων περὶ Πατρόκλοιο θανόντος . Τὸν δ ' αὖτε προσέειπε ποδήνεμος ὠκέα Ἶρις : εὖ νυ καὶ ἡμεῖς ἴδμεν ὅ | ||
| ἵκοντο θεῶν ἕδος αἰπὺν Ὄλυμπον : ἔνθ ' ἵππους ἔστησε ποδήνεμος ὠκέα Ἶρις λύσας ' ἐξ ὀχέων , παρὰ δ |
| ' ἔφρασεν ἔργ ' ἀΐδηλα Φοίβωι ἀκερσεκόμηι , ὅτι Ἴσχυς γῆμε Κόρωνιν Εἰλατίδης , Φλεγύαο διογνήτοιο θύγατρα . . . | ||
| τῶι πῦρ ? [ πνείουσαν ˘˘˘˘ – – Χίμαιραν . γῆμε δὲ παῖδα ? [ φίλην μεγαλήτορος Ἰοβάταο αἰδοίου βασιλῆος |
| Σκίρα , Σκίρον σκιτών σόφισμα στομοδόκον στρατηγίς στρόφιγγες συηνία καὶ ὑηνία σφῆκες καὶ σφηκίαι ταχεωστί τραπέμπαλιν τραύξανα ὑφόλμιον ὕφος φῖτυ | ||
| , ὡς οἱ συγγραφεῖς : περὶ ψυχῆς . Συηνία καὶ ὑηνία , ἀμαθία , σκαιότης , παρὰ Φερεκράτει . καὶ |
| τετάρτῳ περὶ Μουσικῆς ᾖδον , φησίν , αἱ ἀρχαῖαι γυναῖκες Καλύκην τινὰ ᾠδήν . Στησιχόρου δ ' ἦν ποίημα , | ||
| Ἀεθλίοο κρατερὸν ] ? ? μένος ἀντιθέοιο εὐειδέα ? [ Καλύκην θαλερὴν ] ? ποιήσατ ' ἄκοιτιν : ἣ ? |
| . . . † ἀπηνήνατο : ἀναίνω ἀνανῶ ἄνηνα ἠνηνάμην ἠνήνατο καὶ ἀπηνήνατο . . . . ἀπῇμεν : ἀπὸ | ||
| ναύλοχον : ναυσοίκητον , νηοκατοίκητον . Ἀστός : πολίτης . ἠνήνατο : ἠρνεῖτο , ἀπηρνεῖτο . Παρέστιος : σύνοικος . |
| ὁ λάλος . Ἀρχίλοχος „ κατ ' οἶκον ἐστρωφᾶτο δυσμενὴς βάβαξ „ . ἐκ τοῦ βάζω βάξω βὰξ ὄνομα καὶ | ||
| γλαυκῷ κελαινὸν δόρπον ὤτρυνεν κυνὶ στεῖλαι τριπλᾶς θύγατρας ὁ σπείρας βάβαξ , τῷ πᾶσαν ἅλμῃ πηλοποιοῦντι χθόνα , ὅταν κλύδωνας |
| μυλωθρός , ἐν δὲ γάμοις ὑμεναῖος , ἐν δὲ πένθεσιν ἰάλεμος . λίνος δὲ καὶ αἴλινος οὐ μόνον ἐν πένθεσιν | ||
| βροτοῖς : ὀτοτοῖ ἰαλέμων : ὀτοτοῖ ἐπίφθεγμά ἐστι θρηνητικόν . ἰάλεμος θρῆνος . Δαρδανία δὲ πόλις πλησίον τῆς Τροίας ἀπὸ |
| . ὁ δὲ σιτοποιὸς χειρῖδας ἔχων καὶ περὶ τῶι στόματι κημὸν ἔτριβε τὸ σταῖς , ἵνα μήτε ἵδρως ἐπιρρέοι μήτε | ||
| εἴρηκε διὰ τούτων “ καὶ τούσδε κημοὺς στομάτων ” . κημὸν ] φιμόν . καταμηλῶν ] εἰσάγων ἐν τῷ στόματι |
| τὸ ἀοιδὴν , ἀρίδιμος . Ἄχραντος , ὡς παρὰ τὸ χραίνω χραντὸς καὶ ἄχραντος , καὶ παρὰ τὸ φαίνω φαντὸς | ||
