τὶν δ ' αἶνος ἕτοιμος : σοὶ δὲ , ὦ Ἀγησία , πρόχειρος καὶ ἁρμόδιος ὁ ἔπαινος καὶ πρέπων ὁ
ἐπειδὴ καὶ ὁ Ἑρμῆς ἐν Ἀρκαδίᾳ , εἰκότως νικῶσιν . Ἀγησία : σημείωσαι ὅτι κατὰ μητέρα Ἀρκὰς ἦν Ἀγησίας .
6145452 Ἀλκιμεδοντος
Ἰφίων δὲ καὶ Καλλίμαχος κατὰ μέν τινας ἁπλῶς συγγενεῖς τοῦ Ἀλκιμέδοντος , κατὰ δὲ ἐνίους ὁ Ἰφίων μὲν πατὴρ ,
. ἢ οὕτως : εἰ δὲ ἐκ τῶν ὕμνων τοῦ Ἀλκιμέδοντος ἐπὶ τὸ τοῦ Μελησίου κῦδος ἀνέδραμον , ὃ ἔσχεν
6000491 Περσιδων
εἶναι πεισθῶ τοῦ μεγάλου βασιλέως . εἰμὶ δὲ θεραπαινίσιν ὁμοία Περσίδων γυναικῶν . μὴ σύ , δέομαί σου , μνημονεύσῃς
ὁ χορὸς χαιρετίζων αὐτήν φησιν : ὦ χαῖρε βασίλισσα τῶν Περσίδων τῶν βαθυζώνων . βαθύζωνοι δὲ αἱ Περσίδες διὰ τὸ
5652251 φανω
κρυπτὰ εἶδεν ἡ ἐμὴ φρήν . * : Φαίνω , φανῶ , πέφαγκα , πέφαμμαι : καὶ τροπῇ Δωρικῇ τοῦ
τῶν δεόντων ἢ ] περί τινος τῶν μὴ πάνυ ἀναγκαίων φανῶ λέγων , δικαίως ἂν ἀμφότερά φημι δόξειν , ἅμα
5584087 Εἰλειθυια
, πρόκειται τὰ Ἡσιόδου . ὁ δὲ νοῦς : ὦ Εἰλείθυια , παῖ μὲν τῆς μεγαλοσθενοῦς καὶ ἰσχυρᾶς Ἥρας ,
φάος οὐ μέλαιναν δρακέντες : ἄνευ γὰρ σοῦ , ὦ Εἰλείθυια , οὔτε τὴν ἡμέραν οὔτε τὴν νύκτα θεωρήσαντες ἠδυνήθημεν
5506858 κληρονομησει
δὲ λυπηθήσεται καί τις ἀδελφὸς μείζων αὐτοῦ τεθνήξεται ἐξ οὗ κληρονομήσει κληρονομίαν : ἀποδημήσει δὲ καὶ μακρὰν ἀποδημίαν καὶ λῃσταῖς
ἀπὸ δωρεῶν καὶ ἀφ ' ἑτέρων , πολλάκις δὲ καὶ κληρονομήσει τὸν ἴδιον πατέρα : εἰ δέ ἐστιν ὁ ἔχων
5500334 κρατεηται
ἐπὴν δὲ πλέον ἢ ἔλασσον προσενέγκηται , ἢ ἀλλοίως μεταλλάξας κρατέηται , κρατέει τόδε καὶ τὰ σιτία : καὶ ὁπόταν
μὴ θεραπεύοντος ὀρθῶς ἢ μὴ γινώσκοντος , ὑπὸ τῆς νούσου κρατέηται , τοῦ ἰητροῦ . Τοῦ δὲ θέρεος τάδε γίνεται
5485776 Φιληβου
σεαυτὸν πρὸς τὸ διελέσθαι τί τῶν ἀνθρωπίνων κτημάτων ἄριστον . Φιλήβου γὰρ εἰπόντος ἡδονὴν καὶ τέρψιν καὶ χαρὰν καὶ πάνθ
μετὰ ταῦτα ἑξῆς , ὦ Σώκρατες , ὅμως καὶ μετὰ Φιλήβου ἑκόντος ἢ ὅπως ἂν ἐθέλῃ πειρώμεθα περαίνειν . Πειρατέον
5462079 Μανασση
τῶν προφητῶν . καὶ ἐκάθισεν Βελιὰρ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ Μανασσῆ καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ τῶν ἀρχόντων Ἰούδα καὶ Βενιαμεὶν
αὐτοῦ . τοιοῦτος γάρ τις ἐγένετο καὶ Ἀμὼς ὁ τοῦ Μανασσῆ υἱός . φησὶν γὰρ ἡ γραφή : Καὶ παρελογίσατο
5441597 δικαιοτατη
δικαιόπολις ] * Ἡ νῆσος δέ , ἡ δικαιόπολις καὶ δικαιοτάτη Αἴγινα , οὐ κεῖται μακρὰν τῶν Χαρίτων ψαύουσα τῶν
ἢ τὰ ἄρμενα χαλώντων ναυτῶν . Ῥαδαμάνθυος κρίσις : ἡ δικαιοτάτη . Ῥόδον παρελθὼν μηκέτι ζήτει πάλιν : ἐπὶ τῶν
5424328 Ἀγησιου
, εἰκότως καὶ τὴν νῦν ἐπερχομένην αὐτῷ δόκησιν ὑπὲρ τοῦ Ἀγησίου εἰπεῖν τῆς αὐτοῦ μουσικῆς ταύτην εἶναί φησι . τὸ
ἔλθω καὶ πρὸς τὸ γένος τῶν ἀνδρῶν . αἱ τοῦ Ἀγησίου ἡμίονοι , ἤγουν τὸ αὐτὰς ἐγκωμιάζειν . * †
5406273 ἀδελφιδη
: ἰδίως δὲ ἀνεψιοὶ οἱ τοῦ ἀδελφοῦ παῖδες . ἡ ἀδελφιδὴ ἀδελφοῦ ἢ ἀδελφῆς θυγάτηρ ἐστίν , ἣν καὶ ἀνεψιὰν
: ἰδίως δὲ ἀνεψιοὶ οἱ τοῦ ἀδελφοῦ παῖδες . ἡ ἀδελφιδὴ ἀδελφοῦ ἢ ἀδελφῆς θυγάτηρ ἐστίν , ἣν καὶ ἀνεψιὰν
5397715 Μυκηνη
πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργος τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη : ἡ διπλῆ ὅτι τούτων τῶν πόλεων ἕνεκα συνεμάχουν
μαρμαρύζω μαρμαρυγή . οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ Ἀναδιπλασιασμοῦ . Μυκήνη . μύκης ἐστὶν ἡ λαβὴ τοῦ ξίφους , καὶ
5387410 φιλουμενος
ἔχει πολλῶν ὄντων τῶν κωλυόντων ἔχειν . Καὶ θαυμαζόμενος καὶ φιλούμενος ἦλθε , δι ' ὅσων ἦλθεν ἐθνῶν , ὁ
ὃ παρὰ σοὶ μέγα , συμφοιτητὴς ἐμὸς Ἱερώνυμος φιλῶν καὶ φιλούμενος ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῶν λόγων . ἔπειθ ' οὕτως
5358438 Ψαυμιος
, ἀντὶ τοῦ τὸν ὕμνον , ὅς ἐστι δῶρα τοῦ Ψαύμιος νενικηκότος . τὸν ὕμνον δὲ ἄωτον τῶν στεφάνων καὶ
δέξαι , ὦ Ζεῦ . ἢ οὕτως : ὁ τοῦ Ψαύμιος ὕμνος . . . . ὃς ἐλαίᾳ στεφανωθεὶς παραγίνεται
5346336 σωτειρα
, παῖ Ζηνὸς Ἐλευθερίου , Ἱμέραν εὐρυσθενέ ' ἀμφιπόλει , σώτειρα Τύχα . τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται θοαί νᾶες
βοτήρ : καὶ ἀπὸ τοῦ βοτὴρ βότειρα , ὡς σωτὴρ σώτειρα καὶ Δημήτηρ Δημήτειρα , καὶ βότης , ὅπερ καὶ
5331664 δεσποιν
ς ἐμῆς ταύτης μέλει [ ] εἴπηι φλήναφον . [ δέσποιν ] ' Ἀθηνᾶ , σῶιζέ με [ ἀκριβῶς ]
ν ἡλίκη ει [ ] λομαι ? εἶναι [ ] δέσποιν ' οἰκίας . ὦ Ἡράκλεις [ ] Σιμίας ἀπίωμεν
5315608 δυστυχουσα
τῆς διακρίσεως καὶ τῶν κύκλῳ βοστρύχων , ὡς ἐκ πολλοῦ δυστυχοῦσα . ἡ δὲ κόρη νεαρὸν πρόσωπον , οἵα ἂν
εὑρεῖν καὶ ἀπὸ τοῦ χρώματος : ἐπὶ γὰρ τῆς καθάρσεως δυστυχοῦσα ἡ φύσις , ὠχρότερον ποιεῖ τὸ χρῶμα : εἰ
5266334 ὠλεσας
γάμος , ὦ γάμος , ὃς τάδε δώματα καὶ πόλιν ὤλεσας ὤλεσας ἁμάν . αἰαῖ , ἒ ἔ , ὦ
ἡ δὲ σύνταξις τοιαύτη : ὦ Ζεῦ βασιλεῦ , νῦν ὤλεσας τὴν στρατιὰν τῶν Περσῶν τῶν μεγαλαύχων καὶ πολυάνδρων .
5264523 τροφεων
τοῖς ἄλλοις κτήμασι . διατελεῖτε δὲ τῶν μὲν Ἑλλήνων ὥσπερ τροφέων ἐπιμελόμενοι , χεῖρά τε ὑπερέχοντες καὶ οἷον κειμένους ἀνιστάντες
μετὰ δὲ ταῦτα ἕτερον τοιόνδε ἐπιγίγνεται . ἦν Ἐπάγαθος τῶν τροφέων τῶν ἐμῶν , ὃς πρῶτος ἔθρεψέ με , καὶ
5264082 μακαρια
ἀνθρώπους : οὗτός ἐστιν ὁ ἀγα - θὸς δαίμων . μακαρία ψυχή , ἡ τούτου πληρεστάτη , κακοδαίμων δὲ ψυχὴ
οὕτως ῥητέον , ὦ μάκαιρ ' ἄνασσα Ὄγκα , ὦ μακαρία θεὰ Ἀθηνᾶ πρὸ τῆς πόλεως γενομένη βοήθησον αὐτῇ .
5261727 Ἀχαιικου
[ × – ˘ – × ⋮ δεῦρ ] ' Ἀχαιικοῦ ? [ στρατοῦ [ λοχαγέτην ] [ × –
„ ποῦ Μενέλαος ἔην ; ” ἢ οὐκ Ἄργεος ἦεν Ἀχαιικοῦ ; ” δέχονταί τινες οὕτως „ ἢ οὐκ ἦν
5258778 Τιτανις
ἡ παλαιγενὴς ] ἡ γηραιά διῆλθε ] διηγήσατο , εἶπεν Τιτανὶς ] ἡ ἐκ Τιτάνων καταγομένη ἡμέτερα † ἐν τοῖς
Ἡρακλῆς . κλεινός ] Ὁ Ἡρακλῆς . . . : Τιτανὶς ] Ἡ μία τῶν Τιτάνων . : Τιτᾶνες ἐκαλοῦντο
5252487 ἀριστευει
τέλει τοῦ Γʹ τῶν Ὀλυμπίων εἴδους : Εἰ δ ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ , κτεάνων Δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατον . Ἄριστον
ποιήσασθαί τινα καθ ' ἑαυτὸν ] ἤγουν οἷος αὐτός ἐστι ἀριστεύει ] ἄριστόν ἐστι μακρῷ ] καταπολύ διαθρυπτομένων ] τρυφώντων
5234367 Θεμις
εἰδυῖα καταθνητῶν τ ' ἀνθρώπων . † ἔνθα θεὰ παρέλεκτο Θέμις † παλάμαις περὶ πάντων ἀθανάτων ἐκέκασθ ' οἳ Ὀλύμπια