| ὁ προστιθείς . Λέχη δὲ τοῦ θανόντος ἐν χεροῖν ἐμαῖν χραίνω , δι ' ὧνπερ ὤλετ ' . Ἆρ ' |
| παρὰ γὰρ τὸ μαίω τὸ ζητῶ : μαιμάσσω , τὸ προθυμοῦμαι : μαιμάχης ὁ ὑβριστής : μαίω τὸ ἐλίσσομαι ὁ | ||
| : αὐτόκλητος καὶ αὐτοπρόθυμος . παρὰ τὸ μῶ , τὸ προθυμοῦμαι , ὅθεν καὶ μεμαυῖα ἡ μετοχή , ὁ παθητικὸς |
| : διὸ ἡ διπλῆ . τόφρα δὲ Τηλέμαχον λοῦσεν καλὴ Πολυκάστη . * ) ὅτι ὑπὸ παρθένων ἔθος ἦν τοὺς | ||
| ὀβελοὺς ἐν χερσὶν ἔχοντες . τόφρα δὲ Τηλέμαχον λοῦσεν καλὴ Πολυκάστη , Νέστορος ὁπλοτάτη θυγάτηρ Νηληϊάδαο . αὐτὰρ ἐπεὶ λοῦσέν |
| καλουμένων , οἱ δὲ περὶ Σακάδαν ἐλεγείων . ἄλλοι δὲ Ξενόδαμον ὑπορχημάτων ποιητὴν γεγονέναι φασὶ καὶ οὐ παιάνων , καθάπερ | ||
| χαλκοῦς : φησὶ δ ' ἐπ ' αὐτῷ τὸ ἐπίγραμμα Ξενόδαμον παγκρατιαστὴν Ἀντικυρέα ἐν ἀνδράσιν Ὀλυμπικὴν ἀνῃρῆσθαι νίκην . εἰ |
| παραδείγματα τῶν παρωνύμων , ἱερός Ἱέρων Ἱέρωνος , ἁβρός Ἅβρων Ἅβρωνος , πλατύς Πλάτων Πλάτωνος , κράτος , Κράτων Κράτωνος | ||
| . καὶ αὐτὸς γάρ εἰμι τοῦ γένους τοῦ Βουσέλου . Ἅβρωνος γὰρ τοῦ Βουσέλου υἱέος ἔλαβεν τὴν θυγατριδῆν Καλλίστρατος , |
| . Ἴασος δὲ τὸ Ἄργος καὶ Ἰάσιοι οἱ κατοικοῦντες . Ἰάων καὶ Ἰήων . καὶ ῥῆμα ἰαονίζω , ἀφ ' | ||
| πόλεως γέννας πενθητῆρος . κλάγξω κλάγξω δὲ γόον ἀρίδακρυν . Ἰάων γὰρ ἀπηύρα , Ἰάων ναύφαρκτος Ἄρης ἑτεραλκὴς νυχίαν πλάκα |
| τῷ λόφῳ τῷ Ἀργινοῦντι . . . , : Ὁ Ἴδμων , ὡς ἱστορεῖ Φερεκύδης , παῖς ἦν Ἀστερίας τῆς | ||
| ὡπλισμένον . Ἀγασσεύς : τοῦ . Ἰόντων : περιπατούντων . Ἴδμων : γινώσκων . σημήνασθαι : σημῆναι . Ἱμείρων : |
| ἱερόν : ὁ ποιητὴς δὲ συζεύγνυσιν „ ὃς Χρύσην ἀμφιβέβηκας Κίλλαν τε ζαθέην . ” ἐν δὲ τῷ Θήβης πεδίῳ | ||
| Σοφοκλῆς ἐν Ἰνάχωι σιροὶ κριθῶν . . . . Α Κίλλαν τε ζαθέην ] ἱστορία . Πέλοψ ὁ Ταντάλου καὶ |
| τε φοιβάσουσιν , ἀστεργῆ χόλον ἀστῶν φυγοῦσαι . πᾶς γὰρ Ἰλιεὺς ἀνὴρ κόρας δοκεύσει , πέτρον ἐν χεροῖν ἔχων ἢ | ||
| . πέμπτη Θρᾴκης κατὰ Βιζύην . τὸ ἐθνικὸν Ἰλιεύς „ Ἰλιεὺς ὁ Ἀπόλλων ἐν Τροίᾳ ” , καὶ θηλυκὸν Ἰλιάς |
| ] ποιήσατ ? ? [ ] ? ' ἄκοιτιν Ἀλκαῖος θεόφιν ] μήστωρ ἀτάλαντος ? [ ] ηισινι ? [ | ||
| , ἔνθα δ ' Ἀχιλλεύς , ἔνθα δὲ Πάτροκλος , θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος : ἔνθα δ ' ἐμὸς φίλος υἱός |
| ' οἶσθ ' ὃ δράσεις . Γ προειρήκαμεν , ὅτι χρησμολόγος ὁ Ἱεροκλῆς : διόπερ νῦν χρησμοῦ τινος αὐτὸν προσάγει | ||
| ἀλλ ' Ἱεροκλέης οὗτός γέ πού ' σθ ' ὁ χρησμολόγος οὑξ Ὠρεοῦ . Τί ποτ ' ἄρα λέξει ; |
| κατὰ παραγωγὴν οἰζυρὸς καὶ κατὰ διάλυσιν ὀϊζυρός . ὀζυρὸς καὶ ὀϊζυρὸς ὁ ταλαίπωρος καὶ ἄθλιος , καὶ ὀϊζὺς ἡ ταλαιπωρία | ||
| δήν : νῦν δ ' ἅμα τ ' ὠκύμορος καὶ ὀϊζυρὸς περὶ πάντων ἔπλεο : τώ σε κακῇ αἴσῃ τέκον |
| Εὔιε κισσοχαῖτ ' ἄναξ , χαῖρ ' , ἔφασκ ' Ἐκφαντίδης πάντα φορητά , πάντα τολμητὰ τῷδε τῷ χορῷ πλὴν | ||
| μηδ ' αὖ γέλωτα Μεγαρόθεν κεκλημένον ” . ἀλλὰ καὶ Ἐκφαντίδης παλαιότατος ποιητὴς τῶν ἀρχαίων φησὶ “ Μεγαρικῆς κωμῳδίας † |
| . . καὶ μάχην ] γρ . μή . . ἀψυχίᾳ ] δειλίᾳ . . τοιαῦτ ' ἀϋτῶν ] τοιαῦτα | ||
| ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόν , σαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ . τοιαῦτ ' ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους σείει , |
| γενικὴ ποτὲ δὲ δοτική , ὡς ἐπὶ τοῦ “ θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος : ” θέλει γὰρ τοῖς θεοῖς ἴσος . | ||
| ἐχέμεν δμῆσίν τε μένος τε , εἰ μὴ Πάτροκλος θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος ζωὸς ἐών ; νῦν αὖ θάνατος καὶ μοῖρα |
| πλάγια , ὥσπερ οἱ καρκίνοι . μετὰ δὲ Αἴπυτον ἔσχεν Ἄλεος τὴν ἀρχήν : Ἀγαμήδης μὲν γὰρ καὶ Γόρτυς οἱ | ||
| βασιλέων δυνατώτατος καὶ Κλείτορα ᾤκισεν ἀφ ' αὑτοῦ πόλιν , Ἄλεος δὲ εἶχε τὴν πατρῴαν λῆξιν : ἀπὸ δὲ Ἐλάτου |
| τὸ μὴ νομίζεται . σὺ τῆιδε κρίνεις , Ἡράκλεις , κείνηι δ ' ἐγώ . τί δῆτα κλαίεις ; τίς | ||
| δ ' ἱέρεια ἦν κλειναῖς ἐν Ἀθήναις ἀκροτάτου μεγάλου λυκάβαντος κείνηι ἐν ὥρηι , κείνηι νυκτί , ὁ Λέσβιος Ἑλλάνικος |
| γνώσω γνώμων γνώμονος καὶ ἐν συνθέσει ἐπιγνώμων ἐπιγνώμονος , νοήσω νοήμων νοήμονος , ἐλεήσω ἐλεήμων ἐλεήμονος , παλαίσω Παλαίμων Παλαίμονος | ||
| ἔσμεν νοήμονες . Εἴρηκε γὰρ ὑποκατιὼν οὕτως : Ἐὰν ᾖς νοήμων καὶ ποιήσῃς ὡς γέγραπται , ἔσῃ μακάριος : νικήσεις |