οὐδὲ κατὰ αἰτίαν τὴν οὔπω ὄντων , ἀλλ ' εἰ Θέμις εἰπεῖν , καθ ' ὕπαρξιν οὖσάν τε καὶ ὄντων
5229242 Φιλανορος
υἱὲ Φιλάνορος : ὁ λόγος πρὸς τὸν Ἐργοτέλη υἱὸν ὄντα Φιλάνορος . λέγει δὲ , προδεδηλωκὼς περὶ τῶν συμφορῶν ὅτι
ζάλαις ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικˈρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ . υἱὲ Φιλάνορος , ἤτοι καὶ τεά κεν ἐνδομάχας ἅτ ' ἀλέκτωρ
5227355 αἰγινα
ξενίου τε Διὸς ξενίαν τε προσηγόρευον . . : Ἡ αἴγινα πρότερον Οἰνώνη ἐλέγετο ἀπὸ Οἰνώνης τῆς Βουδίωνος θυγατρὸς ,
ἄκρᾳ τοῦ Ἄθω ὄρους Ἀθώου καλουμένου . . . . αἴγινα : τὰ διὰ τοῦ ινα ἀποστρέφονται τὴν ει χωρὶς
5222257 Θαλια
τοῦ Διός , ἐπήκοοι νῦν γένεσθε δηλονότι : καὶ ὦ Θαλία ἐρασίμολπε , ἤγουν τῶν μολπῶν ἐρῶσα , ἐπήκοος γενοῦ
' Εὐφροσύνα , θεῶν κρατίστου παῖδες , ἐπακοοῖτε νῦν , Θαλία τε ἐρασίμολπε , ἰδοῖσα τόνδε κῶμον ἐπ ' εὐμενεῖ
5215827 κλεινα
ἐνεργητικὸν ἀντὶ τοῦ παθητικοῦ . τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ ὦ κλεινὰ Σαλαμίς , σὺ μέν που ναίεις ἀντὶ τοῦ κατοικῇ
γάνυται : φέρε δ ' ἶνιν ἀπὸ δειράδος εἰναλίας λοχεῖα κλεινὰ λιποῦσα μάτηρ τὰν ἀστάκτων ὑδάτων συμβακχεύουσαν Διονύσωι Παρνάσιον κορυφάν
5196200 Χρομιου
ἅς ποθ ' ἵπποι κτησάμεναι : ἅστινας φιάλας αἱ τοῦ Χρομίου ἵπποι προσεκόμισαν διὰ τῆς νίκης τῷ δεσπότῃ ἅμα τοῖς
. ἔστι δὲ ὁ λόγος τῶι Πινδάρωι οὐ περὶ τοῦ Χρομίου μόνου ἀλλὰ καὶ περὶ τοῦ παντὸς λαοῦ , οἳ
5194060 οἰωνιστης
ἔχεται τύχης , τῇ τοῦ ὄρνιθος ἀγγελίᾳ καὶ κλῃδόνι . οἰωνιστὴς γὰρ ὁ Ἀμφιάραος . τὸ δὲ οἴκοθεν ἀντία πράξει
καὶ λύπης οἰκέτου . ὑπογραφεὺς μὲν ὁ οἰκέτης ἦν , οἰωνιστὴς δὲ ὁ δεσπότης . τοῦτον δή ποτε δι '
5191885 Θηβη
λέγονται πληθυντικῶς ἡ μία πόλις καὶ Πλαταιαί , καὶ πάλιν Θήβη ἑνικῶς καὶ Θῆβαι πληθυντικῶς , καὶ Μυκήνη καὶ Μυκῆναι
Θηβαῖος . . . . . . . ἦν , Θήβη δὲ Ἀσωποῦ καὶ Μετώπης τῆς Λάδωνος τοῦ ποταμοῦ Ἀρκάδος
5172564 Θετι
ἀνάστατος γέγονε τῷ πολέμῳ : κόνιϊ κόνι , ὡς Θέτιϊ Θέτι : ἀναδεύουσα μολύνουσα : εἰ καὶ ὡς γέρων ὢν
λάτρι , ἡ πόλις ὦ πόλι , ἡ Θέτις ὦ Θέτι : τὸ γὰρ ὁμόφωνον Ἀττικόν ἐστιν , ὦ μάντις
5159043 Μελησιᾳ
ταῖς νίκαις . * δοῦναι τῷ Ἀλκιμέδοντι καὶ Τιμοσθένει καὶ Μελησίᾳ . ποταπάς ; ταχείας . * ἀποσοβοίη αὐτῶν .
τανῦν ἀλείφοντος καὶ διδάσκοντος τὸν Ἀλκιμέδοντα : ὥστε οὐ τῷ Μελησίᾳ γράφεται ὁ ἐπίνικος , ἀλλὰ τῷ Ἀλκιμέδοντι . ὁ
5138138 γονιμωτατη
, εὑρήσεις τὸν κατὰ σύνθεσιν τὸν νεʹ . πέμπτον ἡ γονιμωτάτη ἑξὰς ἐφ ' ἑαυτὴν πολυπλασιασθεῖσα δυνάμει ἐπιγεννᾷ τὸν λϚʹ
ἄλλας γοῦν κόπρους μίξει παραμυθεῖσθαι . τρίτη ἡ ὀνεία , γονιμωτάτη τῇ φύσει οὖσα , καὶ πᾶσι τοῖς φυτοῖς μάλιστα
5127320 πεφυκα
τί σοι κακόν ἐστιν ἐνταῦθα ; οἷα λέγεις ; πέτεσθαι πέφυκα ὅπου θέλω , ὕπαιθρον διάγειν , ᾄδειν ὅταν θέλω
ἐξετείνοντο ἐπὶ συγκεκροτημένοις καὶ ὄγκον ἔχουσι μέλεσιν , ἀπὸ τοῦ πέφυκα παρακειμένου , ἐνεστὼς πεφύκω , ὡς ἀπὸ τοῦ δέδοικα
5120734 πρεσβυτατη
πᾶσαι τέκοιεν , διδύμους δὲ ἥ τε νεωτάτη καὶ ἡ πρεσβυτάτη : ἐκεῖνο δὲ οὐκ ἔστιν ὅπως ἡγήσομαι πιστόν ,