| τοῦ Ἕλληνος τοῦ Διός . σταθμοῖσιν ἐν Ἰφίκλοιο : Ἴφικλος Φυλάκου παῖς τοῦ Δηιονέως . μήτηρ δὲ Μελάμποδος Δωρίππη , | ||
| συμφωνεῖ Ἀπολλωνίῳ , λέγοντι Ἀλκιμέδην μητέρα εἶναι Ἰάσονος , τὴν Φυλάκου θυγατέρα . . . . , : Ἡ ἱστορία |
| , τὸ δὲ οὐκ ἐὸν γίνεσθαι . εἰ τοίνυν τριχὶ μιῆι μυρίοις ἔτεσιν ἑτεροῖον γίνοιτο , ὀλεῖται πᾶν ἐν τῶι | ||
| : Σαρδανάπαλλος Ἀνακυνδαράξου παῖς Ταρσόν τε καὶ Ἀγχιάλην ἔδειμεν ἡμέρηι μιῆι . ἔσθιε , πῖνε , ὄχευε , ὡς τά |
| δευτέρῳ . . , : Ἐκαλεῖτο δὲ καὶ λαμπτὴρ ὁ λυχνοῦχος . Ἐν γοῦν τῷ δευτέρῳ τῶν Φιλίστου βιβλίων εἴρηται | ||
| Αἴσωπος . λυχνίον : οἱ ἀμαθεῖς λυχνίαν αὐτὸ καλοῦσιν . λυχνοῦχος , λαμπτήρ , φανός διαφέρει . λυχνοῦχος μέν ἐστι |
| : χαλκέοισιν ἐξαυστῆρες ἐγχειρούμενοι . . . , . : ἐξαυστήρ : κρεάγρα . . Ὀνομαστ . ; : τὰ | ||
| τῆς ἐν προθέσεως τὸ ἐπίῤῥημα ἔμπλην . Ἐξαυστηρίκυω . αὔσω ἐξαυστήρ . Ἐπυράκτεον . πῦρ πυρὸς πυράζω πυράξω : ὄνομα |
| καὶ τῆς Εὐβοίας Ἀθῆναι αἱ Διάδες , ὧν μέμνηται ἐν Γλαύκωι Ποντίωι Αἰσχύλος : κἄπειτ ' Ἀθήνας Διάδας παρεκπερσῶν . | ||
| ἀναμένει . . . . . . Αἰσχύλος δέ φησιν Γλαύκωι Ποτνιεῖ : ἀγὼν γὰρ ἄνδρας οὐ μένει λελειμμένους , |
| τὸ αὔω , τὸ φωνῶ , αὐλός , ὡς δαίω δαυλός , . , . . . + , . | ||
| Τὰ εἰς ΑΥΛΟΣ δισύλλαβα μονογενῆ μὴ κύρια ὀξύνεται : αὐλός δαυλός καυλός . τὸ δὲ Βραῦλος Παῦλος Δαῦλος κύρια . |
| . καὶ βαρύνεται μὲν Αἴας Θόας : περισπᾶται δὲ ἀρκᾶς πελεκᾶς . οὐδέποτε δὲ ὀξύνεται , χωρὶς εἰ μὴ ὦσιν | ||
| εἴη ” διὰ τὸ ἑλκόω ἑλκῶ ἕλκος , καὶ πελεκῶ πελεκᾶς : καὶ „ μὴ ἄρχοιτο ἀπὸ τριῶν συμφώνων „ |
| γλωχῖνα , σημαίνει τὴν ἀγωνίαν , παρὰ τὸ γλάπτω τὸ κοιλαίνω : ἢ παρὰ τὸ γλάχω γίνεται γλωχίν . γήπαιδες | ||
| γλυκύ . γλαφυρῆς : τὸ βαθὺ ἀπὸ τοῦ γλάφω τὸ κοιλαίνω , κυρίως δὲ τὸ λίαν γλυκύ : γλαφυρῆς : |
| τὸ παρώνυμον , Μοψοπία Μοψοπιεύς , Ἐρετριεύς , Φωκαιεύς , Θεσπιεύς . . . , : Τρύφων ἐν τῷ περὶ | ||
| , ὧν ἦρχον Ξένων τε καὶ Νίκων Θηβαῖοι καὶ Ἡγήσανδρος Θεσπιεύς . οὗτοι μὲν οὖν ἐν τοῖς πρῶτοι ὁρμήσαντες ἀπὸ |
| . . κυανοχαῖτα Ποσειδάων : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ τοῦ κυανοχαίτης . . . . . ἡ διπλῆ ὅτι ἅπαξ | ||
| ἑλλανοδίκου , γυνή ὁ μισογύνης τοῦ μισογύνου , χαίτη ὁ κυανοχαίτης τοῦ κυανοχαίτου , τέχνη ὁ κλυτοτέχνης τοῦ κλυτοτέχνου : |
| οὐκ ἔχω σοι δοῦναι οὐδέν . δαιμόνιε ] δυστυχέστατε , κακότυχε . , ἄθλιε ἢ καὶ εὐτυχέστατε . χρῆμα ] | ||
| περισσοτέραν . δίκαιον ] εὔλογον . κακόδαιμον ] δυστυχέστατε , κακότυχε . , ἄθλιε . τὸ ” οὐδὲν “ μετὰ |
| τοῦ ἐτὸς ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει | ||
| τοῦ ἐτὸς ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει |
| Ἄβδηρος Ἀβδήρου Ἀβδηρίτης , Πεντάσχοινος Πεντασχοίνου Πεντασχοινίτης , Διόλκος Διόλκου Διολκίτης : οὕτως Ὠρεός Ὠρεοῦ Ὠρεΐτης , καὶ κατὰ σύνοδον | ||
| . ὁ πολίτης Ἀβδηρίτης . καὶ γὰρ τοῦ Δίολκος τὸ Διολκίτης καὶ τοῦ Ὀξύρυγχος Ὀξυρυγχίτης . Ἔφορος καὶ τὴν πόλιν |
| ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις . τὸ θέμα ἀμύσσω , ὁ μέλλων ἀμύξω . τὸ δὲ ἀμύσσω παρὰ τὸ μῦ ἐπίρρημα γίνεται | ||
| οὕτως οὖν καὶ ἀπὸ τοῦ οὐδίσω οὐδὶς καὶ ἀμφουδίς . ἀμύξω „ ἀμὺξ „ παρὰ Νικάνδρῳ καὶ πλήξω πλὴξ καὶ |
| νομός . Μήδαβα , πόλις τῶν Ναβαταίων . ὁ πολίτης Μηδαβηνός , ὡς Οὐράνιος ἐν Ἀραβικῶν δευτέρῳ . Μηδία , | ||
| τῶν νόμων ἐπιτηδεύων . τὸ ἐθνικὸν Γερασηνός , ὡς Μήδαβα Μηδαβηνός . Γέργις , πόλις Τροίας . καὶ κλίνεται Γέργιθος |
| ἵνα μὴ προσδεχθῇ αὐτῶν ἡ θυσία ὑπὸ τῆς Ἥρας . κακοχράσμων : ἢ ὁ ταῦρος ἢ ὁ δῆμος , ἀντὶ | ||
| . τινὲς δὲ τὸν πυρρὸν κατὰ τὴν χροιὰν ὀνομάζουσιν . κακοχράσμων γὰρ ὁ δᾶμος : τῶν Λαμπριαδῶν δηλονότι . ὡς |
| . ἄνετος : παρὰ τὸ ἵημι τὸ σημαῖνον τὸ πέμπω ἑτός καὶ ἄφετος καὶ ἄνετος . . . . ἀνέγναμψαν | ||
| ἐγένετο οὖν ἡ γενικὴ διὰ καθαροῦ τοῦ τος , οἷον ἑτός , οὐκ ἐφύλαττε τὸν χρόνον τῆς εὐθείας , ὅπερ |
| Ἀστυπαλαίας τῆς Φοίνικος καὶ Ποσειδῶνος , Ἐργῖνος δὲ Κλυμένου τοῦ Πρέσβωνος καὶ Βουζύγης τῆς Λύκου . ὁ δὲ Μίλητος , | ||