, ὅτι ἡ τοῦ ὄντος ἀγαθότης , ἥτις ἐστὶ | πρεσβυτάτη τῶν * * * χαρίτων οὖσα ἑαυτῇ . παρατηρητέον
5118355 πολιευς
δὴ καὶ ἐρυσίπτολις καὶ πολιὰς ὠνόμασται , καθάπερ ὁ Ζεὺς πολιεύς : ἐπίσκοποι γὰρ ἀμφότεροι τῶν πόλεων . Παλλὰς δὲ
ὁ φίλιος , ὁ ξένιος , ὁ ἱκέσιος , ὁ πολιεύς , ὁ σωτήρ . Τοῦτον ἂν βουλοίμην ἐγὼ τὸν
5116010 Διοσκοροι
. ] Ὅτι παραδέδονται Κάστωρ καὶ Πολυδεύκης , οἱ καὶ Διόσκοροι , πολὺ τῶν ἄλλων ἀρετῇ διενεγκεῖν καὶ συστρατεῦσαι τοῖς
τῆς ἀθανασίας , τοῖς δὲ Τυνδαρίδαις , ὅτι προσαγορευθήσονται μὲν Διόσκοροι , τιμῆς δ ' ἰσοθέου τεύξονται παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις
5112987 πιστη
οὐ ποιεῖ . χαλεπώτερον πλουσιωτέρας ἄρξεις . γυνὴ φιλόκοσμος οὐ πιστή . γυνὴ τὸν ἑαυτῆς ἄνδρα νόμον ἡγείσθω τοῦ βίου
δὲ δὴ ἀπόδειξις ἔσται δεινοῖς μὲν ἄπιστος , σοφοῖς δὲ πιστή . δεῖ οὖν πρῶτον ψυχῆς φύσεως πέρι θείας τε
5105224 μαινομενη
, τούτοις δέδοται ἔργα ἄνομα , ἅπερ αὐτῶν ἡ ψυχὴ μαινομένη ποιήσει κακαῖς βουλαῖς ὥσπερ ἐλαυνομένη δαίμονι οὐκ ἀγαθῷ ,
ἡ δὲ γυνὴ ἐκείνη τίς ἐστιν ἡ ὥσπερ τυφλὴ καὶ μαινομένη τις εἶναι δοκοῦσα καὶ ἑστηκυῖα ἐπὶ λίθου τινὸς στρογγύλου
5100179 Λαβδακιδη
καθὰ καὶ Μνασέας ἐν τῷ περὶ χρησμῶν γράφει : Λάιε Λαβδακίδη , ἀνδρῶν περιώνυμε πάντων . ἐξ οὗπερ : ἀφ
χρηστηριαζομένῳ περὶ γενέσεως ἀῤῥένων παίδων ἀνεῖλεν ὁ θεός : Λάϊε Λαβδακίδη μὴ σπεῖρε τέκνων ἄλοκα δαιμόνων βίῃ : κτενεῖ γάρ
5100081 χωρητικη
λευκοῦ ἐλλεβόρου καθάρσει , καὶ εἰ ἡ ὑποκειμένη δύναμις εἴη χωρητικὴ τοῦ βοηθήματος , ἀντὶ παντὸς ἂν γένοιτο ἡ τούτου
ἡ πάντων τῶν ἀπονεμομένων ταῖς πεσούσαις εἰς τὴν γένεσιν ψυχαῖς χωρητικὴ καλλιόνων ἢ χειρόνων παθῶν , δι ' ἃ εὔμοιροί
5096865 ἐσασσειεν
τὸ σῶμα αὐτίκα : ἢν δὲ ὀλίγον , οὐκ ἂν ἐσάσσειεν , ἅτε μέγα τὸ σῶμα ἐὸν , εἰ μή
σώματι πόνον παρέχει : ἢν δὲ ὀλίγον προσγένηται , οὐκ ἐσάσσειεν ἂν ἐς τὸ σῶμα , χρόνῳ δὲ διαδίδοται ἀπ
5095470 δυστυχεστατη
παράγραφος . δυσδαίμων σφιν ἡ τεκοῦσα : ἡ μήτηρ αὐτῶν δυστυχεστάτη ἀπὸ πασῶν γυναικῶν ὅσαι παῖδας ἐποίησαν , θεμένη καὶ
τὸν Μοίριδος . Ἡ δὲ ἐν ὀργῇ γενομένη πασῶν ἔφη δυστυχεστάτη γυναικῶν ἐγώ : τὴν ζήλην περιάξομαι , δι '
5090887 ὑμνηται
καὶ περὶ δαιμόνων ᾄδουσιν , οἷα καὶ Πινδάρῳ κατὰ σοφίαν ὕμνηται περὶ τοῦ δαίμονος , ὃν ταῖς πηγαῖς ταύταις ἐφίστησιν
εἴρηται τοῖς ποιοῦσι τοὺς λόγους , ἀλλ ' ὁ πρότερος ὕμνηται χρόνος , τεύξεται δὲ καὶ ταῦτα τῶν ἴσων αὐτίκα
5086155 κοινοτατη
ἁφὴν καὶ τὴν γεῦσιν πάντ ' ἔχει , καὶ μάλιστα κοινοτάτη πασῶν ἡ ἁφή , ὡς ἐν τοῖς Περὶ ψυχῆς
ἡ γὰρ θρεπτικὴ καὶ τοῖς ἄλλοις ὑπάρχει καὶ πρώτη καὶ κοινοτάτη δύναμίς ἐστι ψυχῆς , καθ ' ἣν ὑπάρχει τὸ
5084230 πεπομφας
τοῦ Ξάνθου εἶπεν “ ὕπαγε κἀκείνην λάβε , ᾗτινι τοσαῦτα πέπομφας μέρη . ” ὁ Ξάνθος λέγει “ οὐκ ἔλεγον
ἐναντίοις ἧτταν ἐπάγουσαι . Ἐπέστειλάς μοι , ὅτι πολλάκις πολλοὺς πέπομφας πρὸς ἡμᾶς τοὺς διαλεξομένους ὑπὲρ τοῦ γραφῆναί σοι τὰς
5080796 πρυτανις
] κολαζομένου καὶ καταβαλλομένου . . δαμαζομένου . . μακάρων πρύτανις ] ὁ θεῶν διοικητὴς καὶ ἄρχων Ζεύς . .