| . . Ἀσπληδών : φασὶ γὰρ εἶναι Σπληδόνα τὸν τοῦ Πρέσβωνος καὶ Στερόπης . Ἀπολλόδωρος δὲ τοῦτό φησι , καὶ |
| ἀπὸ πτόλιος δεινὸς θεός : αὐτὰρ Ἀχαιοὺς ὦρσε Διὸς θυγάτηρ κυδίστη Τριτογένεια ἐρχομένη καθ ' ὅμιλον , ὅθι μεθιέντας ἴδοιτο | ||
| ὡς * καὶ Ὅμηρός φησι κἂν οὐ μυθικῶς Διὸς θυγάτηρ κυδίστη Τριτογένεια καὶ Αἰσχύλος μυθικῶς εἶτ ' ἀμφὶ χεῦμα γενεθλίου |
| κηδεός : ὀχεύω ὀχεός : καὶ ἐν πλεονασμῷ τοῦ σ ὀσχεός : ὀρεύω ὀρεός : μεδεύω Μεδεός , ὄνομα κύριον | ||
| , ὡς παρὰ τὸ φωλεύω φωλεὸς , ὀχεύω ὀχεὸς καὶ ὀσχεός . τὸ ἀπὸ ἤτρου χαλώμενον δέρμα , ὀχεὸς σὺν |
| πολλὴν βλάπτονται καὶ οἱ συνουσιάζοντες συνεχῶς . ἐπεὶ οὖν ἐδόκει Ὀπώρα εἶναι καὶ ἡ πόρνη , πρὸς ἀμφότερα ἔπαιξεν . | ||
| Φιλυλλίου Ἄντεια , Μενάνδρου δὲ Θαὶς καὶ Φάνιον , Ἀλέξιδος Ὀπώρα , Εὐβούλου Κλεψύδρα . οὕτω δ ' ἐκλήθη αὕτη |
| ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει φυομένη . | ||
| ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει φυομένη . |
| Γ τὸν μισθὸν ] τὸν δικαστικόν . Γ Λυσίστρατος : σκωπτικός . Γ καὶ ἐν Ἀχαρνεῦσι Λυσίστρατός τ ' ἐν | ||
| λοπίδας μοι παρέσχηκε κεστρέως “ . ὁ σκωπτόλης ] ὁ σκωπτικός . δραχμὴν μετ ' ἐμοῦ λαβὼν : καθὸ εἰς |
| , ἢ κεῖσθαι ἡσύχως . Θ . κοιμᾶσθαι . . πρόσπολος : Ὁ νεώκορος , δοῦλος . Θ . . | ||
| . Ἄττης : Ὁ Ἄττης παρὰ Φρυξὶ μάλιστα τιμᾶται ὡς πρόσπολος τῆς μητρὸς τῶν θεῶν . Τὰ δὲ περὶ αὐτὸν |
| , τὸ κοιμῶμαι , κέων ἡ μετοχή : † ὦρσο κέων , ὦ ξεῖνε , πλεονασμῷ τοῦ α . . | ||
| ὀξύτης . ἢ παρὰ τὸ κέω , τὸ κοιμῶμαι , κέων ἡ μετοχή : † ὦρσο κέων , ὦ ξεῖνε |
| μὲν πάντες ὀΐων ἀπεχόμενοι αἶγας θύουσι : ὅσοι δὲ τοῦ Μένδητος ἔκτηνται ἱρὸν ἢ νομοῦ τοῦ Μενδησίου εἰσί , οὗτοι | ||
| ἑρμηνεύς ἐστι Πτολεμαῖος , οὐχ ὁ βασιλεύς , ἱερεὺς δὲ Μένδητος . οὗτος τὰς τῶν βασιλέων πράξεις ἐκτιθέμενος κατ ' |
| ἡ τούτου ἔφορος . πυππάξ . τὸ νῦν βόμβαξ λεγόμενον πύππαξ ἔλεγον , ὡς καὶ Λυκόφρων ᾠήθη . οὐκ ἔστι | ||
| νόσου . ὑπερπυππάζειν : ὑπερθαυμάζειν , ἐκπλήττεσθαι . παρὰ τὸ πύππαξ , ὅ ἐστιν ἐπίρρημα θαυμασμοῦ . ὑποκαθεῖναι τὰς ὀφρῦς |