διοικῆσαι . προστατεῦσαι , φυλάξαι : βασιλεῦσαι , ταμιεῦσαι : πρύτανις κυρίως ὁ σιτοφύλαξ , οἷον πυρόταμις ὤν : προυγιαίτερον
5077791 ἀκανθιου
τὸ δέον αὐτῇ προσάξω φάρμακον , εἰ μὴ εὐθέως εὗρον ἀκανθίου σπέρμα , ἔμελλεν ἀπόλλυσθαι παραχρῆμα τὸ γύναιον . ὡς
κατὰ ϲτοιχεῖον ἐξ αὐτοῦ τούτου τὴν ἀρχὴν ποιηϲάμενοϲ . ἀντὶ ἀκανθίου ϲπέρματοϲ λυχνίϲ . ἀντὶ ἀρωματικῆϲ κάλαμοϲ ἀρωματικόϲ . ἀντὶ
5073067 Ἀναξ
τῶν ἐνθάδ ' , εἴπερ μὴ θεοὶ ψεύσουσί με . Ἄναξ , πάλαι καὶ ταῦτα καὶ τοιαῦτ ' ἔπη γῇ
' ὅτι : στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν . Ἄναξ , ἐμοί τοι μή τι καὶ θεήλατον τοὔργον τόδ
5058781 Πριαμε
δόμοι , ὦ πλεῖστ ' ἔχων μάλιστά τ ' εὐτεκνώτατε Πρίαμε , γεραιά θ ' ἥδ ' ἐγὼ μήτηρ τέκνων
[ × – ˘ × × – ˘ – × Πρίαμε ] ⋮ συμ [ × – ˘ × ×
5053463 ἐνθυμιος
πολεμήσαντος αὐτοῖς , πέρι πάμπαν ἐπολυπραγμόνουν οὐδέν , οὐδὲ σφίσιν ἐνθύμιος ἦν ὅλως , πονουμένης ἔτι τῆς Ἰταλίας ὑπὸ Ἀννίβου
ὁ γοῦν Ἀντιφῶν ἐν τοῖς Φοινικοῖς φησι τεθνεὼς οὗτος ὑμῖν ἐνθύμιος γενήσεται . ἔνδοξος καὶ ἐπίδοξος διαφέρει . ἔνδοξος μὲν
5046738 προσηκουσα
δ ' ἡ τῶν λόγων χάρις , ἂν ᾖ μὴ προσήκουσα , ἔργῳ ζημία γίγνεται , αἰσχρόν ἐστι φενακίζειν ἑαυτούς
δὲ καὶ τούτου μεμέληκεν , ὑγρά τε καὶ θερμὴ ἡ προσήκουσα δίαιτα , εἴ γε καὶ τὸ τεθηλέναι τοῖς φυτοῖς
5043495 θηλυνους
γνώμη καὶ ἐνθύμησίς ποτε ὅτι ἐγὼ φοβηθεὶς ἕνεκα τοῦ Διὸς θηλύνους γενήσομαι . . : λιπαρήσω ] Λιπαρῶ τὸ παρακαλῶ
. εἰσελθέτω σε μήποθ ' ὡς ἐγὼ Διὸς γνώμην φοβηθεὶς θηλύνους γενήσομαι , καὶ λιπαρήσω τὸν μέγα στυγούμενον γυναικομίμοις ὑπτιάσμασιν
5042024 πατρων
' ἀγειρόμενοι βίοτον κατακείρετε πολλόν . . . οὐδέ τι πατρῶν ὑμετέρων τῶν πρόσθεν ἀκούετε παῖδες ἐόντες , οἷος Ὀδυσσεὺς
οἷα καὶ ἡμῖν Ζεὺς ἐπὶ ἔργα τίθησι διαμπερὲς ἐξ ἔτι πατρῶν . οὐ γὰρ πυγμάχοι εἰμὲν ἀμύμονες οὐδὲ παλαισταί ,
5041559 φονευθεις
ῥίψειν . ἰάψειν ] ῥίψειν . ἰάψειν ] ῥίψειν : φονευθεὶς γὰρ πεσεῖται . θ ἰάψειν ] βαλεῖν καὶ ῥίψειν
δαροβίοις ] τοῖς ἀϊδίοις . . ἰάψειν ] ῥίψειν : φονευθεὶς γὰρ πεσεῖται . . Βορραίαις πύλαις ] ταῖς ἀφορώσαις
5039619 ἀντεμβαλλομενων
. εὐθέως οὖν ἀκούσαντες παρεκάλεσαν γραφῆναι αὐτοῖς τὸν περὶ τῶν ἀντεμβαλλομένων λόγον . ἀρξώμεθα οὖν τῶν προκειμένων ἐκ τοῦ προειρημένου
: ὅθεν αἰτηθεὶϲ ὑπὸ τῶν ἑταίρων ἐπὶ τήνδε τὴν τῶν ἀντεμβαλλομένων ἦλθον ἔκθεϲιν κατὰ ϲτοιχεῖον ἐξ αὐτοῦ τούτου τὴν ἀρχὴν
5030548 αἰνεσατε
τὸν μεγαλαυχῆ δαίμονα Δαρεῖον ἐρχόμενον ἐκ τῶν τοῦ Ἅιδου δόμων αἰνέσατε ἤγουν συναινέσατε καὶ συναρήξατε αὐτῷ ποιῆσαι τοῦτο . τὸν
καὶ συναρήξατε αὐτῷ ποιῆσαι τοῦτο . τὸν καταχθόνιον οὖν Δαρεῖον αἰνέσατε ἐξ Ἅιδου δόμων μολεῖν , τὸν Σουσιγενῆ θεὸν τῶν
5022320 ἐπιγεγραμμενοι
πράττομεν , τύχη ' στίν , ἡμεῖς δ ' ἐσμὲν ἐπιγεγραμμένοι . τὰ δεύτερ ' ἀεὶ τὴν γυναῖκα δεῖ λέγειν
ἢ πράττομεν τύχη ' στίν , ἡμεῖς δ ' ἐσμὲν ἐπιγεγραμμένοι . Τύχη κυβερνᾷ πάντα . ταύτην καὶ φρένας δεῖ
5021226 ἐπιγραμματος
θεὸν ταύτην ἐπήρεισε τὸν λόγον . ἐπιστοῦτο δὲ τοῦτο ἐξ ἐπιγράμματος Σιμωνίδου . ἑνικῶς δὲ εἶπεν Εἰλείθυια , ὡς καὶ
ὕδωρ δὲ πίνων χρηστὸν οὐδὲν ἂν τέκοις : τοῦτο ἐξ ἐπιγράμματος εἶναι μέρος , οἱ μὲν Ἀσκληπιάδου , οἱ δὲ
5019945 Διαγορου
ἐν μὲν ἀνδράσιν Εὐκλῆς Καλλιάνακτός τε ὢν καὶ Καλλιπατείρας τῆς Διαγόρου , Πεισίροδος δὲ ἐν παισίν , ὃν ἡ μήτηρ
ἀποκτεῖναι μὲν τὴν Φερενίκην ὤκνησαν ἐνθυμηθέντες τὸν Διαγόραν καὶ τοὺς Διαγόρου παῖδαςὁ γὰρ Φερενίκης οἶκος Ὀλυμπιονῖκαι πάντεςνόμος δὲ ἐγράφη τὸν
5019728 ἰαλεμων
ἱππικὴ Δαρδανία . ἢ ἱπποσύνου Γανυμήδους , τουτέστιν ἱππικοῦ : ἰαλέμων : τῶν θρήνων , ἀπὸ Ἰαλέμου τοῦ Καλλιόπης καὶ
' : Ἀπόλλων δ ' εἰκότως κλῄζῃ βροτοῖς : ὀτοτοῖ ἰαλέμων : ὀτοτοῖ ἐπίφθεγμά ἐστι θρηνητικόν . ἰάλεμος θρῆνος .
5015040 Δαμιδος
ῥώμαις πρὸς τὴν ἅλωσιν τῆς πόλεως . οἱ δὲ Μεγαλοπολῖται Δάμιδος ἡγουμένου καὶ τούτου γεγονότος κατὰ τὴν Ἀσίαν μετ '
λόγον ἐς τὰ πρὸ τῆς δίκης . ἀνολοφυραμένου δὲ τοῦ Δάμιδος καί τι καὶ τοιοῦτον εἰπόντος „ ἆρ ' ὀψόμεθά
5013189 Αἰγινα
δὲ τοῦτο τὸ προκώμιον καὶ τοῦτον τὸν ἔπαινον πόλις καλλίστη Αἴγινα , ἥτις διὰ τὴν προσοῦσαν πρὸς πάντας τοὺς ξένους
Αἰγινήτῃ , ἐπειδὴ ἀδελφαὶ ἐγένοντο αἱ ἡρωΐδες Θήβη τε καὶ Αἴγινα : Ἀσωποῦ γὰρ ἀμφότεραι : εἰσὶν οὖν , οἳ
5010615 περιμενουσα
τι ; Τοῦτο γὰρ ποθοῦς ' ἐγὼ πάλαι ἔνδον κάθημαι περιμένουσα τουτονί . Ταχέως , ταχέως φέρ ' οἶνον ,
που ἐπὶ τοῦ πάγου κάθησο εἰς τὴν πνύκα ὁρῶσα καὶ περιμένουσα ἔστ ' ἂν κηρύξω τὰ παρὰ τοῦ Διός ,
5000556 ἀγοραστης
ἀγοράζων . ἀντ ' ὀνομάτων αὗται μετοχαί : ὁ γὰρ ἀγοραστὴς ἐπὶ τοῦ ὀψωνοῦντος τέτακται . καὶ Πλάτων δ '
ἀγοράζων . ἀντ ' ὀνομάτων αὗται μετοχαί : ὁ γὰρ ἀγοραστὴς ἐπὶ τοῦ ὀψωνοῦντος τέτακται . καὶ Πλάτων δ '
4995678 ἐκανες
. ἐν δὲ τῷ ὑπομνήματι καὶ ταῦτα τῆς Ἠλέκτρας : ἔκανες ἔθανες : ἐφόνευσας . ὅθεν τὸ κανοῦν λέγεται ,
μητρί γε , σοὶ δ ' οὔ . κἄπειτ ' ἔκανες ; σέ γε πημαίνους ' . ὤμοι , φιλίου
4992795 μεμψεσθαι
, ὑπήγαγον ἐς χεῖρας τὰς ἐμάς , ὥστε σε μὴ μέμψεσθαι τὴν ἀπ ' ἐμέο τοι ἐσομένην δίκην . Ὡς
τοῖς δ ' ἄλλοις πολίταις τε καὶ νεοπολίταις προύλεγεν οὐδενὶ μέμψεσθαι περὶ οὐδενός . Ὧν ἀναγινωσκομένων δέος ἅπαντας ἐπεῖχε ,
4989936 ἀρρητ
] κατάρχομαι μέν , σφάγια δ ' ἄλλοισιν μέλει [ ἄρρητ ' ἔσωθεν τῶνδ ' ἀνακτόρων θεᾶς ] . ἃ
οἴμοι , τί λέξεις ; χρυσὸν ὡς ἔχοι κτανών ; ἄρρητ ' ἀνωνόμαστα , θαυμάτων πέρα , οὐχ ὅσι '
4987008 σχεο
Αἰήτου ὦ Αἰήτη , ὡς παρὰ Ἀπολλωνίῳ , Αἰήτη , σχέο μοι τῷδε στόλῳ , καὶ τὸ καλλιλαμπέτης καλλιλαμπέτου ὦ
' ἄρ ' Ἥφαιστον προσεφώνεεν ὃν φίλον υἱόν : Ἥφαιστε σχέο τέκνον ἀγακλεές : οὐ γὰρ ἔοικεν ἀθάνατον θεὸν ὧδε
4983888 Λυκωρευς
κέκληται δὲ ἀπὸ νύμφης Κωρυκίας , ἧς καὶ Ἀπόλλωνος παῖς Λυκωρεύς , ἀφ ' οὗ Λυκωρεῖς οἱ Δελφοί . Πλεῖστος
τ ' Ἀνεμώρειαν ἀμφενέμοντο . ὁ πολίτης Ἀνεμωρεύς ὡς Λυκώρεια Λυκωρεύς . . . Ἀνήτουσσα : πόλις Λιβύης : ὁ
4977009 παρεδρος
Θέμις : ἐν ᾗ Αἰγίνῃ ἡ Θέμις ἡ τοῦ Διὸς πάρεδρος ἀσκεῖται καὶ θρησκεύεται . ἐπαινεῖ δὲ αὐτοὺς ὡς φιλοξένους
ὁ περιηγητὴς ἐν αʹ Περὶ ἀκροπόλεως . . . . πάρεδρος : Λυκοῦργος ἐν τῷ Περὶ τῆς ἱερείας . πολύ
4975509 Ἀλλων
ἀπολωλεκὼς οὔτε ζημίαν εἰληφὼς οὔτε χρήσταις ἀποδεδωκώς . . . Ἄλλων τε πολλῶν καὶ καλῶν ἔργων ἕνεκα , ὦ ἄνδρες
πάις κτάνε Δηιονῆα ἠδ ' Ἀντήνορος υἱὸν ἐυμμελίην Ἀκάμαντα . Ἄλλων δ ' αἰζηῶν ὑπεδάμνατο πουλὺν ὅμιλον : θῦνε γὰρ
4974953 παραλογιστικως
δὲ ὄντα τῷ πράγματι , διὰ τὸ οὐδετέρως ἄμφω ἐκφέρεσθαι παραλογιστικῶς ἑρμηνεύῃ ὁ σοφιστὴς ὡς ταὐτὰ ὄντα τῷ πράγματι ,
. ” παραβλήδην οἷον ἀπατήδην , ὅ ἐστιν ἐξαπατητικῶς , παραλογιστικῶς : παραβάλλειν γὰρ τὸ ἀπατᾶν ἔλεγον . τῶν ἅπαξ
4970837 παιανων
τοιούτῳ ὁ οἶκος ὁμοῦ μὲν θυμιαμάτων γέμει , ὁμοῦ δὲ παιάνων τε καὶ στεναγμάτων . ἀτελὲς δεῖπνον οὐ ποιεῖ παροινίαν