| , Κύκνωι ? [ , . . . . . σατυρικῶι Κατάλογ . : Δαναΐδες . . . . , | ||
| εὐληματεῖ : λήματος καὶ ἀνδρείας εὖ ἔχει . Αἰσχύλος Κερκυόνηι σατυρικῶι . . Λέξ . ῥητορ . . , . |
| : . . . . ἀπάργματα λέγεται τὰ ὑπὸ τῶν τραγωιδῶν λεγόμενα μασχαλίσματα : ταῦτα δέ ἐστι τὰ τοῦ φονευθέντος | ||
| Ὑπόθεσ . . . . , . : ἐπὶ Μένωνος τραγωιδῶν Αἰσχύλος ἐνίκα Φινεῖ , Πέρσαις , Γλαύκωι Ποτνιεῖ , |
| αἱμάτων ; τάλαιν ' ἐγὼ τάλαινα , πότερον ἄρα νέκυν ὀλόμενον ἀχήσω ; φεῦ δᾶ φεῦ δᾶ , δίδυμοι θῆρες | ||
| ἄστυ καὶ καλλίβωλον Ἴδας ὄρος ἱερόν , ὥς ς ' ὀλόμενον στένω [ ἁρμάτειον ἁρμάτειον μέλος ] βαρβάρωι βοᾶι † |
| ἀραρυίας τὰς φρένας . Χαῦνος . παρὰ τὸ χαίνω , χανὸς καὶ χαῦνος , ὡς φαίνω φανός . Χθές . | ||
| πολὺ λευκότερον . ὤεα δ ' ἔφη Ἐπίχαρμος : ὤεα χανὸς κἀλεκτορίδων πετεηνῶν . Σιμωνίδης ἐν δευτέρῳ ἰάμβων : οἷόν |
| κύριον . Τὰ ἀπὸ ῥήματος κύρια προπαροξύνονται : Ἱππόδαμος Δηΐφοβος Λαόδοκος . τὸ μέντοι ξεινοδόκος οὐ κύριον . Τὰ παρὰ | ||
| , πυγμῇ Τυδεύς , ἅλματι καὶ δίσκῳ Ἀμφιάραος , ἀκοντίῳ Λαόδοκος , πάλῃ Πολυνείκης , τόξῳ Παρθενοπαῖος . ὡς δὲ |
| ἐκ τοῦ θύω τὸ ὁρμῶ . θυὰς ] μαινομένη . θυὰς ] βάκχα . θυὰς ] μαινὰς Διονυσιακή . θ | ||
| πόλεμον ἔνθεος καὶ ὁρμητικὸς καὶ πηδητικὸς πρὸς τὴν ἀλκὴν ὡς θυὰς ἤτοι βάκχα τις φόβον βλέπων , ἤτοι ἐκπληκτικῶς καὶ |
| . , . . , . Ἀπεστύπαζον : : † θύραισιν ἀπεστύπαζον : παρὰ τὸ τύπτω ἀπετύπαζον καὶ πλεονασμῷ τοῦ | ||
| χάλκεος ἐξ Ἀφροδίτας , ὣς τῆνος δινοῖτο ποθ ' ἁμετέραισι θύραισιν . ἶυγξ , ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα |
| ἰσχυρῶς νοσούντων . εἰώθασι γὰρ στεφανοῦν σελίνοις τὰ μνήματα . Τραγικὸς πίθηκος : ἐπὶ τῶν παρ ' ἀξίαν σεμνυνομένων . | ||
| ἀπελευθερωσάντων , ἐν δὲ τῷ τέως δουλεύοντες ἔτι συνῴκουν . Τραγικὸς πίθηκος : Δημοσθένης ἐν τῷ ὑπὲρ Κτησιφῶντος . ἔοικε |
| ' ἑταῖρος . Τοῖο δ ' ἕκητί μ ' ἐκεῖνος ἀμοιβήδην ἀρέσασθαι ἱέμενος , λιπαραῖον ἐπίκλησιν παρὰ πατρὸς ὤπασεν ἀφνειοῖο | ||
| , ἐπὶ δὲ λόφοι ἐσσείοντο φοινίκεοι : καὶ τοὶ μὲν ἀμοιβήδην ἐλάασκον , τοὶ δ ' αὖτ ' ἐγχείῃσι καὶ |