: κεχώρισται δὲ τῶν ἐγκωμίων καὶ τῶν προσῳδιῶν , καὶ παιάνων , οὐχ ὡς κἀκείνων μὴ ὄντων ὕμνων , ἀλλ
4970359 Δολος
, δυσχερῆ ζῶμεν βίον . . ΑΥΤΑΡ ΕΠΕΙ ΔΟΛΟΝ . Δόλος , μηχανὴ κακὸν ἔχουσα ἀγαθῷ δοκοῦντι κεκαλυμμένον : ἀπάτη
τὸ καλόν . Δένδρον : διὰ τὸ δεόντως ἱδρῦσθαι . Δόλος : ἐστὶ διὰ τὸ δελεάζειν . Ἐκκλησία : διὰ
4969336 Δαρδανια
ξεστῶν περγάμων τῶν Ἀπολλωνίων Ἐρινύν . ὀτοτοτοῖ ἰαλέμων ἰαλέμων : Δαρδανία τλάμων , Γανυμήδεος ἱπποσύνα , Διὸς εὐνέτα . σαφῶς
. . . , . , . Ἐλέγετο δέ ποτε Δαρδανία , διὰ τὸν Δάρδανον , ὃς ἐν τῷ κατακλυσμῷ
4966756 προκωμιον
καὶ αὐτῇ τῇ Νεμέᾳ καὶ τῇ Τιμασάρχου πάλῃ . ὕμνου προκώμιον : ὕμνου προκώμιον εἶπε διὰ τὸ ὑπὸ χορευτῶν μὲν
μετὰ τῶν Χαρίτων γράφειν . τὸ δὲ προηγούμενον τοῦ κώμου προκώμιον εἶπεν , ἐπειδὴ κωμάζουσιν ᾄδοντες τὸ ποίημα : προκώμιον
4962547 μολουσα
παῖς , ἣ κατὰ Σπάρτην ποτ ' ἦν . πόθεν μολοῦσα ; τίνα τὸ πρᾶγμ ' ἔχει λόγον ; Λακεδαίμονος
' οἶδεν : ἀλλ ' οὐκ οἶσθα σὺ ὁπόταν ἄφνω μολοῦσα διολέσῃ κακούς . μακάριος ὅστις νοῦν ἔχων τιμᾷ θεὸν
4961406 ἐπιμελουμενη
. ἐκεῖ πόλις εὐδαίμων καὶ λαμπρὰ καὶ τοῦ δύνασθαι λέγειν ἐπιμελουμένη καὶ χειμάδιον βασιλεῖ γεγενημένη πολλάκις ἐξώσθη τοῦ τῶν πόλεων
ἀπόκειται ἡ κόπρος . Ἦν δὲ καὶ ἀρχή τις Ἀθήνησιν ἐπιμελουμένη τοῦ καθαίρεσθαι τὴν κόπρον . Καὶ παλιγκάπηλος καὶ μεταβολεύς
4958535 ᾀσομαι
δέ γε , ἐὰν ἀπειλῇ , νὴ Δί ' ἑτέραν ᾄσομαι . “ ὦ ' νθρωφ ' , οὗτος ὁ
ἐπαμφοτερίζει . ἤτοι γὰρ τὴν ἐμαυτοῦ κεφαλὴν ἁρμόσας τοῖς στεφάνοις ᾄσομαι τὸν ἐπίνικον , ἢ οὕτως : τὸν ἐπίνικον ᾄσω
4958472 ἀγαπητος
ἐπιόντι , ξὺν νῷ ἑλομένῳ , συντόνως ζῶντι κεῖται βίος ἀγαπητός , οὐ κακός . μήτε ὁ ἄρχων αἱρέσεως ἀμελείτω
ἱερὸν ἐξ ἱερῶν ὠδίνων τέλεον εὐθὺς καὶ ὁλόκληρον , ὁ ἀγαπητός , ὁ πολύευκτος , ὁ σεβαστὸς ἐκ τοῦ λίκνου
4958309 πορφυρογεννητος
παρασκευήν . Ἀφικέσθην δὲ πρὸς αὐτὸν ἄμφω , ὅ τε πορφυρογέννητος Κωνστάντιος καὶ ὁ Κομνηνὸς Ἀλέξιος , ὁ μὲν πρὸ
καίσαρος : ὅ τε μὴν τοῦ κρατοῦντος αὐτάδελφος , ὁ πορφυρογέννητος Κωνστάντιος , σφόδρα φιλῶν τὸν γενναῖον Ἀλέξιον , οὐ
4957751 Ἀτοσσα
ἀφ ' ὧν τὰς ἠπείρους ὀνομασθῆναι συμβέβηκεν . ἡ γοῦν Ἄτοσσά φησι δύο γυναῖκας κατ ' ὄναρ ἰδεῖν , τὰς
δύναμιν ἡμῖν ἐστι . . πολλοῖς μὲν ἀεὶ ] ἡ Ἄτοσσά φησι πρὸς τὸν χορὸν , πολλὰ μὲν νυκτερινὰ ὀνείρατα
4956514 βεβαιοτερος
δὲ ἀκίνητός ἐστι , τῶν ὀρῶν στασιμώτερος καὶ τῶν σκοπέλων βεβαιότερος . καὶ γῆ μὲν ἐσείσθη πολλάκις καὶ νήσους ὅλας
. ὡς ] ὅτι . Ὠκεανοῦ ] ἐμοῦ . . βεβαιότερος ] ὀρθότερος , κρείττων . . μονιμώτερος . .
4953243 ἐξωγκωμενοι
ᾠδήκας τοῦ ᾠδήκαντος , ἡ δοτικὴ ᾠδήκαντι . ᾠδήκαντι : ἐξωγκωμένοι ἦσαν : τοιοῦτοι γὰρ οἱ κοπιῶντες . ἶνες :
ἅμα . ] ὡς καὶ σὺ σός τ ' ἀδελφὸς ἐξωγκωμένοι Τροίαι κάθησθε τῆι τ ' ἐκεῖ στρατηγίαι , μόχθοισιν
4949833 ἐχθιστου
εἰσαμεῖψαι ] εἰσελθεῖν ἔσω : ἐνταῦθα γὰρ τοῦτο σύναπτε . ἐχθίστου ] τοῦ ἀδίκου . ἐχθίστου ] τοῦ μισητοῦ .
. ἀλδαίνειν ] αὐξάνειν . . εἰσαμεῖψαι ] εἰσελθεῖν . ἐχθίστου ] μισητοῦ τῇ πόλει . δάκους ] παντὸς θηρίου
4949306 πολυτεκνος
ἦσαν υἱεῖς , ἐπαινετὴ δὲ καὶ ἡ Νιόβη , ὅτι πολύτεκνος . ἐναντίως τε εἰ ἡ ἀμορφία καὶ πενία ψεκτόν
Καὶ ἡ γυνὴ ὁμοίως . Ἐὰν εἰς τὰς χεῖρας , πολύτεκνος ἔσται . Καὶ ἡ γυνὴ ὁμοίως . Ἐὰν εἰς
4947520 εἰσεποιειτο
τίνος ἕνεκεν ἂν ψεύδοιτο καὶ τοῦτον μὴ ὄντα αὐτοῦ υἱὸν εἰσεποιεῖτο . πάντας γὰρ εὑρήσετε τοὺς τὰ τοιαῦτα πράττοντας ἢ
ἐσμεν : ὥστε οὐκ ἄν γε δι ' ἐρημίαν τοῦτον εἰσεποιεῖτο . ἀλλὰ μὴν οὐδὲ τροφῆς τε καὶ εὐπορίας τῆς
4943539 Ἑταιρος
συγγενὴς λέγεται , καὶ ὁ παρὰ τῇ συνηθείᾳ λεγόμενος . Ἑταῖρος ὁ συμπολίτης . Ξένος δὲ ὁ ἀφ ' ἑτέρας
ὡς τάσσω τάξω , τακτὸς , ἄτακτος , ἀτακτῶ . Ἑταῖρος . ἔθος ἐθαῖος ὁ συνήθης , καὶ πλεονασμῷ τοῦ
4940565 ὑμνου
ψιλοῦ γράφονται τῇ παραληγούσῃ : σεσημείωται τὸ αἶνος ἐπὶ τοῦ ὕμνου , ἐπί τε τῆς πόλεως , διὰ τῆς διφθόγγου
ἢ τὸν Διαγόραν : οὗτος γὰρ νόμος ἐγένετο νικήσας τοῦ ὕμνου . βέλτιον δὲ τὸ πρότερον : ἐπιφέρει γάρ :
4940400 Ἱεραπολις
. κδʹ . Ἀντιπάτρῳ δὲ τῷ σοφιστῇ πατρὶς μὲν ἦν Ἱεράπολις , ἐγκαταλεκτέα δὲ αὕτη ταῖς κατὰ τὴν Ἀσίαν εὖ
. . . . . ο ∠ ʹγ λϚ Ϛʹ Ἱεράπολις . . . . . . . . .
4939570 Λαιε
ἐξήνεγκε δὲ τὸ χρηστήριον : μὴ σπεῖρε τέκνων ἄλοκα , Λάιε , βίᾳ δαιμόνων . λαβὼν δὲ τὸν χρησμὸν καὶ
ᾠδῆς ἀδολέσχου φυγαδευόμενος Οἰδίπους προσέρραπται διὰ κενῆς : χρησμός : Λάιε Λαβδακίδη , παίδων γένος ὄλβιον αἰτεῖς : τέξεις μὲν
4936336 Ἰσμηνη
. σὺ δ ' ἔθανες : φησὶ δὲ πάλιν ἡ Ἰσμήνη : σὺ δέ , ὦ Ἐτέοκλες , ὁ θανατώσας
ἀναιρεῖ Τυδεὺς ἐπὶ κρήνης καὶ ἀπ ' αὐτῆς ἡ κρήνη Ἰσμήνη καλεῖται . υἱοὶ δὲ αὐτῷ ἐξ αὐτῆς Ἐτεοκλῆς καὶ
4934376 υἱωνος
θεοὶ τὸν αὐτὸν ἔχουσι λόγον . [ καὶ υἱὸς καὶ υἱωνὸς καὶ πατὴρ καὶ πάππος καὶ θυγάτηρ καὶ ἐγγόνη καὶ
. Ἀντίγονος δέ , ὃς υἱὸς μὲν ἦν Δημητρίου , υἱωνὸς δὲ Ἀντιγόνου τοῦ μονοφθάλμου , οὗτος τέσσαρα καὶ τεσσαράκοντα
4932775 Ἰουδα
Ἰουδαία . Ἀλέξανδρος ὁ Πολυΐστωρ , ἀπὸ τῶν παίδων Σεμιράμιδος Ἰούδα καὶ Ἰδουμαία , ὡς δὲ Κλαύδιος Ἰόλαος , ἀπὸ
Λευί , καὶ συνεξαμαρτάνοντες αὐτοῖς ἐν πᾶσι : καὶ υἱοὶ Ἰούδα ἔσονται ἐν πλεονεξίᾳ , ἁρπάζοντες τὰ ἀλλότρια ὡς λέοντες
4932732 θειοτατη
οὐ δεῖ οὖν τῆς πρωτίστης ἐπιστήμης νομίζειν εἶναι τιμιωτέραν : θειοτάτη γάρ ἐστι καὶ τιμιωτάτη κατὰ δύο τρόπους , καὶ
, ἐπιγνόντες θεοῖς προσομιλεῖν δόξωσιν . ὅτι μὲν γὰρ ἡ θειοτάτη ἐπιστήμη καθ ' ἑαυτὴν μὲν ὑπόστασιν ἀέναον καὶ ἀναμφίλεκτον
4932615 ἐπαμυνας
τινὸς τοιαύτην ἔσχε τὴν τελευτήν . Ἀτίμῳ τυπτομένῳ ὁ υἱὸς ἐπαμύνας , κρίνεται ὕβρεως ὁ παῖς . Ἡ συνεζευγμένη στάσις
μὴ ὑπεραποθανόντος τοῦ φίλου ἀνδρὶ φίλῳ θνήσκοντι παρὼν πέλας οὐκ ἐπαμύνας , ἤλυθες οὐ καθαρός : περικαλλέος ἔξιθι νηοῦ .
4932042 Ψαυμι
, ᾄδων . αἰτήσω σέ , φησιν , ὦ Ὀλυμπιόνικε Ψαῦμι , καὶ σὲ τοῖς ἵπποις ἐπιτερπόμενον εὔθυμον ἔχειν γῆρας
ἵπποις ἐπιτερπόμενον φέρειν γῆρας : εὔθυμον ἐς τελευτάν υἱῶν , Ψαῦμι , παρισταμένων . ὑγίεντα δ ' εἴ τις ὄλβον
4931517 ἐδωρησαν
πάντων δῶρα ἔλαβεν ἢ ὅτι δῶρον πάντων τῶν θεῶν . ἐδώρησαν : ἀντὶ τοῦ ἐδωρήσαντο , Ἰωνικῶς : ἢ οὐ
ἐτύμως ὑπὸ Κυλλάνας ὄρος̄ , Ἁγησία , μάτρωες ἄνδρες ναιετάοντες ἐδώρησαν θεῶν κάρυκα λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν εὐσεβέως

Back